Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 108/2020

Αριθμός    108/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63, 64, 67 και 118  περ.  3 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι στο δικόγραφο πρέπει να καθίσταται εφικτός ο προσδιορισμός του προσώπου που είναι διάδικος, χωρίς να απαιτείται πανηγυρική γι΄ αυτό διατύπωση, εφόσον από το όλο περιεχόμενο και αιτητικό του δικογράφου προκύπτουν τα στοιχεία ταυτότητας του διαδίκου και η ιδιότητά του (πρβλ. ΕφΑθ 11687/1995 ΕλλΔνη 37.1116, ΕφΑθ 1527/1992 ΕλλΔνη 35.435, ΕφΑθ 11675/1986 ΕλλΔνη 28.1336, Β. Βαθρακοκοίλη: Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, στο άρθρο 118, σελ. 736 παρ. 21). Στην προκειμένη περίπτωση με την από 6-12-2018 (αρ. καταθ. …./2018) κλήση ο εκκαλών νόμιμα, κατ΄ άρθρο 230 παρ. 2 του ΚΠολΔ, εισάγει προς συζήτηση σε προγενέστερη δικάσιμο (πρβλ. ΑΠ 1628/1988 ΕλλΔνη 1991.790) την από 25-10-2018 (αρ. καταθ. …./2018) έφεσή του, η οποία αρχικά είχε προσδιορισθεί να συζητηθεί κατά τη μεταγενέστερη δικάσιμο της 7-11-2019, χωρίς να υφίσταται εκκρεμοδικία από την κλήση αυτή (άρθρο 222 του ΚΠοΔ, η συνδρομή των προϋποθέσεων της οποίας -εκκρεμοδικίας- λαμβάνεται υπόψη  αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ΕφΑθ 7840/1995 ΕλλΔνη 1996.1123) εφόσον πρόκειται για κλήση προς επίσπευση της μιας και μοναδικής έφεσης και τον προσδιορισμό δύο δικασίμων για την ίδια έφεση (πρβλ ΕφΘεσ 2634/1991 ΝοΒ 1993.728,730, ΕφΑθ 2218/1996 Αρμ 1997.361). Περαιτέρω, από όλο το περιεχόμενο της ως άνω κλήσης προκύπτει σαφώς ότι η επίσπευση αφορά την ως άνω έφεση που στρέφεται κατά της ήδη καθ΄ ης η κλήση ατομικά και για τα ανήλικα τέκνα τους, έστω και αν δεν αναγράφεται ρητά στο δικόγραφο της κλήσης ότι η εφεσίβλητη καλείται ατομικά και για τα ανήλικα τέκνα τους. Η δε από 4-12-2018 (αρ. καταθ. …./2018), κατωτέρω αναφερόμενη, έφεση ασκήθηκε μετά την κατάθεση της ως άνω κλήσης.

Οι κρινόμενες 1) από 25-10-2018 (αρ. καταθ. …./2018) και 2) από 4-12-2018 (αρ. καταθ. …../2018) εφέσεις κατά της υπ΄ αρ. 4502/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 592, 593-602 και 610-613 του ΚΠολΔ (όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 -ΦΕΚ Α΄ 87/2015-), κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως, πρέπει, αφού συνεκδικασθούν, καθόσον είναι συναφείς, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 παρ. 3, 246 και 524 του ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό των ένδικων εφέσεων δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς [αφορά διατροφή εν διαστάσει συζύγου και διατροφή ανήλικων τέκνων] (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).

Με την από 1-3-2018 (αρ. καταθ. ……/2018) αγωγή της, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 2-5-2018, και για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή (αγωγή), η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, εν διαστάσει σύζυγός της, να καταβάλλει σε αυτήν μηνιαία διατροφή σε χρήμα: α) ποσού 3.000 ευρώ για την ίδια ατοµικά, επειδή η έγγαμη συμβίωσή τους διακόπηκε από εύλογη για εκείνη αιτία, και δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή της από εισοδήματα ή την περιουσία της και β) ποσού 3.250 ευρώ για λογαριασμό εκάστου των ανήλικων τέκνων τους …….. και …………, που απόκτησαν από το μεταξύ τους γάμο της και των οποίων ασκεί την επιμέλεια, επειδή αδυνατούν να διατρέφουν τον εαυτό τους, καθόσον στερούνται εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή και περιουσίας, και δη όλα τα ως άνω ποσά προκαταβολικά εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση. Επίσης, η ενάγουσα ζήτησε να απειληθεί σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή ποσού 3.000 ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους για κάθε παράβαση του διατακτικού της απόφασης που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 4502/2018 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι νόμιμη, πλην του αιτήματος περί απειλής χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγομένου, απέρριψε ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη την αγωγή κατά το μέρος της που αφορά στην ενάγουσα ατομικά, δέχθηκε, κατά τα λοιπά, εν μέρει την αγωγή, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα, με την ιδιότητά της ως ασκούσα την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων τους, …….. και ……….., και για λογαριασμό τους, και δη προκαταβολικά εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός, διατροφή σε χρήμα, ποσού 850 ευρώ μηνιαίως για έκαστο εκ των ως άνω ανήλικων τέκνων, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με τις προαναφερόμενες εφέσεις οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτές (εφέσεις) αντίστοιχα λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν 1) με την από 25-10-2018 (αρ. καταθ. …./2018) έφεση ο εν μέρει ηττηθείς εναγόμενος να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί και επικουρικά να μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (έφεση) αναφερόμενα και 2) με την από 4-12-2018 (αρ. καταθ. …../2018) έφεση η εν μέρει ηττηθείσα ενάγουσα να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή της στο σύνολό της.

Οι περιεχόμενοι στην από 4-12-2018 (αρ. καταθ. …./2018) έφεση λόγοι είναι σαφείς και πλήρως ορισμένοι, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του σχετικού περί αοριστίας της έφεσης ισχυρισμού που προέβαλε ο με αυτή (από 4-12-2018 έφεση) εφεσίβλητος.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1392 του ΑΚ προκύπτει ότι 1) οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν (συμβάλλουν) από κοινού ο καθένας ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, 2) η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, 3) στην υποχρέωση αυτή περιλαμβάνεται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση και συμβολή στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση. Επίσης συνάγεται ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν είναι εύπορος ή άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής (ΑΠ 1028/2013, ΕφΘρ 74/2014).Ακολούθως, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493 του ΑΚ, προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας, όμως, τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής από το νόμο μεταξύ των ανιόντων και κατιόντων, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευσή του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτηρήσεως και εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ΄ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβιώσεώς του, χωρίς, όμως, να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις. Η δαπάνη για την εξυπηρέτηση στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματα του υπόχρεου, αλλά λαμβάνεται υπόψη ως επιπλέον βιοτική ανάγκη του (ΑΠ 120/2013, ΑΠ 680/2010,ΑΠ 204/2010, ΑΠ 837/2009, ΑΠ 471/2005, ΕφΔωδ 195/2013). Ακολούθως, από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 και 1489 παρ. 2 του ΑΚ προκύπτει ότι ο γονέας, που ενάγεται ως υπόχρεος χρηματικής διατροφής τέκνου, έχει τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να προβάλει αμυνόμενος, για τη μερική κατάλυση της αγωγής, ότι υπάρχει και άλλος γονέας, ο οποίος έχει οικονομικές δυνάμεις με τις οποίες, σε αναλογία προς τις δυνάμεις του εναγομένου, αν η έγγαμη συμβίωση εξακολουθούσε, θα υπείχε και εκείνος υποχρέωση συνεισφοράς στη διατροφή του κοινού τέκνου, με συνέπεια τον αντίστοιχο περιορισμό της υποχρέωσης του εναγομένου. Η προβολή του ισχυρισμού αυτού λειτουργεί ως ένσταση. Με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα για τη διατροφή του τέκνου του κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (ΕφΛαμ 98/2009, ΕφΑθ 1384/2008). Ωστόσο, όμως, στην περίπτωση που με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνο το μέρος το οποίο κατά την άποψη του ενάγοντος πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού και του άλλου γονέως (του εναγομένου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Τότε, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα εκατέρωθεν αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και ανεξάρτητα από την πληρότητα της σχετικής καταχώρισης του ισχυρισμού στα πρακτικά ή τις προτάσεις του εναγομένου (ΕφΘεσ 1101/2002). Από τις ίδιες δε ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 1485 επ. του ΑΚ και των άρθρων 223, 224, 334, 525, 526, 527 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις επιδίκασης διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και του ύψους αυτής κρίνονται από το χρόνο άσκησης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία, από το χρόνο επέλευσής της, το σχετικό πάντως δικαίωμα πρέπει να έχει γεννηθεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αγωγή, τα οποία πρέπει να έχουν συντελεσθεί έως τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτα προτεινόμενα με τις πρωτόδικες προτάσεις, την έφεση ή τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο Εφετείο. Αντιθέτως τα καταλυτικά του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή γεγονότα και οι αντενστάσεις που δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, που μεταβάλλουν τη βάση της αγωγής, μπορούν να προταθούν έως την τελευταία επί της ουσίας της υπόθεσης συζήτηση, τόσο στο Πρωτοδικείο όσο και στο Εφετείο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο εναγόμενος ως εκκαλών μπορεί να προτείνει παραδεκτώς το πρώτον κατά την έκκλητη δίκη οψιγενή ισχυρισμό (ένσταση), στηριζόμενο στην επελθούσα μεταβολή των προσδιοριστικών του ύψους της διατροφής στοιχείων, η οποία θα μπορούσε να έχει ως επακόλουθο την παύση ή τη μείωση του ποσού της διατροφής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 900/2005). Η προβολή της εν λόγω οψιγενούς ενστάσεως μπορεί να γίνει μόνο με το εφετήριο ή το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 περ. ζ΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, πρόσθετοι λόγοι έφεσης ασκούνται με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο, που κατατίθεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της έφεσης. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 111 παρ.1 και 2 του ίδιου Κώδικα και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η άσκηση των πρόσθετων λόγων στις ειδικές διαδικασίες ολοκληρώνεται με την κατάθεση αυτών στη Γραμματεία του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου τουλάχιστον οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης και την επίδοσή τους στον εφεσίβλητο εντός της ίδιας προθεσμίας. Η παράλειψη της κατάθεσης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, αλλά και της επίδοσής του πριν από την ανωτέρω προθεσμία, επάγεται το απαράδεκτο αυτών λόγω έλλειψης προδικασίας, με άμεση συνέπεια την απόρριψή τους. Εξάλλου, το άρθρο ένατο του άρθρου 1 του πιο πάνω νόμου, με τον παράτιτλο «μεταβατικές διατάξεις», ορίζει στη μεν παρ.2 ότι οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 έως 645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές, στη δε παρ. 4 ότι κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1-1-2016. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 12 του ΕισΝΚΠολΔ, ορίζεται ότι στις δίκες που κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν από την εισαγωγή του ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο. Η διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται και στα ένδικα μέσα που είχαν ασκηθεί κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την περί τούτου διάταξη του εδαφίου β΄ της παρ. 1 του άρθρου 24 του ΕισΝΚΠολΔ, αποδίδει γενικότερη αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία η εγκυρότητα διαδικαστικής πράξης, όπως είναι και η άσκηση πρόσθετων λόγων έφεσης, κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο διενέργειας αυτής. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, μετά την 1-1-2016, όπως στην προκειμένη περίπτωση που οι ένδικες εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016, ήτοι την 12-11-2018 και την 13-12-2018 αντίστοιχα, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης στις ειδικές διαδικασίες ασκούνται μόνο με ίδιο δικόγραφο, που κατατίθεται και επιδίδεται οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης και όχι με τις προτάσεις, όπως επιτρεπόταν ειδικά επί εργατικών διαφορών κατά την καταργηθείσα από 1-1-2016 διάταξη του άρθρου 674 παρ.1 του ΚΠολΔ, η οποία, κατά το καταργηθέν, επίσης, άρθρο 681Β΄του ΚΠολΔ, εφαρμοζόταν και στη διαδικασία των διαφορών που αναφέρονται στη διατροφή συζύγων και τέκνων (πρβλ. ΑΠ 1252/2018, πριν την κατάργηση δε των άρθρων 681Β΄ και 674 παρ. 1 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 2070/2007, ΑΠ 35/2000, ΑΠ 698/1990).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα της ενάγουσας ………….., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, (ο εναγόμενος δεν πρότεινε μάρτυρα προς εξέταση), καθώς και από όλα τα έγγραφα, τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα [μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες (άρθρα 444, 448 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ),(πρβλ. ΑΠ 1707/2009, ΑΠ 230/2008, ΑΠ 239/2004)], χωρίς, όμως, η ρητή αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών(εγγράφων) να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723,ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70),α) εκτός από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη-εκκαλούσα από 1-5-2018 υπεύθυνη δήλωση της ……… που συντάχθηκε για να χρησιμοποιηθεί ειδικά στην παρούσα δίκη, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (πρβλ ΟλΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 1987.628, ΑΠ 6/2019), καθώς επίσης β) εκτός από τα έγγραφα των οποίων γίνεται επίκληση από την ενάγουσα-εκκαλούσα, το πρώτον και μόνον (πλην αυτών που ήδη έχει επικαλεσθεί με τις νομοτύπως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της) με την προσθήκη των προτάσεών της επί της από 4-12-2018 εφέσεώς της, δηλαδή μετά την κατά τη δικάσιμο της 21-3-2019 συζήτηση στο ακροατήριο και εντός της κατά το άρθρο 524 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη καθόσον από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 εδ. β΄ και 591 παρ. στ΄ του ΚΠολΔ προκύπτει ότι έγγραφα επικαλούμενα με την προσθήκη των προτάσεων δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν προσάγονται για την αντίκρουση ισχυρισμών που προβάλλονται με τις προτάσεις, γεγονός, όμως, που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο στις ….. στις 25-6-2000. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν τρία τέκνα, την …….., που γεννήθηκε στις 12-6-2001, την …….., που γεννήθηκε στις 30-3-2003,  και τον ………., που γεννήθηκε στις 4-11-2004, ήτοι είναι ακόμα ανήλικα, και κατά το χρόνο συζητήσεως της ένδικης αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ήταν ηλικίας 17, 15 και 13 ½ περίπου ετών αντίστοιχα. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων ήταν αρχικά ομαλή, όμως από το έτος 2011, κατά το οποίο απεβίωσε ο πατέρας του εναγομένου, εμφανίσθηκαν προβλήματα στις μεταξύ τους σχέσεις. Ειδικότερα, ο εναγόμενος, τα εισοδήματα του οποίου, (δεδομένου ότι η επιχείρηση αρτοποιίας – ζαχαροπλαστικής που διατηρούσε στο παρελθόν στην Αθήνα διέκοψε τη λειτουργία της από το έτος 2009), προέρχονταν αποκλειστικά από την εκμετάλλευση ακινήτων, τα οποία είχαν περιέλθει στον ίδιο με μεταβιβάσεις κυρίως από τον πατέρα του, εξαιτίας του θανάτου του τελευταίου περιήλθε σε άσχημη ψυχική κατάσταση, η οποία επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο, εξαιτίας της σημαντικής μείωσης των ανωτέρω εισοδημάτων του, λόγω της ήδη από το έτος 2010 επελθούσας οικονομικής κρίσης. Παρά ταύτα, η ενάγουσα δεν παρείχε ως όφειλε στο σύζυγό της την αναγκαία συμπαράσταση και ψυχική στήριξη, αλλά, αντίθετα, άρχισε να επιδεικνύει έναντι αυτού αδιάφορη συμπεριφορά, απασχολούμενη αποκλειστικά με τα δικά της ενδιαφέροντα. Εντός του ίδιου ως άνω έτους (2011) αποχώρησε (η ενάγουσα) από τη συζυγική τους κλίνη και εγκαταστάθηκε στον ξενώνα της συζυγικής οικίας. Η εν λόγω αντισυζυγική συμπεριφορά της ενάγουσας είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται μεταξύ τους έριδες και προστριβές, εξαιτίας των οποίων επήλθε ψυχρότητα στις μεταξύ τους σχέσεις, και τελικά η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάσθηκε οριστικά το Δεκέμβριο 2015, οπότε ο εναγόμενος αποχώρησε από την έως τότε οικογενειακή τους στέγη στις ….., όπου η ενάγουσα εξακολουθεί να διαμένει μέχρι σήμερα με τα δύο νεαρότερα σε ηλικία τέκνα τους, των οποίων ασκεί εν τοις πράγμασι την επιμέλεια. Περαιτέρω δε, αποδείχθηκε ότι με την υπ΄ αρ. 1567/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία των άρθρων 592 παρ. 1, 593-602, 603-605 του ΚΠολΔ), η οποία εκδόθηκε ερήμην της ήδη ενάγουσας, λύθηκε ο μεταξύ τους γάμος, λόγω ισχυρού κλονισμού από λόγους που αφορούν αποκλειστικά στο πρόσωπό της (ήδη ενάγουσας). Κατά της αποφάσεως αυτής η ήδη ενάγουσα άσκησε έφεση επί της οποίας εκδόθηκε την 11-6-2018 η υπ΄ αρ. 363/2018 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού με την οποία, ερήμην της ήδη ενάγουσας, απορρίφθηκε η έφεση. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, η έγγαμη σχέση των διαδίκων διασπάστηκε από λόγους που αφορούν το πρόσωπο της ενάγουσας αποκλειστικά, ήτοι για εύλογη για τον εναγόμενο αιτία, και κατά συνέπεια η ενάγουσα δεν δικαιούται έναντι του εναγομένου (για το επίδικο χρονικό διάστημα) διατροφής σε χρήμα. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης οφείλεται σε λόγους που αφορούν αποκλειστικά τον εναγόμενο, τον οποίο επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της από 4-12-2018 ένδικης έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και απέρριψε ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο το αίτημα περί επιδικάσεως διατροφής ατομικά στην ενάγουσα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της ένδικης από 4-12-2018 έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, μετά την κατά τα ανωτέρω οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, η ανήλικη θυγατέρα αυτών ……… εγκαταστάθηκε αυτοβούλως στην οικία του πατέρα της-εναγομένου στην Αθήνα (….). Ήδη δε από το σχολικό έτος 2016 – 2017 φοιτά στο ιδιωτικό σχολείο «…………» στο … Αττικής και, ως εκ τούτου, ο εναγόμενος επιμελείται ο ίδιος αποκλειστικά των πάσης φύσεως αναγκών του εν λόγω τέκνου τους. Ο εναγόμενος είχε αναλάβει πλήρως την κάλυψη του συνόλου των διατροφικών της αναγκών. Το Νοέμβριο 2018,όμως, κατέθεσε (ο ήδη εναγόμενος) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) την από 9-11-2018 (αρ. καταθ. ./../2018) αίτησή του κατά της ήδη ενάγουσας, με την οποία, επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση που έχρηζε άμεσης ρυθμίσεως, ζητούσε, ως ασφαλιστικό μέτρο, να υποχρεωθεί η ήδη ενάγουσα να του καταβάλει με την ιδιότητά του, ως ασκούντος εν τοις πράγμασι τη γονική μέριμνα και την επιμέλεια του ως άνω ανήλικου τέκνου τους (…………) ως προσωρινή μηνιαία σε χρήμα διατροφή για λογαριασμό αυτής (ανήλικης θυγατέρας), το ποσό των 961,66 ευρώ, κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (αίτηση) αναφερόμενα. Η υπόθεση συζητήθηκε την 5-12-2018 και επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε την 4-2-2019 η υπ΄ αρ. 161/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία υποχρεώθηκε προσωρινά η ήδη ενάγουσα να προκαταβάλλει στον ήδη εναγόμενο, με την ιδιότητα με την οποία παρίστατο, εντός του πρώτου πενθήμερου κάθε μήνα, από την επομένη της επίδοσης της αίτησης, ως προσωρινή μηνιαία σε χρήμα διατροφή για λογαριασμό της ανήλικης ……….., το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καθυστέρησης πληρωμής κάθε περιοδικής παροχής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ακόμη, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, ηλικίας περίπου 47 ετών, δεν εργάζεται, δεδομένου ότι η επιχείρηση αρτοποιίας – ζαχαροπλαστικής που διατηρούσε στο παρελθόν στην Αθήνα έχει διακόψει, όπως προαναφέρθηκε, τη λειτουργία της από το έτος 2009, όμως, αποκομίζει εισοδήματα από την εκμίσθωση – εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας του. Ειδικότερα, είναι κύριος μίας μονοκατοικίας, επιφάνειας 350 τ.μ., που βρίσκεται στην περιοχή ………. και η οποία αποτελούσε την οικογενειακή στέγη των διαδίκων, όπου εξακολουθούν να διαμένουν, όπως ήδη προεκτέθηκε, η ενάγουσα με τα δύο νεαρότερα ανήλικα τέκνα τους. Η εν λόγω οικία αγοράσθηκε από τον εναγόμενο με δάνειο συνολικού ποσού 450.000 ευρώ από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….», για την εξυπηρέτηση του οποίου, κατόπιν ρύθμισης της οφειλής του, καταβάλλει μηνιαία δόση συνολικού ποσού 1.300 ευρώ. Ακόμη, είναι συγκύριος κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου, που βρίσκεται στην ……….. Αθηνών (οδός ………..), αποτελούμενου από ισόγειο, επιφάνειας 167,18 τ.μ., υπόγειο, επιφάνειας 118,30 τ.μ., και πατάρι, επιφάνειας 80,30 τ.μ., το οποίο μισθώνει η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……..», έναντι συνολικού μισθώματος ποσού 11.000 ευρώ, ήτοι ο ίδιος εισέπραττε το ποσό των 5.500 ευρώ μηνιαίως, που αναλογεί στο ιδανικό του μερίδιο επ΄ αυτού, έως ότου, με το από 24-7-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης μισθώσεως, από την 1-8-2018 και εφεξής μειώθηκε στο ποσό των 5.382,78 ευρώ. Επιπρόσθετα, ήταν κύριος ενός διαμερίσματος Β΄ ορόφου, επιφάνειας 49,55 τ.μ., που βρίσκεται στην ίδια ως άνω πολυκατοικία (οδός ………), το οποίο εκμίσθωνε έναντι μηνιαίου μισθώματος ποσού 528 ευρώ και το οποίο την 30-7-2018 πώλησε δυνάμει του υπ΄ αρ. …/30-7-2018 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, έναντι τιμήματος 65.000 ευρώ. Δεν αποδείχθηκε, όμως, ότι ο εναγόμενος χρησιμοποίησε το συγκεκριμένο ποσό για να εξοφλήσει τα επικαλούμενα χρέη του. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είναι κύριος και: α) ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου του δώματος του Ε΄ ορόφου της ίδιας ως άνω πολυκατοικίας, επιφάνειας 38,36 τ.μ., του έτερου 50% ανήκοντος στην ενάγουσα, η  οποία το χρησιμοποιεί για να διαμένει η ίδια κατά τις μεταβάσεις της στην Αθήνα, β) ενός διαμερίσματος, που βρίσκεται επί της οδού . ……… στο …. Αθηνών, επιφάνειας 110 τ.μ., το οποίο εκμισθώνει έναντι μηνιαίου μισθώματος ποσού 550 ευρώ. Από την 1-10-2018 μειώθηκε στο ποσό των 250 ευρώ, γ) δύο θέσεων στάθμευσης του υπογείου της ίδιας ως άνω πολυκατοικίας επί της οδού …… στο ………. Αθηνών, των οποίων η χρήση έχει παραχωρηθεί στην ενάγουσα, και δ) ενός διαμερίσματος, επιφάνειας 51 τ.μ., που βρίσκεται στο ……….. Αττικής, το οποίο παραμένει κενό. Επίσης, ο εναγόμενος έχει στην κυριότητά του μία δίκυκλη μοτοσικλέτα, κυβισμού 1.300 κ.ε., εργοστασίου κατασκευής YAMAHA, ένα τετράτροχο όχημα («γουρούνα»), εργοστασίου κατασκευής SYM, κυβισμού 300 κ.ε. και ένα ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής BMW, κυβισμού 2.000 κ.ε., πλην όμως, η χρήση των δύο τελευταίων έχει επίσης παραχωρηθεί στην ενάγουσα. Εξάλλου από το ποσοστό 6% του μετοχικού κεφαλαίου της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», που κατέχει ο εναγόμενος, της οποίας (ασφαλιστικής εταιρείας) το Μάιο 2017, με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας της και τέθηκε αυτή υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, δεν προέκυψε κανένα εισόδημα του εναγομένου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τον Ιούλιο 2017 ο εναγόμενος πώλησε ένα ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, εργοστασίου κατασκευής LANDROVER, έναντι τιμήματος ποσού 12.000 ευρώ, το Νοέμβριο 2017 πώλησε ένα φουσκωτό σκάφος και δύο εξωλέμβιες μηχανές ιδιοκτησίας του, έναντι τιμήματος ποσού 3.159,40 ευρώ, ενώ τον Ιούνιο 2016 είχε πωλήσει και ένα οικόπεδο κυριότητάς του, κείμενο στη …. Αττικής, έκτασης 1.208 τ.μ., έναντι τιμήματος ποσού 270.000 ευρώ, εκ του οποίου ποσό 33.139,37 ευρώ παρακρατήθηκε και αποδόθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο, έναντι οφειλών του προς αυτό. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος εξακολουθεί να έχει οφειλές προς το Δημόσιο, συνολικού ποσού 22.063,22 ευρώ, για την αποπληρωμή των οποίων, κατόπιν ρύθμισης, καταβάλλει το ποσό των 1.838,60 ευρώ μηνιαίως έως την 28-9-2018. Επίσης, καταβάλλει μηνιαία δόση ποσού 330 ευρώ, κατόπιν ρύθμισης, για την αποπληρωμή δανείου που έλαβε από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…….» για την αγορά διαμερίσματος ιδιοκτησίας του στην Αθήνα, η οποία δόση από την 1-8-2018 και εφεξής θα ανέρχεται στο ποσό των 690,15 ευρώ και, τέλος, καταβάλλει το ποσό των 400 ευρώ περίπου μηνιαίως για την αποπληρωμή των οφειλών του από τη χρήση των πιστωτικών καρτών της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» που διαθέτει και η συνολική οφειλή από τις οποίες στις αρχές του 2018 ανερχόταν στον ποσό των 20.940 ευρώ. Τα ως άνω ποσά για την αποπληρωμή δανείων δεν προαφαιρούνται από τα εισοδήματα του εναγομένου, αλλά λαμβάνονται υπόψη ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας της περιουσίας του, η οποία πρέπει να εκληφθεί ότι μειώνεται κατά το ποσό τους, καθώς και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής του [βλ. ΑΠ 1663/2014, ΑΠ 680/2010, ΑΠ 471/2005, ΕφΔωδ 195/2013, ΕφΑθ (Μον) 4781/2012]. Εξάλλου, ο εναγόμενος διαμένει μαζί με τη νέα σύντροφό του και τη θυγατέρα του …….. σε μισθωμένο διαμέρισμα, επιφάνειας 118,50 τ.μ., που βρίσκεται στην Αθήνα (οδός …………..), έναντι μισθώματος ποσού 500 ευρώ έως την 30-6-2018 και ποσού 1.000 ευρώ από την 1-7-2018 και εφεξής, ενώ επιπλέον επιβαρύνεται και με τις δαπάνες λειτουργίας της οικίας αυτής (ήτοι δαπάνες ηλεκτροφωτισμού, ύδρευσης, θέρμανσης, κ.λπ.), που αναλογούν στον ίδιο και τη θυγατέρα του. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει άλλα εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία, ούτε επιβαρύνεται εκ του νόμου με υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων, εκτός από τα τρία ως άνω ανήλικα τέκνα του, εκ των οποίων μέχρι το Νοέμβριο 2018 είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου τη διατροφή της ανήλικης θυγατέρας του ……….., η οποία διαμένει μαζί του, όπως ήδη προεκτέθηκε, έκτοτε δε, έχει υποχρεωθεί προσωρινά η ήδη ενάγουσα με την προαναφερόμενη απόφαση (161/2019) να προκαταβάλλει στον ήδη εναγόμενο, ως προσωρινή μηνιαία σε χρήμα διατροφή για λογαριασμό του ως άνω τέκνου τους, το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως. Κατά το σχολικό έτος 2017 – 2018 η ως άνω ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων, φοιτούσε στη Β΄ τάξη Λυκείου, παρακολουθούσε το πρόγραμμα ΙΒ (International Baccalaureate) του ως άνω ιδιωτικού σχολείου «……..», έναντι ετησίων διδάκτρων ποσού 12.720 ευρώ, τα οποία καλύφθηκαν έως το Νοέμβριο του 2018 αποκλειστικά από τον εναγόμενο, έκτοτε στη διατροφή του ως άνω τέκνου, κατά τα προαναφερόμενα, συμμετέχει και η ενάγουσα. Εξάλλου, ο εναγόμενος, ως εκκαλών, απαραδέκτως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, επικαλείται το πρώτον, περαιτέρω πλην αυτής που αναφέρεται πρωτοδίκως και στο εφετήριο, μεταβολή των εισοδημάτων του που προσδιορίζουν το ύψος της διατροφής των ως άνω τέκνων του  με τις προτάσεις που κατέθεσε επί της 25-10-2018 εφέσεώς του και όχι με πρόσθετο λόγο εφέσεως. Όσον αφορά τις προτάσεις του επί της 4-12-2018 εφέσεως της ενάγουσας, με τις οποίες επίσης το πρώτον επικαλείται, περαιτέρω πλην αυτής που αναφέρεται πρωτοδίκως και στο εφετήριο, την ίδια μεταβολή των εισοδημάτων του που προσδιορίζουν το ύψος της διατροφής των ως άνω τέκνων του, οι λόγοι εφέσεως δεν αφορούν τα εισοδήματα του εναγομένου, ώστε να μπορεί να προταθεί με τις προτάσεις η μείωση αυτών. Σε κάθε δε περίπτωση δεν αποδείχθηκαν, όπως προαναφέρθηκε, διαφορετικά εισοδήματα από αυτά που ήδη αναφέρθηκαν, ούτε αποδείχθηκε για ποιο λόγο ο εναγόμενος δεν δύναται να είναι πλέον συνεπής στην κάλυψη των οικονομικών υποχρεώσεών του ως προς την αρμόδια ΔΟΥ, ώστε να του κατασχεθούν τα μισθώματα που εισπράττει από την εκμίσθωση του ακινήτου του που βρίσκεται στην Πλατεία …. Αθηνών (οδός …………). Η δε ενάγουσα, ηλικίας 44 ετών, έχει σπουδάσει μάρκετινγκ και ιστορία τέχνης σε πανεπιστήμιο του Λονδίνου, ενώ έως τον Ιανουάριο 2001 εργάσθηκε σε εκδοτική εταιρεία ως υπεύθυνη μάρκετινγκ και σύμβουλος διαφήμισης, με μηνιαίο εισόδημα 3.000 ευρώ. Στη συνέχεια, κατόπιν συναπόφασής της με τον εναγόμενο παραιτήθηκε από την εργασία της και έκτοτε ουδέποτε εργάσθηκε μέχρι σήμερα, απασχολούμενη αποκλειστικά με τη φροντίδα και ανατροφή των τέκνων τους. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με διάταξη της ως άνω υπ΄ αρ. 4502/2018 αποφάσεώς του που δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως (η διάταξη), έκρινε ότι ο ισχυρισμός που προέβαλε (πρωτοδίκως) η ενάγουσα ότι αδυνατεί να εργασθεί, λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, τα οποία δεν της επιτρέπουν να βρει κατάλληλη γι΄ αυτήν εργασία στον τόπο κατοικίας της πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, καθόσον, εάν και, όπως αποδείχθηκε, αυτή πάσχει από σπονδυλαρθροπάθεια οσφυϊκής μοίρας Σ.Σ. και 1ου βαθμού σπονδυλολίσθηση 04-05 σπονδύλων, εξαιτίας των οποίων χρήζει αποφυγής παρατεταμένης ορθοστασίας και άρσης βάρους, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι αυτή τυγχάνει, έστω και μερικώς, ανίκανη προς εργασία. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε, χωρίς η κρίση του αυτή να προσβάλλεται με λόγο έφεσης, ότι, εφόσον η ενάγουσα είναι νέα, υγιής και ικανή προς εργασία, ενώ επιπλέον έχει επαγγελματική κατάρτιση και προηγούμενη εργασιακή εμπειρία, δύναται να εργαστεί σε εργασία κατάλληλη για την ηλικία της, την κατάσταση της υγείας της και τις λοιπές βιοτικές της συνθήκες, έστω και με μερική απασχόληση, ώστε να αποκτήσει σταθερό εισόδημα, ανερχόμενο στο ποσό των 600 ευρώ τουλάχιστον μηνιαίως (άρθρο 288 του ΑΚ). Επίσης, έκρινε, χωρίς να προσβάλλεται η κρίση του αυτή με λόγο έφεσης ότι τα δύο ανήλικα τέκνα της, των οποίων έχει την επιμέλεια, είναι πλέον σε ηλικία που μπορούν να αυτοεξυπηρετούνται και δεν έχουν ανάγκη τη συνεχή παρουσία και φροντίδα της μητέρας τους, ενώ τις πρωινές ώρες παρακολουθούν τα μαθήματα του σχολείου τους. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα είναι συγκυρία κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου – γηπέδου, επιφάνειας 21 στρεμμάτων περίπου, που βρίσκεται στις ….. Επ΄ αυτού έχουν ανεγερθεί πέντε μεζονέτες, συνολικής επιφάνειας 700 τ.μ., εκ των οποίων οι τρεις της ανήκουν καθ΄ ολοκληρίαν, ενώ οι λοιπές της ανήκουν κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου. Τις μεζονέτες αυτές δεν εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, καθόσον δεν έχουν πλήρως αποπερατωθεί. Επίσης, είναι συγκυρία κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου: α) ενός δώματος, επιφάνειας 38,36 τ.μ., που βρίσκεται επί της οδού …….. στο ….., το έτερο 50% εξ αδιαιρέτου του οποίου ανήκει, όπως ήδη προκτέθηκε, στον εναγόμενο, πλην όμως, χρησιμοποιείται αποκλειστικά από την ίδια, β) ενός ισογείου καταστήματος, επιφάνειας 42 τ.μ., που βρίσκεται επί της οδού ………. στην Αθήνα, γ) ενός διαμερίσματος – δώματος, επιφάνειας 16 τ.μ., που βρίσκεται επί της οδού ………. στου ….. Αττικής, το οποίο μισθώνει έναντι μισθώματος 100 ευρώ το μήνα, όπως η ίδια αποδέχεται και δ) δύο αγροτεμαχίων, επιφάνειας 7.087 τ.μ. και 550 τ.μ., αντίστοιχα, που βρίσκονται στο Νομό Ηλείας. Επίσης είναι αποκλειστική κυρία ενός διαμερίσματος, επιφάνειας 101 τ.μ., που βρίσκεται επί της οδού …….. στην Αθήνα, το οποίο εκμισθώνει έναντι μηνιαίου μισθώματος ποσού 500 ευρώ. Επιπροσθέτως, είναι κυρία ενός ιδιωτικής χρήσεως επιβατικού αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής PORSCHE, κυλινδρισμού 3.200 κ.ε., του οποίου, λόγω εκούσιας δήλωσης ακινησίας, είχαν κατατεθεί οι πινακίδες και βρισκόταν μονίμως σταθμευμένο σε θέση στάθμευσης ιδιοκτησίας του εναγομένου επί της οδού ………… στο Παγκράτι, ήδη όμως, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η ενάγουσα παρέλαβε τις πινακίδες αυτού και έχει δημοσιεύσει αγγελία προς πώλησή του. Εξάλλου, η ενάγουσα διαμένει, όπως προεκτέθηκε, μαζί με τα δύο νεαρότερα ανήλικα τέκνα της στην πρώην συζυγική οικία στις …., την οποία τους παραχωρεί ο εναγόμενος και, ως εκ τούτου, δεν επιβαρύνεται με δαπάνες στέγασης. Επιβαρύνεται, όμως, με τις δαπάνες λειτουργίας της οικίας αυτής (θέρμανσης, ηλεκτροφωτισμού, ύδρευσης, τηλεφώνου, κ.λπ.), που αναλογούν στην ίδια και στα εν λόγω τέκνα της, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι αυτή διαθέτει οποιαδήποτε άλλη περιουσία ή εισοδήματα. Εξάλλου, τα ως άνω ανήλικα τέκνα των διαδίκων, ……… – . και …., τα οποία διαμένουν με την ενάγουσα, φοιτούν σε δημόσια σχολεία και συγκεκριμένα κατά το σχολικό έτος 2017 – 2018, φοιτούσαν στην Α΄ τάξη Λυκείου και Β΄ τάξη Γυμνασίου, αντίστοιχα. Περαιτέρω, ο ανήλικος ……. είναι κύριος μίας διώροφης οικίας, συνολικής επιφάνειας 240 τ.μ. (ήτοι έκαστος όροφος έχει επιφάνεια 120 τ.μ.), που βρίσκεται στις … και είναι όμορη της ως άνω πρώην συζυγικής οικίας. Όμως, η ενάγουσα αρνείται να συναινέσει στη με οποιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση της οικίας αυτής, έτσι ώστε να καταστεί προσοδοφόρα, ούτε αποδείχθηκε εκμετάλλευση αυτής. Για το εν λόγω δε ακίνητο ο ανήλικος ……… επιβαρύνεται με την καταβολή ΕΝ.Φ.Ι.Α., ο οποίος κατά το έτος 2017 ανήλθε στο ποσό των 1.065,44 ευρώ και η εξόφληση του οποίου ρυθμίσθηκε να γίνει σε 12 μηνιαίες δόσεις, ποσού 91,85 ευρώ εκάστη, της τελευταίας εξ αυτών καταβλητέας στις 31-10-2018. Κατά τα λοιπά, αμφότερα τα ως άνω ανήλικα τέκνα των διαδίκων στερούνται παντελώς εισοδημάτων και περιουσίας και δεν έχουν, λόγω της ηλικίας τους και των αναγκών εκπαιδεύσεώς τους, τη δυνατότητα να αυτοδιατραφούν, ούτε να εργασθούν για να αποκομίσουν τα αναγκαία εισοδήματα για τη συντήρησή τους. Επομένως, αυτά έχουν δικαίωμα διατροφής σε χρήμα κατά μήνα καταβαλλομένου, ως στερούμενα προσόδων, έναντι των γονέων τους, οι οποίοι ενέχονται ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις τους για το επίδικο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, η ανήλικη ……….. παρακολουθεί μαθήματα αγγλικής γλώσσας, έναντι ποσού 100 ευρώ μηνιαίως, ενώ επίσης παρακολουθεί μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας για τα φιλολογικά μαθήματα και τα μαθηματικά, έναντι ποσών 70 ευρώ και 50 ευρώ μηνιαίως, αντίστοιχα, όπως επίσης παρακολουθεί και μαθήματα γιόγκα, έναντι ποσού 20 ευρώ μηνιαίως.  Ο  ανήλικος ………., ομοίως, παρακολουθεί μαθήματα αγγλικής γλώσσας, έναντι ποσού 80 ευρώ μηνιαίως, ενώ και εκείνος παρακολουθεί μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας για τα φιλολογικά μαθήματα και τα μαθηματικά, έναντι ποσών 50 ευρώ και 40 ευρώ μηνιαίως, αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, αμφότερα τα ως άνω ανήλικα χρήζουν ορθοδοντικής θεραπείας. Εξάλλου, οι δαπάνες συντηρήσεως των ως άνω ανήλικων τέκνων, ήτοι σίτισης, ενδύσεως, ψυχαγωγίας, εκπαίδευσης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και παραθερισμού, είναι οι συνήθεις δαπάνες τέκνων της αντίστοιχης ηλικίας. Επομένως, με βάση όλα τα προαναφερόμενα, το Δικαστήριο κρίνει ότι για την ανάλογη με τις ανάγκες των εναγόντων ανηλίκων διατροφή, οι οποίοι δεν έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας, όπως αυτές προκύπτουν από τις σημερινές συνθήκες της ζωής τους, και συγκεκριμένα τις ανάγκες τους για ένδυση, διατροφή, ψυχαγωγία και εν γένει συντήρησή τους, απαιτείται, ενόψει και της οικονομικής και προσωπικής καταστάσεως των γονέων τους, το ποσό των 1.000 ευρώ μηνιαίως για το καθένα από αυτά. Στο ποσό δε αυτό συμπεριλαμβάνεται και η, ως εκ της εκεί διαβιώσεώς τους, προκύπτουσα επιβάρυνση των λειτουργικών εξόδων της οικίας όπου διαμένουν, τα οποία φέρει η ενάγουσα – μητέρα τους, ενώ συνυπολογίζονται και οι αποτιμώμενες σε χρήμα, συναφείς με την περιποίηση και φροντίδα του προσώπου τους υπηρεσίες, των οποίων έχουν ανάγκη για την ανατροφή τους και τους προσφέρονται προσωπικά από την ίδια. Από το συνολικό αυτό ποσό, ο εναγόμενος – πατέρας τους είναι σε θέση, με βάση την προαναφερθείσα οικονομική του δυνατότητα και την προσωπική του κατάσταση, συσχετιζόμενη με την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και την προσωπική κατάσταση της ενάγουσας – μητέρας τους, να καλύπτει το μερικότερο κονδύλιο των 850 ευρώ μηνιαίως, ενώ το υπόλοιπο αναγκαίο για τη διατροφή τους ποσό βαρύνει την ενάγουσα – μητέρα τους, η οποία, έχουσα κατά νόμο συντρέχουσα και ανάλογη των οικονομικών και εν γένει δυνατοτήτων της υποχρέωση διατροφής τους, μπορεί να το καλύπτει με την προσφορά των προσωπικών της υπηρεσιών και των λοιπών συνδεομένων με τη συνοίκησή τους παροχών, αλλά και με τα εισοδήματά της, όπως ήδη προεκτέθηκε. Ο ως άνω συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων, σύμφωνα με τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, γίνεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη της παρούσας, χωρίς να απαιτείται η υποβολή ένστασης συνεισφοράς και της ενάγουσας – μητέρας εκ μέρους του εναγομένου, καθόσον με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες των δικαιούχων ανήλικων τέκνων, αλλά μόνο το μέρος, το οποίο κατά την άποψη της ενάγουσας πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο – πατέρα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού (εναγομένου) και τις δικές της, της δικής της συνεισφοράς συνισταμένης στην προσφορά των προσωπικών της υπηρεσιών, ο δε εναγόμενος αμυνόμενος προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, την ένσταση συνεισφοράς της ενάγουσας στη διατροφή των ως άνω τέκνων τους, που επαναφέρεται µε λόγο εφέσεως που αποτελεί, όμως, αρνητικό ισχυρισµό, ο οποίος σε κάθε περίπτωση γίνεται εν μέρει δεκτός. Περαιτέρω σημειώνεται ότι ο εναγόμενος, εφόσον τα ως άνω ανήλικα τέκνα του, κατά την άσκηση του δικαιώματός του επικοινωνίας με αυτά, παραμείνουν κοντά του για μεγάλο χρονικό διάστημα [καθόσον το δικαίωμα αυτό (επικοινωνίας του γονέα μετά των ανήλικων τέκνων) λειτουργεί μέσα στη φύση των οικογενειακών δικαιωμάτων, πλην όμως, αυτό δεν αποτελεί παράλληλα και καθήκον, όπως συμβαίνει με τη γονική μέριμνα και γι΄ αυτό δεν υφίσταται νομική υποχρέωση να επικοινωνεί με τα τέκνα του, εντεύθεν δε δεν μπορεί να εξαναγκαστεί η επικοινωνία με τα ανήλικα τέκνα του] κατά τη διάρκεια του οποίου θα τους εξασφαλίζει τη διατροφή τους, μπορεί να ζητήσει από την ενάγουσα να του καταβάλει όσα κατέβαλε ο ίδιος για τη διατροφή των ως άνω τέκνων τους (πρβλ. Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου: Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τομ. Β΄, εκ. 2003, σελ. 322, παρ. 231). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε, έστω και σιωπηρώς, τον ισχυρισμό που προέβαλε ο εναγόμενος περί αφαιρέσεως από το ποσό της διατροφής του αντίστοιχου ποσοστού δαπανών των ανηλίκων (ανερχόμενου σε 20% των συνολικών διατροφικών δαπανών τους) που θα βαρύνουν αυτόν (εναγόμενο) κατά το χρονικό διάστημα της διαμονής τους (ανηλίκων) μαζί του στο πλαίσιο της επικοινωνίας τους, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία [δέχθηκε εν μέρει ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη την αγωγή κατά το μέρος της που αφορά στα κατωτέρω αναφερόμενα ανήλικα τέκνα των διαδίκων και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα, με την ιδιότητά της ως ασκούσα την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων τους, ……. και ……….., και για λογαριασμό τους, και δη προκαταβολικά εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός, διατροφή σε χρήμα, ποσού 850 ευρώ μηνιαίως για έκαστο εκ των ως άνω ανήλικων τέκνων, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση], ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά κατ΄ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα από αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους των από 25-10-2018 και από 4-12-2018 εφέσεων.

Από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44.1290, ΕφΛαρ 533/2013, ΕφΑθ 798/2007, ΕφΠειρ 89/2004), ενώ σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το Δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας του καθενός (άρθρο 178 του ΚΠολΔ). Στην περίπτωση εφαρμογής της τελευταίας διατάξεως το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίσει τα υπέρ του διαδίκου, που εν μέρει νικά και συνακόλουθα εν μέρει ηττάται, δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Δικηγορικού Κώδικα, ακόμη και αν έχει υποβληθεί ο κατά το άρθρο 178 του ΚΠολΔ, κατάλογος δαπανών και εξόδων (Β. Βαθρακοκοίλης:  Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 178, παρ. 13). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 179 του ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ Α 109/29-5-2001) και ισχύει από 1-1-2002 (άρθρο 15 του Ν.2943/2001), «Το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής». Εξάλλου η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ ή της διατάξεως του άρθρου 179 του ΚΠολΔ εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου της ουσίας και δεν υπάρχει σχετική δέσμευσή του. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος  προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα. Η διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και για την ουσία της υπόθεσης, πλην όμως, ο ανωτέρω λόγος δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία και μπορεί να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα. Η άποψη ότι ο τελευταίος ακολουθεί αναγκαίως την τύχη του πρώτου και δεν εξετάζεται στην περίπτωση που είναι αβάσιμος ο λόγος για την ουσία, δεν είναι ορθή, γιατί αν ο λόγος που αφορά στην ουσία κριθεί βάσιμος και αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης αλλάζει αναγκαίως και η επιβολή των δικαστικών εξόδων, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί λόγος εφέσεως για τα έξοδα. Επομένως, η προβολή λόγου εφέσεως ως προς τα έξοδα αποκτά νόημα αν κριθεί αβάσιμος ο λόγος για την ουσία της υπόθεσης και γι΄ αυτό κρίνεται αυτοτελώς (ΕφΠειρ 462/2016, ΕφΠειρ 85/2015).Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της από 4-12-2018 εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως περί συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης με αυτή του εφεσίβλητου παρότι υποχρεώθηκε για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής της να καταβάλει δικαστικό ένσημο ποσού 3.600 ευρώ και παρότι η αγωγή της έγινε εν μέρει δεκτή. Ο λόγος αυτός, όμως, ο οποίος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, παραδεκτά προβάλλεται κατ΄ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (άρθρο 193 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 76/2014, ΑΠ 617/2008), κρίνεται αβάσιμος στην ουσία και πρέπει να απορριφθεί. Τούτο δε διότι συνέτρεχε εν προκειμένω λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, κατά το άρθρο 179 του ΚΠολΔ, αφού πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους (ως προς το αίτημα περί επιδικάσεως διατροφής στην ενάγουσα ατομικά) και σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό, ήτοι σε πατέρα και τέκνα (ως προς το αίτημα περί επιδικάσεως διατροφής στα ως άνω ανήλικα τέκνα). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιότητάς τους ως συζύγων και συγγενών εξ αίματος πρώτου βαθμού (άρθρο 179 του ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, ώστε τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης από 4-12-2018 εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει οι από 25-10-2018 και από 4-12-2018 εφέσεις να απορριφθούν στο σύνολό τους ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμες. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων τις 1) από 25-10-2018 (αρ. καταθ. …./2018) και 2) από 4-12-2018 (αρ. καταθ. …/2018) εφέσεις κατά της υπ΄ αρ. 4502/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 592, 593-602 και 610-613 του ΚΠολΔ (όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 -ΦΕΚ Α΄ 87/2015-).

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν αυτές (εφέσεις).

Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  10.2.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ