Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 88/2020

Αριθμός απόφασης:  88/2020

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Μαρία Κωττάκη, Εφέτη και  Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη-Εισηγητή και από τη Γραμματέα T.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 10.9.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …../2019 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …../2019) έφεση της εκκαλούσας υπό εκκαθάριση εταιρίας με την επωνυμία «……………» κατά της 3446/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η από 31.5.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …./2018 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) έφεση της εκκαλούσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……………….» κατά της ίδιας απόφασης, οι οποίες εισάγονται (η δεύτερη μετ’ αναβολή κατ’ άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ, όπως η σχετική διάταξη εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 498 παρ.2 τελ. εδ. ΚΠολΔ) προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, πρέπει να συνεκδικασθούν κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ.1 του ίδιου Κώδικα (βλ. ΕφΠειρ 705/2014 στη Νόμος), καθώς είναι απολύτως συναφείς μεταξύ τους, αφορούν στην ίδια υπόθεση, υπάγονται στην τακτική διαδικασία και με τη συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων. Η ως άνω από 31.5.2018 έφεση κατά της εκκαλούμενης απόφασης που δημοσιεύθηκε στις 17.7.2017, ασκήθηκε νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα με κατάθεσή της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19.7.2018, πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς οι διάδικοι να επικαλούνται, ούτε από κάποιο έγγραφο της δικογραφίας να προκύπτει προηγούμενη επίδοση αυτής. Επομένως, η εν λόγω έφεση για το παραδεκτό της οποίας έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Α.γ του ΚΠολΔ το με κωδικό …………….. e-παράβολο ποσού 150 ευρώ του Υπουργείου Οικονομικών εξοφλημένο (βλ. συνημμένο στην έφεση αντίγραφο του ανωτέρω παραβόλου και την από 19.7.2018 απόδειξη είσπραξης για λογαριασμό τρίτων και είσπραξης τελών των ΕΛΤΑ Αγ. Ελευθερίου), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, από το Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο κατά τα άρθρα 19 ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α’ του ν. 2172/1993 να τη δικάσει. Επίσης, η ως άνω από 10.9.2018 έφεση κατά της ίδιας προσβαλλόμενης απόφασης δημοσιευθείσας στις 17.7.2017, ασκήθηκε νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, πριν την παρέλευση διετίας από την παραπάνω δημοσίευση, με κατάθεσή της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 1.2.2019, χωρίς οι διάδικοι να επικαλούνται, ούτε από κάποιο έγγραφο της δικογραφίας να προκύπτει προηγούμενη επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Συνεπώς και η έφεση αυτή, για το παραδεκτό της οποίας έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Α.γ του ΚΠολΔ το με κωδικό …………… e-παράβολο ποσού 150 ευρώ του Υπουργείου Οικονομικών εξοφλημένο (βλ. συνημμένο στην έφεση αντίγραφο του παραπάνω παραβόλου και την από 31.1.2019 βεβαίωση της Εθνικής Τράπεζας- Internet Banking για πληρωμή e- παράβολου), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της από το παρόν αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α’ του ν. 2172/1993,Δικαστήριο.

Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά την τρίτη εφεσίβλητη εταιρία με την επωνυμία “………………..” κατά της οποίας στρέφεται η από 10.9.2018 έφεση, από την προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα εταιρία «……………» υπ’ αριθμ. …../4.2.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της εν λόγω έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε στην παραπάνω εφεσίβλητη στις 4.2.2019, νόμιμα κατ’ άρθρο 129 του ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 ΚΠολΔ. Ωστόσο, κατά την εκφώνηση της εφέσεως στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και την επακολουθήσασα συζήτηση αυτής, η ως άνω εφεσίβλητη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν απούσα. Ως εκ τούτου, πρέπει να δικασθεί ερήμην και να προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν και αυτή παρούσα κατ’ άρθρο 524 παρ.4, καθώς η εκκαλούσα προσκόμισε εμπρόθεσμα αντίγραφα του εφετήριου, των πρωτοδίκως κατατεθεισών προτάσεων της παραπάνω εφεσίβλητης, καθώς και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης.

Η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν συνεκδίκασης της από 2.7.2010 και με αριθμ. κατ. …………../2010 κύριας παρέμβασης-αγωγής της ενάγουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» κατά των εναγόμενων εταιρειών «………….» και «…………..» (ή “……………”), της από 12.7.2010 και με αριθμ. κατ. …………/2010 κύριας παρέμβασης- πλαγιαστικής αγωγής της ενάγουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας «…………» κατά της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “…………….” και της βρετανικής ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “…………”, της από 7.7.2006 και με αριθμ. κατ. ………../2006 αγωγής της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» κατά των εναγόμενων εταιρειών «…………» και «………….», της από 17.7.2006 και με αριθμ. κατ. ………./2006 προσεπίκλησης και παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημιώσεως της ενάγουσας εταιρίας “…………..” κατά της εναγόμενης βρετανικής ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “……………” και της από 25.1.2012 και με αριθμ. κατ. …………../2012 προσεπίκλησης και παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημιώσεως της ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» κατά της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία  ……  και κατόπιν παραπομπής των παραπάνω υποθέσεων στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών στο οποίο αυτές είχαν αρχικά εισαχθεί, δυνάμει της 4247/2014 απόφασής του, με την οποία κηρύχθηκε λειτουργικά αναρμόδιο. Ειδικότερα, με την από 7.7.2006 αγωγή της ήδη εκκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία «………….», όπως τους αγωγικούς της ισχυρισμούς συμπλήρωσε κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ με τις προτάσεις της, αυτή εξέθετε ότι στις 4.8.2001 και περί ώρα 13.40, στις εγκαταστάσεις επισκευής σκαφών της πρώτης εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης εταιρίας “………….”, στο .. Αττικής, από συγκλίνουσα υπαιτιότητα της πρώτης εναγόμενης και των προστηθέντων της δεύτερης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία σκάφους αναψυχής με το όνομα “N.” που επισκευαζόταν στις εγκαταστάσεις της πρώτης, εκδηλώθηκε πυρκαγιά που κατέστρεψε ολοσχερώς το υπό ελληνική σημαία σκάφος αναψυχής με το όνομα “AS”, πλοιοκτησίας της ενάγουσας που βρισκόταν εκεί επίσης για επισκευή. Επικαλούμενη, λοιπόν, η ενάγουσα, ως νόμιμο λόγο ευθύνης των εναγόμενων την αδικοπραξία και την ευθύνη από την πρόστηση, καθώς και το ότι στις 12.12.2009, ήτοι μετά την άσκηση της αγωγής της, αποζημιώθηκε πλήρως (με την καταβολή 475.000 ευρώ, ήτοι 410.858 ευρώ για κεφάλαιο και 64.142 ευρώ για νόμιμες δικαστικές δαπάνες, τόκους, έξοδα κλπ) από την ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………….», στην οποία είχε ασφαλίσει το σκάφος της για τον κίνδυνο πυρκαϊάς, με αποτέλεσμα από την ημέρα της ασφαλιστικής αποζημιώσεως, η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία να την έχει υποκαταστήσει στις απαιτήσεις της κατά των εναγόμενων-υπαίτιων της καταστροφής, ζητούσε: 1) να τεθεί εκτός δίκης και να πάρει τη θέση της η ασφαλιστική της εταιρεία, που είχε ασκήσει την συνεκδικαζόμενη με αριθμ. κατ. …………./2010 κύρια παρέμβαση και 2) να γίνει δεκτή η αγωγή της τελευταίας και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, τα αιτούμενα ποσά, ήτοι το χρηματικό ποσό των 430.000 ευρώ ως αποζημίωση για την ολοσχερή καταστροφή του παραπάνω σκάφους, ποσό που εκχωρήθηκε στην ως άνω ασφαλιστική εταιρία, με το νόμιμο τόκο από 5.8.2001, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την ως άνω από 7.7.2006 και με αριθμ. κατ. ………../2006 αγωγή, την απέρριψε ως προς την πρώτη εναγόμενη «……….. και τη δέχθηκε ως προς τη δεύτερη εναγόμενη «…………..», υποχρεώνοντάς τη να καταβάλει στην ενάγουσα ως μη δικαιούχο διάδικο, το χρηματικό ποσό των 430.000 ευρώ, με το νόμιμο επιτόκιο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής, απορρίπτοντας συγχρόνως το αίτημα της ενάγουσας να υποκατασταθεί στη θέση της η κυρίως παρεμβαίνουσα-ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………..» Ως προς το εν λόγω αίτημα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε σχετικά στην απόφασή του τα εξής: «Ειδικότερα, μετά την από 12-12-2009 πλήρη αποζημίωση της ενάγουσας από την ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………..», που είχε ασφαλίσει το σκάφος της για τον κίνδυνο πυρκαϊάς και την αυτοδίκαιη υποκατάσταση της τελευταίας στην θέση της, ως φορέα των αξιώσεων αποζημιώσεως κατά των εναγόμενων, η ενάγουσα νομιμοποιείται ενεργητικώς να συνεχίσει την παρούσα δίκη ως μη δικαιούχος διάδικος και αφού δεν μετέβαλε το αίτημα της αγωγής της με τις προτάσεις της, παραδεκτώς, αξιώνει την καταβολή του αιτούμενου ποσού στην ίδια, με το αίτημά της να τεθεί εκτός δίκης και να αναλάβει την δίκη η ασφαλιστική της εταιρεία, που ασκεί παρέμβαση στην παρούσα με την από 2-7-2010 και με αριθμ. κατ. …………/2010 κύρια παρέμβαση- αγωγή να πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, αφού δεν συμφωνούν και οι εναγόμενες, όπως απαιτείται από τα άρθρα 79 παρ.2 και 85 του ΚΠολΔ.» Για την απόρριψη του ως άνω αιτήματος παραπονείται η εκκαλούσα- ενάγουσα με την υπό κρίση έφεσή της για εσφαλμένη εκτίμηση των προτάσεών της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς η εκκαλούμενη εσφαλμένα δέχεται ότι δήθεν εκείνη αξιώνει την καταβολή του αιτούμενου ποσού προς την ίδια, ενώ αυτή σαφώς ζητούσε να γίνουν δεκτά τα κονδύλια της αγωγής της για την ασφαλιστική της εταιρία και όχι για την ίδια. Επίσης παραπονείται γιατί δεν έγινε δεκτή η υποκατάσταση αυτής από την κυρίως παρεμβαίνουσα- ασφαλιστική της εταιρία με τη λανθασμένη παραδοχή ότι δεν συμφωνούσαν οι εναγόμενες στην υποκατάσταση, ενώ οι τελευταίες ουδέποτε αρνήθηκαν ειδικά και εμπεριστατωμένα την ανάληψη της δίκης από την ασφαλιστική εταιρεία, ούτε προέβησαν σε ρητή απόκρουση του συγκεκριμένου αιτήματος, περιοριζόμενες σε μια γενική άρνηση της ύπαρξης υπαιτιότητάς τους για την επέλευση της ζημίας. Ενόψει των ανωτέρω, η παραπάνω εκκαλούσα ζητεί να εξαφανισθεί, άλλως μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να τεθεί αυτή εκτός δίκης, να γίνει δεκτή η αγωγή της και να καταβληθούν τα αιτούμενα με την αγωγή κονδύλια στην ασφαλιστική της εταιρία «…………..» ως μοναδική δικαιούχο του ασφαλίσματος, λόγω της γενομένης εκχώρησης, άλλως να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβαση-αγωγή της τελευταίας.

Η ως άνω έφεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά της τέταρτης εφεσίβλητης, μη εναγόμενης στην από 7.7.2006 αγωγή, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία “…………….” τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης κατ’ άρθρο 517 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, η εναγόμενη στην από 7.7.2006 αγωγή της εκκαλούσας, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………» άσκησε κατά της ασφαλιστικής της εταιρίας “…………… την από 25.1.2012 και με αριθμ. κατ. …………../2012 προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή, στην οποία υποστήριξε ότι δυνάμει της από 21.9.1999 συμβάσεως θαλάσσιας ασφαλίσεως και της υπ’ αριθμ. ….. πρόσθετης πράξεώς της, που κατήρτισε με την παραπάνω ασφαλιστική εταιρία, η τελευταία ανέλαβε, κατά το χρονικό διάστημα από 5.8.1999 έως 31.8.2001 την ασφαλιστική κάλυψη του υπό κατασκευή ιστοπλοϊκού σκάφους της, τύπου OYSTER 80, με το όνομα “Ν”, συμπεριλαμβανομένης και της καλύψεως της αστικής της ευθύνης για κάθε ζημία που θα προκαλούσε σε τρίτους και ζητούσε να παρέμβει η εν λόγω ασφαλιστική εταιρία στη δίκη που ανοίχθηκε με την άσκηση της υπ’ αριθμ. κατ. ………./2006 κύριας αγωγής και να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη να της καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό τυχόν επιδικασθεί στην ενάγουσα της ως άνω κύριας αγωγής, συμπεριλαμβανομένων τόκων και εξόδων. Εντούτοις, η προσεπικαλούμενη- παρεμπιπτόντως εναγόμενη εταιρία “…………….” δεν άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της προσεπικαλούσας- παρεμπιπτόντως ενάγουσας εταιρίας, με αποτέλεσμα να μην καταστεί αντίδικος της κυρίως ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία «.. . ……..» και να μη νομιμοποιείται παθητικά στην έφεση που άσκησε η κυρίως ενάγουσα προς εξαφάνιση της 3446/2017 οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 517 του ΚΠολΔ η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων τους, επί δε αναγκαστικής ομοδικίας πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 88 ΚΠολΔ, οι διάδικοι δικαιούνται να προσεπικαλέσουν στη δίκη εκείνους από τους οποίους έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση σε περίπτωση ήττας. Επί προσεπίκλησης δικονομικού εγγυητή, ο προσεπικαλούμενος, αν δεν ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, δεν καθίσταται διάδικος της κύριας δίκης και όταν ακόμη συμμετάσχει στη δίκη αμυνόμενος κατά της προσεπίκλησης. Συνεπώς, ο προσεπικληθείς δικονομικός εγγυητής που δεν άσκησε πρόσθετη παρέμβαση στην πρωτόδικη δίκη δεν νομιμοποιείται παθητικά στην έφεση του αντιδίκου του προσεπικαλούντος (βλ. Π. Γιαννόπουλο σε Κυριάκου Οικονόμου Η έφεση, έκδοση 2017, σελ. 108, 109, Βασίλη Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδοση 2015, σελ. 191).

Παρακάτω, η πέμπτη εφεσίβλητη εδρεύουσα στο … Μεγ. Βρετανίας ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “……….”, η οποία αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εταιρία με την επωνυμία “………..”, της οποίας η άδεια ανακλήθηκε κι εκπροσωπείται νόμιμα από την ασφαλιστική της εκκαθαρίστρια, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..», νομίμως εκπροσωπούμενης παρά του ορισθέντος από το Δ.Σ. της ……….. προβάλλει με τις προτάσεις της ισχυρισμό περί απαραδέκτου- νόμω αβασίμου της ένδικης αγωγής, λόγω αναστολής των ατομικών διώξεων κατά το ν.δ. 400/1970 και το ν. 4364/2016 σε βάρος της αντιπροσώπου εταιρίας. Ειδικότερα, η ως άνω αντιπρόσωπος της παραπάνω βρετανικής ασφαλιστικής εταιρίας υποστηρίζει ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. 176/25.2.2010 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης ανακλήθηκε οριστικά η άδεια σύστασης και λειτουργίας της, ότι χαρακτηρίσθηκε ως ασφαλιστική τοποθέτηση και δεσμεύθηκε το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων και τέθηκε σε ασφαλιστική εκκαθάριση που συνεχίζεται έως σήμερα. Ότι η εκκαλούσα-κυρίως ενάγουσα εταιρία «……………» ζητά να υποχρεωθεί η πέμπτη εφεσίβλητη να καταβάλει τα πιο πάνω αναφερόμενα ποσά, παραβιάζοντας με το αιτητικό της αγωγής διατάξεις αναγκαστικού δικαίου περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης, καθώς εκείνη έχει δικαίωμα να ικανοποιήσει την ως άνω απαίτησή της μόνο με την αναγγελία ενώπιον του εκκαθαριστή και μέσω της διαδικασίας επαλήθευσής της. Ότι αντιθέτως η ατομική διάγνωση και ικανοποίηση της απαίτησής της παραβιάζει το άρθρο 12α παρ.1 και 5 του ΝΔ 400/1970, που ορίζει ότι σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, ακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατά το οποίο αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση, καθώς και όλες οι ατομικές διώξεις κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, όπως το ίδιο προβλέπεται ήδη στο άρθρο 239 του ν. 4364/2016, καθώς και την αρχή της συλλογικής και σύμμετρης ικανοποίησης κατά τη διαδικασία του άρθρου 10 παρ.3 του ΝΔ 400/1970, θέτοντας, όμως, έτσι σε κίνδυνο τα συμφέροντα των ασφαλισμένων που διατηρούν προνόμιο στην περιουσία της ασφαλιστικής επιχείρησης. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση δεν στρέφεται κατά της “………..”, αλλά κατά της ασφαλιστικής εταιρίας “…………..”, την οποία αντιπροσωπεύει η πρώτη στην Ελλάδα, χωρίς να προκύπτει ότι η δεύτερη έχει τεθεί και αυτή σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Η ασφαλιστική εκκαθάριση, όπως καθορίζεται στο ν.δ. 400/1970 και ήδη στο ν. 4364/2016, αποσκοπεί στη διατήρηση της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, προκειμένου να υπάρξει συλλογική και σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών αυτής. Στο άρθρο 221 παρ.1 του νέου νόμου 4364/2016 ορίζονται μεταξύ άλλων σχετικά με το τι είναι η διαδικασία εκκαθάρισης και η ασφαλιστική εκκαθάριση ότι: «… γ) «Διαδικασίες εκκαθάρισης (κοινή εκκαθάριση)»: θεωρούνται οι συλλογικές διαδικασίες που συνεπάγονται τη ρευστοποίηση του ενεργητικού μιας ασφαλιστικής επιχείρησης και τη διανομή των εσόδων μεταξύ των πιστωτών, των μετόχων ή των μελών, όπως ενδείκνυται, και οι οποίες οπωσδήποτε συνεπάγονται παρέμβαση των αρμόδιων αρχών, ακόμη και όταν οι συλλογικές διαδικασίες περατώνονται με συμβιβασμό ή άλλο ανάλογο μέτρο είτε βασίζονται σε αφερεγγυότητα είτε όχι, και είτε είναι εκούσιες είτε υποχρεωτικές, δ) «Ασφαλιστική εκκαθάριση» είναι η συλλογική διαδικασία που συνεπάγεται τη ρευστοποίηση του ενεργητικού μίας ασφαλιστικής επιχείρησης και τη διανομή των εσόδων και η οποία διενεργείται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή σε ασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας έχει ανακληθεί η άδεια λειτουργίας της δυνάμει των άρθρων 103 και 114 του παρόντος, από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή. Διαρκεί μέχρι την πλήρη εξόφληση όλων των απαιτήσεων από ασφάλιση όπως αυτές ορίζονται στην περίπτωση η` της παρούσας ή μέχρι την εξάντληση της περιουσίας της επιχείρησης, εφόσον τούτο συμβεί νωρίτερα.» Περαιτέρω, για τις υφιστάμενες εκκαθαρίσεις, όπως τέτοια είναι η εκκαθάριση της αντιπροσώπου της πέμπτης εφεσίβλητης, ήτοι της εταιρίας “…………..” προβλέπεται στο άρθρο 248 του ίδιου ν. 4364/2016 ότι « 1. Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου διέπονται οι υφιστάμενες κατά την 31.12.2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις.  2. Στις εκκαθαρίσεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή τα άρθρα 235 παράγραφοι 1, 2, 3, 5 και 6, 236 έως 239, 242 παράγραφοι 1 και 4, 243 παράγραφοι 1, 2 και 4, 244, 245 παράγραφοι 1 και 3, 246 και 247 του παρόντος.», στο δε άρθρο 242 παρ.1 υποπαρ.2 ορίζεται ότι «Ανεξάρτητα από την υπαγωγή της επιχείρησης στο καθεστώς της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η περάτωση των εκτός του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου εκκρεμών υποθέσεων συνεχίζεται κατά τις διατάξεις της κοινής εκκαθάρισης». Επομένως, η εκπροσώπηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της ασφαλιστικής εταιρίας “……….” από την υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εταιρία “…………….” δεν συνεπάγεται απαράδεκτο της ένδικης εφέσεως έναντι της πέμπτης εφεσίβλητης λόγω της αναστολής των ατομικών διώξεων κατά της αντιπροσώπου της, ούτε απαράδεκτο της συζήτησης της από 7.7.2006 αγωγής της εκκαλούσας εταιρίας «………….», καθώς πρόκειται για εκκρεμή υπόθεση εκτός του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου της “……………”, με αποτέλεσμα παραδεκτά να συζητείται ως προς την πέμπτη εφεσίβλητη “………………..” η ως άνω έφεση.

Περαιτέρω, η ως άνω από 10.9.2018 έφεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά των πρώτης, δεύτερης, τρίτης και πέμπτης εφεσίβλητων τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος της εκκαλούσας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 516 και 68 του ΚΠολΔ. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 516του παραπάνω Κώδικα, δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, δικαίωμα να ασκήσει έφεση έχει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Επίσης στο άρθρο 68 ΚΠολΔ ορίζεται ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι για την άσκηση έφεσης απαιτείται να έχει ο εκκαλών έννομο συμφέρον προς τούτο, που κρίνεται από το διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης και υπάρχει, όταν με αυτό απορρίπτονται αιτήσεις ή προτάσεις του εκκαλούντος ή γίνονται δεκτές αιτήσεις ή προτάσεις του αντιδίκου του. Τέτοιο έννομο συμφέρον μπορεί να υπάρξει και για τον διάδικο που νίκησε, όταν βλάπτεται από δυσμενείς γι’ αυτόν αιτιολογίες της εκκαλούμενης αποφάσεως, πράγμα που συμβαίνει οσάκις από αυτές δημιουργείται δυσμενές δεδικασμένο για τον εκκαλούντα (ΑΠ 1811/2013), ιδίως όταν οι αιτιολογίες αυτές έχουν συνέπειες διατακτικού, γεγονός που συμβαίνει κατά κύριο λόγο όταν η απόφαση έλυσε με παρεμπίπτουσα σκέψη κάποια προδικαστική έννομη σχέση σε βάρος του διαδίκου που νίκησε, οπότε δικαιούται αυτός να προσβάλει την απόφαση. Κατά συνέπεια η βλάβη αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση ενδίκου μέσου και συναρτάται από το σύνολο των συνεπειών της προσβαλλόμενης αποφάσεως (δεδικασμένο που διαμορφώθηκε ή τείνει να διαμορφωθεί, διαπλαστική ενέργεια, εκτελεστότητα) (ΑΠ 237/2018 στην ΤΝΠ Νόμος). Οι αιτήσεις του διαδίκου, που αφορούν το δικονομικό αντικείμενο της δίκης, ακόμη και όταν έχουν απορριφθεί, δεν επαρκούν κατά κανόνα για να θεμελιώσουν βλάβη, καθώς εκφεύγουν συνήθως της εξουσίας διαθέσεως των διαδίκων, δεν δεσμεύουν το δικαστήριο, το οποίο κρίνει, κατά κανόνα, αυτεπάγγελτα κάθε τι που σχετίζεται με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, δεν έχουν, συνεπώς, αυτοτελή σημασία και άρα δεν είναι κατάλληλες να προσδιορίσουν την έκταση της βλάβης (ΑΠ 1212/2010, ΕφΠειρ 300/2014 στην ΤΝΠ Νόμος, Π. Γιαννόπουλος σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, έκδοση 2017, σελ. 90). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα παραπονείται γιατί δεν έγινε δεκτό πρωτοδίκως το υποβληθέν με τις προτάσεις της αίτημα να υποκατασταθεί στη θέση της, στη δίκη την ανοιγείσα με την ασκηθείσα από αυτή κύρια αγωγή, η κυρίως παρεμβαίνουσα-ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία «………………..» που στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα την αποζημίωσε ως προς τη σχετική απαίτηση κι έτσι κατέστη εκ του νόμου εκδοχέας της απαίτησης αυτής έναντι των οφειλετών της κυρίως ενάγουσας κατ’ άρθρο 14 παρ.1 του ν. 2496/1997, αλλά και εκ συμβάσεως εκδοχέας, κατόπιν συμβατικής εκχώρησης προς αυτήν κάθε απαίτησης από την κύρια αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το σχετικό αίτημα με την αιτιολογία ότι δεν συμφώνησαν οι εναγόμενες εταιρίες στην υποκατάσταση της κυρίως ενάγουσας από την κυρίως παρεμβαίνουσα-ενάγουσα ασφαλιστική της εταιρία στην παραπάνω δίκη, όπως τούτο απαιτείται για να επέλθει η υποκατάσταση κατ’ άρθρο 85 του ΚΠολΔ, οπότε δεχόμενο την αγωγή κατά της δεύτερης εναγόμενης, επεδίκασε το αιτούμενο ποσό στην κυρίως ενάγουσα ως μη δικαιούχο διάδικο, ενώ απέρριψε την αγωγή κατά της πρώτης εναγόμενης. Από την απόρριψη του προαναφερόμενου αιτήματος υποκατάστασης της ειδικής διαδόχου ασφαλιστικής εταιρίας στη θέση της κυρίως ενάγουσας που αφορά σε καθαρά δικονομικό ζήτημα, δεν προκύπτει ότι θίχθηκε κάποιο έννομο συμφέρον της κυρίως ενάγουσας, ούτε η ίδια προβάλλει κάτι τέτοιο, ώστε αυτή να δικαιούται να ασκήσει έφεση κατά της ως άνω εκδοθείσας οριστικής απόφασης και για τον λόγο αυτό απορριπτέα τυγχάνει η έφεση κατά των προαναφερόμενων εφεσιβλήτων κατά τα ανωτέρω. Απορριφθείσας της ως άνω εφέσεως, τα δικαστικά έξοδα των πρώτης, δεύτερης, τέταρτης και πέμπτης των εφεσίβλητων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσαςσύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό, ενώ ως προς την τρίτη εφεσίβλητη δεν επιδικάζονται τέτοια έξοδα, αφού αυτή ερημοδικάσθηκε και δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα. Ως προς την τρίτη εφεσίβλητη πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 505 παρ.2 ΚΠολΔ για την περίπτωση που αυτή ασκήσει ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με το διατακτικό. Τέλος, λόγω απόρριψης του ενδίκου μέσου, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του με κωδικό …………. e-παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 150 ευρώ, στο δημόσιο ταμείο.

Περαιτέρω, η εκκαλούσα στην από 31.5.2018 έφεση, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…………» παραπονείται γιατί απορρίφθηκε η από 2.7.2010 με γενικό αριθμό κατάθεσης ……./2010 και ειδικό αριθμό ……./2010 κύρια παρέμβαση-αγωγή της στρεφόμενη κατά των εναγόμενων εταιριών «……………» και «…………», καθώς και η από 12.7.2010 με γενικό αριθμό κατάθεσης ……/2010 και Α.Κ.Δ. ….. πλαγιαστική αγωγή της κατά των εταιριών “……….. .” και “…………….”. Ειδικότερα εκθέτει ότι αυτή άσκησε την κύρια παρέμβαση-αγωγή της στηρίζοντας τη νομιμοποίησή της στα εξής πραγματικά περιστατικά: Ότι με το υπ’ αριθμ. ……. ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που ανανεώθηκε με το υπ’ αρ. …… ασφαλιστήριο συμβόλαιο ασφάλισης περιουσίας, ασφάλιζε το σκάφος αναψυχής με το όνομα “AS”, πλοιοκτησίας της κυρίως ενάγουσας στην από 7.7.2006 αγωγή εταιρίας «………..», το οποίο συμφωνήθηκε να βρίσκεται στις εγκαταστάσεις της εταιρίας ………. στο Λαύριο Αττικής, όπου γίνονταν εργασίες επισκευής του, έναντι ασφαλισμένου κεφαλαίου 140.000.000 δρχ, ήτοι 410.858,40 ευρώ και με διάρκεια ασφάλισης από 1.1.2001 έως 1.7.2002 και ότι στις 4.8.2001 στις παραπάνω εγκαταστάσεις εκδηλώθηκε πυρκαϊά εξ υπαιτιότητας του συνεργείου που εργαζόταν σε διπλανό μισθωμένο χώρο κατ’ εντολή και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρίας «…………….», για τη μετασκευή του πλοίου της “N”, με αποτέλεσμα να καταστραφεί ολοσχερώς το ασφαλισμένο σκάφος AS. Ότι σε συμμόρφωση με την 4876/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από τη μεταξύ τους δίκη, η παραπάνω εκκαλούσα κατέβαλε στην εταιρία «…………….» το συνολικό ποσό των 475.000 ευρώ, ήτοι 410.858 ευρώ για κεφάλαιο και 64.142 ευρώ για κάθε φύσης δικαστικές δαπάνες, έξοδα, τόκους κλπ σε ολοσχερή εξόφλησή της για κάθε απαίτηση της από την ασφαλιστική σύμβαση και ότι έτσι υποκαταστάθηκε στα δικαιώματά της σε βάρος κάθε υπαίτιου τρίτου κατ’ άρθρο 14 του ν. 2496/1997, ενώ παράλληλα ότι η ασφαλισμένη εταιρία δυνάμει της από 23.12.2009 συμβάσεως εκχώρησε βάσει ρητού όρου περιληφθέντος στην εξοφλητική απόδειξη, κάθε απαίτησή της για κεφάλαιο και τόκους επί της ασκηθείσας από 7.7.2006 και με αριθμ. κατ. ………../2006 αγωγής της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των εναγόμενων εταιριών “………..” και «………….», όπως η εκχώρηση αυτή αναγγέλθηκε ρητά στους αντίδικους. Ότι κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως λειτουργικά αρμόδιου δικαστηρίου, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εσφαλμένα απέρριψε την κύρια παρέμβαση-αγωγή της εκκαλούσας που αυτή άσκησε μετά την εκχώρηση των ως άνω απαιτήσεων από την ασφαλισμένη της εταιρία- κυρίως ενάγουσα, λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος ως απαράδεκτη και ότι ομοίως εσφαλμένα απέρριψε την πλαγιαστική αγωγή της εκκαλούσας κατά των ασφαλιστικών εταιριών “………….” και “……….” που ασφάλιζαν αντίστοιχα την αστική ευθύνη από κίνδυνο πυρκαϊάς των εναγόμενων στην κύρια αγωγή εταιριών «…………..» και “…………” ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, ιδίως δε σε ό,τι αφορά την εταιρία “………..” με το λανθασμένο σκεπτικό ότι δεν υπήρξε αδράνεια εκ μέρους της ασφαλισμένης της εταιρίας «……………», να στραφεί κατά εκείνης, καθώς αυτή άσκησε κατά της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας την υπ’ αριθμ. …………/2006 προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, ζητώντας από την παρεπιμπτόντως εναγόμενη να της καταβάλει όποιο ποσό τυχόν υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα πλοιοκτήτρια του AS και κατόπιν παραιτήσεως από το παραπάνω δικόγραφο, ζητώντας τα ίδια με την υπ’ αριθμ. κατ. …………/2012 προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή, καίτοι τελικά η ασφαλισμένη εταιρία «…………..» ουδέποτε υποστήριξε την εν λόγω παρεμπίπτουσα αγωγή της, κάτι που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρείδε, με αποτέλεσμα αν και αυτή παραστάθηκε ως διάδικος (εναγόμενη) στην κύρια δίκη, να μην παρασταθεί ως διάδικος στην ανοιγείσα με την παρεμπίπτουσα αγωγή της δίκη κατά της ασφαλιστικής της εταιρίας “……………..” και να δικασθεί ερήμην, απορριφθείσας της παρεμπίπτουσας αγωγής της κατά της ασφαλιστικής της εταιρίας.

Πριν το Δικαστήριο προχωρήσει στην καθ’ έκαστο λόγο εξέταση της εφέσεως επισημαίνεται ότι τα ήδη κριθέντα για την πρώτη έφεση σχετικά με το παραδεκτό της άσκησης της εφέσεως κατά της “…………………………”, εκπροσωπούμενης από την υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εταιρία “…………………………” ισχύουν και για την υπό κρίση από 31.5.2018 έφεση, δηλαδή η εκπροσώπηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της ασφαλιστικής εταιρίας “…………………………” από την υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εταιρία “…………………………” δεν συνεπάγεται απαράδεκτο της εφέσεως έναντι της ως άνω πέμπτης εφεσίβλητης λόγω της αναστολής των ατομικών διώξεων κατά της αντιπροσώπου της, ούτε απαράδεκτο της συζήτησης της πλαγιαστικής αγωγής της εκκαλούσας εταιρίας «………………………….» κατά εκείνης καθώς πρόκειται για εκκρεμή υπόθεση εκτός του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου της “…………………………”, με αποτέλεσμα παραδεκτά να συζητείται και ως προς την πέμπτη εφεσίβλητη “…………………………” η ως άνω έφεση.

Με τον πρώτο λόγο έφεσής της, η εκκαλούσα εταιρία «………………………….» παραπονείται γιατί η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε το αίτημά της ως κυρίως παρεμβαίνουσας-ενάγουσας να υποκαταστήσει στην κύρια αγωγή ως ενάγουσα την εξοφληθείσα ασφαλισμένη της «……………» κατ’ άρθρο 85 του ΚΠολΔ παρόλο που το ζήτησε η ίδια η ασφαλισμένη της, κυρίως ενάγουσα και όπως αποδεικνύεται από την ανάγνωση των προτάσεων των εναγόμενων εταιριών «………………………….» και “………….” ουδέποτε αυτές αρνήθηκαν την ανάληψη της δίκης από εκείνη, ούτε προέβησαν σε ρητή απόκρουση του συγκεκριμένου αιτήματος, αλλά αρκέσθηκαν σε μια γενική άρνηση της υπαιτιότητάς τους για την επέλευση της ζημίας, στην οποία όμως δεν εμπεριέχεται άρνηση του αιτήματος της κυρίως παρεμβαίνουσας να υποκαταστήσει στην κύρια δίκη την ενάγουσα εταιρία «………………………….».

Καταρχάς, επί του ανωτέρω τεθέντος δικονομικού ζητήματος της υποκατάστασης, λεκτέα τα εξής: Στη διάταξη του άρθρου 225 παρ. 1 έως 3 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι: «1) Η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή να συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα, 2) η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη. Ο ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση, 3) Αν ο ενάγων μεταβίβασε το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή σύστησε εμπράγματο δικαίωμα, δεν μπορεί να προταθεί εναντίον του έλλειψη νομιμοποίησης, εκτός αν η απόφαση που θα εκδοθεί δεν δεσμεύει τον ειδικό διάδοχο». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι εκείνος ο οποίος στη διάρκεια της δίκης έγινε ειδικός διάδοχος κάποιου από τους διαδίκους νομιμοποιείται μόνο να ασκήσει παρέμβαση, όχι όμως να ενεργήσει για δικό του λογαριασμό και στο όνομά του οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη που έχει σχέση με τη διεξαγωγή και την πρόοδο της δίκης. Αν ενεργήσει τέτοιες πράξεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η παράσταση και η κατάθεση προτάσεων, αυτές είναι άκυρες και η ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 159 παρ. 1 και 160 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Μόνον εφόσον ασκηθεί εκ μέρους του ειδικού διαδόχου πρόσθετη παρέμβαση και συμφωνήσουν οι αρχικοί διάδικοι, ο ειδικός διάδοχος μπορεί να υπεισέλθει στη θέση του μεταβιβάσαντος (άρθρο 85 ΚΠολΔ), ενώ, αν ασκήσει μόνο πρόσθετη παρέμβαση και δεν υπάρχει η προαναφερθείσα συμφωνία, ο παρεμβάς ειδικός διάδοχος ενεργεί μεν όλες τις διαδικαστικές πράξεις, αλλά προς το συμφέρον του δικαιοπαρόχου του, αρχικού διαδίκου, σύμφωνα με το άρθρο 82 ΚΠολΔ (ΑΠ 780/2019, 1430/2012, 1411/2011 1475/2010, 1028/2010 στην ΤΝΠ Νόμος). Εφόσον συμφωνούν οι αρχικοί διάδικοι, σύμφωνα με το άρθρο 85 Κ.Πολ.Δ.  αυτός που παρενέβη προσθέτως μετέχει στην δίκη ως κύριος διάδικος, υπεισερχόμενος στην θέση εκείνου υπέρ του οποίου άσκησε την παρέμβαση, οπότε τίθεται εκτός δίκης ο τελευταίος, η δε απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί ισχύει και κατά του παραπάνω εκτός δίκης τεθέντος διαδίκου (Α.Π. 1028/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1260/1983 ΝοΒ 32.1013, Α.Π. 621/1980 ΝοΒ 23.1980, ΕφΠειρ 705/2014, ΕφΠειρ 1738/1987 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η σχετική συμφωνία είναι άτυπη και μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε μέσο, όπως με συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό έγγραφο, όπως η επιστολή, με δήλωση στις προτάσεις, ή προφορικά κατά τη συζήτηση και με καταχώριση στα πρακτικά (ΕφΑθ 8040/1986 ΕλλΔνη 1987.1093, Βαθρακοκοίλης Β., Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ανάλυση κατ’ άρθρο, τόμος Α΄, έκδοση 1996, άρθρο 85, υπό 1, 2, 3, σ. 593). Συμφωνία από μόνη την ερημοδικία κυρίου διαδίκου δεν μπορεί να συναχθεί (ΕφΠειρ 744/2014 ό.π., ΕφΑθ 5361/1993 Δ 1994.733-734, Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος Ι, άρθρο 85, αρ. 2, σελ. 197,  Μπαλογιάννη σε Ερμηνεία κατ’ άρθρο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, επιμ. Απαλλαγάκη, 3η έκδ., υπό το άρθρο 85, στον αρ. παρ. 1, σελ. 209). Η συμφωνία, όμως, μπορεί να είναι και σιωπηρή και να συνάγεται και  από το γεγονός ότι δεν εναντιώθηκαν οι διάδικοι στην υποκατάσταση (βλ. Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, σε άρ. 225 του ΚΠολΔ, σελ. 87, παρ. 33). Σε καμία, πάντως, περίπτωση δεν προβλέπεται, ούτε συνάγεται από το γράμμα των διατάξεων του άρθρου 85 του ΚΠολΔ ότι η τυχόν άρνηση των διαδίκων της κύριας δίκης να συμμετάσχει στη δίκη ως κύριος διάδικος, ο παρεμβαίνων- ειδικός διάδοχος του αντικειμένου της δίκης απαιτείται να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη.

Στην προκειμένη περίπτωση από την ανάγνωση των προτάσεων των εναγόμενων εταιριών «……….» και «…………» ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτές δεν συμφώνησαν με την υποκατάσταση της παρεμβαίνουσας ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………………………….» στη θέση της κυρίως ενάγουσας στην από 7.7.2006 αγωγή εταιρίας με την επωνυμία «……….». Συγκεκριμένα, η εναγόμενη εταιρία «…………» στις από 29.12.2015 προτάσεις της στη σελίδα 11 στρεφόμενη κατά της ασφαλιστικής εταιρίας «………………………….» διαλαμβάνει σχετικά τα εξής: «…V. ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ. Η εταιρία . ……… ισχυρίζεται ότι κατέβαλε την ασφαλιστική αποζημίωση στην αρχική ενάγουσα (και ασφαλισμένη της) και ότι υποκαταστάθηκε στα δικαιώματά της. Εφόσον ισχυρίζεται μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης, η αρχική δίκη δεν καταργείται κατά νόμον (ΚΠολΔ 225& 2). Μόνο σε πρόσθετη παρέμβαση δικαιούται. Κατά συνέπεια η σωρευθείσα σε αυτήν αγωγή της είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί…» και καταλήγει (σελίδα 12 των προτάσεων) ζητώντας «να απορριφθεί στο σύνολό της η από 2.7.10 πρόσθετη παρέμβαση-αγωγή της αντιδίκου κατά της εταιρείας μας…». Εκ των ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι η ως άνω εναγόμενη αντιτίθεται στην υποκατάσταση της παρεμβαίνουσας-ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας εταιρίας «………» στη θέση της κυρίως ενάγουσας «………..», αναγνωρίζοντάς της το δικαίωμα να ασκήσει μόνο πρόσθετη παρέμβαση. Η δε εναγόμενη «……….» στις από 5.1.2016 προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καίτοι δεν κάνει ρητή αναφορά, όπως η εναγόμενη εταιρία «………..» στις δικονομικές συνέπειες που έχει η αποζημίωση της πλοιοκτήτριας του πλοίου “AS” από την ασφαλιστική της εταιρία «………………………….» στην ανοιγείσα με την από 7.7.2006 αγωγή δίκη, εντούτοις σαφώς στο αιτητικό των προτάσεών της ζητεί «να απορριφθούν οι προτάσεις και οι ενστάσεις των αντιδίκων» καθώς και όλα τα δικόγραφα που στρέφονται κατά αυτής. Μεταξύ δε των αιτημάτων της αντιδίκου της, κυρίως παρεμβαίνουσας-ενάγουσας εταιρίας «………………………….» είναι και η υποκατάσταση αυτής στη θέση της κυρίως ενάγουσας στην από 7.7.2006 και με αριθμό ………./2006 αγωγή, εταιρίας «………..», επειδή την αποζημίωσε σε εκπλήρωση της υποχρέωσής της από τη μεταξύ τους ασφαλιστική σύμβαση για κάλυψη από κίνδυνο πυρκαϊάς και υποκαταστάθηκε, έτσι, στη θέση της κατ’ άρθρο 14 παρ.1 του ν. 2496/1997, αλλά και δυνάμει συμβατικής εκχώρησης. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η παραπάνω εναγόμενη αντιτίθεται σε κάθε αίτημα και σε κάθε ένσταση της κυρίως παρεμβαίνουσας-ενάγουσας, δεν μπορεί να συναχθεί σιωπηρή συμφωνία της για υποκατάσταση της εταιρίας «…………….» από την εταιρία «………………………….». Κρίνοντας, λοιπόν, ομοίως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά το νόμο εφάρμοσε, τα όσα δε αντίθετα προβάλλει η παραπάνω εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο και με το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσής της τυγχάνουν αβάσιμα. Επίσης νόμω αβάσιμος τυγχάνει ο τέταρτος λόγος έφεσης ότι έπρεπε να απορριφθεί η από 7.7.2006 αγωγή της ασφαλισμένης της εταιρίας και ότι έπρεπε να γίνει δεκτή η από 2.7.2010 κύρια παρέμβαση και η ενσωματωμένη αγωγή της εκκαλούσας κατά των εναγόμενων της κύριας αγωγής, επειδή η ίδια ως ασφαλιστική εταιρία υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της ασφαλισμένης της, κύριας ενάγουσας, μετά την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Το άρθρο 225 παρ.2 ΚΠολΔ είναι σαφές ότι η μεταβίβαση του επίδικου δικαιώματος δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη.

Περαιτέρω, η εκκαλούσα με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσής της αιτιάται την εκκαλούμενη απόφαση γιατί απέρριψε την κύρια παρέμβασή της λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, επειδή «δεν επικαλείται κανένα στοιχείο από το οποίο να συνάγεται έστω και εμμέσως ότι η ασφαλισμένη της- ενάγουσα στην με αριθμ. κατάθ. …………/2006 συνεκδικαζόμενη αγωγή αμφισβητεί την υποκατάστασή της στις αξιώσεις αποζημιώσεώς της για την καταστροφή του σκάφους της, με αποτέλεσμα να μην έχει έννομο συμφέρον για τη δημιουργία δεδικασμένου ως προς τις αξιώσεις που απέκτησε εκ του νόμου και έναντι της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας. Μόνη, δε η συνέχιση της δίκης της κύριας αγωγής από την ενάγουσα ως μη δικαιούχο διάδικο, δεν συνιστά αντιποίηση του δικαιώματός της αφού η ίδια η ενάγουσα στις προτάσεις που κατέθεσε μετά την εξόφλησή της από την κυρίως παρεμβαίνουσα αναφέρεται στην υποκατάστασή της από αυτήν και υποβάλει αίτημα να τεθεί εκτός δίκης και να πάρει την θέση η ειδική διάδοχός της, κυρίως παρεμβαίνουσα το οποίο απορρίφθηκε ως αβάσιμο αφού δεν συναινούσαν οι αντίδικοί της».  Ότι αντιθέτως στο δικόγραφο της κύριας παρέμβασης εκτίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αντιποίηση του δικαιώματος της κυρίως παρεμβαίνουσας ασφαλιστικής εταιρίας από την ασφαλισμένη της και ενάγουσα. Ότι τέτοια αντιποίηση συνιστά το γεγονός ότι η τελευταία, ενώ άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 7.7.2006 αγωγή της στρεφόμενη κατά της εταιρίας “…………..” και κατά της εταιρίας «…… ..» ζητώντας την αποκατάσταση της ζημίας της ύψους 430.000 ευρώ, ήτοι την αξία του ολοσχερώς κατεστραμμένου σκάφους αναψυχής πλοιοκτησίας της, με προσδιορισθείσα δικάσιμο της 6.6.2007, ήδη σε προγενέστερο χρονικό διάστημα και δη το έτος 2003, είχε ασκήσει την υπ’ αριθμ. κατ. ……/2003 αγωγή της ως και την από 25.7.2003 αγωγή του ………… με αριθμό κατάθεσης ……/2003, στρεφόμενη κατά της νυν εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρίας με αίτημα την καταβολή του ποσού των 410.858 ευρώ, ήτοι το σύνολο του ασφαλίσματος, λόγω της ζημίας της από την ολοσχερή καταστροφή του ως άνω σκάφους αναψυχής “AS”, η αξία του οποίου ανερχόταν στο ποσό των 430.000 ευρώ. Ότι η τελευταία αυτή αγωγή της ασφαλισμένης της κατά αυτής έγινε δεκτή με την 4876/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που την υποχρέωσε να καταβάλει στην πρώτη το ποσό των 410.858 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και ότι η εν λόγω απόφαση τελεσιδίκησε αφού η ασκηθείσα από 25.1.2007 έφεση της νυν εκκαλούσας κατά της παραπάνω απόφασης απορρίφθηκε με την 5753/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και η συζήτηση της ασκηθείσας από την ίδια από 2.5.2008 αίτησης αναίρεσης ματαιώθηκε. Ότι δηλαδή καθ’ ο χρόνο εκκρεμούσε η υπό κρίση από 7.7.2006 αγωγή της ασφαλισμένης εταιρίας σε βάρος των εναγόμενων εταιριών «………………………….» και «…………………………», η ίδια ασφαλισμένη εταιρία είχε εγείρει κατά της νυν εκκαλούσας, αγωγή, η οποία έγινε δεκτή και αποζημιώθηκε. Ότι παρά την εξόφλησή της, προέβη δια κλήσεως στη συνέχιση της συζήτησης της υπό κρίση αγωγής της κατά των εναγόμενων εταιριών. Ότι επομένως εύλογα η νυν εκκαλούσα προέβη στην άσκηση της υπό κρίση κύριας παρέμβασης και αγωγής, προκειμένου να διεκδικήσει, καθ’ υποκατάσταση, την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης από τους υπαίτιους τρίτους, ενόψει του ότι η ασφαλισμένη της «…………………………» δεν είχε προβεί σε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής της και τη διεκδίκηση της αποζημίωσης κατά το χρόνο άσκησης της κύριας παρέμβασης κι ως εκ τούτου, εκ των πραγμάτων αντιποιείτο το δικαίωμα της εκκαλούσας για την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης προς αυτή. Ότι άλλωστε το διαλαμβανόμενο στην εκκαλούμενη πως κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η ενάγουσα στις προτάσεις που κατέθεσε μετά την εξόφλησή της από την κυρίως παρεμβαίνουσα (την νυν εκκαλούσα), αναφέρθηκε στην υποκατάστασή της από αυτήν και υπέβαλε αίτημα να τεθεί η ίδια εκτός δίκης και να πάρει τη θέση της η ειδική διάδοχός της, ήταν κάτι που δεν υπήρχε κατά το χρόνο άσκησης της κύριας παρέμβασης και της περιγραφής εντός αυτής της αντιποίησης του δικαιώματος της εκκαλούσας από την ασφαλισμένη της.

Ο παραπάνω λόγος εφέσεως τυγχάνει νόμω αβάσιμος. Καταρχάς, επισημαίνεται ότι η ασφαλισμένη εταιρία, πλοιοκτήτρια του “AS”, εφόσον θεωρούσε ότι διατηρεί ενεργό αξίωση από την καταστροφή του πλοίου της κατά περισσότερων οφειλετών  από διαφορετική αιτία και δεν είχε ικανοποιηθεί η απαίτησή της, δεν εμποδιζόταν εκ του νόμου να ασκήσει παράλληλα τις παραπάνω δύο αγωγές, αφενός κατά των φερόμενων ως υπαίτιων εξ αδικοπραξίας για την καταστροφή του σκάφους της, αφετέρου κατά της ασφαλιστικής της εταιρίας που κάλυπτε με σύμβαση τον ασφαλιστικό κίνδυνο καταστροφής του πλοίου της από πυρκαϊά. Άλλωστε, λόγω του διαφορετικού λόγου ευθύνης των περισσότερων εναγόμενων θα μπορούσε η μία αγωγή να γίνει δεκτή και να απορριφθεί η άλλη. Περαιτέρω, το γεγονός ότι η ενάγουσα μετά την εξόφλησή της από την ασφαλιστική της εταιρία, δεν παραιτήθηκε από την αγωγή της κατά των εταιριών «…………………………» και “……………”, αλλά με κλήση έφερε την αγωγή προς συζήτηση ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου δεν συνιστά αντιποίηση του δικαιώματος της ασφαλιστικής εταιρίας, στην οποία εκχωρήθηκε εκ του νόμου κατ’ άρθρο 14 παρ.1 του ν. 2496/1997, αλλά και με σύμβαση η ικανοποιηθείσα από εκείνη απαίτηση της ασφαλισμένης της κατά των τυχόν υπαίτιων της πυρκαϊάς, αφού ο ίδιος ο δικονομικός νομοθέτης προβλέπει στο άρθρο 225 παρ.2 ΚΠολΔ ότι «Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη. Ο ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση». Επομένως, νομίμως η ενάγουσα «…………………………» με κλήση της επίσπευσε τη συζήτηση της από 7.7.2006 αγωγής της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, διατηρώντας εκ του νόμου την ιδιότητα της ενάγουσας, εκθέτοντας όμως στις προτάσεις της την εκχώρηση της απαίτησής της στην ασφαλιστική της εταιρία και ζητώντας να αναλάβει τη δίκη η ασφαλιστική εταιρία «………………………….», με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συναχθεί από κανένα στοιχείο αντιποίηση της απαίτησης της κυρίως παρεμβαίνουσας από την ασφαλισμένη της. Ο λόγος για τον οποίο δεν επήλθε υπεισέλευση της κυρίως παρεμβαίνουσας στη δίκη που ανοίχθηκε με την αγωγή της ασφαλισμένης της, στη θέση αυτής, ήταν ότι δεν συμφωνούσαν οι εναγόμενες εταιρίες, κατά τα προαναφερόμενα στην παρούσα, όπως απαιτείται κατ’ άρθρο 85 ΚΠολΔ. Άλλωστε, στο διατακτικό της εκκαλουμένης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεχόμενο την αγωγή κατά της δεύτερης εναγόμενης, υποχρέωσε αυτή να καταβάλει το αιτούμενο ποσό στην ενάγουσα «ως μη δικαιούχο διάδικο», δεχόμενο δηλαδή ότι δικαιούχος πλέον του επιδικασθέντος ποσού είναι η ασφαλιστική εταιρία «………………………….».

Παρακάτω, με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσης, η εκκαλούσα-κυρίως παρεμβαίνουσα παραπονείται γιατί κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την κύρια παρέμβαση-αγωγή της, δεχόμενη την αγωγή της ασφαλισμένης της εταιρίας κατά της εταιρίας «…………………………», παρότι η ενάγουσα «……………» είχε ικανοποιηθεί από εκείνη (την κυρίως παρεμβαίνουσα). Ότι ειδικότερα η εκκαλούμενη εσφαλμένα έκρινε ότι ο «ασφαλισμένος-ενάγων» δεν ζήτησε με τις προτάσεις του την επιδίκαση του αιτούμενου ποσού στον ειδικό διάδοχο, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή του αγωγικού αιτήματος και ότι η απόφαση που θα δεχθεί την αγωγή θα εκδοθεί στο όνομα του μεταβιβάσαντος, ο οποίος όμως δεν θα δικαιούται να εισπράξει το ποσό που επιδικάσθηκε, εφόσον δεν είναι πλέον δικαιούχος αυτού. Ότι αντίθετα, εν προκειμένω, από το περιεχόμενο των προτάσεων της κυρίως ενάγουσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά πλήρως αποδεικνύεται ότι αυτή μετατρέπει το αίτημα της αγωγής της, συνομολογώντας ότι έχει εξοφληθεί από την κυρίως παρεμβαίνουσα ασφαλιστική εταιρία και ότι ως εκ τούτου θα πρέπει η τελευταία να συνεχίσει τη δίκη και να γίνει δεκτή η αγωγή ως προς αυτή, κάτι το οποίο ρητώς αναφέρεται στο αιτητικό των προτάσεών της, όπου αναφέρει ότι πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως προς την ασφαλιστική εταιρία και ως προς το σύνολο των αιτούμενων κονδυλίων της. Ότι ωστόσο η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα θεώρησε ότι δεν υπήρχε τέτοια μετατροπή αιτήματος από την αρχική διάδικο και επιδίκασε το σύνολο της απαίτησης στην ίδια, έστω και αν με το ίδιο το σκεπτικό της αναφέρει ότι η αρχική ενάγουσα δεν είναι δικαιούχος είσπραξης του ποσού αυτού. Ότι σε κάθε περίπτωση, η εκκαλούμενη κρίνοντας ως έκρινε, «αποστερεί» τη δυνατότητα τρίτου να εισέλθει σε δίκη, καθώς εξαρτά την ευδοκίμηση ή μη της παρέμβασης του τρίτου, από το εάν ο κυρίως ενάγων συνομολογήσει ή όχι τους λόγους άσκησης της παρέμβασης από τον τρίτο και μάλιστα σε μεταγενέστερο του χρόνου άσκησης του μέσου διεύρυνσης της δίκης. Ότι ακόμη σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι ο αρχικός διάδικος συνομολογεί την εξόφλησή του και ζητά να γίνει δεκτή η απαίτηση στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος δικονομικού εγγυητή του, όπως ρητώς αναφέρει στις προτάσεις της η κυρίως ενάγουσα, θα έπρεπε να οδηγήσει την εκκαλούμενη απόφαση στο να κάνει δεκτή την κύρια παρέμβαση-αγωγή της εκκαλούσας κατά των υπαίτιων τρίτων και όχι να απορρίψει αυτήν, επιδικάζοντας τα σχετικά ποσά και πάλι στην κυρίως ενάγουσα, η οποία ρητώς στο αιτητικό των προτάσεών της αναφέρει ότι θα πρέπει να γίνει δεκτή η απαίτηση της ασφαλιστικής εταιρίας και όχι της ίδιας.

Ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει εν μέρει ουσία και εν μέρει νόμω αβάσιμος. Σχετικά με τη μετατροπή του αιτήματος της ενάγουσας στην κύρια αγωγή εταιρίας «…………………………» να τεθεί εκτός δίκης και να αναλάβει τη θέση της η ασφαλιστική εταιρία «………………………….», η εκκαλούμενη απόφαση (στην 11η σελίδα της στην τελευταία παράγραφο) διέλαβε τα εξής: «Ειδικότερα, μετά την από 12-12-2009 πλήρη αποζημίωση της ενάγουσας από την ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………………………….», που είχε ασφαλίσει το σκάφος της για τον κίνδυνο πυρκαϊάς και την αυτοδίκαιη υποκατάσταση της τελευταίας στην θέση της, ως φορέα των αξιώσεων αποζημιώσεως κατά των εναγόμενων, η ενάγουσα νομιμοποιείται ενεργητικώς να συνεχίσει την παρούσα δίκη ως μη δικαιούχος διάδικος και αφού δεν μετέβαλε το αίτημα της αγωγής της με τις προτάσεις της, παραδεκτώς, αξιώνει την καταβολή του αιτούμενου ποσού στην ίδια, με το αίτημά της να τεθεί εκτός δίκης και να αναλάβει τη δίκη η ασφαλιστική της εταιρεία, που ασκεί παρέμβαση στην παρούσα με την από 2-7-2010 και με αριθμ. κατ. …………./2010 κύρια παρέμβαση-αγωγή να πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, αφού δεν συμφωνούν και οι εναγόμενες, όπως απαιτείται από τα άρθρα 79 παρ.2 και 85 του ΚΠολΔ». Η κυρίως ενάγουσα και νυν τρίτη εφεσίβλητη πράγματι με τις προτάσεις της ζήτησε να τεθεί η ίδια εκτός δίκης και να αναλάβει τη δίκη, στη θέση της, η κυρίως παρεμβαίνουσα-εκκαλούσα που της κατέβαλε το ασφάλισμα για την καταστροφή του σκάφους της, πλην όμως το αίτημα αυτό δεν έχει την έννοια ότι η κυρίως ενάγουσα σε περίπτωση που τούτο δεν γίνει δεκτό από το αρμόδιο Δικαστήριο, παραιτείται της αγωγής της. Γι’ αυτό και η εκκαλουμένη, αφού απέρριψε το αίτημα υποκατάστασης, έκρινε ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς η ενάγουσα να συνεχίσει την παρούσα δίκη, ακολούθως προχώρησε στην κατ’ ουσίαν εξέταση της αγωγής με ενάγουσα την εταιρία «…………………………» ως μη δικαιούχο διάδικο κατ’ άρθρο 225 παρ.2 του ΚΠολΔ και δέχθηκε την αγωγή κατά της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας «…………..» ορίζοντας στο διατακτικό της ότι «Υποχρεώνει την δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα, ως μη δικαιούχο διάδικο, το χρηματικό ποσό των τετρακοσίων τριάντα χιλιάδων (430.000) ευρώ, με το νόμιμο επιτόκιο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής». Με την παραπάνω κρίση του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έλαβε υπόψη το υποβληθέν με τις προτάσεις αίτημα της κυρίως ενάγουσας να τεθεί εκτός δίκης και να συνεχίσει στη θέση της η κυρίως παρεμβαίνουσα-νυν εκκαλούσα, πλην όμως το απέρριψε για τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω και ακολούθως, εφόσον δεν υπήρχε δήλωση παραίτησης από την αγωγή, εφάρμοσε τον κανόνα του άρθρου 225 παρ.2 του ΚΠολΔ, δηλαδή έκρινε ότι η δίκη συνεχίζεται με την αρχική ενάγουσα ως μη δικαιούχο διάδικο. Επομένως ορθά κατ’ αποτέλεσμα ως προς το ζήτημα αυτό έκρινε η εκκαλούμενη απόφαση, συμπληρουμένων των αιτιολογιών της με το ανωτέρω σκεπτικό της παρούσας κατ’ άρθρο 534 του ΚΠολΔ, τα δε αντίθετα προβαλλόμενα από την εκκαλούσα τυγχάνουν αβάσιμα στην ουσία τους. Περαιτέρω, τα όσα άλλα προσάπτει με τον ίδιο λόγο έφεσης η εκκαλούσα στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι με την κρίση της, της αποστέρησε τη δυνατότητα ως τρίτης να εισέλθει στη δίκη, καθώς εξαρτά την ευδοκίμηση ή μη της παρέμβασης του τρίτου, από το εάν ο κυρίως ενάγων συνομολογήσει ή όχι τους λόγους άσκησης της παρέμβασης από τον τρίτο και μάλιστα σε μεταγενέστερο του χρόνου άσκησης του μέσου διεύρυνσης της δίκης και ότι σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι ο αρχικός διάδικος συνομολογεί την εξόφλησή του και ζητά να γίνει δεκτή η απαίτηση στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος δικονομικού εγγυητή του, όπως ρητώς αναφέρει στις προτάσεις της η κυρίως ενάγουσα, θα έπρεπε να οδηγήσει την εκκαλούμενη απόφαση στο να κάνει δεκτή την κύρια παρέμβαση-αγωγή της εκκαλούσας κατά των υπαίτιων τρίτων τυγχάνουν ουσία το πρώτο και νόμω αβάσιμο το δεύτερο, καθώς ως προς την πρώτη αιτίαση κατά τον χρόνο που ασκήθηκε η από 7.7.2006 κύρια αγωγή, η κυρίως παρεμβαίνουσα δεν είχε καταβάλει το ασφάλισμα στην παραπάνω ενάγουσα ασφαλισμένη της, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι με την άσκηση της αγωγής κατά των φερόμενων ως εξ αδικοπραξίας υπαίτιων για τη ζημία της εναγόμενων εταιριών, επιχειρήθηκε αντιποίηση της απαίτησης της κυρίως παρεμβαίνουσας την οποία απέκτησε λόγω της καταβολής του ασφαλίσματος με εκχώρηση στις 23.12.2009, ενώ ως προς τη δεύτερη αιτίαση σημειώνεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε αναλογικά το άρθρο 85 ΚΠολΔ επί κυρίας παρεμβάσεως ότι για να υποκατασταθεί στη θέση της κυρίως ενάγουσας η δικονομική της εγγυήτρια- κυρίως παρεμβαίνουσα που την αποζημίωσε, δεν αρκούσε να το ζητήσει η κυρίως ενάγουσα, αλλά έπρεπε να συμφωνήσουν και οι εναγόμενες, κάτι που δεν συνέτρεξε.

Πιο κάτω με το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσής της η εκκαλούσα-κυρίως παρεμβαίνουσα παραπονείται ότι η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα απέρριψε την παρέμβαση-αγωγή της, κρίνοντας ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις της κύριας παρέμβασης, αλλά συνιστά αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και ως εκ τούτου έκρινε απορριπτέα αυτή, ενώ αν έκρινε ορθά, όφειλε να την κάνει δεκτή, αφού το δικόγραφό της περιλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για να κριθεί ότι πρόκειται για αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, όπως ο ορθός χαρακτηρισμός του δικογράφου εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου. Ότι επομένως, ενόψει της άσκησης της παρέμβασης-αγωγής της και της έκθεσης όλων των περιστατικών που τη νομιμοποιούσαν στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ασφαλισμένη της κυρίως ενάγουσα συνομολογεί με τις προτάσεις της την αγωγή και ζητά να γίνει δεκτή η απαίτηση της κατά των τρίτων, όφειλε η εκκαλούμενη απόφαση να κάνει δεκτή την παρέμβασή της, να καταστεί εκείνη διάδικος στην ανοιγείσα δίκη και να της επιδικασθεί το σύνολο των κονδυλίων που ζητούσε η ασφαλισμένη της με την αγωγή της και όχι να επιδικασθούν αυτά στην τελευταία.

Η αιτίαση ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εκτίμησε το εισαχθέν ως κύρια παρέμβαση-αγωγή δικόγραφο, ως αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, καίτοι έφερε τα στοιχεία της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης τυγχάνει ουσία αβάσιμη. Σύμφωνα με το άρθρο 80 του ΚΠολΔ «αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν». Από την ανάγνωση του δικογράφου της από 2.7.2010 κύριας παρέμβασης-αγωγής της εκκαλούσας προκύπτει ότι αυτή στρέφεται κατά της ενάγουσας στην από 7.7.2006 αγωγή, ασφαλισμένης της εταιρίας «…………………………» ζητώντας να τεθεί αυτή εκτός δίκης και να αναλάβει εκείνη στη θέση της την ανοιγείσα δίκη, χωρίς να συμπεριλαμβάνει αίτημα προς υποστήριξη της παραπάνω ενάγουσας στην αγωγή της κατά των εταιριών “………………………….” και «…………………………». Συνεπώς, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι το παραπάνω δικόγραφο της εκκαλούσας δεν περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί πρόσθετη παρέμβαση και την απέρριψε ως κύρια παρέμβαση, με την αιτιολογία ότι η κυρίως παρεμβαίνουσα «δεν επικαλείται κανένα στοιχείο, από το οποίο να συνάγεται, έστω και εμμέσως, ότι η ασφαλισμένη της-ενάγουσα στην με αριθμ. κατ. …………./2006 συνεκδικαζόμενη αγωγή αμφισβητεί την υποκατάστασή της στις αξιώσεις αποζημιώσεως της για την καταστροφή του σκάφους της, με αποτέλεσμα να μην έχει έννομο συμφέρον για την δημιουργία δεδικασμένου ως προς τις αξιώσεις, που απέκτησε εκ του νόμου και έναντι της δικαιοπαρόχου της-ενάγουσας». Για να εκτιμηθεί ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση το σχετικό δικόγραφο, θα έπρεπε με αυτό να ζητείται να γίνει δεκτή η από 7.7.2006 αγωγή. Ως προς τις υπόλοιπες αιτιάσεις περί μη υποκατάστασης της εκκαλούσας στη θέση της τρίτης εφεσίβλητης, αυτές τυγχάνουν αβάσιμες κατά τα ήδη αναλυτικώς ανωτέρω εκτεθέντα.

Ακόμη, με τον τρίτο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα αιτιάται την εκκαλούμενη απόφαση ότι κατά παράβαση του νόμου και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού απέρριψε την ασκηθείσα από αυτή πλαγιαστική αγωγή κατά της δικονομικής εγγυήτριας της εταιρίας «…………………………», ασφαλιστικής εταιρίας “………….”, επειδή δήθεν η ασφαλισμένη εταιρία δεν αδράνησε ως προς την άσκηση των δικαιωμάτων της κατά της ασφαλιστικής της εταιρίας, ενώ αν έκρινε ορθά, έπρεπε να την κάνει δεκτή, καθώς τελικώς η εταιρία «………………………….» αδράνησε και δεν άσκησε τα δικαιώματά της που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση αστικής της ευθύνης που είχε καταρτίσει με την ως άνω ασφαλιστική εταιρία, μη παρισταμένη στη συζήτηση της προσεπίκλησης και παρεμπίπτουσας αγωγής της και δικαζόμενη ερήμην, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η ως άνω προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή, αποστερώντας τη δυνατότητα από την πλαγιαστικώς ενάγουσα-νυν εκκαλούσα, σε περίπτωση που τελικώς της επιδικασθεί το σύνολο των αιτούμενων κονδυλίων, να στραφεί πλαγιαστικά κατά της δικονομικής εγγυήτριας της αντιδίκου της «…………………………», ασφαλιστικής εταιρίας “……………” και να διεκδικήσει την οφειλόμενη αποζημίωση. Ότι σύμφωνα με το άρθρο 72 ΚΠολΔ, ο δανειστής δικαιούται να ασκήσει, αναζητώντας δικαστική προστασία, τα δικαιώματα του οφειλέτη του κατά τρίτου, ο οποίος είναι οφειλέτης του οφειλέτη, αν αδρανεί να τα ασκήσει ο ίδιος. Ότι σκοπός της διάταξης είναι να μην καθυστερεί η ικανοποίηση του δανειστή, όταν ο οφειλέτης του επικαλείται αδυναμία του, ταυτόχρονα όμως αδρανεί να επιδιώξει την ικανοποίηση δικής του αξίωσης κατά δικού του οφειλέτη, καθώς και η αποφυγή τυχόν σχετικών συμπαιγνιών. Ότι η αντίδικος εταιρία «…………………………», εναγόμενη στην από 7.7.2006 αγωγή της ασφαλισμένης της εκκαλούσας, εταιρίας «…………………………», αν και είχε αρχικώς ασκήσει τη με Γ.Α.Κ. …./2012 και Ε.Α.Κ. ../…/25-1-2012 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση κατά της εταιρίας “……………”, στη συνέχεια αδράνησε να προβεί στην επίσπευση της συζήτησης αυτής, με αποτέλεσμα η νυν εκκαλούσα να προβαίνει κάθε φορά σε επίσπευση της συζήτησης, επιπλέον δεότι καίτοι η εταιρία «…………………………» όφειλε να παρασταθεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης κατά της προσεπικαλούμενης- παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής της εταιρείας, ενόψει του γεγονότος ότι είχε κριθεί υπαίτια της ένδικης ζημίας και είχε καταδικασθεί και στο παρελθόν στην καταβολή αποζημίωσης σε ζημιωθέντες τρίτους εξαιτίας της ένδικης πυρκαγιάς, ωστόσο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αν και παραστάθηκε κανονικά ως εναγόμενη στη κύρια δίκη, δεν παρέστη στην εκδίκαση της προσεπίκλησης και παρεμπίπτουσας αγωγής κατά της δικονομικής της εγγυήτριας, αδρανώντας καταφανώς και αυταπόδεικτα στην ενάσκηση των δικαιωμάτων της, αλλά και ταυτόχρονα ματαιώνοντας αυτά, αφού τελικώς αν και καταδικάσθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση να αποζημιώσει την κυρίως ενάγουσα, η προσεπίκλησή της απορρίφθηκε λόγω της ερημοδικίας της, οφειλόμενη στο γεγονός ότι δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση αυτής. Ότι επομένως η τελευταία αδράνησε μετά γνώσεως και δεν επεδίωξε τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της κατά της δικονομικής της εγγυήτριας και γι’ αυτό πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η πλαγιαστική αγωγή της εκκαλούσας κατά της τέταρτης εφεσίβλητης, εταιρίας “……………..”.

Σχετικά με τον παραπάνω λόγο έφεσης επισημαίνονται τα εξής: Από την διάταξη του άρθ. 72 ΚΠολΔ κατά την οποία “οι δανειστές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική προστασία ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτη τους, εφόσον εκείνος δεν τα ασκεί, εκτός αν συνδέονται στενά με το πρόσωπο του” συνάγεται, ότι προϋπόθεση για την άσκηση πλαγιαστικής αγωγής είναι ο ενάγων να είναι δανειστής του φορέα του ασκούμενου υπέρ αυτού δικαιώματος, να έχει δηλ. συγκεκριμένη απαίτηση κατ’ αυτού, ο δε τελευταίος (οφειλέτης) να έχει κατά του τρίτου (εναγομένου με την πλαγιαστική αγωγή) κάποιο δικαίωμα, το δικαίωμα αυτό να έχει περιουσιακή αξία και να μην είναι προσωποπαγές και η αδράνεια του οφειλέτη, συνιστάμενη στην παράλειψη (αμέλεια και αδιαφορία) αυτού να προβεί στην καταδίωξη του δικού του οφειλέτη, η οποία και δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του ενάγοντος δανειστή προς άσκηση της αγωγής του οφειλέτη του κατά του τρίτου (βλ ΑΠ 1105/2017, 106/2014 στην ΤΝΠ Νόμος). Με τη διάταξη αυτή του ΚΠολΔ ρυθμίζεται αυτοτελώς η πλαγιαστική αγωγή, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι ότι δι` αυτής διασφαλίζεται εμμέσως η απαίτηση του ασκούντος αυτήν δανειστή δια της προασπίσεως της περιουσίας του οφειλέτη, ο οποίος αδρανεί, προϋπόθεση, η οποία προφανώς δεν συντρέχει όταν ο τελευταίος ασκεί τα δικαιώματά του με την έγερση αγωγής και μάλιστα χρονικώς προηγούμενης εκείνης του πλαγιαστικού ενάγοντος. (βλ. ΑΠ 369/2011, ΝοΒ 2011, σελ. 2151, ΕφΠειρ 76/2014 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσσαλ 2044/2013, Αρμ 2014, σελ. 1336). Περαιτέρω, το στοιχείο της αδράνειας του οφειλέτη συνιστά στοιχείο της ενεργητικής νομιμοποίησης του πλαγιαστικώς ενάγοντος ως μη δικαιούχου διαδίκου να ασκήσει την πλαγιαστική αγωγή κατά του οφειλέτη του οφειλέτη του, προκειμένου να εξασφαλίσει την ικανοποίηση της απαίτησής του και η συνδρομή της  ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης κατ’ άρθρο 73 του ΚΠολΔ (ΑΠ 92/2017 στην ΤΝΠ Νόμος), ενώ αν το δικόγραφο της αγωγής είναι ελλιπές ως προς τα στοιχεία της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως των διαδίκων και δεν συμπληρωθούν παραδεκτά κατά τα άρθρα 224 και 227 ΚΠολΔ οι ελλείψεις, απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Κατά την έννοια αυτή η νομιμοποίηση των διαδίκων (όπως και το έννομο συμφέρον) αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας και η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων αυτών ελέγχεται αναιρετικώς με λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1016/2005, 260/2008, 1941/2009, 339/2010, 1414/2011) (ΑΠ 1278/2017 στην ΤΝΠ Νόμος). Η έλλειψη της νομιμοποίησης αυτής, και υπό την ευρεία ακόμη έννοια, δηλαδή των θεμελιωτικών περιστατικών που συνδέουν το διάδικο με το επικαλούμενο δικαίωμα ή την έννομη σχέση, έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, λόγω ελλείψεως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης (Βαθρακοκοίλης: Ερμ. ΚΠολΔ, Τόμος Α` σελ. 397 ΕφΑθ 9544/1998. ΕΕμπΔ τ. 1999 σελ.. 773, ΕφΑθ 2685/1998, ΕλλΔ/νη τ. 39 σελ. 919, ΕφΠειρ 318/1998, ΕλλΔ/νη τ. 39 σελ. 919). Ενόψει δε της φύσης της νομιμοποίησης, ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, για κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, η από τον εναγόμενο αμφισβήτηση των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών συνιστά, όχι ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντος (ΑΠ 954/1997, ΕλλΔ/νη τ. 40 σελ. 339, ΕφΑθ 5685/1999, ΕλλΔ/νη τ. 41 σελ. 526) και κρίνεται στην ουσία, μέσω της αποδεικτικής διαδικασίας. Τέλος, στην πλαγιαστική αγωγή η αδράνεια του οφειλέτη του πλαγιαστικώς ενάγοντος ως στοιχείο για την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση αυτού να ασκήσει την πλαγιαστική αγωγή κατά του οφειλέτη του οφειλέτη του μπορεί να συνίσταται και στο ότι ο πρώτος δεν επίσπευσε τη διαδικασία επί της αγωγής, που ο ίδιος άσκησε κατά του οφειλέτη του (Νίκας, Η ένσταση εκκρεμοδικίας, 1991, σελ. 264, σημ. 404). Για το ενιαίο της νομικής κρίσης το ίδιο θα πρέπει να γίνει δεκτό όταν ο οφειλέτης του πλαγιαστικώς ενάγοντος καίτοι άσκησε αγωγή κατά του οφειλέτη του προκαλεί την ερημοδικία του, με τη μη καταβολή δικαστικού ενσήμου, εν γνώσει του εφόσον έχει δικαστικό παραστάτη ότι απαιτείται κάτι τέτοιο για να υποστηρίξει την αγωγή του, πολλώ δε μάλλον εφόσον ειδοποιήθηκε από το δικάζον την αγωγή δικαστήριο να καλύψει την τυπική αυτή παράλειψη κατ’ άρθρο 227 του ΚΠολΔ και αυτός δεν ανταποκρίθηκε, με αποτέλεσμα να δικασθεί ερήμην και να απορριφθεί η αγωγή του ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σημειωτέον ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 του ν. ΓΠΟΗ΄/1912 «περί δικαστικών ενσήμων», όπως αυθεντικά ερμηνεύτηκε με το ν.δ. 1544/ 1942 και τροποποιήθηκε με το ν.δ. 4189/1961, 10 § 1 περ. ιε΄ του ν.δ. 4414/1960 και 175 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι κάθε καταψηφιστική αγωγή, εφόσον έχει περιουσιακό αντικείμενο ή δύναται να αποτιμηθεί σε χρήμα, υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου και σε αναλογικές εισφορές υπέρ διαφόρων ασφαλιστικών φορέων, που καθορίζονται πλέον με το άρθρο 40 § 16 του ν. 4111/2013. Η παράλειψη καταβολής του δικαστικού ενσήμου, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, έχει ως συνέπεια την εφαρμογή του άρθρου 175 ΚΠολΔ, ήτοι ο παραλείπων την καταβολή ενάγων λογίζεται κατά νομικό πλάσμα ως μη εμφανιζόμενος με επακόλουθο να απορρίπτεται η αγωγή του ως αβάσιμη, αφού η ερήμην απόφαση θεωρείται ότι εκδίδεται επί της ουσίας (ΑΠ 181/2013, 1337/2011, 1107/2005 σε ΤΝΠ Νόμος).

Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την από 12.7.2010 και με αριθμ. κατ. …………./2010 κύρια παρέμβαση-αγωγή-πλαγιαστική αγωγή της παραπάνω εκκαλούσας κατά της τέταρτης εφεσίβλητης- πλαγιαστικώς εναγόμενης εταιρίας “…………..” που φέρεται να ασφάλιζε την αστική ευθύνη έναντι τρίτων από κίνδυνο πυρκαϊάς της εταιρίας «…………………………» κατά την κύρια βάση της, ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης επειδή ο πλαγιαστικώς ενάγων ζητούσε να επιδικασθεί το ποσό του ασφαλίσματος απευθείας στον ίδιο και όχι στον λήπτη της ασφάλισης, κατά την δε επικουρική βάση, για την απόρριψη της οποίας παραπονείται η εκκαλούσα, ομοίως ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της πλαγιαστικώς ενάγουσας, καθώς πριν από την έγερση της υπό κρίση πλαγιαστικής αγωγής, η εταιρεία «…………………………» είχε στραφεί κατά της ασφαλιστικής της εταιρίας-νυν πλαγιαστικώς εναγόμενης και με παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως είχε αξιώσει να υποχρεωθεί αυτή να της καταβάλει ό,τι ποσό υποχρεωθεί εκείνη να καταβάλει στη ζημιωθείσα «…………………………»- κυρία του AS, με αποτέλεσμα να ελλείπει το στοιχείο της αδράνειάς της. Ότι ειδικότερα, «η εταιρεία «…………………………», στις 6-12-2006 (πριν από την άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής) άσκησε κατά της ασφαλιστικής της εταιρείας “………..” την με αριθμ. κατ. ………../2006 προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως, με την οποία ζητούσε: α) να παρέμβει υπέρ της στην από 7-7-2006 και με αριθμ. κατ. ………../2006 κύρια αγωγή, που έχει ασκήσει η ασφαλισμένη της πλαγιαστικώς ενάγουσας κατ’ αυτής και β) να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη να της καταβάλει ό,τι χρηματικό ποσό θα υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα. Με το δικόγραφο της με αριθμ. κατ. ………../2012 συνεκδικαζόμενης προσεπίκλησης- παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημιώσεως, η προσεπικαλούσα- παρεμπιπτόντως εναγόμενη παραιτήθηκε από την με αριθμ. κατ. …………../2006 παρεμπίπτουσα αγωγή της, πλην, όμως, με το ίδιο δικόγραφο εισήγαγε αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται αδράνεια της παρεμπιπτόντως ενάγουσας ………………………… για την άσκηση των αξιώσεών της κατά της ασφαλιστικής εταιρείας ………., αφού κατά τον χρόνο ασκήσεως της υπό κρίση πλαγιαστικής αγωγής, εκκρεμούσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η με αριθμ. κατ. …………./2006 παρεμπίπτουσα αγωγή, ενώ κατά την πρώτη συζήτηση της πλαγιαστικής αγωγής (2-4-2014) στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, εκκρεμούσε η με αριθμ. κατ. …………/2012 ως άνω συνεκδικαζόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή.» Με την κρίση του αυτή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις. Τούτο, καθώς η ενεργητική νομιμοποίηση της πλαγιαστικώς ενάγουσας (νυν εκκαλούσας) εταιρίας «………………………….» κρίνεται από το δικόγραφο της πλαγιαστικής αγωγής, επομένως και το στοιχείο της αδράνειας του οφειλέτη του πλαγιαστικώς ενάγοντος να στραφεί κατά του δικού του οφειλέτη, παράλειψη που δίνει το δικαίωμα σε εκείνον να ασκήσει πλαγιαστική αγωγή κατά του οφειλέτη του οφειλέτη του. Το στοιχείο αυτό της αδράνειας της οφειλέτριας της πλαγιαστικώς ενάγουσας, ήτοι της εταιρίας «…………………………» που φέρεται από αμέλεια του συνεργείου της να προκλήθηκε η ένδικη πυρκαγιά και η καταστροφή του σκάφους “AS”, να στραφεί κατά της ασφαλιστικής της εταιρίας “………….” που ασφάλιζε την αστική της ευθύνη ως ιδιοκτήτριας του σκάφους “N” από κάθε αιτία, διαλαμβάνει η πλαγιαστικώς ενάγουσα στην από 12.7.2010 Κύρια Παρέμβαση- Αγωγή-Πλαγιαστική Αγωγή, υποστηρίζοντας σχετικά τα εξής: «Επειδή οι αντίδικοι αδρανούν και δεν προέβησαν σε όποια ενέργεια των ασφαλιστικών τους εταιριών προς είσπραξη του οφειλόμενου ασφαλίσματος, δυνάμει των προαναφερθέντων ασφαλιστηρίων συμβολαίων, νομιμοποιούμεθα να ασκήσουμε την παρούσα αγωγή πλαγιαστικά στρεφόμενη κατά των αντιδίκων ασφαλιστικών εταιριών ζητώντας να καταδικασθούν να καταβάλουν προς τους ασφαλισμένους τους τα ποσά τα οποία ζητούμε με βάση την κύρια παρέμβασή μας κατά των αντιδίκων κυρίως εναγομένων» (βλ. σελίδα 12, 2η παράγραφος του σχετικού δικογράφου). Περαιτέρω, η επίκληση από την πλαγιαστικώς εναγόμενη στις προτάσεις της ότι η ασφαλισμένη της εταιρία άσκησε κατά αυτής προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία ζήτησε να της καταβάλει ό,τι τυχόν υποχρεωθεί να καταβάλει η ίδια στην κυρίως ενάγουσα και ήδη στην ειδική διάδοχο αυτής, πλαγιαστικώς ενάγουσα και ότι συνεπώς δεν συντρέχει αδράνεια της εταιρίας «…………………………» έναντι της πλαγιαστικώς εναγόμενης ασφαλιστικής της εταιρίας συνιστά άρνηση της πλαγιαστικής αγωγής και δη ως προς το στοιχείο της αδράνειας. Αν γίνει δεκτή η άρνηση αυτή, η πλαγιαστική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμη και όχι ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης της πλαγιαστικώς ενάγουσας, καθώς τότε το στοιχείο της έλλειψης της επικαλούμενηςστο σχετικό δικόγραφο από την πλαγιαστικώς ενάγουσα αδράνειας του οφειλέτη της θα έχει προκύψει από την αποδεικτική διαδικασία. Εν προκειμένω, το επικαλούμενομε τον τρίτο λόγο έφεσης γεγονός ότι με την ίδια εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε ως αβάσιμη η ως άνω με αριθμ. κατ. ………./2012 προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή της εταιρίας «…………………………» κατά της ασφαλιστικής εταιρείας “………….” με την οποία η πρώτη ζητούσε να της καταβάλει η δεύτερη, οποιοδήποτε χρηματικό ποσό υποχρεωνόταν να καταβάλει στην εταιρία «…………………………» από την από 7.7.2006 κύρια αγωγή, καθώς δικάσθηκε ερήμην η προσεπικαλούσα-παρεμπιπτόντως ενάγουσα λόγω (ηθελημένης) μη καταβολής δικαστικού ενσήμου συνιστά συμπεριφορά δεικνύουσα αδράνεια της εταιρείας «…………………………», η οποία λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της πλαγιαστικής αγωγής προς απόδειξη της ύπαρξης ενεργητικής νομιμοποίησης της νυν εκκαλούσας-πλαγιαστικώς ενάγουσας να ασκήσει πλαγιαστική αγωγή κατά της ασφαλιστικής εταιρίας της οφειλέτριας της “…………”, αφού η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του πλαγιαστικώς ενάγοντος ερευνάται από το Δικαστήριο κατά το χρόνο συζήτησης της πλαγιαστικής αγωγής. Συνακόλουθα, η ένδικη πλαγιαστική αγωγή, η οποία κατά την επικουρική βάση της τυγχάνει επαρκώς ορισμένημε την πλήρη έκθεση όλων των περιστατικών που γεννούν το επίδικο δικαίωμα και δη την εξ αδικοπραξίας και προστήσεως ευθύνη της ασφαλισμένης εταιρίας «…………………………» έναντι της εταιρίας «…………………………» παρά τα αντίθετα προβαλλόμενα από την πλαγιαστικώς εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία “…………» και την εκχώρηση της σχετικής απαίτησης της «…………………………» στην «………………………….» καθώς και την ευθύνη της πλαγιαστικώς εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας από την ασφαλιστική σύμβαση που τη συνέδεε με την εταιρία «…………», ήδη οφειλέτρια της πλαγιαστικώς ενάγουσας, είναι επιπλέον παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 72 του ΚΠολΔ, άρθρα 1, 7, 8, 14 παρ.1 του ν. 2496/1997, 361, 455 επ., 340, 345 ΑΚ και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της, δεδομένου ότι με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η πλαγιαστικώς ενάγουσα και νυν εκκαλούσα έτρεψε το αίτημα της αγωγής της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου. Η ως άνω τέταρτη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία “…………….” αρνείται την πλαγιαστική αγωγή, επιπλέον δε επαναφέρει με τις ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις της κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, την και πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση περιορισμού της ευθύνης της για την κάλυψη της ευθύνης της ασφαλισμένης της έναντι τρίτων στο ποσό του 1.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. και ότι ήδη έχει καταβάλει ποσό 1.425.888 δολαρίων Η.Π.Α. και απομένει υπόλοιπο για την εξάντληση της ασφαλιστικής της ευθύνης το ισόποσο σε ευρώ των 74.113 δολαρίων Η.Π.Α.

Περαιτέρω, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, η παραπάνω εκκαλούσα υποστηρίζει ότι κατ’ εσφαλμένη κρίση και εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού η εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ότι για την ένδικη ζημία δεν ευθύνεται η εταιρία “………………………….”, ενώ αν έκρινε ορθά όφειλε να δεχθεί ότι ευθύνεται και η ως άνω εταιρία για την επέκταση της πυρκαγιάς και την ολοκληρωτική καταστροφή του ασφαλισμένου σκάφους, οπότε πρέπει να εξαφανισθεί, άλλως μεταρρυθμισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή στο σύνολό της τόσο η κύρια παρέμβαση-αγωγή της, όσο και η πλαγιαστική αγωγή της. Ότι ειδικότερα η εταιρία “………………………….” ευθύνεται εις ολόκληρον μετά της εταιρίας «……………» για την επέλευση της ζημίας διότι δεν έλαβε τα απαιτούμενα μέτρα φύλαξης του σκάφους “AS”, όπως ήταν υποχρεωμένη εκ της από 26-3-2001 μικτής σύμβασης έργου και έμμισθης παρακαταθήκης με την εταιρία «…………………………» και σύμφωνα με την οποία θα εκτελούσε στις εγκαταστάσεις της τις συμφωνηθείσες εργασίες επί του σκάφους και θα το κρατούσε προς φύλαξη μέχρις ότου το χρειαζόταν η ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια εταιρία προς χρήση. Ότι αντίθετα η τρίτη εναγόμενη και νυν δεύτερη εφεσίβλητη δεν έλαβε κανένα μέτρο φύλαξης του υπόστεγου επισκευών όπου βρισκόταν το “AS”, ούτε κάποιο μέτρο φύλαξης του σκάφους, με συνέπεια αφενός να εκδηλωθεί πυρκαγιά, αφετέρου αυτή να μην κατασβεσθεί εγκαίρως, ούτε το εν λόγω σκάφος να απομακρυνθεί, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή του από την πυρκαγιά. Ότι περαιτέρω, η “………………………….” δεν είχε λάβει κανένα μέτρο πρόληψης και άμεσης κατάσβεσης της πυρκαγιάς, όπως ήταν υποχρεωμένη, δεν είχε εκπονήσει μελέτη πυροπροστασίας, δεν είχε εγκατεστημένο μόνιμο υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο, δεν διέθετε χειροκίνητο σύστημα πυρόσβεσης και αυτόματο σύστημα κατάσβεσης και δεν είχε οργανώσει και εκπαιδεύσει το προσωπικό της σε θέματα πυροπροστασίας και κατάσβεσης πυρκαγιών, με αποτέλεσμα να επεκταθεί η πυρκαγιά και στο ασφαλισμένο σκάφος. Ότι αν φυλασσόταν το υπόστεγο θα είχε προσωπικό κατάλληλα εκπαιδευμένο, το οποίο έγκαιρα θα είχε επέμβει, οπότε η πυρκαγιά θα είχε περιοριστεί στην αρχική της εστία και δεν θα είχε μεταδοθεί στο ασφαλισμένο σκάφος. Ότι επομένως ευθύνεται κυρίως από την από 26.3.2001 μικτή σύμβαση έργου και έμμισθης παρακαταθήκης, άλλως ένεκα αδικοπραξίας, καθώς η παράλειψή της να λάβει τα αναγκαία μέτρα πρόληψης και άμεσης καταστολής της πυρκαγιάς οδήγησε στην ολοκληρωτική καταστροφή του παραπάνω σκάφους.

Ως προς τον παραπάνω λόγο έφεσης πρέπει να σημειωθεί ότι οι ειδικοί διάδοχοι νομιμοποιούνται κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 516 παρ.1 ΚΠολΔ στην άσκηση έφεσης κατά της απόφασης που εκδόθηκε στη δίκη όπου συμμετείχε ο δικαιοπάροχός τους, εφόσον η διαδοχή έλαβε χώρα μετά την έναρξη της δίκης και ανεξάρτητα από την παρέμβαση αυτών ή μη στην αρχική δίκη (βλ. Π. Γιαννόπουλο σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2017, σελ. 80, 81), οπότε η εκκαλούσα ειδική διάδοχος νομιμοποιείται να ασκήσει έφεση για την απόρριψη της από 7.7.2006 αγωγής της δικαιοπαρόχου της κατά της εταιρίας “………………………….”.

Στην προκειμένη περίπτωση από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενός επιμελεία της δεύτερης εφεσίβλητης-εναγόμενης «………………» και ενός επιμελεία της τέταρτης εφεσίβλητης- πλαγιαστικώς εναγόμενης “………………………….” που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στη δικάσιμο της 2-4-2014 και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 4247/2014 απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παραπάνω Δικαστηρίου, της ενώπιον του  Ειρηνοδίκη Αθηνών δοθείσας πρωτοδίκως επιμελεία της κυρίως παρεμβαίνουσας- πλαγιαστικώς ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας «………………………….» υπ’ αριθμ. …../2014 ένορκης βεβαίωσης της ……….. κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων σύμφωνα με τις υπ’ αριθμ. ……….. και …………./2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….., των ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …., ……… υπ’ αριθμ. …. και ………./2014 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της δεύτερης εφεσίβλητης- πλαγιαστικώς εναγόμενης “………….”, …………. και …………. αντίστοιχα που ελήφθησαν πρωτοδίκως επιμελεία της, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου της σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …../2014 έκθεση επιδόσεως της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….., των αντιγράφων της ποινικής δικογραφίας, που σχηματίσθηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών σε βάρος των κατηγορούμενων ……………για την αξιόποινη πράξη του εμπρησμού από αμέλεια και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 26.977/2005 οριστική απόφαση του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία εκτιμώνται είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων οι ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις των ………. και … … για λογαριασμό της “…………….”(βλ. άρθρο 390 ΚΠολΔ) και καταθέσεις μαρτύρων από άλλες πολιτικές  δίκες από διαφορές που προέκυψαν από το ίδιο επίδικο συμβάν καθώς και από τις σχετικώς εκδοθείσες αποφάσεις, που ομοίως εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη στην με αριθμ. κατ. …………/2006 αγωγή και παρεμπιπτόντως ενάγουσα στην με αριθμ. κατ. …………/2006 προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “………………………….”, ήδη δεύτερη εφεσίβλητη λειτουργεί ναυπηγική- επισκευαστική επιχείρηση και επιχείρηση στάθμευσης και φύλαξης σκαφών αναψυχής. Προς εκπλήρωση του σκοπού της διατηρεί στο …. Αττικής, ναυπηγοεπισκευαστική μονάδα κατασκευής και επισκευής σκαφών, καθώς και χώρους και εγκαταστάσεις στάθμευσης και φύλαξης σκαφών, σε στεγασμένους χώρους που έχει κατασκευάσει στη χερσαία ζώνη του όρμου του Πάνορμου. Το κύριο κτίριο εκτελέσεως των εργασιών είναι ισόγειο, με επιφάνεια 3.000 τετρ. μέτρων περίπου και με ύψος 9 μέτρων, ο δε φέρων οργανισμός του είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα, με μεταλλικές συρόμενες θύρες για είσοδο και έξοδο των σκαφών και μεταλλική στέγη επικαλυμμένη με κυματοειδή φύλλα αλουμινίου. Κατά μήκος του εν λόγω κτιρίου υπάρχουν τρεις σειρές από δεκατέσσερις κολώνες, η κάθε μία από οπλισμένο σκυρόδεμα και συνδέονται με συνεχές ικρίωμα, μήκους 80 μέτρων, πλάτους 3 μέτρων και ύψους 2 περίπου μέτρων, κατασκευασμένο από μεταλλικές κοίλες δοκούς, πάνω στις οποίες είχαν στερεωθεί φύλλα από παχιές μοριοσανίδες (νοβοπάν) σχηματίζοντας ένα διάδρομο (πλατφόρμα) που λειτουργούσε ως διάδρομος πρόσβασης στα υπό κατασκευή σκάφη στο ύψος του καταστρώματός τους. Η άνοδος και η κάθοδος των εργατών από το δάπεδο στην πλατφόρμα πραγματοποιείται από μόνιμες μεταλλικές σκάλες και από εκεί στα σκάφη, με ξύλινες γέφυρες στο ύψος του καταστρώματός τους. Περαιτέρω, κάτω από την πλατφόρμα έχουν σχηματισθεί αποθηκευτικοί χώροι για τα υλικά και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται στην επισκευή κάθε σκάφους και χωρίζονται μεταξύ τους με συρματόπλεγμα, ώστε το κάθε σκάφος να έχει τον δικό του χώρο, ενώ σε ορισμένα σημεία, υπάρχουν εγκάρσιοι διάδρομοι για τη διέλευση των εργαζομένων δεξιά και αριστερά της πλατφόρμας. Τον Αύγουστο του έτους 2001, υπήρχαν εντός του ναυπηγείου προς κατασκευή και επισκευή, πρώτο στη βορειοανατολική πλευρά και δη πλησίον της οπίσθιας βορειοανατολικής μεταλλικής συρόμενης θύρας του κτιρίου, με την πρωραία του πλευρά να έχει μέτωπο προς τη θάλασσα (προς το νότο) το υπό ελληνική σημαία ημιτελές ιστιοφόρο σκάφος αναψυχής με το όνομα “N, τύπου Oyster 80 Deck, κυριότητας της εναγόμενης στην με αριθμ. κατ. …………../2006 αγωγή ανώνυμης εταιρίας «…………………………», ενώ μπροστά από αυτό και σε απόσταση λίγων μέτρων, με μέτωπο και αυτό προς το νότο, ένα σκάφος αναψυχής τύπου AS, κυριότητας της ενάγουσας της με αριθμ. κατ. …………./2006 αγωγής ναυτικής εταιρίας «………………………… Το σκάφος “…………….” είχε εισαχθεί ημιτελές στον στεγασμένο χώρο του ναυπηγείου, τον Ιανουάριο του έτους 2000 και οι εργασίες κατασκευής του, τις οποίες η κυρία του είχε αναθέσει στην εταιρία “………….» ήταν προγραμματισμένες να ολοκληρωθούν τον Σεπτέμβριο του έτους 2001, το δε AS βρισκόταν στον ίδιο χώρο από τον Μάρτιο του έτους 2001, με εργολάβο την ……….. Οι κυρίες των παραπάνω σκαφών, για την παραμονή και τη φύλαξη αυτών εντός του στεγασμένου χώρου του ναυπηγείου, είχαν καταρτίσει συμβάσεις έμμισθης παρακαταθήκης με τη δεύτερη εφεσίβλητη εταιρία “………………………….”, επιπλέον δε η κυρία του “AS” είχε καταρτίσει με την ως άνω εταιρία και σύμβαση έργου. Το πρωί της 4.8.2001, ημέρα Σάββατο, ανέβηκαν στο “N” ο ξυλουργός …………….. με τον αλλοδαπό βοηθό του και τους εργάτες ……….. και …………, προκειμένου να προβούν οι πρώτοι σε ξυλουργικές μικροεργασίες και οι τελευταίοι σε καθαρισμό του σκάφους, καθώς το απόγευμα θα επισκεπτόταν το σκάφος κατ’ εντολή της κυρίας του, ο διακοσμητής εσωτερικών χώρων της εταιρείας “……….”, για να ελέγξει την πρόοδο των εργασιών και τη συμφωνία τους με τα σχέδια. Οι δύο εργάτες ……. και ……….. τελείωσαν τις εργασίες καθαρισμού περί ώρα 13.00 και αφού άλλαξαν ρούχα στον αποθηκευτικό χώρο, που βρισκόταν κάτω από την πλατφόρμα και είχε διατεθεί στα συνεργεία του “Ν”, αποχώρησαν από τη συρόμενη θύρα της βορειοανατολικής πλευράς, μεταφέροντας και τα απορρίμματα που είχαν μαζευτεί από την εργασία τους, τα οποία πέταξαν στους κάδους, τους ευρισκόμενους στους εξωτερικούς χώρους του ναυπηγείου. Κατά την παραμονή τους στην παραπάνω αποθήκη, ο εργάτης …………. κάπνισε, παρότι στον χώρο αυτό είχαν τοποθετηθεί πολλά ιδιαιτέρως εύφλεκτα υλικά από την πλοιοκτήτρια του “N” (χρώματα, ρολά υαλοβάμβακα και πολυεστέρα, δέρματα, μοκέτες, ξύλινα έπιπλα του σκάφους, πριονίδια), επιπλέον δε απαγορεύεται το κάπνισμα σε όλο τον στεγασμένο χώρο του ναυπηγείου. Μετά τις 13.00 μ.μ., στο σκάφος παρέμειναν ο προαναφερόμενος ξυλουργός …………….. με τον βοηθό του, που συνέχισαν την εργασία τους, χρησιμοποιώντας εργαλεία, που τροφοδοτούνταν με ηλεκτρικό ρεύμα, μέσω προεκτάσεως ηλεκτρικού αγωγού από ρευματοδότη εγκατεστημένο στην έβδομη κάθετη κεντρική κολώνα, ενώ μέσα στο ναυπηγείο σε άλλο σκάφος και σε απόσταση από αυτούς εργαζόταν και ένας άλλος εργάτης. Περί ώρα 13.30, ο ………….., που εργαζόταν με τον βοηθό του στο πρωραίο τμήμα του σκάφους, αισθάνθηκε έντονη οσμή καπνού και ευθύς αμέσως εξήλθε στο κατάστρωμα, όπου διαπίστωσε ότι είχε εκδηλωθεί πυρκαγιά στον αποθηκευτικό χώρο, του οποίου είχε παραχωρήσει τη χρήση στην κυρία του σκάφους η “………………………….” (κάτω από την πλατφόρμα την ευρισκόμενη στη δεξά-starboard- πλευρά του σκάφους) και ήδη οι φλόγες κατέστρεφαν τα φύλλα των μοριοσανίδων που ήταν επικολλημένα στις πλευρές του εν λόγω χώρου και επεκτείνονταν ραγδαία και στους άλλους αποθηκευτικούς χώρους, αλλά και στην πλατφόρμα. Μπροστά στον κίνδυνο να εγκλωβιστούν στον φλεγόμενο χώρο του ναυπηγείου, ο ξυλουργός και ο βοηθός του κινήθηκαν προς τη νότια πλευρά του κτιρίου και εξήλθαν από τη θύρα της νότιας πλευράς. Αμέσως μετά την έξοδό τους, ο ……….. ειδοποίησε τους φύλακες της “………………………….” που εκτελούσαν υπηρεσία εκείνη την ώρα, ήτοι τους ………………., οι οποίοι, αφού εντόπισαν την εστία της πυρκαγιάς στην βορειοανατολική πλευρά του κτιρίου, επιχείρησαν να την περιορίσουν με ρίψη νερού από το σημείο της βορειοδυτικής θύρας, με μία μάνικα της πυροσβεστικής φωλέας που υπήρχε εκεί. Επίσης, ο …………., μετά την έξοδό του από το ναυπηγείο, τηλεφώνησε την Πυροσβεστική Υπηρεσία, όπως άλλωστε τούτο έπραξαν και οι ειδοποιηθέντες υπάλληλοι του ναυπηγείου. Μετά την πάροδο δέκα περίπου λεπτών, αφίχθησαν στο σημείο δεκατέσσερα οχήματα του Πυροσβεστικού Σώματος, με πενήντα πυροσβέστες, οι οποίοι με τη βοήθεια μηχανικών μέσων, άνοιξαν τη βορειοανατολική θύρα, που είχε παραμορφωθεί λόγω των θερμικών καταπονήσεων, εισήλθαν στο κτίριο και περί ώρα 16.45 το απόγευμα κατάφεραν να κατασβήσουν την πυρκαγιά. Ήδη όμως αυτή, λόγω της έντασης με την οποία εκδηλώθηκε, είχε καταστρέψει ολοσχερώς τα σκάφη “N”, “AS”, ένα άλλο σκάφος με το όνομα H (ευρισκόμενο έμπροσθεν του AS), καθώς και μεγάλο μέρος των εγκαταστάσεων που υπήρχαν από το βόρειο τμήμα του κτιρίου έως το μέσον του, όπως την πλατφόρμα, με τους αποθηκευτικούς χώρους, τα κυματοειδή φύλλα της οροφής, τη συρόμενη θύρα της βορειοανατολικής πλευράς, ενώ προκλήθηκαν μικρότερες ζημιές και στα υπόλοιπα σκάφη που βρίσκονταν εκεί. Ενόψει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών και λαμβανομένων υπόψη και των πορισμάτων της από 20-9-2001 εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης που διενήργησαν οι ναυπηγοί-μηχανολόγοι …………… κατόπιν της υπ’ αριθμ. πρωτ. ………../4-8-2001 παραγγελίας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Λαυρίου, αποδεικνύεται ότι η ως άνω πυρκαγιά, συνεπεία της οποίας καταστράφηκε ολοσχερώς το σκάφος AS, προκλήθηκε από αναμμένο τσιγάρο που είχε αφήσει από αμέλεια ο εργάτης …………. στον αποθηκευτικό χώρο που είχε παραχωρήσει η εταιρία “………………………….” στην κυρία του σκάφους “N” και βρισκόταν κάτω από το ικρίωμα, που ήταν πλησίον της δεξιάς πλευράς του σκάφους, όταν εκείνος μαζί με τον συνάδελφό του ………………, μετέβησαν εκεί περί ώρα 13.00, μετά το πέρας της εργασίας τους, για να αλλάξουν ρούχα. Σύμφωνα με την παραπάνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης και όπως βεβαίωσε και ο ……………. που πρώτος αντιλήφθηκε την πυρκαγιά, η αρχική εστία αυτής ήταν εντός του αποθηκευτικού χώρου που είχε παραχωρηθεί στο “N”. Αντίθετα, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε το ενδεχόμενο του εμπρησμού από πρόθεση, ούτε η πρόκληση κάποιου βραχυκυκλώματος στις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις, αφού στον ως άνω αποθηκευτικό χώρο, αλλά και στην προέκταση του ηλεκτρικού αγωγού, από την οποία τροφοδοτείτο με ρεύμα το “N”, δεν διαπιστώθηκαν πρωτογενή βραχυκυκλώματα ή άλλα τεχνικά προβλήματα, ενώ το ναυπηγείο διέθετε σε ισχύ όλα τα απαιτούμενα πιστοποιητικά καλής λειτουργίας του, χωρίς να προκύπτει ότι κάποιες πρόχειρες μικροπαρεμβάσεις, που ενδεχομένως να είχαν γίνει στις ηλεκτρολογικές του εγκαταστάσεις, μπορούσαν να προκαλέσουν βραχυκύκλωμα στην αποθήκη. Επίσης, εντός του αποθηκευτικού χώρου, δεν υπήρχαν εκτεθειμένα τέτοιου είδους εύφλεκτα υλικά, των οποίων η ανάμειξη των αναθυμιάσεων θα μπορούσε από μόνη της να προκαλέσει συνθήκες πυρκαγιάς. Περαιτέρω, ο ως άνω ……… απασχολείτο στην κατασκευή του σκάφους “N” ως εργαζόμενος- προστηθείς της κυρίας αυτού, αφού παρότι η τελευταία είχε προσλάβει το ναυπηγό …………… ως επιβλέποντα μηχανικό, εξακολουθούσε να διατηρεί η ίδια τον έλεγχο του έργου και ως προστήσασα του επιβλέποντος μηχανικού, αλλά και των εργολάβων που πραγματοποιούσαν τις επιμέρους εργασίες, όπως του ξυλουργού, τους καθοδηγούσε και τους διηύθυνε κατά την εκτέλεση του έργου, ευθυνόμενη κατά το άρθρο 922 ΑΚ για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων της, όπως του π.χ. του επιβλέποντος μηχανικού ……………. από αποκλειστικό πταίσμα του οποίου προκλήθηκε η ένδικη πυρκαγιά. Σε ό,τι αφορά την αποδιδόμενη με την αγωγή της «…………………………» συγκλίνουσα υπαιτιότητα στην εκμεταλλευόμενη το ναυπηγείο εταιρεία “………………………….” και δη αναφορικά με τη μη ύπαρξη μελέτης και μέσων πυροπροστασίας και της μη φύλαξη του χώρου από κατάλληλο προσωπικό που θα περιόριζε την πυρκαγιά στην αρχική της εστία, πρέπει να σημειωθεί ότι οι σχετικές αιτιάσεις δεν αποδεικνύονται βάσιμες. Η ως άνω εταιρία είχε λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα πυρασφάλειας που προβλέπονταν στην εγκριθείσα από την αρμόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία με αρ. 76 μελέτη πυροπροστασίας σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. πρωτ. …………./1997 πιστοποιητικό της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Λαυρίου που ίσχυε μέχρι την 8.12.2002 κι επομένως κάλυπτε και τον χρόνο της ένδικης πυρκαγιάς. Συγκεκριμένα, οι εγκαταστάσεις του ναυπηγείου διέθεταν δίκτυο πυρασφάλειας με νερό, που συνδεόταν με το δίκτυο της πόλης και εφοδιαζόταν από αυτό (αλλά και μόνιμη παρακαταθήκη νερού 60 cm3 σε ειδική δεξαμενή), με δύο ηλεκτρικές αντλίες (κύρια και jockey) και εφεδρική αντλία πετρελαίου και εντεταγμένες σε αυτό εβδομήντα πέντε πυροσβεστικές φωλιές, που κάθε μία διαθέτει εύκαμπτο αυλό μήκους 20 μέτρων με ακροφύσιο αυξομειούμενης δέσμης, ευρισκόμενο υπό διαρκή πίεση 4,5 βατ στην πλέον απομακρυσμένη φωλέα, ογδόντα φορητούς πυροσβεστήρες στα εγκεκριμένα σημεία, δώδεκα τροχήλατους πυροσβεστήρες ξηράς σκόνης των 25 και 50 kgr και αυτόματους πυροσβεστήρες ξηράς σκόνης στα λεβητοστάσια (σύμφωνα με την …../ΕΚ/2001 έκθεση-γνωμοδότηση της «……………»). Επίσης, υπήρχε ομάδα πυρασφάλειας, αποτελούμενη από τους υπαλλήλους της δεύτερης εφεσίβλητης και δη τους …………., έστω κι αν αυτοί την ώρα που ξέσπασε η φωτιά βρίσκονταν στη μαρίνα των εγκαταστάσεων του ναυπηγείου και όχι πάνω από την αποθήκη όπου ξέσπασε η πυρκαγιά, δεδομένου ότι πρόκειται για τις ίδιες εγκαταστάσεις, ώστε να μη δικαιολογείται η αιτίαση ότι δεν υπήρχε φύλαξη στο υπόστεγο, όπου είχε τοποθετηθεί το σκάφος της «…………………………», AS και λαμβανομένου υπόψη ότι η φωτιά ξεκίνησε από το κλειστό χώρο της αποθήκης που είχε παραχωρηθεί στην εταιρία «…………………………» κι εκ των πραγμάτων πριν αρχίσουν να καίγονται τα στοιβαγμένα εντός της αποθήκης υλικά, δεν θα μπορούσε,κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να γίνει αντιληπτό το ξέσπασμα της φωτιάς. Το παραπάνω προσωπικό ήταν εκπαιδευμένο σε θέματα πυροπροστασίας και κατάσβεσης πυρκαγιών και μάλιστα συμμετείχε και συντέλεσε στην κατάσβεση της πυρκαγιάς, όπως τούτο προέκυψε τόσο από το με αριθμ. πρωτ. …………. Απόσπασμα Βιβλίου Συμβάντων της Πυρ/κης Υπηρεσίας Λαυρίου της 04-08-2001, όπου αναφέρεται ότι «Από την πυρκαγιά προέκυψε κίνδυνος σε ξένα πρόσωπα και πράγματα αλλά χάρις της έγκαιρη κατάσβεση από τις πυροσβεστικές δυνάμεις και του προσωπικού πυρασφάλειας του εργοστασίου απεφεύχθει», όσο και από την από 5.8.2001 προανακριτική έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, του πυροσβέστη ……………., ο οποίος κατέθεσε ότι, όταν έφθασε στον χώρο της πυρκαγιάς ως επικεφαλής της πρώτης εξόδου των πυροσβεστικών οχημάτων, τα μέλη του προσωπικού ασφαλείας της «………………» είχαν τραβήξει σωλήνες και με τον αυλό έριχναν νερό από τη χαραμάδα της πόρτας, για να μην την ανοίξουν και «οξυγονωθεί πολύ ο χώρος», με αποτέλεσμα την αιφνίδια υπερένταση της φωτιάς. Ενόψει των ανωτέρω, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμησε τις αποδείξεις, κρίνοντας ότι η από 7.7.2006 αγωγή κατά το σκέλος που στρέφεται κατά της εναγόμενης εταιρίας «…………….» πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, καθώς δεν αποδείχθηκε οιαδήποτε υπαιτιότητά της στην ολοσχερή καταστροφή του σκάφους της ενάγουσας. Περαιτέρω, όπως έγινε δεκτό από την 4876/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που δίκασε την από 26.5.2003 αγωγή της πλοιοκτήτριας «…………………………» κατά της νυν εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρίας «………………………….» και όπως η απόφαση αυτή εκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο, η αξία του ολοσχερώς καταστραφέντος σκάφους AS κατά τον χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου ανερχόταν στο ποσό των 430.000 ευρώ. Σε εκτέλεση του από 12.12.2009 εξώδικου συμβιβασμού η εταιρία «…………………………» έλαβε ως ασφάλισμα από την νυν εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία «………………………….» για την καταστροφή του AS, το ποσό των 410.858 ευρώ και συμφώνησε την εκχώρηση της απαίτησης της κατά της πλοιοκτήτριας εταιρίας «…………………………» στην «………………………….». Έτσι, ως προς το ποσό των 410.858 ευρώ επήλθε εκ του νόμου (άρθρο 14 παρ.1 του ν. 2496/1997) εκχώρηση της απαίτησης της ικανοποιηθείσας ασφαλισμένης εταιρίας στην ασφαλιστική της εταιρία, παράλληλα όμως επήλθε και συμβατική εκχώρηση της απαίτησης της πλοιοκτήτριας του σκάφους AS κατά της εταιρίας «…………..» να αποκατασταθεί για τη ζημία της από την καταστροφή του, συνολικού ποσού 430.000 ευρώ σύμφωνα με το περιεχόμενο της από 7.7.2006 αγωγής της, στη «………………………….»,με την αναγγελία της εκχώρησης της απαίτησης να έχει λάβει χώρα με την επίδοση της από 2.7.2010 (με Γ.Α.Κ. …../2010 και Ε.Α.Κ. …../2010) κύριας παρέμβασης-αγωγής της εταιρίας «………………………….» που περιείχε την αναγγελία στη νόμιμη εκπρόσωπο της εναγόμενης «…………………………», …………., μέσω σύνοικου, στις 8.7.2010, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …../8.7.2010 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. Περαιτέρω, ως προς την ευθυνόμενη κατά τις διατάξεις των άρθρων 922, 914 ΑΚ για την καταστροφή του σκάφους AS, πλοιοκτήτρια εταιρία του σκάφους “N”, με την επωνυμία «…………………………» αποδείχθηκε ότι αυτή με την …../1999 ασφαλιστική σύμβαση που κατάρτισε με την πλαγιαστικώς εναγόμενη “………..” και με την …… πρόσθετη πράξη, ανέθεσε στην τελευταία την ασφαλιστική κάλυψη του παραπάνω σκάφους για τη χρονική περίοδο 5.8.1999 έως 31.5.2001 και κατόπιν παρατάσεως μέχρι την 31.8.2001 για το ποσό των 1.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. (αξία σκάφους με την ολοκλήρωση των εργασιών). Η παραπάνω σύμβαση ασφάλισης κάλυπτε το εν λόγω σκάφος έναντι οποιουδήποτε κινδύνου από την κατασκευή του, οποιουδήποτε κινδύνου πολέμου, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων βανδαλισμού, σαμποτάζ και τρομοκρατικής ενέργειας, έναντι κινδύνου απεργιών των κατασκευαστών, καθώς και έναντι παντός κινδύνου, συμπεριλαμβανομένου αυτού της πυρκαγιάς.Με τον όρο 19.1 της ασφαλιστικής σύμβασης ορίστηκε ότι: «19.1 Οι ασφαλιστές συμφωνούν ν’ αποζημιώσουν τον ασφαλιζόμενο για κάθε ποσό ή ποσά που ο ασφαλιζόμενος θα καταβάλει σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο ή πρόσωπα, λόγω νομικής ευθύνης του ασφαλιζόμενου, ως ιδιοκτήτη του σκάφους, σχετικά με κάθε αξίωση, απαίτηση, ζημία ή και έξοδα, εφόσον η εν λόγω νομική ευθύνη είναι συνέπεια των ακολούθων γεγονότων ή καταστάσεων και ανακύπτει από ατύχημα ή συμβάν κατά την διάρκεια της ισχύος αυτής της ασφάλειας: 19.1.1 απώλεια ή ζημία σε οποιοδήποτε σταθερό ή κινητό αντικείμενο ή ιδιοκτησία ή οποιοδήποτε άλλο πράγμα ή δικαίωμα οποιουδήποτε είδους, εξαιρουμένου του σκάφους, που ανακύπτει για οποιοδήποτε λόγο υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω απώλεια ή ζημία δεν καλύπτεται από τον όρο 1», ενώ ακολούθως ορίζεται και διευκρινίζεται ότι: «19.4 Η αποζημίωση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο (19) θα είναι επιπρόσθετη της αποζημίωσης που προβλέπεται από τους λοιπούς όρους και προϋποθέσεις της παρούσας ασφάλισης». Από τον ως άνω ρητό όρο της ασφαλιστικής σύμβασης προκύπτει ότι δεν υφίσταται περιορισμός σχετικά με το ποσό, κατά το οποίο η ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται να καλύψει την αστική ευθύνη της πλοιοκτήτριας εταιρείας έναντι τρίτου, αλλά αντίθετα ορίζεται αφενός ότι η ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται να αποζημιώσει αυτήν για κάθε ποσό ή ποσά που θα καταβάλει σε τρίτους λόγω ευθύνης της ως ιδιοκτήτριας του σκάφους, αφετέρου ότι η αποζημίωση αυτή λόγω ευθύνης της πλοιοκτήτριας έναντι τρίτων είναι επιπρόσθετη της αποζημίωσης που προβλέπεται από τους λοιπούς όρους και προϋποθέσεις της σύμβασης. Με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε ορθά ότι από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η αποκλειστική υπαιτιότητα του υποπροστηθέντος της κυρίας του σκάφους “Ν”, εργάτη ……… στην πρόκληση της πυρκαϊάς και την ολοσχερή καταστροφή του σκάφους AS της ασφαλισμένης στην πλαγιαστικώς ενάγουσα εταιρίας, «…………………………», του οποίου η αξία, κατά την ημέρα της καταστροφής του, ανερχόταν στο προαναφερθέν χρηματικό ποσό των 430.000 ευρώ και κατόπιν αυτού έγινε δεκτή η από 7.7.2006 και με αριθμ. κατ. ………../2006 αγωγή και υποχρεώθηκε η δεύτερη εναγόμενη εταιρία «…………………………» να καταβάλει στην ενάγουσα «…………………………» ως μη δικαιούχο διάδικο το ποσό των 430.000 ευρώ, με το νόμιμο επιτόκιο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής. Το ποσό αυτό, με τη σειρά της, οφείλει να καταβάλει στην «…………………………» η “……………” που βάσει της προαναφερόμενης ασφαλιστικής συμβάσεως κάλυπτε την αστική ευθύνη της ασφαλισμένης της έναντι τρίτων και σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας σε τρίτον από την επέλευση κινδύνου πυρκαγιάς ως πλοιοκτήτριας του σκάφους “N”, κίνδυνος που επήλθε στις 4.8.2001 με την καταστροφή του σκάφους AS, από την πυρκαγιά που προκάλεσε από αμέλεια ο υποπροστηθείς της «…………………………», εργάτης ……….. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η εταιρία «…………………………», στις 6.12.2006, πριν την άσκηση της ένδικης πλαγιαστικής αγωγής της εταιρίας «………», είχε στραφεί κατά της ασφαλιστικής της εταιρίας “……….” ασκώντας κατά αυτής την υπ’ αριθμ. κατ. ………../2006 προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως, με την οποία ζητούσε: α)να παρέμβει υπέρ της στην από 7.7.2006 και με αριθμ. κατ. ………../2006 κύρια αγωγή, που είχε ασκήσει η ασφαλισμένη της πλαγιαστικώς ενάγουσας και β) να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη να της καταβάλει ό,τι χρηματικό ποσό θα υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα. Με το δικόγραφο της με αριθμ. κατ.  …………/2012 συνεκδικασθείσας πρωτοδίκως προσεπίκλησης- παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, η προσεπικαλούσα- παρεμπιπτόντως ενάγουσα παραιτήθηκε από τη με αριθμ. κατ. …………./2006 παρεμπίπτουσα αγωγή της, πλην όμως με το ίδιο δικόγραφο εισήγαγε αγωγή με το ίδιο αντικείμενο. Εντούτοις, κατά τη συνεκδίκαση (η οποία σημειωτέον είχε ήδη διαταχθεί από το αναρμοδίως κατά τόπον επιληφθέν Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την 4247/2014 παραπεμπτική απόφασή του) μεταξύ άλλων της κύριας αγωγής με την ως άνω προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή και την κύρια παρέμβαση-πλαγιαστική αγωγή της εκκαλούσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η εναγόμενη στην κύρια αγωγή και προσεπικαλούσα- παρεμπιπτόντως ενάγουσα εταιρία «…………………………», δεν κατέβαλε δικαστικό ένσημο για την παρεμπίπτουσα αγωγή της κατά της ασφαλιστικής της εταιρίας “……………”, παρότι στην εκκαλουμένη απόφαση αναφέρεται ότι ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά προς τούτο από τη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να δικασθεί ερήμην και να απορριφθεί η αγωγή της. Η δικονομική αυτή συμπεριφορά της ευθυνόμενης κατά τα ανωτέρω προς αποζημίωση της «…………………………», και ήδη της υποκατασταθείσας στα δικαιώματα αυτής ασφαλιστικής εταιρίας «………………………….», οφειλέτριας εταιρίας «…………………………» συνιστά ηθελημένη αδράνεια να ασκήσει το δικαίωμα να λάβει την αντίστοιχη ασφαλιστική αποζημίωση από την ασφαλιστική της εταιρία και πλαγιαστικώς εναγόμενη “…………..” Τούτο, καθώς από την ίδια την εκκαλουμένη απόφαση αποδεικνύεται ότι κατά την παραπάνω συζήτηση της πλαγιαστικής αγωγής, η εταιρία «…………………………» παραστάθηκε με πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην όμως ήταν επιλογή της να μην πληρώσει το δικαστικό ένσημο για την παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της ασφαλιστικής της εταιρίας και δεδομένου ότι είχε δικαστικό παραστάτη, ενώ γνώριζεότι σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 8 του ν. ΓπΟΗ/1912 «περί δικαστικών ενσήμων», όπως μεταγενεστέρως ερμηνεύθηκε αυθεντικώς, τροποποιήθηκε και ισχύει, ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και η αγωγή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό και όχι για τυπικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, εάν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΕφΠειρ 548/2014, στην ΤΝΠ Νόμος).Το στοιχείο αυτό της αδράνειας της εταιρίας «…………………………» να ασκήσει τις αξιώσεις της κατά της ασφαλιστικής της εταιρίας «………….” εκτίθεται στο δικόγραφο της πλαγιαστικής αγωγής και αποδείχθηκε ήδη κατά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 29.11.2016, ότανη πρώτη προκάλεσε με τη μη καταβολή του δικαστικού ενσήμου, την ερημοδικία της ως παρεμπιπτόντως ενάγουσας και την απόρριψη της αγωγής της κατά της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής της εταιρίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι το γεγονός ότι η εναγόμενη στην κύρια αγωγή εταιρία «…………………………» που με την εκκαλουμένη κρίθηκε οφειλέτρια αποζημίωσης για την καταστροφή του σκάφους AS, είχε ήδη ασκήσει παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της ασφαλιστικής της εταιρίας “………………”αρκούσε για να κριθεί ότι δεν αδράνησε να ασκήσει τις δικές της αξιώσεις κατά της τελευταίας, χωρίς να αξιολογήσει το γεγονός ότι η εν λόγω παρεμπιπτόντως ενάγουσα εντέλει, ηθελημένα δεν υποστήριξε την αγωγή της, με τρόπο που προκάλεσε την απόρριψή της αγωγής αυτής και ότι τούτο συνιστούσε αδράνεια στην άσκηση των αξιώσεών της κατά της ασφαλιστικής της εταιρίας, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 72 ΚΠολΔ. Κατόπιν αυτού, γενομένου κατ’ ουσίαν δεκτού του τρίτου λόγου της από 31.5.2018 έφεσης, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς την απορριπτική διάταξη της επικουρικής βάσης της από 12-7-2010 και με αριθμ. ………./2010 κύριας παρέμβασης-αγωγής-πλαγιαστικής αγωγής κατά της πρώτης πλαγιαστικώς εναγόμενης εταιρίας “………….” και ως προς τη σχετική με τα δικαστικά έξοδα διάταξη, να κρατηθεί και να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο η παραπάνω κύρια παρέμβαση-αγωγή-πλαγιαστική αγωγή κατά της παραπάνω εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, ακολούθως δε αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της (κατά το ποσό των 430.000 ευρώ και όχι των 475.000 ευρώ που ζητείται με την παρεμπίπτουσα αγωγή), όπως περιορίσθηκε, απορριπτομένης κατά τα ανωτέρω κατ’ ουσίαν της ενστάσεως περιορισμού της ασφαλιστικής ευθύνης της πλαγιαστικώς εναγόμενης στο ποσό του 1.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. και ήδη για την παρούσα αξίωση μετά από καταβολές άλλων ποσών στο ποσό των 74.113 δολαρίων Η.Π.Α. αφού κατά τα ανωτέρω δεν αποδείχθηκε τέτοιος συμφωνημένος περιορισμός για την κάλυψη της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης της «…………………………»  και να αναγνωρισθεί ότι η πρώτη πλαγιαστικώς εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην εταιρία «……………..» το ποσό των 430.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του στην ειδική διάδοχο της ενάγουσας της από 7.7.2006 αγωγής. Περαιτέρω, κατόπιν σχετικού αιτήματος της εκκαλούσας-πλαγιαστικώς ενάγουσας μέρος της δικαστικής της δαπάνης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας ανάλογα με την έκταση της νίκης της, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εν μέρει ηττηθείσας τέταρτης εφεσίβλητης-πρώτης πλαγιαστικώς εναγόμενης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 178 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Επίσης, μετά την εξαφάνιση της διάταξης της εκκαλούμενης για τα δικαστικά έξοδα που προήλθαν από την εκδίκαση της παραπάνω κύριας παρέμβασης-αγωγής- πλαγιαστικής αγωγής, τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης πλαγιαστικώς εναγόμενης “…………………………” που αφορούν στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και επιβάλλονται σε βάρος της πλαγιαστικώς ενάγουσας (νυν εκκαλούσας) πρέπει να ορισθούνκατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 180 ΚΠολΔ (ΑΠ 831/1980, ΝοΒ 29, σελ. 85, ΑΠ 1248/1976, ΝοΒ 25, σελ. 737, ΕφΑθ 9136/2005, ΕλλΔνη 2009, σελ. 1114, Μπαλογιάννη, σε Χαρούλας Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 4η έκδοση, σελ. 572 παρ.5) στο ήμισυ των δικαστικών εξόδων που ορίσθηκαν και για τις δύο πλαγιαστικώς εναγόμενες μαζί με την εκκαλουμένη, ήτοι στο ποσό των 3.500 ευρώ. Ως προς τους υπόλοιπους εφεσίβλητους και μη απομένοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η από 31.5.2018 έφεση της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας «………………………….» Ακολούθως, τα δικαστικά έξοδα των πρώτης, δεύτερης και πέμπτης των εφεσίβλητων λόγω της νίκης τους στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους σε βάρος της εκκαλούσας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Αντίθετα από τις προτάσεις της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας της από 7.7.2006 αγωγής που συνέχισε τη σχετική δίκη ως μη δικαιούχος διάδικος δεν προκύπτει ότι ζητεί την επιδίκαση των δικαστικών εξόδων σε βάρος της ασφαλιστικής της εταιρίας, αλλά κατά των αρχικών αντιδίκων της, οπότε δεν επιδικάζονται δικαστικά έξοδα υπέρ αυτής και σε βάρος της εκκαλούσας. Τέλος, δεδομένου ότι η από 31.5.2018 έφεση έγινε εν μέρει δεκτή, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠολΔ, η επιστροφή του με κωδικό …………. e-παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 150 ευρώ, στην εκκαλούσα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 10.9.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …/2019 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) έφεση και την από 31.5.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …/2018 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) έφεση κατά της 3446/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την πρώτη ερήμην της τρίτης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και τη δεύτερη αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 10.9.2018 έφεση.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την τρίτη εφεσίβλητη για την περίπτωση που ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της πρώτης, δεύτερης, τέταρτης και πέμπτης εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για την κάθε μία εφεσίβλητη.

Διατάσσει την εισαγωγή του με κωδικό …………. e-παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ στο δημόσιο ταμείο.

Δέχεται τυπικά την από 31.5.2018 έφεση.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν κατά των πρώτης, δεύτερης, τρίτης και πέμπτης των εφεσίβλητων.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της πρώτης, δεύτερης και πέμπτης των εφεσίβλητων σε βάρος της εκκαλούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για την κάθε μία εφεσίβλητη.

Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της τέταρτης εφεσίβλητης.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη 3446/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς τις διατάξεις της που αφορούν στην από 12.7.2010 και με αριθμ. κατ. …………./2010 κύρια παρέμβαση-αγωγή- πλαγιαστική αγωγή, κατά την επικουρική της βάση, κατά της πλαγιαστικώς εναγόμενης εταιρίας “……………” καθώς και ως προς τη διάταξη για τα δικαστικά έξοδα.

Κρατεί και δικάζει την από 12.7.2010 και με αριθμ. κατ. …………../2010 κύρια παρέμβαση-αγωγή- πλαγιαστική αγωγή ως προς την επικουρική της βάση κατά της πρώτης πλαγιαστικώς εναγόμενης εταιρίας “………….”.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Αναγνωρίζει ότι η πρώτη πλαγιαστικώς εναγόμενη “……….” οφείλει να καταβάλει στην εταιρία «………….» το ποσό των τετρακοσίων τριάντα χιλιάδων (430.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του από την τελευταία στην ειδική διάδοχο της ενάγουσας της από 7.7.2006 και με αριθμ. κατ. …………../2006 αγωγής, πλαγιαστικώς ενάγουσα εταιρία «………………………….».

Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας-πλαγιαστικώς ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της τέταρτης εφεσίβλητης- πρώτης πλαγιαστικώς εναγόμενης και ορίζει αυτά στο ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων (14.000) ευρώ.

Επιβάλλει σε βάρος της κυρίως- παρεμβαίνουσας-ενάγουσας-πλαγιαστικώς ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης πλαγιαστικώς εναγόμενης εταιρίας “…………………………” από τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του με κωδικό ………….. e-παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, στην παραπάνω εκκαλούσα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 16 Ιανουαρίου 2020.

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 31 Ιανουαρίου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ