Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 154/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    154        /2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τις Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Αγγελική Δέτση – Ε ι σ η γ ή τ ρ ι α, Εφέτες, και από τη γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση  από 25-7-2018 (αρ. κατάθ. …………/2018) έφεση των ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων κατά της υπ’ αρ. 2816/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 6-7-2018 (βλ. σημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ……… επί του επιδοθέντος αντιγράφου της εκκαλουμένης),  αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ, ως ισχύουν), ενώ για το παραδεκτό της άσκησής της έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες το απαιτούμενο παράβολο του δημοσίου (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και  533 ΚΠολΔ).

Με την ένδικη αγωγή  της η ενάγουσα,  ήδη  εφεσίβλητη, που  άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ιστορούσε ότι, δυνάμει του υπ’ αρ. …../8-1-2000 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου του Σικάγο Ιλλινόις ΗΠΑ, ……….., διόρισε, από κοινού με άλλους συγγενείς της, ως πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο της τον πρώτο εναγόμενο, αδερφό της, παρέχοντας του ειδική εντολή να προβαίνει στις ενέργειες, που αναφέρονται στην αγωγή και γενικά στην διαχείριση της κείμενης στην Ελλάδα ακίνητης περιουσίας τους. Ότι τυγχάνει κυρία των περιγραφόμενων αναλυτικά στην αγωγή της τριών οριζόντιων ιδιοκτησιών, που βρίσκονται στην Αθήνα, τις οποίες ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας δυνάμει του ανωτέρω πληρεξουσίου, πλην όμως εν αγνοία της, τα έτη 2010 και 2012, μεταβίβασε κατά ψιλή κυριότητα, λόγω δωρεάς από ηθικό καθήκον, στην θυγατέρα του, δεύτερη εναγομένη. Ότι τις ανωτέρω δωρεές πληροφορήθηκε τυχαία το έτος 2015, οπότε, κατόπιν σχετικής έρευνας, διαπίστωσε την πώληση σε τρίτους και άλλων ακινήτων της, στην Κεφαλονιά, από τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος με αυτοσύμβαση είχε μεταβιβάσει στον εαυτό του και ακόμη ένα ακίνητό της, απαλλοτριώνοντας έτσι το σύνολο της ακίνητης περιουσίας της. Ότι οι ανωτέρω δικαιοπραξίες δωρεάς είναι άκυρες, αφενός διότι έγιναν από τον πρώτο εναγόμενο καθ’ υπέρβαση της δοθείσας σε αυτόν πληρεξουσιότητας, αφετέρου διότι έγιναν από αυτόν κατά κατάχρηση δικαιώματος, αντίθετα προς τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, αφού είναι αντίθετες προς τα συμφέροντα της και η ίδια δεν θα προέβαινε ουδέποτε στις επίδικες μεταβιβάσεις, ενόψει της οικονομικής ένδειας και των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει. Ότι η δεύτερη εναγομένη λόγω της συγγενικής σχέσης της με τον πρώτο εναγόμενο γνώριζε τα ανωτέρω περιστατικά καθώς και ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις ήταν αντίθετες με τα συμφέροντα της (ενάγουσας). Ζητούσε δε, να αναγνωριστεί  ότι για τους ανωτέρω λόγους, οι δωρεές προς την δεύτερη εναγομένη είναι άκυρες και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη μόνο ως προς τη βάση της την στηριζόμενη στην κατάχρηση δικαιώματος, δέχτηκε την αγωγή ως ουσία βάσιμη και αναγνώρισε την ακυρότητα των επίδικων δωρεών. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονούνται οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες, με τους λόγους της έφεσής τους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή των αναφερομένων νομικών διατάξεων και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων  και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.

Από τις διατάξεις των άρθρων 160,  211, 216, 217 και 229 του ΑΚ προκύπτει ότι, η σύμβαση που συνομολογεί κάποιος ως αντιπρόσωπος άλλου καθ’ υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας είναι άκυρη και δεν δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο, που την αποκρούει και δεν την εγκρίνει, γιατί η υπέρβαση αυτή ισοδυναμεί με ενέργεια χωρίς πληρεξουσιότητα. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 200 και 281 ΑΚ, προκύπτει ότι, ο αντιπρόσωπος οφείλει να κάνει χρήση της πληρεξουσιότητάς του σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και ότι η πληρεξουσιότητα ως δικαίωμα υπόκειται στη γενική απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης του άρθρου 281 ΑΚ. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, είναι καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος της πληρεξουσιότητας, όταν οι επιχειρηθείσες από τον αντιπρόσωπο πράξεις εμπίπτουν μεν τυπικά μέσα στα όρια της δοθείσης πληρεξουσιότητας, αλλά είναι προφανώς αντίθετες προς τα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου ή τον σκοπό, για τον οποίο δόθηκε η πληρεξουσιότητα, ώστε να προκύπτει ότι ουδέποτε θα επιχειρούσε την πράξη ο αντιπροσωπευόμενος, την αντίθεση δε αυτή προς το συμφέρον του αντιπροσωπευομένου και τον σκοπό της πληρεξουσιότητας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ο τρίτος, με τον οποίο συναλλάχθηκε ο πληρεξούσιος. Η από τον πληρεξούσιο με τη δοθείσα πληρεξουσιότητα, αλλά κατά κατάχρηση δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση, τελούμενη δικαιοπραξία αντίκειται στον νόμο και είναι άκυρη κατ’ άρθρο 174 ΑΚ (ΑΠ 109/2019,  ΑΠ 839/2015,  ΑΠ 1600/2013, ΑΠ 1532/2012  ΝΟΜΟΣ).

Με το ανωτέρω εκτεθέν περιεχόμενο, λοιπόν, η ένδικη αγωγή παραδεκτώς ασκείται και κατά  του πρώτου εναγομένου, ο οποίος νομιμοποιείται παθητικά, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, καθόσον  αυτός φέρεται καταχρώμενος την πληρεξουσιότητα κατά τη σύναψη των επίδικων δικαιοπραξιών και η ενάγουσα δικαιολογεί έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ακυρότητα  τους και ως προς αυτόν. Εξάλλου,  η αγωγή ορθώς κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως νόμιμη  αναφορικά με την βάση της από την καταχρηστική άσκηση της πληρεξουσιότητας, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, και άρα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων 174, 178 και 200 ΑΚ.

Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων, που νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, ήτοι  των με αρ.  …/14-7-2017 και …/14-7-2017 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……… και …….., αντίστοιχα, ενώπιον της Γενικής Προξένου της Ελλάδος στο Σικάγο και της με αρ. …../17-7-2017 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα ……….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν προηγούμενης νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων (βλ. με αρ. ….. και …/7-7-2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας περιφέρειας Εφετείου Αθηνών, ……….), της με αρ. …./16-6-2017 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα Παναγή Νεόφυτου ενώπιον της συμβολαιογράφου Κεφαλληνίας, ………, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια των εναγομένων, μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου τους (βλ. με αρ. …./12-6-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών, ………….), όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για να χρησιμεύσουν προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 529 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως,  αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του υπ’ αρ. …/8-1-2000 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου του Σικάγο της πολιτείας Ιλλινόις των ΗΠΑ, ………, η ενάγουσα, ………., μαζί με τους α) ………… (αδερφή της ενάγουσας),  β) ………(κουνιάδος της ενάγουσας), γ) ……….. (ανιψιά της ενάγουσας), δ) ……….. (ανιψιά της ενάγουσας), ε) …………. (ανιψιά της ενάγουσας), διόρισαν από κοινού τον πρώτο εναγόμενο ως ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο τους, δίδοντάς του την ειδική εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα, αντ’ αυτών και για λογαριασμό τους,  να προβαίνει, μεταξύ άλλων, και στις εξής ενέργειες, «1)Να αποδέχεται με το ευεργέτημα ή μη της απογραφής, κάθε κληρονομία που επάγεται εις οιονδήποτε των εντολέων του… 2) Να διανέμει κοινά με άλλους συνιδιοκτήτες ακίνητα των εντολέων του ή τα κοινά τούτων ακίνητα, να καθορίζει τον τρόπο της διανομής κατά την κρίση του…3) Να αποδέχεται τη δωρεά που θα τους κάνει οποιοσδήποτε εν ζωή ή αιτία θανάτου οποιουδήποτε ακινήτου …4) Να ανταλλάσσει, παραχωρεί μεταβιβάζει και παραδίδει κτήματα ή ιδανικά μερίδια ακινήτων κτημάτων όπου και αν βρίσκονται με οποιονδήποτε ιδιοκτήτη… Να δωρίζει σε οποιονδήποτε με δωρεά εν ζωή ή αιτία θανάτου οποιοδήποτε ακίνητο τους (των εντολέων) που περιγράφεται παρακάτω είτε κατά κυριότητα ή κατά το δικαίωμα μόνο της ψιλής κυριότητας ή κατά το δικαίωμα μόνο της επικαρπίας με οποιουσδήποτε όρους και συμφωνίες εγκρίνει… Να παραιτηθεί από κάθε δικαίωμά τους (των εντολέων) ανάκλησης της δωρεάς …6) Να παρίσταται και να τους αντιπροσωπεύσει σε όλα γενικά τα ελληνικά δικαστήρια, πολιτικά, διοικητικά και ποινικά κάθε βαθμού και δικαιοδοσίας, …. καθώς και σε οποιονδήποτε εισηγητή δικαστή και σε κάθε άλλη δικαστική, διοικητική, οικονομική, προξενική, φορολογική και εκκλησιαστική αρχή … 7) Να αγοράζει και να παραλαμβάνει στην κυριότητα, νομή και κατοχή των εντολέων του από οποιονδήποτε και με οποιουσδήποτε όρους, συμφωνίες και τίμημα εγκρίνει, ακίνητα αστικά ή αγροτικά ή ποσοστά εξ αδιαιρέτου ακινήτου ή οριζόντιες ιδιοκτησίες… 8) Να πωλεί, παραχωρεί, μεταβιβάζει και παραδίδει σε οποιονδήποτε ακόμα και προς εαυτόν, συμβαλλόμενος υπ’ αυτήν την ιδιότητα, δηλαδή του πωλητού και αγοραστού, με οποιοδήποτε τίμημα και με οποιουσδήποτε όρους και συμφωνίες εγκρίνει οποιοδήποτε ακίνητο των εντολέων του που βρίσκεται στην Ελλάδα ή ιδανικά εξ αδιαιρέτου μερίδια ακινήτων των εντολέων του. … 9) Να διαχειρίζεται την ακίνητη περιουσία τους που βρίσκεται μέσα στην Ελληνική Επικράτεια. … 10) Να παρίσταται και να τους αντιπροσωπεύει στους οργανισμούς και εταιρείες κοινής ωφέλειας … και στο αρμόδιο πολεοδομικό γραφείο … 11) Να εισπράττει κάθε είδους απαιτήσεις από τρίτους … 12) Να τους εκπροσωπεί σε κάθε δοσοληψία με τράπεζα που λειτουργεί στην Ελλάδα και σε κάθε υποκατάστημά της… 13) Να εξαλείφει υποθήκες και αίρει κατασχέσεις, υπογράφοντας τις προς τούτο σχετικές πράξεις. Να προβαίνει σε κάθε δήλωση και υπογράφει κάθε έγγραφο, όπως αίτηση, δήλωση, υπεύθυνη δήλωση κατά το νδ 105/1969 κλπ και να ενεργεί κάθε πράξη που είναι αναγκαία και απαραίτητη για την εκτέλεση των εντολών που του δίνονται με το παρόν πληρεξούσιο έστω και αν δεν αναφέρεται στο παρόν πληρεξούσιο…..». Εν κατακλείδει, με το ανωτέρω πληρεξούσιο οι εξουσιοδοτούντες δήλωσαν ότι  αναγνωρίζουν και εγκρίνουν όλες τις πράξεις του πληρεξουσίου τους τις σχετιζόμενες με τις δοθείσες σ’ αυτόν εντολές ως νόμιμες, έγκυρες, ισχυρές και απρόσβλητες, σα να έγιναν από τους ίδιους. Το πληρεξούσιο αυτό έγινε, διότι η ενάγουσα, αλλά και οι λοιποί συμβαλλόμενοι σε αυτό συγγενείς της, είναι μόνιμοι κάτοικοι ΗΠΑ και δεν είχαν τη δυνατότητα να διαχειρίζονται την ακίνητη περιουσία, που είχαν στην Ελλάδα, ούτε να συνδιαλέγονται με τις διάφορες υπηρεσίες, οργανισμούς και τράπεζες εκεί. Έτσι, επέλεξαν να αναθέσουν στον αδερφό της ενάγουσας (και της έτερης εντολέως, ………….), ο οποίος διέμενε στην Αθήνα και με τον οποίο διατηρούσαν άριστες σχέσεις και  εμπιστεύονταν ανεπιφύλακτα, την διαχείριση της ακίνητης περιουσίας τους, δίδοντάς του τις ανωτέρω εντολές. Ειδικότερα, η βούλησή τους, όπως συνάγεται και από τις περιληφθείσες, γενικά διατυπωμένες, εντολές του παραπάνω πληρεξουσίου, ήταν να έχει ο πρώτος εναγόμενος τη δυνατότητα να ενεργεί για λογαριασμό τους όλες τις αναγκαίες (υλικές και νομικές) πράξεις, όταν αυτοί  έκριναν ότι έπρεπε να προβούν σε οποιαδήποτε δικαιοπραξία αφορούσε την περιουσία τους στην Ελλάδα, χωρίς να είναι αναγκασμένοι είτε να ταξιδέψουν στην Ελλάδα είτε να χορηγούν κάθε φορά χωριστό πληρεξούσιο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, η ενάγουσα, κατά τον χρόνο χορήγησης της ανωτέρω πληρεξουσιότητας προς τον πρώτο εναγόμενο, είχε στην αποκλειστική κυριότητα της, εκτός από τέσσερα  ακίνητα στην Κεφαλονιά, και τις εξής ευρισκόμενες στην Αθήνα οριζόντιες ιδιοκτησίες, ήτοι : 1) Το με στοιχεία Β-1 διαμέρισμα του 2ου ορόφου επιφάνειας 100,22 τμ., που βρίσκεται στο … Αττικής, σε πολυκατοικία κείμενη επί της οδού ………, με ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου 88/1000 εξ αδιαιρέτου, στο οποίο ανήκει και η υπ’ αρ. 6 θέση στάθμευσης σε πυλωτή, επιφάνειας 15 τμ., 2) τη με στοιχεία Υ-6 αποθήκη, επιφάνειας 6,60 τμ., που βρίσκεται εντός της ίδιας ως άνω  πολυκατοικίας, με ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου 2/1000 εξ αδιαιρέτου, και 3) το με στοιχεία Ε-1 διαμέρισμα του 5ου ορόφου (δεύτερη εσοχή), επιφάνειας 38,10 τμ., που βρίσκεται στο … Δήμου Αθηναίων, σε πολυκατοικία κείμενη επί της οδού .. αρ. .. και .. αρ. ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 33,30/1000 εξ αδιαιρέτου. Η ενάγουσα, γεννηθείσα το 1921, αφενός λόγω των προβλημάτων υγείας, που αντιμετώπιζε, κυρίως από το έτος 2012, αφότου λόγω κατάγματος στο πόδι εξυπηρετείτο για τη μετακίνησή της με αμαξίδιο και έχρηζε  τακτικής ιατρικής και συνεχούς φαρμακευτικής περίθαλψης καθώς και μόνιμης συμπαράστασης τρίτου προσώπου για την καθημερινή της φροντίδα, αφετέρου λόγω των χαμηλών εισοδημάτων της, το έτος 2015 βρέθηκε σε οικονομική ανάγκη και αποφάσισε να πωλήσει τα  ως άνω διαμερίσματα, για το πρώτο από τα οποία  εκδήλωσε ενδιαφέρον ο ομογενής Έλληνας στην Αμερική,  ……….. Έτσι, αφού συμφώνησαν ως προς το τίμημα να είναι 150.000 ευρώ, η ενάγουσα παρέπεμψε αυτόν να έλθει σε συνεννόηση με τον αδερφό της στην Ελλάδα, πρώτο εναγόμενο, ο οποίος όμως, αντιτιθέμενος προς τη βούλησή της, κράτησε αποτρεπτική για την αγορά στάση έναντι του αγοραστή, επισημαίνοντας του ότι το ακίνητο είναι μισθωμένο και δεν μπορεί να το δει και ότι πωλείται για 200.000 ευρώ. Εν τω μεταξύ, ο δικηγόρος . ….. διενήργησε, για λογαριασμό του υποψήφιου αγοραστή και κατόπιν συνεννόησης με την ενάγουσα, έλεγχο τίτλων στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου Χαλανδρίου, οπότε διαπιστώθηκε η δωρεά της ψιλής κυριότητας αυτού στην κόρη του πρώτου εναγομένου, ……………, ήδη δεύτερη εναγομένη. Ειδικότερα, δυνάμει του υπ’ αρ. …./30-9-2010 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό γραφείο Χαλανδρίου με αρ. πρωτ. …./8-10-2010, ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας δυνάμει του ανωτέρω ειδικού πληρεξουσίου, είχε μεταβιβάσει λόγω δωρεάς εν ζωή, την ψιλή κυριότητα του με στοιχεία Β-1 διαμερίσματος και της Υ-6 αποθήκης, που βρίσκονται στην πολυκατοικία  επί της οδού ……….. στο …, στην δεύτερη εναγομένη, παρακρατώντας την ισόβια επικαρπία για την ενάγουσα. Τότε, για πρώτη φορά, πληροφορήθηκε και η ίδια η ενάγουσα  την μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας του ανωτέρω διαμερίσματος στην ανιψιά της με παρακράτηση της επικαρπίας, ενώ, μετά από έλεγχο και στην υπόλοιπη ακίνητη περιουσία της,  διαπίστωσε ότι ο πρώτος εναγόμενος, χωρίς να την έχει ενημερώσει, στα πλαίσια διαχείρισης της ακίνητης περιουσίας της δυνάμει του προαναφερόμενου ειδικού πληρεξουσίου, ενεργώντας για λογαριασμό της, είχε μεταβιβάσει στην δεύτερη εναγομένη, λόγω δωρεάς εν ζωή, δυνάμει του υπ’ αρ. …/15-3-2012 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών .-…, που μεταγράφηκε στο  υποθηκοφυλακείο Αθηνών (τόμος … , αύξ. αρ. …), την ψιλή κυριότητα και του με στοιχεία Ε-1 διαμερίσματος, που βρίσκεται στην πολυκατοικία στο …, παρακρατώντας την ισόβια επικαρπία για την ίδια. Επιπλέον, ανακάλυψε ότι σε προγενέστερο χρόνο ο πρώτος εναγόμενος είχε προβεί σε πωλήσεις και των υπόλοιπων  ακινήτων της στην Κεφαλονιά και ειδικότερα αυτός : α) Δυνάμει του υπ’ αρ. …/5-4-2005 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Κεφαλληνίας ………., που μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλακείο Αργοστολίου (τόμος …, αύξ. αρ. …), μεταβίβασε λόγω πώλησης το ευρισκόμενο στη θέση «..» … Κεφαλληνίας αγροτεμάχιο στον ……… αντί τιμήματος, όσο και η αντικειμενική του αξία, 1.287,34 ευρώ, β) δυνάμει του υπ’ αρ. …../3-10-2005 συμβολαίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Κεφαλληνίας, που μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλακείο Αργοστολίου (τόμος .., αύξ. αρ. …), μεταβίβασε λόγω πώλησης το ευρισκόμενο στη θέση «….» … Κεφαλληνίας αγροτεμάχιο στον ………, αντί τιμήματος, όσο και η αντικειμενική του αξία, 11.426,32 ευρώ, γ)δυνάμει του υπ’ αρ. …./28-2-2006 συμβολαίου της ίδιας ανωτέρω συμβολαιογράφου Κεφαλληνίας, που μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλακείο Αργοστολίου (τόμος …, αύξ. αρ. …), μεταβίβασε λόγω πώλησης το ευρισκόμενο στη θέση «…» ……. Κεφαλληνίας αγροτεμάχιο στην …………, αντί τιμήματος, όσο και η αντικειμενική του αξία, 1.886,19 ευρώ και δ)δυνάμει του υπ’ αρ. …../8-3-2006 συμβολαίου (αυτοσύμβαση) της ίδιας ανωτέρω συμβολαιογράφου Κεφαλληνίας, που μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλακείο Αργοστολίου (τόμος … αύξ. αρ. …), μεταβίβασε λόγω πώλησης το ευρισκόμενο στη θέση «… ή …» ….. Κεφαλληνίας οικόπεδο στον εαυτό του, αντί τιμήματος 15.365,92 ευρώ, μικρότερο από την αντικειμενική του αξία, που ανερχόταν σε 32.972 ευρώ. Για καμία από τις ανωτέρω δικαιοπραξίες είχε ενημερωθεί, είτε πριν είτε μετά την κατάρτισή τους, η ενάγουσα, ενώ το τίμημα των πωλήσεων ο πρώτος εναγόμενος το παρακράτησε για λογαριασμό του. Το αξιοσημείωτο, άλλωστε, είναι ότι, οι δωρεές έλαβαν χώρα σε χρονικές περιόδους, που η ενάγουσα ήταν ασθενής και νοσηλευόταν σε νοσοκομείο του Σικάγο, γεγονός που φανερώνει  τη σκοπιμότητα του πρώτου εναγομένου, αντιπροσώπου της, να διαλάθουν του ενδιαφέροντος και της γνώσης της. Κατόπιν τούτου η ενάγουσα, η οποία ουδόλως είχε δώσει τη συγκατάθεσή της ή ενέκρινε τις παραπάνω ενέργειες του πρώτου εναγομένου, με την υπ’ αρ. ../ 15-2-2016  πράξη ανάκλησης πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου της πολιτείας του Ιλλινόι των ΗΠΑ, ………, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 21-3-2016, ανακάλεσε την δοθείσα με το υπ’ αρ. …./2000 πληρεξούσιο εντολή και πληρεξουσιότητα προς τον τελευταίο. Επιπλέον, η ενάγουσα απογοητευμένη πλήρως με τη συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου, ο οποίος στο παρελθόν είχε λάβει οικονομική βοήθεια από αυτήν, με την από 17-6-2016 διαθήκη της, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου του Ιλλινόι ΗΠΑ, ………., τον αποκλήρωσε, στη συνέχεια δε, κατέθεσε εναντίον του την με αρ. ΑΒΜ ……. μήνυση για υπεξαίρεση των χρημάτων, που αυτός εισέπραξε από την αξιοποίηση των ακινήτων της, και άσκησε εναντίον του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  την από 5-8-2016 και με αρ. κατάθ. …/2016 αγωγή της, αξιώνοντας τα μισθώματα από τα δύο διαμερίσματα.  Μετά τις παραπάνω δωρεές, στις οποίες προέβη ο πρώτος εναγόμενος, αφού σε προγενέστερο χρόνο είχε εκποιήσει και τα ακίνητα της Κεφαλονιάς, το μόνο ακίνητο περιουσιακό στοιχείο, που διέθετε πλέον η ενάγουσα στην Ελλάδα ήταν η επικαρπία στις δύο ως άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες, ενώ λόγω της δήλωσης, που περιλήφθηκε στις δωρεές αυτές, ότι δηλαδή η ενάγουσα προβαίνει σε αυτές από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και για λόγους ευπρέπειας προκειμένου να ανταποδώσει στη δωρεοδόχο ανιψιά της την αποδεικνυόμενη στοργή και αφοσίωση εκείνης, είχε απωλέσει το δικαίωμα να τις ανακαλέσει ελεύθερα. Από τα παραπάνω εκτιθέμενα περιστατικά προκύπτει ότι, ο πρώτος εναγόμενος δεν χρησιμοποίησε την εξουσία αντιπροσωπεύσεως, που του είχε παράσχει η ενάγουσα με το προαναφερόμενο πληρεξούσιο, σύμφωνα με τις επιταγές της καλής πίστεως και των (χρηστών) συναλλακτικών ηθών, ούτε εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της αντιπροσωπευομένης, καθόσον  δεν υπήρξε βούληση αυτής να δωρηθούν τα επίδικα διαμερίσματα στην ανιψιά της, δεύτερη εναγομένη, αλλά επιθυμούσε να παραμείνουν αυτά στην κυριότητα της, ώστε να μπορέσει να τα αξιοποιήσει η ίδια. Ειδικότερα, η ενάγουσα, ούσα άτεκνη και υπέργηρη, με αυξημένες βιοτικές ανάγκες, όπως είθισται για άτομα της αυτής ηλικίας, προσέβλεπε στην οικονομική ασφάλεια, που της παρείχε η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας της στην Ελλάδα,  έτσι ώστε να έχει μία αξιοπρεπή διαβίωση, χωρίς να είναι αναγκασμένη να στηρίζεται οικονομικά σε τρίτους. Έτσι, ουδέποτε θα ενέκρινε τις επίδικες δωρεές προς την δεύτερη εναγομένη, με την οποία δεν διατηρούσε στενές σχέσεις, λόγω της μακρόχρονης απουσίας της (ενάγουσας) από την Ελλάδα, την οποία δεν έχει επισκεφτεί εδώ και 30 χρόνια, και με την οποία για τελευταία φορά επικοινώνησε τηλεφωνικά προ δεκαετίας. Συνεπώς, δεν υπείχε απέναντι στην δεύτερη εναγομένη  καμία ιδιαίτερη ηθική υποχρέωση, ώστε να της δωρίσει την ψιλή κυριότητα στα δύο διαμερίσματα της. Αντίθετα, η ενάγουσα συμβιώνει με τις διαμένουσες στην Αμερική κόρες της αδερφής της …, την …, τη … και την …., από τις οποίες δέχεται καθημερινά τις φροντίδες και την συμπαράσταση, που χρειάζεται, και επομένως, εάν προτίθετο να δωρίσει τα εν λόγω ακίνητά της, τούτο θα έπραττε προς αυτά τα συγγενικά της πρόσωπα. Επομένως, προκύπτει ότι οι δωρεές, που επιχείρησε ο πρώτος εναγόμενος ως αντιπρόσωπος της ενάγουσας, ήταν μεν τυπικά έγκυρες και εντός πλαισίου της ισχύουσας πληρεξουσιότητας (αφού με το προαναφερόμενο ειδικό πληρεξούσιο ρητά του δινόταν η πληρεξουσιότητα να προβαίνει σε δωρεές – βλ. υπ’ αρ. 4 περίπτωση αυτού), πλην όμως  έγιναν από αυτόν κατά κατάχρηση της πληρεξουσιότητας, εκτός σκοπού και συμφέροντος της εντολέως του, η οποία ουδέποτε τις θέλησε ή τις ενέκρινε και ουδέποτε θα τις επιχειρούσε, και άρα αυτές επιχειρήθηκαν αντίθετα στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη και κατ’ επέκταση αντίθετα στον νόμο. Εξάλλου, η δεύτερη εναγομένη, λόγω της συγγενικής σχέσης της με τον πρώτο εναγόμενο, πατέρα της, αλλά και έχοντας αντίληψη ότι οι σχέσεις της με την ενάγουσα θεία της ήταν εντελώς τυπικές και ότι η τελευταία ουδεμία υποχρέωση είχε απέναντι της, αφού ουδέποτε η ίδια είχε προσφέρει ο,τιδήποτε σε αυτήν (την ενάγουσα), είτε σε συναισθηματικό είτε σε οικονομικό επίπεδο, σαφώς και γνώριζε ότι οι επιχειρηθείσες προς αυτήν δωρεές από τον πρώτο εναγόμενο, με την ιδιότητα του ως πληρεξουσίου της ενάγουσας, έγιναν κατά κατάχρηση της δοθείσας πληρεξουσιότητας. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι η ενάγουσα πάντοτε διαβεβαίωνε τον πρώτο εξ αυτών, ότι δεν θέλει τίποτε από την περιουσία της στην Ελλάδα, ότι κατόπιν επίμονης προτροπής της ιδίας έλαβαν χώρα οι επίδικες δωρεές, για τις οποίες ο πρώτος την είχε ενημερώσει τηλεφωνικά, ότι αρχικά είχε υποσχεθεί να δωρίσει τα συγκεκριμένα ακίνητα στην άλλη θυγατέρα του πρώτου εναγομένου, …, η οποία όμως απεβίωσε το 2009 και κατόπιν τούτου δήλωσε τηλεφωνικά στους εναγόμενους ότι επιθυμεί να τα δωρίσει στην δεύτερη εναγομένη. Ωστόσο, οι εναγόμενοι δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει με βεβαιότητα ότι η ενάγουσα είχε εκφράσει την επιθυμία της στους εναγομένους να προβεί σε δωρεά των εν λόγω οριζόντιων ιδιοκτησιών στην δεύτερη εναγομένη. Ο ενόρκως βεβαιώσας μάρτυράς τους, ……..,  καταθέτει ότι, η ενάγουσα γνώριζε για τις δωρεές επειδή ο πρώτος εναγόμενος μιλούσε μαζί της και την ενημέρωνε, πλην όμως τούτο δεν συνιστά γεγονός, που έχει υποπέσει στην ιδία αντίληψη του μάρτυρα, αλλά  αποτελεί μάλλον προσωπική του εκτίμηση. Εξάλλου, ο ίδιος μάρτυρας βεβαιώνει ότι, η ενάγουσα είχε δωρίσει την περιουσία της στον πρώτο εναγόμενο, πράγμα που του είχε αναφέρει η ίδια σε επίσκεψη του στην οικία της, στο Σικάγο. Εντούτοις, εάν ήταν αυτή η πραγματική βούληση της ενάγουσας, δεν θα είχε προβεί στην σύνταξη  του εν λόγω  πληρεξουσίου, αλλά θα προχωρούσε σε σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης δωρεάς, πολύ δε περισσότερο στο πληρεξούσιο δεν θα είχαν συμβληθεί και έτερα συγγενικά πρόσωπα. Εξάλλου, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι, άτομα της ηλικίας της ενάγουσας, που διένυε την δέκατη δεκαετία της ζωής της,  χωρίς οικονομικό πρόβλημα και άτεκνη, συνηθίζουν να προβαίνουν σε δωρεές προς στενά συγγενικά τους πρόσωπα και στο πλαίσιο αυτό έλαβαν χώρα οι επίδικες δωρεές. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, τα πιο κοντινά συγγενικά  πρόσωπα της ενάγουσας, τα οποία της συμπαραστέκονται στην καθημερινότητά της και στα προβλήματα υγείας της, και τα οποία είναι λογικό και αναμενόμενο να τιμηθούν με δωρεές, είναι  η αδερφή της, …………….., και οι θυγατέρες αυτής, και όχι η δεύτερη εναγομένη, με την οποία δεν αποδείχθηκε καμία ουσιαστική επαφή και συναισθηματικό δέσιμο, καθ’ όλα τα έτη, που η ενάγουσα διαβιώνει στην Αμερική. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε  στο ίδιο συμπέρασμα, κρίνοντας ότι υπήρξε κατάχρηση της πληρεξουσιότητας από τον πρώτο εναγόμενο και αναγνώρισε την ακυρότητα των δωρεών ως προς αμφότερους του εναγομένους, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως ουσία αβάσιμων των σχετικών τρίτου, τέταρτου και πέμπτου λόγων της ένδικης έφεσης.

Περαιτέρω, οι εκκαλούντες με τον έκτο και τελευταίο  λόγο της έφεσής τους επαναφέρουν την πρωτοδίκως προταθείσα ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας, την οποία απέρριψε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως αόριστη. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι με τις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις τους ισχυρίστηκαν ότι, η συμπεριφορά της ενάγουσας, με την παροχή πληρεξουσίου προς τον πρώτο εναγόμενο και στη συνέχεια η επίμονη προτροπή της για σύσταση των επίδικων δωρεών  προς εκπλήρωση προγενέστερης υπόσχεσής της προς την ήδη αποβιώσασα έτερη θυγατέρα του πρώτου εναγόμενου, καθιστούν τη μεταγενέστερη άσκηση του καταγόμενου στη δίκη αυτή δικαιώματος της, για ακύρωση των δωρεών, μη ανεκτή κατά της περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της ασκήσεώς του, ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις, του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, δεν συγχωρείται να γίνει προς απόκρουση του δικαιώματος επίκληση πράξεων άσχετων με τη συμπεριφορά αυτή. Για την εφαρμογή της διατάξεως δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω (βλ μεταξύ άλλων ΟλΑΠ 6/2016, ΑΠ 16/2017, ΑΠ 848/2017, ΑΠ 645/2016 ΝΟΜΟΣ).  Στην προκειμένη περίπτωση  η προβληθείσα ένσταση, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, είναι απορριπτέα ως αόριστη, δεδομένου ότι τα περιστατικά, που επικαλούνται οι εναγόμενοι, δεν αρκούν για τη θεμελίωσή της. Επομένως, ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας την προαναφερθείσα διάταξη το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό των εναγομένων και πρέπει, ακολούθως, ο έκτος λόγος έφεσης να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση ως ουσία αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183,  191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό, και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 25-7-2018 (με αρ. κατάθ.  ………./2018) έφεση κατά της υπ’ αρ. 2816/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος των εκκαλούντων, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  5 Δεκεμβρίου 2019.

 

        Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής

λόγω μεταθέσεως

αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της

σύνθεσης Εφέτης,

Αικατερίνη Κοκόλη

 

 

 

Δημοσιεύτηκε δε στο ίδιος μέρος, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 18 Φεβρουαρίου 2020, με άλλη από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας σύνθεση λόγω μετάθεσης και αναχώρησης των μελών του Αμαλίας Μήλιου, Προέδρου Εφετών, και Αγγελικής Δέτση, Εφέτη, ήτοι συγκροτούμενο από τους Δικαστές, Αικατερίνη Κοκόλη, Προεδρεύουσα Εφέτη, Ελένη Σκριβάνου και Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτες, και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ