Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 117/2020

Δικαίωμα αυτού που έχει περισσότερα ονόματα να αξιώσει την αναγνώριση της προσδιοριζόμενης με τα ονόματα αυτά ταυτότητάς του, έναντι εκείνου ο οποίος, αμφισβητώντας αυτήν, διατείνεται ότι κάθε ένα από τα ονόματα προσδιορίζει την ταυτότητα διαφορετικού προσώπου, ασκώντας κατά το άρθρο 70 του ΚΠολΔ αναγνωριστική αγωγή. Αυτή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγεται στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Απόρριψη αγωγής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Δέχεται έφεση, εξαφανίζει εκκαλούμενη απόφαση και δέχεται την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη.

 

Αριθμός  117/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη-Εισηγήτρια και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη  και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 19.11.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../19.11.2018) έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά της υπ’ αριθ. 4426/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 31.7.2017 αγωγή του, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης πριν την άσκηση αυτής (έφεσης), ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 2 ΚΠολΔ). Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από την σχετική από 19.11.2018 βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο των 150 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή ήδη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη ως άνω έφεση.

ΙΙ. Με την από 31.7.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./9.8.2017) αγωγή του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ο ενάγων (και ήδη εκκαλών), ……., ισχυρίσθηκε ότι τυγχάνει τέκνο του ………. και της …………, οι οποίοι κατάγονται από την Αλβανία και τέλεσαν εκεί νόμιμο πολιτικό γάμο το έτος 1991, ενώ, αμέσως μετά, μετανάστευσαν στην Ελλάδα. Ότι αυτός (ενάγων) γεννήθηκε, την 4.11.1992, στον Πειραιά, στο Νοσοκομείο ΤΖΑΝΕΙΟ, συνταχθείσης της σχετικής ληξιαρχικής πράξης γέννησης στο Ληξιαρχείο Πειραιά, κατόπιν δήλωσης του Διευθυντή του Νοσοκομείου. Ότι, λόγω παραδρομής, γράφτηκε εσφαλμένα από το προσωπικό του ως άνω νοσοκομείου, τόσο το όνομα του πατέρα του, ως «…» αντί του ορθού «…», όσο και το όνομα της μητέρας του, ως «….» αντί του ορθού «…». Ότι οι γονείς του, όταν ρωτήθηκαν στο νοσοκομείο για τα στοιχεία τους και ενώ ήταν τότε μικρό διάστημα στην Ελλάδα και χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, ανέφεραν, ως όνομα προσφώνησης της οικογένειάς τους, το «…..», που ήταν το παρωνύμιο τους στην Αλβανία και το οποίο δηλώθηκε εσφαλμένα από το προσωπικό του νοσοκομείου ως επώνυμο του πατέρα του και, επομένως και ως δικό του, αντί του ορθού «…..», αγνοώντας, καλόπιστα τις έννομες συνέπειες που θα είχε αυτή η εσφαλμένη δήλωση για τη σύνταξη της ληξιαρχικής πράξης γέννησής του. Ότι, επιπλέον, αν και η μητέρα του, μετά την σύναψη του γάμου της με τον πατέρα του, έλαβε το επώνυμό του, στην ανωτέρω ληξιαρχική πράξη γέννησής του, καταχωρήθηκε ως επώνυμό της, το πατρικό της επώνυμο, δηλαδή «….» (το οποίο αυτή ανέφερε, πιστεύοντας ότι έπρεπε να αναφέρει το πατρικό της επώνυμο) αντί του ορθού «…, το γένος ….». Ότι, στη συνέχεια, οι γονείς του δήλωσαν τη γέννησή του στο αρμόδιο ληξιαρχείο της Αλβανίας, προκειμένου να καταχωρηθεί στην κοινή τους μερίδα, όπου και προέβησαν σε ονοματοδοσία, δίδοντάς του το όνομα «..» (…), με αποτέλεσμα, έκτοτε, σε όλα του τα έγγραφα που εκδόθηκαν τόσο από τις αλβανικές αρχές (πιστοποιητικά, διαβατήρια κλπ), όσο και από τις ελληνικές αρχές (βεβαιώσεις σχολείων, βεβαίωση ΑΜΚΑ, φορολογικά έγγραφα κλπ) να αναγράφεται με το όνομα αυτό, ενώ και σε όλες τις κοινωνικές συναναστροφές και επαγγελματικές συναλλαγές του ο ίδιος κάνει χρήση του ως άνω ονόματος. Ότι, κατά την τέλεση της βάπτισής του στην Ελλάδα, ο ανάδοχός του, καθ’ υπόδειξη του ιερέα, τον προσφώνησε με το (χριστιανικό) όνομα  «….», προκειμένου να βαπτισθεί, ενώ οι γονείς του αγνοούσαν ότι αυτό το γεγονός θα επηρέαζε τα στοιχεία της ταυτότητάς του, αφού πίστευαν ότι προσφωνήθηκε με το όνομα αυτό μόνο για να τελεσθεί η βάπτιση, ενώ ο ίδιος ουδέποτε το χρησιμοποίησε. Ότι αυτός (ενάγων) αντελήφθη τα ανωτέρω σφάλματα στη ληξιαρχική πράξη γέννησής του, όταν, αφού ο πατέρας του (που είχε ελληνική καταγωγή) πολιτογραφήθηκε Έλληνας πολίτης, ο ίδιος απευθύνθηκε στο Τμήμα Πολιτογράφησης του Νότιου Τομέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, προκειμένου να καταθέσει αίτηση πολιτογράφησης, οπότε του ζητήθηκε η προσκομιδή της ληξιαρχικής πράξης γέννησής του, με συνέπεια η ως άνω αρμόδια υπηρεσία να αμφισβητεί το γεγονός ότι ο «………….» (όπως τα στοιχεία αυτά αναγράφονται στη ληξιαρχική πράξη γέννησής του) και ο «…………» (όπως τα στοιχεία αυτά αφενός αναγράφονται σε όλα τα υπόλοιπα έγγραφά του τα εκδοθέντα από τις αλβανικές και ελληνικές αρχές, αλλά και ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα), προσδιορίζουν την ταυτότητα ενός και μόνο προσώπου, δηλαδή του ιδίου (ενάγοντος). Ότι, ακολούθως, αυτός (ενάγων) απευθύνθηκε στο αρμόδιο Ληξιαρχείο του Δήμου Πειραιά και ζήτησε τη διόρθωση-συμπλήρωση της ληξιαρχικής πράξης γέννησης ως προς τα εσφαλμένα στοιχεία της ταυτότητάς του, εκθέτοντας ότι είναι το ίδιο πρόσωπο με τα στοιχεία που  ανωτέρω αναφέρθηκαν, πλην όμως του ζητήθηκε η προσκομιδή δικαστικής απόφασης, από την οποία να προκύπτει η ταυτοπροσωπία του, προκειμένου να προβούν στις αντίστοιχες μεταβολές των στοιχείων του, αμφισβητώντας ότι το ίδιο πρόσωπο έχει τα ανωτέρω ονόματα. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, επικαλούμενος ότι έχει άμεσο έννομο συμφέρον, γιατί, λόγω των αμφισβητήσεων τόσο της αρμόδιας Υπηρεσίας (ήτοι του Τμήματος Πολιτογράφησης του Νότιου Τομέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής) του πρώτου εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου (ήδη πρώτου εφεσίβλητου), όσο και της αρμόδιας Υπηρεσίας (ήτοι του Ληξιαρχείου) του δεύτερου εναγόμενου, Δήμου Πειραιά (ήδη δεύτερου εφεσίβλητου), υφίσταται βλάβη στα συμφέροντά του, αφού δεν δύναται να προχωρήσει η διαδικασία της αιτούμενης πολιτογράφησής του ως Έλληνα πολίτη, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο «…………» είναι το ίδιο πρόσωπο µε τον «…………». Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού έγινε δεκτό ότι η ως άνω αγωγή είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 58 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, απέρριψε αυτήν (αγωγή) ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ουσιαστικά συνιστούν ένα ενιαίο λόγο έφεσης αναγόμενο σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να  γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του.

ΙΙΙ. Από τα άρθρα 57 και 58 ΑΚ, με τα οποία προστατεύεται η προσωπικότητα, δηλαδή όλοι οι συντελεστές που συνιστούν την ατομικότητα του προσώπου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το όνομά του (βλ. Ι. Καράκωστας, Το  δίκαιο της προσωπικότητας, εκδ. 2012, σελ. 1180), θεμελιώνεται και το δικαίωμα αυτού που έχει περισσότερα ονόματα να αξιώσει την αναγνώριση της προσδιοριζόμενης με τα ονόματα αυτά ταυτότητάς του, έναντι εκείνου ο οποίος, αμφισβητώντας αυτήν, διατείνεται ότι κάθε ένα από τα ονόματα προσδιορίζει την ταυτότητα διαφορετικού προσώπου, ασκώντας κατά το άρθρο 70 του ΚΠολΔ σχετική αναγνωριστική αγωγή (ΑΠ 2109/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 896/1981 ΝοΒ 1982.448, βλ. Β. Βαθρακοκοίλης, Ερμηνευτική-Νομολογιακή ανάλυση ΚΠολΔ, τόμ. Α΄, άρθρο 70, αριθ. 48, σελ. 452, Ν. Νίκας σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, τόμ. Ι, άρθρο 70, αρ. 2 σελ. 154). Εξάλλου, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής η βεβαίωση ότι ορισμένο πρόσωπο είναι φορέας κάποιου ονόματος, εφόσον συνδέεται προς τη διάγνωση, ότι το πρόσωπο αυτό, με την εμφάνισή του στις συναλλαγές υπό παραλλαγμένο ονοματεπώνυμο, κατέστη δικαιούχος ή υπόχρεος στο πλαίσιο συγκεκριμένης έννομης σχέσης, οπότε υφίσταται και η απαιτούμενη προϋπόθεση του προς τούτο εννόμου συμφέροντος, όπως π.χ. για τη λήψη σύνταξης από οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης, ο οποίος προβάλλει αμφισβήτηση του φορέα ονομάτων (βλ. Β. Βαθρακοκοίλης, ό.π.). Τέλος, η διαφορά που προκύπτει από την προαναφερθείσα αμφισβήτηση είναι, σε κάθε περίπτωση, ιδιωτικού δικαίου και υπάγεται κατά το άρθρο 1 παρ. 1 περ. α` του ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων (ΑΠ 2109/2017 ό.π), ΝοΒ 30.448), η σχετική δε αναγνωριστική αγωγή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία και, ενόψει του αντικειμένου της, το οποίο δεν είναι χρηματικής αποτίμησης, υπάγεται στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (βλ. Β. Βαθρακοκοίλης, ό.π., άρθρο 70, αριθ. 71, σελ. 456).

  1. IV. Από τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον εκκαλούντα-ενάγοντα με αριθμό …../27.11.2017 ένορκη βεβαίωση της ………… ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, η οποία έχει ληφθεί κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ (όπως αυτά προστέθηκαν με το Ν. 4335/2015), κλήτευσης των αντιδίκων του (βλ. τις υπ’ αριθ. .. και …../22.11.2017 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, ………..), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι φυσικό τέκνο του ……….., Αλβανών υπηκόων, οι οποίοι τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στην Αλβανία την 23.2.1991. Αμέσως μετά, αυτοί μετανάστευσαν στην Ελλάδα, όπου γεννήθηκε ο ενάγων. Συγκεκριμένα αυτός γεννήθηκε την 4.11.1992 στον Πειραιά στο Νοσοκομείο Πειραιά ΤΖΑΝΕΙΟ. Για την γέννηση αυτή συντάχθηκε, την 6.11.1992, η σχετική (με αριθμό .., τόμος .., έτος 1992) ληξιαρχική πράξης γέννησης του Ληξίαρχου του Ειδικού Ληξιαρχείου του Δήμου Πειραιά, κατόπιν έγγραφης δήλωσης του Διευθυντή του ως άνω Νοσοκομείου. Ειδικότερα, κατά τη δήλωση αυτή της γέννησης του ενάγοντος στο Ειδικό Ληξιαρχείο Πειραιά, δηλώθηκε εσφαλμένα, από προφανή παραδρομή, το όνομα του πατέρα του, ως «…» αντί του ορθού «..» (..), όσο και το όνομα της μητέρας του, ως «….» αντί του ορθού «…» (…), με αποτέλεσμα τα ονόματα αυτά να αναγραφούν εσφαλμένα στην εν λόγω ληξιαρχική πράξη γέννησής του. Οι γονείς του ενάγοντος, οι οποίοι βρίσκονταν για μικρό χρονικό διάστημα στην Ελλάδα και δεν είχαν τότε νομιμοποιητικά έγγραφα, όταν ρωτήθηκαν στο νοσοκομείο για τα στοιχεία της ταυτότητάς τους, ανέφεραν, ως όνομα προσφώνησης της οικογένειάς τους, το «……», που ήταν το παρωνύμιο τους στην Αλβανία, δηλαδή το όνομα με το οποίο αυτοί ήταν γνωστοί εκεί, λόγω της συνήθειας του παππού του ενάγοντος (από την πατρική γραμμή) να καπνίζει ακατέργαστο καπνό με πίπα (σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο αντίγραφο της σχετικής σελίδας του ελληνοαλβανικού λεξικού, η αλβανική λέξη llulle στα ελληνικά σημαίνει «πίπα»), με αποτέλεσμα το όνομα αυτό, δηλαδή ….., να αναγραφεί εσφαλμένα από το προσωπικό του νοσοκομείου ως επώνυμο του πατέρα του και, συνακόλουθα και ως επώνυμο του ενάγοντος αντί του ορθού «…» (….). Η ως άνω εσφαλμένη δήλωση των γονέων του ενάγοντος έγινε με άγνοια των εννόμων συνεπειών που θα είχε αυτή για τη σύνταξη της ληξιαρχικής πράξης γέννησης του τέκνου τους, το οποίο αναγράφηκε με το επώνυμο «…». Πίστευαν δε τότε οι γονείς του ενάγοντος, ως αλβανοί υπήκοοι, ότι έννομες συνέπειες επέρχονται μόνο από τη δήλωση της γέννησης του τέκνου τους στις αρμόδιες αλβανικές αρχές, στην οποία (δήλωση) και πράγματι προέβησαν, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω. Επίσης, η μητέρα του ενάγοντος, αν και, μετά την τέλεση του γάμου της με τον πατέρα του, έλαβε το επώνυμό του, στην ανωτέρω ληξιαρχική πράξη γέννησης, καταχωρήθηκε ως επώνυμο αυτής, το πατρικό της επώνυμο, δηλαδή «….» (το οποίο η ίδια δήλωσε, πιστεύοντας ότι έπρεπε να αναφέρει το πατρικό της επώνυμο) αντί του ορθού «…, το γένος ….». Στη συνέχεια και συγκεκριμένα την 27.6.1993, ο ενάγων βαπτίσθηκε, σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στον Ιερό Ναό ………. στον Πειραιά, λαμβάνοντας το όνομα «….», το οποίο, κατόπιν της από 6.7.1993 δήλωσης του πατέρα του, αναγράφηκε από τον ίδιο ως άνω ληξίαρχο, στο περιθώριο της εν λόγω ληξιαρχικής πράξης γέννησης μαζί με τα λοιπά στοιχεία βάπτισης του ενάγοντος. Οι γονείς του τελευταίου πίστευαν τότε ότι το τέκνο τους προσφωνήθηκε με το όνομα αυτό (που είναι χριστιανικό) μόνο για να τελεσθεί το μυστήριο της βάπτισης, αγνοώντας (από βαριά, πάντως, αμέλειά τους) ότι αυτό το γεγονός θα επηρέαζε τα στοιχεία της ταυτότητάς του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι γονείς του ενάγοντος ενώπιον των αλβανικών αρχών δήλωναν πάντα το ως άνω τέκνο τους (και ήδη ενάγοντα) με το όνομα «…» (…) και με το επώνυμο … (….). Αυτό αποδεικνύεται από τα κατωτέρω έγγραφα των αλβανικών αρχών, που προσκομίζονται σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, και συγκεκριμένα: α) από το με αριθμό …./13.8.2012 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Ληξιαρχείου του Δήμου Αργυρόκαστρου Αλβανίας, στο οποίο, με βάση το εθνικό δημοτολόγιο ληξιαρχείων του έτους 2010, αναγράφεται ο ενάγων (που έχει καταχωρηθεί στο βιβλίο του ληξιαρχείου μαζί με τους γονείς του και τον μικρότερο αδελφό του) ως «… (…) … (….) του … (…) και της .. (…), γεννηθείς στον Πειραιά Ελλάδας την 4.11.1992», β) από το με αριθμό …./13.8.2012 πιστοποιητικό γέννησης του ενάγοντος, που εκδόθηκε από το Ληξιαρχείο του ίδιου ως άνω Δήμου, στο οποίο αυτός αναγράφεται με τα ίδια ακριβώς στοιχεία ταυτότητας που προαναφέρθηκαν και γ) από την υπ’ αριθ. πρωτ. …/4.1.2017 βεβαίωση του Ληξιαρχείου του Δήμου Αργυρόκαστρου Αλβανίας, με την οποία βεβαιώνεται ότι «ο Αλβανός υπήκοος ………, με όνομα πατρός … και όνομα μητρός …, γεννηθείς στις 4.11.1992, στο Πειραιά, Ελλάδα, κάτοχος του υπ’ αριθμ. ….. (αλβανικού) Διαβατηρίου, και ο Αλβανός υπήκοος ………, με όνομα πατρός … και όνομα μητρός …, γεννηθείς στις 4.11.1992, στον Πειραιά, Ελλάδα, κάτοχος του υπ’ αριθ. …, τόμος … του έτους 1992, πιστοποιητικού βάπτισης, είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο και στα δύο έγγραφα». Επίσης, αποδείχθηκε ότι σε όλα τα έγγραφα που εκδόθηκαν για τον ενάγοντα τόσο από τις αλβανικές αρχές (βλ. τα προαναφερθέντα πιστοποιητικά καθώς και το προσκομιζόμενο σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, αντίγραφο του ισχύοντος με αριθμό ……/12.11.2015 διαβατηρίου του, που εκδόθηκε από τις αλβανικές αρχές), όσο και από τις ελληνικές αρχές, τα στοιχεία ταυτότητας του ενάγοντος αναγράφονται ως «.. (…) … (…) του … (…) και της … (….), γεννηθείς στον Πειραιά Ελλάδας, την 4.11.1992» (βλ. α) την από 28.1.2010 βεβαίωση απόδοσης ΑΦΜ από την Γ΄ ΔΟΥ Πειραιά, β) την από 2.7.2010 βεβαίωση χορήγησης ΑΜΚΑ, γ) το με αριθμό …../4.1.2016 ειδικό δελτίο ταυτότητας ομογενούς, του Τμήματος Αλλοδαπών Πειραιά, δ) την με αριθμό …./15.12.2015 άδεια διαμονής του στην Ελλάδα ως ομογενής, που εκδόθηκε από το Τμήμα Αλλοδαπών Πειραιά, ε) την από 11.12.2015 προξενική θεώρηση, που εκδόθηκε από τις ελληνικές αρχές και στ) το υπ’ αριθ. πρωτ. …./28.2.2012 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Πειραιά, στο δημοτολόγιο του οποίου υπάρχει οικογενειακή μερίδα, λόγω της πολιτογράφησης του πατέρα του ενάγοντος, δηλαδή του ……….., ως Έλληνα πολίτη). Η κρίση του Δικαστηρίου για τα ανωτέρω περιστατικά, πέραν όλων των ως προσκομιζόμενων εγγράφων, ενισχύεται και από την προσκομιζόμενη ένορκη βεβαίωση της … (…) …. (….), η οποία, ως θεία του ενάγοντος (σύζυγος του αδελφού του πατέρα του), είχε άμεση γνώση για την αιτία των εσφαλμένων καταγραφών που έγιναν στην ληξιαρχική πράξη γέννησης αυτού. Ο ενάγων, περί το έτος 2014, αντελήφθη τα ανωτέρω σφάλματα στη ληξιαρχική πράξη γέννησής του, όταν, αφού ο πατέρας του (που είχε ελληνική καταγωγή) πολιτογραφήθηκε Έλληνας πολίτης, ο ίδιος απευθύνθηκε στο Τμήμα Πολιτογράφησης του Νότιου Τομέα, Πειραιώς και Νήσων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, προκειμένου να καταθέσει αίτηση πολιτογράφησης, οπότε του ζητήθηκε να προσκομίσει την ληξιαρχική πράξη γέννησής του, όπως και έπραξε. Η ως άνω αρμόδια υπηρεσία, λόγω των προαναφερόμενων καταγραφών στην εν λόγω ληξιαρχική πράξη γέννησης, αμφισβήτησε το γεγονός ότι ο «…………..» (όπως τα στοιχεία αυτά αναγράφονται στη ληξιαρχική πράξη γέννησης του ενάγοντος) και ο «…………..» (όπως τα στοιχεία αυτά αναγράφονται σε όλα τα υπόλοιπα έγγραφά του ενάγοντος τα εκδοθέντα από τις αλβανικές και ελληνικές αρχές, αλλά και ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα) προσδιορίζουν την ταυτότητα ενός και μόνο προσώπου, δηλαδή του ενάγοντος. Ακολούθως, αυτός απευθύνθηκε στο αρμόδιο Ληξιαρχείο του Δήμου Πειραιά και ζήτησε τη διόρθωση-συμπλήρωση της ληξιαρχικής πράξης γέννησής του ως προς τα εσφαλμένα στοιχεία της ταυτότητάς του, εκθέτοντας ότι είναι το ίδιο πρόσωπο με τα στοιχεία που ανωτέρω αναφέρθηκαν, πλην όμως του γνωστοποιήθηκε ότι απαιτείται να προσκομίσει δικαστική απόφαση, που θα διατάσσει τη διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης, προκειμένου, με βάση αυτήν, να προβούν στις αντίστοιχες μεταβολές των στοιχείων του, αμφισβητώντας ότι το ίδιο πρόσωπο, δηλαδή ο ενάγων, έχει τα ανωτέρω ονόματα. Στη συνέχεια, αυτός κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, την από 4.3.2014 αίτησή του, με την οποία ζήτησε τη διόρθωση της εν λόγω ληξιαρχικής πράξης γέννησής του ως προς α) το επώνυμό του, από «….» σε «….», β) το όνομα του πατέρα του, από «….» σε «….», γ) το όνομα της μητέρας του, από «….» σε «….» και δ) το όνομά του, από «….» σε «….». Με την (ήδη τελεσίδικη) υπ’ αριθ. 323/2015 απόφασή του (διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας), το ως άνω Δικαστήριο δέχτηκε εν μέρει την ως άνω αίτηση, κρίνοντας ότι, από παραδρομή, καταχωρήθηκε εσφαλμένα στην εν λόγω ληξιαρχική πράξη, το όνομα του πατέρα του ως «….» αντί του ορθού «…», και το όνομα της μητέρας του ως «….» αντί του ορθού «…», ενώ η αίτηση απορρίφθηκε ως προς τα λοιπά αιτήματά της με την αιτιολογία ότι, με αυτά, ζητείται από τον αιτούντα (ήδη ενάγοντα) η αυθεντική διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματός του, δηλαδή της αστικής του κατάστασης, πλην όμως τέτοια αιτήματα, που έχουν βασικά αναγνωριστικό περιεχόμενο, δεν μπορούν να δικασθούν με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας από το Ειρηνοδικείο, αλλά πρέπει να εισαχθούν προς εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία. Ακολούθως, ο ενάγων κατέθεσε νέα αίτηση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ήτοι την από 7.2.2017 αίτησή του, με την οποία ζήτησε πάλι τη διόρθωση της εν λόγω ληξιαρχικής πράξης γέννησής του ως προς α) το επώνυμό του καθώς και το επώνυμο του πατέρα του, από το εσφαλμένο «…» στο ορθό «…», β) το όνομά του, από «…» σε «.. (…), γ) το επώνυμο της μητέρας του, από «…» σε «…, το γένος ….» και δ) το όνομα του πατέρα του, από «….» σε «….» και το όνομα της μητέρας του, από «…..» σε «…». Η αίτηση, όμως, αυτή, με την υπ’ αριθ. 179/2017 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου (διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας) απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι, ενόψει της προγενέστερης 323/2015 απόφασης του ιδίου δικαστηρίου για την ίδια υπόθεση, δεν μπορεί να συζητηθεί νέα αίτηση του ίδιου διαδίκου για το ίδιο αντικείμενο και κατά την ίδια διαδικασία των άρθρων 741-781 ΚΠολΔ. Τέλος, λόγω των ανωτέρω αμφισβητήσεων τόσο της αρμόδιας Υπηρεσίας του πρώτου εναγομένου (ήτοι του Τμήματος Πολιτογράφησης του Νότιου Τομέα, Πειραιώς και Νήσων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής), όσο και της αρμόδιας Υπηρεσίας του δεύτερου εναγομένου (ήτοι του Ληξιαρχείου του Δήμου Πειραιά), ο ενάγων υφίσταται βλάβη στα συμφέροντά του, αφού δεν δύναται να προχωρήσει η διαδικασία της αιτούμενης πολιτογράφησής του ως Έλληνα πολίτη (ώστε η προς τούτο αίτησή του είτε να γίνει δεκτή είτε να απορριφθεί), με συνέπεια να έχει έννομο συμφέρον για την αιτούμενη με την αγωγή αναγνώριση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την ως άνω αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι δεν σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση ειδικά ως προς το δηλωθέν επώνυμο «……» (παρά το γεγονός ότι το ίδιο δικαστήριο, όλως αντιφατικά, στο σκεπτικό του δέχθηκε ότι «Ωστόσο, αυτά δεν ήταν τα μόνα σφάλματα που παρεισέφρησαν στην ανωτέρω ληξιαρχική πράξη, εφόσον αναγράφηκε εσφαλμένο επώνυμο πατέρα και τέκνου «……»…»), έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του μοναδικού λόγου της έφεσης του ενάγοντος.
  2. V. Κατόπιν αυτών, πρέπει η υπό κρίση έφεση, να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της. Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 31.7.2017 αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να αναγνωρισθεί ότι ο «………….» είναι το ίδιο πρόσωπο µε τον «… (….) … (….) του … (…) … (….) και της … (….) … (..), το γένος … (….)». Επίσης, λόγω της νίκης του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’ αυτόν του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατέθεσε με το με αριθμό κωδικού πληρωμής . ……../2018 ηλεκτρονικό παράβολο του Δημοσίου σε συνδυασμό με την από 19.11.2018 απόδειξη πληρωμής παραβόλου της Εθνικής Τράπεζας (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατόπιν του σχετικού αιτήματός του, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, μόνο ως προς το Ελληνικό Δημόσιο, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 19.11.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./2018) έφεση του …..

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ` αριθ. 4426/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 31.7.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./2017) αγωγής του ………

Δέχεται την ως άνω αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι ο «………..» είναι το ίδιο πρόσωπο µε τον «…….».

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος απ’ αυτόν παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει τους εναγόμενους-εφεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων-εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ, από το οποίο α) ποσό διακοσίων (200 ευρώ) βαρύνει το πρώτο εναγόμενο-εφεσίβλητο, Ελληνικό Δημόσιο και β) ποσό διακοσίων πενήντα (250) ευρώ βαρύνει τον δεύτερο εναγόμενο-εφεσίβλητο, Δήμο Πειραιά.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 16 Ιανουαρίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους, τον δικαστικό πληρεξούσιο ΝΣΚ του πρώτου εκ των εφεσιβλήτων και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των λοιπών διαδίκων.

 

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ