Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 136/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ερημοδικία στον πρώτο βαθμό-βιαία διακοπή της δίκης και εκούσια επανάληψή της-επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη για να γίνει εφαρμογή τίτλων.

Αριθμός απόφασης 136/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

                   Στην προκειμένη περίπτωση, από τα νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα και συγκεκριμένα: α) τις υπ’αριθμ. ………./2016 και ………../2017 ληξιαρχικές πράξεις θανάτου των ληξιάρχων Αθηνών και Νίκαιας, αντίστοιχα, β)  τα με αριθμούς …./3-6-3026 και …./21-6-2017 πιστοποιητικά πλησιεστέρων συγγενών του προϊσταμένου και του Τμηματάρχη, αντίστοιχα,  του Τμήματος Δημοτικής Κατάστασης των προαναφερθέντων Δήμων, γ) τα υπ’αριθμ. …./18-3-2019 και …../22-3-2019 πιστοποιητικά του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τα υπ’αριθμ. …. και …../15-3-2019 πιστοποιητικά του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Νικαίας, αποδεικνύεται ότι η δεύτερη και η ενδέκατη εφεσίβλητη, ………. και ………….., απεβίωσαν στις 6-5-2017 και στις 7-5-2016, αντίστοιχα, χωρίς να αφήσουν διαθήκη και κληρονομήθηκαν, η μεν πρώτη, από την επιζώσα θυγατέρα της, ………. και η δεύτερη, από τα τέκνα της ………. και ……….., οι οποίοι δεν αποποιήθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομίας, εντός της προβλεπόμενης από τον νόμο προθεσμίας. Επομένως, οι τελευταίοι, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι των ως άνω αποβιωσάντων κληρονομουμένων (άρθρα 1710, 1813 του ΑΚ), νομίμως, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, δήλωσαν τον θάνατο των ως άνω διαδίκων καθώς και ότι επαναλαμβάνουν στο όνομα εκάστου αυτών τη βιαίως διακοπείσα δίκη, ως προς την ως άνω έφεση, στη θέση των αποβιωσάντων εφεσίβλητων (άρθρα 286 α), 287, 290 του ΚΠολΔ). Από τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 § 2 του ν. 3994/2011 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου ασκήσεως της υπό κρίση έφεσης, προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατ’ ερήμην αποφάσεως, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, χωρίς έρευνα των λόγων αυτής (εφέσεως) (ΑΠ 2150/2014, ΕφΠειρ 332/2015, ΕφΠειρ 33/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως (ΑΠ 985/2015, ΑΠ 1075/2013, ΕφΠειρ 46/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 579/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 2150/2014, ό.π, ΕφΠατρ 127/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Όμως, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και τους ισχυρισμούς που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 του ΚΠολΔ, καθώς και εκείνα τα ζητήματα, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 579/2018 ό.π). Έτσι, αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της (ΑΠ 985/2015, ό.π, ΕφΠειρ 414/2015, ΕφΛαρ 43/2013 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντιθέτως, αν με το εφετήριο ο εκκαλών, ως εναγόμενος προβάλλει μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (ΕφΠειρ 489/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 232/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016.45). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (ΕφΠειρ 489/2016,  ΕφΠειρ 414/2015, ό.π).              Εν προκειμένω,  αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α` 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), η από 21-10-2016 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …………./2016) έφεση του εναγομένου,  η οποία νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 15-5-2018 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2018) κλήση των εφεσιβλήτων, μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 703/2017 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου και τη συμπλήρωση της ελλείπουσας πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος, τόσο για την άσκηση όσο και για τη συζήτησή της (σχετ. απόσπασμα από το πρακτικό της υπ’αριθμ. 29/2016 τακτικής συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του), ως ολικά ηττηθέντος διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 4617/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του τελευταίου  και έγινε εν όλω δεκτή η στρεφόμενη κατ’αυτού από 29-11-2013 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2013) διεκδικητική αγωγή των εναγόντων.   Έχει δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 § 1, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), δηλαδή πριν από την επίδοσή της και διετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από το εκκαλούν, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, χωρίς να απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου, που ορίζεται από το άρθρο 495 § 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 12 § 2 του ν.4055/2012, αφού το εκκαλούν δεν υποχρεούται στην καταβολή του, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 4 του ν.2579/1998. Συνεπώς, εφόσον ασκήθηκε από διάδικο, ο οποίος δικάστηκε ερήμην, πρέπει, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεώς του, με την οποία

παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αρνούμενος την ιστορική βάση της αγωγής, προκειμένου να ανατραπεί το υπάρχον σε βάρος τους τεκμήριο ομολογίας, δηλαδή με ορισμένο και νόμιμο λόγο εφέσεως, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον του αγωγής, να εξαφανιστεί αυτή μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, δηλαδή ως προς όλες τις διατάξεις της, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί η αγωγή με την τακτική διαδικασία, ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, ερήμην του πρώτου εφεσίβλητου, σαν να ήταν, ωστόσο, και αυτός παρών, εφόσον η έφεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση και με δική του επιμέλεια (άρθρο 524 § 4 εδ.α΄του ΚΠολΔ) και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, δικαιούμενου του εκκαλούντος να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως.

Οι ενάγοντες εξέθεταν στην αγωγή τους, ότι έχουν καταστεί συγκύριοι κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας, του ειδικότερα περιγραφόμενου, κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου (κτήματος), κειμένου στη θέση «….» στη νήσο …, της κτηματικής περιφερείας του Δήμου Πόρου Τροιζηνίας και εκτός σχεδίου πόλεως, εκτάσεως 29.280 τμ, το μεν παραγώγως, με κληρονομική διαδοχή, το δε πρωτοτύπως, ασκώντας επ’αυτού διανοία συγκυρίων, τις ειδικότερα μνημονευόμενες πράξεις νομής, προσμετρώντας στον χρόνο νομής τους και εκείνον των δικαιοπαρόχων τους, που ανάγεται έως το έτος 1871. Ότι το εναγόμενο νπδδ, περί τα έτη 1997-1998 κατέλαβε το ειδικότερα περιγραφόμενο τμήμα του ακινήτου τους, συνολικής εκτάσεως 13.407,3 τμ, προβαίνοντας μάλιστα και στη διάνοιξη δρόμου, επιφάνειας 1.610,86 τμ εντός αυτού αλλά και στον καθαρισμό της καταληφθείσας έκτασης περί το έτος 2002 και ότι έκτοτε την κατέχει, αμφισβητώντας τη συγκυριότητά τους επ’αυτής. Ακολούθως, ζητούσαν, να αναγνωριστούν συγκύριοι του συγκεκριμένου ακινήτου, κατά τα ειδικότερα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους αποδώσει το τμήμα, εκτάσεως 13.407,3 τμ, που αυθαίρετα και άνευ δικαιώματος έχει καταλάβει,  διατασσόμενης της αποβολής του από αυτό, καθώς και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά τους έξοδα.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, για το παραδεκτό της οποίας αυτή ενεγράφη στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας, κατ’άρθρο 220 § 1 του ΚΠολΔ (σχετ.) και για τη συζήτησή της καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, τυγχάνει απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, για το τμήμα του ενιαίου ακινήτου των 29.280 τμ, του οποίου δεν έχει γίνει κατάληψη ούτε αμφισβητείται η συγκυριότητα των εναγόντων εκ μέρους του εναγομένου. Κατά τα λοιπά είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1094, 1710, 1711, 1813,  1820, 1846, 1884, 1193, 1194, 1198 και 1199 του ΑΚ, των νόμων του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου (ν. 12 Πανδ. (28.7), ν. 14 παρ. 8 Πανδ. (11.7) και ν.69 Πανδ. (29.2)) σε συνδυασμό με το άρθρο 92 του ΕισΝΑΚ, καθώς και εκείνες των άρθρων 176, 191 § 2 και 943 § 1 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί και κατ’ουσίαν.

Από τις διατάξεις των άρθρων 368, 372, 387 και 388 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η διάταξη για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης επί συγκεκριμένου ζητήματος, η επιλογή των πραγματογνωμόνων από το σχετικό κατάλογο ή και εκτός αυτού, αν κριθεί σκόπιμο, η διάταξη νέας πραγματογνωμοσύνης ή η επανάληψη ή η συμπλήρωση πραγματογνωμοσύνης που έγινε, από τον ίδιο ή άλλο πραγματογνώμονα, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου  (ΑΠ 306/2018,  ΑΠ 187/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που διατάσσεται ως αποδεικτικό μέσο κατά το άρθρο 368 του ΚΠολΔ, είτε όταν το δικαστήριο κρίνει ότι τα αποδεικτέα θέματα απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, τη γνώμη προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, είτε υποχρεωτικά, ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους, όταν κατά την κρίση του δικαστηρίου, για την απόδειξη ορισμένου θέματος, χρειάζονται ειδικές (ιδιάζουσες) γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, εκτιμάται σύμφωνα με το άρθρο 387 του ΚΠολΔ ελεύθερα (ΑΠ 187/2018 ό.π). Όπως δε συνάγεται από τη διάταξη του πιο πάνω άρθρου, σε συνδυασμό και με τις λοιπές περί πραγματογνωμοσύνης διατάξεις του ΚΠολΔ, η πραγματογνωμοσύνη δεν είναι άκυρη ακόμα και όταν έχει ατέλειες, σφάλματα, ανακρίβειες ή εσφαλμένες κρίσεις, εναπόκειται δε στο δικαστήριο, το οποίο δικαιούται αλλά και υποχρεούται να αποφαίνεται κατά συνείδηση ως προς την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, όταν κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα (άρθρο 340 του ΚΠολΔ), να της προσδώσει την προσήκουσα αποδεικτική βαρύτητα (ΑΠ 306/2018,  ΑΠ 187/2018 ό.π) ή να διατάξει επανάληψη ή συμπλήρωσή της ή νέα πραγματογνωμοσύνη (ΑΠ 187/2018 ό.π).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, ………. και την ανωμοτί εξέταση της έκτης εφεσίβλητης,  …………, που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ’αριθμ. 703/2017 μη οριστική απόφασή του πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, της εκτιμώμενης ελεύθερα, κατ’άρθρο 387 του ΚΠολΔ, υπ’αριθμ. …./2006 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος, με την υπ’αριθμ. 4512/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, πραγματογνώμονα …………., αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού, και κατ’άρθρο 390 του ΚΠολΔ, από Οκτωβρίου 2006 έκθεσης του ………….., τοπογράφου μηχανικού, ο οποίος ορίστηκε ως τεχνικός σύμβουλος των τότε (και νυν, πλην των αποβιωσάντων εν τω μεταξύ) εναγόντων,  καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), χωρίς να ληφθούν αντιθέτως υπόψη τα προσκομιζόμενα εντός φακέλου από τους εφεσίβλητους μετά τη συζήτηση έγγραφα (υπ’αριθμ. πρωτ. …../19-10-2018 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών, υπ’αριθμ. …./15-4-2019 πιστοποιητικό του γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών και υπ’αριθμ. ……./2018 ληξιαρχική πράξη θανάτου) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα γεγονότα, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης :  Το επίδικο, φερόμενο ως κατεχόμενο από τον εκκαλούντα Δήμο,  ακίνητο, αποτελεί εδαφικό τμήμα, εκτάσεως, σύμφωνα με το συνημμένο στην αγωγή από Μαρτίου 2013 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, ……….., 13.407,3 τμ  και αποτυπώνεται σε αυτό με τα ειδικότερα στοιχεία Ε-2 (9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-31-32-33-34-35-36-37-38-39-4041-42-43-44-45-46-47-48-9), ως τμήμα μείζονος εκτάσεως, με 100 ελαιόδενδρα εντός αυτής, συνολικής επιφάνειας 38.916,10 τμ (Ε1+ Ε2 + Ε3 = 23.223 + 13.407,30 + 2.285,8) που βρίσκεται στη θέση «…» της νήσου ….., της κτηματικής περιφερείας του Δήμου Πόρου Τροιζηνίας, εκτός σχεδίου πόλεως. Ως όμοροι ιδιοκτήτες του μείζονος ακινήτου, που περιγράφεται στις υπ’αριθμ. …./2001, …/2001 και …/2001-μη προσκομιζόμενες- δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …………., όπως διορθώθηκαν με τις υπ’αριθμ. …/2013, …/2013  και …../2013, αντίστοιχα, διορθωτικές πράξεις αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Πειραιά, ……….., τους οποίους επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες ως τίτλους κτήσης τους, με παράγωγο τρόπο και δη κληρονομική διαδοχή, αλλά και στο υπ’αριθμ. …./1902 προικοσύμφωνο του Ειρηνοδίκη Πόρου, ……….., με το οποίο οι …….. και η ……… προικοδότησαν την κόρη τους ….., απώτερη δικαιοπάροχο όλων των εναγόντων, φέρονται ένας αγρός ή δάσος κληρονόμων …………, ένας αγρός ή δάσος των κληρονόμων ………., οι κληρονόμοι του ……… και η …………….. Στις διορθωτικές αυτές πράξεις όπως και στην υπ’αριθμ. ………../2013 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, η περιγραφή των όμορων ιδιοκτησιών γίνεται λεπτομερέστερα και σε αυτές αναγράφονται περισσότεροι  όμοροι ιδιοκτήτες. Επίσης, σε αυτές, ολόκληρο το συγκεκριμένο ακίνητο φέρεται να έχει επιφάνεια 37.915,11 (36.304,25 + 1.610,86)  τμ. Για το ίδιο ακίνητο οι ενάγοντες άσκησαν σε προγενέστερο χρόνο την από 23-11-2001 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2001) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο δικόγραφο της οποίας, το φερόμενο ως καταληφθέν από τον εκκαλούντα εδαφικό τμήμα, φέρεται να αποτελεί τμήμα της έκτασης που αποδέχθηκαν με τις προαναφερθείσες πράξεις οι ενάγοντες, και αυτή με τη σειρά της τμήμα ακόμη μεγαλύτερης έκτασης 70 στρεμμάτων, με όριο, ανατολικά, πευκόφυτη ιδιοκτησία της Μονής ………, δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων …….., νότια με ιδιοκτησία ….. και ήδη κληροδότημα Πόρου και βόρεια, με ιδιωτική δασική έκταση ……. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η υπ’αριθμ. 4512/2002 μη οριστική απόφαση, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η κατεχόμενη από τον εκκαλούντα Δήμο εδαφική έκταση, περιλαμβάνεται στους τίτλους κτήσης των εναγόντων, εφόσον ο εναγόμενος Δήμος αρνήθηκε το γεγονός αυτό, ισχυριζόμενος, ήδη και με το δικόγραφο της έφεσής του, όπως συμπληρώθηκε με τις προτάσεις του, ότι το συγκεκριμένο τμήμα, περιήλθε σε αυτόν δυνάμει της νομίμως δημοσιευθείσας από 5-2-1944 ιδιόγραφης διαθήκης  του αποβιώσαντος στις 18-12-1945, ………. και ότι έκτοτε το διαχειρίζεται  ως ειδικότερα εκθέτει. Στο πλαίσιο της ανοιγείσας αυτής δίκης, ορίστηκε ως πραγματογνώμονας ο προαναφερθείς, τοπογράφος μηχανικός, …. …  και ως τεχνικός σύμβουλος από την πλευρά των εναγόντων, ο … ., οι οποίοι στην υπ’αριθμ. ……./2006 πραγματογνωμοσύνη και από Οκτωβρίου 2006 έκθεση, αντίστοιχα, κάνουν αναφορά, αναφορικά με το επίδικο, στο από Απριλίου 2001-μη προσκομιζόμενο-τοπογραφικό διάγραμμα του ανωτέρω, ……. Το διάγραμμα αυτό φέρεται ότι έχει περιληφθεί σε σμίκρυνση στην έκθεση του τελευταίου, πλην όμως τα στοιχεία του δεν αντιστοιχούν σε εκείνα των παραπάνω εκθέσεων. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η ………., η ……. και η ………., θυγατέρες του … και της … …., απώτερης δικαιοπαρόχου όλων των εναγόντων, είχαν στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή τους, κατά το ποσοστό του 1/3 εξ αδιαιρέτου η καθεμία, από κληρονομία της μητέρας τους, ένα ελαιοτεμάχιο με τα εντός αυτό εκατό ελαιόδενδρα και λοιπά δένδρα, κείμενο και αυτό στη θέση «…..», χωρίς να μνημονεύεται στους κάτωθι τίτλους  μεταβίβασής του η έκτασή του, έστω και κατά προσέγγιση, συνορευόμενο γύρωθεν, με ………….. Το συγκεκριμένο ακίνητο, οι ……… το  μεταβίβασαν στην αδελφή τους …, κατά τα ανήκοντα σε αυτές ποσοστά εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ’αριθμ. …/1933 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Καλαυρίας, ………, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας (τ…., α.α ….). Στη συνέχεια, η τελευταία, δυνάμει του υπ’αριθμ. …./1936, επίσης μεταγεγραμμμένου συμβολαίου (τ…,α.α …), μεταβίβασε το ακίνητο στον ……. και αυτός με τη σειρά του συνέστησε σε αυτό προίκα υπέρ του γαμβρού του, …….,  δυνάμει του υπ’αριθμ. ……/1956 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Καλαυρίας, ……….  Οι ανωτέρω πραγματογνώμονας και τεχνικός σύμβουλος  συγκλίνουν κατ’αρχήν στο ότι δεν προκύπτει ταυτότητα του συγκεκριμένου ακινήτου με εκείνο του αρχικού δικαιοπαρόχου των εναγόντων, ………., ούτε κατά τα όρια ούτε κατά τη θέση, και, συνεπώς, αυτό δεν προέρχεται από την προίκα της μητέρας των ανωτέρω, ….., ενώ διατυπώνουν την άποψη ότι το ακίνητο, που αποτυπώνεται στο σκαρίφημα του Δήμου της 19-6-1964, σε τριγωνικό σχήμα και μεσημβρινούς όμορους ιδιοκτήτες τους …… και .., διαφέρει από  το αγροτεμάχιο, το οποίο αναφέρεται σαν «κληροδότημα …» στην 11/2-7-1965 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής του εναγομένου, που εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση της από 5-2-1944 ιδιόγραφης διαθήκης του .. …, με την οποία φέρεται ότι του καταλήφθηκε εδαφικό τμήμα 10 περίπου στρεμμάτων στην θέση «….», κατά τα προεκτεθέντα. Ο τεχνικός σύμβουλος, μάλιστα διατυπώνει το συμπέρασμα ότι στη θέση που βρίσκεται το κληροδότημα …, έχουν μεταφερθεί ιδιοκτησίες τρίτων, οι οποίοι μετέφεραν το ακίνητο του κληροδοτήματος εντός του κτήματος των εναγόντων. Ο πραγματογνώμονας, αντιθέτως, καταλήγει στο αντιφατικό τελικό συμπέρασμα, ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων εμφανίζονται να έχουν πωλήσει το σύνολο του μεριδίου τους από την έκταση που φέρεται ότι περιήλθε σε αυτούς, το έτος 1936, με αποτέλεσμα να μην δικαιολογούνται περαιτέρω αξιώσεις τους. Επίσης, δεχόμενος ότι το ακίνητο, εννοώντας ολόκληρη την ιδιοκτησία που περιήλθε στη ……., δεν προσδιορίζεται κατά την έκτασή του, διατυπώνει το συμπέρασμα ότι αυτό βρίσκεται βορειότερα από την έκταση που κατέχεται από τους όμορους ιδιοκτήτες ………….. και, επομένως, πέραν της επίδικης έκτασης, ενώ δεν προσδιορίζει κατά θέση και όρια το τμήμα της επίδικης έκτασης που κατέχεται από τον Δήμο Πόρου. Από την άλλη πλευρά, ο τεχνικός σύμβουλος, ο οποίος αναφερόμενος στην επίδικη έκταση κάνει μνεία σε μη προσκομιζόμενο τοπογραφικό διάγραμμα (οι αριθμοί 1-44 που αναφέρει δεν αποτυπώνουν συγκεκριμένο εδαφικό τμήμα στο από Μαρτίου 2013 τοπογραφικό διάγραμμα του ………, ενώ αποκλείεται να αφορούν στο από Απριλίου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα του ιδίου, στο οποίο η οριοθέτηση γίνεται με κεφαλαία γράμματα και όχι αριθμούς), καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τμήμα του ακινήτου που κατέχεται από τον εναγόμενο δήμο, ανήκε στους κληρονόμους του ……….., ως τμήμα μείζονος έκτασης περίπου 60 στρεμμάτων.

Με βάση τις παραπάνω τεχνικές εκθέσεις και όσα επισημάνθηκαν αναφορικά με αυτές, για τις οποίες δεν γίνεται κάποια ουσιαστική επισήμανση ούτε και από τους διαδίκους, το Δικαστήριο, μην διαθέτοντας τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις, αδυνατεί να αχθεί με βεβαιότητα σε πλήρη δικανική πεποίθηση, ως προς το εάν πράγματι το επίδικο περιλαμβάνεται στους τίτλους ιδιοκτησίας των εναγόντων. Έτσι, κρίνεται αναγκαίο να διαταχθεί κατ’άρθρο 254 του ΚΠολΔ η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, εξαιτίας του παραπάνω αμφίβολου σημείου που διαπιστώθηκε κατά τη μελέτη της υπόθεσης, προκειμένου, με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, να διεξαχθεί  τεχνική πραγματογνωμοσύνη, κατά παραδοχήν και σχετικού –έμμεσου-αιτήματος του εκκαλούντος, από ειδικό προς τούτο πραγματογνώμονα (άρθρο 368 §  2 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 37 § 1 του ν.3994/2011), το όνομα του οποίου αναφέρεται στο διατακτικό και περιέχεται στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που τηρείται στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 371, 372 του ΚΠολΔ).

Κατ’ακολουθία των ανωτέρω πρέπει, δεκτής γενομένης της εφέσεως να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη,  να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο, ακολούθως δε, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, δεν συντρέχει περίπτωση ορισμού παραβόλου ερημοδικίας ούτε θα γίνει λόγος περί δικαστικών εξόδων, λόγω του μη οριστικού χαρακτήρα της παρούσας (ΕφΑθ 1597/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 633/2009, ΕλλΔνη 2010.756).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 21-10-2016 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2016) έφεση του εναγομένου, κατά της υπ’αριθμ. 4617/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ερήμην του πρώτου εφεσίβλητου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 29-11-2013 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2013)

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης της στο ακροατήριο, προκειμένου να διεξαχθεί τεχνική πραγματογνωμοσύνη.     ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα, από τον κατάλογο πραγματογνωμόνων, τον : ………….  ……., πολιτικό μηχανικό κάτοικο ……………., οδός …………… αρ. ……., τηλ. 210 ……………..,  …-……….., ο οποίος αφού δώσει τον νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση της παρούσας προς αυτόν, και λάβει ακολούθως υπόψη του τα στοιχεία της δικογραφίας (αγωγή, προτάσεις, επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τίτλους και σχεδιαγράμματα),  καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που θα κρίνει αναγκαίο ή που θα προσκομίσουν σε αυτόν οι διάδικοι, να εξετάσει το επίδικο ακίνητο και να αποφανθεί με έγγραφη αιτιολογημένη έκθεσή του ως προς το εάν η επίδικη έκταση που φέρεται να έχει έκταση13.407,3 τμ, περιλαμβάνεται στους τίτλους ιδιοκτησίας των εναγόντων, ως τμήμα του όλου ακινήτου που φέρονται ότι αυτοί απέκτησαν και ευρίσκεται στη νήσο Καλαυρία και στην ειδικότερη θέση «…., συνορεύοντος ανατολικά, με πευκόφυτη ιδιοκτησία της Μονής . …, δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων ………., νότια με ιδιοκτησία … και ήδη κληροδότημα Πόρου και βόρεια, με ιδιωτική δασική έκταση …, με ειδική και αιτιολογημένη αναφορά στην προαναφερθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης του …….. και την τεχνική έκθεση του ………, και στα ειδικότερα σημεία αυτών με τα οποία συγκλίνει ή διαφοροποιείται, και επισυνάπτοντας στην έκθεσή του όλα τα σχεδιαγράμματα, στα οποία θα κάνει αναφορά . Την έκθεσή του ο παραπάνω πραγματογνώμονας θα καταθέσει στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, μέσα σε προθεσμία τριών  (3) μηνών από την όρκισή του.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, την …-2 -2019.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ