Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 144/2020

Αριθμός     144/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Οι υπό κρίση εφέσεις, ήτοι: α)η από 21.3.2018 (αριθ.καταθ. ……../22.3.2018) έφεση και β) η από 22.5.2018 (αριθ.καταθ. ………../30.5.2018) έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 956/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ. 7 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), επί της από 4/1/2017 (αριθ.καταθ. ……./2017) αγωγής του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος της από 22.5.2018 εφέσεως, αρμόδια φέρονται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 19 ΚΠολΔ), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 3994/011), έχουν δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει η άσκηση της από 21.3.2018 προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης και συγκεκριμένα στις 22.3.208 (επίδοση εκκαλουμένης 2/5/2018 με τις υπ’ αριθ. ………/2.5.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………..) και η άσκηση της από 22.5.2018 εφέσεως πριν την πάροδο διετίας από την δημοσίευση αυτής (εκκαλουμένης) (άρθρα, 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Πρέπει, επομένως, οι υπό κρίση εφέσεις ,οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας (άρθρ. 246, 524 παρ. 1, 591 Κ.Πολ.Δ), να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθ. 533 παρ. 1 Κ.ΠολΔ, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτών έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει από τις ενσωματωμένες στις ως άνω πράξεις κατάθεσης εφέσεων, πράξεις κατάθεσης παραβόλων αντιστοίχως της αρμόδιας Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά.

Με την από 4/1/2017 (αριθ.καταθ. ………../2017) αγωγής που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων ………., ιστορούσε ότι στο ραδιοφωνικό σταθμό “…………”, ιδιοκτησίας πρώτης εναγομένης, και κατά τη διάρκεια της εκπομπής του εν λόγω σταθμού με τον τίτλο “Αποκάλυψη τώρα”, ο τρίτος εναγόμενος με την ιδιότητα του εργαζόμενου στις λοιπές εναγόμενες δημοσιογράφου-Αθλητικού συντάκτη, μετέδωσε προφορικά και δημόσια, στις αναφερόμενες λεπτομερώς σε αυτή (αγωγή) δηλώσεις που αφορούσαν το πρόσωπο και την εικόνα αυτού (ενάγοντα), προφορικές δηλώσεις και ισχυρισμοί που ακολούθως δημοσιεύτηκαν (με ηχητική αποτύπωση και οπτικοακουστικό υλικό) από την ηλεκτρονική σελίδα “……….” και το μέσο κοινωνικής δικτύωσης “facebook”, ιδιοκτησίας πρώτης εναγομένης καθώς και στην ηλεκτρονική σελίδα “………..¨, ιδιοκτησία δεύτερης εναγομένης. Ότι οι εκτιθέμενες σε αυτή (αγωγή) δημόσιες δηλώσεις και δημοσιεύσεις μέσω των ως άνω ηλεκτρονικών σελίδων και μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι ψευδείς, συκοφαντικές και εξυβριστικές,  και με τον τρόπο αυτό προσεβλήθη παράνομα και υπαίτια η τιμή, η υπόληψη και η εν γένει προσωπικότητά του. Ζήτησε δε με βάση τα ανωτέρω, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν ο καθένας το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και να αναγνωριστεί ότι οφείλουν να του καταβάλουν ο καθένας το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, νομιμοτόκως από 21.12.2016 άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού δέχτηκε ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη ως στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 340, 346, 914, 920, 922, 932 ΑΚ, 362, 363 ΠΚ, 70, 176, 907, 908, 1047 Κ.Πολ.Δ,  δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν βάσιμη την νόμιμη και παραδεκτά προβληθείσα ένσταση της πρώτης εναγομένης εκ της παρ. 5 του άρθρου μόνο του Ν. 1178/1981, όπως αντικ.με το άρθρο 37 παρ. 2 του Ν. 4356/2015, και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στον ενάγοντα για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητάς του, α) το ποσό των 7.000 ευρώ η πρώτη εναγομένη νομιμοτόκως από 21/12/2016, β)το ποσό των 7.000 ευρώ η δεύτερη εναγομένη, νομιμοτόκως από 28/6/016, και το ποσό των 6.956 ευρώ ο τρίτος εναγόμενος (αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ το οποίο επιφυλάχθηκε ο ενάγων να αξιώσει κατά την παράστασή του ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική δίκη σε βάρος του τρίτου (εναγομένου), νομιμοτόκως από 28/6/2016.

Από την όλη δομή του Συντάγματος και ιδίως, από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 25 αυτού συνάγεται ως γενική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος, ότι η έννομη συνέπεια, η οποία είτε προβλέπεται από τον κοινό νομοθέτη in abstracto, είτε απαγγέλεται σε συγκεκριμένη περίπτωση από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το πραγματικό του οικείου κανόνα δικαίου, ήτοι να μην υπερβαίνει τα ακραία ανεκτά όρια, κατά την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 932 Α.Κ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αποφασίζεται αναιρετικώς κατ’ αρχήν ανελέγκτως από το ουσιαστικό δικαστήριο ,με βάση τους ισχυρισμούς και το αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θέτουν στην διάθεσή του οι διάδικοι. Πλην όμως, επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση, να τηρείται κατά τον καθορισμό του επιδικαζομένου ποσού η αρχή της αναλογικότητας υπό την εκτεθείσα έννοια, ήτοι να μην υπερβαίνει η σχετική κρίση τα ακραία όρια  της διακριτικής ευχέρειας, πράγμα το οποίο, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της ανωτέρω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ (Ολ ΑΠ 9/2015, ΑΠ 302/2016, ΑΠ 1043/2014, Εφ.Θεσσαλ. 174/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 79/2010, ΑΠ 1735/2009.

Τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε να  εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποδείξεως (Κ.Πολ.Δ 336 και 4), είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών, η υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες (Κ.Πολ.Δ 559 αριθ. 1) Αν, στην πρώτη περίπτωση, χρησιμοποιώντας τα διδάγματα κοινής πείρας ή τα πορίσματα της επιστήμης αντίθετα προς τις αρχές της λογικής, το δικαστήριο διαγνώσει εσφαλμένως ότι συνέτρεξαν ή όχι τα περιστατικά που στηρίζουν το δικαίωμα, δεν υπάρχει παράβαση κανενός νόμου και, άρα, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. Αν πάλι το δικαστήριο παραλείψει εντελώς να τα χρησιμοποιήσει, η παράλειψη αυτή δεν ελέγχεται ως πλημμέλεια από το εδάφιο 11 του άρθρου 559, καθόσον, όπως συνάγεται από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 του Κ.Πολ.Δ, τα διδάγματα κοινής πείρας δεν καταλέγονται σα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 316/2011, ΑΠ 87/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, η οποία, κατ’ άρθρο 591 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζεται και στην ειδική διαδικασία του άρθρου 681 Α΄ αυτού, έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου και υπάρχει όταν ο διάδικος που νίκησε βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και ειδικότερα αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο εις βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει έτσι στοιχεία διατακτικού (βλ. ΑΠ 1212/2010, ΑΠ 1459/2000, ΑΠ 1307/1990, ΑΠ 405/1981, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια ισχύουν, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 516 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, και για την αντέφεση και έτσι έννομο συμφέρον για άσκηση αντέφεσης αναγνωρίζεται στο διάδικο που νίκησε πρωτόδικα, αν, παρά την ορθότητα του διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης, βλάπτεται από τις αιτιολογίες αυτής, οι οποίες περιέχουν τα στοιχεία διατακτικού και δημιουργούν εις βάρος του δεδικασμένου. Οι  εσφαλμένες όμως αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος ή του αντεκκαλούντος με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης ή αντέφεσης, με την αιτιολογία ότι είναι ασύμφορες σ’ αυτόν ή μη ορθές νομικά, καθόσον το κρίσιμο της απόφασης και όχι οι αιτιολογίες, αλλά οι διατάξεις της (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003 σελ. 255, παρ. 615, ΕφΑθ 7748/2007, ΕφΘεσσαλ. 8/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το έννομο συμφέρον για την άσκηση των ενδίκων μέσων αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης που η ανάγκη του συνάγεται και από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ, δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ενδίκου μέσου, αποτελεί ειδικότερη έκφανση  της θεμελιώδους αρχής που καθιερώνει η προαναφερόμενη διάταξη. Η παραπάνω προϋπόθεση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η έλλειψη της συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου (άρθρα 68, 74, 532 Κ.Πολ.Δ, Εφ.Θεσσαλ. 2175/2017, Εφ.Πειρ. 703/2014, Εφ.Δωδ. 29/2014,, Εφ.Αθ. 39/2011, Εφ.Αθ. 4195/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ.Πολ.Δ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Χαρούλα Απαλλαγάκη, 6η έκδοση, άρθ. 516 σελ. 1411 αρ. 11).

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται:

Α) Ο εκκαλών της από 22/5/2018 (αριθ.καταθ. ………../30.5.2018) εφέσεως, ήτοι ο νικήσας διάδικος, 1)με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του παραπονείται ότι η εκκαλουμένη με εσφαλμένη αιτιολογία, την ένσταση που προέβαλε η πρώτη εναγομένη – πρώτη εφεσίβλητη – πρώτη εκκαλούσα, εκ της παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν. 1178/1982, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 37 παρ. 2 Ν. 4356/2015, την δέχθηκε εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμη, για το λόγο ότι το δημοσίευμα στις 28/12/2016 στην ιστοσελίδα της “………..” που κοινοποιήθηκε στο facebook, που αναφέρεται εκτενώς στην εκκαλουμένη συνιστά επαρκή αποκατάσταση κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, καθόσον έγινε στην ιδία θέση και με ανάλογη έκταση μετ ην επιλήψιμη ανάρτηση. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω στη νομική σκέψη της παρούσας η με τέτοια αιτιολογία αποδοχή εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της προβληθείσας παραδεκτά και νομίμως προαναφερόμενης ενστάσεως της πρώτης  εναγομένης – πρώτης εκκαλούσας, δεν δημιουργεί δεδικασμένο με αντίστοιχη προς αυτή διάταξη που να διαλαμβάνεται στο διατακτικό αυτής (εκκαλουμένης) και, συνεπώς, δεν καταλήγει σε βλάβη του ενάγοντος – εκκαλούντος. Εφόσον ούτε ισχυρίζεται ότι από το επικαλούμενο τούτο σφάλμα το δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο αιτιολογικό και διατακτικό. Άρα, αυτός δεν έχει έννομο συμφέρον, διαδικαστική προϋπόθεση που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, να ασκήσει έφεση για την αιτιολογία αυτή της εκκαλουμένης και επομένως ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι απαράδεκτος και απορριπτέος (άρθ. 68, 74, 532 ΚπολΔ).

2) Με τον δεύτερο λόγο της εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, του επιδίκασε ιδιαίτερα χαμηλό, δυσανάλογο και όχι εύλογο κατά την έννοια του άρθρου 932 ΑΚ και του άρθρου μόνου παρ. 2 του Ν. 1178/1981 ποσό χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που υπέστη από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων ήδη εφεσιβλήτων – εκκαλούντων σε βάρος του. Τα διδάγματα της κοινής πείρας, με την προεκτιθέμενη στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη έννοια δεν χρησιμοποιήθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή για την εκτίμηση της αξίας των αποδεικτικών μέσων, που με επίκληση προσκομίσθηκαν και συνεπώς, αφού δεν καταλέγονται στα αποδεικτικά μέσα δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο έφεσης σφάλματος περί την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε χρησιμοποιήθηκαν  από το Δικαστήριο κατά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή του σε αυτούς. Όσον αφορά δε την παράβαση της επικαλουμένης γενικής αρχής αυξημένης τυπικής ισχύος, ήτοι της αρχής της αναλογικότητας, ο λόγος αυτός δεν περιέχει επίκληση ορισμένου νομικού σφάλματος καταλογιστέου στην πρωτόδικη απόφαση σε  σχέση με την εφαρμογή της αρχής αυτής και τον τρόπο παραβίασης αυτής (αρχής αναλογικότητας) υπό την προεκτεθείσα έννοια, ήτοι της υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας. Ο λόγος συνεπώς αυτός, ως λόγος που αφορά παράβαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου, είναι αόριστος, εφόσον δεν καθορίζει το νομικό σφάλμα του δικαστηρίου και τον τρόπο παραβίασης αυτού, έτσι ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου και να κριθεί η νομιμότητα και βασιμότητα αυτού (λόγου εφέσεως) (Κ.Πολ.Δ 520 παρ. 1, 118-120), και απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη έφεση, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς διερεύνηση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθ. 106, 176, 183 Κ.Πολ.Δ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό. Τέλος, να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε.

Β) Οι εκκαλούντες της από 21/3/2018 (αριθ.καταθ. …………/22.3.2018) εφέσεως – εναγόμενοι (ηττηθέντες) της υπό κρίση αγωγής, αποδίδουν στην εκκαλουμένη απόφαση πλημμέλειες που αφορούν σωρευτικά Α)την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και β)πλημμελή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού, χωρίς όμως (λόγοι α.1, α.2, α.3. γ.3,2,3), όπως προκύπτει από το δικόγραφο της εφέσεως των εκκαλούντων: 1)να καθορίζονται με πληρότητα και σαφήνεια οι αιτιάσεις, νομικά και πραγματικά σφάλματα που αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου και να είναι αυτό σε θέση να κρίνει το νόμιμο και βάσιμο των λόγων της και να είναι εφικτή η άμυνα του εφεσίβλητου. Έτσι, επικαλούνται, είτε εσφαλμένη παραβίαση και εφαρμογή του νόμου, χωρίς αν προσδιορίζουν ποιος κανόνας δικαίου παραβιάστηκε και με ποιο τρόπο, ως προς την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής ευθύνης και της υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας ισχυριζόμενοι επίσης ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμη, με βάση τους ισχυρισμούς και τις ενστάσεις τους, δεν προσδιορίζουν με πληρότητα και σαφήνεια τις ελλείψεις της, είτε πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, χωρίς όμως να καθορίζεται επαρκώς και με πληρότητα ότι από το σφάλμα αυτό το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό (γ.1, γ.2, 2), είτε πλημμέλεια (σφάλμα) της εκκαλουμένης ως προς τα επικληθέντα και προσκομισθέντα έγγραφα, χωρίς να προσδιορίζεται νομικό σφάλμα ως προς την εφαρμογή και ερμηνεία των κανόνων του δικονομικού δικαίου (Κ.Πολ.Δ 340 παρ. 1, 444 παρ. 1Γ ΑΠ 56/2016, 1088/2014, Εφ.Δωδ. 21/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και τον τρόπο παραβίασης,  πλην του αόριστου ισχυρισμού περί σφάλματος της εκκαλουμένης. Συνεπώς, όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης διατυπώνονται με ασάφεια, χωρίς να περιγράφονται με ακρίβεια το νομικά ή πραγματικά σφάλματα της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία να δικαιολογούν την εξαφάνιση του διατακτικού της ή εκείνα τα συγκεκριμένα νέα γεγονότα που δικαιολογούν την μεταρρύθμισή της, ούτε μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου τούτου και να είναι σε θέση να κρίνει το νόμιμο και βάσιμο των λόγων της και κατά συνέπεια η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της ,να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας του εφεσιβλήτου στους εκκαλούντες λόγω της ήττας τους (άρθ.106, 176, 183 Κ.Πολ.Δ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό και να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων, τις Α)από 21.3.2018 (αριθ.καταθ. ………../22.3.2018) και Β) Οι από 22.5.2018 (αριθ.καταθ. …………/30.5.2018) εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 956/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Δέχεται τυπικά τις από 21.3.2018 και 22.5.2018 εφέσεις.

Α) Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 21.3.2018 (αριθ.καταθ. …………./22.3.2018) έφεση.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε στο Δημόσιο Ταμείο.

Β) Απορρίπτει κατ’ ουσιαν την από 22.5.2018 (αριθ.καταθ. …………/2018) έφεση.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  14 Φεβρουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ