Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 89/2020

Αριθμός 89/2020

ΤΟ   ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και  Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 16.11.2018 (ΓΑΚ …./2018, ΕΑΚ …../2018) κλήση των εναγόντων και ήδη καλούντων-εκκαλούντων νομίμως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση η από 11.01.2018 (ΓΑΚ …./2018, ΕΑΚ …./2018) έφεσή τους  κατά της 259/2016 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία. Η έφεση ασκήθηκε  κατά  τις νόμιμες διατυπώσεις, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη δικαστηρίου και είναι εμπρόθεσμη, ενόψει του ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την κατάθεση της εφέσεως δεν παρήλθε διετία. Επομένως πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το  παραδεκτό και  βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (αρθ. 495, 499, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2, 520, 524 παρ. 1, 532, 533 ΚΠολΔ).  Σημειώνεται, ότι οι εφεσίβλητοι προσκομίζουν με τις από 06.03.2019 προτάσεις τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου το υπ΄ αριθμ. …./25.2.19 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. (ο πρώτος) και την από 25.2.19 εξουσιοδότηση με βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής (ο δεύτερος) με τα οποία παρέχουν πληρεξουσιότητα προς τις δικηγόρους που τους εκπροσωπούν στην προκειμένη δίκη, …….. και . …. (άρθρ. 96, 97, 104 ΚΠολΔ), απορριπτομένης της ενστάσεως ελλείψεως πληρεξουσιότητος που πρότειναν οι εκκαλούντες.

ΙΙ.  Η εκκαλουμένη αφού συνεκδίκασε την από 20.4.2011 (αριθ.κατ. …../2011) αγωγή και την από 19.1.2012 αγωγή (αριθ. κατ. …../2012), με τις οποίες, οι ενάγοντες και ήδη καλούντες-εκκαλούντες αξίωναν αποζημίωση (θετική και αποθετική ζημία) και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της περιγραφόμενης σε βάρος τους αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, έκρινε ότι εν μέρει στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας, εν μέρει λείπει η διαδικαστική προϋπόθεση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως ως προς μερικούς από τους ενάγοντες και τους εναγομένους και εν μέρει στερείται δικαιοδοσίας λόγω υφιστάμενης ρήτρας διαιτησίας και ακολούθως, παρέπεμψε την από 20.4.2011 (……/2018) αγωγή ως προς το σκέλος της που αφορά τις δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των εναγόντων κατά του πρώτου εναγομένου στη Διαιτησία του Λονδίνου  και κατά τα λοιπά απέρριψε αυτή (αγωγή) ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας ως προς τις πρώτη και έβδομη των εναγόντων, ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως των όγδοου, ένατου, δέκατου, ενδέκατου, δωδέκατου, δέκατου τρίτου και δέκατης τέταρτης των εναγόντων και λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως του δεύτερου των εναγομένων ως προς τις δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των εναγόντων, τη δε από 19.1.2012 (αριθ.κατ. ……./2012) αγωγή  απέρριψε στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας, συμψήφισε δε τα δικαστικά έξοδα λόγω του δυσερμήνευτου των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου. Κατά της  ανωτέρω αποφάσεως, οι ενάγοντες και των δύο συνεκδικασθεισών αγωγών και ήδη εκκαλούντες παραπονούνται για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της και την αποδοχή των αγωγών τους.

ΙΙΙ. Με την από 20-4-2011 (αριθ. κατ. …./21-4-2011) αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, οι ενάγοντες εξέθεσαν τα ακόλουθα: Η πρώτη ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «AT», η δεύτερη πλοιοκτήτρια του πλοίου «GT», η τρίτη πλοιοκτήτρια του πλοίου «VJ», η τέταρτη πλοιοκτήτρια του πλοίου «Z», η πέμπτη πλοιοκτήτρια του πλοίου «TC», η έκτη πλοιοκτήτρια του πλοίου «PM», τα οποία έφεραν όλα σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων, η έβδομη ενάγουσα ήταν διαχειρίστρια όλων των ανωτέρω πλοίων, ο όγδοος Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έβδομης των εναγουσών, ο ένατος ενάγων Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης, δεύτερης, τρίτης, και τέταρτης εξ αυτών, ο δέκατος εξ αυτών Γραμματέας του Δ.Σ. των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης και έβδομης εξ αυτών καθώς και νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας, ο ενδέκατος εξ αυτών Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της πέμπτης και Γραμματέας του Δ.Σ. της έκτης εξ αυτών, ο δωδέκατος εξ αυτών Γραμματέας του Δ.Σ. της πέμπτης εξ αυτών και Πρόεδρος του Δ.Σ. της έκτης εξ αυτών, ο δέκατος τρίτος εξ αυτών Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της έκτης εξ αυτών και η δέκατη τέταρτη εξ αυτών Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της έβδομης εξ αυτών. Ο πρώτος των εναγομένων είναι αλληλασφαλιστικός σύνδεσμος, που μετείχε στην ασφάλιση του προαναφερόμενου πλοίου «AT»  και ο δεύτερος των εναγομένων ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του πρώτου εναγομένου, διευθυντής της διαχειρίστριας και αντιπροσώπου του πρώτου εναγομένου στην Ελλάδα, εταιρείας με την επωνυμία «………….», υπεύθυνος ασφαλίσεων κατά το κρίσιμο – σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής – χρονικό διάστημα των ετών 2006-2008 και χειριστής της ασφαλιστικής απαιτήσεως του προαναφερόμενου πλοίου «AT». Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως που καταρτίσθηκε στις 13-3-2006 μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. ……../03 πιστοποιητικού ασφαλίσεως και του υπ’ αριθ. …./13-3-2006 προσθέματος αυτού, η οποία τυγχάνει σύμβαση από κοινού ασφαλίσεως με ασφαλισμένες εταιρείες τόσο τις έξι πρώτες των εναγόντων ως πλοιοκτήτριες αντίστοιχα των προαναφερόμενων έξι  πλοίων («AT», «GT», «VJ», «Z», «TC» και «PM») όσο και την έβδομη εξ αυτών με την ιδιότητα της διαχειρίστριας όλων των ανωτέρω πλοίων και η οποία ενσωματώνει τους στερεότυπους όρους ασφαλίσεως σκάφους και επιπρόσθετων κινδύνων του Ινστιτούτου των Lloyd’s (Institute Time Clauses Hulls και Institute Additional Perils Clauses), o πρώτος των εναγομένων ασφάλισε, μεταξύ άλλων το πλοίο «AT» κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που αναφέρονται στη σύμβαση, για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών (από 13-3-2006 μέχρι 13-3-2007), έως το ποσό των 4.800.000 δολλαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 15% σε σχέση με τη συνολική ασφαλιστική αξία του ανωτέρω πλοίου, η οποία ανερχόταν σε 32.000.000 δολλάρια ΗΠΑ, το υπόλοιπο της οποίας καλύφθηκε δυνάμει αντίστοιχων συμβάσεων που καταρτίστηκαν μεταξύ των ίδιων ως άνω ασφαλισμένων (πρώτης έως και έκτης των εναγόντων ως πλοιοκτητριών και έβδομης εξ αυτών ως διαχειρίστριας) και των ασφαλιστών «……….», «………..», «……….», «………..», «………», …….. και «………….» έως το ποσό των 24.000.000 δολ. ΗΠΑ (75% ποσοστό κάλυψης) και «………..» έως το ποσό των 3.200.000 δολ. ΗΠΑ (10% ποσοστό κάλυψης). Κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου και συγκεκριμένα στις 3-5-2006, κατά τη διάρκεια του πλου από Βραζιλία προς Κίνα και ενώ μετέφερε φορτίο σιδηρομεταλλεύματος, το ως άνω ασφαλισμένο πλοίο «AT» βυθίσθηκε εξαιτίας σφοδρής θαλασσοταραχής, σε θαλάσσια περιοχή περί τα 300 ναυτικά μίλια ανοιχτά του λιμένος Port Elizabeth της Νοτίου Αφρικής, δεδομένου δε ότι το ανωτέρω συμβάν συνιστούσε, σύμφωνα με την ένδικη ασφαλιστική σύμβαση, επέλευση ασφαλιστικού κινδύνου, όλοι οι ως άνω ασφαλιστές, έκαστος κατά το προαναφερόμενο ποσοστό καλύψεώς του, κατέστησαν υπόχρεοι για την καταβολή της αντίστοιχης ασφαλιστικής αποζημιώσεως, η οποία θα κάλυπτε την ολική απώλεια του ασφαλισμένου πλοίου, ανερχόμενη σε 32.000.000 δολλάρια ΗΠΑ. Η πρώτη ενάγουσα υπέβαλε στις 30-5-2006 στον πρώτο εναγόμενο την απαίτησή της για καταβολή της σύμφωνης με τους όρους της ένδικης ασφαλιστικής συμβάσεως ασφαλιστικής αποζημιώσεως, η οποία θα κάλυπτε την ολική απώλεια του ως άνω ασφαλισμένου πλοίου της, ανερχόμενη, κατά τα συμφωνηθέντα, σε ποσοστό 15% της ασφαλιστικής αξίας του (πλοίου), δηλαδή σε 4.800.000 δολλάρια ΗΠΑ. Ωστόσο, ο τελευταίος αρνήθηκε να προβεί στην εν λόγω καταβολή, με επιστολή που κοινοποίησε στην πρώτη ενάγουσα στις 30-10-2006.  όπως άλλωστε είχαν πράξει πριν από αυτόν και όλοι οι προαναφερόμενοι ασφαλιστές. Μετά από αυτή την άρνηση όλων των ασφαλιστών, η πρώτη ενάγουσα προσέφυγε σε διαδικασία διαιτησίας στο Λονδίνο κατά του πρώτου των εναγομένων, ζητώντας να της καταβάλει ο τελευταίος το ως άνω ποσό, ενώ προηγουμένως η ίδια (πρώτη ενάγουσα) άσκησε, στις 15-8-2006, αγωγή, με αριθμό φακέλου 815/2006,  ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας (Τμήμα Queen’s Bench – Εμπορικό Δικαστήριο) κατά των ασφαλιστών ……………. ζητώντας να της καταβάλουν τη σύμφωνη με τους όρους της καταρτισθείσας μεταξύ τους ασφαλιστικής συμβάσεως, ασφαλιστική αποζημίωση, η οποία θα κάλυπτε την ολική απώλεια του ως άνω ασφαλισμένου πλοίου, ανερχόμενη κατά τα ανωτέρω σε ποσοστό 75% επί της ασφαλιστικής αξίας του (πλοίου), ήτοι σε 24.000.000 δολ. ΗΠΑ ενώ ως προς την ασφαλίστρια «……………», που ήταν υπόχρεη κατά τα ανωτέρω για την καταβολή ασφαλιστικής αποζημιώσεως κατά ποσοστό 10% επί της ασφαλιστικής αξίας του (πλοίου), ήτοι 3.200.000 δολ. ΗΠΑ, η πρώτη ενάγουσα συμφώνησε, δυνάμει της από 8-1-2007 συμφωνίας, να αναστείλει την άσκηση σχετικής αγωγής έως την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημιώσεως από τους υπόχρεους για το 75% αυτής, στα πλαίσια της ως άνω υποθέσεως με αριθμό φακέλου 815/2006. Παράλληλα, άσκησε αγωγή και κατά των συνδικάτων ……….. ενώπιον του ίδιου ως άνω δικαστηρίου, η οποία έλαβε αριθμό φακέλου 1074/2006 ζητώντας την καταβολή ποσού 8.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ για την αυξημένη αξία του ανωτέρω πλοίου. Ακολούθως, ο πρώτος εναγόμενος, δυνάμει συμβιβασμού που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού  και της πρώτης ενάγουσας, στις 30-1-2008, συμφώνησε να καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση που ανερχόταν κατά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα σε ποσοστό 15% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου, δηλαδή σε 4.800.000 δολλάρια ΗΠΑ, ποσό το οποίο και της κατέβαλε, στις 20-2-2008, τερματισθείσης κατ΄αυτόν τον τρόπο της σχετικής διαδικασίας ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου στο Λονδίνο. Περαιτέρω, δυνάμει δύο συμφωνητικών συμβιβασμού καταρτισθέντων του μεν πρώτου μεταξύ της πρώτης των εναγόντων και των ασφαλιστών …………. στις 13-12-2007, του δε δεύτερου μεταξύ της πρώτης των εναγόντων και των ασφαλιστών …………… στις 7-1-2008, αμφοτέρων δηλαδή πριν την προσδιορισθείσα για τη συζήτηση της ως άνω ασκηθείσας από την πρώτη των εναγόντων αγωγής με αριθμό φακέλου …./2006 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας δικάσιμο της 14-1-2008, οι ως άνω ασφαλιστές συμφώνησαν να καταβάλουν ολοσχερώς την αιτούμενη από την πρώτη των εναγόντων ασφαλιστική αποζημίωση, ανερχόμενη σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα σε ποσοστό 75% επί της ασφαλιστικής αξίας του  βυθισθέντος πλοίου, ήτοι σε 24.000.000 δολ. ΗΠΑ, ποσό το οποίο και κατέβαλαν τμηματικά στις 5-2-2008, 12-2-2008 και 20-2-2008, τερματισθείσης έτσι της σχετικής διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας, ενώ σε αντίστοιχη συμφωνία προέβη και η ασφαλίστρια «………..», για την καταβολή της κατά το ποσοστό κάλυψής της (10%) ασφαλιστικής αποζημίωσης, ήτοι για το ποσό των 3.200.000 δολ. ΗΠΑ, το οποίο και κατέβαλε στις 20-2-2008. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου έως την  υποβολή της ασφαλιστικής απαιτήσεως για την καταβολή της σύμφωνης με τους όρους της ασφαλιστικής συμβάσεως και καλύπτουσας την ολική απώλεια του ως άνω ασφαλισμένου πλοίου ασφαλιστικής αποζημιώσεως από την πρώτη των εναγόντων στους υπόχρεους ασφαλιστές – σε έκαστο κατά το συμφωνηθέν ποσοστό – και μέχρι την υπογραφή των ως άνω συμφωνητικών συμβιβασμού και τον τερματισμό των σχετικών δικαστικών και διαιτητικών διαδικασιών στο Λονδίνο, όλοι οι ανωτέρω ασφαλιστές συμπεριλαμβανομένου και του πρώτου των εναγομένων, σε συνεννόηση και συνεργασία με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, με ανεξάρτητους δικηγόρους καθώς και με τρίτα, φυσικά πρόσωπα, εμπλεκόμενα αμέσως ως διασωθέντες ή εμμέσως ως συγγενείς εκλιπόντων στο επίδικο συμβάν, έτσι όπως αυτοί κατονομάζονται στο δικόγραφο της αγωγής, προέβησαν στην περιγραφόμενη στο δικόγραφο της αγωγής παράνομη και υπαίτια αδικοπρακτική συμπεριφορά σε βάρος των εναγόντων. Η συμπεριφορά αυτή συνίσταται στην κατάθεση προτάσεων, τροποποιημένων προτάσεων και δικογράφων άμυνας ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου κατά την ανοιγείσα κατόπιν της σχετικής αγωγής με αριθμό φακέλου ……/2006 ενώπιόν του διαδικασία, δια των οποίων προέβαλαν τους ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς περί του ότι το βυθισθέν πλοίο είχε δήθεν ελαττώματα που το καθιστούσαν αναξιόπλοο και προκάλεσαν τη βύθισή του, περί του ότι οι εκπρόσωποι της πλοιοκτήτριας, πρώτης των εναγόντων και της διαχειρίστριας, έβδομης των εναγόντων, δηλαδή οι όγδοος, ένατος, δέκατος, και δέκατη τέταρτη των εναγόντων, γνώριζαν τα ελαττώματα του πλοίου που το καθιστούσαν αναξιόπλοο καθώς και περί του ότι η διαχειρίστρια του πλοίου είχε δήθεν αναπτύξει επαγγελματική πρακτική, σύμφωνα με την οποία, δεν ανακοίνωνε στον αρμόδιο Νηογνώμονα του πλοίου και στις Αρχές του κράτους της σημαίας του πλοίου τα ελαττώματα και τις ζημίες του (πλοίου) έτσι ώστε να γίνουν οι κατάλληλες επιθεωρήσεις αυτού και να εξαλειφθούν τα ελαττώματά του. Προκειμένου δε να τεκμηριώσουν τους ανωτέρω ισχυρισμούς, όλοι οι προαναφερόμενοι ασφαλιστές, συμπεριλαμβανομένου του πρώτου των εναγομένων, χρησιμοποίησαν τρεις ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις του διασωθέντος από το ναυάγιο ναυτικού, …………., με ημερομηνίες 9.2.2007, 13.2.2007 και 25.7.2007, τις οποίες προσήγαγαν ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, σε διαδικασία που διήρκησε από τις 15.6.2007 και εντεύθεν, μολονότι γνώριζαν ότι ήταν ψευδείς και κατασκευασμένες και οι οποίες δόθηκαν από τον ως άνω ενόρκως βεβαιώσαντα μετά από δικές τους φορτικές πιέσεις και έναντι οικονομικού ανταλλάγματος, δηλαδή ότι συνολικά διέπραξαν, ως άμεσοι αυτουργοί άλλως ως άμεσοι συνεργοί, τις παράνομες πράξεις της συκοφαντικής δυσφημήσεως, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και της απάτης επί δικαστηρίω, ενώ γενικά παρέβησαν και το επιβαλλόμενο από το νόμο γενικό καθήκον του «μη ζημιούν άλλον υπαιτίως». Ειδικότερα, ο πρώτος εναγόμενος κατέθεσε στις 16.01.2007,  προτάσεις ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λονδίνου, με τις οποίες ισχυρίστηκε ψευδώς και συκοφαντικά για την πλοιοκτήτρια και την διαχειρίστρια του βυθισθέντος πλοίου, δηλαδή για την πρώτη και έβδομη των εναγόντων, ότι η ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια (πρώτη ενάγουσα) είχε παραβιάσει τους κανόνες λειτουργίας του πλοίου και επιπλέον, (ο πρώτος των εναγομένων), ακολουθώντας τις υπόλοιπες ασφαλίστριες εταιρείες, αρνήθηκε παράνομα να καταβάλλει την ασφαλιστική αποζημίωση για την απώλεια του πλοίου. Περαιτέρω, στις 7-5-2007, η ……….. (θυγατέρα του θανατωθέντος κατά το ναυάγιο υποπλοιάρχου του πλοίου), μετά από συνεννόηση και συμφωνία με τον πρώτο των εναγομένων και τους υπόλοιπους ασφαλιστές και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, ζήτησε από τον διασωθέντα ναυτικό ……….. να μεταβεί στην Ελλάδα και να δώσει ψευδή ένορκη βεβαίωση προς όφελος των ασφαλιστών, αναιρώντας τις προηγούμενες ένορκες βεβαιώσεις του, προς τον σκοπό αυτό δε, του υποσχέθηκε ότι ο Έλληνας δικηγόρος της θα αναλάμβανε να υποβάλει αγωγή και να επιδιώξει αποζημίωσή του (……….) κατά της πρώτης των εναγόντων ενώ ακόμη του ζήτησε να αποστείλει αντίγραφο του διαβατηρίου του στο γραφείο των δικηγόρων των ασφαλιστών στον Πειραιά, για να αναλάβουν οι δικηγόροι αυτοί τα έξοδα μετάβασής του στην Ελλάδα προκειμένου αυτός να δώσει ψευδή ένορκη βεβαίωση κατά της πρώτης των εναγόντων. Στη συνέχεια, στις 2-5-2007 και 12-5-2007, ο …………. μετά από συνεννόηση και συμφωνία με τους ασφαλιστές παρότρυνε τον ……….. να ταξιδέψουν μαζί στην Ελλάδα και τον διαβεβαίωσε ότι ο πρώτος των εναγομένων και οι λοιποί ασφαλιστές θα του πλήρωναν πλουσιοπάροχη αμοιβή για να δώσει ψευδή ένορκη κατάθεση υπέρ των ασφαλιστών, στην οποία θα έπρεπε να αναφέρει ότι υπήρχαν ρήγματα στο πλοίο και συγκεκριμένα στα κύτη φορτίου με συνέπεια να υπάρξει εισροή ύδατος στο πλοίο και να βυθιστεί αυτό. Στη συνέχεια, κατά τις ημερομηνίες 27-4-2007, 28-4-2007, 4-5-2007 και 23-5-2007, η ………… ζήτησε από τον ………… να ταξιδέψει στην Ελλάδα την 4-6-2007 και του υποσχέθηκε ότι οι ασφαλιστές θα του έδιναν μεγάλη αμοιβή για την κατάθεσή του και ότι θα του πλήρωναν προκαταβολή 1.000 δολ. ΗΠΑ στον τραπεζικό του λογαριασμό καθώς και ότι ο ………… θα του παρέδιδε το εισιτήριο του, περαιτέρω δε, η …….. του ζήτησε να μείνει στην Ελλάδα για δύο εβδομάδες ώστε να δώσει ένορκη βεβαίωση υπέρ των ασφαλιστών με το αζημίωτο, έτσι όπως τα γεγονότα αυτά βεβαιώνονται στις ένορκες βεβαιώσεις του …………., οι οποίες δόθηκαν στις 5-5-2007 και στις 25-5-2007 ενώπιον τού Συμβολαιογράφου των Φιλιππινών ….. και οι οποίες κατατέθηκαν στο Αγγλικό Δικαστήριο δια των προτάσεων των πληρεξούσιων δικηγόρων της πρώτης των εναγόντων στις 15-6-2007. Ο δεύτερος των εναγομένων, στις 15-6-2006, ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και εκπρόσωπος του πρώτου των εναγομένων συναντήθηκε με τον διευθυντή της ασφαλειομεσιτικής εταιρείας του βυθισθέντος πλοίου, με την επωνυμία «…………», ………., στα γραφεία του στη ………. Αττικής και του ανέφερε ψευδώς και συκοφαντικώς για την πρώτη των εναγομένων και τους εκπροσώπους αυτής ότι δήθεν η αγοραία αξία του βυθισθέντος πλοίου ήταν 17.000.000 έως 18.000.000 δολ. ΗΠΑ ενώ το αληθές ήταν ότι η αγοραία αξία του ήταν 34.000.000 δολ. ΗΠΑ και η ασφαλιστική του αξία ήταν 32.000.000 δολ. ΗΠΑ και ότι οι ασφαλιστές του βυθισθέντος πλοίου ήταν σε επαφή με την χήρα ενός αγνοουμένου μέλους του πληρώματος, η οποία έκανε άσχημη κριτική για την κατάσταση του πλοίου. Περαιτέρω, ο δεύτερος εναγόμενος ανέφερε ότι λόγω οικονομικών δυσχερειών ο πρώτος εναγόμενος μπορούσε να πληρώσει μόνο το 50% της ασφαλιστικής απαιτήσεως για την απώλεια του πλοίου και για το λόγο αυτό πρότεινε στην πρώτη ενάγουσα τον εξής διακανονισμό : ο πρώτος των εναγομένων να πληρώσει στην πρώτη ενάγουσα άμεσα το ποσοστό που είχε αναλάβει σχετικά με την κάλυψη της ασφαλιστικής αποζημίωσης του πλοίου, ανερχόμενο σε 15% επί της ασφαλιστικής αξίας, ήτοι 4.800.000 δολ. ΗΠΑ, χωρίς να αναμείνει την απόφαση της αρχιασφαλίστριας «………….» σχετικά με την πληρωμή της ασφαλιστικής αποζημιώσεως, όπως ήταν υποχρεωμένη από την ασφαλιστική σύμβαση, η πληρωμή αυτή να γίνει υπό τον όρο ότι η πρώτη των εναγόντων θα επέστρεφε στον πρώτο των εναγομένων με μεταχρονολογημένη επιταγή το 50% του ποσού της ασφαλιστικής αποζημιώσεως εκ 4.800.000 δολ. ΗΠΑ, δηλαδή θα επέστρεφε το ποσό των 2.400.000 δολ. ΗΠΑ και  σε αντάλλαγμα  αυτής «της επιστροφής», ο πρώτος των εναγομένων να καλύψει δήθεν μεγαλύτερο ποσοστό της ασφαλιστικής αξίας πλοίων τής από κοινού ασφαλίσεως του στόλου της έβδομης των εναγόντων κατά την ανανέωση της ασφαλιστικής καλύψεως τον Μάρτιο του 2007, με ευνοϊκούς όρους, και συγκεκριμένα χωρίς αύξηση του ασφαλίστρου και, αν συμφωνούσε η πρώτη των εναγόντων με τα ανωτέρω, ο δεύτερος των εναγομένων θα έπειθε δήθεν τον ………….., πληρεξούσιο δικηγόρο των ασφαλιστών, να εισηγηθεί θετικά για την πληρωμή της απαιτήσεως της πρώτης των εναγόντων για την ασφαλιστική αποζημίωση του πλοίου. Ωστόσο, η πρώτη ενάγουσα απέρριψε αμέσως την ανωτέρω πρόταση, διαμαρτυρήθηκε εντόνως για τα ως άνω ψευδή και συκοφαντικά που διέδωσε σε βάρος της  ο πρώτος εναγόμενος και ζήτησε την άμεση πληρωμή ολόκληρης της νόμιμης απαιτήσεώς της για καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίιώσεως που απέρρεε ευθέως από την ασφαλιστική σύμβαση, ενώ επιπλέον, επιφυλάχθηκε να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά της κατά των ήδη εναγομένων για την παράνομη συναλλαγή που της πρότειναν. Από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά των ασφαλιστών, συμπεριλαμβανομένων των πρώτου και δεύτερου των εναγομένων, οι ενάγοντες υπέστησαν : Α) αποθετική ζημία, συνιστάμενη στην απώλεια των εσόδων, τα οποία θα πραγματοποιούσε η πρώτη ενάγουσα αφενός από την εκμετάλλευση κατά τα χρονικά διαστήματα από τις 3-11-2006 έως τις 10-4-2008, από τις 27-9-2006 έως τις 28-4-2008 και από τις 13-9-2006 έως τις 19-5-2008, των τριών φορτηγών πλοίων, «D.», «ES» και «Ε» αντίστοιχα, τα οποία επρόκειτο να αγοράσει αυτή με την – μη τελικώς καταβληθείσα εγκαίρως και πάντως εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την υποβολή της ασφαλιστικής της απαίτησης, από άπαντες τους ασφαλιστές συμπεριλαμβανομένου και του πρώτου των εναγομένων – ασφαλιστική αποζημίωση, έτσι όπως αυτά (έσοδα) αναλυτικά κατά ταξίδι, χρονική διάρκεια και ημερήσιο ναύλο, περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, αφαιρουμένων των κατά περίπτωση εξόδων (προμήθεια ναυλομεσίτη, ασφάλιστρα, κόστος ανταλλακτικών, εφοδίων κλπ), ανερχόμενα (τα έσοδα) στο ποσό των 47.572.875 δολ. ΗΠΑ, 19.827.875 δολ. ΗΠΑ και 9.781.125 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των (47.572.875 + 19.827.875 + 9.781.125 =) 77.181.875 δολ. ΗΠΑ και αφετέρου από την μεταπώληση κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο του 2008 των τριών ως άνω αγορασθέντων με την ασφαλιστική αποζημίωση πλοίων, την ευκαιρία της οποίας απώλεσε η πρώτη ενάγουσα, ανερχόμενα (τα έσοδα) στο ποσό των 40.000.000 δολ. ΗΠΑ, 17.000.000 δολ. ΗΠΑ και 12.000.000 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των (40.000.000 + 17.000.000 + 12.000.000 =) 69.000.000 δολ. ΗΠΑ, επικουρικώς δε και για την περίπτωση μη μεταπωλήσεως των ως άνω πλοίων και συνεχίσως της εκμεταλλεύσεώς τους έως τις 3-12-2010, 30-11-2010 και 6-10-2010 αντίστοιχα, τα συνολικά έσοδα τα οποία θα πραγματοποιούσε η πρώτη των εναγόντων από αυτήν (εκμετάλλευση) για όλη τη διάρκεια των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, έτσι όπως αυτά (τα έσοδα) αναλυτικά κατά ταξίδι, χρονική διάρκεια και ημερήσιο ναύλο, περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, αφαιρουμένων των κατά περίπτωση εξόδων (προμήθεια ναυλομεσίτη, ασφάλιστρα, κόστος ανταλλακτικών, εφοδίων κλπ), ανερχόμενα (τα έσοδα) στο συνολικό ποσό των 82.651.606,25 δολ. ΗΠΑ, 35.877.125 δολ. ΗΠΑ και 29.084.312,50 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των (82.651.606,25 + 35.877.125 + 29.084.312,50 =) 147.613.043,75 δολ. ΗΠΑ, Β) θετική ζημία, συνιστάμενη αφενός στα αυξημένα, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής ποσοστά, ασφάλιστρα, τα οποία επέβαλαν οι αναφερόμενοι στο δικόγραφο της αγωγής νέοι συνασφαλιστές των πλοίων «GT», «VJ», «Z», «TC» και «PM», πλοιοκτησίας των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των εναγόντων αντίστοιχα και με τα οποία επιβαρύνθηκαν αυτές, λόγω της ως άνω ιστορούμενης συκοφαντικής δυσφήμησης αυτών ως συνασφαλισμένων με την πρώτη των εναγόντων εταιρειών καθώς και της έβδομης των εναγόντων ως διαχειρίστριας των ανωτέρω πλοίων και των όγδοου έως και δέκατης τέταρτης των εναγόντων ως εκπροσώπων τους, ανερχόμενα (τα επιπλέον ασφάλιστρα) σε 555.984 δολ. ΗΠΑ για την δεύτερη των εναγόντων, σε 236.418 δολ. ΗΠΑ για την τρίτη των εναγόντων, σε 97.109 δολ. ΗΠΑ για την τέταρτη των εναγόντων, σε 216.082 δολ. ΗΠΑ για την πεμπτη των εναγόντων και σε 290.725 δολ. ΗΠΑ για την έκτη των εναγόντων αντίστοιχα και αφετέρου στα έξοδα των πραγματογνωμόνων για τις διεξαχθείσες από αυτούς επιθεωρήσεις των πλοίων «GT», «VJ», «Z», «TC» και «PM», πλοιοκτησίας των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των εναγόντων αντίστοιχα, τις εκθέσεις των οποίων υποχρεώθηκαν να προσκομίσουν οι τελευταίες στους νέους ως άνω ασφαλιστές των πλοίων, λόγω της ως άνω συκοφαντικής δυσφημήσεώς τους ως συνασφαλισμένων με την πρώτη των εναγόντων εταιρειών καθώς και της έβδομης των εναγόντων ως διαχειρίστριας των ανωτέρω πλοίων και των όγδοου έως και δέκατης τέταρτης των εναγόντων ως εκπροσώπων τους, ανερχόμενα (τα έξοδα) σε 10.100 ευρώ για την δεύτερη των εναγόντων, σε 7.380 ευρώ για την τρίτη των εναγόντων, σε 7.340 ευρώ για την τέταρτη των εναγόντων, σε 8.060 ευρώ για την πεμπτη των εναγόντων και σε 11.300 ευρώ για την έκτη των εναγόντων αντίστοιχα και Γ) ηθική βλάβη λόγω της υπαίτιας, βάναυσης, επανειλημμένης και διαρκούς κατά το έτη 2006 – 2007 προσβολής του ονόματος, της επαγγελματικής τιμής και της μελλοντικής συναλλακτικής πίστεως των πρώτης έως και έβδομης των εναγόντων καθώς και της προσωπικής τιμής και υπολήψεως των όγδοου έως και δέκατης τέταρτης των εναγόντων, ως εκπροσώπων τους, εκάστου υπό την επικαλούμενη από αυτόν ιδιότητα, προς χρηματική ικανοποίηση της οποίας εύλογο είναι το ποσό  του 1.000.000 ευρώ για καθεμία από την πρώτη, δεύτερη, τρίτη, πέμπτη, έκτη, έβδομη, ενδέκατο, δωδέκατο, δέκατο τρίτο και δέκατη τέταρτη των εναγόντων, το ποσό των 6.000.000 ευρώ για τον όγδοο των εναγόντων, το ποσό των 4.000.000 ευρώ για τον ένατο των εναγόντων και  το ποσό των 5.000.000 ευρώ για τον δέκατο των εναγόντων. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες ζήτησαν, έτσι όπως το αγωγικό τους αίτημα περιορίσθηκε παραδεκτώς με προφορική, καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους και με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου  έγγραφες προτάσεις τους (άρθρο 223, 295 παρ. 1 εδ. α΄, 297 ΚΠολΔ) από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, οφείλουν : α) στην πρώτη των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 146.181.875 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, επικουρικώς δε το ποσό του 1.000.000 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 147.613.043,75 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, β) στην δεύτερη των εναγόντων το ποσό του 1.010.100 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 555.984 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, γ) στην τρίτη των εναγόντων το ποσό του 1.007.380 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 236.418 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, δ) στην τέταρτη των εναγόντων το ποσό του 1.007.340 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 97.109 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ε) στην πέμπτη των εναγόντων το ποσό του 1.008.060 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 216.082 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, στ) στην έκτη των εναγόντων το ποσό του 1.011.300 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 290.725 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ζ) στην έβδομη των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, η) στον όγδοο των εναγόντων το ποσό των 6.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, θ) στον ένατο των εναγόντων το ποσό των 4.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ι) στον δέκατο των εναγόντων το ποσό των 5.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ια) στον ενδέκατο των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ιβ) στον δωδέκατο των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ιγ) στον δέκατο τρίτο των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και ιδ) στην δέκατη τέταρτη των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά έξοδα.

Με την υπό κρίση δεύτερη, από 19-1-2012 ( αριθ. κατ. …/19-1-2012) αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, οι ενάγουσες εκθέτουν ότι τυγχάνουν η πρώτη εξ αυτών πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «AT» και η δεύτερη εξ αυτών διαχειρίστρια του ανωτέρω πλοίου, ότι ο πρώτος των εναγομένων τυγχάνει αλληλασφαλιστικός σύνδεσμος, μετέχων στην ασφάλιση του ανωτέρω πλοίου πλοιοκτησίας της πρώτης των εναγόντων και ο δεύτερος των εναγομένων τυγχάνει μέλος του Δ.Σ. του πρώτου των εναγομένων, διευθυντής της διαχειρίστριας και αντιπροσώπου του πρώτου των εναγομένων στην Ελλάδα, «…………….», υπεύθυνος ασφαλίσεων κατά το κρίσιμο – σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής – χρονικό διάστημα των ετών 2006-2008 και χειριστής της ασφαλιστικής απαίτησης του ανωτέρω πλοίου πλοιοκτησίας της πρώτης των εναγόντων. Ότι βάσει των ίδιων ακριβώς πραγματικών περιστατικών, έτσι όπως αυτά παρατίθενται στο ιστορικό της υπό κρίση πρώτης αγωγής και συνεπεία της περιγραφομένης στο ιστορικό της υπό κρίση πρώτης αγωγής, αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των ασφαλιστών, συμπεριλαμβανομένων των εναγομένων, οι ενάγουσες υπέστησαν : Α) η πρώτη εξ αυτών θετική ζημία, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 127.166,74 ευρώ και 141.425,88 δολ. ΗΠΑ, συνιστάμενη στις αναλυτικά αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής προμήθειες, τις οποίες κατέβαλε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος προς έκδοση και διατήρηση σε ισχύ της εγγυητικής επιστολής, την οποία εξέδωσε η τελευταία και δυνάμει της οποίας εγγυήθηκε τις υποχρεώσεις της πρώτης των εναγόντων, ως πλοιοκτήτριας του πλοίου «AT» έναντι της ναυλώτριας, της υποναυλώτριας και κυρίας του φορτίου και της ασφαλίστριας του φορτίου του ανωτέρω πλοίου κατά την χρονική περίοδο βυθίσεως του τελευταίου, πηγάζουσες εκ του ως άνω γεγονότος και καθιστάμενες απαιτητές λόγω της ως προαναφερόμενης συκοφαντικής δυσφημήσεως αυτής (πρώτης των εναγόντων) κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής και Β) η δεύτερη εξ αυτών θετική ζημία, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 2.040 ευρώ, συνιστάμενη στα έξοδα της επιθεωρήτριας εταιρείας, για την διεξαχθείσα από αυτήν επιθεώρηση του τρόπου και των διαδικασιών λειτουργίας της δεύτερης των εναγόντων, την οποία και απαίτησαν οι ασφαλιστές σκάφους και μηχανής των πλοίων υπό την διαχείρισή της, λόγω της προαναφερόμενης συκοφαντικής δυσφημήσεώς της (δεύτερης των εναγόντων) ως διαχειρίστριας του βυθισθέντος πλοίου «AT», κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγουσες ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλουν : α) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 127.166,74 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 141.425,88 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και β) στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 2.040 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΙV. Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση εφέσεως, οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου δέχθηκε η εκκαλουμένη ότι παράγεται δεδικασμένο από τις σε αυτή αναφερόμενες διαταγές και αποφάσεις των ΄Αγγλων δικαστών …………. σχετικά με την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων κι ακολούθως απέρριψε την αγωγή για το λόγο αυτό κατά τα προαναφερόμενα. Με τον δεύτερο λόγο παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένως ερμήνευσε κι εφάρμοσε το άρθρο 34 παρ. 1 του Κανονισμού 44/2001 σε συνδυασμό με το άρθρο  33 ΑΚ, κατά το μέτρο που έκρινε ότι οι προαναφερόμενες αποφάσεις των αγγλικών δικαστηρίων δεν έρχονται σε αντίθεση με την ημεδαπή δημόσια τάξη και με τον τρίτο λόγο ότι η εκκαλουμένη παραβίασε το άρθρο 221 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ. Στη συνέχεια, με τον τέταρτο λόγο παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένως ερμήνευσε κι εφάρμοσε τα άρθρα 11 και 25 ΑΚ, 867 έως 869 ΚΠολΔ και το Ν. 2735/99 και τα άρθρα 1, 32,33 και 34 του ανωτέρω Κανονισμού δεχόμενη ότι υπάρχει ρήτρα Διαιτησίας  και τέλος με τους πέμπτο και έκτο (τελευταίο) λόγους εφέσεως παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο λόγω αοριστίας και λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως.

  1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1, 25 παρ. 2 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία επί ημεδαπών και αλλοδαπών (προσώπων), εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα λόγω γενικής ή ειδικής δωσιδικίας. Ετσι, υπάρχει δικαιοδοσία των παραπάνω δικαστηρίων να δικάσουν διαφορές νομικών προσώπων, των οποίων η πραγματική έδρα βρίσκεται στην περιφέρεια ελληνικού δικαστηρίου. Επί παθητικής ομοδικίας αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ή την κατοικία του οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους (ΕφΠειρ 546/2010 ΕΝΔ 2010.397, ΕφΠειρ 516/2009 ΕΝΔ 2009.389, ΕφΠειρ 631/2007 ΕμπΔ 2007.443, ΕφΠειρ 447/2005 ΕΝΔ 2005.331, Νίκα σε Ερμ ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα άρθρο 3 αριθμ. 21, 37 αριθμ. 1,6). Εξάλλου, κατά το άρθρο 33 εδάφιο α` του ίδιου Κώδικα «διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή και όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτήν, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίσθηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή». Αναφορικά, όμως, με τους κατοίκους χωρών, που έχουν προσχωρήσει στη Σύμβαση των Βρυξελλών της 27.9.1968, όπως η Κύπρος και η Ελλάδα, η οποία την κύρωσε με το νόμο 1814/1988, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τα Πρωτόκολλα της 3.6.1971, της 9.10.1978, της 25.10.1982 και της 26.5.1989 (προσχωρήσεων σ` αυτήν νέων χωρών), εφαρμόζεται η Σύμβαση αυτή ως περιέχουσα ειδικές περί του θέματος διατάξεις και όχι η διάταξη του άρθρου 33 ΚΠολΔ, αφού τέτοια ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας δεν θεσπίζεται από τη Σύμβαση των Βρυξελλών (ΕφΠειρ 542/2012 – “Νόμος”, ΕφΠειρ1012/2002 ΕΝΔ 2003.51, ΕφΑΘ 5610/1999 ΕλΔ 2002.1455). Με βάση τη συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία τέθηκε σε ισχύ τον Μάιο του 1999, εκδόθηκε στις 22-12-2000 από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης ο Κανονισμός 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις γνωστός ως «Κανονισμός Βρυξέλλες Ι». Ο νέος κανονισμός υποκατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών (άρθρο 68 του Κανονισμού), στις σχέσεις των κρατών μελών και άρχισε να ισχύει από 1-3-2002. Οπως ισχύει πλέον για όλους τους Κανονισμούς, έτσι και ο Κανονισμός «Βρυξέλλες Ι» έχει άμεση και καθολική ισχύ στα κράτη μέλη. Υπερισχύει του Εθνικού δικαίου ακόμη και του Συντάγματος, και ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να τον εφαρμόζει όπως ακριβώς το εθνικό δίκαιο. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ) «αν τα μέρη από τα οποία το ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού, έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτισθεί: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνθήκες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σε αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλομένους σε συμβάσεις, του είδους για το οποίο πρόκειται στην συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα». Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού αυτού, το άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ που ρυθμίζει την διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων καθώς και όλες οι γενικές και ειδικές διατάξεις του ελληνικού δικαίου ως βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας παραμερίσθηκαν αυτόματα (βλ. Κεραμέα: Η Σύμβαση των Βρυξελλών κ.λπ. ΝοΒ 38,1285, ΕφΑθ 5610/1999 ΕλλΔνη 43,1455, ΕφΠειρ 542/2012- “Νόμος”). Τέλος, η συμφωνία περί παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας για υφιστάμενες διαφορές καθώς και για μελλοντικές που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση (σύμβαση) καλύπτει και τις συναφείς αδικοπρακτικές αξιώσεις, που απορρέουν μεν από το νόμο και όχι από τη σύμβαση, πλην όμως έχουν αναγκαίο ιστορικό υπόβαθρο αυτή και συνδέονται στενά με τα βιοτικά περιστατικά παραβάσεως της συμβάσεως, προκειμένου ν’ αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες, εάν οι υποθέσεις κρίνονταν χωριστά (ΑΠ 948/2015, “Νόμος”, ΑΠ 1542/2014, ΧΡΙΔ 2015, 205 ΑΠ 1677/2013 ΧΡΙΔ 2014, 371, ΕφΠειρ 428/2013 “Νόμος”, Εφ Αθ 5973/2013 ΔΕΕ 2014 711, ΕφΠειρ 272/2016 – “Νόμος”). Περαιτέρω, ο Κανονισμός 44/2001 διατήρησε, στο άρθρο 33, το σύστημα της αυτόματης αναγνωρίσεως των αποφάσεων εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Το κράτος αναγνωρίσεως αποδέχεται την αυτοδίκαιη ένταξη των αποτελεσμάτων της αλλοδαπής αποφάσεως στην έννομη τάξη του σαν να επρόκειτο για δική του απόφαση, χωρίς την παρεμβολή άλλης διαδικασίας, ενώ παράλληλα η ίδια διαδικασία δεν μπορεί να αρχίσει εκ νέου σε άλλο κράτος μέλος. Επέμβαση δικαστικής αρχής προβλέπεται μόνον όταν η αναγνώριση της αποφάσεως αμφισβητείται. Στην περίπτωση αυτή καθιερώνεται, κατά το πρότυπο της Σύμβασης των Βρυξελλών, διαδικασία για την κύρια ή παρεμπίπτουσα αναγνώρισή της, η οποία όμως απλοποιείται σημαντικά, ώστε να θεραπεύσει τους στόχους του κανονισμού αυτού. ΄Οταν πάντως το ζήτημα αναγνωρίσεως προκύπτει παρεμπιπτόντως σε άλλη δίκη, ο Κανονισμός (άρθρο 33 παρ. 3), όπως ακριβώς και η Σύμβαση των Βρυξελλών, προσδίδει στο δικαστήριο της κύριας αγωγής διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει την αναγνώριση. Το Δικαστήριο αυτό έχει παράλληλα διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί για την ύπαρξη ενός από τους λόγους μη αναγνωρίσεως των άρθρων 34 και 35. Ενόψει όμως της αδυναμίας αυτεπάγγελτου ελέγχου εκ μέρους του δικαστηρίου, οι ανωτέρω λόγοι πρέπει να προταθούν και να αποδειχθούν από το διάδικο που αμφισβητεί την αναγνώριση. Οι λόγοι που εμποδίζουν την αναγνώριση της αλλοδαπής αποφάσεως προβλέπονται περιοριστικά στα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού. Ο Κανονισμός  αναγνωρίζει ως λόγο μη αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως των αποφάσεων την επιφύλαξη της γενικής ρήτρας της δημόσιας τάξεως, που ανευρίσκεται στα περισσότερα εθνικά δίκαια αλλά και στις διμερείς συμβάσεις. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 34 σημ. 1 «απόφαση δεν αναγνωρίζεται αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως». Η προσθήκη του επιρρήματος «προφανώς», που δεν ανευρίσκεται στην αντίστοιχη ρύθμιση της Σύμβασης των Βρυξελλών, υπαγορεύθηκε από την ανάγκη να υπογραμμισθεί ακόμα περισσότερο ο εξαιρετικός χαρακτήρας της ρήτρας. Η επιφύλαξη της δημόσιας τάξεως παραμένει λοιπόν ο κατ’ εξοχήν εξαιρετικός λόγος μη αναγνωρίσεως των κοινοτικών αποφάσεων και η σχετική διάταξη που τον καθιερώνει πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά έτσι ώστε η εφαρμογή της να εφαρμόζεται σε απολύτως ακραίες περιπτώσεις. Τέλος, το άρθρο 32 του Κανονισμού 44/2001 ορίζει ότι «Ως απόφαση, κατά την έννοια της παρούσας συμβάσεως, νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο συμβαλλόμενου κράτους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από τον γραμματέα.», το άρθρο 33 του ιδίου Κανονισμού ορίζει ότι : «1. Απόφαση που εκδίδεται σε συμβαλλόμενο κράτος αναγνωρίζεται στα υπόλοιπα συμβαλλόμενα κράτη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία. 2. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, κάθε ενδιαφερόμενος που [προβάλλει ως κύριο αίτημα] την αναγνώριση μπορεί να ζητήσει, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στα τμήματα 2 και 3 του παρόντος τίτλου, να διαπιστωθεί ότι η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί. 3. Αν η επίκληση της αναγνωρίσεως γίνεται παρεμπιπτόντως ενώπιον δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους, το δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει σχετικά.», το άρθρο 34 του ιδίου Κανονισμού όρίζει ότι : «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται : 1) αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως,·2) αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει,·3) αν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως και 4) αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη αυτή απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος αναγνωρίσεως», το άρθρο 35 του ιδίου Κανονισμού ορίζει ότι :«1. Απόφαση δεν αναγνωρίζεται, επίσης, αν έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις των τμημάτων 3, 4 και 6 του τίτλου II, καθώς και στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 72, 2. Κατά τον έλεγχο των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η αρχή ενώπιον της οποίας ζητείται η αναγνώριση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του, 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της πρώτης παραγράφου, δεν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 34, σημείο 1» και το άρθρο 36 του ιδίου Κανονισμού έχει ως εξής : «Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως».
  2. Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων που περιέχονται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως, που καταρτίσθηκε, στις 13-3-2006, μεταξύ της πρώτης ενάγουσας, πλοιοκτήτριας του πλοίου AT, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. ………/03 πιστοποιητικού ασφαλίσεως και του υπ’ αριθ. …./13-3-2006 προσθέματος αυτού, η οποία τυγχάνει σύμβαση από κοινού ασφαλίσεως με ασφαλισμένες εταιρείες τόσο τις έξι πρώτες των εναγόντων ως πλοιοκτήτριες αντίστοιχα των πλοίων «AT», «GT», «VJ», «Z», «TC» και «PM» όσο και την έβδομη εξ αυτών με την ιδιότητα της διαχειρίστριας όλων των ανωτέρω πλοίων και η οποία (σύμβαση) ενσωματώνει τους στερεότυπους όρους ασφαλίσεως σκάφους και επιπρόσθετων κινδύνων του Ινστιτούτου των Lloyd’s (Institute Time Clauses Hulls και Institute Additional Perils Clauses), o πρώτος εναγόμενος ασφάλισε, μεταξύ άλλων, το πλοίο «AT» για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που αναφέρονται στη σύμβαση, για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών (από 13-3-2006 μέχρι 13-3-2007), έως το ποσό των 4.800.000 δολλαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 15% σε σχέση με τη συνολική ασφαλιστική αξία του ανωτέρω πλοίου, η οποία ανερχόταν σε 32.000.000 δολλάρια ΗΠΑ, το υπόλοιπο της οποίας καλύφθηκε δυνάμει αντίστοιχων συμβάσεων που καταρτίστηκαν μεταξύ των ίδιων ως άνω ασφαλισμένων (πρώτης έως και έκτης των εναγόντων ως πλοιοκτητριών και έβδομης εξ αυτών ως διαχειρίστριας) και των ασφαλιστών ………. έως το ποσό των 24.000.000 δολ. ΗΠΑ (75% ποσοστό κάλυψης) και «……….» έως το ποσό των 3.200.000 δολ. ΗΠΑ (10% ποσοστό κάλυψης). Κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου και συγκεκριμένα στις 3-5-2006, κατά τη διάρκεια του πλου από Βραζιλία προς Κίνα και ενώ μετέφερε φορτίο σιδηρομεταλλεύματος, το ως άνω ασφαλισμένο πλοίο «AT»  ναυάγησε  και βυθίστηκε σε θαλάσσια περιοχή περί τα 300 ναυτικά μίλια ανοιχτά του λιμένος Port Elizabeth της Νοτίου Αφρικής κι έτσι επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος. Η πρώτη ενάγουσα ανήγγειλε την επελθούσα ασφαλιστική περίπτωση τόσο στον πρώτο εναγόμενο όσο και στους λοιπούς ασφαλιστές αιτούμενη την καταβολή της οφειλόμενης από τον καθένα ασφαλιστικής αποζημιώσεως για την ολική απώλεια του πλοίου,  ωστόσο οι ασφαλιστές αμφισβήτησαν τις αιτίες του ναυαγίου και γι’ αυτό διενεργήθηκε σχετική έρευνα από πραγματογνώμονες.  Ακολούθως, η πρώτη ενάγουσα προσέφυγε κατά του πρώτου εναγομένου σε διαιτησία στο Λονδίνο και άσκησε κατά των λοιπών ασφαλιστών ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας (High Court of Justice- Queen’s Bench Divison – Εμπορικό Δικαστήριο) την αγωγή με αριθμό φακέλου ……/2006, αιτούμενη την καταβολή της ως άνω αποζημιώσεως. Οι σχετικές δίκες τερματίστηκαν με συμβιβασμό. Ειδικότερα, καταρτίσθηκαν, μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και των λοιπών, πλην του πρώτου εναγομένου, ασφαλιστών, τα από 13-12-2007 και από 7-1-2008 συμφωνητικά συμβιβασμού, δυνάμει των οποίων οι ως άνω ασφαλιστές συμφώνησαν να καταβάλουν ολοσχερώς την ασφαλιστική αποζημίωση που ζητούσε η πρώτη ενάγουσα και που ανερχόταν, κατάτα συμφωνηθέντα, σε ποσοστό 75% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου, δηλαδή σε 24.000.000 ευρώ, ποσό το οποίο και κατέβαλαν τμηματικά στις 5-2-2008, 12-2-2008 και 20-2-2008. Ο δε πρώτος εναγόμενος των υπό κρίση αγωγών, δυνάμει του από 30-1-2008 συμφωνητικού συμβιβασμού  που κατήρτισε, μεταξύ άλλων, με την πρώτη ενάγουσα, συμφώνησε να της καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση που η τελευταία ζητούσε και που ανερχόταν, κατά τα ως άνω συμφωνηθέντα, σε ποσοστό 15% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου, δηλαδή  σε 4.800.000 ευρώ, ποσό το οποίο και  της κατέβαλε στις 20-2-2008. Το τελευταίο αυτό συμφωνητικό συμβιβασμού, καταρτίσθηκε μεταξύ αφενός της πρώτης των εναγόντων ως πλοιοκτήτριας, της έβδομης των εναγόντων ως διαχειρίστριας και/ή συνδεδεμένων και/ή θυγατρικών εταιρειών (“Ασφαλισμένος”) και αφετέρου του πρώτου των εναγομένων (“Ασφαλιστές”) και έχει ως εξής : «1. Οι Ασφαλιστές συμφωνούν να καταβάλουν στους Πλοιοκτήτες εντός 21 ημερών από την παρούσα συμφωνία, εκτός και αν εμποδισθούν από Διαταγή οποιουδήποτε Δικαστηρίου, οπότε στην περίπτωση αυτή εντός 14 ημερών από την άρση ή τροποποίηση της ως άνω Διαταγής προκειμένου να επιτραπεί η πληρωμή, το ποσόν των 4,8 εκατ. Δολ. ΗΠΑ (Δολ. ΗΠΑ τέσσερα εκατομμύρια οκτακόσιες χιλιάδες) που αποτελεί το 100% της οφειλόμενης αναλογίας τους από το ασφαλισθέν ποσόν που ανέρχεται σε 15% των 32 εκατ. Δολ. ΗΠΑ (Δολ. ΗΠΑ τριάντα δύο εκατομμύρια) χωρίς τόκο ή έξοδα, με τραπεζική επιταγή για το ανωτέρω ποσόν, πληρωτέα στην ……….. Σε περίπτωση που η πληρωμή δεν γίνει εντός 21 ημερών από την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας και υπό την προϋπόθεση ότι η πληρωμή δεν θα καθυστερήσει λόγω Διαταγής οποιουδήποτε δικαστηρίου, οι Ασφαλιστές συμφωνούν ότι το ποσόν των 4,8 εκατ. Δολ. ΗΠΑ που είναι πληρωτέο βάσει της παρούσας, θα υπόκειται σε τόκο 4% ετησίως. 2. Οι Πλοιοκτήτες και ο Ασφαλισμένος συμφωνούν να δεχθούν 4,8 εκατ. Δολ. ΗΠΑ (Δολ. ΗΠΑ τέσσερα εκατομμύρια οκτακόσιες χιλιάδες) σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση οποιασδήποτε και όλων των απαιτήσεων που μπορεί να έχουν βάσει της ασφαλιστικής σύμβασης σε σχέση με την απώλεια του “ΑΤ” κατά των Ασφαλιστών και/ή των προστηθέντων και/ή αντιπροσώπων τους, συμπεριλαμβανομένων όλων των απαιτήσεων για τόκο και έξοδα, αλλά χωρίς επίπτωση σε άλλες ασφαλιστικές συμβάσεις στις οποίες μπορεί να εμπλέκονται οι Ασφαλιστές. 3. Ο Ασφαλισμένος συμφωνεί να αποζημιώσει τους Ασφαλιστές για οποιαδήποτε απαίτηση θα μπορούσε να εισαχθεί εναντίον τους και/ή κατά προστηθέντων τους και/ή κατά εκπροσώπων τους και/ή κατά των διαχειριστών τους από οποιαδήποτε από τις συνδεδεμένες εταιρείες του Ασφαλισμένου, και/ή από οργανισμούς, και/ή από τους διαχειριστές του, και/ή από τους προστηθέντες του και/ή από τους υπαλλήλους του, και/ή τους αντιπροσώπους του και/ή από οποιονδήποτε ενυπόθηκο δανειστή, σχετικά με την απώλεια του “ΑΤ” ή βάσει του Ασφαλιστηρίου, αλλά χωρίς επίπτωση σε άλλη ασφαλιστική σύμβαση, στην οποία μπορεί να εμπλέκεται. 4. Κατόπιν υπογραφής της συμφωνίας, και λαμβάνοντας υπόψιν τις περιεχόμενες στο παρόν υποσχέσεις, οι Ασφαλιστές θα υποβάλλουν αίτηση για αναστολή της Διαιτησίας κατά της ……………, η δε Διαιτησία θα ανασταλεί για όλους τους σκοπούς εκτός από τον σκοπό εκπλήρωσης των όρων που συμφωνούνται με την παρούσα, και η αναστολή θα έχει αποτελέσματα από την ημερομηνία της παρούσας. 5. Κατόπιν της εμπρόθεσμης και ολοκληρωμένης πληρωμής από τους Ασφαλιστές του ποσού που ορίζεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω, οι Ασφαλιστές συμφωνούν να διακόψουν τη διαδικασία της Διαιτησίας, χωρίς διαταγή ως προς τα έξοδα. 6. Η παρούσα συμφωνία διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο και υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτέρου Δικαστηρίου του Λονδίνου.». Ωστόσο, μετά τον τερματισμό των σχετικών δικαστικών και διαιτητικών διαδικασιών στο Λονδίνο, οι εδώ ενάγουσες άσκησαν τις υπό κρίση αγωγές καθώς και άλλες αγωγές ταυτόσημου περιεχομένου, στρεφόμενες από τους ίδιους, όπως και στις υπό κρίση αγωγές, ενάγοντες κατά των λοιπών ασφαλιστών καθώς και κατά φυσικών προσώπων, εκπροσώπων και υπαλλήλων των λοιπών ασφαλιστών και δικηγόρων αυτών. Οι τελευταίοι ζήτησαν δικαστική προστασία ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων ζητώντας – μεταξύ άλλων – να εφαρμοστούν οι όροι των ως άνω καταρτισθέντων συμφωνητικών συμβιβασμού επικαλούμενοι ότι οι ανοιγείσες με άπασες τις ως άνω αγωγές δίκες στην Ελλάδα συνιστούσαν παραβίαση των όρων του συμβιβασμού και δη των περιεχομένων σε αυτά ρητρών αποκλειστικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Αγγλίας, ανοιγείσης εκ νέου της μεταξύ τους υποθέσεως με αριθμό φακέλου ……/2006. Περαιτέρω, παρόμοια προστασία ζήτησε ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων και ο πρώτος των εναγομένων με την από 25-7-2011 αγωγή του κατά της πρώτης και της έβδομης των εναγόντων, η οποία έλαβε αριθμό φακέλου …../2011 και η συζήτηση της οποίας ανεστάλη εκκρεμούντος του αποτελέσματος της ως άνω ανοιγείσας εκ νέου υποθέσεως με αριθμό φακέλου ……/2006 μεταξύ των ίδιων εναγόντων και των λοιπών ασφαλιστών. Η υπόθεση με αριθμό φακέλου …../2016, περατώθηκε με την από 18-7-2014 απόφαση του Εφετείου ([2014] EWCA Civ 1010), η οποία έκρινε – μεταξύ άλλων – ότι οι ως άνω ασκηθείσες στην Ελλάδα αγωγές εμπίπτουν στις διατάξεις των συμφωνητικών συμβιβασμού και ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις στην Ελλάδα εμπίπτουν στις ρήτρες αποκλειστικής δικαιοδοσίας των ως άνω συμφωνητικών συμβιβασμού και, συνεπώς, οι αξιώσεις που ασκήθηκαν στην Ελλάδα θα έπρεπε να είχαν ασκηθεί στην Αγγλία. Στη συνέχεια, κατόπιν αιτήσεως του πρώτου των εναγομένων περί άρσεως της ως άνω αναστολής συζητήσεως της υποθέσεως με αριθμό φακέλου …/2011 επί της 25-7-2011 αγωγής του και τροποποιήσεώς της έτσι ώστε να συμμετάσχει στη δίκη και ο δεύτερος των εναγομένων καθώς και περί αναθεωρήσεως των προτάσεών του έτσι ώστε να είναι σύμφωνες με το αποτέλεσμα της ως άνω περατωθείσης, με την από 18-7-2014 απόφαση του Εφετείου, δίκης, έλαβε χώρα, στις 10-9-2014, η συζήτηση της ως άνω αγωγής καθώς και η συζήτηση επί της ως άνω αιτήσεως και επί λοιπών παρόμοιου περιεχομένου αιτήσεων όλων  των εμπλεκομένων στην υπόθεση με αριθμό φακέλου …./2006 διαδίκων, δηλαδή όλων  των διαδίκων των υπό κρίση αγωγών πλην των όγδοου έως και δέκατου τέταρτου των εναγόντων. Επί όλων των προαναφερομένων αγωγών και αιτήσεως εκδόθηκε, τελικά, η από 26-9-2014 και με αριθ. [2014] EWHC 3068 (Comm) απόφαση του Δικαστή κου Flaux, του Eμπορικού Δικαστηρίου του Λονδίνου. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή : «39. Όσον αφορά τη σύμβαση συμβιβασμού της ….., η ρήτρα 2 ρητά προβλέπει ότι η καταβολή Δολ. Η.Π.Α. 4,8 εκατομμυρίων γίνεται «σε πλήρη και ολοκληρωτικό συμβιβασμό όλων και οιωνδήποτε απαιτήσεων τυχόν έχουν δυνάμει της Σύμβασης Ασφάλισης σχετικά με την απώλεια του [πλοίου] κατά των Ασφαλιστών ή/και οποιουδήποτε από τους υπηρέτες ή/και αντιπροσώπους/προστηθέντες τους…». Όπως στην περίπτωση των συμβάσεων συμβιβασμού των .. και των …., η διατύπωση αυτή συμβιβάζει απαιτήσεις δυνάμει της σύμβασης ασφάλισης σχετικά με την απώλεια του πλοίου. Συναφώς, εφαρμόζοντας τη λογική του Εφέτη κου ….. στο Εφετείο, όπως εκτέθηκε στις παραγράφους [32] με [35] ανωτέρω, οι απαιτήσεις κατά της … στην Ελλάδα εμπίπτουν στις διατάξεις συμβιβασμού και αποζημίωσης στη σύμβαση συμβιβασμού της … και παραβιάζουν τη ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας της σύμβασης συμβιβασμού της …. και τη ρήτρα διαιτησίας στην υποκείμενη Σύμβαση Ασφάλισης. Ακόμη, καθώς η ρήτρα 2 ρητά συμβιβάζει απαιτήσεις κατά των υπηρετών ή αντιπροσώπων/προστηθέντων της …, οι απαιτήσεις στην Ελλάδα κατά οποιουδήποτε από τους κο … ή τους διαδίκους της .. ή τους διαδίκους της ……….., οι οποίοι ενάγονται ως υπηρέτες ή αντιπρόσωποι/προστηθέντες της .., έχουν συμβιβαστεί και η συνεχιζόμενη επιδίωξη αυτών των απαιτήσεων συνιστά παραβίαση της σύμβασης συμβιβασμού της …», έτσι όπως η ανωτέρω διάταξη επαναδιατυπώθηκε, αποσαφηνίσθηκε και εξειδικεύθηκε στην από 26-9-2014 διαταγή του Δικαστή κου …., του Eμπορικού Δικαστηρίου του Λονδίνου επί της ως άνω σχετικής αιτήσεως του πρώτου των εναγομένων και της παρεμβάσεως του δευτέρου εξ αυτών, σύμφωνα με την οποία «Η άσκηση και συνέχιση των Ελληνικών Αγωγών και των Δεύτερων Ελληνικών Αγωγών από τη .. και την .. (και καθεμία εξ αυτών) κατά του … και του κ. …….αποτελεί παράβαση της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας του όρο 5 του Συμφωνητικού Συμβιβασμού». Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η ως άνω απόφαση, η οποία έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, έτσι όπως αυτό προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 3-12-2014 βεβαίωση του εκδόσαντος αυτήν (απόφαση) αγγλικού δικαστηρίου και η οποία, ως ανωτέρω επισημάνθηκε, κρίνει, μεταξύ άλλων,  ότι η άσκηση των εκκρεμών υπό κρίση αγωγών από την πρώτη των εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίση αγωγών και από την έβδομη των εναγόντων της υπό κρίση πρώτης αγωγής και δεύτερη των εναγουσών της υπό κρίση δεύτερης αγωγής συνιστά παραβίαση της περιλαμβανόμενης στο από 30-1-2008 συμφωνητικό συμβιβασμού ρήτρας παρεκτάσεως, η οποία εγκαθιδρύει την αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων προς εκδίκαση των περιλαμβανομένων σε αυτές απαιτήσεων χωρίς, ωστόσο, να υποχρεώνει τις ως άνω ενάγουσες αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών να απόσχουν από τη συνέχιση των εκκρεμών ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δικών επιβάλλοντας μέτρα δικονομικού καταναγκασμού προς τούτο. Δηλαδή, κατά το μέρος που αφορά τους εναγομένους αμφοτέρων των υπό κρίση αγωγών, αποτελεί δικαστική απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 32 του Κανονισμού 44/2001 και όχι αντιαγωγική διαταγή (anti-suit injunction) έτσι ώστε να αποτελεί  παρεμπόδιση των  ελληνικών Δικαστηρίων να επιληφθούν της διαφοράς και να αποφαίνονται για τη  διεθνή δικαιοδοσία τους, γι’ αυτό και δεν έρχεται (η  προαναφερόμενη απόφαση του ‘Αγγλου Δικαστή) σε αντίθεση ούτε με  τη γενική αρχή, κατά την οποία τα επιλαμβανόμενα δικαστήρια καθορίζουν μόνα τους, βάσει των κανόνων που υποχρεούνται να εφαρμόζουν, αν είναι αρμόδια να επιληφθούν της διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση τους ούτε με την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των νομικών συστημάτων καθώς και μεταξύ των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών, επί της οποίας στηρίζεται το σύστημα άρσεως συγκρούσεως δικαιοδοσιών που προβλέπει ο Κανονισμός 44/2001. Επομένως, είναι δυνατό να αναγνωρισθεί ή να κηρυχθεί εκτελεστή σε άλλο κράτος μέλος και δη στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις του Κανονισμού 44/2001.  Το παρόν Δικαστήριο, ως δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως, αποδέχεται την αυτοδίκαιη ένταξη των αποτελεσμάτων της ως άνω αλλοδαπής αποφάσεως στην έννομη τάξη του σαν να επρόκειτο για δική του απόφαση και δεσμεύεται από τη σχετική κρίση της περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του βάσει της εκτιμήσεως του εκδόσαντος αυτή δικαστηρίου επί του κύρους και της εκτάσεως της ισχύος της ρήτρας περί παρεκτάσεως δικαιοδοσίας. Η ανωτέρω απόφαση δεν έρχεται σε προφανή αντίθεση  με την ημεδαπή δημόσια τάξη δεδομένου ότι, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, ο Κανονισμός 44/2001 δια των διατάξεων του άρθρου 35 παρ. 2 και 3 αυτού, κατά τις οποίες «2. Κατά τον έλεγχο των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η αρχή ενώπιον της οποίας ζητείται η αναγνώριση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του. 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της πρώτης παραγράφου, δεν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 34, σημείο 1», αποκλείει τον έλεγχο της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους προελεύσεως, είτε  αυτός (έλεγχος) ασκείται αμέσως, διά του ελέγχου των διαπιστώσεων επί των πραγματικών περιστατικών ή των κριτηρίων επί των οποίων στηρίχθηκε ο δικαστής για να αποφανθεί επί της δικαιοδοσίας είτε εμμέσως, μέσω της δημόσιας τάξεως απαγορεύοντας, στο ίδιο εδάφιο, οποιαδήποτε επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως. Περαιτέρω, η ως άνω τελεσίδικη απόφαση του ‘Αγγλου Δικαστή παράγει δεδικασμένο ως προς το ζήτημα της υπάρξεως αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων και κατ’ επέκταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση της παρούσας υποθέσεως μεταξύ των νομικών και φυσικών προσώπων που υπήρξαν διάδικοι σε αμφότερες τις ως άνω δίκες δηλαδή, τόσο στη δίκη επί της οποίας εξεδόθη η από 26-9-2014 και με αριθ. [2014] EWHC 3068 (Comm) απόφαση του Δικαστή κου …., του Eμπορικού Δικαστηρίου του Λονδίνου και δη στη συνεκδικαζόμενη υπόθεση με αριθμό φακέλου …./2011, έτσι όπως αυτή τροποποιήθηκε ως προς τα υποκειμενικά της όρια ώστε να καταστεί διάδικος και ο δεύτερος των εναγομένων αμφοτέρων των υπό κρίση αγωγών όσο και στην παρούσα δίκη, ήτοι (παράγει δεδικασμένο) μεταξύ των εναγομένων αμφοτέρων των υπό κρίση αγωγών, της πρώτης των εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίση αγωγών και της έβδομης των εναγόντων της υπό κρίση πρώτης αγωγής και δεύτερης των εναγουσών της υπό κρίση δεύτερης αγωγής. Στην ανωτέρω κρίση του  καταλήγει το παρόν Δικαστήριο παρά την γνωστή σε αυτό, από προηγούμενη ενέργειά του, δημοσίευση της υπ’ αριθ. 371/1.7.2019 αποφάσεώς του (υπό μονομελή σύνθεση), με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση άλλων διαδίκων -τρίτων σε σχέση με την παρούσα δίκη- περί κηρύξεως εκτελεστής στην Ελλάδα της προαναφερόμενης αποφάσεως του ‘Αγγλου Δικαστή …. (καθώς και άλλων δύο αποφάσεων/διαταγών), λόγω του ότι κρίθηκε ότι κατά το μέρος που αυτή περιέχει “οιονεί” αντιαγωγικές διαταγές έρχεται σε αντίθεση με την ημεδαπή δημόσια τάξη. Στην κρίση αυτή καταλήγει το παρόν Δικαστήριο  προεχόντως διότι η προαναφερόμενη απόφαση (371/2019) έχει εκδοθεί μεταξύ άλλων διαδίκων (οι εδώ εναγόμενοι-εφεσίβλητοι δεν ήταν διάδικοι στη σχετική δίκη), συνεπώς δεν αποτελεί δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων της προκείμενης δίκης αλλά και διότι με εκείνη την απόφαση κρίθηκε (και ακολούθως απερρίφθη το σχετικό αίτημα) το επιτρεπτό εκτελέσεως στην Ελλάδα διατάξεων με τις οποίες υποχρεώνονταν μερικοί από τους διαδίκους να καταβάλουν σε άλλους (μη διαδίκους εν προκειμένω) διάφορα ποσά εν είδει αποζημιώσεως από την εκ μέρους τους  παραβίαση της  προαναφερόμενης ρήτρας παρεκτάσεως της δικαιοδοσίας  και όχι αυτή καθεαυτή η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη ρήτρας παρεκτάσεως.  Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, θα πρέπει, η μεν υπό κρίση δεύτερη αγωγή, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων της και ήδη εφεσιβλήτων, να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας ενώ η υπό κρίση πρώτη αγωγή, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων της και ήδη εφεσιβλήτων, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας ως προς την πρώτη και ως προς την έβδομη των εναγουσών, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απορριπτομένων ως αβάσιμων όσων αντίθετων υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους εφέσεως.  Σημειώνεται ότι στην ίδια κρίση θα κατέληγε το παρόν Δικαστήριο ακόμη κι αν γινόταν δεκτός ο ισχυρισμός των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων ότι από τις ρηθείσες αγγλικές αποφάσεις δεν παράγεται δεδικασμένο σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία του, γιατί στην προαναφερόμενη σύμβαση συμβιβασμού που συνήφθη μεταξύ της πρώτης και έβδομης των εναγουσών και του πρώτου εναγομένου και με την οποία ρητώς τα μέρη συμφώνησαν ότι εφόσον καταβληθεί στην εδώ πρώτη ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εκ μέρους της εδώ πρώτης εναγομένης-εφεσίβλητης  το ποσό των 4,8 εκατομμυρίων δολλαρίων ΗΠΑ (το οποίο και κατεβλήθη) εξοφλείται πλήρως και ολοσχερώς οποιαδήποτε απαίτηση μπορεί να έχει η πλοιοκτήτρια  (και η διαχειρίστρια) και η οποία (απαίτηση) προέρχεται από την ασφαλιστική σύμβαση σχετικά με την απώλεια του πλοίου “ΑΤ” κατά όχι μόνο της ασφαλίστριας-πρώτης εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης αλλά και κατά των προστηθέντων ή αντιπροσώπων της, όπως είναι ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος, υπάρχει γραπτή ρήτρα παρεκτάσεως της δικαιοδοσίας (βλ. ανωτέρω) με καθορισμό των δικαστηρίων της Αγγλίας και ειδικότερα του High Court of Justice ως μόνων αρμοδίων για την επίλυση κάθε διαφοράς που προέρχεται από τη σύμβαση συμβιβασμού. Είναι, τέλος, πρόδηλον ότι οι πηγάζουσες από την αναφερόμενη στις υπό κρίση αγωγές αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων ένδικες αξιώσεις προέρχονται από την ένδικη ασφαλιστική σύμβαση περί ής ο συμβιβασμός και η ρήτρα παρεκτάσεως, που προαναφέρονται και συνεπώς καταλαμβάνονται οι αξιώσεις αυτές από τη ρήτρα παρεκτάσεως. Ακόμη, όμως, κι αν γινόταν δεκτό ότι δεν υπήρχε ρήτρα παρεκτάσεως και ότι  το παρόν Δικαστήριο είχε διεθνή δικαιοδοσία, οι ένδικες αξιώσεις θα ήταν απορριπτέες  στην ουσία τους ως πηγάζουσες από τη διαφορά για την οποία συνήφθη  τελικά ο ανωτέρω συμβιβασμός, τον οποίο επικαλούνται οι εναγόμενοι, με τον οποίο εξοφλήθηκαν οποιεσδήποτε και όλες οι απαιτήσεις της πλοιοκτήτριας και του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή και των προστηθέντων/αντιπροσώπων του που μπορούσαν να έχουν (η πλοιοκτήτρια και οι ασφαλισμένοι) βάσει της ασφαλιστικής σύμβασης σχετικά με την απώλεια του ανωτέρω πλοίου.

Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως παραπονούνται οι εκκαλούντες ότι η εκκαλουμένη, κατά κακή εφαρμογή του νόμου, δέχθηκε την ένσταση περί ελλείψεως δικαιοδοσίας του δικαστηρίου λόγω υπαγωγής της διαφοράς στη Διαιτησία του Λονδίνου και ακολούθως παρέπεμψε σε αυτή (Διαιτησία του Λονδίνου) την από 20.4.2011 (αριθ.κατ. ……../21.4.2011 αγωγή ως προς τη δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των εναγόντων κατά του πρώτου των εναγομένων.

Το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο δεν περιέχει ειδικό κανόνα που να καθορίζει το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση διαιτησίας. Συνεπώς εφαρμόζεται ως προς μεν τον τύπο, το άρθρο 11 ΑΚ, ως προς δε το περιεχόμενό της, το άρθρο 25 ΑΚ. Το δίκαιο της διαιτησίας και το δίκαιο που διέπει την ουσία της διαφοράς συμπίπτουν κυρίως στις ενοχές από σύμβαση, γι’ αυτό και παρέπεται ότι κατά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, το δίκαιο που διέπει την διαιτησία είναι το δίκαιο στο οποίο τα μέρη υπέβαλαν αυτή και κατά το εν λόγω δίκαιο κρίνεται το κύρος της διαιτητικής συμφωνίας (ΕφΠειρ 475/2005, ΕφΠειρ 923/2003, ΕφΠειρ 702/2003 – “Νόμος” βλ. και Σ. Βρέλλη ΙΔΔ 1988, σελ. 141, Έλλη Κρίσπη-Νικολετοπούλου, Η διαιτησία κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιον, ΕΕΝ 25, 508). Εξάλλου, όταν στη ρήτρα διαιτησίας αναφέρεται ότι υπάγονται σε αυτή όλες οι διαφορές από ορισμένη σύμβαση, νοείται, από την ευρεία αυτή διατύπωση, ότι υπάγονται στη διαιτησία, όχι μόνο οι διαφορές που έχουν αφετηρία και ιστορική βάση τη σχετική σύμβαση αλλά και διαφορές που έχουν ως αντικείμενο απαιτήσεις αποζημιώσεως από αδικοπραξία, συνιστάμενη σε θετική παράβαση της συμβάσεως, με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του οφειλέτη, η οποία και αν δεν υπήρχε η συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον και οι οποίες (απαιτήσεις) συρρέουν με τις απαιτήσεις αποζημιώσεως από τη σύμβαση, διότι και αυτές έχουν σχέση με την τελευταία (Βλ. σχετ. ΑΠ Ολ 967/1973 ΝοΒ 22,505, ΑΠ 2004/2007 ΧρΙΔ 2008,730, ΕφΑΘ 2471/2006 ΔΕΕ 2006,1294, ΕφΑΘ 5522/2002 Αρμ 2003,1658, ΕφΠειρ 418/1998 ΠειρΝ1998,212, Γ. Οικονομόπουλο, Η αυτοτέλεια της συμφωνίας περί διαιτησίας και η έννοια της συμφωνίας «αι διαφοραί εκ της συμβάσεως υπάγονται εις διαιτησίαν», Δ 5,691 και ιδίως 707 -ΕφΑθ. 1105/2009 – “Νόμος”).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση όλων των προαναφερθέντων αποδεικτικών μέσων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως, που καταρτίσθηκε στις 13-3-2006, μεταξύ της πρώτης των εναγόντων, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «AT» και του πρώτου των εναγομένων, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. …… πιστοποιητικού ασφαλίσεως – πιστοποιητικού εισόδου και του υπ’ αριθ. …/13-3-2006 παραρτήματος – προσθέματος αυτού και η οποία τυγχάνει τμήμα συμβάσεως από κοινού ασφαλίσεως, με ασφαλισμένες εταιρείες τόσο τις έξι πρώτες των εναγουσών ως πλοιοκτήτριες αντίστοιχα των υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίων «AT», «GT», «VJ», «Z», «TC» και «PM» όσο και την έβδομη εξ αυτών με την ιδιότητα της διαχειρίστριας όλων των ανωτέρω πλοίων, o πρώτος εναγόμενος ασφάλισε το ανωτέρω πλοίο, για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που αναφέρονται σε αυτή (σύμβαση), για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών, δηλαδή από 13-3-2006 έως 13-3-2007, μέχρι του ποσού των 4.800.000 δολ. ΗΠΑ,  που αντιστοιχεί σε ποσοστό 15% της συνολικής ασφαλιστικής αξίας του, η οποία ανερχόταν σε 32.000.000 δολ. ΗΠΑ. Το υπόλοιπο της συνολικής αξίας καλύφθηκε δυνάμει αντίστοιχων συμβάσεων που καταρτίθηκαν μεταξύ των ίδιων ως άνω ασφαλισμένων (πρώτης έως και έκτης των εναγουσών ως πλοιοκτητριών και έβδομης εξ αυτών ως διαχειρίστριας) και των ασφαλιστών ………… έως το ποσό των 24.000.000 δολ. ΗΠΑ (75% ποσοστό κάλυψης) και «……….» έως το ποσό των 3.200.000 δολ. ΗΠΑ (10% ποσοστό κάλυψης). Αντίστοιχα, δυνάμει συμβάσεων ναυτικής ασφαλίσεως που καταρτίσθηκαν α) μεταξύ της δεύτερης ενάγουσας, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «GT» και του πρώτου εναγομένου, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. …….. πιστοποιητικού ασφαλίσεως – πιστοποιητικού εισόδου και του υπ’ αριθ. ../13-3-2006 παραρτήματος – προσθέματος αυτού, β) μεταξύ της τρίτης ενάγουσας, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «VJ» και του πρώτου εναγομένου, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. ….. πιστοποιητικού ασφαλίσεως – πιστοποιητικού εισόδου και του υπ’ αριθ. …./13-3-2006 παραρτήματος – προσθέματος αυτού, γ) μεταξύ της τέταρτης ενάγουσας, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «Z» και του πρώτου εναγομένου, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. ……….. πιστοποιητικού ασφαλίσεως – πιστοποιητικού εισόδου και του υπ’ αριθ. …./13-3-2006 παραρτήματος – προσθέματος αυτού, δ) μεταξύ της πέμπτης ενάγουσας, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «TC» και του πρώτου εναγομένου, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. ……… πιστοποιητικού ασφαλίσεως – πιστοποιητικού εισόδου και του υπ’ αριθ. …./13-3-2006 παραρτήματος – προσθέματος αυτού και ε) μεταξύ της έκτης ενάγουσας, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «PM» και του πρώτου εναγομένου, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. …….. πιστοποιητικού ασφαλίσεως – πιστοποιητικού εισόδου και του υπ’ αριθ. …../13-3-2006 παραρτήματος – προσθέματος αυτού, οι οποίες τυγχάνουν, ομοίως, τμήματα της ίδιας συμβάσεως από κοινού ασφαλίσεως, με ασφαλισμένες εταιρείες τόσο τις έξι πρώτες ενάγουσες ως πλοιοκτήτριες, αντίστοιχα,  των ανωτέρω πλοίων όσο και την έβδομη εξ αυτών με την ιδιότητα της διαχειρίστριας όλων των ανωτέρω πλοίων, o πρώτος εναγόμενος ασφάλισε τα ανωτέρω πλοία, για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που αναφέρονται σε αυτή (σύμβαση), ομοίως, κατά ποσοστό 15% σε σχέση με τη συνολική ασφαλιστική αξία εκάστου των ανωτέρω πλοίων. Το υπόλοιπο της συνολικής αξίας καλύφθηκε δυνάμει αντίστοιχων συμβάσεων που καταρτίσθηκαν μεταξύ των ίδιων ως άνω ασφαλισμένων (δεύτερης έως και έκτης των εναγουσών ως πλοιοκτητριών και έβδομης εξ αυτών ως διαχειρίστριας) και των ασφαλιστών ………… Σε όλα τα ανωτέρω πιστοποιητικά ασφαλίσεως – πιστοποιητικά εισόδου των ανωτέρω πλοίων αλλά και σε όλα τα ανωτέρω παραρτήματα – προσθέματα αυτών, ρητώς αναφέρεται ότι η ασφάλιση υπάγεται στους Κανονισμούς (Rules) του πρώτου των εναγομένων που ενσωματώνουν τους στερεότυπους όρους ασφαλίσεως σκάφους του Ινστιτούτου των Lloyd’s (Institute Time Clauses Hulls – 1.10.83-Cl.280). Σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 2 παρ. i και ii εκ των ανωτέρω Κανονισμών (βλ. προσκομιζόμενους), αυτοί «…περιέχουν τους όρους βάσει των οποίων ο Σύνδεσμος (πρώτος εναγόμενος) ασφαλίζει τα Μέλη. Κάθε μέλος εγγράφοντας ένα πλοίο στον Σύνδεσμο συμφωνεί να δεσμεύεται από τους παρόντες Κανονισμούς. Οι παρόντες Κανονισμοί και η Σύμβαση Ασφάλισης μεταξύ ενός Μέλους και του Συνδέσμου  θα διέπονται και ερμηνεύονται από το Αγγλικό Δίκαιο και…τα Αγγλικά Δικαστήρια θα έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία», ενώ σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 31 εκ των Κανονισμών αυτών «Εάν προκύψει οποιαδήποτε διαφωνία ή διαφορά μεταξύ ενός Μέλους και του Συνδέσμου (πρώτου εναγόμενου) αναφορικά με την ερμηνεία των παρόντων Κανονισμών ή της ασφάλισης που παρέχεται από τον Σύνδεσμο βάσει των παρόντων Κανονισμών (εφόσον δεν σχετίζεται με την διεκδίκηση χρηματικών ποσών εκ μέρους του Συνδέσμου από ένα Μέλος) η τοιαύτη διαφωνία ή διαφορά, σε πρώτο βαθμό, θα παραπέμπεται και θα ρυθμίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο. Εάν η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου δεν γίνει αποδεκτή από το Μέλος, η διαφωνία ή διαφορά θα παραπέμπεται σε διαιτησία στο Λονδίνο με δύο Διαιτητές (ο ένας θα διορίζεται από τον Σύνδεσμο και ο άλλος από το ανωτέρω Μέλος) και έναν επιδιαιτητή ο οποίος θα διορίζεται από τους Διαιτητές, η δε υπαγωγή στη διαιτησία θα υπόκειται στις διατάξεις των αγγλικών νόμων περί Διαιτησίας του 1950 έως 1979 καθώς επίσης και στις διατάξεις οποιασδήποτε νομοθετικής τροποποίησης ή επαναθέσπισης αυτών. Κανένα Μέλος ούτε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που υποβάλλει αιτήσεις βάσει των παρόντων Κανονισμών δεν θα δικαιούται να ασκήσει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη δικαστική διαδικασία κατά του Συνδέσμου (πρώτου των εναγομένων) εάν τούτο δεν γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού…» Από τα προαναφερθέντα αποδεικνύεται ότι μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου ρητά συμφωνήθηκε με την ως άνω ρήτρα, η παραπομπή οποιασδήποτε διαφωνίας ή διαφοράς ήθελε προκύψει μεταξύ τους από την συναφθείσα σύμβαση ασφαλίσεως, σε διαιτησία στο Λονδίνο, η οποία θα υπόκειται στους αγγλικούς νόμους περί διαιτησίας. Στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας αυτής περιλαμβάνονται, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, σύμφωνα με τον Κανονισμό υπ’ αριθ. 31, αιτήσεις υποβαλλόμενες βάσει των ως άνω Κανονισμών από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο πλην του μέλους – πρώτης ενάγουσας, ως εν προκειμένω συμβαίνει με τις δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, όμοια ρήτρα περί παραπομπής σε υποκείμενη στους αγγλικούς νόμους διαιτησία στο Λονδίνο περιελήφθη σε όλες τις προαναφερόμενες ασφαλιστικές συμβάσεις που καταρτίσθηκαν μεταξύ εκάστης εκ των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των εναγουσών και του πρώτου των εναγομένων, δηλαδή παραπομπή σε διαιτησία συμφωνήθηκε και αυτοτελώς μεταξύ των διαδίκων αυτών, μέσα στα πλαίσια της ως άνω συνολικής συμβάσεως της από κοινού ασφαλίσεως, με ασφαλισμένες εταιρείες τόσο τις έξι πρώτες των εναγουσών ως πλοιοκτήτριες αντίστοιχα των προαναφερόμενων πλοίων  όσο και την έβδομη εξ αυτών με την ιδιότητα της διαχειρίστριας. Κατά συνέπεια και με βάση το άρθρο 11 του ΑΚ, το αγγλικό δίκαιο ρυθμίζει τον τύπο και το περιεχόμενο της συμφωνίας περί διαιτησίας αφού αυτό είναι το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη. Σύμφωνα δε με το αγγλικό δίκαιο και συγκεκριμένα με το άρθρο 6 της – εφαρμοζομένης για διαιτησίες οι οποίες λαμβάνουν χώρα μετά τον Ιανουάριο του 1997, ως εν προκειμένω – Arbitration Act 1996, ως συμφωνία περί διαιτησίας νοείται η συμφωνία να υπαχθούν σε διαιτησία παρούσες ή μέλλουσες διαφορές. Περαιτέρω το άρθρο 5 παρ. 2 και 3 της Arbitration Act 1996 προβλέπει  : «… 2. Υφίσταται έγγραφη συμφωνία : α. εάν η συμφωνία συνάπτεται εγγράφως (είτε υπογράφεται είτε όχι από τα συμβαλλόμενα μέρη), β. εάν η συμφωνία συνάπτεται με ανταλλαγή εγγράφων ή γ. εάν η συμφωνία αποδεικνύεται εγγράφως. 3. εάν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν άλλως πως παρά εγγράφως, με παραπομπή σε όρους οι οποίοι είναι έγγραφοι, τότε καθιστούν τη συμφωνία έγγραφη». Από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η συμφωνία διαιτησίας μεταξύ εκάστης εκ των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των εναγουσών και του πρώτου εναγομένου είναι έγκυρη και ισχυρή, κατά το εφαρμοστέο, στην προκειμένη περίπτωση , αγγλικό δίκαιο, το οποίο επέλεξαν τα μέρη, αφού όλες οι ως άνω ενάγουσες – ασφαλισμένες συμμετείχαν στην έγγραφη κατάρτιση των συμβάσεων ασφαλίσεώς τους με την προσχώρηση στους Κανόνες του πρώτου εναγόμενου– ασφαλιστή, οι οποίοι ρυθμίζουν καθεμία από τις μεταξύ τους ασφαλιστικές συμβάσεις, που καταρτίστηκαν στα πλαίσια της ως άνω συνολικής συμβάσεως της από κοινού ασφαλίσεως, με ασφαλισμένες εταιρείες όλες τις προαναφερόμενες ως πλοιοκτήτριες, αντίστοιχα, των πλοίων «AT», «GT», «VJ», «Z», «TC» και «PM» καθώς και την έβδομη εξ αυτών με την ιδιότητα της διαχειρίστριας αυτών (πλοίων), εφόσον όλα τα ανωτέρω πιστοποιητικά ασφαλίσεως – πιστοποιητικά εισόδου αλλά και όλα τα ανωτέρω παραρτήματα – προσθέματα αυτών, ρητά παραπέμπουν στους Κανονισμούς του πρώτου των εναγομένων, οι οποίοι είναι έγγραφοι και ρητά ορίζουν την παραπομπή κάθε διαφωνίας η διαφοράς που θα προκύψει μεταξύ των μελών, σε διαιτησία στο Λονδίνο. Κατόπιν αυτών και όσον αφορά στο σκέλος της υπό κρίση πρώτης αγωγής, που στηρίζεται στη διαφορά που έχει προκύψει μεταξύ των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των εναγουσών και του πρώτου εναγομένου και η οποία απορρέει. τόσο από τη σύμβαση ασφαλίσεως όσο και από την εκ της αδικοπραξίας ευθύνη του τελευταίου έναντι των ως άνω εναγουσών ασφαλισμένων του, τα τακτικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας για την εκδίκασή της αφού αυτή υπάγεται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στη διαιτησία. Επομένως, ορθώς η εκκαλουμένη δέχθηκε τη σχετική ένσταση και παρέπεμψε, ως προς τους ανωτέρω διαδίκους, την υπόθεση στη διαιτησία του Λονδίνου, σύμφωνα με το άρθρο 264 ΚΠολΔ, έστω και αν πρόκειται για αλλοδαπή διαιτησία (βλ. ΕφΑθ 1213/2006 – “Νόμος”) και απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο τέταρτος λόγος εφέσεως, με τον οποίο οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα.

Ο πέμπτος και έκτος  λόγοι εφέσεως, κατά το μέρος τους με το οποίο παραπονούνται οι εκκαλούντες ότι κατά κακή εφαρμογή του νόμου απερρίφθη η πρώτη εκ των συνεκδικασθεισών αγωγών εν μέρει ως αόριστη, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι διότι ερείδονται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως καθόσον η εκκαλουμένη δεν περιέχει κρίση περί αοριστίας κάποιου εκ των κεφαλαίων της ανωτέρω αγωγής. Κατά το μέρος τους με το οποίο παραπονούνται οι εκκαλούντες ότι παρά τον νόμο απερρίφθη η πρώτη εκ των συνεκδικασθεισών αγωγών ελλείψει νομιμοποιήσεως των σε αυτή αναφερομένων διαδίκων, οι ανωτέρω λόγοι είναι, ομοίως, απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, η ανωτέρω αγωγή, ως προς το σκέλος της σχετικά με την (πηγάζουσα από τη φερόμενη συκοφαντική δυσφήμηση) διαφορά μεταξύ των εναγομένων και του όγδοου, ένατου, δέκατου, ενδέκατου, δωδέκατου, δέκατου τρίτου και δέκατης τέταρτης των εναγόντων (εκπροσώπων και μελών του Δ.Σ. των εναγουσών εταιρειών κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο ιστορικό της αγωγής, όπως ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙΙ αναφέρεται), δεν περιέχει περιστατικά συκοφαντικής δυσφημήσεως που να στρέφονται προσωπικά κατά των ανωτέρω φυσικών προσώπων ενώ μόνη η ιδιότητά τους του εκπροσώπου ή του μέλους του διοικητικού συμβουλίου των εναγουσών εταιρειών δεν αρκεί, εφόσον η συκοφαντική δυσφήμηση φέρεται τελεσθείσα σε βάρος της πρώτης και της έβδομης εκ των εναγουσών εταιρειών, οι οποίες και μόνο είναι φορείς της σχετικής αξιώσεως (για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) και όχι τα φυσικά πρόσωπα που είναι εκπρόσωποί τους, μέλη των διοικήσεών τους ή μέτοχοι αυτών (βλ. ΑΠ 412/2002, 537/2004, 419/2005 κ.α. – “Νόμος”).  Εξάλλου, τα όσα αναφέρονται στην υπό κρίση πρώτη αγωγή ότι ειπώθηκαν ως ισχυρισμοί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας  κατά τη δίκη με αριθμό φακέλλου ……./2006 και αφορούν τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα,  δεν έχουν σχέση με τους εδώ εναγομένους αφού αυτοί δεν ήταν εναγομένοι στην ανωτέρω υπόθεση με αριθμό φακέλλου …../2006, επομένως, ως προς το τμήμα αυτό της αγωγής υφίσταται και έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως των εναγομένων έναντι των ανωτέρω φυσικών προσώπων, αξίζει δε να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι η κατάθεση προτάσεων εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου στο αγγλικό Διαιτητικό Δικαστήριο έγινε (κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή) στις 16.1.2007, δηλαδή πριν δοθούν οι φερόμενες ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις των προαναφερόμενων Φιλιππινέζων μελών του πληρώματος (βλ. ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙΙ), σε κάθε περίπτωση δε αφορούν μόνο την πρώτη και έβδομη των εναγομένων και όχι τους λοιπούς. Περαιτέρω, απορριπτέα ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως του δευτέρου εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου είναι η πρώτη αγωγή ως προς τη δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των εναγουσών εταιρειών καθόσον τα περιστατικά, που αυτές επικαλούνται προς θεμελίωση του αγωγικού ισχυρισμού περί αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του δευτέρου εναγομένου, ανάγονται στη συνάντησή του με τον διευθυντή της ασφαλειομεσιτικής εταιρείας του βυθισθέντος πλοίου, στην αναφορά του περί μικρότερης αγοραίας αξίας αυτού και περί επαφής των ασφαλιστών με τη χήρα ενός αγνοουμένου μέλους του πληρώματος, η οποία έκανε άσχημη κριτική για την κατάστασή του (πλοίου) καθώς και στην πρότασή του  (ασφαλειομεσίτη) περί διακανονισμού της ασφαλιστικής αποζημιώσεως λόγω οικονομικών δυσχερειών του πρώτου των εναγομένων, τα οποία, και αληθή υποτιθέμενα, αφενός δεν μπορούν αντικειμενικά να στοιχειοθετήσουν αδικοπρακτική και δη συκοφαντικά δυσφημιστική συμπεριφορά του (δευτέρου των εναγομένων) σε βάρος των προαναφερομένων εταιρειών- πλοιοκτητριών άλλων πλοιών και όχι του βυθισθέντος-αφετέρου δεν συνδέονται σε καμία περίπτωση αιτιωδώς με το αντικείμενο της επίδικης αξιώσεως των προαναφερόμενων εναγουσών, το οποίο συνίσταται στη θετική ζημία την οποία έχουν υποστεί από την αύξηση των ασφαλίστρων και τις δαπάνες επιθεωρήσεως των πλοίων τους και στην ηθική βλάβη που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί από την προσβολή του ονόματος, της επαγγελματικής τιμής και της μελλοντικής συναλλακτικής πίστης τους, ώστε να νομιμοποιείται αυτός (δεύτερος των εναγομένων) παθητικά προς ικανοποίησή τους. Επομένως, ορθώς η εκκαλουμένη οδηγήθηκε στην ανωτέρω κρίση εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που απέρριψε τις συνεκδικασθείσες αγωγές κατά τα ειδικότερον ανωτέρω αναφερόμενα αλλ΄ορθώς το νόμο εφήρμοσε κι εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τους λόγους εφέσεως είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τέλος, το κατατεθέν παράβολο πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο και η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό της, λόγω του δυσερμήνευτου των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ` αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται την έφεση τυπικά.

-Απορρίπτει την έφεση  κατ` ουσίαν.

-Διατάζει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   5 Δεκεμβρίου 2019.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 31η Ιανουαρίου  2020, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως του Εφέτη, Αθανασίου Θεοφάνη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη και Μαρία Δανιήλ, Εφέτες, και με Γραμματέα την  Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ