Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 149/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ                                                                         

Περίληψη

O ισχυρισμός της εναχθείσας ασφαλιστικής πράκτορα από την ασφαλιστική εταιρεία προς απόδοση εισπραχθέντων ασφαλίστρων με τη μορφή παρακαταθήκης, ότι κατέβαλε σε τρίτους για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρείας και κατόπιν εντολής της χρηματικά ποσά ως αποζημίωση για τις ζημίες που τους προκάλεσαν ασφαλισμένα απ’ αυτήν οχήματα και τα οποία πρέπει να εκπέσουν των αποδοτέων ασφαλίστρων, δεν είναι ένσταση συμψηφισμού (ΑΚ 440) ομοειδούς με τις οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές που εισέπραξε η πράκτορας, που απαραδέκτως προτείνεται εναντίον ακατάσχετης απαίτησής της, όπως είναι αυτή της καταβολής των ασφαλίστρων, επειδή η ενάγουσα τελεί σε ασφαλιστική εκκαθάριση (239 παρ. 6 του Ν. 4364/2016 σε συνδ. ΑΚ 451), αλλά ο εν λόγω ισχυρισμός αφορά μερική αδυναμία απόδοσης των ασφαλίστρων (παρακαταθήκης) από γεγονός για το οποίο η εναγόμενη δεν έχει ευθύνη (οι δοθείσες εντολές της ενάγουσας για αποζημιώσεις τρίτων, ΑΚ 336) και γι’ αυτό κατά το ποσό αυτό ελαττώνεται η υποχρέωση για απόδοση των ασφαλίστρων ακόμη και στην υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία.

 

Αριθμός          149 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Η υπό κρίση έφεση κατά της 1832/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 1), δεδομένου ότι η υπόθεση εκδικάστηκε με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 239 Ν. 4364/2016), χωρίς αυτή, όμως, να αφορά γνήσια υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων. Επομένως, μετά την καταβολή και του σχετικού παραβόλου της έφεσης (…………/18.3.2019 e-παράβολο), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, τεθείσα σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή της, κατόπιν παραδεκτού νόμιμου περιορισμού του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα ασφαλιστική πράκτορας, με την οποία είχε συνάψει έγγραφη σύμβαση ασφαλιστικής πρακτορείας, υποχρεούταν να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 219.349,73 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τις στην αγωγή διακρίσεις, που αντιστοιχεί σε ασφάλιστρα ασφαλιστικών συμβολαίων, που με τη διαμεσολάβησή της εξέδωσε για λογαριασμό της ενάγουσας, για τη χρονική περίοδο από 10 Δεκεμβρίου 2008 έως 31 Δεκεμβρίου 2010, αφαιρουμένων των ακυρωθέντων συμβολαίων και της προμήθειας που της αναλογούσε. Η εναγομένη με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της που καταχωρήθηκε και στα πρακτικά της εκκαλουμένης αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις – σημείωμά της που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ισχυρίστηκε ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας του δικογράφου της και πρόβαλε ενστάσεις εξόφλησης και συμψηφισμού, όπως ανέλυσε ειδικότερα στις προτάσεις της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε τους ισχυρισμούς της εναγομένης και έκανε δεκτή την αγωγή κατ’ ουσίαν. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται η εναγόμενη εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της, επειδή με πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή και απέρριψε τους ισχυρισμούς της. Επιπλέον δε, με σχετικό λόγο έφεσής της ισχυρίζεται ότι επήλθε απαράδεκτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, επειδή η εκκαλουμένη δέχθηκε πράγματα και ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν. Επιπλέον δε, με σχετικό λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι υφίσταται εκκρεμοδικία για την ίδια διαφορά για την οποία ασκήθηκε η ένδικη αγωγή, από προγενέστερη αγωγή (αρ. κατ. ……/2011) με ίδια ιστορική και νομική αιτία με τους ίδιους διαδίκους και με την αυτή ιδιότητα, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 4911/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δεν είχε εισέτι καταστεί τελεσίδικη αλλά ούτε και ασκήθηκε εναντίον της ένδικο μέσο.

Σε σχέση με τον προαναφερόμενο λόγο έφεσης περί απαράδεκτης συζήτησης της αγωγής λόγω εκκρεμοδικίας, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί η εκκρεμοδικία, που προέκυψε με την άσκηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της με αρ. …./2011 προγενέστερης αγωγής με την ίδια ιστορική και νομική αιτία της εφεσίβλητης – ενάγουσας εναντίον της εκκαλούσας – εναγομένης, έληξε με την έκδοση της υπ’ αρ. 4911/4.7.2017 οριστικής απόφασης του εν λόγω δικαστηρίου με την οποία η εν λόγω αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (τυπικό λόγο) και ουδέποτε αναβίωσε, αφού δεν ασκήθηκε ποτέ εναντίον της κανένα ένδικο μέσο, όπως συνομολογεί και η εκκαλούσα.

Σε σχέση με το λόγο της έφεσης περί μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής, αυτός τυγχάνει αβάσιμος, γιατί η εφεσίβλητη ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της ζητεί ασφάλιστρα που εισέπραξε η εκκαλούσα εναγόμενη ασφαλιστική πράκτορας στα πλαίσια της σύμβαση πρακτορείας, που συνήφθη μεταξύ τους, για ασφαλιστήρια συμβόλαια περιόδου 10 Δεκεμβρίου 2008 έως 31 Δεκεμβρίου 2010, χωρίς ποτέ να μεταβάλει με τους προταθέντες ισχυρισμούς της είτε προφορικά, είτε δια των προτάσεών της την ως άνω ιστορική βάση. Ο περαιτέρω ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του και δέχθηκε πραγματικά περιστατικά και ισχυρισμούς για διάφορο χρονικό διάστημα που δεν προτάθηκαν, αποτελεί διάφορο θέμα, που θα ερευνηθεί περαιτέρω και δεν επηρεάζει την ιστορική βάση της αγωγής.

Σε σχέση με τον λόγο της έφεσης, που αφορά την επικαλούμενη αοριστία της αγωγής, αυτός πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι στο δικόγραφο της αγωγής ενσωματώνεται η έγγραφη σύμβασης πρακτορείας, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, εκτίθενται ο αριθμός εκάστου συμβολαίου, ο χρόνος ασφάλισης, ο κλάδος, το ονοματεπώνυμο του ασφαλισμένου, το ποσό των μεικτών και καθαρών ασφαλίστρων, το ποσό της προμήθειας της εναγομένης, για όλα τα συμβόλαια που καταρτίστηκαν την επίμαχη χρονική περίοδο, καθώς και για εκείνα που ακυρώθηκαν, με την ενσωμάτωση στην αγωγή συγκεντρωτικής κατάστασης, που εμφαίνονται τα ανωτέρω και με βάση τα οποία προκύπτει το χρεωστικό υπόλοιπο που η ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωριστεί ότι της οφείλει η εναγόμενη. Επιπροσθέτως, όσον αφορά τη νομική βάση της αγωγής περί αδικοπραξίας, ήτοι περί υπεξαίρεσης του ποσού των ασφαλίστρων που εισέπραξε και κατείχε η εκκαλούσα εναγομένη ως θεματοφύλακας στα πλαίσια της μεταξύ αυτής και της εφεσίβλητης ενάγουσας σύμβασης ασφαλιστικής πρακτορείας, επαρκώς αναφέρονται όλα τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία, ήτοι το ιδιοποιηθέν ποσό των ασφαλίστρων που εισέπραξε η εκκαλούσα και δεν απέδωσε στην εφεσίβλητη, ενσωματώνοντάς το χωρίς δικαίωμα στην περιουσία της, το οποίο αποτελεί και τη ζημία που υπέστη η εφεσίβλητη από την υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά της εκκαλούσας.

Περαιτέρω, η έφεση, όσον αφορά την αιτίαση της εκκαλούσας σχετικά με την απόρριψη του ισχυρισμού της περί μη υπολογισμού στα οφειλόμενα του χρηματικού ποσού των 10.427 ευρώ που κατέβαλε κατ’ εντολή τής εφεσίβλητης σε τρίτους για την κάλυψη ζημιών που προξένησαν ασφαλισμένα οχήματα πελατών της, αλλά και ως προς τους λόγους της πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της εσφαλμένης απόρριψης της ένστασης περί εξόφλησης δια καταβολής και της απόρριψης του αιτήματος προσκόμισης των αιτουμένων εγγράφων (ασφαλιστικών συμβάσεων), πρέπει να διερευνηθεί κατ’ ουσίαν.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων η υπ’ αρ. …./23.5.2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα, που έχει ληφθεί μετά από νομότυπη κλήτευση της εφεσίβλητης (βλ. την …./18.5.2017 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμ. .. ..), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της από 2.3.2005 έγγραφης σύμβασης πρακτόρευσης αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η εφεσίβλητη ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία ανέθεσε στην εκκαλούσα εναγομένη την, έναντι προμήθειας, διενέργεια πράξεων διαμεσολάβησης στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους για λογαριασμό της, σε όλους τους αναφερόμενους στη σύμβαση αυτή κλάδους ασφάλισης, που αποτελούσαν το αντικείμενο της δραστηριότητας της. Ειδικότερα, η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να διαπραγματεύεται, μέσα στο πλαίσιο των εκάστοτε οδηγιών της ενάγουσας και στο όνομά της, ασφαλιστικές εργασίες, που αφορούσαν σε όλους τους κλάδους ασφάλισης που αυτή ασκούσε, δεχόμενη τις αιτήσεις (προτάσεις) αυτών που επιθυμούσαν να ασφαλιστούν και προσυπογράφοντας τα ασφαλιστήρια συμβόλαια (όρος 1 και 2). Παράλληλα, η εναγομένη όφειλε να μεριμνά για την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα οποία (εισπραχθέντα ασφάλιστρα) θεωρούνταν, κατά την ως άνω σύμβαση, παρακαταθήκη και η εναγομένη ευθυνόταν γι’ αυτά, ως θεματοφύλακας (όρος 7). Επίσης η τελευταία (πράκτορας) είχε την υποχρέωση σύμφωνα με τη σύμβαση κάθε τετράμηνο μετά τη λήξη του μήνα παραγωγής να αποδίδει στην ενάγουσα αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και να της καταβάλει κάθε πλεόνασμα. Εάν δε το πλεόνασμα αυτό δεν καταβαλλόταν μέχρι το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο έπρεπε να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ενάγουσας θα θεωρούνταν ληξιπρόθεσμες και θα υπολογιζόταν ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (όρος 8), αφαιρουμένης της αναλογούσας προμήθειας, όπως αυτή καθοριζόταν σε ποσοστό κατά κλάδο ασφάλισης κατά τα ειδικότερα στο άρθρο 19 της σύμβασης, μετά την καταβολή των εισπραττόμενων στην ενάγουσα (όρος 20). Επιπλέον η εναγομένη είχε την υποχρέωση να αποστέλλει προς την ασφαλιστική επιχείρηση προς ακύρωση μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής τους τα συμβόλαια που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, ενώ σε περίπτωση παράβασης της προθεσμίας αυτής η πράκτορας θα ήταν υποχρεωμένη στην απόδοση των ασφαλίστρων (όρος 9 και 10), αλλά και το δικαίωμα να διατυπώνει έγγραφα εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα και συγκεκριμένα με συστημένη επιστολή τις αντιρρήσεις της σχετικά με τις εγγραφές που περιλαμβάνονται στα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα της ενάγουσας, διαφορετικά θα συναγόταν αποδοχή της ορθότητας των εγγραφών (όρος 21). Από τη συνεργασία των διαδίκων και σε εκτέλεση της ως άνω από 2.3.2005 έγγραφης σύμβασης κατά το χρονικό διάστημα από 10.12.2008 έως 31.12.2010, δημιουργήθηκε χρεωστικό υπόλοιπο της εναγομένης προς την ενάγουσα ποσού 219.264,30 ευρώ, όπως αυτό προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την ενάγουσα καταστάσεις πινακίων παραγωγής ασφαλιστηρίων συμβολαίων, στις οποίες αναγράφονται οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, οι ημερομηνίες έκδοσης και λήξης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, οι χρόνοι έναρξης και λήξης αυτών, οι κλάδοι ασφάλισης, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, και τα ποσά των αναλογούντων φόρων. Στο ως άνω ποσό δεν περιλαμβάνονται ασφαλισμένα αυτοκίνητα με ανύπαρκτες πινακίδες κυκλοφορίας, όπως ισχυρίστηκε η εκκαλούσα ειδικά για τα οχήματα με αρ. πιν. κυκλ.  … και ….., αφού δεν πιθανολογήθηκαν ότι αυτές δεν αφορούσαν ασφαλισμένα οχήματα. Επίσης αδιάφορο είναι και το γεγονός ότι για κάποια οχήματα που επισημαίνει η εκκαλούσα είναι διαφορετική η ημερομηνία έναρξης ασφάλισης με την ημερομηνία έκδοσης του ασφαλιστηρίου, αφού δεν πιθανολογήθηκε ότι τα εν λόγω οχήματα δεν ασφαλίστηκαν εντός του επίμαχου χρονικού διαστήματος και ότι δεν καταβλήθηκαν γι’ αυτά τα αναλογούντα ασφάλιστρα. Η δε εναγομένη, ως πιθανολογήθηκε, δεν πρόβαλε αντιρρήσεις σχετικά με τις εν λόγω εγγραφές, όπως είχε δικαίωμα από την επίδικη σύμβαση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (άρθρο 21), με συνέπεια να πιθανολογείται ότι αποδέχθηκε την ορθότητα των εγγραφών αυτών. Ακολούθως στις 29.3.2011, ανακλήθηκε οριστικά η άδειά της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας και τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης κατόπιν της υπ’ αρ. 7/θέμα 9/29.3.2011 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (Ε.Π.Α.Θ) της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ και Γ.Ε.ΜΗ 1706/4-4-2011) και ορίστηκε εκκαθαριστής αυτής ο ……….. δυνάμει της υπ’ αρ. 2998/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ με την υπ’ αρ. 190/38/29.6.2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος ορίστηκε ως ασφαλιστικός εκκαθαριστής ο ………. (ΦΕΚ ΠΡΑ.Δ.Ι.Τ. 2115/1.6.2016) και ακολούθως με την υπ’ αριθμ. 208/29.11.2016 απόφαση της ιδίας ως άνω επιτροπής ορίστηκε η .. … Λόγω δε της ανάκλησης της αδείας της ενάγουσας λύθηκε αυτοδικαίως αυτή και συνακόλουθα οι ρηθείσες εν ενεργεία μέχρι τότε ασφαλιστικές συμβάσεις της ενάγουσας, που είχαν συναφθεί με τη μεσολάβηση της εναγομένης θεωρήθηκαν κατά νόμον αυτοδίκαια λυμένες τριάντα ημέρες μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της (αρθρ. 3 παρ.6 του ν.δ. 400/1970 και ήδη 235 παρ.4 του ν. 4364/2016). Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι η εναγομένη έναντι του πιο πάνω χρέους της κατέβαλε στην ενάγουσα τα ακόλουθα χρηματικά ποσά, για τα οποία έλαβε από την εναγόμενη τα σχετικά γραμμάτια είσπραξης : 5.125 ευρώ (…/31.12.2008 γραμμάτιο), 16.364,57 ευρώ (…/26.1.2009 γραμμάτιο), 12.824 ευρώ (…./20.3.2009 γραμμάτιο), 563,20 ευρώ (…./28.5.2009 γραμμάτιο), 27.713 ευρώ (…/21.7.2009), 17.322,30 ευρώ (…./1.9.2009 γραμμάτιο), 11.800 ευρώ (…./2.11.2009 γραμμάτιο), 6.424,47 ευρώ (…./1.12.2009 γραμμάτιο), 2.001,45 ευρώ (…./30.12.2009 γραμμάτιο), 11.800,06 ευρώ (…./29.1.2010 γραμμάτιο), 5.000 ευρώ (…/26.2.2010 γραμμάτιο), 8.298 ευρώ (…./19.3.2010 γραμμάτιο), 5.498,75 ευρώ (…./29.3.2010 γραμμάτιο), 23.873 ευρώ (…./6.4.2010 γραμμάτιο), 2.861,23 ευρώ (…../15.6.2010 γραμμάτιο), 46.287,72 ευρώ (…./16.7.2010 γραμμάτιο), 763 ευρώ (…./13.9.2010 γραμμάτιο), 1.670,11 ευρώ (…../7.10.2010 γραμμάτιο) και 2.542,94 ευρώ (…./26.7.2010 γραμμάτιο), συνολικά δε 208.732,80 ευρώ. Το ποσό των 14.600 ευρώ που κατέβαλε στις 22.11.2008 (βλ. το …./22.11.2008 γραμμάτιο είσπραξης), δεν αφορά το επίδικο χρέος (που δημιουργήθηκε από 10 Δεκεμβρίου 2008 έως τέλος Δεκεμβρίου του 2010), αφού κατεβλήθη προγενεστέρως αυτού και δεν συνυπολογίζεται. Τα ανωτέρω ποσά καταβλήθηκαν τις ως άνω ημερομηνίες, από την εναγόμενη στην ενάγουσα, προς εξόφληση του επίδικου χρέους της, είτε με μετρητά είτε με επιταγές (όπου αναφέρονται στα ως άνω γραμμάτια είσπραξης), οι οποίες όμως πραγματικά εισπράχθηκαν, αφού κάθε φορά η ενάγουσα εξέδιδε και γι’ αυτές, όπως και για τα μετρητά, γραμμάτια είσπραξης και όχι απλώς γραμμάτια παραλαβής των επιταγών χάριν καταβολής του επίδικου χρέους, όπως συνήθως συμβαίνει στις περιπτώσεις που παραλαμβάνονται επιταγές χάριν καταβολής. Επομένως εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό περί εξόφλησης δια καταβολής, ως αόριστο και ότι οι επιταγές που εισπράχθηκαν με τα ως άνω γραμμάτια είσπραξης δόθηκαν χάριν καταβολής και δεν προκύπτει αν αυτές πράγματι πληρώθηκαν. Περαιτέρω η ενάγουσα εφεσίβλητη δια των προτάσεών της ισχυρίζεται ότι τα ποσά των ως άνω καταβληθέντων καταλογίστηκαν σε προγενέστερα χρέη της εναγόμενης εφεσίβλητης (ΑΚ 422), χωρίς όμως να προσδιορίζει ορισμένως, ποια είναι αυτά τα χρέη, ποιο χρονικό διάστημα αφορούσαν, από ποια αιτία (αν δηλαδή αφορούσαν εισπραχθέντα ασφάλιστρα ασφαλιστικών συμβολαίων της εναγόμενης και ποιας περιόδου) και ποιου χρηματικού ύψους. Επομένως ο σχετικός ισχυρισμός της ενάγουσας εφεσίβλητης περί καταλογισμού των καταβολών σε προγενέστερα χρέη της εναγόμενης εκκαλούσας (ΑΚ 422) πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας του. Επομένως μετά την καταβολή του χρηματικού ποσού των 208.732,80 ευρώ απομένει προς απόδοση χρηματικό ποσό (219.264,30 – 208.732,80 =) 10.531,50 ευρώ. Μέρος από αυτό το χρηματικό ποσό, ύψους 9.397 ευρώ, η εναγόμενη εκκαλούσα αδυνατεί να το καταβάλει από γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη (ΑΚ 336) και συγκεκριμένα γιατί κατόπιν εντολών τής ενάγουσας εφεσίβλητης κατέβαλε αυτό σε αποζημιώσεις τρίτων για ζημίες που τους προκάλεσαν ασφαλισμένα στην ενάγουσα οχήματα. Ειδικότερα κατέβαλε : Στις 15-12-2008 ποσό 253 € προς τον ……… για αποζημίωση για ζημιές που προκάλεσε το με αριθμό ……… όχημα ασφαλισμένο στην ενάγουσα. Στις 19-12-2008 ποσό 906 € προς τον ………. για αποζημίωση για ζημιές που προκάλεσε το με αριθμό ………. όχημα ασφαλισμένο στην ενάγουσα. Στις 23-12-2008 ποσό 371 € προς τον ………… για αποζημίωση για ζημιές που προκάλεσε το με αριθμό ……….. όχημα ασφαλισμένο στην ενάγουσα. Στις 16-1-2009 ποσό 443 € προς τον ……….. για αποζημίωση για ζημιές που προκάλεσε το με αριθμό ………. όχημα ασφαλισμένο στην ενάγουσα. Στις 16-3-2009 ποσό 178 € προς τον ………. για αποζημίωση για ζημιές που προκάλεσε το με αριθμό ……… όχημα ασφαλισμένο στην ενάγουσα. Στις 18-3-2009 ποσό 464 € προς τον ……. για αποζημίωση για ζημιές που προκάλεσε το με αριθμό ……… όχημα ασφαλισμένο στην ενάγουσα. Στις 30-3-2009 ποσό 5.085 € προς την «……….» για αποζημίωση για ζημιές που προκλήθηκαν στο με αριθμό ……. όχημα ασφαλισμένο στην ενάγουσα με κάλυψη ιδίων ζημιών. Στις 18-6-2009 ποσό 317 € προς τον ………. για αποζημίωση για ζημιές που προκάλεσε το με αριθμό ……… όχημα ασφαλισμένο στην ενάγουσα. Στις 20-6-2009 ποσό 780 € προς την …….. για αποζημίωση για ζημιές που προκάλεσε το με αριθμό …….. όχημα ασφαλισμένο στην ενάγουσα. Στις 29-12-2009 ποσό 600 € προς τον …………. για αποζημίωση για ζημιές που προκάλεσε το με αρ. ……….. όχημα ασφαλισμένο στην ενάγουσα. Οι επιπλέον καταβολές αποζημίωσης σε τρίτους και δη, στις 28-11-2008, ποσό 700,00€ προς την ……….. για αποζημίωση για ζημιές που προκάλεσε το με αριθμό ……… όχημα ασφαλισμένο στην ενάγουσα και στις 7-12-2008 ποσό 330,00€ προς τον ………… για αποζημίωση για ζημιές που προκάλεσε το με αριθμό …….. όχημα ασφαλισμένο στην ενάγουσα, που επικαλείται η εναγομένη αφορούν προγενέστερο χρονικό διάστημα από το επίδικο και δεν λαμβάνονται υπόψη. Οι ανωτέρω καταβολές αποζημίωσης σε τρίτους, που αφορούν το επίμαχο χρονικό διάστημα και λαμβάνονται υπόψη, δόθηκαν κατόπιν σχετικών εντολών της ενάγουσας, οι οποίες παρότι δεν προσκομίζονται γι αυτές έγγραφες εντολές της ενάγουσας, αποδεικνύονται όμως, αφού η εφεσίβλητη ενάγουσα τις συνομολογεί (βλ. κεφ. Γ παρ. γ των προτάσεών της σελ. 9) και ισχυρίζεται ότι έχουν πιστωθεί υπέρ της εναγομένης και αφαιρεθεί από το οφειλόμενο ποσό. Όμως ο ισχυρισμός της αυτός δεν αποδείχθηκε, καθόσον δεν προέκυψε από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα ότι τα εν λόγω χρηματικά ποσά αφαιρέθηκαν από το οφειλόμενο ποσό ασφαλίστρων του επίδικου χρονικού διαστήματος (Δεκέμβριος 2008 έως Δεκέμβριος 2010), ούτε και η ίδια η ενάγουσα επικαλείται συγκεκριμένες πιστωτικές εγγραφές στο συγκεντρωτικό πίνακα που έχει ενσωματώσει στην αγωγή της ή άλλες, που να αφορούν τις εν λόγω αποζημιώσεις για το επίδικο χρονικό διάστημα. Αν πάλι ήθελε ερμηνευθεί ο ως άνω ισχυρισμός της ότι οι εν λόγω καταβολές της εναγόμενης σε τρίτους κατόπιν εντολής της καταλογίστηκαν σε προγενέστερα χρέη της (ΑΚ 422), ο ισχυρισμός αυτός είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας του, αφού δεν προσδιορίζει ορισμένα, ποια είναι αυτά τα χρέη, ποιο χρονικό διάστημα αφορούσαν, από ποια αιτία (αν δηλαδή αφορούσαν εισπραχθέντα ασφάλιστρα ασφαλιστικών συμβολαίων της εναγόμενης και ποιας περιόδου) και ποιου χρηματικού ύψους. Μετά λοιπόν και την αφαίρεση του ως άνω χρηματικού ποσού των 9.937 ευρώ, που η εναγομένη αδυνατεί να καταβάλει, επειδή η ενάγουσα της έδωσε τη σχετική εντολή να το καταβάλει ως αποζημίωση σε τρίτους, απομένει υπόλοιπο ασφαλίστρων προς απόδοση συνολικού ύψους (10.531,50 –  9.397 =) 1.134,50 ευρώ. Οι ως άνω καταβολές προς τρίτους κατόπιν εντολών της ενάγουσας, προτάθηκαν με σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ζήτησε όπως αυτές εκπέσουν του χρηματικού ποσού που ζητείται να καταβάλει στην ενάγουσα. Επίσης προβάλλεται και με σχετικό λόγο έφεσης και σε κάθε περίπτωση αποδεικνύεται και από έγγραφα (συμφωνίες άμεσου διακανονισμού υλικών ζημιών), που προσκομίζει και επικαλείται με τις προτάσεις της, αλλά και από την ομολογία εκ μέρους της ενάγουσας που δια των προτάσεών της δέχεται ότι πίστωσε αυτές υπέρ της εναγόμενης (ΚΠολΔ 527 αρ. 6). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που θεώρησε τον ισχυρισμό της εναγομένης ως ένσταση συμψηφισμού ομοειδούς χρηματικής ανταπαίτησης εναντίον της ενάγουσας, που προέβαλε εναντίον ακατάσχετης απαίτησής της, όπως είναι αυτή της καταβολής των ασφαλίστρων, επειδή η ενάγουσα τελεί σε ασφαλιστική εκκαθάριση (239 παρ. 6 του Ν. 4364/2016), έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, ειδικά ως προς την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που πρότεινε η εναγόμενη, στην ορθή νομική διάταξη, αφού εν προκειμένω πρόκειται περί μερικής αδυναμίας απόδοσης των ασφαλίστρων (παρακαταθήκης) από γεγονός για το οποίο αυτή δεν έχει ευθύνη (οι δοθείσες εντολές της ενάγουσας για αποζημιώσεις τρίτων) και όχι για συμψηφισμό. Κατόπιν των ανωτέρω η αγωγή έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναγνωριστεί υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 1.134,50 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της από 8.2.2011 με αρ. κατ. ……/2011 προγενέστερης αγωγής της, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, που απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους (αοριστία). Σχετικά με το αίτημα της εναγομένης εκκαλούσας για προσκόμιση όλων των αιτήσεων – συμβάσεων ασφάλισης και ασφαλιστηρίων συμβολαίων του επίδικου χρόνου, που ισχυρίζεται ότι έχει η ενάγουσα εφεσίβλητη, αυτό για το απορριφθέν μέρος της αγωγής στερείται εννόμου συμφέροντος, για δε το μερικώς δεκτό ποσό ασφαλίστρων, είναι αόριστο, καθόσον δεν προσδιορίζεται, ποια συγκεκριμένα έγγραφα (αιτήσεις – ασφαλιστήρια συμβόλαια) αφορούν αυτό το ποσό, ώστε να υποχρεωθεί η ενάγουσα εφεσίβλητη στην προσκομιδή τους, ενόψει και του ότι η εναγόμενη εκκαλούσα, αφενός μεν δεν αμφισβήτησε ποτέ τις ως άνω επίδικες οφειλές ασφαλίστρων, ακόμη και μετά την εξώδικη πρόσκληση (6.10.2010) που της απέστειλε η ενάγουσα, αφετέρου δε, προέβη σε χρηματικές καταβολές είτε απευθείας στην ενάγουσα είτε σε τρίτους κατ’ εντολή της, προς εξόφληση αυτών των οφειλών της αποδεχόμενη άνευ επιφυλάξεως αυτές. Το πρωτοβάθμιο που έκανε δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 219.264,30 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, γι’ αυτό και πρέπει δεκτής γενομένης της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να διακρατηθεί η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη εκκαλούσα υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα εφεσίβλητη το χρηματικό ποσό των 1.134,50 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της από 8.2.2011 με αρ. κατ. ……./2011 προγενέστερης αγωγής. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό και να συμψηφιστεί το σύνολο της δικαστικής δαπάνης των διαδίκων και των δύο βαθμών λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (ΚΠολΔ 179).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 1832/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζοντας επί της με αρ. κατ. …./2018 αγωγής.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη εκκαλούσα υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα εφεσίβλητη το χρηματικό ποσό των 1.134,50 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της από 8.2.2011 με αρ. κατ. ……./2011 αγωγής.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις                               18.2.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ