Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 156/2020

Αριθμός     156/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από την υπ’ αρ. ……/28-9-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………., που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εφεσιβλήτων …………, ο οποίος τους εκπροσώπησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως αντίκλητο αυτών (άρθρο 143 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ). Οι εφεσίβλητοι δεν εμφανίστηκαν στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και πρέπει να δικαστούν ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και οι απολειπόμενοι εφεσίβλητοι παρόντες (άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Η υπό κρίση από 22-1-2013 και με αριθμό κατάθεσης …./2013 έφεση του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ’ αρ. 3573/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε την από 15-12-2008 και με αριθμό κατάθεσης …./2008 αγωγή των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ.1 περ. β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ – επίδοση απόφασης στις 27-12-2012 και άσκηση έφεσης στις 22-1-2013 – βλ. πράξη κοινοποίησης επί της εκκαλουμένης, που προσκομίζει ο εκκαλών, του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτ/κείο Αθηνών ……… και ……/22-1-2013 έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την  ίδια διαδικασία, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου, λόγω του χαρακτήρα της διαφοράς (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης, με το ν. 4055/2012).

Οι ενάγοντες με την από 15-12-2008 αγωγή τους, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους καταβάλει για αποδοχές και επιδόματα άδειας των ετών 2001 – 2005 στον πρώτο 22.715,74 € και στο δεύτερο 37.643,60 €. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή για το ποσό των 20.603,40 € για τον πρώτο ενάγοντα και για το των 30.877,40 € για το δεύτερο ενάγοντα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών και ζητεί, για τους λόγους που αναφέρονται στην έφεσή του και ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.

ΙΙ. Με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2688/1999 ορίζεται ότι το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» που ιδρύθηκε με το ν.4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρία» και με διακριτικό τίτλο «ΟΛΠ ΑΕ» και ότι η ΟΛΠ ΑΕ είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από τον παρόντα νόμο και τον κν 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν 2414/1996, καθώς και του αν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν (ΟλΑΠ 5/2011). Επίσης, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α΄ του ίδιου ν 2688/1999, οι διατάξεις του αν 1559/1950 εφαρμόζονται αναλόγως στην εταιρεία ΟΛΠ ΑΕ, εκτός εκείνων που αναφέρονται σε θέματα τα οποία ρυθμίζονται διαφορετικά από τις διατάξεις του παρόντος νόμου που αφορούν την ΟΛΠ ΑΕ, κατά δε τη διάταξη του αυτού άρθρου 2 παρ. 2 εδ. α΄ του ίδιου νόμου, οι διατάξεις του άρθρου 3 του αν 1559/1950 εφαρμόζονται στην εταιρεία ΟΛΠ ΑΕ, η οποία υπόκειται μόνο σε φόρο εισοδήματος. Επομένως, η εταιρεία αυτή (ΟΛΠ ΑΕ), σύμφωνα με την παράγρ. 1 του άρθρου 3 του ως άνω αν 1559/1950 απολαύει όλων των προνομίων, απαλλαγών και ατελειών, των οποίων απολαύει το Δημόσιο σε όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές σχέσεις και συναλλαγές του, εφαρμοζομένων εν γένει όλων των σχετικών διατάξεων εξαιρετικού δικαίου που ισχύουν εκάστοτε για το Δημόσιο (ΑΠ 950/2006), κατά την παράγρ. 2 περ.γ΄ του ίδιου άρθρου «Ενδεικτικώς  εις  τα  ως  άνω  προνόμια, απαλλαγάς  και  ατελείας      περιλαμβάνονται συν τοις άλλοις και τα κάτωθι: α)…β)… γ) Άπασαι εν γένει αι διατάξεις  περί  βραχυπροθέσμων παραγραφών  αι ισχύουσαι εκάστοτε δια τας κατά του Δημοσίου οιασδήποτε αξιώσεις εφαρμόζονται και επί των κατά του Οργανισμού απαιτήσεων». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 90 παρ.3 του ν 2362/1995 η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά διετία αυτό της γενέσεώς της, η οποία παραγραφή, κατά τη διάταξη του άρθρου 93 περ. α΄ του ίδιου νόμου διακόπτεται μόνο με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.3 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης  του ΟΛΠ ΑΕ, ο οποίος έχει ισχύ νόμου σύμφωνα με την υπ’ αρ. ΥΑ  45057/11/72/18-1-1973 των Υπουργών Εμπορικής Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών και Οικονομικών, ο χρόνος παραγραφής των κατά του ΟΛΠ αξιώσεων των μονίμων υπαλλήλων αυτού ως και του επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου συνδεομένου μετ` αυτού, πάσης φύσεως προσωπικού του ΟΛΠ, εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαυών ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού ορίζεται εις δυο (2) έτη, κατά δε την παράγρ. 8 του ίδιου άρθρου η παραγραφή «άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ`όν εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτή επιδίωξις». Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 106, 269 παρ.1 και 527 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως τα δύο τελευταία ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το ν 4335/2015 και έχουν εφαρμογή εν προκειμένω ως εκ του χρόνου ασκήσεως της εφέσεως (22-1-203), συνάγεται με σαφήνεια ότι η παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δηλαδή και χωρίς να προταθεί από το Δημόσιο με τις προτάσεις του, σε κάθε δε στάση της δίκης ,ακόμη και ενώπιον του Εφετείου, αρκεί η συμπλήρωση της είτε πριν από την άσκηση της αγωγής είτε κατά τη διάρκεια της επιδικίας, να προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους δικόγραφα και λοιπά έγγραφα. Επίσης από τις ανωτέρω διατάξεις και εκείνες των άρθρων 261 και 268 του ΑΚ προκύπτει ότι και μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οπότε λήγει η επιδικία, ο χρόνος της παραγραφής τρέχει, χωρίς να αναστέλλεται έως ότου αρχίσει νέα δίκη με την άσκηση ενδίκου μέσου (ΑΠ 1241/2018, 433/1992).

ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη αγωγή τους οι ενάγοντες  ζήτησαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους καταβάλει για αποδοχές και επιδόματα άδειας των ετών 2001 – 2005 στον πρώτο 22.715,74 € και στο δεύτερο 37.643,60 €. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή για ποσό 20.603,40 € για τον πρώτο ενάγοντα και για ποσό 30.877,40 € για τον δεύτερο ενάγοντα. Η ανωτέρω απόφαση δημοσιεύθηκε στις 14-6-2010 και κοινοποιήθηκε στον εναγόμενο στις 27-12-2012 (βλ. πράξη κοινοποίησης επί της εκκαλουμένης, που προσκομίζει ο εκκαλών (εναγόμενος), του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτ/κείο Αθηνών ……….). Μετά τη λήξη της επιδικίας με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης άρχισε να τρέχει ο χρόνος της παραγραφής χωρίς να αναστέλλεται και μέχρι την επίδοση της απόφασης είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της 2ετούς παραγραφής των αξιώσεων των εναγόντων, οι οποίες έτσι έχουν παραγραφεί εν επιδικία. Κατ’ επάλληλη σκέψη οι αξιώσεις αυτές έχουν παραγραφεί εν επιδικία και σε μεταγενέστερο χρόνο, διότι από την άσκηση της έφεσης κατά της προσβαλλόμενης απόφασης στις 22-1-2013 (βλ. υπ’ αρ. ……/22-1-2013 έκθεση κατάθεσης έφεσης του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) μέχρι τη διαδικαστική πράξη του προσδιορισμού δικασίμου στις 26-9-2017 για συζήτηση αυτής (βλ. υπ’ αρ. …../26-9-2017 έκθεση προσδιορισμού δικασίμου του Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου)  έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο (2) ετών (λόγω της ερημοδικίας των εφεσιβλήτων – εναγόντων δεν υπάρχει επίκληση λόγου διακοπής της παραγραφής μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα). Ο εκκαλών με την έφεσή του ισχυρίζεται ότι οι επίδικες αξιώσεις των εναγόντων για τα έτη 2001, 2002 και 2003 έχουν υποπέσει στη 2ετή παραγραφή του 31 παρ.3 της ΚΥΑ 45057/11/72/18-1-1973 και ζητεί την απόρριψη της αγωγής. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, όλες οι αξιώσεις των εναγόντων έχουν παραγραφεί, ήτοι και των ετών 2004-2005, λαμβανομένης υπόψη της παραγραφής αυτής αυτεπαγγέλτως και χωρίς την προβολή της από τον εκκαλούντα – εναγόμενο. Επομένως, ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν.

ΙV. Κατά συνέπεια, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και ερευνηθεί κατ’ ουσία (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ), πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εφεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της ερημοδικίας των εφεσιβλήτων, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην των εφεσιβλήτων.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε τριακόσια (300) ευρώ.

Δέχεται την έφεση τυπικά και ουσιαστικά.

Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 3573/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε τη διαφορά κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την από 15-12-2008 και με αριθμό κατάθεσης …../2008 αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή. Και

Επιβάλλει σε βάρος των εφεσιβλήτων τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία, μετά την κατανομή τους, καθορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  18 Φεβρουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων  του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ