Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 147/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Περίληψη

Δεν επιτρέπεται έφεση εναντίον απόφασης που ανέστειλε τη εκδίκαση για ένα κεφάλαιο της αγωγής λόγω εκκρεμοδικίας και έκανε εν μέρει δεκτή αυτήν για το υπόλοιπο κεφάλαιο. Περίπτωση διατροφής μετά το διαζύγιο, που με εν μέρει οριστική απόφαση ανέστειλε την εκδίκαση για ορισμένο χρονικό διάστημα επιζητούμενης διατροφής, λόγω εκκρεμοδικίας και αναγνώρισε μηνιαία σε χρήμα διατροφή για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα.

 

Αριθμός          147 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 § 1 KΠολΔ, έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό α) εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας, β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική δεν επιτρέπεται έφεση, ούτε κατά των οριστικών διατάξεων, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Από τον συνδυασμό της διάταξης αυτής προς τις διατάξεις των άρθρων 308, 309, 321 και 539 KΠολΔ  συνάγεται ότι, οριστική απόφαση, είτε του πρωτοβάθμιου, είτε του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, είναι εκείνη που περατώνει τη δίκη με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής, που απεκδύει τον δικαστή της περαιτέρω εξουσίας του σχετικά με το αγωγικό αίτημα. Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται με σχετική διάταξη στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί την ουσία της αποφάσεως και περιέχει τη θέληση και διαταγή του Δικαστηρίου, ή και στο σκεπτικό, αλλά ρητώς και σαφώς (ΑΠ 203/1979, Δ 10. 334, ΕφΑΘ 1582/1988, ΕλλΔνη 1991. 993, ΕφΑΘ 479/2008, ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 222 παρ.2 του ίδιου ως άνω Κώδικα, αν κατά την διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή, ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκαση της εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η απόφαση με την οποία αναστέλλεται η διαδικασία λόγω εκκρεμοδικίας (αρθρ. 222 KΠολΔ ) δεν είναι οριστική, αφού το Δικαστήριο δεν αποξενώνεται από την υπόθεση, αλλά διατηρεί την εξουσία επ’ αυτής, μετά την εισαγωγή της σ’ αυτό, αφού πληρωθεί ο όρος που τέθηκε μ` αυτήν. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 532 KΠολΔ, αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού, ιδίως εάν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το Δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Από την ως άνω ρύθμιση συνάγεται ότι κατά των εν μέρει οριστικών αποφάσεων, ήτοι εκείνων που περατώνουν τη δίκη ως προς ορισμένα μόνον κεφάλαια ή βάσεις της αγωγής, δεν χωρεί κατά κανόνα έφεση, ούτε ως προς τις οριστικές τους διατάξεις, πριν περατωθεί η εκδίκαση όλης της διαφοράς. Σκοπός της απαγορεύσεως είναι η αποφυγή κατατμήσεως της διαφοράς μεταξύ των δικαστηρίων πρώτου και δευτέρου βαθμού, καθώς και η εξοικονόμηση δαπανών και χρόνου για τον τερματισμό της δίκης (Σαμουήλ Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. πέμπτη § 223 σ. 92, ΑΠ 406/1980, ΝοΒ 28. 1761). Ειδικότερα, επί αντικειμενικής σωρεύσεως στο ίδιο δικόγραφο περισσότερων αγωγών και αιτήσεων (άρθ. 218 § 1 KΠολΔ), δεν επιτρέπεται έφεση προτού περατωθεί οριστικώς η δίκη, ως προς όλες τις αγωγές και τα αιτήματα που ενώθηκαν στο ίδιο δικόγραφο (ΑΠ 1060/2004, ΕλλΔνη 48. 123, ΑΠ 1188/2003, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 24/2001, ΑρχΝ 2001. 914, ΑΠ 1036/1981, ΕΕΝ 49. 695, για την ταυτόσημη περίπτωση της αναίρεσης, ΑΠ 406/1980, ΝοΒ 28.1761, Κεραμεύς, Ένδικα Μέσα, 2002, σημ. 1, αριθ. 23, σ. 61, Μακρίδου, ΕλλΔνη 47. 979επ και κυρίως σ. 984, 985. Επίσης ΑΠ 1365/2002, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1320/1992, ΕλλΔνη 35. 407, ΑΠ 59/1981, ΝοΒ 29. 1255 ΕφΠειρ 306/2015 δημ ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον, ότι εάν απορριφθεί η έφεση ως απαράδεκτη, επειδή ασκήθηκε κατ’ αποφάσεως που δεν είχε ακόμη καταστεί οριστική, δεν αποκλείεται η άσκηση νέας εφέσεως, όταν η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου καταστεί οριστική, αφού η έφεση αυτή δεν θεωρείται ότι προσκρούει στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 514 KΠολΔ, η οποία προϋποθέτει δυνατότητα ασκήσεως μιας εφέσεως (Σαμουήλ Σαμουήλ ε.α. § 165 σ. 62, ΟλΑΠ 1138/1974, ΝοΒ 23. 640, ΑΠ 579/1996, ΕφΑΘ 8553/2004, ΕφΑΘ 7206/2006, ΝΟΜΟΣ).           Στην προκειμένη περίπτωση, αρμοδίως φέρεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος εναγομένου κατά της υπ’ αρ. 2436/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την διαδικασία των οικογενειακών διαφορών αντιμωλίαν των διαδίκων. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την πρωτοδίκως κριθείσα (αρ. κατ …../2016) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος πρώην συζύγου της, ο γάμος της με τον οποίο έχει λυθεί αμετάκλητα, να της καταβάλει μηνιαία διατροφή σε χρήμα, ύψους 550 ευρώ, για χρονικό διάστημα 4 ετών από την επίδοση της αγωγής (14.1.2017). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του δικάζοντας αντιμωλίαν των διαδίκων, αφού έκρινε ότι υφίσταται εκκρεμοδικία από την άσκηση της με αρ. κατ. …./11.3.2014 προγενέστερης αγωγής, που επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 21.3.2014, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία (διατροφή μετά τη λύση του γάμου) και για 4 έτη από την επίδοση αυτής (ήτοι από 22.3.2014 έως 21.3.2018), επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 1771/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον της οποίας εκκρεμεί έφεση (αρ. κατ. ………/2017), ανέστειλε κατ’ άρθρ. 222 παρ. 2 του KΠολΔ  την έκδοση οριστικής απόφασης (κατά το σκέλος που η ένδικη αγωγή αφορά διατροφή για το επιμέρους χρονικό διάστημα 14.1.2017 έως 21.3.2018) μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της πρώτης αγωγής (αρ. κατ. …../2014), στη συνέχεια δε, αφού απέρριψε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε εν μέρει ως κατ` ουσίαν βάσιμη την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα μηνιαία διατροφή σε χρήμα ύψους 300 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 22.3.2018 έως 21.3.2019, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης. Με τέτοιο διατακτικό, όμως, η εκκαλουμένη απόφαση δεν είναι οριστική, αλλά εν μέρει οριστική και κατ` αυτής δεν επιτρέπεται έφεση. Επομένως, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, η ένδικη έφεση απαραδέκτως πλήττει την εκκαλουμένη μη οριστική απόφαση και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη. Τέλος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 KΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Δικάζει αντιμωλίαν των διαδίκων.

Απορρίπτει ως απαράδεκτη την έφεση κατά της υπ’ αρ. 2436/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία οικογενειακών διαφορών).

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 300 ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά στις     18.2.2020

 

       Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ