Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 114/2020

 Αριθμός     114/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 28/9/2018 (αριθ.καταθ. ………../2018) έφεση του ενάγοντος-εναγομένου ήδη εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθ. 3545/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθ. 592 παρ. 3, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθ. 19, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ούτε έχει παρέλθει διετία από την δημοσίευσή της (εκκαλουμένης απόφασης) που περάτωσε τη δίκη (άρθρα 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2014). Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.τελευταίο ΚΠολΔ.

Ο ενάγων, με την από 16/1/2018 (αριθ.καταθ. …./2018) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησε, να του ανατεθεί οριστικά η επιμέλεια του άρρενος ανηλίκου τέκνου του, που έχει αποκτήσει με την εναγομένη εν διαστάσει σύζυγό του, η οποία ασκεί προσωρινά την επιμέλεια αυτού (ανηλίκου τέκνου) δυνάμει της αναφερομένης αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων (1496/2017 απόφαση Μ.Πρ.Πειρ)  και μετά της οποίας αυτό (ανήλικο τέκνο) διαμένει, και να επιδικαστεί για λογαριασμό αυτού (ανηλίκου τέκνου) μηνιαία σε χρήμα διατροφή ποσού 200 ευρώ για το λόγο ότι στερείται περιουσίας και αδυνατεί να αυτοδιατραφεί άλλως να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο κατά τον αναφερόμενο σε αυτή (αγωγή) τρόπο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού απέρριψε ως απαράδεκτο το αίτημα της αγωγής περί επιδικάσεως μηνιαίας διατροφής στον ενάγοντα για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου του, απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την αγωγή ως προς το κύριο αίτημα της ανάθεσης της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στον ενάγοντα – πατέρα αυτού και δέχθηκε αυτή ως κατ’ ουσία βάσιμη ως προς το επικουρικό αίτημα της ρυθμίσεως του δικαιώματος επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο του και ακολούθως δέχθηκε εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την από 30/10/2017 αγωγή της εναγομένης – ενάγουσας, …………., και ανέθεσε οριστικά την επιμέλεια του ανηλίκου άρρενος αβάπτιστου ακόμη τέκνου στην ενάγουσα – εναγομένη μητέρα του και επιδίκασε σε αυτή (μητέρα ανηλίκου) για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων μηνιαία σε χρήμα διατροφή ποσού 170 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή η από 16/1/2018 υπό κρίση αγωγή του και να απορριφθεί η από 30/10/2017 αγωγή της εναγομένης – ενάγουσας.

Α) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514 και 1518 ΑΚ, συνάγεται, ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επί πλέον δε και την διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. Στην περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση δε της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας αυτών γίνεται από το δικαστήριο. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασής τους. Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον ένα ή τον άλλο από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. Στην δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχείο είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων (ΑΠ 952/2007). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, συνάγεται επίσης, ότι οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, ή πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στο πλαίσιο της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Αυτό δεν ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης. Τέλος, το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον έναν από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του, καθώς και οι τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου σχετικά με την επιμέλεια και τη διοίκηση της περιουσίας του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλειά του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής (ΑΠ 1910/2005, ΑΠ 317/2015, Εφ.Θεσσαλ. 1303/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Β) Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 του ΑΚ, προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση τους, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και αν τούτο έχει περιουσία, εφόσον όμως τα εισοδήματα από αυτήν ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρησή του έξοδα και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του (βλ. ΑΠ 416/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διατροφή προκαταβάλλεται σε χρήμα κάθε μήνα, εκτός αν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι να καταβληθεί με άλλο τρόπο. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη εκπαίδευσης και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Εκείνος ο γονέας ο οποίος έχει την επιμέλεια του τέκνου μπορεί να συνυπολογίσει καθετί που συνδέεται με την εξαιτίας αυτής πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του τέκνου καθώς και άλλες παροχές σε είδος, οι οποίες απορρέουν από τη συνοίκηση, η οποία, κατά κανόνα, συνοδεύει την επιμέλεια. Η αποτίμηση πάντως των ιδιαίτερων φροντίδων και παροχών του γονέα που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου είναι δυσχερείς (βλ.ΕφΑθ 4902/1995, ΕλλΔνη 37/1117, ΕΑ 10372/ΝοΒ 35/555). Για τον προσδιορισμό του προσήκοντος μέτρου της ανατροφής κατ’ αρχήν λαμβάνονται υπ’ όψιν και αξιολογούνται τα εισοδήματα των γονέων απ’ οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου. Συνθήκες ζωής νοούνται οι όροι διαβίωσης χωρίς να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις και η σπατάλη χρημάτων (βλ.ΕφΑθ 1984/2008, ΕλλΔνη 49/1099 – ΕΑ 15715/1998, ΝοΒ 38/80). Η διατροφή θα μειώνεται κάτω από το επίπεδο διαβίωσης του δικαιούχου, αν οι δυνατότητες του υπόχρεου είναι περιορισμένες και δεν επαρκούν (βλ.πρακτικά Συντ.Προσχ.και Αιτιολογική έκθεση σελ. 133 ΕΑ 4902/1995 ό.π). Εξάλλου, η κατά τα άνω υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους, βαρύνει αυτούς, κατά το άρθρο 1489 εδ.2 ΑΚ ,ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Για την αποτίμηση αυτών των δυνάμεων λαμβάνονται υπ’ όψη τα εισοδήματα και η περιουσία εκάστου γονέα, καθώς και οι δυνατότητες για προσωπική εργασία αυτών. Υπό την έννοια αυτή, ως δυνάμεις, λογίζονται οι εν γένει οικονομικές δυνατότητες, της οποίες, κατά τις αρχές της καλής πίστης (άρθρο 288 ΑΚ), διαθέτει ή είναι σε θέση να αναπτύξει ή να ποριστεί ο κάθε γονέας, με την κατάλληλη αξιοποίηση όχι μόνο του κεφαλαίου της περιουσίας του, αλλά και της εκάστοτε δυνατότητάς του για εργασία, που είναι πρόσφορη για την εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης διατροφής (ΑΠ 1507/2001 Δικ 44/1592, όπως και οι ΕφΠειρ 909/2005, ΕΑ 951/2004, ΕφΠειρ 155/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8716/2003 Δικ 2004/146, ΕφΛαρ 473/2003 ΝΟΜΟΣ και Κ. Γραμμένο, Δικ.Διατροφές Β΄ έκδοση, σελ. 52 επ.). Ο εναγόμενος γονέας, προς καταβολή ολοκλήρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ’ ένσταση, κατ’ άρθρο 262 ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, μικρότερη ή υπέρτερη σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε, με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα κατά το ποσό που αντιστοιχεί στις οικονομικές δυνατότητες και στη βάση αυτών στην υποχρέωση συνεισφοράς του άλλο γονέα (βλ. ΑΠ 416/2007 Δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ 370/2002, Δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σε περίπτωση μη υποβολής της ένστασης αυτής, δεν μπορεί το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την οικονομική δυνατότητα του άλλου γονέα και να κανονίσει, ανάλογα με τις δυνάμεις του κάθε γονέα, το επιδικαστέο σε βάρος του εναγομένου ποσό της διατροφής (ΑΠ 416/2007 ο.π). Όμως, σε περίπτωση που, σύμφωνα και με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνο το μέρος, το οποίο κατά την άποψη του ενάγοντος πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού και του άλλου γονέως (του εναγομένου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Τότε, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα εκατέρωθεν αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και δη ισχυρισμού στα πρακτικά ή τις προτάσεις του εναγομένου (ΕφΘεσσαλ. 1101/2002, Εφ.Θεσσαλ 1303/2019 ό.π).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, .. .. και …….., που εξετάσθηκαν μετά από πρόταση των διαδίκων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα προσαγόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους, ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εκτιμώμενες (άρθρο 340 ΚΠολΔ) χωριστά και σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αποδείξεις, ανάλογα με τον τρόπο της γνώσης και τον βαθμό της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρος, τις υπ’ αριθ. …./16.1.2018, …. και …./12.3.2018 ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά με επιμέλεια της ενάγουσας – εναγομένης και κατόπιν νομίμου κλητεύσεως του αντιδίκου (βλ. τις υπ’ αρ. ../10.1.2018 και ../7.3.2018 αντιστοίχως εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά, ………..), από τις υπ’ αρ. ., …/8.5.2013 ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, επιμελεία της εφεσίβλητης, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως του αντιδίκου (βλ. την υπ’ αρ. ../24.1.2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, ……….), η μη σύνταξη των οποίων κατά την πρωτόδικη δίκη και η προσκόμισή τους για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη, δεν οφείλεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε βαρειά αμέλεια, ούτε σε πρόθεση στρεψοδικίας (ΚΠολΔ 529 παρ. 2 εδ. τελευταίο), καθώς και από όλα χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για άμεση απόδειξη αλλά και για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 336 παρ. 3, 339, 395 και 529 ΚΠολΔ) καθώς και από την επισκόπηση των προσκομιζομένων φωτογραφιών των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρ. 444 παρ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στις 23/12/2015 στον Πειραιά και από το γάμο τους αυτό απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο, που γεννήθηκε στις 3/7/2016, ηλικίας κατά τον κρίσιμο χρόνο 20 μηνών. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά, διασπάστηκε στις 23/7/2017, με την αποχώρηση της ενάγουσας – εναγομένης από τη συζυγική οικία που βρίσκονταν στον έκτο πάνω από το ισόγειο όροφο επί της οδού ……..). Έκτοτε αυτή (ενάγουσα – εναγομένη) διαμένει με το ανήλικο τέκνο τους στην οικία των γονέων της που βρίσκεται στον ίδιο ως άνω τόπο (…………) σε άλλο όροφο της πολυκατοικίας. Με την υπ’ αρ. 1496/2017 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ανατέθηκε προσωρινά σε αυτή (ενάγουσα – εναγομένη) η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, επιδικάστηκε μηνιαία διατροφή για λογαριασμό του ανηλίκου το ποσό των 130 ευρώ και διατάχθηκε η παραχώρηση σε αυτή (ενάγουσα – εναγομένη) των κινητών πραγμάτων που κρίθηκαν απαραίτητα για τη χωριστή εγκατάστασή της και με την υπ’ αρ. 404/2018 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του ιδίου ως άνω δικαστηρίου ρυθμίστηκε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του ενάγοντος με το ανήλικο τέκνο του. Με την από 24/8/2017 (αριθ.καταθ. ………./2017) αγωγή διαζυγίου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η ενάγουσα – εναγομένη ζητεί την λύση του γάμου της με τον ενάγοντα – εναγόμενο εν διαστάσει σύζυγό της και ακολούθως με την υπ’ αριθ. 5100/22.11.2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, άρθηκε η διαφωνία των διαδίκων ως προς την ονοματοδοσία του άρρενος τέκνου του και ορίστηκε το όνομα αυτού «….», κατά παραδοχή της από 1//1/2018 αγωγής αυτής (ενάγουσας – εναγομένης) και απόρριψη ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη της από 13/3/2018 αγωγής του ενάγοντος, γεγονότα που καταδεικνύουν έντονα συγκρουσιακές καταστάσεις, προστριβές και παντελή έλλειψη συνεννόησης για τα προβλήματα που ανέκυψαν και από τη διάσπαση του έγγαμου βίου αυτών (διαδίκων). Ο ανήλικος …., ο οποίος διανύει την νηπιακή ηλικία διαμένει, όπως προαναφέρθηκε από την έναρξη της διαστάσεως των γονέων του, με την μητέρα του και έχει πρωτίστως ανάγκη της μητρικής φροντίδας και στοργής. Η θαλπωρή αυτή και η σχέση του με την μητέρα του κατά την ηλικία που διανύει ο ανήλικος ….. είναι απολύτως αναγκαία για την υγιή και ομαλή ψυχική, σωματική, πνευματική και συναισθηματική του ανάπτυξη, που δεν μπορεί να αναπληρωθεί είτε από τις φροντίδες και το ενδιαφέρον του πατέρα του και των γονέων του, οι οποίοι ανεξάρτητα από την αγάπη τους, δεν δύναται να εξοβελίσουν την εγγενή ψυχική του ανάγκη να απολάβει την μητρική του αγάπη. Η ενάγουσα – εναγομένη από τον χρόνο που ανέλαβε την επιμέλεια του τέκνου της παρέχει σε αυτό την αγάπη, τη στοργή και τη θαλπωρή της, ενεργώντας με σύνεση, αίσθημα ευθύνης και ωριμότητας, ασχολούμενη ενεργά, ουσιωδώς, συστηματικά με ιδιαίτερη επιμέλεια και υπευθυνότητα με την καθημερινή του φροντίδα και ανατροφή, συμπεριλαμβανομένου και του θηλασμού του ανηλίκου στο χώρο εργασίας της, που προάγεται και προστατεύεται από την Ελληνική και Διεθνή Νομοθεσία (Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, άρθ. 9, ΕΣΔΑ αρθ. 8 πρ.α «σεβασμός οικογενειακής ζωής» Ν. 4316/2014) και ο οποίος συνδέεται με πλεονεκτήματα. Έχει διαμορφώσει το απαραίτητο περιβάλλον για την διαβίωση και ανάπτυξη του ανηλίκου υπό άνετες, ήρεμες και σταθερές συνθήκες, που συμβάλει και προάγει την ανάπτυξη του ανήλικου ….. (σωματική, ψυχική, ηθική, διανοητική). Η εργασία της μητέρας ως βιολόγου στο Νοσοκομείο ΤΖΑΝΕΙΟ δεν αποστερεί από αυτήν τον αναγκαίο και πολύτιμο χρόνο για την αυτοπρόσωπη φροντίδα και ανατροφή του ανηλίκου υιού της, ούτε άλλωστε η εργασία αυτής (μητέρας ανηλίκου) συνιστά κακή άσκηση της γονικής μέριμνας αντίθετη στο συμφέρον αυτού (ανηλίκου). Αντίθετα, αποδεικνύεται σταθερότητα συνθηκών ανάπτυξης του ανηλίκου σε περιβάλλον κατάλληλο για την εν γένει ανάπτυξή του, συνεπικουρούμενη από το υποστηρικτό οικογενειακό της περιβάλλον, ήτοι τους γονείς της, οι οποίοι αναπληρώνουν την παρουσία της κατά τις ώρες εργασίας της. Εξάλλου, ούτε ο ενάγων – εναγόμενος επικαλείται συγκεκριμένα και σαφή περιστατικά ακαταλληλότητας της μητέρας ως προς την ορθή άσκηση του λειτουργήματος της επιμέλειας του ανηλίκου, τέτοια δε δεν συνιστά η εργασία της, ο ενδεικνυόμενος χρόνος παροχής αυτής καθώς και ο ιατρικά και παιδαγωγικά ενδεικνυόμενος θηλασμός του ανηλίκου τέκνου τους, που συμβάλλει στην υγιή, ψυχοσωματική ανάπτυξη και εν γένει εξέλιξη αυτού. Συνεπώς, το Δικαστήριο δίχως να παραβλέπει την αγάπη αμφοτέρων των διαδίκων γονέων προς το τέκνο τους, αλλά με αποκλειστικό γνώμονα το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου, όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές ανάγκες του, η ηλικία, καθώς και οι προσωπικές ιδιότητες των διαδίκων, κρίνει ότι πρέπει να ανατεθεί στην ενάγουσα αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειας του. Και τούτο, διότι κρίνει ότι η έμφυτη ανάγκη κάθε νηπίου για την μητρική στοργή στο ευαίσθητο αυτό σημείο της νηπιακής ηλικίας δεν δύναται να αντικατασταθεί από τις φροντίδες του πατέρα του και των γονέων του, αφετέρου δε άγεται στην κρίση ότι παρέχει η διάδικος μητέρα όλα τα εχέγγυα για τη σωστή ανατροφή, διαπαιδαγώγηση όπως και ορθή ψυχοσωματική και συναισθηματική ανάπτυξή του, ως καταλληλότερη βάσει των συνθηκών διαβιώσεως της, του χρόνου και της δυνατότητάς της για αποκλειστική απασχόληση με αυτό, αλλά και ως ικανής και κατάλληλης από άποψη σωματικής, ψυχικής υγείας και συναισθηματικής ωριμότητας, στη διαπαιδαγώγηση του τέκνου. Σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως και ανέθεσε στην ενάγουσα – εναγομένη μητέρα του αποκλειστικά την επιμέλεια του ανηλίκου, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο σχετικός λόγος της έφεσης του εναγομένου – ενάγοντος, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο πατέρας του ανήλικου …… μετά την οριστική διακοπή της έγγαμης συμβίωσης επιδεικνύει ενδιαφέρον για αυτό (ανήλικο τέκνο του) και αυτονόητο μετά ταύτα, τυγχάνει το δικαίωμά του για προσωπική επικοινωνία με αυτό. Εξάλλου η επικοινωνία αυτού με το ανήλικο τέκνο του επιβάλλεται και είναι βέβαιο ότι θα συμβάλλει στη δημιουργία μεταξύ τους ισχυρού ψυχικού και συναισθηματικού δεσμού και την ορθή διαπαιδαγώγησή του. Η επικοινωνία όμως του πατέρα με το τέκνο του πρέπει να ρυθμιστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προσαρμοστεί αυτό ομαλά, ενόψει και της νηπιακής ηλικίας του, στις νέες συνθήκες επικοινωνίας. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο, με αποκλειστικό γνώμονα το καλώς εννοούμενο συμφέρον του ανηλίκου, άγεται στην κρίση ότι το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας του πατέρα με το ανήλικο τέκνο του πρέπει να ρυθμιστεί ως ακολούθως: 1)Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, από ώρα 17.00΄ έως ώρα 20.00΄, 2)κάθε πρώτο και τρίτο Σαββατοκύριακο εκάστου μηνός, από ώρα 10.00΄ π.μ έως ώρα 14.30΄ του Σαββάτου και από ώρα 10.00΄ π.μ έως ώρα 14.30΄ της Κυριακής, 3)κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και Νέου Έτους, κατά τα έτη που λήγουν σε περιττό (μονό) αριθμό από ώρα 11.00΄ π.μ της 24ης Δεκεμβρίου έως ώρα 20.00΄ της 26ης Δεκεμβρίου, κατά δε τα έτη που λήγουν σε άρτιο (ζυγό) αριθμό από ώρα 11.00΄ π.μ της 30ης Δεκεμβρίου έως ώρα 20.00΄ της 1ης Ιανουαρίου του νέου έτους, 4)κατά τις εορτές του Πάσχα, κατά τα έτη που λήγουν σε περιττό (μονό) αριθμό, από ώρα 11.00΄ π.μ της Μεγάλης Πέμπτης, έως ώρα 20.00΄ της Κυριακής του Πάσχα, κατά δε τα έτη που λήγουν σε άρτιο (ζυγό) αριθμό, από ώρα 11.00΄ π. της Δευτέρας της Διακαινησίμου έως ώρα 20.00΄ της Πέμπτης της Διακαινησίμου και 4) κατά τις θερινές διακοπές επί δεκαπέντε (15) συνεχόμενες ημέρες, και δη κατά τα έτη που λήγουν σε περιττό (μονό) αριθμό από ώρα 10.00΄ της 1ης Ιουλίου έως ώρα 19.00΄ της 15ης Ιουλίου και κατά τα έτη που λήγουν σε άρτιο (ζυγό) αριθμό από ώρα 10.00΄ της 1ης Αυγούστου έως ώρα 19.00΄ της 15ης Αυγούστου, εκτός αν υπάρξει διαφορετική συνεννόηση των διαδίκων, λαμβανομένων υπόψη των επαγγελματικών υποχρεώσεών τους. Ο πατέρας θα παραλαμβάνει το τέκνο του από την κατοικία της μητέρας του και θα το επιστρέφει στο ίδιο μέρος, προσωπικά ο ίδιος. Ο τρόπος αυτός επικοινωνίας, κρίνεται από το Δικαστήριο ως πλέον κατάλληλος και ανταποκρίνεται στο συμφέρον του ανηλίκου, ενώ συγχρόνως παρέχει στον πατέρα τη δυνατότητα άμεσης γνώσης για την ανάπτυξη του τέκνου του και παρακολούθηση της εν γένει ανάπτυξής του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Αναφορικά με την διατροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, από την δέουσα αξιολόγηση των αυτών ως άνω αποδεικτικών στοιχείων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Το ανήλικο τέκνο των διαδίκων αδυνατεί να διαθρέψει τον εαυτό του, αφού δεν έχει δική του περιουσία ούτε εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή και επί πλέον, δεν έχει τη δυνατότητα, λόγω της ηλικίας του να εργαστεί. Ως εκ τούτου κατά το ένδικο χρονικό διάστημα έχει αξίωση διατροφής και από τους δύο γονείς του, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητές τους (άρθρ. 1489 εδ.β΄ ΑΚ). Ο ενάγων – εναγόμενος, ήδη εκκαλών, είναι δημόσιος υπάλληλος και ειδικότερα εργάζεται ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης με την ειδικότητα του βιολόγου, με καθαρές μηνιαίες αποδοχές ανερχόμενες σε 938,96 ευρώ. Είναι κύριος ενός ισογείου διαμερίσματος που βρίσκεται επί της οδού …….. αριθ. …….., στο οποίο διαμένει από τον Απρίλιο 2018, συναγομένου τούτου και από την λήξη της μισθώσεως της πρώην συζυγικής οικίας επί της οδού …….., την 31/3/2018 (βλ.το από 1/4/2016 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου). Συνεπώς δεν βαρύνεται με δαπάνη μισθώματος, παρά μόνο με τις λειτουργικές δαπάνες της οικίας (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, τηλέφωνο, κοινόχρηστα). Είναι επίσης κύριος Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, μάρκας ROVER, κυβισμού 1.588cc έτους πρώτης κυκλοφορίας 2003, το οποίο χρησιμοποιεί για τις μετακινήσεις του και επιβαρύνεται με τις συνήθεις δαπάνες λειτουργίας και συντήρησής του. Αυτός (ενάγων – εναγόμενος) βαρύνεται, με ληξιπρόθεσμη και απαιτητή οφειλή ύψους 1.259,08 ευρώ στην Τράπεζα «….» προερχόμενη από πιστωτική κάρτα, με οφειλή ύψους 239,95 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας, και οφειλή ύψους 6.670,78 (καταβλητέες σε μηνιαίες δόσεις) στην «ΤΡΑΠΕΖΑ ..» προερχόμενες από δάνεια που έλαβε, που δεν προαφαιρούνται από τα εισοδήματά του, απλώς λαμβάνονται υπόψη ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας της περιουσίας του, η οποία μειώνεται κατά το αντίστοιχο ποσό, καθώς και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσης του και ως επιπλέον βιοτική του ανάγκη. Λοιπές υποχρεώσεις (χρέη ληξιπρόθεσμα και απαιτητά κατά τον κρίσιμο χρόνο προς Τραπεζικά Ιδρύματα ή Δ.Ο.Υ) δεν αποδείχθηκε ότι βαρύνουν τον υπόχρεο ενάγοντα – εναγόμενο, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ζητείται η διατροφή. Κατά τα λοιπά οι δαπάνες διαβιώσεώς του είναι οι συνήθεις ανδρών αντίστοιχης με αυτόν ηλικίας και οικονομικής καταστάσεως. Άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει ο ενάγων – εναγόμενος, ο οποίος δεν βαρύνεται κατά νόμο με τη διατροφή άλλων προσώπων πλην του ανήλικου υιού του. Η εναγομένη – ενάγουσα, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα της ασκούσας οριστικά την επιμέλεια του ανηλίκου υιού της, είναι δημόσια υπάλληλος και εργάζεται ως βιολόγος στο Ανοσολογικό Εργαστήριο του Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ» με σταθερό ωράριο από «ώρα 8.30 πρωϊνή έως ώρα 15:30 μεσημβρινή) με καθαρές μηνιαίες αποδοχές ανερχόμενες σε 1.190 ευρώ. Είναι συγκυρία κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου μιας εξοχικής οικίας επιφανείας μ.τ 70 (κυρίων χώρων) και 70 τ.μ βοηθητικών χώρων που βρίσκεται στην .. Αττικής, την οποία χρησιμοποιεί με το ανήλικο τέκνο της για παραθερισμό και η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό των οικονομικών  της δυνατοτήτων. Έχει επίσης στην κυριότητά της Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, μάρκας OPEL, κυβισμού 1364cc, έτους πρώτης κυκλοφορίας 2004, το οποίο χρησιμοποιεί για τις μετακινήσεις της και επιβαρύνεται με τις συνήθεις δαπάνες λειτουργίας και συντήρησής του. Καταθέσεις συγκεκριμένων χρηματικών ποσών κυριότητας αυτής (εναγομένης – ενάγουσας) σε Ελληνικά Τραπεζικά Ιδρύματα εκ των οποίων να αποκομίζει τόκους, δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Αυτή (εναγομένη) διαμένει με το ανήλικο τέκνο της, από τον Ιούνιο 2018 σε διαμέρισμα που έχει παραχωρήσει σε αυτή η μητέρα της – κυριότητάς της, επί της οδού ………….. και έτσι δεν βαρύνεται με δαπάνη μισθώματος, παρά μόνο με τις λειτουργικές δαπάνες της οικίας (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, τηλέφωνο, κοινόχρηστα). Κατά τα λοιπά οι δαπάνες διαβίωσής της είναι οι συνήθεις γυναικών αντίστοιχης με αυτήν ηλικίας και οικονομικής καταστάσεως. Άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει η εναγομένη – ενάγουσα, η οποία δεν βαρύνεται με κατά νόμο διατροφή άλλου προσώπου πλην του ανήλικου υιού της. Περαιτέρω, το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, …., που γεννήθηκε την 3/7/2016, διαμένει, όπως προεκτέθηκε με την ενάγουσα μητέρα του στο προαναφερόμενο διαμέρισμα κυριότητάς της εκ μητρός γιαγιά του, συμμετέχοντας στα λειτουργικά έξοδα της κατοικίας τους κατά το μέρος που του αναλογεί, και από τον Σεπτέμβριο 2012 φοιτά στον Ιδιωτικό Παιδικό Σταθμό «…………» με μηνιαία δίδακτρα ανερχόμενα σε 260 ευρώ. Οι λοιπές δαπάνες διαβιώσεώς του, όπως τροφής, ένδυσης, υπόδησης, ψυχαγωγίας, ανατροφής, εκπαίδευσης, παραθερισμού, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, είναι οι συνήθεις δαπάνες διαβίωσης τέκνων της ιδίας με αυτό νηπιακής ηλικίας και περιουσιακής κατάστασης των γονέων του. Με βάση επομένως τις ως άνω οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις, η κατά μήνα διατροφή του ανήλικου υιού των διαδίκων …. κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ανέρχεται στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ. Το ποσό αυτό είναι ανάλογο με τις ανάγκες του, όπως προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του (ηλικία, τόπος κατοικίας, οικονομικές δυνατότητες των γονέων του, ΑΠ 541/2015, ΑΠ 833/2009) και ανταποκρίνεται στα απαραίτητα έξοδα για τη συντήρηση, τη διατροφή, την ψυχαγωγία, την εκπαίδευση, την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη και την αναλογία συμμετοχής του στις λειτουργικές δαπάνες της οικίας που διαμένει με τη μητέρα του. Στο ποσό αυτό συνυπολογίζεται και η προσφορά της προσωπικής εργασίας και απασχολήσεως της εναγομένης – ενάγουσας για την περιποίηση και φροντίδα του, που είναι αποτιμητή σε χρήμα. Από το παραπάνω ποσό ο εναγόμενος ήδη εκκαλών, κατόπιν συνεκτιμήσεως όλων των ανωτέρω, σύμφωνα με τις οικονομικές του δυνατότητες, είναι σε θέση να καταβάλλει για το επίδικο διετές χρονικό διάστημα από της επιδόσεως της αγωγής της ενάγουσας στην τελευταία (ενάγουσα – εναγομένη) για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου του …., ως τακτική μηνιαία διατροφή, το ποσό των 170 ευρώ. Το ποσό αυτό οφείλει και δύναται να καταβάλλει ο εναγόμενος, ως συμμετοχή του και μέρος της ανάλογη διατροφής του ανηλίκου υιού του, με μέτρο τις ανάγκες του τέκνου του. Το υπόλοιπο ποσό της δικαιούμενης διατροφής του ανηλίκου οφείλει να το καλύψει η εναγομένη – ενάγουσα. Ο επιμερισμός αυτός μεταξύ των γονέων, γίνεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σύμφωνα προς τα εκατέρωθεν αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά καθώς η επίκληση διαφορετικής αναλογίας – συμμετοχής στις ανάγκες διατροφής του ανηλίκου από την επικαλουμένη στην αγωγή συνιστά άρνηση και όχι ένσταση (Εφ.Πειρ. 476/2016, Εφ.Πειρ. 749/2014, Εφ.Αθ. 856/2010). Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, αναφορικά: α)με την ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην ενάγουσα – εναγομένη μητέρα του, β) τον καθορισμό του τρόπου επικοινωνίας του ενάγοντος – εναγομένου πατέρα με τον ανήλικο υιό του και γ) ότι το σύνολο της απαιτούμενης ανάλογης διατροφής του ανηλίκου τέκνου ανέρχεται σε 350 ευρώ και υποχρέωσε τον εναγόμενο ήδη εκκαλούντα να καταβάλλει, ως συμμετοχή του στη διατροφή του ανηλίκου υιού του ……, το ποσό των 170 ευρώ μηνιαίως κατά το ένδικο χρονικό διάστημα της διετίας από την επίδοση της από 30/10/2017 αγωγής, κατέληξε στα ίδια ως άνω συμπεράσματα και 1) απέρριψε ως κατ’ ουσία αβάσιμη την από 16/1/2018 αγωγή του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος ως προς το κύριο αίτημα ανάθεσης της επιμέλειας του ανηλίκου στον ίδιο και δέχθηκε αυτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς το επικουρικό αίτημα της ρυθμίσεως της επικοινωνίας του με τον ανήλικο υιό του και 2) δέχθηκε ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την από 30/10/2017 αγωγή της ενάγουσας – εναγομένης, ανέθεσε σε αυτήν αποκλειστικά την επιμέλεια του ανήλικου υιού της …, και υποχρέωσε τον εναγόμενο, να καταβάλλει, ως συμμετοχή του στη διατροφή του ανηλίκου ….. το ποσό των 170 ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επίδοση της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε όλες τις διατάξεις και ορθά επίσης, εκτίμησε τις αποδείξεις και οι αντίστοιχοι λόγοι της κρινόμενης έφεσης του ενάγοντος – εναγομένου ήδη εκκαλούντος, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και ακολούθως, η έφεσή του, στο σύνολό της, ως αβάσιμη, στην ουσία της. Ο εκκαλών πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του (άρθ. 106, 176, 183, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 28/9/2018 (αριθ.καταθ. ………/2018) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3545/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και τα ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  11 Φεβρουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ