Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 703/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ – ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  703/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, ………….. και Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

  1. I. Η κρινόμενη από 25.7.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………. και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………. έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 2560/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 29.6.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………. αγωγή της, σε βάρος της εναγομένης εταιρείας, ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, μήτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της [άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ], αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1 και 517 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.
  2. II. Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα ναυτική εταιρεία, εξέθεσε στην από 29.6.2016 αγωγή της ότι δυνάμει του υπ’αριθμ. …………. αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Μαρίας Νάκου, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής, ως πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία φορτηγού-οχηματαγωγού πλοίου «Μ.» και της εναγομένης εταιρείας, πώλησε και παρέδωσε κατά κυριότητα σ’αυτήν το ανωτέρω πλοίο, που μετονομάστηκε «Τ.», αντί τιμήματος 1.000.000 ευρώ, εκ του οποίου καταβλήθηκε το ποσό των 300.000 ευρώ και το υπόλοιπο πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε 18 ισόποσες άτοκες μηνιαίες δόσεις, εκάστης ποσού 38.888,88 ευρώ, καθώς επίσης ότι η αγοραπωλησία τελεί υπό την διαλυτική αίρεση μη αποπληρωμής τεσσάρων δόσεων, συνολικού ποσού 155.555,52 ευρώ, κατά ρητό όμως όρο, το δικαίωμα εξ αυτής δεν δύναται να ασκηθεί από την πωλήτρια, εφόσον έχει εξοφληθεί  το 75% της οφειλής, δηλαδή για οφειλόμενο πιστούμενο υπόλοιπο ποσό 175.000 ευρώ, ακόμη και αν είναι η αγοράστρια υπερήμερη ως προς την καταβολή του. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι η εναγομένη δεν έχει καταβάλει επτά δόσεις συνολικού ποσού 272.222,16 ευρώ, παρά τις σχετικές οχλήσεις της, ούτως ώστε να πληρωθεί η διαλυτική αίρεση με αποτέλεσμα την αναστροφή της πώλησης, την ανατροπή των αποτελεσμάτων της και την επαναμεταβίβαση της κυριότητας του πωληθέντος πλοίου στην ενάγουσα. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε: α) να αναγνωριστεί η υπερημερία της εναγομένης και η πλήρωση όλων των όρων της διαλυτικής αίρεσης της αγοραπωλησίας και ως εκ τούτου, η ανατροπή των αποτελεσμάτων της πώλησης και η αυτοδίκαιη επάνοδο της κυριότητας του επίδικου πλοίου στην ενάγουσα, β) διαταχθεί η εναγομένη, με απειλή χρηματικής ποινής, να συνδράμει στην επαναμεταβίβαση του πλοίου προσκομίζοντας όλα τα απαραίτητα έγγραφα και να διαταχθεί κάθε δημόσια αρχή (Δ.Ο.Υ. Πλοίων, Νηολόγιο κ.αλ.) να προβεί στις νόμιμες προς τούτο ενέργειες.

III. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού απορρίφθηκε, αφενός το αίτημα να αναγνωρισθεί η υπερημερία της εναγομένης, ως μη νόμιμο, αφού η διαπίστωση της, ως στοιχείο της ιστορικής βάσης της, δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο αυτοτελούς αναγνωριστικής αγωγής και αφετέρου, το δεύτερο ως άνω αίτημα, προεχόντως, ως απαράδεκτο ελλείψει εννόμου συμφέροντος, κρίθηκε κατά τα λοιπά νόμιμη η αγωγή και ακολούθως, αφού απορρίφθηκε, ως μη νόμιμη, η ένσταση περί μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος κατά την θεμελίωση της στο ότι το πωληθέν δεν είχε τις συνομολογημένες ιδιότητες, εφόσον δεν ήταν ελεύθερο βαρών/χρεών,  με την αιτιολογία ότι η προβολή της εν λόγω ένστασης προϋποθέτει καταψηφιστική αγωγή, έγινε δεκτό ότι η εναγομένη είναι υπερήμερη, ως προς την καταβολή επτά δόσεων, συνολικού ποσού 172.232 ευρώ, πλην όμως η ενάγουσα δεν μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα της εκ της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης, διότι το οφειλόμενο ποσό είναι μικρότερο του τεθέντος ορίου των 175.000 ευρώ και απέρριψε την αγωγή, ως ουσία αβάσιμη.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση της η ηττηθείσα ενάγουσα για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης της, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της.

  1. IV. Κατά το άρθρο 202 του Α.Κ., “αν με τη δικαιοπραξία εξαρτήθηκε η ανατροπή των αποτελεσμάτων της από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση διαλυτική), μόλις συμβεί το γεγονός αυτό παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση”. Ενόψει της διατάξεως αυτής, ο διαλυτικός όρος που περιέχεται στη σύμβαση πωλήσεως και μεταβιβάσεως της κυριότητος κινητού ή ακινήτου, σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση που ο αγοραστής, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση για ορισμένη, εντός τακτής προθεσμίας ενέργεια, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην καταβολή του πιστωθέντος τιμήματος, δεν προέβη στην εκπλήρωση αυτής, θα εκπίπτει από κάθε δικαίωμα του που απορρέει από την πώληση και το πωληθέν θα καθίσταται αναγόραστο και θα επιστραφεί χωρίς άλλη διατύπωση στην κυριότητα του πωλητή, αποτελεί αναμφίβολα παρεμβολή στη σύμβαση, διαλυτικής αιρέσεως, υπό την οποία τελεί τόσο η κατά το άρθρο 1033 του Α.Κ. συμφωνία για τη μεταβίβαση της κυριότητος, όσο και η ενοχική δικαιοπραξία της πωλήσεως, η οποία αποτελεί, κατά την ανωτέρω διάταξη, την νόμιμη αιτία της μεταβιβάσεως. Όταν δε η διαλυτική αυτή αίρεση πληρωθεί, διότι παρήλθε άπρακτη η προθεσμία εντός της οποίας ώφειλε να ενεργήσει ο αγοραστής, τότε, κατά τη βούληση των μερών, που σαφώς εκφράστηκε και είναι σύμφωνη με τα οριζόμενα στην προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 202 Α.Κ., ανατρέπεται η όλη σύμβαση τόσο κατά την ενοχική όσο και κατά την εμπράγματη ενέργεια της, υπό την έννοια ότι παύει αυτή να ισχύει με την επέλευση του αιρετικού γεγονότος και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγουμένη κατάσταση, άρα και η κυριότητα στον πωλητή, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργεια του. (ΑΠ 1361/2017 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1616/2014 ΧρΙΔ 2015, 185, ΑΠ 629/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 374 ΑΚ παρ. 1 Α.Κ., ο υπόχρεος από αμφοτεροβαρή σύμβαση έχει δικαίωμα να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής για όσο χρόνο ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώνει ή δεν προσφέρει την αντιπαροχή (ένσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης), εκτός αν έχει υποχρέωση να εκπληρώσει πρώτος. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί συνέπεια της αρχής της αλληλεξάρτησης των παροχών, η οποία διέπει τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, όπως είναι και η πώληση (513 επ. ΑΚ), προκύπτει ότι παροχή και αντιπαροχή, βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση λειτουργικής εξάρτησης, τόσο ως προς τη γένεση όσο και ως προς την εξέλιξη των περί παροχής και αντιπαροχής υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών, έτσι ώστε και οι δύο συμβαλλόμενοι να υποχρεούνται να εκτελέσουν ταυτόχρονα τη βαρύνουσα καθένα από αυτούς παροχή, αν δε ο ένας από τους συμβαλλομένους ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να εκπληρώσει εκείνος πρώτος την παροχή, θα αποκρουστεί με την ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, σκοπός της οποίας είναι ο εξαναγκασμός και των δύο σε ταυτόχρονη εκπλήρωση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 378 ΑΚ. Όμως η ένσταση αυτή του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος έχει έδαφος εφαρμογής μόνον, όταν δεν δημιουργείται υποχρέωση για κανένα από τους συμβαλλομένους, είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο, σε προεκπλήρωση της παροχής. Αν υπάρχει υποχρέωση σε προεκπλήρωση της παροχής, η διάταξη του άρθρου 374 ΑΚ δεν εφαρμόζεται, εκτός αν η γενόμενη από τον υπόχρεο προεκπλήρωση είναι ελλιπής ή πλημμελής, οπότε ο αντισυμβαλλόμενος που την αποδέχθηκε, έχει την ένσταση της μη προσήκουσας εκπλήρωσης της παροχής. Σε περίπτωση σύμβασης πώλησης, στην οποία υπάρχει ρήτρα για προεκπλήρωση της παροχής, εάν υπόχρεος είναι ο ενάγων πωλητής και ζητεί από τον αντισυμβληθέντα εναγόμενο αγοραστή την καταβολή του τιμήματος, ο τελευταίος μπορεί να προτείνει εναντίον του την ένσταση της συμφωνημένης προεκπλήρωσης των υποχρεώσεων του από τη σύμβαση πώλησης, η παραδοχή της οποίας συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής (ΑΠ 2208/2013 ΧρΙΔ 2014, 426, ΑΠ 1852/2009, ΑΠ 1855/2009).

  1. V. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’αριθμ. …… αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Νάκου-Μανίσαλη, σε εκτέλεση του από 13.11.2013 προσυμφώνου, που καταρτίστηκε μεταξύ της εδρεύουσας στην ……………. ενάγουσας ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», ως πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία φορτηγού-οχηματαγωγού πλοίου «Μ.», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ……… και ΙΜΟ ………, κ.ο.χ. 1517,80, oλικού μήκους 124,20μ. και πλάτους 19,20μ., έτους κατασκευής 1971 και μετασκευής 1990, με ισχύ μηχανών 2 ΜΕΚ, τύπου προωστήριων μηχανών LIΝDΗΟLΜΕΝ SΕΜI-ΡIΕLSTICΚ 8ΡC2L-400 ιπποδύναμης 2 Χ 4000 ΒΗΡ, 8000 ΒΗΡ/520RΡΜ και της εναγομένης ναυτικής εταιρείας «…. .» (…………), που εδρεύει στον …………, η πρώτη πώλησε και μεταβίβασε, κατά πλήρη κυριότητα, στην δεύτερη το ανωτέρω πλοίο, που μετονομάστηκε την ίδια ημέρα σε «Τ.», αντί τιμήματος 1.000.000 ευρώ και κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες, που περιλαμβάνονται στην ανωτέρω σύμβαση αγοραπωλησίας. Από την καταχώρηση της ανωτέρω εκποιητικής δικαιοπραξίας στο νηολόγιο, η εναγομένη το νέμεται και το κατέχει με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας, υπό την διαλυτική αίρεση αποπληρωμής του τιμήματος, όπως προκύπτει από το από 20.12.2013 οικείο πιστοποιητικό έγγραφο εθνικότητας. Ειδικότερα, από το ανωτέρω ποσό του τιμήματος, είχε καταβληθεί στην πωλήτρια, κατά την υπογραφή του προσυμφώνου, το ποσό των 200.000 ευρώ, ενώ καταβλήθηκε κατά την υπογραφή της ανωτέρω οριστικής συμβολαιογραφικής σύμβασης αγοραπωλησίας το ποσό των 100.000 ευρώ, το δε υπόλοιπο ποσό των 700.000 ευρώ πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί από την εναγομένη αγοράστρια σε 18 ισόποσες άτοκες μηνιαίες δόσεις, ποσού εκάστης 38.888,88 ευρώ, καταβλητέας της πρώτης δόσης στις 20-6-2014 και των επομένων δόσεων στην αντίστοιχη ημερομηνία καθενός των επόμενων μηνών, που ορίστηκε ως δήλη ημέρα, καταβλητέας της τελευταίας στις 20-12-2015, σε περίπτωση δε καθυστέρησης καταβολής κάποιας δόσης συμφωνήθηκε ότι οφείλεται τόκος υπερημερίας. Επίσης, ορίστηκε ρητά ότι η εν λόγω αγοραπωλησία τελεί υπό την διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας εξόφλησης του πιστωθέντος τιμήματος και τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν ότι η πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης της αγοραπωλησίας επέρχεται μετά την μη καταβολή από την αγοράστρια τεσσάρων δόσεων, ήτοι συνολικού οφειλόμενου ποσού 155.555,52 ευρώ, είτε οι δόσεις αυτές είναι συνεχόμενες είτε όχι, οπότε η αγοράστρια θεωρείται αυτοδικαίως υπερήμερη και πληρούται η διαλυτική αίρεση, με αποτέλεσμα τη παύση της ενέργειας και της νομικής ισχύος της παρούσης αγοραπωλησίας, την ανατροπή των αποτελεσμάτων της πώλησης του πλοίου και την αυτοδίκαιη επάνοδο τη κυριότητας, της νομής και της κατοχής του πλοίου στην πωλήτρια με αναστροφή της πωλήσεως. Τα μέχρι την πλήρωση της αιρέσεως καταβληθέντα ποσά από την αγοράστρια συμφωνήθηκε ότι θα καταπίπτουν, ως ποινική ρήτρα, υπέρ της πωλήτριας. Περαιτέρω, ρητά συμφωνήθηκε ότι η ανωτέρω ρήτρα της διαλυτικής αίρεσης της συμβάσεως θα δύναται να ασκηθεί από την πωλήτρια κατά της αγοράστριας μόνο για οφειλόμενα ποσά έως το 75 % της αξίας του συνολικού ποσού της οφειλής της αγοράστριας, ήτοι του πιστωθέντος ποσού των 700.000 ευρώ, δηλαδή για ποσό έως τις 525.000 ευρώ (700.000 Χ 75 %), το οποίο αν έχει αποπληρώσει στην πωλήτρια η αγοράστρια, δεν θα δύναται η πωλήτρια για το υπόλοιπο πιστωθέν κεφάλαιο των 175.000 ευρώ, ακόμη και αν είναι υπερήμερη η αγοράστρια ως προς την καταβολή του, να ασκήσει τα δικαιώματα της εκ της διαλυτικής αιρέσεως, θα έχει όμως δικαίωμα για τη διεκδίκηση των οφειλομένων χρημάτων. Η πωλήτρια επιφύλαξε για τον εαυτό της το δικαίωμα, σε περίπτωση υπερημερίας της αγοράστριας, είτε να ασκήσει το εκ της διαλυτικής αιρέσεως δικαίωμα της και να προβεί στην αναστροφή της πωλήσεως, είτε να ασκήσει τα εκ της ναυτικής υποθήκης δικαιώματα της, που εγγράφηκε με την υπ’αριθμ. …………. πράξη σύστασης της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου και σε κάθε περίπτωση να απαιτήσει το οφειλόμενο τίμημα με το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Επίσης, δήλωσε ρητά η πωλήτρια, δια του παρισταμένου εκπροσώπου της, ότι εγγυάται και υπόσχεται ότι το πωλούμενο πλοίο είναι ελεύθερο εν γένει βαρών, υπoθηκών, κατασχέσεων κ.λ.π., χρεών προς ΟΛΠ, ασφαλιστικούς οργανισμούς και αξιώσεις ναυτικών και εγγυήθηκε την πλήρη αποπληρωμή κάθε οφειλής που αφορούσε την λειτουργία και εκμετάλλευση του πλοίου για το χρονικό διάστημα, που ήταν στην κυριότητα της, είτε είναι υφιστάμενη αλλά μη ληξιπρόθεσμη, είτε δεν έχει γνωστοποιηθεί ακόμη σε αυτήν, σε περίπτωση δε που η αγοράστρια κατέβαλε για λογαριασμό της πωλήτριας οποιαδήποτε τέτοια οφειλή, θα μπορούσε να παρακρατήσει το αντίστοιχο ποσό από το οφειλόμενο τίμημα της πώλησης, με την κοινοποίηση όμως έγγραφης ειδοποίησης προς την πωλήτρια και υπό την προϋπόθεση ότι αυτή δεν θα κατέβαλε το ποσό της οφειλής εντός χρονικού διαστήματος 15 ημερών, υποχρεούμενης άλλως σε αποκατάσταση κάθε θετικής ή αποθετικής ζημίας της αγοράστριας.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, παρά τα ως άνω συμφωνηθέντα, η εναγομένη αγοράστρια δεν υπήρξε συνεπής, όσον αφορά την προσήκουσα και εμπρόθεσμη πληρωμή των οφειλομένων μηνιαίων δόσεων. Συγκεκριμένα, η εναγομένη προέβη στις ακόλουθες καταβολές, έναντι του πιστωθέντος τιμήματος των 700.000 ευρώ, με σημαντική καθυστέρηση, ήτοι μετά την παρέλευση της συμφωνηθείσης δήλης ημέρας καταβολής εκάστης δόσεως: 1) στις 2-7-2014 ποσό 38.888 ευρ, 2) στις 18-8-2014 ποσό 38.888 ευρώ, 3)στις 3-9-2014 ποσό 38.888 ευρώ, 4) στις 7-10-2014 ποσό 38.888 ευρώ, 5) στις 5-11-2014 ποσό 38.888 ευρώ, 6) στις 11-6-2015 ποσό 38.888 ευρώ, 7) στις 27-7-2015  ποσό 38.888 ευρώ, 8) στις 17-8-2015 ποσό 38.888 ευρώ, 9) στις 8-9-2015 ποσό 38.888 ευρώ, 10) στις 12-10-2015 ποσό 38.888 ευρώ, 11) στις 16-11-2015 ποσό 38.888 ευρώ, 12) στις 1-7-2016 ποσό 10.000 ευρώ, 13) στις 17-8-2016 ποσό 30.000 ευρώ, 14) στις 11-10-2016 ποσό 30.000 ευρώ, 15) στις 14-10-2016 ποσό 30.000 ευρώ και συνολικά έχει καταβάλει το ποσό των 527.768  ευρώ, απομένοντος ανεξόφλητου υπολοίπου 172.232 ευρώ. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η υπερημερία της οφείλεται στην αντισυμβατική συμπεριφορά της ενάγουσας και αίρεται εξαιτίας αυτής, εφόσον η ενάγουσα δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση της να παραδώσει το πωληθέν πλοίο ελεύθερο χρεών, καθόσον υπάρχουν οφειλές ύψους 59.272,23 ευρώ προς τον ΟΛΠ, που περιήλθαν σε γνώση της με το υπ’αριθμ………… έγγραφο του Τμήματος Επισφαλών Απαιτήσεων του ΟΛΠ, έναντι των οποίων έχει καταβληθεί από την ενάγουσα το ποσό των 24.883,14 ευρώ και εξακολουθεί να οφείλεται το υπόλοιπο, καθώς επίσης και αξιώσεις του ναυτικού ………., ένεκα εργατικού ατυχήματος, κατά την παροχή της εργασίας του στην ενάγουσα, ενόσω αυτή ασκούσε τον εφοπλισμό του επίδικου πλοίου, περί των οποίων επέδωσε στην εναγομένη στις 16-11-2015, την από 9-10-2015 με αριθμό κατάθεσης ………. αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που στρέφει και εναντίον της, αξιώνοντας εις ολόκληρον με την ενάγουσα το ποσό των 933.238,37 ευρώ και επικουρικά το ποσό των 214.335,40 ευρώ. Ένεκα τούτων, η εναγομένη με το από 31-10-2016 εξώδικο, που επέδωσε στην ενάγουσα στις 3-11-2016, την κάλεσε να εξοφλήσει τις ανωτέρω οφειλές και επικουρικά πρόβαλε την ένσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης δηλώνοντας ότι δεν θα προβεί σε περαιτέρω πληρωμή των δόσεων του πλοίου μέχρι την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της ενάγουσας. Τα εν λόγω χρέη, που βαρύνουν και την εναγομένη, κατ’άρθρο 479 ΑΚ, δεν αίρουν την υπερημερία της, ως προς την καθυστερημένη αποπληρωμή 13,57 δόσεων του πιστωθέντος τιμήματος με την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής εκάστης, ούτε ως προς την μη πληρωμή 4,43 εξ αυτών, που αντιστοιχούν στο ανεξόφλητο ανωτέρω υπόλοιπο. Μήτε η πλημμελής εκπλήρωση των υποχρεώσεων της ενάγουσας από τη σύμβαση, που συνίσταται στο ότι το πωληθέν δεν ήταν ελεύθερο χρεών προς τρίτους, θεμελιώνουν την προβαλλόμενη από την εναγομένη με τις πρωτόδικες προτάσεις της ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (άρθρο 374 ΑΚ), εφόσον δεν πρόκειται στην προκειμένη περίπτωση για μη εκτέλεση της σύμβασης εκ μέρους της ενάγουσας, αλλά για μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής της και επομένως, η αγοράστρια εναγομένη θα μπορούσε να ασκήσει τα παρεχόμενα από τα άρθρα 540 επ. ΑΚ δικαιώματα, ουδόλως όμως προέβη στην άσκηση τους και ειδικά σε μείωση του τιμήματος ή υπαναχώρηση από την σύμβαση, ώστε να απαλλαγεί της υποχρέωσης για καταβολή τούτου ή μέρους του προσηκόντως και εμπροθέσμως. Εξάλλου, σε περίπτωση, που θα υποχρεωνόταν να καταβάλει προς τρίτους οφειλές, που αφορούσαν την μεταβιβάσασα το πλοίο ενάγουσα αναγόμενες στο προ της μεταβίβασης χρονικό διάστημα, είχε το δικαίωμα, κατά τα συμφωνηθέντα, να απαιτήσει αποζημίωση για κάθε ζημία της. Ενόψει των ανωτέρω, ουδόλως θεμελιώνεται η ένσταση της, εκ του άρθρου 374 ΑΚ, περί μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος και, ως εκ τούτου, κρίνεται απορριπτέα, ως αβάσιμη, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που την απέρριψε, ως μη νόμιμη, με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, κατ’αποτέλεσμα, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του συναφούς λόγου, που διαλαμβάνεται στην κρινόμενη έφεση, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, αν και ήδη στις 16-11-2015 η εναγομένη όφειλε επτά ακόμη δόσεις και ενώ η τελευταία δόση ήταν καταβλητέα στις 20-12-2015, δεν προέβη σε εξόφληση τους και συνεπώς, είχε πληρωθεί η διαλυτική αίρεση της μη καταβολής τουλάχιστον τεσσάρων δόσεων και δη επτά δόσεων, συνολικού ποσού 272.222,16 ευρώ και είχε από τότε η αγοράστρια καταστεί υπερήμερη περί την καταβολή τους, εντούτοις η ενάγουσα δεν άσκησε τα δικαιώματα της εξ αυτής, αλλά με την από 23-2-2016 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση της, που επιδόθηκε στην εναγομένη στις 29-2-2016, την κάλεσε να καταβάλει το ανωτέρω ποσό, που αντιστοιχούσε στις οφειλόμενες επτά δόσεις και της δήλωσε ότι, σε περίπτωση που δεν συμμορφωθεί, προτίθεται να προβεί σε διεκδίκηση του οφειλομένου ποσού δικαστικώς. Ενόψει τούτων, παρέπεται ότι η ενάγουσα πωλήτρια δεν επεδίωκε την αναστροφή της πώλησης και την παύση ισχύος της, αλλά την είσπραξη των οφειλομένων ποσών. Εν συνεχεία, μετά την, κατά τα άνω, πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως, δέχθηκε ακανόνιστες καταβολές, συνολικού ποσού 100.000 ευρώ, ακόμη και μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής της με την επίδοση της στις 12-7-2016, με συνέπεια, εξαιτίας της εκτιθέμενης συμπεριφοράς της, να αρθεί ο  όρος του ενεργού για την άσκηση των δικαιωμάτων της εκ της διαλυτικής αίρεσης, εφόσον το εναπομείναν οφειλόμενο από την εναγομένη ποσό υπολείπεται του τεθέντος ορίου των 175.000 ευρώ για την ενεργοποίηση της ρήτρας της διαλυτικής της αγοραπωλησίας αίρεσης, καθόσον η επίκληση της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης μη εξόφλησης του πιστωθέντος τιμήματος τελούσε υπό την προϋπόθεση της μη αποπληρωμής του 75% της αξίας τούτου, με αποτέλεσμα μετά την εξόφληση του αντιστοιχούντος στο ποσοστό αυτό ποσού των 525.000 ευρώ, να μην δύναται να αναστραφεί η πώληση και να επέλθει ανατροπή των αποτελεσμάτων της με την επάνοδο της κυριότητας του πλοίου στην ενάγουσα πωλήτρια, το δε γεγονός ότι η εναγομένη είναι υπερήμερη, ως προς την καταβολή του υπόλοιπου ποσού, όπως και το ότι ήταν υπερήμερη αναφορικά με όλες τις καταβληθείσες δόσεις, δεν ασκεί έννομη επιρροή, κατά τα συμφωνηθέντα ρητώς, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της ενάγουσας, που διαλαμβάνονται στην έφεση της, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως με την εκκαλουμένη απόφαση του και απέρριψε την αγωγή, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔικ),  ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις,  οι δε περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης της ενάγουσας-εκκαλούσας, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη, κρίνονται ουσιαστικά αβάσιμοι και απορριπτέοι.  Επίσης απορριπτέος, ως αβάσιμος κατ’ουσίαν, κρίνεται και ο τελευταίος λόγος της έφεσης, που πλήττει την εκκαλουμένη, ως προς το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, που ορθά υπολογίστηκαν σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των άρθρων 63 παρ. 1 και   68 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 (Κώδικος Περί Δικηγόρων).

  1. VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας-εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης-εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού της αιτήματος (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, να διαταχθεί δε η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης από την εκκαλούσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.2560/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

 Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας-εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης-εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 18-10-2018.

   Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

  Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις

 

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ