Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 140/2020

Αριθμός 140 /2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,   Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Με την από 24-7-2018 (αρ. καταθ. …../2018) κλήση της εφεσίβλητης νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας σύνθεση, δεδομένου ότι κατά την παρούσα δικάσιμο οι δύο άλλοι, πλην της ήδη Εισηγήτριας, Δικαστές που μετείχαν στη σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού που εξέδωσε την κατωτέρω αναφερόμενη υπ΄ αρ. 300/2016 απόφαση, ο μεν Πρόεδρος της σύνθεσης προήχθη σε Αρεοπαγίτη και δεν υπηρετεί πλέον στο Εφετείο Πειραιώς, το δε δεύτερο μέλος της σύνθεσης υπηρετεί στο Εφετείο αυτό, ως Ποινικός Δικαστής, ήτοι προεδρεύει αποκλειστικά στα ποινικά Δικαστήρια, και δεν υπηρετεί στο πολιτικό τμήμα, ώστε να δύναται να μετέχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού), η από 6-3-2014 (αρ. καταθ. …/2014) έφεση των καθ΄ ων η κλήση-εκκαλουσών κατ΄ αυτής (καλούσας-εφεσίβλητης) μετά την έκδοση της υπ΄ αρ. 300/2016 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού με την οποία αφού δικάστηκε κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων η ως άνω έφεση, έγινε τυπικά και κατ΄ ουσίαν δεκτή αυτή (έφεση), διατάχθηκε η επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε με το υπ΄ αρ. …/2014 διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ Αιγάλεω, στις εκκαλούσες, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 6427/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), κρατήθηκε η υπόθεση, δικάστηκε η από 1110-2006 (αρ. καταθ. …../2006) αγωγή και αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ένδικης αγωγής μέχρι αμετακλήτου περατώσεως της αναφερόμενης στο σκεπτικό αυτής (αποφάσεως) ποινικής δίκης με κατηγορουμένη-εκκαλούσα την πρώτη των εναγομένων.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ «Αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή, που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία.». Περαιτέρω, με την έκδοση της κατά τα άνω απόφασης περί αναβολής της συζήτησης, η εκκρεμοδικία διατηρείται, η δε συζήτηση, που επαναλαμβάνεται μετά την αναστολή, θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης (πρβλ. ΕφΘεσσαλ 38/2011, ΕφΑθ 6778/1985 ΕλλΔνη 1985.998). Συνεπώς, δεν απαιτείται στη νέα συζήτηση, η εκ νέου κατάθεση ιδιαίτερων έγγραφων προτάσεων, αλλά αρκούν και ισχύουν οι έγγραφες προτάσεις, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση, της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, επιτρεπομένης βέβαια της συμπλήρωσης αυτών.

Από τις υπ΄ αρ. …..΄/2-8-2018 και ……΄/2-8-2018 εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών που έχει την έδρα της στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης κλήσεως με έκθεση καταθέσεως, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (21-3-2019), επιδόθηκε, με επιμέλεια της καλούσας, νομίμως και εμπροθέσμως στις καθ΄ ων η κλήση αντίστοιχα. Οι καθ΄ ων η κλήση, όμως, δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση, εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο. Πλην, όμως, έστω και αν οι εκκαλούσες δεν παρίστανται κατά την παρούσα επαναλαμβανόμενη συζήτηση, η υπόθεση συζητείται αντιμωλία των διαδίκων, αφού οι εκκαλούσες είχαν παραστεί κατά την αρχική δικάσιμο της 22-10-2015, οπότε εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 300/2016 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού. Σημειώνεται ότι η εκπροσωπούμενη από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της εφεσίβλητη προσκομίζει, μεταξύ άλλων, αντίγραφο των προτάσεων των εκκαλουσών, που κατέθεσαν κατά τη δικάσιμο της 22-10-2015.

Από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 941 του ΑΚ προκύπτει ότι για τη διάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας πρέπει να συντρέχουν οι εξής όροι: α) απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη, β) η πράξη αυτή να έγινε με σκοπό βλάβης των δανειστών και αυτός υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση (τρίτος) να γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών και γ) η υπολειπόμενη μετά την απαλλοτρίωση περιουσία του οφειλέτη να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών. Σκοπός βλάβης υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου η υπόλοιπη περιουσία του δεν θα επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του, οι οποίοι, έτσι, θα υποστούν βλάβη από την απαλλοτρίωση (ΑΠ 1798/2007 ΕλλΔνη 49.177). Ο καταδολιευτικός χαρακτήρας μιας απαλλοτριώσεως δεν αναιρείται, αν, εκτός από την πρόθεση βλάβης του δανειστή, παράλληλα ο οφειλέτης επιδιώκει και άλλους σκοπούς (ΕφΑθ 147/2009, ΕφΑθ 4995/2008, ΕφΘεσ 547/2000, ΕφΑθ 7827/1998). Η γνώση του τρίτου εξάλλου, ως προς το δόλο του οφειλέτη, δηλαδή, την πρόθεσή του να βλάψει τους δανειστές του, πρέπει να είναι θετική και δεν αρκεί υπαίτια άγνοια, έστω και από βαριά αμέλεια (ΑΠ 278/2011, ΑΠ 602/2005). Αν ο τρίτος, προς τον οποίο η απαλλοτρίωση, είναι, μεταξύ άλλων, συγγενής του οφειλέτη σε ευθεία γραμμή ή συγγενής σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό, τεκμαίρεται ότι γνώριζε, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς αυτόν προς βλάβη των δανειστών του (πρβλ. ΑΠ 207/2007). Το τεκμήριο όμως, αυτό είναι μαχητό, μπορεί, δηλαδή, να ανατραπεί αν ο ως άνω συγγενής ισχυριστεί και αποδείξει ότι δεν γνώριζε ότι ο απαλλοτριώσας προέβη στην απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών του, και δεν ισχύει, αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της αγωγής (ΑΠ 480/2013, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου: Αστικός Κώδιξ κατ΄ άρθρο Ερμηνεία, άρθρα 941-942, σελ. 863, αριθ. 4 και 5, Καυκά: Ενοχ. Δικ., έκδοση έβδομη, άρθρα 939-942 παρ. 4, σελ. 961). Η ως άνω όμως, απαιτούμενη, για τη διάρρηξη γνώση του τρίτου, υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, ότι δηλαδή ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, δεν απαιτείται, κατ΄ άρθρο 942 του ΑΚ, σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία (ΑΠ 805/2013). Περαιτέρω, το άρθρο 1509 του ΑΚ, που ρυθμίζει τη γονική παροχή, δεν καθιερώνει νομική υποχρέωση των γονέων για παροχή περιουσίας προς το τέκνο, αλλά αναγνωρίζει απλώς την ηθική τους υποχρέωση να βοηθήσουν οικονομικά στις προβλεπόμενες περιπτώσεις τα τέκνα τους. Άλλωστε, στην έννοια της απαλλοτριώσεως της διατάξεως του άρθρου 939 του ΑΚ, περιλαμβάνεται και εκείνη που γίνεται λόγω γονικής παροχής (κατά το άρθρο 1509 του ΑΚ), καθόσον το γεγονός ότι η απαλλοτρίωση (διάθεση) αυτή γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρεώσεως του γονέα προς το τέκνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπληρώσεως από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών (ΑΠ 1217/2014, ΑΠ 805/2013). Η γονική δε παροχή που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 του ΑΚ συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα και, συνεπώς, η περί αυτής δικαιοπραξία είναι χαριστική. Δεν συνάγεται δε, το αντίθετο από το χαρακτηρισμό της στο εδάφιο α΄ της τελευταίας διάταξης ως δωρεάς, ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, αφού αυτό αποσκοπεί στο να αποκλείσει τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής, ως προς το μέρος που αυτή δεν αποτελεί δωρεά και όχι να τη χαρακτηρίσει, εξ αντιδιαστολής, ως επαχθή δικαιοπραξία (ΑΠ 928/2014, ΑΠ 1633/2013, ΑΠ 1815/2012, ΑΠ 1567/2008, ΑΠ 1796/2006, ΑΠ 1778/2006, ΕφΘεσ1047/2011,ΕφΛαρ 42/2009, ΕφΠατρ 352/2008, ΕφΠατρ 943/2006). Εξάλλου, εκείνος, ο οποίος ασκεί την αγωγή για διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης, που έγινε προς βλάβη του, πρέπει να έχει την ιδιότητα του δανειστή κατά το χρόνο επιχείρησης της απαλλοτρίωσης (ΑΠ 121/1998). Τέτοια ιδιότητα έχει και ο δανειστής, που έχει απαίτηση κατά του οφειλέτη, τα δηµιουργικά περιστατικά της οποίας αρκεί να έχουν συντελεστεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και να είναι αυτή ληξιπρόθεσµη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο Δικαστήριο, οπότε, µε την συνδροµή και των λοιπών προϋποθέσεων του νόµου, ο δανειστής µπορεί να ζητήσει τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης (ΑΠ 862/1998, ΕφΛαρ 705/2006). Η απαίτηση δεν απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά, ούτε να είναι εξοπλισµένη µε τίτλο εκτελεστό, ούτε δυνάµει τούτου (τίτλου) ο δανειστής να έχει προβεί σε δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη του και αυτή να έχει αποβεί ατελέσφορη (ΕφΠειρ 1453/1995, ΕφΘεσ 339/1993, ΕφΑθ 9239/1989). Ακολούθως, μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχει για το ορισμένο της η περί διαρρήξεως αγωγή περιλαμβάνεται και το ποσό της απαίτησης και η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι η διάρρηξη επέρχεται κατά τόσο μόνον, καθόσον ζημιώνεται ο δανειστής, η εξεύρεση δε του μέρους αυτού εξαρτάται από τη σχέση των προαναφερόμενων ποσών, ήτοι του ποσού της απαίτησης, που πρέπει να ικανοποιηθεί, προς το ποσό της αξίας του απαλλοτριωθέντος περιουσιακού στοιχείου κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, (ΑΠ 1677/2008, ΑΠ 1127/2005, ΑΠ 479/2005, ΑΠ 1112/2004), εκτός και αν ο εναγόµενος επικαλείται ότι η αξία του απαλλοτριωθέντος είναι µικρότερη από αυτήν της απαίτησης, οπότε δεν έχει νόηµα η αναφορά της αξίας του απαλλοτριωθέντος, αφού η διάρρηξη θα είναι ολική (ΑΠ 637/2001, ΑΠ 1200/1982, ΕφΑθ 3133/1994). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 943 παρ. 1 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 936 παρ. 3, 953 παρ. 2 και 992 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, για τη γέννηση του δικαιώματος του δανειστή προς διάρρηξη της εκ μέρους του οφειλέτη του επιχειρηθείσας καταδολιευτικής απαλλοτριώσεως, προϋποτίθεται, πλην άλλων, ότι η υπόλοιπη περιουσία του τελευταίου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του πρώτου. Από τη νομοθετική αυτή ρύθμιση συνάγεται ότι η διάρρηξη δύναται να ζητηθεί από τον δανειστή και να διαταχθεί από το Δικαστήριο, κατ΄ αρχάς, μόνο στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση του δανειστή, ο οποίος και δεν έχει έννομο συμφέρον για διάρρηξη πέρα από αυτό το μέτρο. Έτσι, σε περίπτωση που αντικείμενο της καταδολιευτικής απαλλοτριώσεως είναι περισσότερα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, η διάρρηξη περιορίζεται σε όσα (και σε εκείνα που) απαιτούνται για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή, ενώ σε περίπτωση που αντικείμενό της είναι μόνο ένα (ενιαίο) περιουσιακό στοιχείο, η διάρρηξη περιορίζεται στο ποσοστό του εκείνο, η αξία του οποίου καλύπτει την αξία της απαιτήσεως του δανειστή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το Δικαστήριο, για να διατάξει τη μερική διάρρηξη, πρέπει, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ολοσχερής ικανοποίηση της απαιτήσεως του ενάγοντος δανειστή από το πλειστηρίασμα, να συνεκτιμήσει, πέρα από την εν λόγω απαίτηση (κατά το κεφάλαιο και τους τυχόν οφειλόμενους τόκους), τα έξοδα της κατά του οφειλέτη επικείμενης αναγκαστικής εκτελέσεως, καθώς και το γεγονός ότι κατά τον πλειστηριασμό είναι απίθανο να επιτευχθεί πλειστηρίασμα ίσο με την αγοραία αξία του ακινήτου (ΑΠ 1625/2018, ΑΠ 1963/2009).

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, (σε μερικά από τα οποία γίνεται παρακάτω ειδική μνεία, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης), (οι διάδικοι δεν ζήτησαν την εξέταση μάρτυρά τους), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 13-1-2004 συμβάσεως πρακτορεύσεως που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία ήδη είχε τεθεί υπό εκκαθάριση πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, και της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……………», νόμιμη εκπρόσωπος της οποίας, ήταν [εκτός άλλης και] η πρώτη των εναγομένων, η τελευταία (ομόρρυθμος εταιρεία) ανέλαβε την ευθύνη της διαμεσολάβησης προς κατάρτιση συμβάσεων ασφαλίσεως για λογαριασμό της πρώτης από αυτές (ενάγουσας), μέσω του πρακτορείου της στη Νέα Σμύρνη, έναντι των σε αυτήν (σύμβαση) αναφερόμενων προμηθειών. Η ως άνω ομόρρυθμος εταιρεία είχε αναλάβει την υποχρέωση να εισπράττει τα ασφάλιστρα των συμβάσεων ασφαλίσεως που καταρτίζονταν με τη δική της διαμεσολάβηση και στη συνέχεια την απόδοσή τους προς την ενάγουσα. Με την από 31-10-2005 εξώδικη καταγγελία συμβάσεως – διαμαρτυρία – πρόσκληση, που επιδόθηκε και στην πρώτη των εναγομένων την 1-11-2005 (βλ. την υπ΄ αρ. ……΄/1-11-2005 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή Πρωτοδικών Αθηνών ………….), η ενάγουσα κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση διορισμού της ομόρρυθμης εταιρείας ως ασφαλιστικού συμβούλου και δήλωσε ότι προέβη σε εκκαθάριση των ασφαλίστρων που είχε εισπράξει, επικαλούμενη ότι την 30-9-2005 το χρεωστικό υπόλοιπο, μετά την αφαίρεση των προμηθειών της, από την είσπραξη των ασφαλίστρων που δεν έχει αποδώσει, ανέρχεται στο ποσό των 144.694 ευρώ, το οποίο (κατά την ως άνω εξώδικη καταγγελία) παρακρατούσε παράνομα. Ακολούθως, δυνάμει του από 13-12-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας, της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας, της πρώτης των εναγομένων και τρίτου φυσικού προσώπου (της ετέρας νομίμου εκπροσώπου της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας), που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, μεταξύ άλλων, δηλώθηκε από την ενάγουσα ότι το σύνολο της οφειλής των ως άνω αντισυμβαλλομένων της, ανερχόταν (τότε) στο ποσό των 143.997,05 ευρώ. Οι αντισυμβαλλόμενοί της διαφώνησαν με το ως άνω ποσό, εντούτοις για τη συμβιβαστική επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς αποδέχθηκαν το ύψος της οφειλής τους, μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ, το οποίο συμφώνησαν να καταβάλουν στην αντισυμβαλλόμενη τους, ασφαλιστική εταιρεία, εις πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή της, προβαίνοντας σε εξώδικο συμβιβασμό. Περαιτέρω στο πλαίσιο του συμβιβασμού αυτού συμφωνήθηκαν και οι αντίστοιχες καταβολές. Σε εκτέλεση του ως άνω συμφωνητικού καταβλήθηκε στην ενάγουσα μόνο το συνολικό ποσό των 30.000 ευρώ, όπως αναλυτικά αναφέρεται κατωτέρω. Στη συνέχεια με την από 7-11-2013 (αρ. καταθ. ……/2013) αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά, μεταξύ άλλων, και της πρώτης των εναγομένων, η οποία είχε προσδιορισθεί για να συζητηθεί την 11-10-2017, η ήδη ενάγουσα, ζητεί να υποχρεωθούν οι με αυτήν (αγωγή) εναγόμενες να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 114.057,75 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τα σ΄ αυτήν (αγωγή) αναφερόμενα, επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, ότι το χρεωστικό υπόλοιπο της πρώτης των εναγομένων-ομόρρυθμης εταιρείας ανέρχεται στο ως άνω συνολικό ποσό των 114.057,75 ευρώ, ήτοι 70.000 ευρώ, που οφείλονταν ακόμα με βάση το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, πλέον 44.057,75 ευρώ με βάση τα αναφερόμενα σ΄ αυτή (αγωγή) πινάκια παραγωγής (για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο 2005) ασφαλιστηρίων συμβολαίων, και όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την αφαίρεση των προμηθειών της πρώτης των εναγομένων-εταιρείας των ποσών που κατέβαλε και των ασφαλίστρων των ακυρωθέντων ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων) με την υπ΄αρ. 2668/2018, ήδη αμετάκλητη, απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 239 παρ. 4 και 248 παρ. 1 και 2 του Ν. 4364/2016 και 14 παρ. 2 και 686 επ. του ΚΠολΔ), αφού δίκασε ερήμην των εναγομένων, δέχθηκε εν μέρει την από 7-11-2013 αγωγή και, μετά την τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου της ενάγουσας στο ακροατήριο του ως άνω Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι, μεταξύ των οποίων και η πρώτη των ήδη εναγομένων, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 70.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής για κάθε ποσό, ήτοι για ποσό 35.000 ευρώ από την 31-5-2007 και για ποσό 35.000 ευρώ από την 1-9-2007. Ειδικότερα το ως άνω Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών), μεταξύ άλλων, από το περιεχόμενο του προαναφερόμενου (από 13-12-2006) συμφωνητικού σε συνδυασμό με την από 7-11-2013 αγωγή και τα αιτήματά της, πιθανολόγησε ότι η ενάγουσα δικαιούται να αξιώσει μόνο το ποσό των 70.000 ευρώ, δηλαδή τις δύο υπόλοιπες ανεξόφλητες δόσεις, καθώς έχει παραιτηθεί από τη διεκδίκηση του καταλοίπου του λογαριασμού που είχε συνάψει με την πρώτη των εναγομένων της από 7-11-2013 αγωγής-εταιρεία. Επιπροσθέτως, πιθανολόγησε ότι είναι μεν γεγονός ότι η παραίτηση που έγινε στο συμφωνητικό ήταν υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης καταβολής όλων των δόσεων που συμφωνήθηκαν, όμως με την (από 7-11-2013) αγωγή η ενάγουσα δεν αξιώνει το σύνολο του καταλοίπου του λογαριασμού από την αρχή της σύμβασης πρακτόρευσης και μέχρι το οριστικό κλείσιμο, αλλά εμμένει στην καταβολή των δύο ανεξόφλητων δόσεων του συμφωνητικού (ποσό 70.000 ευρώ), καθώς δεν παρατίθεται στο δικόγραφο (της από 7-11-2013 αγωγής) η κίνηση της σύμβασης πρακτόρευσης από την αρχή της σύναψής της, ενώ ζητεί επιπλέον για τα οφειλόμενα για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο 2005 συνολικό ποσό 44.057,75 ευρώ. Επίσης, το ως άνω Δικαστήριο πιθανολόγησε ότι η οφειλή για τους μήνες αυτούς (Ιούλιο και Αύγουστο 2005) είχε συμπεριληφθεί στο ιδιωτικό συμφωνητικό και ότι συνεπώς η ενάγουσα δεν νομιμοποιείται να την διεκδικήσει χωριστά, καθώς επίσης ότι επιπλέον με την άσκηση της (από 7-11-2013) αγωγής και τη διεκδίκηση του ποσού του ιδιωτικού συμφωνητικού η ενάγουσα εμμένει στην τήρηση των όρων αυτού, χωρίς να κάνει χρήση της αίρεσης που το ακυρώνει και θα καθιστούσε διεκδικήσιμο το σύνολο της οφειλής, όπως θα προέκυπτε από την κίνηση του λογαριασμού, με συμψηφισμό των ποσών που έχουν καταβληθεί την 13-12-2006 και 20-12-2006, στα πλαίσια του συμφωνητικού. Με την προαναφερόμενη από 31-10-2005 εξώδικη καταγγελία που η ενάγουσα επέδωσε και προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ασκήθηκε, σε βάρος, εκτός άλλης και, της πρώτης των εναγομένων ποινική δίωξη για υπεξαίρεση κατά συναυτουργία και κατ΄ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου με συνολική αξία υπεξαιρεθέντων ανώτερη των 73.000 ευρώ και παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών προκειμένου να δικαστεί για το ότι στην Αθήνα, στις 8-11-2005, τέλεσε από κοινού με τρίτο πρόσωπο, που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος, συνολικού ποσού 144.694 ευρώ, που είχε περιέλθει στην κατοχή τους λόγω της ιδιότητάς τους ως εντολοδόχων της ενάγουσας. Με την υπ΄ αρ. 3268/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Α΄ Τριμελούς Κακουργημάτων), η πρώτη των εναγομένων κηρύχθηκε ένοχη (με την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α και δ του ΠΚ) για την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από κοινού, ως εντολοδόχου, άνω των 73.000 ευρώ, που διαπράχθηκε στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 13-1-2004 έως 30-9-2005 και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 4 ετών. Κατά της αποφάσεως αυτής του Εφετείου Αθηνών η πρώτη των εναγομένων άσκησε έφεση. Επ΄ αυτής εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 2711/2017 απόφαση του Εφετείου Αθήνας (Α΄ Πενταμελές) με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση και η πρώτη των εναγομένων κηρύχθηκε ένοχη (με την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α και δ του ΠΚ) για την ως άνω πράξη, δεχόμενο το ως άνω Δικαστήριο ότι το συνολικό αντικείμενο της πράξης ανέρχεται στο ποσό των 100.000 ευρώ, αν και είχε καταβληθεί το ποσό των 30.000 ευρώ, το οποίο όμως, δεν εξάλειψε, έστω και μερικώς, το αξιόποινο της πράξης, καθόσον η καταβολή αυτή έγινε αφού οι κατηγορούμενες είχαν εξεταστεί από τις Αρχές. Καταδικάστηκε δε η πρώτη των εναγομένων σε ποινή φυλάκισης 2 ετών. Η πρώτη των εναγομένων, στις 28-11-2005, δυνάµει του υπ΄ αρ. ……/28-11-2005 συµβολαίου γονικής παροχής οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαµερίσµατος) της Συµβολαιογράφου Αθηνών, ………., που νόµιµα καταχωρήθηκε στις 28-12-2005 και µε αριθµό καταχώρησης … στο τηρούµενο κτηµατολογικό φύλλο των ακινήτων και µε ΚΑΕΚ ……. του Κτηµατολογικού Γραφείου Νίκαιας, μεταβίβασε στη δεύτερη των εναγομένων-θυγατέρα της, τότε ανήλικη, η οποία ενηλικιώθηκε πριν τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, λόγω γονικής παροχής, κατά πλήρη κυριότητα, το κάτωθι ακίνητο ιδιοκτησίας της, ήτοι ένα διαµέρισµα του δευτέρου (Β) πάνω από το ισόγειο ορόφου οικοδοµής κτισµένης σε οικόπεδο κείµενο στο Δήµο Νίκαιας Αττικής και στην οδό .. επί της οποίας φέρει τον αριθµό …., αντικειµενικής αξίας κατά το χρόνο της µεταβίβασης 78.131,35 ευρώ. Ειδικότερα το εν λόγω διαµέρισµα εµφαίνεται στο από Νοεµβρίου 1993 σχεδιάγραµµα κάτοψης Β΄ και Γ΄ορόφων του Πολιτικού Μηχανικού .. . που έχει προσαρτηθεί στην υπ΄ αρ. …/20-1-1994 πράξη της Συµβολαιογράφου Αθηνών …………, καταλαµβάνει δε ολόκληρο το δεύτερο όροφο, έχει πρόσοψη στην οδό ……., αποτελείται από λίβινγκ ρουµ, τρία (3) υπνοδωµάτια, κουζίνα, λουτρό και διάδροµο, έχει επιφάνεια εκατόν τρία τετραγωνικά µέτρα και είκοσι εκατοστά (103,20), όγκο ιδιόκτητο τριακόσια είκοσι (320) κυβικά µέτρα, αναλογία όγκου κοινοχρήστων εβδοµήντα (70) κυβικά µέτρα, συνολικό όγκο τριακόσια ενενήντα (390) κυβικά µέτρα, ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο διακόσια πενήντα χιλιοστά (250/οοο) εξ αδιαιρέτου, που αντιστοιχεί σε σαράντα οκτώ(48) τετραγωνικά µέτρα εξ αδιαιρέτου οικοπέδου, αναλογία κοινοχρήστων δαπανών κατηγορίας α διακόσια πενήντα χιλιοστά (250/οοο), αναλογία κοινοχρήστων δαπανών κατηγορίας β ένα τρίτο (1/3), αναλογία δαπανών ανελκυστήρα τριακόσια τριάντα πέντε χιλιοστά (335/οοο) και ψήφους διακόσιες πενήντα (250) επί χιλίων (1000). Το προπεριγραφόµενο διαµέρισµα, καθώς και ολόκληρη η οικοδοµή έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα δυνάµει της υπ΄ αρ. …../20-1-1994 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και διανομής κτισμάτων της Συµβολαιογράφου Αθηνών ………….., νόµιµα µεταγεγραµµένης στα βιβλία µεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας. Το οικόπεδο δε, επί του οποίου είναι κτισµένη η παραπάνω οικοδοµή, όπου και το προπεριγραφόµενο διαµέρισµα, είναι άρτιο και οικοδοµήσιµο, βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής, µέσα στο εγκεκριµένο σχέδιο και στην περιφέρεια του Δήµου Νίκαιας, στο υπ΄ αρ. . οικοδοµικό τετράγωνο, στην περιοχή πρώην Δήµου Κορυδαλλού και επί της οδού .., επί της οποίας φέρει τον αριθµό …., εµφαίνεται στο από Νοεµβρίου 1993 τοπογραφικό σχεδιάγραµµα του Πολιτικού Μηχανικού ……….., το οποίο έχει προσαρτηθεί στην προαναφερόμενη υπ΄ αρ. …./20-1-1994 πράξη της Συµβολαιογράφου Αθηνών ………………, µε κεφαλαία αλφαβητικά γράµµατα Α.Β.Γ.Δ.Α., έχει έκταση εκατόν ενενήντα δύο (192) τετραγωνικά µέτρα και συνορεύει ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ σε  πρόσωπο Α.Β. µήκους δώδεκα (12) µέτρων µε την οδό …., ΔΥΤΙΚΑ σε πλευρά Δ.Γ. µήκους δώδεκα (12) µέτρων µε ιδιοκτησίες …. και …., ΒΟΡΕΙΑ σε πλευρά Β.Γ. µήκους δεκαέξι (16) µέτρων µε ιδιοκτησία … και ΝΟΤΙΑ σε πλευρά Α.Δ. μήκους δεκαέξι (16) μέτρων με ιδιοκτησία ….. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο της ως άνω απαλλοτριώσεως, δηλαδή στις 28-11-2005, η ενάγουσα είχε έναντι της πρώτης των εναγομένων την ιδιότητα της δανείστριας, και, επιπλέον, κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία έλαβε χώρα την 2-10-2013, η ληξιπρόθεσμη και απαιτητή οφειλή της ανερχόταν στο ποσό των 70.000 ευρώ (εκ του οποίου ποσό 35.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 31-5-2007 και ποσό 35.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 1-9-2007), ποσό το οποίο οφείλει έως σήμερα. Τούτο δε καθόσον με το προαναφερόμενο από 13-12-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας, της προαναφερόμενης ομόρρυθμης εταιρείας, της πρώτης των εναγομένων και τρίτου φυσικού προσώπου (της ετέρας νομίμου εκπροσώπου της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας), που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, όπως προαναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, για τη συμβιβαστική επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς αποδέχθηκαν (η ομόρρυθμη εταιρεία, η πρώτη των εναγομένων και το τρίτο φυσικό πρόσωπο) το ύψος της οφειλής τους, μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ, το οποίο συμφώνησαν να καταβάλουν στην ήδη ενάγουσα-ασφαλιστική εταιρεία, εις πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή της, προβαίνοντας σε εξώδικο συμβιβασμό. Σε εκτέλεση του ως άνω συμφωνητικού καταβλήθηκαν στην ενάγουσα η δόση της 13-12-2006 ποσού 20.000 ευρώ και η δόση της 19-12-2006, ποσού 10.000, η τελευταία καταβλήθηκε την 20-12-2006, ήτοι καταβλήθηκε μόνο το συνολικό ποσό των 30.000 ευρώ, ενώ παραμένει ανεξόφλητο το ποσό των 70.000 (= 100.000 – 30.000) ευρώ. Ακολούθως από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η επίδικη µεταβίβαση έγινε µε πρόθεση βλάβης της ενάγουσας, δηλαδή για να μην μπορέσει αυτή να ικανοποιήσει την σε βάρος της (πρώτης των εναγομένων) απαίτησή της, [η οποία (πρόθεση βλάβης) δεν αίρεται από το γεγονός ότι καταβλήθηκε, κατά τα ως άνω το συνολικό ποσό των 30.000 ευρώ] διότι η πρώτη των εναγοµένων σαφώς γνώριζε, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα αυτή, αφενός ότι είναι οφειλέτριά της, κατά τα προαναφερόμενα, αφετέρου ότι µε την απαλλοτρίωση του ως άνω µοναδικού (και κατά το χρόνο της μεταβίβασης, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και της συζήτησης αυτής) (εμφανούς) περιουσιακού της στοιχείου, θα περιέλθει σε τέτοια οικονοµική κατάσταση ώστε δεν θα είναι πλέον εφικτή η ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, γεγονός που αποδέχθηκε. Αποτέλεσμα της προαναφερόμενης ενέργειας της πρώτης των εναγομένων ήταν να ματαιωθεί η ικανοποίηση της προαναφερόμενης απαίτησης της ενάγουσας κατ΄ αυτής, αφού δεν είχε άλλα εμφανή περιουσιακά στοιχεία (από τα οποία θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η απαίτηση της τελευταίας) τόσο κατά το χρόνο της μεταβίβασης όσο και κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής και συζήτησης αυτής επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, εφόσον η ανωτέρω γονική παροχή συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα και οι περί αυτών δικαιοπραξίες είναι χαριστικές, δεν απαιτείται, κατ΄ άρθρο 942 του ΑΚ, γνώση της δεύτερης των εναγοµένων ως προς την πρόθεση (σκοπό) της πρώτης των εναγοµένων για βλάβη της ενάγουσας – δανείστριας, σύµφωνα και µε όσα εκτέθηκαν στην ως άνω νομική σκέψη και συνεπώς δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 941 παρ. 2 του ΑΚ, που καθιερώνει, υπό τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, μαχητό τεκμήριο ως προς τη γνώση του τρίτου, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού που προβάλλει η δεύτερη των εναγομένων. Κατόπιν τούτων συντρέχει περίπτωση να διαρρηχθεί η προαναφερόµενη απαλλοτριωτική πράξη στο σύνολό της για την ικανοποίηση της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας, η οποία με τους τόκους υπερβαίνει το ποσό της αξίας (78.131,35 ευρώ) του παραπάνω απαλλοτριωθέντος περιουσιακού στοιχείου. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να απαγγελθεί, υπέρ της ενάγουσας, η διάρρηξη της προαναφερόμενης απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, στο σύνολό της. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει, για την περίπτωση που οι εφεσίβλητες ασκήσουν κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας, να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501 παρ. 1, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι εναγόμενες, στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς, (άρθρα 106, 176, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται  στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην των εφεσιβλήτων.

Ορίζει παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τις εφεσίβλητες το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται την από 11-10-2006 (αρ. καταθ. ……/2006) αγωγή.

Απαγγέλλει, υπέρ της ενάγουσας, στο σύνολό της, τη διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, που καταρτίσθηκε µε το υπ΄ αρ. …../28-11-2005 συµβόλαιο γονικής παροχής οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαµερίσµατος) της Συµβολαιογράφου Αθηνών, ………………, που αφορά το αναφερόµενο στο σκεπτικό της παρούσας ακίνητο, το οποίο καταχωρήθηκε στις 28-12-2005 και µε αριθµό καταχώρησης …… στο τηρούµενο κτηµατολογικό φύλλο των ακινήτων και µε ΚΑΕΚ …………. του Κτηµατολογικού Γραφείου Νίκαιας.

Καταδικάζει τις εναγόμενες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  16 Ιανουαρίου 2020.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Γεωργία Λάμπρου.

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 14η Φεβρουαρίου  2020, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,  Αμαλίας Μήλιου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελένη Σκριβάνου, Εφέτες, και με Γραμματέα την Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της καλούσας-εφεσίβλητης.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ