Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 143/2020

Αριθμός     143/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 17/9/2018 (αριθ.καταθ. ……../2018) έφεση των ηττηθέντων πρωτοδίκως εναγόντων κατά της υπ’ αρ. 4088/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία επανέρχεται προς συζήτηση με την από 7/12/2018 (αριθ.καταθ. ………./2018) κλήση αυτών (καλούντων – εναγόντων), και η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών εργατικών διαφορών (άρθ. 591, 614 παρ. 3, 621 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθ. 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθ. 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 518 παρ. 2, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από τους εκκαλούντες λόγω της φύσεως της διαφοράς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.τελευταίο.

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, στην από 24/7/2017 (αριθ.καταθ. ………../2017) αγωγή, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ιστορούσαν ότι, απασχολούνται στον εναγόμενο ήδη εφεσίβλητο από 28/9/2015 με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης ορισμένου χρόνου και παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως εργάτες καθαριότητας και γενικών αναγκών (ΥΕ) συνεχώς έως και 31/3/2018. Ότι οι συμβάσεις αυτές στην πραγματικότητα δεν ήταν συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως χαρακτηρίστηκαν από το εναγόμενο, αλλά επρόκειτο για μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού με την εργασία τους καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, η δε κατάρτισή τους ως διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου δεν δικαιολογούνταν από κάποιο αντικειμενικό λόγο, αλλά έγιναν προς καταστρατήγηση των σχετικών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας. Με βάση τα ανωτέρω ζήτησαν, να αναγνωριστεί ότι συνδέονται με το εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους απασχολεί, δυνάμει της σύμβασης αυτής, στη θέση, την ειδικότητα και με τις νόμιμες αποδοχές που αντιστοιχούν στην υπηρεσιακή τους ένταξη και εξέλιξη, με απειλή χρηματικής ποινής ύψους τριακοσίων (300) ευρώ για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, απέρριψε την ένδικη ως άνω αγωγή ως μη νόμιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι ηττηθέντες ενάγοντες για τους λόγους που αναφέρονται στην ένδικη έφεση σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση προκειμένου να γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή τους.

Με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 (ΦΕΚ Α΄ 85/18-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής. Επίσης, στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: «Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων, είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει, επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο νομιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολούμενους με σύμβαση έργου». Έτσι, με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος, η Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους, σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες (που διατυπώθηκαν το πρώτο με τις διατάξεις του ν. 2190/1994) υπάγεται ενόψει της πιο πάνω διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παρ. 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Εξ άλλου, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, με τις διατάξεις τις οποίας τα κράτη – μέλη όφειλαν μέχρι την 10-7-2001 να προσαρμόσουν τις εθνικές τους νομοθεσίες και ειδικότερα η ρήτρα 5 της Οδηγίας αυτής, αφορά σε ληπτέα νομοθετικά μέτρα για την αποτροπή της κατάχρησης που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Η προσαρμογή της ημεδαπής έννομης τάξης στην εν λόγω Οδηγία έγινε καθυστερημένα, με το π.δ 81/2-4-2003 για τους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό τομέα και με το π.δ 164/19-7-2004 για τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα, των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του τελευταίου π.δ ορίζονται τα εξής: «1.Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής σύμβασης συνάπτονται για την  εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που τη δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως απ’ αυτήν. 4. Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επόμενου άρθρου». Ως κύρωση για την περίπτωση της, κατά παράβαση των παραπάνω διατάξεων,  κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού π.δ η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους (παρ. 1), ενώ κατά την παρ. 2 αυτού «Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται» (εδ.α). Εξάλλου, ο γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ κατά τον οποίο, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου, όπως και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Αυτό ισχύει και επί αξιώσεων κατ’ αυτών από σχέση εργασίας και ειδικότερα στις περιπτώσεις άκυρης πρόσληψης υπαλλήλου ή ανάθεσης σε αυτόν καθηκόντων αλλότριων του κλάδου, στον οποίο έχει προσληφθεί. Και αυτό  διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις το άρθρου 103 παρ. 2 του Συντάγματος, απαγορεύεται η πρόσληψη υπαλλήλου σε οργανική θέση που δε είναι νομοθετημένη. Η παρά την απαγόρευση αυτή ενέργεια, δηλαδή η πρόσληψη σε μη νομοθετημένη θέση, συνεπάγεται την ακυρότητα της πρόσληψης και συνακόλουθα συνιστά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, ένεκα της οποίας, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 904 ΑΚ, το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ενέχεται σε απόδοση της ωφέλειας, που προήλθε από την εργασία η οποία παρασχέθηκε σε αυτό και από την οποία αυτό κατέστη πλουσιότερο. Η απαγόρευση του χαρακτηρισμού των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου ως μιας ενιαίας σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι διαφορετικό ζήτημα από την αναγνώριση του δικαιώματος του εργαζομένου, που έχει απασχοληθεί πραγματικά σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης, επί των νομίμων αποδοχών, τις οποίες θα λάμβανε εάν η σύμβαση ήταν έγκυρη και οι οποίες σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 εδ.α΄ του π.δ 164/2004 οφείλονται σ’ αυτόν ως απόδοση της ωφέλειας, την οποία αποκόμισε ο εργοδότης αποφεύγοντας να απασχολήσει με έγκυρη σύμβαση, για την ίδια εργασία, έτερο πρόσωπο με τα ίδια προσόντα (ΑΠ 142/2016, ΑΠ 278/2015). Βεβαίως, μετά την τυχόν παραδοχή ότι υπάρχει παροχή εξαρτημένης εργασίας, έστω και ακύρως, οι εργαζόμενοι αυτοί δικαιούνται ευθέως εκ του νόμου τις αποδοχές για δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και για επίδομα αδείας (άρθρα 1 παρ. 1 του ν.1082/1980, 1 παρ. 2 της 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ. 1 και 2 του α.ν 539/1945 και 3 παρ. 16 του ν. 4504/1996), διότι τις παροχές αυτές δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί, που απασχολούνται σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά ακόμη και όσοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 1805/2017, ΑΠ 260/2012). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006, Ολ ΑΠ 4/2005, ΑΠ 257/2019, ΑΠ 538/2018, ΑΠ 768/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Η υπό κρίση όμως αγωγή με το προαναφερόμενο περιεχόμενο και αίτημα είναι μη νόμιμη στο σύνολό της, διότι όλοι οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το εναγόμενο μετά την έναρξη ισχύος των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (17.4.2001), σύμφωνα με τις οποίες απαγορεύεται η μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού, και η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου, ούτε είναι δυνατή η εκτίμηση των συμβάσεων αυτών κατ’ ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη διαγνωστική διαδικασία ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Επίσης στις συμβάσεις αυτές υπό την ισχύ των παραπάνω διατάξεων δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρ. 8 του Ν. 2112/1920, το οποίο, ούτε κατ’ επιταγή της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10/7/2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής) μέχρι την έναρξη ισχύος του π.δ 164/2004, αλλά βέβαια και μετά την έναρξη της ισχύος αυτού. Με τις παραδοχές αυτές, και σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, και χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή στην εφαρμογή των ως άνω διατάξεων η συνομολόγηση των πραγματικών περιστατικών της ένδικης αγωγής και η αποδοχή του αιτήματος αυτής από το εναγόμενο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στην ίδια κρίση, και απέρριψε την υπό κρίση αγωγή ως μη νόμιμη, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε τις παραπάνω διατάξεις και οι σχετικοί λόγοι της ένδικης έφεσης ελέγχονται απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι, ενώ οι λόγοι περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων λυσιτελώς προβάλλονται, αφού η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, χωρίς το Δικαστήριο στην κατ’ ουσία να διερευνήσει με βάση τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα από τους διαδίκους. Κατόπιν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει ν’ απορριφθεί η υπό κρίση έφεση κατ’ ουσίαν αβάσιμη, και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν από το Δικαστήριο (άρθ. 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 17/9/2018 (αριθ.καταθ. ……../2018) έφεση κατά της υπ’ αρ. 4088/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων εν όλω τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  14 Φεβρουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ