Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 134/2020

Αριθμός     134/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα    Ε.Τ.

 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Η κρινόμενη από 24-11-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4195/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από την εκκαλούσα, κατ΄ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατό (100)ευρώ (βλ.το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ: ………/2017).

Με την από 25-8-2016 (αρ. καταθ. …../2016) αγωγή της η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, ιστορούσε ότι στις 19-9-2011 υποβλήθηκε, στο ιατρικό κέντρο «.. ..» σε χειρουργική επέμβαση, που διενήργησε ο πρώτος των εναγομένων, ιατρός νευροχειρουργός, οσφυϊκής αποσυμπίεσης και σπονδυλοδεσίας με διαυχενικές βίδες και ράβδους στήριξης από 02-04 άμφω λόγω στένωσης και σκολίωσης στην περιοχή. Ότι ενώ η μετεγχειρητική της πορεία έβαινε ομαλά, στις 30-9-2012 εθραύσθη η διαυχενική βίδα 04 δεξιά λόγω ελαττωματικότητας με αποτέλεσμα να μην δύναται να βαδίζει και να στέκεται όρθια και να υποφέρει από αφόρητους πόνους. Ότι για τη θραύση της βίδας αυτής και την επακόλουθη ζημία της, ευθύνονται αφενός μεν η δεύτερη των εναγομένων, η οποία προμήθευσε το ελαττωματικό ιατρικό υλικό και αφετέρου δε ο πρώτος των εναγομένων, ο οποίος, ενεργώντας αμελώς, τοποθέτησε με εσφαλμένο τρόπο και κλίση τη βίδα, την κατάσταση της οποίας δεν έλεγξε προ της χρήσης της ώστε να διαπιστώσει την ελαττωματικότητά της. Ακολούθως, ιστορούσε ότι εξαιτίας της επιπλοκής αυτής υποβλήθηκε σε νέα επικίνδυνη για την υγεία της χειρουργική επέμβαση στις 29-1-2013, σε άλλο νοσοκομείο από άλλον ιατρό, προς αποκατάσταση του προβλήματος. Ότι μετά τη δεύτερη αυτή επέμβαση παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα βάδισης, αδυναμία να σκύβει και να παραμένει ξαπλωμένη για περισσότερες από τρεις (3) ώρες. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη ότι υπέστη σοβαρές υλικές ζημίες και ηθική βλάβη ζητούσε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, ποσό 14.000 ευρώ λόγω ανάγκης λήψης βελτιωμένης διατροφής (για 700 ημέρες X 20 ευρώ ημερησίως), ποσό 12.600 ευρώ ως δαπάνη που θα κατέβαλε σε οικιακή βοηθό (για 42 μήνες X 300 ευρώ μηνιαίως) που αναγκαστικώς θα προσλάμβανε προς εκτέλεση των εργασιών οικοκυρικής, στις οποίες απασχολείται ο σύζυγός της και ποσό 130.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, καθώς και να καταδικαστούν αυτοί (εναγόμενοι) στηνπληρωμή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 4195/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, απέρριψε αυτήν (ένδικη αγωγή) ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη και επέβαλε σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, την οποία όρισε στο ποσό των 3.000 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 24-11-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) έφεση η ηττηθείσα ενάγουσα και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή καθ΄ ολοκληρίαν η ένδικη αγωγή.

O ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής – πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφριά, αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (ΑΠ 181/2011, ΑΠ 1362/2007). Στην περίπτωση αυτή ο ιατρός ευθύνεται αναλόγως και για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς ή ψυχικής οδύνης των μελών της οικογένειας αποβιώσαντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρων 299 και 932 του ΑΚ, ενώ η ευθύνη περισσότερων ιατρών για το αυτό ζημιογόνο αποτέλεσμα, στο οποίο υπήρξε συντρέχουσα αμέλειά τους, ταυτόχρονη ή και διαδοχική, ρυθμίζεται από το άρθρο 926 εδ. α΄ του ΑΚ και ενέχονται από κοινού και εις ολόκληρο. Μάλιστα η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκάλεσε σε ασθενή κατά την παροχή σε αυτόν των ιατρικών υπηρεσιών του εμπίπτει και στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών», που καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη για τον υπαίτιο ιατρό, αφού και αυτός παρέχει τις ιατρικές υπηρεσίες του κατά τρόπο ανεξάρτητο, δηλαδή δεν υπόκειται σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του ασθενούς, αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει ο ίδιος τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών του (ΑΠ 424/2012, ΑΠ 1227/2007). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξεως, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως, τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξεώς του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του. Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 368 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για την ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, όπως και το αν, για την αντίληψη του ζητήματος που αφορά αυτή, χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, ανάγεται στην κυριαρχική εξουσία του Δικαστηρίου αυτού (ΑΠ 89/2013, ΑΠ 378/2011). Κατά συνέπεια, η απόρριψη του αιτήματος για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κατά το άρθρο 368 του ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό εφέσεως, αφού η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο εκτιμά ελεύθερα την ανάγκη της χρησιμοποιήσεως του αποδεικτικού αυτού μέσου (ΑΠ 754/2011, ΕφΑθ 525/2017, ΕφΔωδ 69/2015). Συνεπώς, ο σχετικός (πρώτος) λόγος της εφέσεως, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της για διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προαναφέρθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται  προς  σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (πρβλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), (εκτός από αυτά, τα οποία επικαλείται η εκκαλούσα με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προτάσεις της, μόνο ως κατωτέρω, ήτοι όλα τα πρωτοδίκως προσκομισθέντα έγγραφα και αποδεικτικά στοιχεία, καθόσον η επίκληση αυτή δεν είναι νόμιμη χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των πρωτόδικων προτάσεων αντίστοιχα όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών, ενώ και οι ισχυρισμοί και ενστάσεις της δεύτερης των εφεσίβλητων, που προβάλλονται επίσης μόνο με τις ως άνω πρωτόδικες προτάσεις της, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, χωρίς ειδική μνεία στις προτάσεις του παρόντος βαθμού των ισχυρισμών και ενστάσεων που επαναφέρονται με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 19-9-2011 η ενάγουσα υποβλήθηκε στο ιατρικό κέντρο «…………….», σε χειρουργική επέμβαση από τον πρώτο των εναγομένων, ιατρό νευροχειρουργό, για την οσφυϊκή αποσυμπίεση και σπονδυλοδεσία με διαυχενικές βίδες και ράβδους στήριξης από 02-04 άμφω λόγω στένωσης και σκολίωσης. Η μετεγχειρητική της πορεία έβαινε ομαλά μέχρι τις 30-9-2012, οπότε ένιωσε οξύτατους πόνους στην περιοχή της χειρουργικής επέμβασης και ξαφνική αδυναμία βάδισης και ορθοστασίας. Στις 3-10-2012 εξετάσθηκε από τον πρώτο των εναγομένων, ο οποίος διέγνωσε ότι είχε υποστεί θραύση η τοποθετηθείσα κατά την προηγηθείσα επέμβαση διαυχενική βίδα στον 04, λόγος για τον οποίο της συνέστησε κλινοστατισμό επί ένα μήνα, προκειμένου, μετά από επανεξέταση, να εκτιμηθεί η δυνατότητα χειρουργικής αποκατάστασης του προβλήματος. Στη συνέχεια, ο πρώτος των εναγομένων, ιατρός νευροχειρουργός, επισήμανε τους κινδύνους από την επανεπέμβαση για την αποκατάσταση του προβλήματος, οι οποίοι εντοπίζονταν, πέραν των συνήθων κινδύνων μιας νέας γενικής αναισθησίας, στο ενδεχόμενο κατάγματος του σπονδύλου 04 κατά την προσπάθεια επανατοποθέτησης της νέας βίδας αλλά και στην αυξημένη πιθανότητα βλάβης των νωτιαίων ριζών. Τελικά η ενάγουσα υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση αποκατάστασης της βλάβης στις 29-1-2013, στο Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας, από άλλον ιατρό νευροχειρουργό, ο οποίος προέβη σε αναθεώρηση της σπονδυλοδεσίας με αφαίρεση της 02 βίδας, η οποία ήταν εξωσωματικά παρασπονδυλικά και αφαίρεση της κεφαλής της 04 (Δ) βίδας που ήταν σπασμένη, τοποθέτηση νέας διαυχενικής βίδας στον 05 σπόνδυλο και σύνδεση με ράβδο και συνδετικό. Αν και η αποκαταστατική αυτή επέμβαση ήταν επιτυχής και η οσφυοϊσχιαλγία της βελτιώθηκε σημαντικά, η υγεία της ενάγουσας δεν αποκαταστάθηκε πλήρως αλλά συνεχίζει να παρουσιάζει δυσκολία βάδισης, μούδιασμα στο δεξί της πόδι, δυσκολεύεται να σκύβει και να μένει ξαπλωμένη πάνω από 3-4 ώρες, με αποτέλεσμα να έχει επιβαρυνθεί σημαντικά η ποιότητα της ζωής της. Περαιτέρω όμως, ενόψει του ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι προς απόδειξη και ανταπόδειξη των περιστατικών, τα οποία επικαλούνται σε σχέση με το λόγο θραύσης της διαυχενικής βίδας, καθίσταται αμφίβολος ο σχηματισμός ασφαλούς δικανικής πεποιθήσεως προς ορθή επίλυση της επίδικης διαφοράς, δεδομένου μάλιστα ότι για τη διαπίστωση απαιτούνται ειδικές γνώσεις της ιατρικής επιστήμης, πρέπει, προκειμένου το Δικαστήριο να αχθεί σε κρίση για τη βασιμότητα των λοιπών λόγων της κρινόμενης εφέσεως, που ανάγονται, όπως προαναφέρθηκε, και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης (άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 1088/2018, ΕφΠατρ 303/2011), πριν από την προηγούμενη εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υπόθεσης, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της ένδικης υπόθεσης, που έχει κηρυχθεί περατωμένη, στο σύνολό της, (οπότε στην επαναλαμβανόμενη δίκη θα ερευνηθούν και όσοι από τους ισχυρισμούς προβλήθηκαν στην πρωτόδικη δίκη και επανυποβάλλονται νομίμως κατ΄ άρθρο 240 του ΚΠολΔ στην παρούσα δίκη ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου), προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη, σύμφωνα με τα άρθρα 368 επ. του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας, δεκτού γενομένου και του σχετικού αιτήματος που προέβαλε η εκκαλούσα, το οποίο, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, είχε υποβάλει και πρωτοδίκως, καθώς σχετικό αίτημα περί διενέργειας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης είχε υποβάλει πρωτοδίκως και ο πρώτος των εφεσίβλητων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 24-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4195/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής αποφάσεως.                Διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, προκειμένου να διενεργηθεί προηγουμένως η αμέσως κατωτέρω πραγματογνωμοσύνη, με την φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων.

Διορίζει πραγματογνώμονα τον ……….., Ιατρό Νευροχειρουργό του Πανεπιστημίου Αθηνών, Διδάκτορα Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτοικο Χολαργού, οδός ……., Τ.Κ. ………, τηλ. κινητό: ….., που περιλαμβάνεται στον οικείο κατάλογο πραγματογνωμόνων, και ο οποίος, αφού δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα, εντός προθεσμίας είκοσι (20) εργασίμων ημερών από την προς αυτόν επίδοση της παρούσας, ενώπιον της Δικαστή και σε περίπτωση κωλύματός της ενώπιον του νόμιμου αναπληρωτή της, που θα ορισθεί από τους λοιπούς υπηρετούντες στο Δικαστήριο Εφέτες, στο κατάστημα του ίδιου Δικαστηρίου και σε ημέρα και ώρα που θα οριστεί αρμοδίως, κατόπιν κλήσεως του επιμελέστερου των διαδίκων και αφού λάβει υπόψη του κάθε αναγκαίο από τη δικογραφία στοιχείο, και όσα άλλα στοιχεία θέσουν υπόψη του οι διάδικοι, συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες και ενεργήσει κάθε αναγκαία πράξη, να εξετάσει την ενάγουσα, στον τόπο και χρόνο που αυτός θα κρίνει, και να γνωμοδοτήσει με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή του ως προς το λόγο θραύσης της διαυχενικής βίδας 04 δεξιά, ήτοι α) εάν υπήρξε λανθασμένη τοποθέτηση (λανθασμένη κλίση) της θραυσθείσας βίδας, ήτοι συγκεκριμένη παράβαση κανόνα της ιατρικής επιστήμης από τον πρώτο των εναγομένων, ή β) εάν αυτή (θραύση) οφείλεται σε κατασκευαστικό ελάττωμα αυτής (βίδας), και σε καταφατική περίπτωση εάν αυτό (ελάττωμα) μπορούσε να γίνει (προεγχειρητικά ή διεγχειρητικά) αντιληπτό από τον μέσο συνετό και επιμελή νευροχειρουργό, ή γ) σε ποιον άλλον λόγο οφείλεται αυτή (θραύση) (σε σχέση ενδεχομένως και με τα υπόλοιπα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν ή τοποθετήθηκαν)και εάν αυτός (λόγος) μπορούσε να γίνει αντιληπτός από τον μέσο συνετό και επιμελή νευροχειρουργό. Τη σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης πρέπει να καταθέσει ο ανωτέρω πραγματογνώμονας ή ειδικά εξουσιοδοτημένο πρόσωπο στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών από την όρκισή του, ενώ η εκκαλούσα που θα εξετασθεί πρέπει να κληθεί να παραστεί δέκα (10) ημέρες πριν από τη διενέργεια της εξέτασής της. Η νέα δε συζήτηση της υποθέσεως θα προσδιοριστεί με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, με την τήρηση των διατυπώσεων και της προθεσμίας του άρθρου 254 παρ. 2 και 3 του ΚΠολΔ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13.2.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ