Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 161/2020

Με το β.δ. της 17/29.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών» θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού κράτους κατά τον χρόνο ισχύος του, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ιδίου διατάγματος. Προϋπόθεση του τεκμηρίου είναι η ύπαρξη δάσους κατά τον χρόνο ισχύος του διατάγματος. Έννοια δάσους. Διεκδικητική αγωγή. Απόρριψη αυτής, ως ουσιαστικά αβάσιμης, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Απορρίπτει έφεση.

 

Αριθμός    161 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Xρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 5.7.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../27.7.2018) έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της υπ’ αριθ. 2807/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 23.2.2017 αγωγή της, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης πριν την άσκηση αυτής (έφεσης), ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από την σχετική από 27.7.2018 βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει, στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση.

ΙΙ. Με την από 23.2.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./14.6.2017) αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) η ενάγουσα …………….. (ήδη εκκαλούσα) ισχυρίσθηκε ότι το έτος 2001 κατέστη κυρία, τόσο με παράγωγο τρόπο (μεταβίβαση λόγω γονικής παροχής με συμβολαιογραφική πράξη που μεταγράφηκε νομίμως) από την αληθή κυρία-μητέρα της δυνάμει τίτλων κτήσης που ανάγονται αφενός μεν υπό την ισχύ του ΑΚ, αφετέρου δε και πριν την εισαγωγή του ΑΚ, όσο και με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία (νομή από την ίδια και τους αναφερόμενους δικαιοπαρόχους της συνεχώς από το έτος 1875, η οποία συμπληρώθηκε πριν την 11.9.1915), ενός ακινήτου (αγροτεμαχίου) εμβαδού 1.177,75 τ.µ., µε την επ’ αυτού παλαιά οικία εμβαδού 66 τ.µ., κείμενης στη θέση «…-…..» της περιφέρειας Αγίας Μαρίνας του Δημοτικού Διαμερίσματος …. του Δήμου Αιγίνης του νομού Αττικής, και συγκεκριμένα κείμενου εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός οικισμού αλλά εντός του οικιστικού ιστού της …….., όπως το ως άνω ακίνητο λεπτομερώς περιγράφεται ως προς την ακριβή θέση και τα όρια του στην αγωγή. Ότι η νομή της ιδίας και των δικαιοπαρόχων της συνίσταται στην με διάνοια κυρίου κατοχή και χρήση του ακινήτου αυτού σύμφωνα με το είδος και τον προορισμό του και στην ανέγερση (προ του έτους 1950) και χρήση κατοικίας καθώς και στην οριοθέτηση, κατασκευή περίφραξης, διατήρηση οικόσιτων ζώων, φύτευση με οπωροκηπευτικά, συγκομιδή ελαιών και λοιπών καρπών, επίβλεψη και εν γένει εκμετάλλευση αυτού. Ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο (ήδη εφεσίβλητο) αμφισβήτησε την κυριότητα αυτής (ενάγουσας) επί του ανωτέρω ακινήτου, αξίας 58.787,50 ευρώ, επικαλούμενο ότι η επίδικη έκταση, ως δασική, του ανήκει, ενώ έχει εκδώσει σε βάρος της και πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής για την συγκεκριμένη έκταση, την οποία, επιπλέον, έχει κηρύξει και αναδασωτέα με σχετική απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής, με αποτέλεσμα την αποβολή της από το εν λόγω ακίνητο. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, επικαλούμενη ότι το επίδικο ακίνητο ήταν πάντα αγροτικό και ποτέ δασικό, ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά της επ’ αυτού, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της αποδώσει τη νομή του και, σε περίπτωση άρνησης του τελευταίου, να διαταχθεί η βίαιη αποβολή του και η εγκατάστασή της σ’ αυτό, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να επαναφέρει το ανωτέρω ακίνητο στην προ της αποβολής της από τη νομή του κατάσταση, άλλως, στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή η αυτούσια απόδοση του ακινήτου, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό της αξίας του, ήτοι το ποσό των 58.787,50 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και, τέλος, να απαγορευθεί στο εναγόμενο κάθε μελλοντική διατάραξη της κυριότητάς της επί του ακινήτου, µε την απειλή χρηματικής ποινής εις βάρος του για κάθε διατάραξη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή είναι νόμιμη (εκτός από τα αιτήματα: α) της βίαιης αποβολής του εναγομένου από το επίδικο και εγκατάστασης σ’ αυτό της ενάγουσας, β) της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, γ) της απαγόρευσης κάθε μελλοντικής διατάραξης της κυριότητας της ενάγουσας με απειλή χρηματικής ποινής και δ) επικουρικώς, της καταβολής αποζημίωσης σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης του ακινήτου, τα οποία απέρριψε ως μη νόμιμα) απέρριψε αυτήν (αγωγή) ως ουσιαστικά αβάσιμη, γιατί κρίθηκε ότι η επίδικη έκταση, ως έχουσα δασικό χαρακτήρα και μη ανήκουσα σε ιδιώτη, ανήκει στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο κατά τον βάσιμο σχετικό ισχυρισμό του τελευταίου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η ενάγουσα με την υπό κρίση έφεσή της για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να  γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή της.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις που περιέχονται στα από 21 Ιανουαρίου/3 Φεβρουάριου, 4/16 Ιουνίου και 19 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1830 Πρωτόκολλα του Λονδίνου και ιδίως κατά τους ορισμούς του άρθρου 5 του πρώτου και μοναδικού άρθρου του δεύτερου και του άρθρου 1 του τρίτου αυτών, με τα οποία αναγνωρίστηκε η ύπαρξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου Κράτους και ρυθμίστηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου στο μέλλον ως προς τις πρώην ιδιοκτησίες στην Ελλάδα των Οθωμανών, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 21.6/10.7.1837 «περί διακρίσεως κτημάτων», προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου, κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω τριών Πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων», όχι, όμως, και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και, ακολούθως, κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο (ταπί ή χοτζέτι κ.λ.π). Σημειώνεται, ότι, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833 με βάση την, από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (1827 έως 1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, έχοντας, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία σε όλη τη γη που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους υπηκόους του, Έλληνες και Τούρκους, την κυριότητα των ήδη κατεχόμενων απ’ αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την ως άνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 279/2019 και 7/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του β.δ. της 17/29.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών», σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ίδιου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι «ιδιοκτησίας» θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία των Οικονομικών, κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος, που είχε ισχύ νόμου. Κατά δε το οθωμανικό δίκαιο οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν σε δάση, που ανήκαν κατά κανόνα κατά κυριότητα στο Οθωμανικό Δημόσιο, δικαίωμα εξουσίασης (οιονεί επικαρπίας) με «ταπί», δηλαδή επίσημο τίτλο παραχώρησης, που εξέδιδε υπάλληλος του Οθωμανικού Δημοσίου (βλ. Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, έκδ. 1989, τ. Α΄, σελ. 529). Έτσι με προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους, κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος. Προϋπόθεση, όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Έτσι, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι τα δάση είναι: α) ιδιωτικά, αν μετά την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 3 του άνω διατάγματος αναγνωρίστηκαν ως τέτοια επίσημα από το Υπουργείο Οικονομικών ή, σε αρνητική περίπτωση, από τα δικαστήρια και β) δημόσια (αδιαφιλονίκητα εθνικά), αν δεν υποβλήθηκαν, αρμόδια και εμπρόθεσμα, οι απαιτούμενοι τίτλοι προς αναγνώρισή τους ως ιδιωτικών, ανεξάρτητα αν υπήρχαν ή όχι οι εν λόγω τίτλοι. Εξάλλου, ο ορισμός της έννοιας του δάσους κατά το ελληνικό δίκαιο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του Ν. ΑΧΝ΄/1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών» (ήτοι εδαφική έκταση καλυπτομένη εν όλω ή εν μέρει από άγρια ξυλώδη φυτά, οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, η οποία προορίζεται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων προϊόντων), και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, διευρυνόμενος ως προς τον δασικό χαρακτήρα των εδαφών και τις επιτελούμενες από αυτά λειτουργίες (ήτοι προσθήκη πέραν της οικονομικής και της οικολογικής λειτουργίας τους), ενώ βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 998/1979 (όπως ισχύουν μετά την τελευταία τροποποίησή τους από το Ν. 4280/2014), με τις οποίες ορίζεται ότι «Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές)» (άρθρο 3 παρ. 1) και «Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά» (άρθρο 3 παρ. 2). Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σ` αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος (ΑΕΔ 27/1999 ΕλλΔνη 2000.945 και στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σε βάρος του Δημοσίου ήταν δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτη σε δημόσιο δάσος, όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα, σύμφωνα με το ισχύσαν μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, [ν.8 παρ.1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ.1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ.3 Πανδ. (23.3)], με έκτακτη χρησικτησία, προϋποθέσεις της οποίας ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί 30 τουλάχιστον χρόνια, με καλή, όμως, πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την άσκηση της νομής δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα κυριότητας τρίτων, [ν.20 παρ.12 Πανδ. (5.8), ν.27 Πανδ.(18.1), ν.10,18 και 48 Πανδ. (41.3), ν.3 Πανδ.(41.10) και ν.109 Πανδ.(50.16)] και με δυνατότητα προσμέτρησης στον χρόνο νομής του χρησιδεσπόζοντος, του χρόνου όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εάν είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, εφόσον, όμως, ο χρόνος της χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11.9.1915, όπως συνάγεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21.6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», καθώς και από τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ΄/1912 «περί δικαιοστασίου», σε συνδυασμό με τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα και με το άρθρο 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης». Ειδικότερα, με την απόδειξη συμπλήρωσης έκτακτης χρησικτησίας κατά τον ανωτέρω τρόπο, ήτοι συμπληρωθείσας μέχρι και την 11.9.2015, επέρχεται ανατροπή του ανωτέρω τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου επί δασικών εκτάσεων, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των μεταγενέστερων διατάξεων του άρθρου 49 του Ν. 2052/1920, κατά τις οποίες τα δικαιώματα του Δημοσίου επί δασικών εκτάσεων παραμένουν ισχυρά, του άρθρου 215 Ν. 4173/1929 (όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα), του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 «περί Δασικού Κώδικα» και των άρθρων 2 και 4 του Αν.Ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημόσιων κτημάτων», με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημοσίων εν γένει δασών θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και εάν δεν ενήργησε επ’ αυτών οποιαδήποτε πράξη νομής, ότι ουδείς δύναται να αποκτήσει δικαιώματα νομής με εκχέρσωση, υλοτομία, σπορά ή οποιαδήποτε άλλη πράξη επί δημόσιων δασών κλπ., ότι μόνη η βοσκή επί δημοσίων δασών κλπ, ουδέποτε θεωρείται πράξη νομής και μόνη η ύπαρξη οιουδήποτε τίτλου δεν θεωρείται καθεαυτή διακατοχική πράξη και, τέλος, ότι τα δικαιώματα του Δημοσίου επί ακινήτων κτημάτων σε ουδεμία παραγραφή, υπόκεινται (ΑΠ 279/2019, 7/2019, 8/2019, 826/2018, 1753/2017 και 638/2016 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 850/2019, ΑΠ 384/2014 ΕλλΔνη 2015.705).

  1. IV. Από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την εκκαλούσα-ενάγουσα με αριθμούς ….. και …../22.6.2017 ένορκες βεβαιώσεις των …………., αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αιγίνης, οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ (όπως αυτά προστέθηκαν με το Ν. 4335/2015), κλήτευσης του αντιδίκου της (βλ. τις υπ’ αριθ. …../15.6.2017 και …../19.6.2017 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, ………..), από τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική), μεταξύ των οποίων (εγγράφων) περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα-ενάγουσα ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στο πλαίσιο προγενέστερης δίκης, καθώς και από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων από τους διαδίκους πάσης φύσεως φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ΄, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η επίδικη εδαφική έκταση βρίσκεται στη θέση «..-…» της περιοχής … του δημοτικού διαμερίσματος … του Δήμου Αίγινας του νομού Αττικής, είναι εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός οικισμού και έχει επιφάνεια κατά μεν την ενάγουσα …….. (ήδη εκκαλούσα) 1.177,75 τ.μ., κατά δε το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο (ήδη εφεσίβλητο) 1.162,98 τ.μ. Το ακίνητο αυτό συνορεύει βόρεια με αγροτικό δρόμο, νότια με δάσος, ανατολικά με δάσος και δυτικά με αγροτικό δρόμο, ενώ αποτυπώνεται με τα στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΛΜΝΑ στο από 6.7.2017 τοπογραφικό διάγραμμα (στο οποίο περιγράφεται η ακριβής θέση, τα όρια και το εμβαδόν του με αναφορά των πλευρικών διαστάσεων του και με συντεταγμένες των κορυφών του) κλίμακας 1:500 με ενσωματωμένο απόσπασμα χάρτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (Γ.Υ.Σ), με αριθμό ./…, το οποίο (διάγραμμα) συντάχθηκε από την δασοπόνο ………….. και συνοδεύει το υπ’ αριθ. πρωτ. ……/6.7.2017 έγγραφο του Δασονομείου Αίγινας προς το Δασαρχείο Πειραιώς. Συγκεκριμένα στο τελευταίο αυτό έγγραφο αναφέρεται ότι για την ως άνω επίδικη έκταση έχουν συνταχθεί οι από 2.4.2007 και 12.4.2007 εκθέσεις αυτοψίας της ως άνω Υπηρεσίας (Δασονομείου Αίγινας) χωρίς από τότε να έχουν γίνει νέες επεμβάσεις στην έκταση αυτή, στην οποία «σήμερα φύονται τρία πεύκα, δύο άρκευθοι, στο βορειοανατολικό τμήμα ένα σχίνο και δύο ελιές», ενώ, επίσης, αναφέρεται ότι «στο αρχείο του Δασονομείου Αίγινας δεν βρέθηκαν στοιχεία περί αναγνώρισης (της έκτασης αυτής) ως ιδιωτικής (δικαστικές ή διοικητικές αποφάσεις)». Επίσης, στην από 24.7.2017 έκθεση φωτοερμηνείας του Δασολόγου ………….., που συντάχθηκε για την επίδικη έκταση με βάση τα ζεύγη αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1964, 1984, 1992 και 2003, αναφέρεται ότι «Κατά το έτος 1945 η έκταση περιελάμβανε πεύκα και αποτελούσε τμήμα ευρύτερου δάσους πεύκης σε ποσοστό μεγαλύτερο του 30%. Το έτος 1964 παρατηρείται σταδιακή απομάκρυνση της δασικής βλάστησης και εμφανίζονται κτίσματα. Τα έτη 1984, 1992, 2003 η έκταση εμφανίζει τη μορφή που έχει το έτος 1964». Περαιτέρω, με τις από 2.4.2007 και 12.4.2007 εκθέσεις αυτοψίας (που συνοδεύονται από σχετικά τοπογραφικά διαγράμματα), οι οποίες συντάχθηκαν κατόπιν αυτοψίας που διενεργήθηκε στην επίδικη έκταση την 30.3.2007 από την Δασοπόνο . …. και τον Δασολόγο ………., διαπιστώθηκε, όπως αναφέρεται σ’ αυτές, ότι «Οι προκάτοχοι της έκτασης (σημερινός δικαιοπάροχος είναι η …………..) είχαν εκχερσώσει και κατασκευάσει κτίσμα διαστάσεων 65 τ.μ. και τσιμεντοκατασκευή (αυλή) εμβαδού 19,5 τ.μ., κατά το χρονικό διάστημα 1945 έως 1964 (σύμφωνα με την ΔΥ/20.6.2006 φωτοερμηνεία του Δασολόγου ………….) με σκοπό την απόκτηση δικαιωμάτων νομής και κατοχής επί δημόσιας δασικής έκτασης, παρά το νόμο και χωρίς άδεια της αρχής», καθώς και ότι «Η έκταση που καταλήφθηκε απεικονίζεται με λεπτομέρειες στο προσαρτώμενο σχεδιάγραμμα, έχει έδαφος ημιβραχώδες και βραχώδες κατά θέση, κλίση 10%, έκθεση προς τον ορίζοντα νότια και καλυπτόταν πριν την εκχέρσωσή της από δάσος πεύκης βαθμού συγκόμωσης 50%. Απέχει από την θάλασσα 300 μ. και ορίζεται ως εξής: ανατολικά δάσος, δυτικά δρόμος, βόρεια δρόμος και νότια δάσος». Επιπροσθέτως, στο υπ’ αριθ. πρωτ. …………./24.7.2017 έγγραφο του Δασαρχείου Πειραιά αναφέρεται ότι «Στον πρόσφατο αναρτημένο και μη κυρωμένο δασικό χάρτη η επίδικη έκταση έχει τον χαρακτηρισμό ΑΝ (ΑΝΑΔΑΣΩΤΕΕΣ Ή ΔΑΣΩΤΕΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ) με επιπλέον πληροφορία ΔΑ (ΔΑΣΗ ΚΑΙ ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ Α/Φ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗΣ ΛΗΨΗΣ Ή ΠΡΟΥΦΙΣΤΑΜΕΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ/ΑΛΛΗΣ ΜΟΡΦΗΣ/ΚΑΛΥΨΗΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ Α/Φ ΠΡΟΣΦΑΤΗΣ ΛΗΨΗΣ & ΣΤΙΣ ΑΥΤΟΨΙΕΣ Ή ΣΤΟΥΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΧΑΡΤΕΣ ΤΟΥ Ν. 248/1976). Στον ιστορικό δασικό χάρτη η επίδικη έκταση έχει τον χαρακτηρισμό Δ (ΔΑΣΗ ΚΑΙ ΔΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ Α/Φ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗΣ ΛΗΨΗΣ)». Ακόμη, με την υπ’ αριθ. πρωτ. ΔΥ/20.6.2006 Εισήγηση του …………., Δασολόγου του Δασαρχείου Πειραιά, κατόπιν διενεργηθείσης αυτοψίας, προτάθηκε η κήρυξη ως αναδασωτέας, ευρύτερης έκτασης δάσους, εμβαδού 35 στρεμμάτων, κείμενης στη θέση «.-..» … . του Δήμου Αίγινας, όπως αυτή απεικονίζεται στο συνοδεύον (την εισήγηση) απόσπασμα χάρτη Γ.Υ.Σ (με αριθμό φύλλου ./….), με σκούρο (πράσινο) χρωματισμό και στοιχεία περιμέτρου Α, Β,Γ,Δ,Ε,Ζ,Η,Θ,Ι,Κ,Λ,Α. Σημειώνεται ότι εντός της ευρύτερης αυτής έκτασης και συγκεκριμένα στο βορειοδυτικό άκρο της βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, όπως αυτό περιγράφεται γύρωθεν με τα στοιχεία 54,95,48,74,66,54 (βλ. και την σχετική βεβαίωση των μηχανικών ………. και ……….. επί του συνοδεύοντος την ως άνω εισήγηση χάρτη Γ.Υ.Σ, ότι το επίδικο ακίνητο είναι τοποθετημένο σωστά επί του χάρτη αυτού). Σύμφωνα δε με την προαναφερθείσα Εισήγηση του Δασολόγου ………., η ευρύτερη αυτή έκταση των 35 στρεμμάτων έχει έδαφος γαιώδες και κατά τόπους βραχώδες, μέσο υψόμετρο 50 μ., κλίσεις 10-20% και, κατά τον χρόνο της αυτοψίας (2006), παρουσιάζει δασική βλάστηση από πεύκα και σχίνα, ενώ υπάρχουν διάσπαρτα κτίσματα με διαμορφωμένους κήπους. Ακολούθως, στην ως άνω Εισήγηση αναγράφονται, ως στοιχεία από αεροφωτογραφίες (Α/Φ) του αρχείου ως προς την ευρύτερη αυτή έκταση, ότι με βάση φωτοερμηνεία α) της Α/Φ έτους λήψης 1936, η έκταση αποτελεί τμήμα ευρύτερου δάσους πεύκης μεγαλύτερου των 3 στρεμμάτων, β) της Α/Φ έτους 1945, η έκταση παρουσιάζει την ίδια μορφή όπως στην Α/Φ του 1936 και ο βαθμός συγκόμωσης είναι 50%, γ) της Α/Φ έτους 1964, παρατηρείται σταδιακή απομάκρυνση της δασικής βλάστησης και η εμφάνιση κτισμάτων, δ) της Α/Φ έτους 1985, εντός της έκτασης έχει αυξηθεί ο αριθμός των κτισμάτων με συνέπεια τη μείωση του βαθμού συγκόμωσης σε 30%, ε) της Α/Φ έτους 1992, παρατηρείται όμοια κατάσταση με την Α/Φ έτους 1984 και στ) της Α/Φ έτους 2003, εντός της έκτασης ο βαθμός συγκόμωσης είναι 20%. Τέλος, με την εν λόγω Εισήγηση, αφού αναφέρεται, ότι, κατόπιν έρευνας στο αρχείο της Υπηρεσίας (Δασαρχείου Πειραιά) διαπιστώθηκε αφενός ότι για τμήμα της ευρύτερης έκτασης έχει εκδοθεί και ισχύει η υπ’ αριθ. Δ/345304/29.7.1988 απόφαση κήρυξης αναδασωτέας κατόπιν εκχέρσωσης από τον ………. και αφετέρου ότι δεν βρέθηκαν αποφάσεις του άρθρου 67 του Ν. 998/1979, όπως ίσχυε τότε (αφορά αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής για αναγνώριση ως ιδιωτικών, των εκτάσεων που εμφανίζονται στις αεροφωτογραφίες του 1945, ή, εφόσον αυτές δεν είναι ευκρινείς του 1960, με αγροτική μορφή, εφόσον ο ιδιώτης προσκομίσει τίτλους ιδιοκτησίας οι οποίοι ανάγονται πριν από την 23.2.1946 και έχουν μεταγραφεί), καταγράφονται ως «Διαπιστώσεις – Συμπεράσματα» ότι «Η συγκεκριμένη έκταση (που προτείνεται να κηρυχθεί ως αναδασωτέα) παρουσιάζει μέχρι το 1964 την μορφή δάσους με βαθμό συγκόμωσης 50%, η οποία αποτελεί από την μεταξύ τους απόσταση και αλληλεπίδραση οργανική ενότητα και δύναται να συμβάλει στην διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας και να εξυπηρετήσει τη διαβίωση του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος. Από το 1964 και μέχρι σήμερα παρατηρείται στην έκταση απομάκρυνση της δασικής βλάστησης και εμφάνιση κτισμάτων». Τέλος, κατόπιν της υπ’ αριθ. 4517/7.8.2018 πρότασης του αρμοδίου Δασαρχείου Πειραιώς, με την υπ’ αριθ. 2274/10.9.2007 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τ. Δ΄, με αριθμό 456/17.9.2007), κηρύχθηκε η επίδικη έκταση ως αναδασωτέα με βάση τις διατάξεις των άρθρων 117 παρ. 3 του Συντάγματος και 37 έως 44 και 79 του Ν. 998/1979 «περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας» και συγκεκριμένα κηρύχθηκε «ως αναδασωτέο, με σκοπό την προστασία για την επανεγκατάσταση της δασικής βλάστησης, που καταστράφηκε από εκχέρσωση, δάσος πεύκης, εμβαδού 1,16298 στρ. Η έκταση αυτή, που βρίσκεται στη θέση «……..» του Δήμου Αίγινας του νομού Πειραιά, καλυπτόταν από πεύκα, με βαθμό συγκόμωσης ανορόφου 50%».  Ακολούθως, σε βάρος της ενάγουσας, ως έχουσας καταλάβει δημόσιο δάσος που βρίσκεται στην ανωτέρω θέση και που έχει εκχερσωθεί από τους προκατόχους της από το 1945 αυθαίρετα και ως προβαίνουσας σε εργασίες επί της έκτασης αυτής (δηλαδή της επίδικης), εκδόθηκαν: α) το υπ’ αριθ. 2/2009 Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής του Δασάρχη Πειραιώς και β) η υπ’ αριθ. 503/10.4.2009 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής (Γ.Γ.Π.Α.) περί κατεδάφισης των αυθαίρετων κτισμάτων και κατασκευών που κατασκευάστηκαν σε δημόσιο δάσος πεύκης που εκχερσώθηκε, εμβαδού 1.162,98 τ.μ. και έχει κηρυχθεί αναδασωτέα έκταση, στη θέση «…………» Αγίας Μαρίνας του Δήμου Αίγινας (δηλαδή στην επίδικη έκταση). Στη συνέχεια, η ενάγουσα προσέφυγε κατά των ανωτέρω σε βάρος της εκδοθέντων απόφασης κατεδάφισης και πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών και πολιτικών Δικαστηρίων αντίστοιχα και εκδόθηκαν σχετικώς: α) η με αριθμό 1216/2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της περί ακύρωσης της απόφασης του Γ.Γ.Π.Α. περί κατεδάφισης των αυθαίρετων κτισμάτων, γιατί κρίθηκε ότι καθορίζεται επακριβώς η τοποθεσία του ακινήτου και ο χαρακτήρας της έκτασης ως δασικής, που κηρύχθηκε αναδασωτέα, χωρίς να προκύπτει τυχόν ανάκληση ή ακύρωση της σχετικής απόφασης του Γ.Γ.Π.Α. και β) η με αριθμό 39/2010 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αίγινας (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων κατ’ άρθρο 61 του ν.δ. 86/1969), που δέχθηκε την ανακοπή της και ακύρωσε το ανωτέρω πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, πιθανολογώντας ότι η επίδικη έκταση δεν είναι δασική αλλά γεωργικώς καλλιεργούμενη μέχρι το 1945 καθώς και ότι η ήδη ενάγουσα απέκτησε την κυριότητα του επίδικου ακινήτου τόσο με παράγωγο τρόπο (συμβόλαια αγοράς), όσο και πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με έκτακτη χρησικτησία των δικαιοπαρόχων της, συμπληρωθείσας 30ετούς συνεχούς νομής επ’ αυτού πριν από το έτος 1875 και μέχρι το έτος 1915. Επίσης, πρέπει να αναφερθεί ότι η ενάγουσα με σχετική αίτησή της προς τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής (με αριθ. πρωτ. ……../23.7.2015) ζήτησε την ανάκληση της προαναφερθείσας (υπ’ αριθ.. 2274/2007) απόφασης του ως άνω Γ.Γ.Π.Α. περί κήρυξης της (ήδη επίδικης) έκτασης ως αναδασωτέας, πλην όμως η αίτησή της αυτή απορρίφθηκε με το υπ’ αριθ. πρωτ. οικ79204/2680/22.10.2015 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Δασών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, γιατί κρίθηκε ότι δεν συντρέχουν λόγοι ανάκλησης της απόφασης αυτής του Γ.Γ.Π.Α (βλ. τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την ίδια την εκκαλούσα αίτηση ανάκλησης και απόφαση επ’ αυτής). Συνεπώς, με βάση όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι η προπεριγραφόμενη επίδικη έκταση είχε πάντα χαρακτήρα δασικό, δεν καλλιεργήθηκε ποτέ στο παρελθόν μέχρι το έτος 1945, αποτελούσε δε οργανικό σύνολο του κείμενου στη θέση «………» … .. του Δήμου Αίγινας ευρύτερου δημόσιου δάσους πεύκης, επιφάνειας 35 στρεμμάτων, όπως αυτό αποτυπώνεται στο απόσπασμα χάρτη Γ.Υ.Σ (με αριθμό φύλλου ……), με σκούρο (πράσινο) χρωματισμό και στοιχεία περιμέτρου Α,Β,Γ,Δ,Ε,Ζ,Η,Θ,Ι,Κ,Λ,Α. Ειδικότερα, η επίδικη έκταση τελεί σε οργανική ενότητα, αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση με το προς ανατολάς και νότο όμορο δάσος και αποτελεί το βορειοδυτικό τμήμα του ευρύτερου αυτού δάσους, επιφανείας 35 στρεμμάτων. Επίσης, η επίδικη έκταση παρουσιάζει εδαφική κλίση 10%, το έδαφος της είναι ημιβραχώδες και κατά θέσεις βραχώδες, ενώ, κατά τα έτη 1936 και 1945, όπως προκύπτει και από την φωτοερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ως άνω ετών, αυτή αποτελούσε τμήμα ευρύτερου δάσους πεύκης, με βαθμό συγκόμωσης άνω του 30% έως και 50%. Το γεγονός ότι η επίδικη έκταση είναι δάσος αποδεικνύεται ευχερώς και από την (προσκομιζόμενη με επίκληση από το εφεσίβλητο) «αεροφωτογραφία του έτους 1945 με εντοπισμό του επιδίκου», στην οποία αποτυπώνεται με ευκρίνεια ο δασικός χαρακτήρας της καθώς και η έλλειψη στοιχείων γεωργικής καλλιέργειας και κτισμάτων επ’ αυτής. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα κατά το έτος 1964 είχε λάβει χώρα σταδιακή απομάκρυνση της δασικής βλάστησης από την επίδικη έκταση και είχε κατασκευασθεί παρανόμως κτίσμα από τους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, ενώ η ίδια κατάσταση συνεχίσθηκε και κατά τα έτη 1984, 1992 και 2003 με το βαθμό συγκόμωσης να έχει περιορισθεί σε ποσοστό 30%. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι στα δασικά λεξικά η λέξη «συγκόμωση» ορίζεται ως «η σκιά που αφήνει στο έδαφος η κόμη των δέντρων δασικής έκτασης, όταν οι ηλιακές ακτίνες πέφτουν κάθετα». Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 3 του Π.Δ. 32/2016 «περί επιστημονικών κριτηρίων υπαγωγής εκτάσεων σε διατάξεις του άρθρ. 3 του Ν. 998/1979 περί προστασίας δασών», η οποία (διάταξη) καθορίζει το κριτήριο προσδιορισμού διάκρισης του δάσους από τη δασική έκταση, ορίζεται ότι «Θεωρείται αραιά η δασική βλάστηση εφόσον μεταξύ των διακένων των δασικών ατόμων δύναται να παρεμβληθεί άτομο με κανονική κόμη και εφόσον στο σύνολο της έκτασης ο μέσος βαθμός συγκόμωσης δεν υπερβαίνει το 25% (αραιά συγκόμωση). Το κριτήριο είναι ενδεικτικό και μπορεί η έκταση να αποτελεί δάσος και με μικρότερη συγκόμωση». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι όταν η συγκόμωση είναι άνω του 25% η έκταση θεωρείται δάσος, ενώ μπορεί η έκταση να αποτελεί δάσος και με μικρότερη συγκόμωση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας . ……… (κατά το χρονικό διάστημα μετά το έτος 1945 και μέχρι το έτος 1958) και …………. (κατά το χρονικό διάστημα μετά το έτος 1958 και μέχρι το έτος 1991) επέφεραν αλλαγή στη δασική μορφή του επίδικου ακινήτου, γιατί προέβησαν στην σταδιακή εκχέρσωση του και συγκεκριμένα ο πρώτος αυτών, αφού το κατέλαβε, άρχισε την σταδιακή εκχέρσωσή του και την φύτευση μίας ελιάς, ενώ ο δεύτερος αυτών μετά το έτος 1958, όταν το απέκτησε με αγορά από τον πρώτο, συνέχισε την εκχέρσωσή του και κατασκεύασε αυθαίρετα (δηλαδή χωρίς έκδοση οικοδομικής άδειας) ένα κτίσμα εμβαδού 65 τ.μ. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι αυτή η σταδιακή εκχέρσωση του επιδίκου και η συνακόλουθη μείωση της δασικής του βλάστησης, δεν αναιρεί τον προαναφερθέντα δασικό χαρακτήρα του, αφού, όπως εκτέθηκε στην νομική σκέψη της παρούσας, ουδείς δύναται να αποκτήσει δικαιώματα νομής με εκχέρσωση, σπορά ή οποιαδήποτε άλλη πράξη επί δημόσιων δασών. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος έκδοσης της προαναφερθείσας 2274/2007 πράξης αναδάσωσης του Γ.Γ.Π.Α. για την επίδικη έκταση, ώστε να γίνει επανεγκατάσταση της καταστραφείσας από την εκχέρσωση δασικής βλάστησης. Κατόπιν αυτών, αποδείχθηκε η επίδικη έκταση δεν είχε καλλιεργηθεί ποτέ στο παρελθόν μέχρι το έτος 1945, είχε πάντα δασικό χαρακτήρα, καλυπτόμενη με δασική βλάστηση (πεύκα) και αποτελώντας ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές) και, όπως προαναφέρθηκε, αποτελούσε οργανικό σύνολο με το εκτεινόμενο ανατολικά και νότια αυτής δημόσιο δάσος πεύκης, όπως άλλωστε προαναφέρθηκε, γι` αυτό και ο αγωγικός ισχυρισμός της ενάγουσας, τον οποίο επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ότι η έκταση αυτή είναι αγροτική-γεωργική και όχι δασική ελέγχεται ως αβάσιμος. Συνεπώς, το επίδικο ως δάσος, ανήκον στην κατηγορία των δημοσίων γαιών, περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον, σύμφωνα με τα πρωτόκολλα του Λονδίνου σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του από β.δ. της 17/29.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών» στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αναγνωρίστηκε η κυριότητά του σε κάθε έκταση που αποτελούσε δάσος, όπως και το επίδικο ακίνητο, πριν από την έναρξη της ισχύος του, εκτός από εκείνα για τα οποία υπήρχε έγγραφη απόδειξη της Οθωμανικής Αρχής, ήτοι οποιοσδήποτε οθωμανικός ιδιοκτησιακός τίτλος για απώτερο δικαιοπάροχό της, τον οποίο (τίτλο) η ενάγουσα, στην προκειμένη περίπτωση, δεν επικαλείται, εφόσον το επίδικο βρίσκεται στην Αττική, όπως επίσης δεν επικαλείται δικαίωμα εξουσίασης επί του επιδίκου αποδεικνυόμενου δια ταπίου ή άλλου αποδεικτικού εξουσίασης εκδοθέν από την Οθωμανική Αρχή. Βέβαια, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, ισχυρίζεται ότι κατέστη κυρία του επιδίκου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, επικαλούμενη ότι αυτή το είχε στη νομή της (κατοχή με διάνοια κυρίου) συνεχώς από το έτος 2001, όταν και το απέκτησε με το νομίμως μεταγραφέν υπ’ αριθ. …./26.7.20011 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αίγινας …………. από την μητέρα της ………, στην οποία είχε περιέλθει με αγορά δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ’ αριθ. ……../18.9.1991 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αίγινας ……….. από τον παππού της (προπάππου της ενάγουσας) …………., στον οποίο είχε περιέλθει πριν το έτος 1950 με άτυπη αγορά από τον ……….., στον οποίο είχε περιέλθει από τον φερόμενο ως απώτατο δικαιοπάροχό της, …….. με αγορά δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ’ αριθ. …/1875 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αίγινας, …., με συνέπεια αυτή (ενάγουσα) να έχουν αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, της οποίας ο απαιτούμενος χρόνος (30ετής νομή), αφού είχε αρχίσει το έτος 1875 και είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11.9.1915. Από τα ανωτέρω, όμως, αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε, παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό της ενάγουσας, ότι ο δικαιοπάροχος αυτής, ……………, είχε στη φυσική του εξουσία το επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από το έτος 1875 μέχρι την 11.9.1915. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένες πράξεις νομής του προαναφερόμενου επί του επιδίκου κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, αφενός μεν γιατί η έκταση αυτού, λόγω της μορφολογίας της (με έδαφος ημιβραχώδες και κατά θέσεις βραχώδες και κλίση 10%), δεν ήταν δεκτική καλλιέργειας, αφετέρου δε γιατί δεν προσκομίσθηκε ουδέν αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο. Σημειώνεται, ότι οι ένορκες βεβαιώσεις των τριών μαρτύρων (από τους οποίους η μία είναι η άμεση δικαιοπάροχος της ενάγουσας και μητέρα της), που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αίγινας για να χρησιμοποιηθούν στην δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν μπορούν να αξιολογηθούν πρόσφορα, γιατί οι μάρτυρες αυτοί δεν είχαν, ούτε μπορούσαν να έχουν, προσωπική και, σε κάθε περίπτωση, ασφαλή αντίληψη των επικαλουμένων πράξεων νομής κατά την τελευταία, πριν το έτος 1915, τριακονταετία, αφού γεννήθηκαν πολύ αργότερα (ήτοι τα έτη 1950, 1947 και 1949 αντίστοιχα). Επίσης, η ενάγουσα προς απόδειξη του ανωτέρω ισχυρισμού της, δηλαδή ότι ο απώτατος δικαιοπάροχος της, ……. . είχε στη νομή του το επίδικο ακίνητο με καλή πίστη από το έτος 1875 μέχρι την 11.9.1915, επικαλείται, ως τίτλο κτήσης αυτού, το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. …/1875 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αιγίνης ……. Από το περιεχόμενο, όμως, του ως άνω συμβολαίου δεν προκύπτει ότι αυτό αφορά στο επίδικο ακίνητο, το οποίο δεν ταυτοποιείται στο εν λόγω συμβόλαιο ούτε ως προς την έκτασή του, ούτε ως προς τα όριά του. Αντιθέτως, το επίδικο ταυτοποιείται, για πρώτη φορά, ως μεταβιβαζόμενο σε συμβολαιογραφική πράξη, στο προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. ………./18.9.1991 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αίγινας ……….., που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Αίγινας, με το οποίο η άμεση δικαιοπάροχος της ενάγουσας και μητέρα της, ………, αποκτά το ακίνητο με αγορά από τον παππού της, ………….. (προπάππου της ενάγουσας). Στο συμβόλαιο αυτό, αναφέρεται ως τρόπος κτήσης του ανωτέρω μεταβιβάζοντος, η έκτακτη χρησικτησία, με νομή του από το έτος 1958, όταν του παραδόθηκε το ακίνητο από τον . …………. λόγω άτυπης πώλησης, ενώ ο τρόπος κτήσης κυριότητας του τελευταίου ουδόλως αναφέρεται, δηλαδή δεν αναφέρεται η ύπαρξη του επικαλούμενου με την αγωγή, ως τίτλου κτήσης αυτού, συμβολαίου με αριθμό …/1875. Αναφέρεται, όμως, στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό …………/1991 η ύπαρξη της από 22.3.1958 απόδειξης πληρωμής του τιμήματος εκ ποσού 3.500 δραχμών για την αγορά του επίδικου ακινήτου από τον …………, η οποία (απόδειξη) προσαρτήθηκε στο συμβόλαιο αυτό, με το περιεχόμενο ότι το ποσό αυτό (των 3.500 δραχμών) δίνεται στον πωλητή ……….. από τον αγοραστή ………….. ως τίμημα για την αγορά του ήδη επίδικου ακινήτου, το οποίο περιγράφεται (στην απόδειξη αυτή) ως αγρός εκτάσεως ενός στρέμματος, «εντός του οποίου υπάρχει φυσική σπηλιά, ένα ελαιόδενδρο και ένα πεύκο». Αποδείχθηκε, επομένως, από όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αλλά και από το περιεχόμενο του ανωτέρω υπ’ αριθ. ………/1991 αγοραπωλητήριου συμβολαίου ότι ο προπάππους της ενάγουσας ………. απέκτησε το επίδικο ακίνητο το έτος 1958 με άτυπη αγορά από τον ………… και αμέσως μετά (το έτος 1958) άρχισε την κατασκευή του υπάρχοντος επ’ αυτού κτίσματος των 65 τ.μ., το οποίο δεν προϋπήρχε του έτους αυτού (1958), παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό της ενάγουσας και παρά τις περί του αντιθέτου μη πειστικές ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων αυτής, αφού αν προϋπήρχε το κτίσμα, θα αναγραφόταν, κατά λογική αναγκαιότητα, και στην προσκομιζόμενη απόδειξη πληρωμής τιμήματος, η οποία προσαρτήθηκε στο ως άνω συμβόλαιο. Εξάλλου, όπως  η ίδια η ενάγουσα αναφέρει τόσο στην έφεσή της (βλ. στην αρχή της 4ης σελίδας αυτής), όσο και στις προτάσεις της στο παρόν Δικαστήριο (βλ. ομοίως στην αρχή της 4ης σελίδας αυτών) το εν λόγω κτίσμα, με τη μορφή πέτρινης οικίας, είχε κατασκευασθεί από τον ίδιο τον προπάππου της ………….. Ο τελευταίος, όμως, όπως αποδείχθηκε από το περιεχόμενο τόσο του ανωτέρω συμβολαίου (…………./1991) όσο και της προαναφερθείσας απόδειξης πληρωμής, είχε αποκτήσει το επίδικο το έτος 1958 και όχι σε προγενέστερο χρόνο, παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό της ενάγουσας. Επίσης, όπως αποδείχθηκε, μέχρι το έτος 1946 δεν υπάρχει τίτλος μεταγεγραμμένος για το επίδικο ακίνητο  στο όνομα των ανωτέρω δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, ……….. και ……….. Συνεπώς, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ο απώτατος δικαιοπάροχος της ενάγουσας, ……………, δεν είχε στη νομή του το επίδικο ακίνητο από το έτος 1875, δεν συμπλήρωσε τον απαιτούμενο χρόνο χρησικτησίας μέχρι την 11.9.1915, ώστε να αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου με τα ως άνω προσόντα και, συνακόλουθα, δεν ήταν πλέον δυνατή η κτήση του εν λόγω δικαιώματος από τους λοιπούς αναφερόμενους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας αλλά και από την ίδια με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας που επικαλείται, δεδομένου ότι το ακίνητο αυτό έκτοτε (11.9.1915), ως δημόσιο δάσος, είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας. Επομένως, η αγωγική βάση περί συμπλήρωσης έκτακτης χρησικτησίας επί του επιδίκου εκ μέρους του απώτατου δικαιοπαρόχου της ενάγουσας-εκκαλούσας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι και την 11.9.1915 ελέγχεται ως ουσιαστικά αβάσιμη. Με βάση όλα τα προαναφερόμενα αποδείχθηκε: α) ότι η κυριότητα του επιδίκου ακινήτου ανήκει στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, γιατί ήταν ανέκαθεν δάσος, με συνέπεια να υπάρχει νόμιμο τεκμήριο κυριότητας αυτού επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους κατά τον χρόνο ισχύος του β.δ. 17/29.11.1836, β) ότι δεν ζητήθηκε από ιδιώτη η αναγνώριση κυριότητας επ’ αυτού με τη διαδικασία του ως άνω βασιλικού διατάγματος  και γ) ότι δεν χρησιδεσπόστηκε επί 30ετία τουλάχιστον μέχρι το έτος 1915 από τον απώτατο δικαιοπάροχο της ενάγουσας-εκκαλούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, καταλήγοντας στο ίδιο συμπέρασμα, έκρινε όμοια (έστω και με πιο συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας – άρθρο 534 ΚΠολΔ) και απέρριψε τόσο τον αγωγικό ισχυρισμό ότι η επίδικη έκταση ήταν πάντα αγροτική και όχι δασική, όσο και την προαναφερθείσα αγωγική βάση, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα-ενάγουσα με τους σχετικούς (πρώτο έως και έβδομο) λόγους της έφεσής της, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Επίσης, σύμφωνα με την προηγούμενη νομική σκέψη, η πρώτη αγωγική βάση για τον παράγωγο τρόπο κτήσης του επιδίκου δεν είναι νόμιμη. Ειδικότερα η ενάγουσα (ήδη εκκαλούσα) δεν επικαλείται, εφόσον το επίδικο βρίσκεται στην Αττική, ότι ο φερόμενος με την αγωγή ως απώτατος δικαιοπάροχός της, …………., που βρισκόταν εν ζωή το 1875, κατείχε τούτο δυνάμει οθωμανικού τίτλου, έστω και άκυρου και ότι εξ αυτού του λόγου αναγνωρίσθηκε τότε κύριος από το Οθωμανικό Δημόσιο και εν συνεχεία το 1833 και από το Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει της Συνθήκης της Κων/πόλεως και των πρωτοκόλλων της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, άλλως ότι κύριοι του επιδίκου ακινήτου ήσαν Οθωμανοί ιδιώτες, των οποίων είχε αναγνωρισθεί η ιδιοκτησία κατά τα ανωτέρω και ότι ο φερόμενος ως απώτατος δικαιοπάροχός της αγόρασε νόμιμα το επίδικο από αυτούς (βλ. ΕφΑθ 2516/2008 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης δεν είναι νόμιμη και η δεύτερη αγωγική βάση περί πρωτοτύπου τρόπου κτήσης του επιδίκου με τακτική χρησικτησία, γιατί ο εν λόγω τρόπος κτήσης κατά του Δημοσίου είχε αποκλεισθεί από το προϊσχύον του ΑΚ β.ρ. δίκαιο (βλ. Κ. Παπαδόπουλος, ό.π. σελ. 83). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε τις ανωτέρω αγωγικές βάσεις (έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία, δηλαδή ως ουσιαστικά αβάσιμες, με συνέπεια να αντικαθίσταται η αιτιολογία της, ως προς τις βάσεις αυτές, με τις αιτιολογίες της παρούσας – άρθρο 534 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΕφΑθ 3239/2001 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, σελ. 857), δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα-ενάγουσα με τον σχετικό λόγο (τρίτο κατά το δεύτερο σκέλος του) της έφεσής της (με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα δεν αναγνωρίσθηκε κυρία επί του επιδίκου όπως ζητούσε με την αγωγή της), είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
  2. V. Με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν. 3208/2013 (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 43 παρ. 1 Ν.4280/2014) ορίζεται ότι «Το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας σε δάση, δασικές εκτάσεις και στις εκτάσεις των περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου που: Ι. Αναγνωρίστηκαν ως ιδιωτικά: α)… β)… γ) Με αμετάκλητες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, στις οποίες διάδικος, αρχικός ή κατά παρέμβαση, ήταν το Ελληνικό Δημόσιο… θ) Με τις διατάξεις του ν. 248/1976, σε ό,τι αφορά: α)… β) τις εκτάσεις… που κρίθηκε με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, κατά τη διαδικασία των άρθρων 12 επ. του ν. 248/1976, ότι δεν αποτελούν δάσος ή δασική έκταση και αν ακόμη απέκτησαν μεταγενεστέρως δασικό χαρακτήρα, εφόσον έχουν εκδοθεί για τις εκτάσεις αυτές ή για τμήματα τους μέχρι τις 31.3.2011 από τις αρμόδιες δασικές αρχές διοικητικές πράξεις, βεβαιωτικές του διαπιστωθέντος, κατ` εφαρμογή του ν. 248/1976, μη δασικού χαρακτήρα αυτών.». Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του Ν. 3127/2003 (όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 11 του άρθρου 154 του Ν. 4389/2016) ορίζεται ότι « Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον: α) νέμεται, μέχρι έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Η διάταξη της περίπτωσης β` εφαρμόζεται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ.. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ,μ., η διάταξη εφαρμόζεται μόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31.12.2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α` και β` προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α.Κ. 2. Οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύουν για εκτάσεις που στο σχέδιο πόλης ή στους οικισμούς αποτελούν κοινόχρηστους χώρους ή πάρκα και άλση». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι τα ανήκοντα στο Ελληνικό Δημόσιο κοινόχρηστα πράγματα δεν καταλαμβάνονται από το ως άνω άρθρο 4 του Ν. 3127/2003 (ΑΠ 1271/2011), αφού το άρθρο αυτό αναφέρεται στις προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας ακινήτου ανήκοντος στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου (ΑΠ 723/2014). Εξάλλου, εκτός όμως από τα πράγματα που απαριθμούνται στο άρθρο 967 ΑΚ, κοινόχρηστα είναι και τα δημόσια δάση και άλση, εφόσον δεν είναι πράγματα ειδικής χρήσης. Ειδικότερα, ένα δάσος, ενόψει της ειδικής συνταγματικής προστασίας των δασών (άρθρο 24 Συντάγματος), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και είτε είναι ιδιόχρηστο, όταν εξυπηρετεί, κυρίως, τη δασολογική έρευνα και διδασκαλία, είτε είναι κοινόχρηστο, όταν είναι ελεύθερη η χρήση του από το κοινό (ΑΠ 226/2017 και ΑΠ 1453/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 21 παρ. 8 του Ν. 3208/2003 (όπως ίσχυε πριν την κατάργησή της με το άρθρο 53 παρ.1η του Ν. 4280/2014, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο δέκατο έβδομο παρ.1 του Ν. 4296/2014), οριζόταν ότι «Εκτάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 12 και δεν εμπίπτουν στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, δεν υπάγονται στις διατάξεις του δασικού νόμου, εφόσον εμφανίζουν στην αεροφωτογραφία των ετών 1945 ή 1960 αγροτική μορφή». Τέλος, με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 21 παρ. 8 του Ν. 3208/2003 ορίζεται ότι «Οι εκτάσεις των περιπτώσεων α`, δ` και ε` της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του Ν. 998/1979, καθώς και οι εκτάσεις που κρίθηκαν από τις επιτροπές της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ίδιου νόμου ως μη δασικές, δεν υπάγονται στις διατάξεις του Δασικού Κώδικα, τυχόν δε αποφάσεις με τις οποίες οι εν λόγω εκτάσεις κηρύχθηκαν αναδασωτέες ή επεβλήθη καν διοικητικές ποινές προστίμου ή ειδικής αποζημίωσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 29 του Ν. 2081/1992 (ΦΕΚ 154Α) και 45 του Ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α), αντίστοιχα, αίρονται υποχρεωτικά, με πράξη του αρμόδιου οργάνου».

Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα πρόβαλε με την αγωγή της (αλλά και με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο) τους εξής ισχυρισμούς, τους οποίους επαναφέρει με τον σχετικό (όγδοο) λόγο της έφεσής της, και συγκεκριμένα:

Α) ότι το εναγόμενο Δημόσιο δεν μπορεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 περ. γ΄ και θ΄ του Ν. 3208/2013 (όπως αυτές αναφέρονται στην αρχή της αμέσως προηγούμενης νομικής σκέψης), να αξιώσει δικαίωμα κυριότητας στο επίδικο ακίνητο, γιατί σε σχετική πολιτική δίκη ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αίγινας μεταξύ αυτής και του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 39/2010 ήδη αμετάκλητη απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίσθηκε αφενός ότι το επίδικο ακίνητο είναι ιδιωτικό και όχι δασική έκταση και αφετέρου ότι αυτή (ενάγουσα) είναι η μόνη κυρία του ακινήτου αυτού. Από το περιεχόμενο, όμως, της ανωτέρω απόφασης (39/2010) του Ειρηνοδικείου Αίγινας, προκύπτει ότι αυτή εκδόθηκε επί της σχετικής από 10.3.2009 ανακοπής της ήδη ενάγουσας κατά του υπ’ αριθ. ……./2009 Πρωτοκόλλου Διοικητικής Αποβολής του Δασάρχη Πειραιώς και ότι, με αυτήν (απόφαση), έγινε δεκτή η ανακοπή και ακυρώθηκε το ως άνω πρωτόκολλο. Η απόφαση, όμως, του ειρηνοδικείου (και κατ` έφεση του μονομελούς πρωτοδικείου) που εκδίδεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων επί ανακοπής κατά πρωτόκολλου διοικητικής αποβολής του Δασάρχη (άρθρο 61 παρ. 1 του ν.δ. 86/1969, όπως ισχύει), δεν περιβάλλεται με ισχύ δεδικασμένου ως προς την ύπαρξη δικαιώματος κυριότητας του ανακόπτοντος, εφόσον αντικείμενο της ανακοπής δεν είναι η έστω και προσωρινή αναγνώριση κυριότητας του ανακόπτοντος, πολύ δε περισσότερο η επιδίκαση αυτής, αλλά η έρευνα του κύρους του προσβληθέντος πρωτοκόλλου αποβολής (ΑΠ 789/2018 και ΑΠ 498/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 639/1989 ΝοΒ 1990.987). Συνεπώς, αφού, στην προκείμενη περίπτωση, με την ανωτέρω απόφαση του Ειρηνοδικείου Αίγινας δεν επήλθε αναγνώριση του επιδίκου ως ιδιωτικής έκτασης, ούτε αναγνώριση της κυριότητας της ήδη ενάγουσας επ’ αυτού, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των προαναφερθεισών διατάξεων του άρθρου 10 παρ. 1 περ. γ΄ και θ΄ του Ν. 3208/2013, παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό της ενάγουσας-εκκαλούσας.

Β) ότι το επίδικο ακίνητο βρίσκεται εντός του οικιστικού ιστού του οικισμού της ………., που υπάγεται στο Τοπικό Διαμέρισμα …… Αίγινας, του οποίου οι κάτοικοι ήταν το έτος 2015 κάτω των 2.000 και συγκεκριμένα ήταν 1.361, με συνέπεια, επειδή νέμεται το εν λόγω ακίνητο για πάνω από 140 έτη, ήτοι από το 1875, με προσμέτρηση στον χρόνο νομής της και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων της και με καλή πίστη, να θεωρείται και βάσει του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, κυρία αυτού. Στην προκείμενη, όμως, περίπτωση, δεν συντρέχουν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις εφαρμογής των αναφερθεισών στην προηγούμενη νομική σκέψη διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του ως άνω νόμου (3208/2013), παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό της ενάγουσας-εκκαλούσας. Και τούτο γιατί το επίδικο ακίνητο, όπως αποδείχθηκε κατά τα προαναφερόμενα, δεν βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό, ενώ, επιπλέον, έχει χαρακτήρα δάσους, με συνέπεια, ως ανήκον στο Ελληνικό Δημόσιο κοινόχρηστο πράγμα, να μην καταλαμβάνεται από το ως άνω άρθρο 4 του Ν. 3127/2003 κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη.

Γ) ότι το επίδικο ακίνητο, βάσει του άρθρου 21 παρ. 8 του Ν. 3208/2003, δεν υπάγεται στις διατάξεις του δασικού νόμου, εφόσον εμφανίζει στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945-1960 αγροτική μορφή. Κατ’ αρχήν, η ανωτέρω διάταξη δεν βρίσκεται σε ισχύ, αφού έχει ήδη καταργηθεί με το άρθρο 53 παρ. 1η του Ν. 4280/2014, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο δέκατο έβδομο παρ. 1 του Ν. 4296/2014, δηλαδή καταργήθηκε πριν την άσκηση της ως άνω αγωγής. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, πρέπει να αναφερθεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης αυτής του ως άνω νόμου (21 παρ. 8 του Ν. 3208/2003), παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό της ενάγουσας-εκκαλούσας. Και τούτο, γιατί, όπως αποδείχθηκε κατά τα προαναφερόμενα, η επίδικη έκταση υπάγεται στις διατάξεις του δασικού νόμου, αφού εμφανίζει στην (προσκομιζόμενη) αεροφωτογραφία του έτους 1945 δασική και όχι αγροτική μορφή.

Δ) ότι το επίδικο ακίνητο, ως ανέκαθεν γεωργικώς καλλιεργούμενη έκταση (περ. α΄ της παρ. 6 του άρθρου 3 του Ν. 998/1979), δεν υπάγεται, κατ’ άρθρο 21 παρ. 2 του Ν. 3208/2003 (όπως η διάταξη αυτή αναφέρεται στο τέλος της νομικής σκέψης της παρούσας παραγράφου), στις διατάξεις του Δασικού Κώδικα, με συνέπεια η 2274/2007 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής, με την οποία η επίδικη έκταση κηρύχθηκε αναδασωτέα, να αίρεται υποχρεωτικά με πράξη του αρμόδιου οργάνου. Στην προκείμενη, όμως, περίπτωση, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης, παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό της ενάγουσας-εκκαλούσας. Και τούτο γιατί, όπως αποδείχθηκε κατά τα προαναφερόμενα, η επίδικη έκταση υπάγεται στις διατάξεις του Δασικού Κώδικα, αφού δεν ήταν ανέκαθεν γεωργικώς καλλιεργούμενη έκταση, αλλά αντιθέτως ήταν ανέκαθεν δάσος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε (έστω και σιωπηρά, με συνέπεια να συμπληρώνεται η εκκαλουμένη με τις αιτιολογίες της παρούσας – άρθρο 534 ΚΠολΔ), τους ανωτέρω ισχυρισμούς της ενάγουσας, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα-ενάγουσα με τον σχετικό λόγο (όγδοο κατά το πρώτο σκέλος του) της έφεσής της, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

VΙ. Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 368 ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, ενώ κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Από τις διατάξεις αυτές του άρθρου 368 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο εκτιμά ελευθέρως την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το Δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Επομένως αν δεν υπάρχει παραδοχή του Δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματος δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης (ΑΠ 96/2019 ΕφΑΔ 2019.923, ΑΠ 812/2018 και ΑΠ 757/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, έκδ. 2018, τόμ. Ι, άρθρο 368, αρ. 7, σελ. 634). Η  άρνηση ή η παράλειψη, όμως, του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να διατάξει πραγματογνωμοσύνη είτε στην περίπτωση του άρθρου 368 παρ. 1, είτε στην περίπτωση του άρθρου 368 παρ. 2 ΚΠολΔ, θεμελιώνει λόγο έφεσης οπότε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αν διαπιστώσει την ανάγκη της διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης μπορεί να τη διατάξει, αναβάλλοντάς την για την ουσία της έφεσης απόφασή του (ΕφΘεσ 18408/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 368, αρ. 5, σελ. 634, Χ. Απαλλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2017, τόμ. Ι, άρθρο 368, αρ. 12, σελ. 1030).

Στην προκείμενη περίπτωση, με το τελευταίο σκέλος του όγδοου λόγου της κρινόμενης έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα απέρριψε το αίτημα, που υπέβαλε με την αγωγή της για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης επί του επιδίκου ακινήτου προς μόρφωση ασφαλούς κρίσης τόσο για τον δασικό ή μη χαρακτήρα αυτού όσο και για το ζήτημα της κυριότητάς της σ’ αυτό. Ο ανωτέρω λόγος έφεσης παραδεκτώς μεν προβάλλεται κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, πλην όμως το παρόν Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση για τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ενώ δεν απαιτούνται, για τη διάγνωση οιουδήποτε ζητήματος, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν το αίτημα της εκκαλούσας (που υποβλήθηκε αρχικά με την αγωγή της και ήδη επαναφέρεται με τις προτάσεις της στο παρόν Δικαστήριο) για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης με τον οποίο αυτή παραπονείται κατά της εκκαλούμενης απόφασης κατά το μέρος που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε σιωπηρά το ίδιο αίτημα. Τέλος, ο ένατος λόγος έφεσης, με τον οποίο η ενάγουσα παραπονείται για την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως μη νόμιμων, των αιτημάτων της α) περί αποβολής του εναγομένου από το επίδικο και εγκατάστασης σ’ αυτό της ενάγουσας, β) περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, γ) περί απαγόρευσης κάθε μελλοντικής διατάραξης της κυριότητας της ενάγουσας με απειλή χρηματικής ποινής και δ) επικουρικώς, περί καταβολής αποζημίωσης σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης του ακινήτου, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, γιατί προϋπόθεση έρευνας του λόγου αυτού είναι η, κατά παραδοχή των λοιπών λόγων έφεσης, εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και παραδοχή της αγωγής κατά το κύριο αίτημά της περί αναγνώρισης της κυριότητας αυτής επί του επιδίκου και περί καταδίκης του εναγομένου να της αποδώσει του ως άνω ακινήτου, πλην όμως η προϋπόθεση αυτή δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση.

VΙΙ. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Επίσης, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτήν με το με αριθμό κωδικού ……. 0924 0019/2018 ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών σε συνδυασμό με την από 27.7.2018 βεβαίωση πληρωμής παραβόλου της Τράπεζας Πειραιώς (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, κατόπιν του σχετικού αιτήματός του, και για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής είτε ηττάται το Δημόσιο είτε ο αντίδικός του (βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 179, αρ. 5, σελ. 305), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 5.7.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./2018) έφεση της …………. κατά της υπ’ αριθ. 2807/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει την ως άνω εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20 Φεβρουαρίου 2020 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ