Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 146/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:    146/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 του ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 135 παρ.1 του ΚΠολΔ, αν είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνση διαμονής εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 134 και συγχρόνως δημοσιεύεται σε δύο εφημερίδες από τις οποίες η μία πρέπει να εκδίδεται στην … και η άλλη στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά και η άλλη πρέπει να εκδίδεται στην …, ύστερα από υπόδειξη του εισαγγελέα στον οποίο γίνεται η επίδοση, περίληψη του δικογράφου που κοινοποιήθηκε. Κατά δε το άρθρο 134 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σε αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση και για δίκες στο ειρηνοδικείο, στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο. Όπως προκύπτει από τις άνω διατάξεις, η επίδοση της έφεσης και της κλήσης για συζήτηση, για άγνωστης διαμονής εφεσίβλητο, γίνεται στον εισαγγελέα εφετών του εφετείου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η έφεση (σχετ. ΑΠ 1206/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 857/2019, ΑΠ 1696/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 509 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν η ανακοπή ερημοδικίας ασκήθηκε εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (503 παρ. 1 και 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και το δικαστήριο πιθανολογεί ότι είναι βάσιμοι οι λόγοι που προτάθηκαν, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέλθουν στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίσθηκε. Άλλως, αν δηλαδή η ανακοπή δεν ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ή δεν πιθανολογείται η βασιμότητα ενός λόγου της ανακοπής, το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Από τις διατάξεις αυτές που στοχεύουν στην ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, προκύπτει ότι το δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση με την οποία θα κρίνει και το τύποις παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση, για τη διαμόρφωση της οποίας δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων. Το ελάττωμα της κλήτευσης ή η ύπαρξη του περιστατικού της ανώτερης βίας που προκάλεσαν την ερημοδικία του ανακόπτοντος θα διαγνωσθούν με βάση τα στοιχεία που επικαλούνται και προσκομίζουν προαποδεικτικώς οι διάδικοι (ΕφΔωδ 272/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 320/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3670/2007 ΕφΑΔ 2008, 816). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 76 παρ. 1 και 501 του ΚΠολΔ, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας έχει ο ερημοδικασθείς αναγκαίος ομόδικος, έστω και αν αυτός θεωρείται ότι αντιπροσωπεύθηκε στη δίκη από τους παρόντες ομοδίκους. Το έννομο συμφέρον του απόντος ομοδίκου προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, καθώς και τις προϋποθέσεις του παραδεκτού αυτής, κρίνει μόνο το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή ερημοδικίας (Ολ.ΑΠ 15/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1596/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1152/2018 ΕΠολΔ 2019, 213).

Εν προκειμένω η υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 194/2016 οριστικής απόφασης του Εφετείου αυτού, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, το οποίο δικάζοντας ερήμην της πρώτης των εφεσίβλητων, ήδη ανακόπτουσας, δέχθηκε την έφεση που η εκκαλούσα, ήδη πρώτη των καθ’ ων η ανακοπή, άσκησε σε βάρος της ανακόπτουσας και της δεύτερης εφεσίβλητης, ήδη δεύτερης καθ’ ης η ανακοπή και με την οποία (ανακοπτόμενη απόφαση) έγινε δεκτή η αγωγή διάρρηξης δικαιοπραξίας (ως καταδολιευτικής) της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή. Η ανακοπή αυτή, στο μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης των καθ’ ων είναι απαράδεκτη αφού, ως ασκηθείσα από αναγκαστική ομόδικο της τελευταίας, θεωρείται από το νόμο ότι ασκήθηκε και από την ίδια τη δεύτερη των καθ’ ων (άρθρο 76 παρ. 4 ΚΠολΔ), η οποία διαφορετικά θα εμφανιζόταν να έχει ταυτόχρονα την ιδιότητα της ανακόπτουσας και της καθ’ ης, που είναι λογικώς και νομικώς απαράδεκτο (ΑΠ 1076/2019 αδημ., ΑΠ 812/2013 ΕΠολΔ 2013.665, Αρμ 2014.634, ΕΕμπΔ 2013.44) και πρέπει ν’ απορριφθεί, χωρίς να επιδικαστεί δικαστική δαπάνη ελλείψει αιτήματος. Στο μέρος, όμως, που στρέφεται κατά της πρώτης των καθ’ ων η ανακοπή, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 501, 502 παρ. 1, 503, 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 30/6/2016 (υπ’ αριθμ. ……/30.6.2016 έκθεση επίδοσης του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….), ενώ το δικόγραφο της ανακοπής κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου την 15/7/2016 και έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο ποσού 290 ευρώ που όρισε η προσβαλλόμενη απόφαση και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 21 του ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί το βάσιμο των λόγων της, ανεξάρτητα αν, λόγω του μεταξύ των εφεσίβλητων δεσμού της αναγκαστικής παθητικής ομοδικίας η ερημοδικασθείσα πρώτη εφεσίβλητη θεωρείται ότι εκπροσωπήθηκε από τη δεύτερη, διότι έχει έννομο συμφέρον, επικαλούμενη μη νόμιμη κλήτευσή της, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατά τη δικάσιμο της 5/3/2015, οπότε συζητήθηκε ερήμην της η από 19/3/2014 έφεση της πρώτης των καθ’ ων, επί της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη υπ’ αριθμ.194/2016 απόφαση, κακώς δικάσθηκε ερήμην, διότι δεν είχε κλητευθεί νόμιμα για να παραστεί στη συζήτηση κατά την εν λόγω δικάσιμο, καθώς, αν και κλήθηκε ως πρόσωπο αγνώστου διαμονής, δεν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 135 παρ. 1 σε συνδ. με το άρθρο 134 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ουσιαστικά βάσιμος, διότι από την υπ’ αριθμ. …./1.4.2014 έκθεση επίδοσης του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . …… αποδεικνύεται ότι το δικόγραφο της πιο πάνω έφεσης με κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 5/3/2015 επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς (διότι η ανακόπτουσα και τότε πρώτη εφεσίβλητη, ήταν πρόσωπο αγνώστου διανομής) και όχι στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, ο οποίος ήταν ο καθ’ ύλην αρμόδιος για να γίνει η επίδοση της έφεσης, ως εισαγωγικού της δίκης ενώπιον του Εφετείου αυτού δικογράφου και επομένως η ανακόπτουσα δεν κλητεύθηκε νομίμως για να παραστεί κατά την ανωτέρω δικάσιμο. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, η ανακοπή ερημοδικίας να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, χωρίς να απαιτείται η εξέταση και του πρώτου λόγου της, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να επιστραφεί το παράβολο ερημοδικίας στην ανακόπτουσα, να εξεταστεί η από 19/3/2014 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2014 έφεση και όσον αφορά και τη δεύτερη εφεσίβλητη, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε, εφαρμοζόμενης, λόγω της αναγκαστικής παθητικής ομοδικίας των εφεσίβλητων και της διάταξης του άρθρου 76 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. και ΑΠΟλ 63/1981, ΑΠ 1076/2019 αδημ.) και να επιβληθούν σε βάρος της πρώτης των καθ’ ων η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας (άρθρο 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από 19/3/2014 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4031/2013 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της πρώτης των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια της εκκαλούσας την 24/2/2014 (υπ’ αριθμ. ……/24.2.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λιβαδειάς …………..) στη δεύτερη εφεσίβλητη, αναγκαία ομόδικο της πρώτης, το δε δικόγραφο της ένδικης έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 21/3/2014 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατατέθηκε, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, από την εκκαλούσα παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (υπ’ αριθμ. …./2014 και …./2014 παράβολα Δημοσίου και …. και ….. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ) και αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Με την από 11/5/2011 αγωγή της η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, ισχυρίστηκε ότι με την υπ’ αριθμ. ……../18.10.2007 σύμβαση πίστωσης χορήγησε στην πρώτη των εναγομένων, ήδη πρώτη των εφεσίβλητων, πίστωση έως του ποσού των 25.000 ευρώ, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναφέρονται σ’ αυτήν (αγωγή). Ότι, σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης, κινήθηκε ο αναφερόμενος σ’ αυτήν (αγωγή) λογαριασμός, απόσπασμα της κίνησης του οποίου με αναλυτική παράθεση των χρεοπιστωτικών αυτού κονδυλίων από την έναρξη της πίστωσης έως του οριστικού κλεισίματος αυτού ενσωματώνεται σ’ αυτήν (αγωγή). Ότι, λόγω παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων της πρώτης των εναγομένων, προέβη στις 13/1/2011 στο οριστικό κλείσιμο του ως άνω λογαριασμού και στην καταγγελία της σύμβασης, την οποία γνωστοποίησε στην πρώτη των εναγομένων, καλώντας την να της καταβάλει το χρεωστικό υπόλοιπο αυτού, ήτοι το ποσό των 26.497,63 ευρώ εντόκως, από 30/4/2010 με το συμβατικό επιτόκιο και από 13/1/2011 με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και των τόκων αυτών κεφαλαιοποιουμένων και ανατοκιζομένων έκτοτε ανά εξάμηνο. Ότι, για την ως άνω απαίτησή της εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ……/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία της επιδικάσθηκε το ανωτέρω ποσό, και η οποία κοινοποιήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη των εναγομένων την 20/4/2011 μετά επιταγής προς πληρωμή συνολικού ποσού 27.322,63 ευρώ, ήτοι κεφάλαιο 26.497,63 ευρώ εντόκως ως ανωτέρω και ποσό 825 ευρώ (για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, έξοδα σύνταξης επιταγής και επίδοσης επιταγής),  εντόκως νομίμως από την επομένη της επιδόσεως της ως άνω διαταγής πληρωμής έως την ολοσχερή εξόφληση. Ότι η πρώτη των εναγομένων, στις 4/10/2010, δυνάμει του υπ’ αριθ. …./4.10.2010 συμβολαίου αγοραπωλησίας ακινήτου της συμβολαιογράφου Αθηνών . ….., που καταχωρήθηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου Άμφισσας, μεταβίβασε στην δεύτερη των εναγομένων, αδελφή της, ήδη δεύτερη των εφεσίβλητων, κατά πλήρη κυριότητα, το μοναδικό εμφανές περιουσιακό της στοιχείο, ήτοι ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου του περιγραφόμενου λεπτομερώς σ’ αυτήν (αγωγή) οικοπέδου μετά της επ’ αυτού οικίας, αντικειμενικής αξίας κατά το συμβόλαιο 9.708,40 ευρώ και αγοραίας αξίας, κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, 80.000 ευρώ. Ότι η πρώτη των εναγομένων προέβη στην ως άνω απαλλοτρίωση με πρόθεση ματαίωσης της ικανοποίησης της ως άνω απαίτησής της και ότι η δεύτερη των εναγομένων, γνώριζε, τόσο την ύπαρξη της απαίτησής της (ενάγουσας) όσο και το σκοπό βλάβης της που επιδίωκε σε βάρος της η πρώτη από αυτές, ενόψει και του βαθμού συγγένειας αυτών. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά η ενάγουσα ζήτησε να διαρρηχθεί η καταρτισθείσα με το ανωτέρω συμβόλαιο απαλλοτριωτική δικαιοπραξία και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της, ώστε να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 943 του ΑΚ συνάγεται ότι οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτριώσεως που έγινε από τον οφειλέτη, προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους. Προϋποθέσεις δε προστασίας των δανειστών είναι: 1)Απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη γεννημένη κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση περιουσιακού στοιχείου, 2)απαλλοτρίωση, από τον οφειλέτη του περιουσιακού στοιχείου, 3)πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει, όταν αυτός (οφειλέτης) γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην αρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξεως του, είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται, 4)βλάβη των δανειστών, δηλαδή ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η υπόλοιπη περιουσία του να μην αρκεί προς ικανοποίηση των δανειστών. Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη που είναι ένα από τα στοιχεία της βάσεως της περί διαρρήξεως αγωγής, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών, η οποία υπάρχει μόνο όταν ο οφειλέτης είναι κατά το χρόνο αυτό αφερέγγυος (ΟλΑΠ 6/2003ΧρΙΔ 2003, 408, ΑΠ 1910/2009 ΕλλΔνη2011, 131) και 5)γνώση του τρίτου, προς τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο, το οποίο τεκμήριο δεν ισχύει αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της διαρρήξεως αγωγής, ενώ η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (ΟλΑΠ 15/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 573/2014 ΝοΒ2014, 1901, ΑΠ 1284/2011 ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 112 παρ. 2 του ΕισΝΑΚ, επί αλληλόχρεου λογαριασμού, καθένας από τους συμβαλλομένους, θεωρείται δανειστής του άλλου, ως προς το τυχόν κατάλοιπο του λογαριασμού, από τη σύναψη της σύμβασης, το οποίο, όμως, είναι απαιτητό μόνο κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, δηλαδή, το κλείσιμο του λογαριασμού δεν συνιστά γενεσιουργό όρο της απαίτησης για το κατάλοιπο, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για το απαιτητό (ληξιπρόθεσμο), του καταλοίπου. Ο συμβαλλόμενος με σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού προστατεύεται με την αγωγή για την απαίτησή του για το τυχόν κατάλοιπο, αρκεί μόνο, μέχρι του χρόνου της απαλλοτρίωσης να έχει συναφθεί η δικαιοπαραγωγική της απαίτησης σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού και να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη η απαίτηση με την επέλευση του κλεισίματος του λογαριασμού μέχρι την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση της αγωγής. Με τη σύμβαση, δε, του ανοικτού λογαριασμού, η οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή του αλληλόχρεου λογαριασμού, η τράπεζα ανοίγει πίστωση υπέρ πελάτη της, την οποία αυτός αναλαμβάνει σταδιακά, καταβάλλοντας ακολούθως τμηματικώς, ανάλογα με τους ειδικότερους όρους της σύμβασης, ορισμένες δόσεις, έναντι κεφαλαίου και τόκων, οι αμοιβαίες, δε, καταβολές (πιστοδοτικές και εξοφλητικές) αποβάλλουν την αυτοτέλειά τους και καθίστανται κονδύλια του λογαριασμού, ώστε απαιτητό είναι μόνο το μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο. Και πριν όμως το κλείσιμο αυτό, από την αντιπαραβολή των πιστοχρεώσεων, προκύπτει η ενεργητική ή παθητική θέση εκατέρου, η οποία και συνιστά ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας του. Επομένως, τα παραγωγικά της απαιτήσεως περιστατικά, ιδίως, η σύμβαση και η χορήγηση των πιστώσεων, έχουν ήδη συντελεσθεί, ώστε η απαίτηση να είναι γεννημένη, έστω και αν δεν είναι, πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, βέβαιη και κατά ποσό εκκαθαρισμένη. Επομένως, η τράπεζα είναι και πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, δανείστρια, έχει, άρα, το δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι του νόμου, κάθε απαλλοτρίωση του πελάτη της, έστω και αν έλαβε χώρα πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, αρκεί αυτό να γίνει έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής (ΑΠ 28/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1815/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1/2002 ΝΟΜΟΣ). Στην έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού περιλαμβάνεται και ο ανοικτός λογαριασμός πιστώσεως σε τράπεζα που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου (πιστώσεως) από τον πιστούχο της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες (ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 45, 90, ΑΠ 667/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔνη 43, 419, ΑΠ 722/2000 ΧρΙΔ 2001, 73).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα ανταπόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά (η ενάγουσα δεν εξέτασε μάρτυρα), των υπ’ αριθμ. …./29.7.2011 και …../1.8.2011 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ………. και ………….. αντίστοιχα, που κατέθεσαν με επιμέλεια της δεύτερης εναγομένης ενώπιον των συμβολαιογράφων Θεσσαλονίκης ……….. και Άμφισσας …………. αντίστοιχα, για τις οποίες η ενάγουσα κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα δυο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από αυτές κατά τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ΄ του ΚΠολΔ, όπως τότε ίσχυε (υπ’ αριθμ. ……./26.7.2011 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………), της υπ’ αριθμ. …./1.3.2017 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα …………., που κατέθεσε με επιμέλεια της δεύτερης εφεσίβλητης ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, για την οποία η εκκαλούσα και η πρώτη εφεσίβλητη κλήθηκαν πριν από δυο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από αυτή κατά τη διάταξη του άρθρου 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ. …../23.2.2017 και ……/23.2.2017 έκθεση επίδοσης της ίδιας πιο πάνω δικαστικής επιμελήτριας), την οποία πρώτη φορά προσκομίζει ενώπιον του Εφετείου αυτού προς αντίκρουση της έφεσης κατά άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθμ. ………./18.10.2007 σύμβαση πίστωσης που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης η πρώτη χορήγησε στη δεύτερη πίστωση έως του ποσού των 25.000 ευρώ, σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στην εν λόγω σύμβαση. Για την εξυπηρέτηση αυτής τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. ……….. λογαριασμός. Η ως άνω πιστούχος, όμως, δεν ήταν συνεπής στις καταβολές των δόσεων αποπληρωμής, με συνέπεια ο ανωτέρω λογαριασμός την 13/1/2011 να παρουσιάζει χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 26.497,63 ευρώ, η δε ενάγουσα, όπως είχε δικαίωμα από τη σύμβαση, με την από 13/1/2011 εξώδικη καταγγελία – πρόσκληση και δήλωση, που επιδόθηκε στην πρώτη εναγόμενη την 14/2/2011 (υπ’ αριθμ. …/14.2.2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………………), να καταγγείλει αυτή και να κλείσει το λογαριασμό. Στη συνέχεια, κατόπιν αιτήσεώς της, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. …../2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η πρώτη των εναγομένων διατάχθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 26.497,63 ευρώ, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από 14/1/2011 μέχρις εξοφλήσεως. Ακριβές αντίγραφο εκ του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής μετά της από 13/4/2011 επιταγής προς πληρωμή για συνολικό ποσό 27.322,63 ευρώ, ήτοι για επιδικασθέν κεφάλαιο ποσού 26.497,63 ευρώ εντόκως ως ανωτέρω και για δικαστική δαπάνη, έξοδα σύνταξης επιταγής και επίδοσης αυτής συνολικού ποσού 825 ευρώ, εντόκως με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της επιταγής, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, κοινοποιήθηκε νομίμως στην πρώτη των εναγομένων, δυνάμει της υπ’ αρ. …./20.4.2011 εκθέσεως επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………..

Κατά τη διάρκεια της σύμβασης η πρώτη εναγόμενη με το υπ’ αριθμ. …/4.10.2010 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που καταχωρήθηκε στα οικεία βιβλία του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου Άμφισσας με αριθμό καταχώρησης …./2010, πώλησε και μεταβίβασε στη δεύτερη εναγόμενη, αδελφή της, το ποσοστό της 1/3 εξ αδιαιρέτου επί ενός αστικού ακινήτου, ήτοι ενός οικοπέδου, κατά παρέκκλιση άρτιου και οικοδομήσιμου, επιφανείας 588 τ.μ. με την υπάρχουσα σε αυτό παλαιά ισόγεια οικία, επιφάνειας 80 τ.μ., με αριθμό ΚΑΕΚ ………….., που βρίσκεται εντός του οικισμού …. της πρώην Κοινότητας και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος ….., του Δήμου Άμφισσας, του Νομού Φωκίδας, αξίας, κατά την εκτίμηση του συμβολαίου (σύμφωνα με τον αντικειμενικό προσδιορισμό για το κτίσμα και την εκτίμηση της ΔΟΥ Άμφισσας για το οικόπεδο), 9.708,40 ευρώ. Η δεύτερη εναγόμενη κατέβαλε ως τίμημα το ποσό των 8.500 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 2.791,60 ευρώ σε μετρητά και ποσό 5.708,40 ευρώ με την ισόποση υπ’ αριθμ. …………./4.10.2010 επιταγή της τράπεζας «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», ποσό το οποίο αντιστοιχεί κατά το χρόνο της μεταβίβασης στην αγοραία αξία αυτού, δεδομένου ότι η εμπορική αξία ολόκληρου του ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 25.000 ευρώ. Το ως άνω ακίνητο αποτελούσε την πατρική οικία των εναγομένων, καθώς και του αδελφού τους, …, το οποίο μεταβιβάσθηκε σε αυτούς, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……./10.8.1989 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Ιτέας …………., ….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί, με γονική παροχή από τον πατέρα τους ……….., ο οποίος παρακράτησε το δικαίωμα της ισοβίου συνοίκησης, τόσο για τον εαυτό του, όσο και για τη σύζυγό του (μητέρα των εναγομένων και του ως άνω αδελφού τους), ………., μαζί με τα τέκνα τους, επί της ως άνω οικίας. Ο πατέρας τους απεβίωσε στις 29/5/1992 και η μητέρα τους στις 6/11/1999. Κατά τη στιγμή της ως άνω απαλλοτρίωσης, δηλαδή στις 4/10/2010, η ενάγουσα (τράπεζα) είχε έναντι της πρώτης εναγομένης την ιδιότητα της δανείστριας, έστω και εάν η απαίτησή της τελούσε υπό την αναβλητική προθεσμία του οριστικού κλεισίματος του ως άνω αναφερομένου λογαριασμού, καθόσον είχαν μέχρι τότε συντελεστεί τα παραγωγικά αυτής της απαίτησης γεγονότα (σύναψη σύμβασης, καταβολή πίστωσης), χωρίς να απαιτείτο κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης να είχε κλείσει ο λογαριασμός και καταγγελθεί η σύμβαση, διότι τα παραγωγικά της απαιτήσεως για το κατάλοιπο του λογαριασμού περιστατικά, υπάρχουν ήδη από το χρόνο της σύναψης της σύμβασης πίστωσης, από την οποία δημιουργείται, έκτοτε, ενοχή για το κατάλοιπο και, επιπλέον, η απαίτησή της έναντι της πρώτης εναγομένης κατέστη (μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού) ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, μέχρι την συζήτηση της αγωγής, η οποία έλαβε χώρα την 9/1/2013. Επίσης κατά το χρόνο της μεταβίβασης η πρώτη εναγόμενη στερείτο οποιουδήποτε άλλου εμφανούς περιουσιακού στοιχείου. Επομένως αποδεικνύεται ότι η επίδικη μεταβίβαση έγινε µε πρόθεση βλάβης της ενάγουσας, δηλαδή για να μην μπορέσει αυτή να ικανοποιήσει την σε βάρος της πρώτης εναγομένης απαίτησή της, διότι η τελευταία σαφώς γνώριζε, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα αυτή, αφενός μεν ότι είναι οφειλέτρια της ενάγουσας, κατά τα προαναφερόμενα και αφετέρου ότι µε την απαλλοτρίωση του ως άνω μοναδικού (και κατά το χρόνο της μεταβίβασης και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και της συζήτησης αυτής) εμφανούς περιουσιακού της στοιχείου, θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε δεν θα είναι πλέον εφικτή η ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας. Περαιτέρω η πρώτη εναγόμενη, επικαλείται, μεταξύ άλλων, την έλλειψη πρόθεσης βλάβης εκ μέρους της, καθόσον, όπως ισχυρίζεται, είχε άτυπα συμφωνήσει τη μεταβίβαση του ιδανικού μεριδίου της επί του ανωτέρω ακινήτου στη δεύτερη εναγόμενη, ήδη από το έτος 1999 και κατόπιν αιτήματος της τελευταίας προέβη στην κατάρτιση της ως άνω συμβολαιογραφικής πράξης. Πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, καθόσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας των ένδικων απαλλοτριώσεων δεν αναιρείται από την τυχόν επιδίωξη εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης και άλλων σκοπών (ΑΠ 1116/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1567/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 207/2007 ΧρΙΔ 2007, 597). Περαιτέρω, ενόψει του ότι οι εναγόμενες είναι αδελφές και η ένδικη αγωγή ασκήθηκε (ως προς την δεύτερη των εναγομένων) εντός του έτους από την απαλλοτρίωση (άρθρο 941 του ΑΚ), όπως τούτο αποδεικνύεται από την υπ’ αρ. …….΄/13.9.2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λιβαδειάς ………., τεκμαίρεται η γνώση της δεύτερης εναγομένης περί του ότι η πρώτη απαλλοτρίωσε με σκοπό τη βλάβη της ενάγουσας. Το τεκμήριο αυτό δεν ανατράπηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Αντίθετα, με βάση τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, το Δικαστήριο σχηματίζει την πεποίθηση ότι η δεύτερη εναγόμενη γνώριζε, κατά το χρόνο της επίδικης μεταβίβασης, την οικονομική κατάσταση της πρώτης εναγόμενης – αδελφής της, την ύπαρξη της οφειλής της προς την ενάγουσα και την πρόθεσή της με την απαλλοτρίωση να βλάψει την ενάγουσα – δανείστρια. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οι σχέσεις των δυο αδελφών ήταν καλές και είχαν συχνή επικοινωνία και είναι αυτονόητο ότι η δεύτερη εναγόμενη γνώριζε ότι, εκτός του ανωτέρω ποσοστού της, η πρώτη εναγόμενη δεν διέθετε άλλο περιουσιακό στοιχείο. Δεν υπήρχε κάποιος εμφανής λόγος η δεύτερη εναγόμενη να μην γνώριζε κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης τα οικονομικά προβλήματα της αδελφής της και κυρίως τη χορήγηση της πίστωσης από την ενάγουσα. Πολύ δε περισσότερο, δεν είναι δυνατόν να μην γνώριζε ότι η εμπορική δραστηριότητα της αδελφής της δεν ήταν προσοδοφόρα και ότι τα έσοδά της δεν ήταν να αναμενόμενα, όπως προεχόντως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι εντός του χρονικού διαστήματος των 2,5 ετών περίπου, που μεσολάβησε από το χρόνο της απαλλοτρίωσης έως τη συζήτηση της αγωγής, το κατάστημά της έκλεισε. Αντίστοιχα από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη είχε λόγο να αποκρύψει την οικονομική δυσχέρειά της από την αδελφή της. Αντίθετα, είχε κάθε λόγο να ζητήσει τη βοήθειά της και τις γνώσεις της για το ενδεχόμενο διευθέτησης / ρύθμισης του χρέους της λόγω της ιδιότητας της δεύτερης εναγόμενης ως τραπεζικής υπαλλήλου. Εκτός τούτου, το έτος 1999 μετά το θάνατο της μητέρας τους, η πρώτη εναγόμενη και ο αδελφός τους …….. εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να πωλήσουν σε τρίτο την πιο πάνω οικία και το οικόπεδό της, πλην όμως η δεύτερη εναγόμενη εναντιώθηκε και εξέφρασε την επιθυμία της να το αποκτήσει η ίδια. Πράγματι τα αδέλφια της δέχθηκαν και έκτοτε ουσιαστικά της παραχώρησαν άτυπα τη νομή ολόκληρης της κατοικίας και του οικοπέδου. Από τότε η ίδια ανέλαβε αποκλειστικά την επιμέλεια του ακινήτου, μεριμνώντας για την πληρωμή των δαπανών όλων των λειτουργικών αναγκών της κατοικίας (ηλεκτροδότηση, ύδρευση), την αποπληρωμή παλιού δανείου που είχαν λάβει από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος για σεισμόπληκτη κατοικία και την καταβολή αμοιβών σε τρίτους (…………….), στους οποίους ανέθετε την εκτέλεση εργασιών συντήρησης, επισκευών, καθαρισμού και λοιπών οικοδομικών εργασιών για την εξυπηρέτηση της κατοικίας και του οικοπέδου, έχοντας από το έτος 1999 έως το χρόνο της αγωγής καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες τουλάχιστον το ποσό των 11.000 ευρώ. Επομένως δεν υπήρχε εμφανής λόγος η πρώτη εναγόμενη να μεταβιβάσει στη δεύτερη εναγόμενη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και μάλιστα λόγω πώλησης, το ποσοστό της συγκυριότητάς της 1/3 εξ αδιαιρέτου, αφού η τελευταία ουσιαστικά ασκούσε μόνη τη νομή ολόκληρου του ακίνητου, τα δε αδέλφια της ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν για την πληρωμή μέρους των πιο πάνω δαπανών. Αντίθετα, αποδεικνύεται η οριστική και πλήρης παραίτηση και απομάκρυνσή τους από κάθε χρήση του ακινήτου. Η κρίση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, όπως εμφαίνεται στις φωτογραφίες που οι διάδικοι προσκομίζουν, η κατοικία έχει την εικόνα εγκαταλειμμένου κτίσματος, καθώς είναι ερειπωμένη, έχουν αναφυεί χόρτα γύρω από αυτή, υπάρχουν εμφανείς και εκτεταμένες φθορές στα πατώματα, στους τοίχους, στις υδραυλικές εγκαταστάσεις, στα κουφώματα κ.λπ., γεγονός που καταδεικνύει ότι και η δεύτερη εναγόμενη, παρά τα αντίθετα ισχυριζόμενα, δεν έχει πρόθεση να την καταστήσει κατοικήσιμη για να διαμένει εκεί, αλλά τη διατηρεί στην κατοχή της και τη συντηρεί στοιχειωδώς για συναισθηματικούς λόγους. Τούτου δοθέντος, αν επιθυμούσε να περιέλθει το ακίνητο αυτό και τυπικά στην κυριότητά της και αν πράγματι δεν γνώριζε την οφειλή της αδελφής της στην ενάγουσα, θα ήταν σύμφωνο με τους κανόνες της λογικής και της κοινής των ανθρώπων πείρας να ζητούσε να αποκτήσει το ποσοστό συγκυριότητας της αδελφής της με δωρεά και όχι με αγορά. Ακόμη, όμως, και αν η πρώτη εναγόμενη δεν αποδεχόταν την μεταβίβασή του ποσοστού της με δωρεά, θα ήταν επίσης αναμενόμενο η δεύτερη εναγόμενη, αν δεν γνώριζε τον καταδολιευτικό σκοπό της αδελφής της, να απαιτήσει να συμψηφιστεί το τίμημα αγοράς με το ποσό που αναλογεί στο ποσοστό 1/3 της πρώτης εναγόμενης επί των δαπανών, στις οποίες μόνο η δεύτερη εναγόμενη προέβη για ολόκληρο το ακίνητο. Αυτό όμως δεν συνέβη, με συνέπεια να εμφανίζεται το ασύνηθες φαινόμενο, παρά την οικεία βουλήσει καταβολή του πιο πάνω ποσού των δαπανών και παρά την περιορισμένη οικονομική ευχέρειά της, η δεύτερη εναγόμενη να συμφωνεί να καταβάλει επιπλέον των όσων είχε ήδη καταβάλει και το ποσό των 8.500 ευρώ, ως τίμημα αγοράς του ποσοστού συγκυριότητας 1/3 εξ αδιαιρέτου. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω αποδεικνύεται η γνώση της δεύτερης εναγόμενης ότι η επίδικη μεταβίβαση έγινε με σκοπό να απεκδυθεί η πρώτη εναγόμενη από κάθε περιουσιακό στοιχείο προς βλάβη των συμφερόντων της ενάγουσας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη δεν είχε γνώση του σκοπού της πρώτης εναγόμενης να ματαιώσει την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας με την επίδικη απαλλοτρίωση, διότι δεν γνώριζε την οφειλή της προς την τελευταία, αλλά την πληροφορήθηκε όταν της επιδόθηκε η ένδικη αγωγή, την οποία απέρριψε, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του ότι εφόσον δεν παρήλθε έτος από την απαλλοτρίωση έως την άσκηση της αγωγής τεκμαίρεται η γνώση της δεύτερης εναγόμενης και ο τρίτος λόγος της έφεσης με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα έκρινε ότι η δεύτερη εναγόμενη δεν είχε γνώση του καταδολιευτικού χαρακτήρα της απαλλοτρίωσης, αν και η τελευταία δεν ανέτρεψε το πιο πάνω τεκμήριο, είναι ουσιαστικά βάσιμοι.

Κατόπιν αυτών πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, παρέλκει δε η εξέταση και του δεύτερου λόγου της έφεσης. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να απαγγελθεί στο σύνολό της η διάρρηξη της πιο πάνω απαλλοτρίωσης. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγόμενων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου ποσού 200 ευρώ που κατάθεσε για την άσκηση της έφεσης, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή ερημοδικίας τυπικά και κατ’ ουσία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 194/2016 απόφαση του Εφετείου αυτού.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την επιστροφή στην ανακόπτουσα του παραβόλου για την άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της πρώτης των καθ’ ων η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 19/3/2014 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2014 έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 4031/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 11/5/2011 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2011 αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ υπέρ της ενάγουσας στο σύνολό της τη διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας που καταρτίστηκε με το υπ’ αριθμ. …../4.10.2010 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που έχει νόμιμα καταχωρηθεί στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Άμφισσας με αριθμό καταχώρησης …../21.10.2010, και με το οποίο η πρώτη εναγόμενη πώλησε και μεταβίβασε στη δεύτερη εναγόμενη το ποσοστό συγκυριότητας ένα τρίτο (1/3) εξ αδιαιρέτου επί οικοπέδου, κατά παρέκκλιση άρτιου και οικοδομήσιμου, επιφανείας 588 τ.μ. με την υπάρχουσα σε αυτό παλαιά ισόγεια οικία, επιφάνειας 80 τ.μ., με αριθμό ΚΑΕΚ ………….., που βρίσκεται εντός του οικισμού … της πρώην Κοινότητας και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος ……, του Δήμου Άμφισσας, του Νομού Φωκίδας.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγόμενων τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 31η Οκτωβρίου 2019.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στις 17 Φεβρουαρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με άλλη σύνθεση, λόγω  μεταθέσεως και αναχωρήσεως του Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάμη, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο και Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτες και με τη Γραμματέα Γεωργία Λογοθέτη,  με απόντες δε τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ