Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 97/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης    97/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Η από 13.9.2018 έφεση του ενάγοντος, Ο.Τ.Α. – “Δήμου Νότιας Κυνουρίας”, κατά της οριστικής απόφασης 3831/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυσαν μετά την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015 και απέρριψε την από 29.9.2017 αγωγή του, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε διετία από τη δημοσίευσή της, αφού δημοσιεύτηκε στις 14.8.2018 και η έφεση ασκήθηκε (με κατάθεση στην Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), στις 13.9.2018 (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §2 του Κ.Πολ.Δ., όπως η §2 του άρθρου 518 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το ν. 4335/2015). Περαιτέρω, η έφεση αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ δεν κατατέθηκε σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 §3 του Κ.Πολ.Δ., αφού ο εκκαλών απαλλάσσεται απ’ αυτό,   κατ’ άρθρο 276 §1 εδ. γ´ του ν. 3463/2006 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙ.  Ο ενάγων Ο.Τ.Α. (ήδη εκκαλών), με την από 29.9.2017 αγωγή, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ιστορούσε ότι αρχικά με το από 19.9.1994 και στη συνέχεια με το από 10.7.2003 μισθωτήριο, που συνήφθη, κατά τις διατάξεις του διατάγματος της 19.11.1932 “περί στεγάσεως δημοσίων υπηρεσιών”, μεταξύ του εναγομένου και αυτού (ενάγοντος), υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή του κληροδοτήματος ………….., μισθώθηκε από το  Ελληνικό Δημόσιο, κατόπιν μειοδοτικής δημοπρασίας, το ειδικά αναφερόμενο μίσθιο για τις ανάγκες του Υ.Ε.Ν. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε δωδεκαετής και το μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των 13.206 ευρώ, με ετήσια αναπροσαρμογή, από το δεύτερο έτος αυτής. Ότι το εναγόμενο, αν και έκανε χρήση του μισθίου, χωρίς να εμποδίζεται προς τούτο, επικαλούμενο τη μη εκτέλεση επουσιωδών εργασιών, των οποίων αυτός (ενάγων) είχε αναλάβει βάσει της μίσθωσης, δεν κατέβαλε τα συμφωνηθέντα μισθώματα, συνολικού ποσού 1.105.503,45 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 2003 έως και τις 19.10.2009, οπότε παρέδωσε το μίσθιο. Ότι, επιπλέον του οφείλει και το ποσό των 911.214 ευρώ, που αφορά σε μισθώματα 69 μηνών, χωρίς την ετήσια αναπροσαρμογή, μέχρι τη λήξη της συμφωνηθείσας διάρκειας      της μίσθωσης, καθώς και το ποσό των 233.800 ευρώ, για την αποκατάσταση των φθορών, που υπέστη το μίσθιο και δεν οφείλονται στη συνήθη χρήση  του. Κατόπιν τούτων, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλλει για μισθώματα και φθορές του μισθίου το συνολικό ποσό των 2.250.517,45 ευρώ, επικουρικά δε μόνο τα ως άνω μισθώματα (ποσού 2.016.717,45 ευρώ), σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική του απόφαση, αφού απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη για τα αιτούμενα μισθώματα από την παράδοση του μισθίου μέχρι τη λήξη του συμβατικού χρόνου της μίσθωσης και ως προς την επικουρική βάση αυτής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, λόγω της επιβοηθητικής φύσης της, καθώς και ως αόριστη για τα αιτούμενα ποσά από τις φθορές του μισθίου, τη δέχθηκε ως νόμιμη, για τα λοιπά αιτούμενα μισθώματα (μέχρι την παράδοση του μισθίου), στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 574 επ. του Α.Κ. και 1 επ. του ν. 3130/2003, ωστόσο την απέρριψε ως αβάσιμη, αφού δέχθηκε, ως και κατ’ ουσία βάσιμη την ένσταση συμψηφισμού του εναγομένου. Σημειωτέον ότι η αγωγή ήταν νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος της 19/19.11.1932 “περί στεγάσεως δημοσίων υπηρεσιών” και όχι μ’ εκείνες του ν. 3130/2003, αφού κατ’ άρθρο 29 §1 αυτού, εφόσον είχε ολοκληρωθεί     η διαδικασία σύναψης της μίσθωσης, με την έκδοση από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών της απόφασης έγκρισης των πρακτικών (στις 7.11.2002) μέχρι την έναρξη ισχύος του (28.3.2003), εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο σύναψης της. Ήδη, κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται ο ενάγων, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η από 29.9.2017 αγωγή του.

ΙΙΙ.   Από τη διάταξη του άρθρου 216 §1 του Κ.Πολ.Δ., με την οποία ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει, ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών, καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της, ως απαράδεκτη για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 592, 594, 599 του Α.Κ., σε συνδυασμό με το άρθρο 330 του  ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ο μισθωτής έχει υποχρέωση να χρησιμοποιεί το μίσθιο, κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, με επιμέλεια και όπως ειδικότερα        έχει συμφωνηθεί, ώστε να είναι σε θέση κατά τη λήξη της σύμβασης, να αποδώσει τούτο χωρίς φθορές, με εξαίρεση εκείνες που προκλήθηκαν από  τη συνήθη χρήση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, διότι διαφορετικά, υπέχει υποχρέωση να αποκαταστήσει κάθε θετική και αποθετική ζημία που υφίσταται ο εκμισθωτής από την ανεπίτρεπτη, πέραν της συνήθους χρήσης, φθορά του μισθίου. Προκύπτει, επίσης, ότι για τη θεμελίωση της σχετικής αγωγής του εκμισθωτή απαιτείται η ύπαρξη σύμβασης μίσθωσης,         οι φθορές στο μίσθιο, το ποσό της ζημίας, όχι, όμως και υπαιτιότητα του μισθωτή, ο οποίος, για να καταλύσει την αγωγή, έχει δικαίωμα να προτείνει κατ’ ένσταση, ότι οι φθορές του μισθίου οφείλονται σε γεγονός για το οποίο ο ίδιος δεν υπέχει ευθύνη ή σε ανώτερη βία. Επομένως, επί αγωγής με αίτημα την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω φθορών στο μίσθιο, πρέπει, για το ορισμένο αυτής, κατ’ άρθρο 118 και 216 του Κ.Πολ.Δ., να προσδιορίζονται        με σαφήνεια: α) πόσα μέρη του μισθίου υπέστησαν ολική ή μερική φθορά  (είδος, ποσότητα και ποιότητα) και β) πόση η απαιτούμενη δαπάνη σε υλικά (ποσότητα, ποιότητα αυτών και η επιμέρους αξία κάθε υλικού) και για αμοιβή εργατοτεχνικού προσωπικού (αριθμός, ειδικότητα προσωπικού και ημέρες απασχόλησης). Αν τα στοιχεία αυτά ελλείπουν, η αγωγή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης (Α.Π. 1342/2006 Ελλ.Δ/νη 2007, σελ. 833, Εφ.Πειρ. 21/2016, Εφ.Πειρ. 334/2014, Εφ.Αθ. 2428/2012, Εφ.Αθ. 6382/2009 και Εφ.Αθ. 7621/2005 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

ΙV.   Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων – εκκαλών με τον τέταρτο λόγο της έφεσης, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη, εσφαλμένα εφαρμόζοντας     το νόμο, απέρριψε, ως αόριστο το κονδύλι της αγωγής του, που αφορούσε στην αποκατάσταση των φθορών του μισθίου, αφού τόσο με την αγωγή, όσο και με τις προτάσεις, τις τεχνικές εκθέσεις και τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισε, παρατέθηκαν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για το ορισμένο της ως άνω αξίωσής του. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην από 29.9.2017 αγωγή ο ενάγων – εκκαλών Ο.Τ.Α., επιδιώκει την αποκατάσταση των φθορών, που προκλήθηκαν στο μίσθιο, λόγω κακής χρήσης εκ μέρους του εναγομένου – μισθωτή. Προς τούτο ενσωματώνει στο αγωγικό δικόγραφο          την από Οκτώβριο 2009 τεχνική έκθεση – έκθεση αυτοψίας του πολιτικού μηχανικού ………….., στην οποία επιμερίζονται οι φθορές         κατ’ αντικείμενο (υδραυλικά, ηλεκτρολογικά, δάπεδα, ξυλουργικές εργασίες, κουφώματα αλουμινίου, χρωματισμοί και αποκαταστάσεις φθορών). Ωστόσο, δεν περιλαμβάνονται στην αγωγή, όπως απαιτείται κατά το άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ., τα απαιτούμενα προς θεμελίωσή της στοιχεία, καθόσον δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα η έκταση των δαπέδων, από τα οποία        πρέπει να αποκολληθούν τα πλαστικά πλακίδια και στη συνέχεια να     τριφτούν και να γυαλιστούν τα αρχικά δάπεδα, η επιφάνεια των δαπέδων, που δεν έχουν τοποθετηθεί πλαστικά πλακίδια αλλά υπάρχουν φθορές και απαιτείται συμπλήρωση του μωσαϊκού, η έκταση των τοίχων που χρειάζονται να περαστούν με αστάρι και στη συνέχεια να βαφούν, ο αριθμός των πορτών που χρειάζονται τρίψιμο και στη συνέχεια βάψιμο, ο αριθμός των πορτών,  που χρειάζονται εγκατάσταση και ρύθμιση ή επισκευή, των ντουλαπιών – πορτάκια και κλειδαριών σε ντουλαπάκια, που χρειάζονται αντικατάσταση,      ο αριθμός των κουφωμάτων αλουμινίου, που παρουσιάζουν προβληματική λειτουργία και απαιτούνται ρύθμιση, η επιφάνεια που έχει υποστεί φθορά στον έβδομο όροφο και αυτή που απαιτείται μόνωσης στην ταράτσα. Επιπλέον, δεν αναφέρονται οι απαιτούμενες δαπάνες για τις εργασίες αποκατάστασης όλων των ζημιών και μάλιστα χωριστά η δαπάνη για την αγορά των αναγκαίων υλικών και χωριστά η δαπάνη για την αμοιβή της απαιτούμενης κάθε επί μέρους εργασίας, ενόψει και του ότι δεν αναφέρεται στην αγωγή       ότι οι ανωτέρω εργασίες και δαπάνες συμφωνήθηκαν κατ’ αποκοπή, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τεθεί το σχετικό θέμα απόδειξης ούτε να αμυνθεί το εναγόμενο. Εξάλλου, η αοριστία της αγωγής ή της ένστασης      δεν συμπληρώνεται με παραπομπή σε έγγραφα και γενικά στις αποδείξεις, αλλά ο ενάγων οφείλει να εκθέσει στο δικόγραφο της αγωγής τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωση των ισχυρισμών του, ώστε με  βάση αυτά να προβάλει το εναγόμενο τα μέσα άμυνας του, να κριθεί από       το Δικαστήριο η κατά νόμο θεμελίωσή τους και στη συνέχεια, με βάση              τις δέουσες αποδείξεις, η ουσιαστική βασιμότητά τους. Σημειωτέον ότι            τα αναφερόμενα αορίστως στην ως άνω έκθεση ποσά, συνιστούν και το μοναδικό προσκομιζόμενο αποδεικτικό μέσο του κόστους, που απαιτείται       για την αποκατάσταση των φθορών αυτών, δεδομένου ότι δεν ζητήθηκε η εξέταση κάποιου μάρτυρα. Κατόπιν τούτων, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ως άνω μείζονα σκέψη, η αγωγή ήταν απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, το πρωτοβάθμιο δε δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης.

  1. Με το δεύτερο λόγο της έφεσης πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, επειδή απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη κατά το μέρος της με το οποίο ζητούνταν η επιδίκαση μισθωμάτων για τους εναπομείναντες εξήντα εννέα μήνες από την παράδοση του μισθίου μέχρι και την ημερομηνία, που είχε οριστεί ως συμβατικός χρόνος λήξης της μίσθωσης. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος, διότι με την παράδοση του μισθίου από τον μισθωτή στον εκμισθωτή και την παραλαβή αυτού από τον τελευταίο επέρχεται λύση της μίσθωσης, με αποτέλεσμα να μην οφείλονται μισθώματα για το μεταγενέστερο αυτού χρονικό διάστημα, λαμβανομένου υπόψη ότι ουδεμία αναφορά γινόταν στην αγωγή περί επιφύλαξης του ενάγοντος ως προς την αναζήτηση των μισθωμάτων μέχρι τη λήξη της μίσθωσης (Α.Π. 236/2010, Α.Π. 501/2005 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 182/2002 Δ.Ε.Ε. 2003, σελ. 662, Α.Π. 1086/2001 Ελλ.Δ/νη 2003, σελ. 480, Εφ.Λαρ. 174/2014 και Εφ.Πατρ. 364/2008 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Σημειωτέον ότι σε κάθε περίπτωση, με τον 6ο όρο του μισθωτηρίου είχε συμφωνηθεί, για την περίπτωση που ο εκμισθωτής δεν εκτελέσει τις οριζόμενες με το πρακτικό καταλληλότητας εργασίες και δεν παραδώσει τελείως έτοιμο το οίκημα για χρήση της υπηρεσίας που θα στεγαστεί, μέσα στην προθεσμία των 120 ημερών, πέραν της ποινικής ρήτρας, που θα        ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει στο Δημόσιο, το τελευταίο θα δικαιούνταν να λύσει τη σύμβαση και να εγκαταλείψει το μίσθιο, χωρίς αποζημίωση προς τον εκμισθωτή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, ορθά εφάρμοσε το νόμο.
  2. VI. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, επειδή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε τη βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με την οποία ζητούνταν τα ειδικά αναφερόμενα μισθώματα, αν και η τελευταία ασκούνταν επικουρικά, υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση μίσθωσης. Ως προς τη βάση αυτή, η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη, διότι τα αναφερόμενα σ’ αυτήν για          τη θεμελίωσή της περιστατικά ταυτίζονται απόλυτα με εκείνα που στηρίζουν την αγωγική βάση από τη σύμβαση μίσθωσης. Ο ενάγων δεν επικαλείται στοιχεία διαφορετικά, εν όλω ή εν μέρει (περισσότερα ή λιγότερα), από      εκείνα της κυρίας βάσης της αγωγής του από τη σύμβαση, επικαλούμενος μόνο ότι “άλλως και όλως επικουρικώς το ανωτέρω ποσό οφείλεται βάσει        των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 επ. Α.Κ.)”. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι η αγωγή από το άρθρο 904 του Α.Κ. είναι επιβοηθητικής φύσης και την απέρριψε, κατά τούτο, ως νόμω αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι αυτή στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά μ’ εκείνα που στηρίζουν την κύρια βάση της, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 904 του Α.Κ. και ο περί του αντιθέτου ως άνω λόγος της έφεσης, είναι αβάσιμος (Ολ.Α.Π. 2/2019, Ολ.Α.Π. 8/2018 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Ολ.Α.Π. 22 -23/2003 Δ.Ε.Ν. 2004, σελ. 378, Α.Π. 1509/2018 και Α.Π. 8/2018 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

VII.   Ως προς τον πρώτο λόγο της έφεσης, από την επανεκτίμηση της ένορκης βεβαίωσης 853/2017, που δόθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, μετά από νομότυπη κλήτευση του εναγόμενου, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης …../7.11.2017 του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών … ….. (άρθρα 421, 422 §1 και 424 του Κ.Πολ.Δ., τα οποία εφαρμόζονται, όπως ισχύουν, μετά την προσθήκη τους με το άρθρο δεύτερο παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), την επισκόπηση των φωτογραφιών των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 448 §2 και 457 §4 του Κ.Πολ.Δ.), από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 336 §4 του Κ.Πολ.Δ.) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με το μισθωτήριο, με αριθμό 25 της 10.7.2003, που συνήφθη μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου Λεωνιδίου, υπό την ιδιότητα αυτού ως διαχειριστή του κληροδοτήματος ……., μισθώθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο, για τις ανάγκες του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας (Y.E.N.), ύστερα από μειοδοτική δημοπρασία, που έγινε στις 18.2.2002, ένα ακίνητο που βρίσκεται στον Πειραιά, επί των οδών …………….. και ειδικότερα, τμήμα του υπογείου του, το ισόγειο και οι 1ος, 2ος, 3ος,   4ος, 5ος, 6ος και 7ος όροφοί του, συνολικής ωφέλιμης επιφάνειας 1.740 τ.μ. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε δωδεκαετής, αρχής γενόμενης από την ημερομηνία που θα παραδιδόταν το οίκημα από τον εκμισθωτή στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας που θα στεγαζόταν, με πρωτόκολλο, σύμφωνα με τους όρους του από 11.9.2002 πρακτικού καταλληλότητας της επιτροπής του άρθρου 103 του Π.Δ. 284/1988, καθώς και με όλες τις εγκαταστάσεις, ηλεκτρικού ρεύματος, ύδρευσης, αποχέτευσης, αναβατήρων, κεντρικής θέρμανσης και γραμμής για τοποθέτηση τηλεφώνων και κουδουνιών,      έτοιμες για πλήρη και κανονική λειτουργία. Το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε  στο ποσό των 13.206 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο από το δεύτερο έτος  της μίσθωσης σε ποσοστό ίσο με τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου δωδεκαμήνου, προσαυξημένου κατά μία μονάδα, όπως αυτή υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος και θα καταβαλλόταν, μετά την αφαίρεση των κρατήσεων που προβλέπουν οι ισχύοντες νόμοι για το Μ.Τ.Π.Υ. ή για άλλα ταμεία και οργανισμούς, στο τέλος κάθε τριμήνου. Σύμφωνα με τον 5ο όρο του μισθωτηρίου, ο εκμισθωτής θα ήταν υποχρεωμένος, μέσα σε προθεσμία 120 ημερών από την ημέρα υπογραφής της σύμβασης (10.7.2003), να εκτελέσει όλες τις εργασίες διαρρύθμισης, βελτίωσης και συμπλήρωσης του οικήματος, που αναφέρονται στο από 11.9.2002 πρακτικό καταλληλότητας της επιτροπής του άρθρου 103 του Π.Δ. 284/1988, το οποίο του είχε κοινοποιηθεί και είχε αποδεχθεί, χωρίς επιφυλάξεις, με την με αριθμό πρωτοκόλλου …../2.10.2002 δήλωση του Δημάρχου Λεωνιδίου. Στις εργασίες αυτές περιλαμβάνονταν: 1) κατ’ εφαρμογή των διατάξεων περί εξυπηρέτησης των ατόμων με ειδικές ανάγκες   Α.Μ.Ε.Α., σύμφωνα με το ν. 2831/2000 άρθρο 28, τοποθέτηση ράμπας με κλίση ομαλή, w.c. αναπήρων κ.λπ., 2) εφαρμογή της εγκεκριμένης από την αρμόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία μελέτης πυρασφάλειας και υποβολή του σχετικού πιστοποιητικού πυρασφάλειας στην Κτηματική Υπηρεσία Πειραιά,  3) αντικατάσταση θαλάμων και επισκευή των ανελκυστήρων και των εξαρτημάτων τους, ώστε να λειτουργούν καλά με ασφάλεια και ταχύτητα,   4) συντήρηση όλων των εξωτερικών κουφωμάτων και μετατροπή τους σε ανοιγόμενα, 5) έλεγχος και συντήρηση των μαρμάρων και λοιπών στοιχείων της πρόσοψης, 6) τρίψιμο μαρμάρων του κλιμακοστασίου και των τοίχων καθώς και των μωσαϊκών των γραφείων, 7) ελαιοχρωματισμός όλων των χώρων του κτιρίου με προηγούμενη αποκατάσταση όλων των ρωγμών,  8) συντήρηση κλιματιστικών και ενίσχυση των μονάδων, 9) έλεγχος και συντήρηση όλων των εγκαταστάσεων, υδραυλικών (σωληνώσεις, είδη υγιεινής κ.λπ.), ηλεκτρικών, μηχανολογικών ψύξης, θέρμανσης κ.λπ., αποκατάσταση προβλημάτων και ενίσχυση ηλεκτρολογικού πίνακα, 10) τοποθέτηση – αντικατάσταση περσίδων, 11) συντήρηση και επισκευή του κιγκλιδώματος του κλιμακοστασίου και 12) δημιουργία χώρου επιτήρησης στην είσοδο του κτιρίου στο ισόγειο σύμφωνα με το συνημμένο στην έκθεση σκαρίφημα, που να διαθέτει κλιματισμό, γραμμή τηλεφώνου και φωτιστικά σώματα. Επίσης, περιλαμβάνονταν και επιμέρους εργασίες: στον 7° όροφο, υγρομόνωση των σωληνώσεων των κλιματιστικών, αντικατάσταση πινάκων ανελκυστήρων στην ταράτσα, αποκατάσταση σοβάδων στην ταράτσα, τοποθέτηση καπακιών λεκάνης, στεγάνωση εξωτερικών υαλοπινάκων, στον 6° όροφο, αποκατάσταση υγρασίας έξω από τα w.c., προσθήκη φωτιστικών σωμάτων και αντικατάσταση όσων δεν λειτουργούν, στον 5° όροφο, τοποθέτηση διαφανούς στεγάστρου στη θέση του διακοσμητικού στην πρόσοψη, εφόσον επιτρεπόταν αυτό από τις πολεοδομικές διατάξεις, αντικατάσταση σπασμένων ραφτών στις μόνιμες ντουλάπες της πρόσοψης, αντικατάσταση πόμολου παραθύρου σύμφωνα με την υπόδειξη του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας, στον 3° όροφο, αποκατάσταση φθαρμένων κουφωμάτων στους φωταγωγούς των w.c., στον 2° όροφο, αντικατάσταση σπασμένου υαλοπίνακα στο γραφείο 202, επισκευή ή αντικατάσταση κουφώματος στο γραφείο 203, στο υπόγειο: στεγανοποίηση σωληνώσεων  και κεντρικού φρεατίου, απάντληση υδάτων από τον χώρο φρεατίου ανελκυστήρων και πλήρης στεγανοποίηση κατόπιν μελέτης, εξασφάλιση στάσης ανελκυστήρα στο υπόγειο, τοποθέτηση τζαμωτών περσίδων στον χώρο του καυστήρα, απομάκρυνση άχρηστων υλικών, τοποθέτηση φωτιστικών οροφής στο μηχανοστάσιο και απομόνωση του χώρου του καυστήρα σύμφωνα με τις προδιαγραφές, τοποθέτηση αντλίας για την απομάκρυνση λυμάτων αποχέτευσης και στεγανοποίηση του χώρου, εξασφάλιση τροφοδοσίας της δεξαμενής καυσίμων εκτός κτιρίου που    διαθέτει η Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου σε θέσεις που θα υποδείξει       ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας. Επιπλέον, με τον 6ο όρο του μισθωτηρίου είχε συμφωνηθεί ότι: «Στην περίπτωση που ο εκμισθωτής δεν εκτελέσει τις οριζόμενες με το πρακτικό καταλληλότητας εργασίες και δεν παραδώσει τελείως έτοιμο το οίκημα για χρήση της υπηρεσίας που θα στεγαστεί, μέσα στην πιο πάνω προθεσμία, είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στο Δημόσιο ποσό 1.321 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης ως ποινική ρήτρα, η οποία θα βεβαιωθεί και θα εισπραχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις «περί εισπράξεων δημοσίων εσόδων. Το Δημόσιο δικαιούται ακόμη στην περίπτωση αυτή να λύσει τη σύμβαση και να εγκαταλείψει το μίσθιο, χωρίς αποζημίωση στον εκμισθωτή και να συνάψει νέα μίσθωση άλλου οικήματος και χωρίς δημοπρασία σε βάρος αυτού». Επίσης, σύμφωνα με τον 7ο όρο του ιδίου      ως άνω μισθωτηρίου ο Δήμαρχος Λεωνιδίου, ως εκπρόσωπος του εκμισθωτή, σύμφωνα με έγγραφη δήλωσή του (δήλωση προσφοράς, δήλωση αποδοχής όρων πρακτικού καταλληλότητας), δήλωσε ότι αποδέχεται, χωρίς καμία επιφύλαξη, τους παραπάνω όρους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, αν και με  την από 2.10.2002 δήλωση του Δημάρχου Λεωνιδίου και τον 7° όρο του μισθωτηρίου συμβολαίου, έγιναν ανεπιφύλακτα αποδεκτοί οι παραπάνω  όροι, εντούτοις, ο εκμισθωτής (ενάγων) δεν προέβη στις πιο πάνω εργασίες, εντός της ταχθείσας προθεσμίας (07.11.2003), πλην όσων μνημονεύονται  στο έγγραφο της Δ/νης Κανονισμών και Εποπτείας Οργανισμών Κλάδου Ελέγχου Εμπορικών Πλοίων, με αριθμό πρωτοκόλλου ………../ 12.9.2003 (καθαρισμός του υπογείου και βελτίωση των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων υπογείου κατ’ επίστρωση χώρου πατώματος καυστήρα με πλακίδια). Εξάλλου, ο ίδιος ο Δήμος Λεωνιδίου, με το με αριθμό πρωτοκόλλου …./11.5.2004 έγγραφό του προς την Κτηματική Υπηρεσία Πειραιά, που κοινοποιήθηκε στην άνω υπηρεσία του Y.E.N., παραδέχθηκε  το γεγονός της καθυστέρησης εκτέλεσης των εργασιών αυτών και δήλωσε ότι η καθυστέρηση αυτή οφείλεται στην αδυναμία της Τ.Υ.Δ.Κ. Αρκαδίας, της Περιφέρειας Αττικής και της Γεν. Δ/νσης Τοπικής Αυτοδιοίκησης Υπουργείου Εσωτερικών να εκπονήσουν ενιαία τεχνική μελέτη για τις εργασίες που προβλέπονται στην έκθεση καταλληλότητας. Επίσης, δήλωσε ότι ανέθεσε την εκτέλεση ενός μέρους από τις προβλεπόμενες στο υπόγειο και το ισόγειο του κτιρίου εργασίες στην εταιρεία «…………….» και ζήτησε παράταση της καταληκτικής ημερομηνίας ολοκληρώσεως των εργασιών για τουλάχιστον εκατόν είκοσι (120) ημέρες ακόμη. Το ΥΕΝ με το 4116.3.05/04/20.4.2004 έγγραφό του, επεσήμανε εκ νέου τη μη εκτέλεση των εργασιών, κατά τη σύμβαση μίσθωσης, τα οποία δημιουργούσαν δυσλειτουργία στις υπηρεσίες του. Εξάλλου, το Υ.Ε.Ν. επανήλθε και με νέο έγγραφο, το ……… της 16.9.2004, επισημαίνοντας, για άλλη μία φορά, στον εκκαλούντα ότι, πλην ελαχίστων εργασιών, που είχαν πραγματοποιηθεί, δεν υπήρχε καμία  πρόοδος στην υλοποίηση της σχετικής σύμβασης, με αποτέλεσμα να υφίστανται σοβαρά προβλήματα στο κτίριο που προκαλούσαν δυσλειτουργίες (εγκλωβισμούς συναλλασσομένων στους ανελκυστήρες, προβλήματα στις υδραυλικές και ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις, με κίνδυνο βραχυκυκλώματος, συνωστισμό των συναλλασσομένων στους διαδρόμους και τα κλιμακοστάσια ελλείψει ιδιαιτέρων χώρων αναμονής κ.λπ.). Στο ίδιο, μάλιστα, έγγραφο αναφέρθηκε ότι, σχεδόν καθημερινά έπρεπε να βρίσκονται στο μίσθιο  τεχνικοί για την επισκευή των ανελκυστήρων και, όποτε χρειαζόταν, τον απεγκλωβισμό ανθρώπων, καθώς και ότι πραγματοποιήθηκε αυτοψία από το Τμήμα Επικινδύνων του Δήμου Πειραιά και συντάχθηκε έκθεση «επικινδύνου οικοδομής, στην οποία αναφερόταν ότι θα έπρεπε να ληφθούν άμεσα μέτρα     για τυχόν πτώση δομικών υλικών για την προστασία των διερχομένων. Η τελευταία έκθεση είχε αποσταλεί στο Δήμο Λεωνιδίου, χωρίς να έχει γίνει  καμία ενέργεια, ακόμη και στην προθεσμία που είχε ταχθεί, με αποτέλεσμα  να εγκυμονεί κίνδυνος πτώσης δομικών υλικών. Ακολούθησε η αποστολή στον Δήμο Λεωνιδίου και άλλων εγγράφων (στις 8.6.2005, 11.7.2005, 14.7.2005, 20.7.2005, 11.8.2006, 9.10.2006, 7.11.2006, 27.12.2006, 10.7.2007, 2.7.2008, 19.8.2008, 2.10.2008) με αναφορά των προβλημάτων  που ανέκυπταν κατά την καθημερινή χρήση του μισθίου λόγω της μη τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεων του Δήμου. Από τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι το επίδικο μίσθιο δεν ήταν κατάλληλο για την προοριζόμενη και συμφωνημένη χρήση (άρθρο 575 ΑΚ) και σύμφωνο προς τους όρους της διακήρυξης, της απόφασης έγκρισης και της σύμβασης της μίσθωσης, ωστόσο, εφόσον          το εναγόμενο έκανε χρήση αυτού μέχρι την αποχώρηση του, με το από 19.10.2009 πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής, οφείλει μισθώματα για         το χρονικό διάστημα αυτό (Α.Π. 415/2014 και Α.Π. 1702/2011 αμφότερες  στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Ειδικότερα, οφείλει μισθώματα συνολικού ποσού 1.105.503,45 ευρώ (από 10.7.2003 έως 9.7.2004 ποσό 158.472 ευρώ – 13.206 ευρώ το μήνα Χ 12 μήνες – από 10.7.2004 έως 9.7.2005 ποσό 164.969,40 ευρώ – 13.747,45 ευρώ το μήνα Χ 12 μήνες – από 10.7.2005      έως 9.7.2006 ποσό 172.557,96 ευρώ – 14.379,83 ευρώ το μήνα Χ 12 μήνες       – από 10.7.2006 έως 9.7.2007 ποσό 179.287,68 ευρώ – 14.940,64 ευρώ το μήνα Χ 12 μήνες – από 10.7.2007 έως 9.7.2008 ποσό 188.072,76 ευρώ – 15.672,73 ευρώ το μήνα Χ 12 μήνες – από 10.7.2008 έως 9.7.2009 ποσό 193.714,92 ευρώ – 16.142 ευρώ το μήνα Χ 12 μήνες και από 10.7.2009 έως 9.10.2009 ποσό 48.428,73 ευρώ – 16.142,91 ευρώ το μήνα Χ 3 μήνες, ενώ δεν ζητείται μίσθωμα για το δεκαήμερο από 10.10.2009 έως 19.10.2009).

Το εφεσίβλητο – εναγόμενο, με δήλωσή του στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αλλά και με τις προτάσεις του, πρότεινε τη νόμιμη ένσταση συμψηφισμού (άρθρα 404, 405, 440 επ. του Α.Κ.), των ως άνω οφειλόμενων μισθωμάτων, με απαίτηση που είχε κατά του εκκαλούντος – ενάγοντος, ποσού 2.870.533 ευρώ (από 7.11.2003 έως 19.10.2009 – 2.173 ημέρες X 1.321 ευρώ ημερησίως), λόγω κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας, που είχε συμφωνηθεί, με τον όρο 6 της σύμβασης μίσθωσης, από τη μη εκτέλεση των αναγκαίων εργασιών για τη λειτουργία του μισθίου, σύμφωνα και με το από 11.9.2002 πιστοποιητικό καταλληλότητας. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι δεν συντρέχει υπαιτιότητά του είναι αβάσιμος, αφού, όπως προαναφέρθηκε,  η αναγκαιότητα τέλεσης των ανωτέρω εργασιών ήταν εις γνώση του από        τις 2.10.2002, όταν και του είχε κοινοποιηθεί και γίνει αποδεκτό, χωρίς επιφυλάξεις, το από 11.9.2002 πρακτικό καταλληλότητας της επιτροπής      του άρθρου 103 του Π.Δ. 284/1988, ενώ είχε δεσμευτεί προς τούτο και         με τον 7ο όρο της σύμβασης μίσθωσης. Σημειωτέον ότι η άποψη της         Δ/νσης Τεχνικών Υπηρεσιών και Στέγασης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών στο από 27.1.2005 έγγραφό της προς την Κτηματική Υπηρεσία Πειραιά, όπου γινόταν αναφορά σε μη αποκλειστική υπαιτιότητα του εκμισθωτή, δεν επαρκεί προς τούτο, διότι το έγγραφο αυτό, εκτός του ότι αφορούσε σε αίτημα του εκκαλούντος για παράταση της προθεσμίας τέλεσης των ίδιων εργασιών για άλλες 120 ημέρες, δεν έγινε δεκτό από το αρμόδιο Υπουργείο. Για το λόγο αυτό η μη εκτέλεση των ίδιων εργασιών δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία, ούτε αρκεί προς τούτο η μη δυνατότητα εκπόνησης τεχνικής μελέτης από τις Τεχνικές Υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης, αφού ο εκκαλών – ΟΤΑ, ως εκμισθωτής, που είχε αναλάβει σχετική συμβατική υποχρέωση, είχε τη δυνατότητα να αναθέσει αυτήν σε ιδιωτική τεχνική εταιρεία, όπως έκανε για άλλες εργασίες, των οποίων είχε την υποχρέωση. Άλλωστε, μετά την πάροδο της συμβατικής προθεσμίας των 120 ημερών,          η Κτηματική Υπηρεσία Πειραιά ζήτησε από τον εκκαλούντα να προσδιορίσει τον ακριβή χρόνο παράτασης της προθεσμίας, χωρίς αυτός να απαντήσει, όπως βεβαιώνεται με το ……./12.2.2008 έγγραφο της τελευταίας υπηρεσίας. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η ως άνω ένσταση συμψηφισμού υποβλήθηκε από το εναγόμενο όψιμα και καθ’ υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης, ήτοι μετά την πάροδο οκτώ ετών από τη λήξη της μίσθωσης, δεν είναι βάσιμος. Και τούτο, διότι το γεγονός πως η αδράνεια του εναγομένου για την άσκηση του δικαιώματός του (υπό τα εκτιθέμενα, το 2017, ζήτησε το πιο πάνω ποσό λόγω ποινικής ρήτρας, με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, χωρίς να του έχει κοινοποιήσει νωρίτερα έγγραφο περί ύπαρξης οφειλής του, αν και ο εκκαλών αναζήτησε τα οφειλόμενα μισθώματα από τις αρχές του 2009), καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν’ ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική  την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώματος (Ολ.Α.Π. 5/2011 Νο.Β. 2011, σελ. 1867, Ολ.Α.Π. 8/2001 Ελλ.Δ/νη 2001, σελ. 382 και Α.Π. 145/2019 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Όσον αφορά στον ισχυρισμό – αντένσταση του εκκαλούντος, σχετικά με το ότι η απαίτηση από την ποινική ρήτρα είναι άκυρη ως καταπλεονεκτική, επειδή είναι υπέρμετρη, απαραδέκτως προτείνεται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (ως λέξεις και μόνο είχαν αορίστως αναφερθεί με την προσθήκη στις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), αφού δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις εφαρμογής  του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ., ενώ δεν υποβλήθηκε ούτε αίτημα μείωσης       της ποινικής ρήτρας. Περαιτέρω, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η απαίτηση του εναγομένου έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 90 του        ν. 2362/1995. Η αντένσταση αυτή, αν και προβλήθηκε αορίστως, θα  εξεταστεί περαιτέρω, επειδή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, λόγω του       ότι ο εκκαλών είναι Ο.Τ.Α. – ν.π.δ.δ. – άρθρο 94 εδ. γ´ του ν. 2362/1995,       ήδη 144 εδ. δ´ του ν. 4270/2014, σε συνδυασμό μ’ αυτό του 276 §§1, 2 του            ν. 3463/2006 – Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων (Α.Π. 1241/2018 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 433/1992 Ελλ.Δ/νη 1994, σελ. 1023). Είναι όμως αβάσιμη, διότι, στην προκείμενη περίπτωση, οι υπό κρίση χρηματικές απαιτήσεις του εναγομένου – ελληνικού δημοσίου, απορρέουν από σύμβαση που αυτό έχει καταρτίσει, με αποτέλεσμα να παραγράφονται μετά εικοσαετία, από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η με στενή έννοια βεβαίωση αυτής (άρθρο   86 §3 του ν. 2362/1995 – ήδη 136 §3 περ. α´ του ν. 4270/2014). Ωστόσο, το χρονικό διάστημα αυτό δεν έχει ακόμη συμπληρωθεί, εφόσον οι προταθείσες σε συμψηφισμό απαιτήσεις του τελευταίου από την ποινική ρήτρα, που κατέπεσε σε βάρος του εκκαλούντος, ξεκινούν από το τέλος του έτους      2003. Κατόπιν τούτων, η οφειλή του εναγομένου καλύπτεται πλήρως από το ποσό των 2.870.533 ευρώ, που έχει καταπέσει ως ποινική ρήτρα σε βάρος του ενάγοντος και, γενομένης δεκτής ως κατ’ ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης συμψηφισμού, αποσβέστηκε με τον ως άνω τρόπο η οφειλή του τελευταίου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια και δεκτή, ως και κατ’ ουσία βάσιμη, την παραπάνω ένσταση του εναγομένου – ελληνικού δημοσίου, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται  μ’ αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο  και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ν’ απορριφθεί ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης. Σημειωτέον ότι, η ένσταση παραγραφής, που προβλήθηκε από το εναγόμενο και πρωτοδίκως, απαραδέκτως προτείνεται με τις προτάσεις του, διότι απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη με την εκκαλουμένη     και για να εξεταστεί εκ νέου θα έπρεπε να προβληθεί μόνο με λόγο έφεσης (Α.Π. 1710/2012 και Α.Π. 979/2003 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

VIΙΙ.   Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του (άρθρα 69 §1,  68 §1, 66, 63 §1 στοιχ. i περ. δ του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ.,), στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός του, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μειωμένης κατά 50%, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 §2 του ν. 3463/2006, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειωτέον  ότι, για τον υπολογισμό των δικαστικών εξόδων δεν τυγχάνει εφαρμογής,  στην προκειμένη δίκη, το άρθρο 22 §§1 και 3 του ν. 3693/1957, διότι η νομική υπηρεσία του εκκαλούντος Δήμου δεν διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Α.Π. 1097/2019, Α.Π. 893/2018, Α.Π. 589/2015, Α.Π. 675/2015, Α.Π. 294/2014 και Α.Π. 1362/2013 όλες στην Τ.Ν.Π. “Νόμος”).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 13.9.2018 και          με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………./2018 έφεση, κατά της οριστικής απόφασης 3831/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.  Και

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων  του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων εξακοσίων (5.600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 6 Φεβρουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ