Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 85/2020

Αριθμός  85/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό  3153/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19-10-2017, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, από την επίδοση  αντιγράφου της εκκαλουμένης στις 20-9-2017 (βλ. τη σχετική επισημείωση του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……… επί του προσκομιζόμενου επιδοθέντος αντιγράφου αυτής). Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό ………../ 2017 ηλεκτρονικό παράβολο).  Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 26-6-2015 (αρ. έκθεσης κατάθεσης  ………../2015) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, οι ανακόπτοντες ζητούσαν να ακυρωθεί, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους σε αυτήν λόγους, η προσβαλλόμενη με αριθμό ……/2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με βάση δύο συναλλαγματικές, ποσού 90.000 και 2.550,80 ευρώ,  τις οποίες η καθής  είχε εκδώσει σε διαταγή της και ακολούθως αποδέχθηκε ο πρώτος εξ αυτών, υπέρ του οποίου τριτεγγυήθηκε η δεύτερη ανακόπτουσα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, απέρριψε τους λόγους της ανακοπής, τον μεν τρίτο εξ αυτών   ως αόριστο και τους λοιπούς ως μη νόμιμους και επικύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά της αποφάσεως παραπονούνται οι ανακόπτοντες με  την  υπό κρίση έφεση τους, επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή τους  να γίνει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη. ΙΙΙ.   Κατά το άρθρο, 449 παρ. 2 του ΚΠολΔ, φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τους βεβαιώνεται από πρόσωπο που είναι κατά νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα. Εξάλλου, με το άρθρο 52 παραγρ. 1 και 2 του ν.δ. 3026/1954 “περί του Κωδικός των Δικηγόρων” ορίζεται ότι “ο δικηγόρος έχει το δικαίωμα να εκδίδει επικυρωμένα υπ` αυτού αντίγραφα των παρ` αυτώ υπαρχόντων των παντός είδους εγγράφων, ων υπεύθυνος περί της ακρίβειας των” (παρ. 1) και ότι “τα τοιαύτα αντίγραφα έχουσι πλήρη ισχύν αντιπεφωνημένου αντιγράφου” (παρ. 2). Ως αντίγραφα νοούνται στο άρθρο αυτό και εκείνα που αποδίδουν μέρη συνολικών εγγράφων, όπως τα εμπορικά βιβλία και τα πολυσέλιδα έντυπα, συνιστάμενα σε σελίδες τους, ή προκειμένου για εμπορικά βιβλία τηρούμενα υπό μορφή φύλλων ή πινακίδων (καρτελών), τα αντίγραφα των επί μέρους φύλλων ή πινακίδων (καρτελών). Κατά την έννοια δε του ιδίου άρθρου, το έγγραφο υπάρχει στο δικηγόρο, αν αυτός το κατέχει, προσωρινά έστω, ανεξάρτητα από χρονική διάρκεια, όταν εκδίδει το αντίγραφο (ΑΠ 902/2006 αδημοσίευτη, Εφ Λαρ 361/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για το κύρος της επικύρωσης φωτοτυπίας, με βεβαίωση από τον δικηγόρο της ακρίβειας της, βεβαίωση δηλαδή ότι αυτή αποδίδει το πρωτότυπο, δεν είναι, σε περίπτωση προσωρινής κατοχής του πρωτοτύπου, αναγκαία η πανηγυρική διατύπωση, αλλά αρκεί να συνάγεται βεβαίωση και του γεγονότος αυτού από την όλη διατύπωση της πράξης. Τέτοια δε έμμεση βεβαίωση προσωρινής κατοχής του εγγράφου από τον δικηγόρο μπορεί να ενέχει και η φράση ότι «ακριβές αντίγραφο από το πρωτότυπο ή αντίγραφο», αφού αυτή προϋποθέτει λογικά την υλική ενέργεια της παραβολής της φωτοτυπίας προς το πρωτότυπο ή αντίγραφο αυτού (Α.Π. 1957/2009 Ε.Πολ.Δ.2010.730).

  1. IV. Εν προκειμένω, οι ανακόπτοντες με τον πρώτο λόγο της έφεσης τους παραπονούνται για την εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίζονται, ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ακύρως εκδόθηκε σε βάρος τους, διότι για την στοιχειοθέτηση της τοπικής αρμοδιότητας του εκδόσαντος τη προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής Δικαστή αυτός έλαβε υπόψη του αντίγραφο του από 10-8-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων, στο οποίο περιλαμβάνεται δικονομική συμφωνία τους (άρθρο 5 κεφαλαίου Ζ) για παρέκταση αρμοδιότητας ως προς τα δικαστήρια του Πειραιά, το οποίο, ωστόσο, δεν ήταν νομίμως επικυρωμένο,  διότι  ο φερόμενος ως επικυρών αυτό δικηγόρος  δεν το είχε στη κατοχή του κατά τον χρόνο της  επικύρωσης του, όπως προκύπτει και από τη τεθείσα κάτωθεν αυτού βεβαίωση, όπου αναφέρει ότι πρόκειται για : «Ακριβές φωτοαντίγραφο από το πρωτότυπο που μου επιδείχθηκε, το οποίο επικυρώνω. Αθήνα 10-9-2013. Ο επικυρών δικηγόρος Κ.Τ.». Ο λόγος αυτός  είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον και η προσωρινή κατοχή των προς επικύρωση αντιγράφων από το δικηγόρο για τόσο χρόνο, όσο είναι αναγκαίος για να διαπιστώσει με αντιπαραβολή την πιστότητα των φωτοτυπημένων αντιγράφων, αρκεί για να προσδώσει σ` αυτά αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το έγγραφο υπάρχει στο δικηγόρο, εάν αυτός το κατέχει,  έστω και προσωρινά και  ανεξάρτητα από χρονική διάρκεια, όταν εκδίδει το αντίγραφο. Επομένως, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που   έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως  αβάσιμος.
  2. V. Με τη διάταξη του άρθρου 28 του ν.5325/1932 ορίζεται ότι «Δια της αποδοχής, ο πληρωτής υποχρεούται να πληρώσει την συναλλαγματικήν κατά την λήξιν. Εν ελλείψει πληρωμής, ο κομιστής, και αν είναι ο εκδότης, έχει κατά του αποδέκτη ευθείαν αγωγήν, απορρέουσα εκ συναλλαγματικής, δια πάσαν εκ των άρθρων 48 και 49 απαίτησιν», ενώ με το άρθρο 53 παρ. 1 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι «ο κομιστής εκπίπτει των δικαιωμάτων αυτού κατά των οπισθογράφων, κατά του εκδότου και κατά των άλλων υπόχρεων, εξαιρέσει του αποδέκτη, μετά την έκπνευσιν των προθεσμιών των τεταγμένων δια την εμφάνισιν της εν όψει ή μετά προθεσμίαν από της όψεως συναλλαγματικής, δια την σύνταξιν του διαμαρτυρικού επί μη αποδοχή ή επί μη πληρωμή, δια την εμφάνισιν προς πληρωμήν εν περιπτώσει της ρήτρας «ανέξοδος επιστροφή». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει σαφώς, ότι η ευθύνη του αποδέκτη της συναλλαγματικής είναι ευθεία. Συνέπεια του χαρακτήρα αυτού της ευθύνης του αποδέκτη είναι ότι ο τελευταίος ευθύνεται για την πληρωμή του ποσού της συναλλαγματικής κατά τη λήξη της, με μόνη την αποδοχή αυτής, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή οποιασδήποτε άλλης τυπικής ή ουσιαστικής προϋπόθεσης, όπως η εμφάνιση της συναλλαγματικής προς πληρωμή κατά τη λήξη της στον τόπο πληρωμής ή η σύνταξη διαμαρτυρικού για τη μη πληρωμή αυτής. Η διάταξη του άρθρου 53 παρ. 1 του ν.5325/1932 ρητώς, άλλωστε, εξαιρεί τον αποδέκτη από τις συνέπειες της έκπτωσης των δικαιωμάτων του κομιστή λόγω μη τήρησης των πιο πάνω προϋποθέσεων. Χαρακτηριστικό, επίσης, της παραπάνω ευθύνης του αποδέκτη της συναλλαγματικής είναι ότι σε περίπτωση μη πληρωμής της από αυτόν κατά τη λήξη της, ο τελευταίος οφείλει τόκους υπερημερίας από την επομένη της λήξης αυτής, κατά το άρθρο 48 του ν.5325/1932, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 28 του ίδιου νόμου, χωρίς να απαιτείται όχληση (ειδοποίηση) αυτού για πληρωμή της συναλλαγματικής (Εφ.Θεσ 921/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ.3876/2007 Ελλ.Δνη 2008.298). Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 1 του ν.5325/1932 ο τριτεγγυητής ενέχεται καθ’ ον τρόπον και ο υπέρ ου η τριτεγγύηση και έτσι ο τριτεγγυητής του αποδέκτη ευθύνεται εις ολόκληρον από τη συναλλαγματική αμέσως, όπως και ο αποδέκτης, δηλαδή χωρίς την ανάγκη της εμφάνισης της συναλλαγματικής προς πληρωμή και της σύνταξης διαμαρτυρικού (I. Μάρκου, Δίκαιο Συναλλαγματικής, 2011, σελ. 308). Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 44 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι «η άρνηση της αποδοχής ή της πληρωμής βεβαιούται δια δημοσίου εγγράφου (διαμαρτυρικό επί μη αποδοχή ή επί μη πληρωμή). Το επί μη αποδοχή διαμαρτυρικόν γίνεται εντός των προθεσμιών των οριζομένων δια την εμφάνισιν προς αποδοχήν. Εάν κατά την υπό του άρθρου 24 εδ. α` προβλεπομένην περίπτωσιν η πρώτη εμφάνισις εγένετο την τελευταίαν   ημέραν της προθεσμίας, το διαμαρτυρικόν δύναται να συνταχθή και την επομένην. Το επί μη πληρωμή διαμαρτυρικόν συναλλαγματικής πληρωτέας εις ρητήν  ημέραν ή εις προθεσμίαν από της χρονολογίας ή από της όψεως γίνεται είτε κατά την ημέραν καθ` ην η συναλλαγματική είναι πληρωτέα, είτε κατά την μίαν των δύο εργασίμων ημερών, αίτινες έπονται της ημέρας καθ` ην η  συναλλαγματική είναι πληρωτέα. Προκειμένου περί συναλλαγματικής πληρωτέας εν όψει, το διαμαρτυρικόν συντάσσεται κατά τους όρους του προηγουμένου εδαφίου, περί συντάξεως διαμαρτυρικού ελλείψει αποδοχής». Το διαμαρτυρικό αποτελεί αποκλειστικό (αναντικατάστατο) αποδεικτικό μέσο προς βεβαίωση διαφόρων γεγονότων του εννόμου βίου της συναλλαγματικής, και δη των ουσιαστικών προϋποθέσεων της αναγωγής, ενώ ως έγγραφο με αυθεντική (βέβαιη) χρονολογία έχει και άλλες χρησιμότητες, μεταξύ των οποίων και η απόδειξη της υπερημερίας του οφειλέτη (Αλίκη Κιάντου Παμπούκη, Δίκαιο Αξιόγραφων, 1989, σελ. 172). Η σύνταξη του διαμαρτυρικού διακρίνεται σαφώς από την εμφάνιση της συναλλαγματικής στον πληρωτή προς αποδοχή ή προς πληρωμή, η οποία μάλιστα στο ισχύον δίκαιο επιβάλλεται κατά jus cogens (άρθρο 38)  και αποδεικνύεται με κάθε αποδεικτικό μέσο ακόμη και με μάρτυρες λόγω της εμπορικότητας της ενοχής της συναλλαγματικής (Ι. Μάρκου, ο.π, σελ. 280). Τέλος, η εντολή προς το συμβολαιογράφο για τη σύνταξη διαμαρτυρικού επι μη πληρωμή περιέχει και την εξουσία προς είσπραξη του ποσού της συναλλαγματικής στο όνομα και για λογαριασμό του κομιστή της  (Ι. Μαρκου, ο.π, σελ. 350-351) .
  3. VI. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες με τον δεύτερο λόγο της έφεσης τους, παραπονούνται για την εσφαλμένη απόρριψη του δεύτερου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίζονται, ότι στα υπ’ αριθ. …./8-10-2014 και ../8-10-2014 διαμαρτυρικά, που συνέταξε η συμβολαιογράφος ……… για έκαστη εκ των επιδίκων συναλλαγματικών, και προσκομίστηκαν για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «εμφανίστηκε ο  …. και παρέδωσε σε μένα την πιο κάτω συναλλαγματική όψεως και ζήτησε να συντάξω διαμαρτυρικό μη πληρωμής, η οποία συναλλαγματική έχει επί λέξει ως εξής … στη συνέχεια παρέλαβα την πιο πάνω συναλλαγματική και πήγα στον τόπο πληρωμής που αναγράφεται σ’ αυτή … δεν βρήκα τους υπόχρεους για την πληρωμή της, ούτε κατατεθειμένα χρήματα για πληρωμή τους και αφού επέστρεψα στο γραφείο μου συνέταξα για όλα αυτά τα πιο πάνω το παρόν…» και ότι από το σώμα των επίδικων συναλλαγματικών  προκύπτει ότι η καθ’ ης η ανακοπή δεν είχε θέσει την υπογραφή και σφραγίδα της στην οπίσθια σελίδα τους, είτε εν λευκώ είτε κατά πληρεξουσιότητα, ώστε ο απλός κάτοχος αυτών (είτε ο υπάλληλος της, που ενεχείρισε τις συναλλαγματικές στη συμβολαιογράφο,  είτε η τελευταία) να καταστεί και κομιστής τους και συνακόλουθα  να νομιμοποιείται να τις εμφανίσει και να ζητήσει την πληρωμή τους είτε από  τους ιδίους (ανακόπτοντες), είτε από την τράπεζα, είτε να αξιώσει τη σύνταξη διαμαρτυρικού λόγω μη πληρωμής.

Ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, γιατί, σύμφωνα με  τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, ο πρώτος των ανακοπτόντων,  ως αποδέκτης των επίδικων συναλλαγματικών, ευθύνεται για την πληρωμή  τους με μόνη την αποδοχή τους, ευθέως και όχι αναγωγικά,  χωρίς να απαιτείται  η εκ μέρους του εκάστοτε νόμιμου κομιστή της τήρηση των προϋποθέσεων της εμφάνισης της συναλλαγματικής ή της σύνταξης διαμαρτυρικού. Τα ίδια, εξάλλου, ισχύουν και για τη δεύτερη ανακόπτουσα, που τριτεγγυήθηκε υπέρ αυτού,  η οποία ενέχεται κατά τον ίδιο τρόπο για την πληρωμή τους. Επιπλέον, στην ένδικη περίπτωση οι ανακόπτοντες συγχέουν εμφανώς την αυτοτελή πράξη της εμφάνισης των επίδικων συναλλαγματικών προς πληρωμή  κατ΄ άρθρο 38 του ν. 5325/1932 με τη σύνταξη των διαμαρτυρικών λόγω μη πληρωμής τους κατ΄ εντολή της εκδότριας αυτών και τελευταίας νόμιμης κομίστριας τους, προς  απόδειξη της υπερημερίας  του οφειλέτη τους, αποδέκτη, και συνακόλουθα της τοκοφορίας των απαιτήσεων της ιδίας, ενόψει του χαρακτήρα των συναλλαγματικών ως όψεως, για την οποία τα ως άνω πρόσωπα, υπάλληλος της  καθής η ανακοπή και συμβολαιογράφος, δεν όφειλαν να ενεργήσουν (και δεν  ενήργησαν) στο όνομα και για λογαριασμό των ιδίων ως νόμιμοι κομιστές των τίτλων, ώστε να απαιτείται η νομιμοποίηση τους με βάση αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων. Επομένως, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, αν και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται με την παρούσα, και απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και  ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

VII. Από το συνδυασμό των άρθρων 1 αριθ. 8 και 2 παρ. 1 του Ν. 5325/1932 «περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν» σαφώς προκύ­πτει ότι ένα από τα τυπικά στοιχεία για τη δημιουργία έγκυρου τίτλου συναλλαγ­ματικής είναι η υπογραφή του εκδίδοντος τη συναλλαγματική (εκδότη), η οποία πρέπει να τίθεται κάτω από το κείμενο της συναλλαγματικής και να το καλύπτει. Η υπογραφή του εκδότη είναι το τελευταίο από τα οκτώ τυπικά στοιχεία, τα οποία ο Νόμος απαιτεί για τη δημιουργία έγκυρης συναλλαγματικής, είναι δε απαραίτη­τη, διότι, μεταξύ των προσώπων της συναλλαγματικής, η θέση του εκδότη είναι προέχουσα, αφενός μεν διότι αυτός δημιουργεί τον τίτλο, αφετέρου δε διότι είναι πιθανόν ο πληρωτής να μην αποδεχθεί τη συναλλαγματική. Με την υπογραφή του εκδότη ολοκληρώνεται από τυπική άποψη η δημιουργία του τίτλου της συναλ­λαγματικής. Η ιδιαίτερη σημασία του στοιχείου της υπογραφής έγκειται στο ότι, σύμφωνα με την κατά Νόμο έκδοση και κυκλοφορία της συναλλαγματικής, αυτή αποτελεί την πρώτη και, κατά την ορθότερη άποψη, τη μόνη υπογραφή που είναι αναγκαία για τη δημιουργία έγκυρου τίτλου συναλλαγματικής και για την ύπαρ­ξη αξιογράφου συναλλαγματικής. Αν πρόκειται για Εταιρίες, είναι απαραίτητη η χρήση της εταιρικής επωνυμίας και η προσωπική υπογραφή του νόμιμου αντιπρο­σώπου κάτω από αυτή (βλ. Β. Μπρακατσουλα, Διαταγές Πληρωμής – Πιστωτικοί Τίτλοι και Διαδικασία, έκδ. 2001, σελ. 338, I. Μάρκου, Δίκαιο Συναλλαγματι­κής, έκδ. 2002, άρθ. 10, σελ. 95 επόμ., ΕφΘεσ 144/2017, ΝΟΜΟΣ,  ΕφΔωδ 186/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 του Α.Κ. προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο δεσμεύεται από δικαιοπραξία που συνάπτει είτε το όργανο που το διοικεί, μέσα στα όρια της εξουσίας του κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού, είτε φυσικό πρόσωπο, στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Ειδικότερα, ως προς τις ανώνυμες εταιρείες από τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1 και 2 και 22 παρ. 1 και 3 του κ.ν.2190/1920 (αντίστοιχες με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Α.Κ.), όπως ίσχυαν πριν την αντικατάσταση τους με τους ν.3604/2007 και 4156/2013, προκύπτει ότι η ανώνυμη εταιρεία, αποτελεί νομικό πρόσωπο, εκπροσωπείται δικαστικά και εξώδικα από το διοικητικό συμβούλιο αυτής, το οποίο ενεργεί συλλογικά και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά τη διοίκηση της εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά την επιδίωξη του σκοπού της (εκτός από εκείνες τις πράξεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης). Η ως άνω οργανική εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρείας μπορεί να ανατεθεί, εν όλω ή εν μέρει, σε ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή στους διευθυντές της ή σε τρίτους με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, εφόσον, βέβαια, το επιτρέπει το καταστατικό. Τα πρόσωπα αυτά είναι υποκατάστατα του διοικητικού συμβουλίου και ενεργούν ως όργανα εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας, εκφράζοντας πρωτογενώς τη βούληση του και αντλούν την εξουσία τους από το νόμο και το καταστατικό (Α.Π.704/2010 Ε.Εμπ.Δ.2011.385). Η υποκατάσταση αυτή του διοικητικού συμβουλίου από μέλος του ή από τρίτο πρόσωπο διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και της εντολής (άρθρα 216 επ. και 713 επ. του Α.Κ.), καθόσον ο πληρεξούσιος και ο αντιπρόσωπος δεν αποτελούν όργανα εκφράζοντα τη βούληση του νομικού προσώπου, αλλά ενεργούν ως αντιπρόσωποι του πράξεις που αποφασίσθηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή υποκατάστατα αυτού όργανα. Σε κάθε περίπτωση η σχετική απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ή των ως άνω οργάνων δεν είναι απαραίτητο να διατυπώνεται πανηγυρικά, αλλά αρκεί να προκύπτει από αυτή βούληση του διοικητικού συμβουλίου ή των προαναφερομένων οργάνων, ώστε να εκπροσωπηθεί γενικά η εταιρεία και δη κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας από άλλο πρόσωπο (Α.Π.704/2010 ό.π, Α.Π.1191/2009 Ε.Εμπ.Δ.2010.351). Περαιτέρω, από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό προς το άρθρο 229 του Α.Κ., που εφαρμόζεται αναλόγως (άρθρο 68 παρ. 2 του Α.Κ.) και επί εμφανισθέντος ως εκπροσώπου νομικού προσώπου, συνάγεται ότι το κύρος σύμβασης που καταρτίσθηκε με φυσικό πρόσωπο που δεν είχε εξουσία αντιπροσώπευσης της ανώνυμης εταιρείας εξαρτάται από την έγκριση αυτής. Η έγκριση, αναγόμενη στο χρόνο της δικαιοπραξίας, αναπληρώνει την έλλειψη της εξουσίας αντιπροσώπευσης, γίνεται δε με μονομερή δήλωση απευθυντέα στον αντισυμβαλλόμενο (άρθρα  238, 239 του Α.Κ.) και μπορεί να παρασχεθεί, εφόσον για τη σύμβαση αυτή δεν απαιτείται η τήρηση τύπου, και με σιωπηρή δήλωση βούλησης, με τρόπο, όμως, που υποδηλώνει σαφώς και αναντίρρητα τη βούληση της εταιρείας. Η ανωτέρω έγκριση παρέχεται από το διοικητικό συμβούλιο, που εκπροσωπεί την εταιρεία δρώντας συλλογικά, ή από το πρόσωπο που την εκπροσωπεί σύμφωνα με σχετική πρόβλεψη του καταστατικού (Α.Π.139/2016, Α.Π.1657/20Ί4, Α.Π.603/2013 όλες δημοσιευμένες στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

VIII. Οι ανακόπτοντες με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του τρίτου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο αμφισβητούν, κατ’ορθή εκτίμηση αυτού, ότι οι επίδικες συναλλαγματικές, με βάση τις οποίες εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής έφεραν την  υπογραφή  του  νομίμου εκπροσώπου της εκδότριας αυτών, καθής η ανακοπή, και ήδη εφεσίβλητης. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι επαρκώς ορισμένος και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που τον απέρριψε ως αόριστο,  έσφαλε, του σχετικού τρίτου λόγου της εφέσεως γενομένου δεκτού ως κατ’ουσίαν βάσιμου. Κατόπιν τούτου, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο που αναφέρεται στον ανωτέρω λόγο της ανακοπής, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής ,να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί εκ νέου η ανακοπή ως προς τον τρίτο λόγο της (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ,  ο οποίος είναι νόμιμος στηριζόμενος στη διάταξη των άρθρων 1 αριθ. 8 και 2 παρ. 1 του Ν. 5325/1932.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της καθής η ανακοπή, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του (οι ανακόπτοντες δεν εξέτασαν μάρτυρα), σε συνδυασμό με τα έγγραφα που  οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν με επίκληση, μεταξύ των οποίων και τα πρωτότυπα σώματα των συναλλαγματικών, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.   Η καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη στις 10-8-2012 εξέδωσε στο Αμαρούσιο Αττικής σε διαταγή της ιδίας δύο (2) συναλλαγματικές, όψεως, τετραετούς προθεσμίας για εμφάνιση,  ποσού 90.000 και 15.000 ευρώ, τις οποίες αποδέχθηκε αυθημερόν στο τόπο έκδοσης τους ο πρώτος ανακόπτων, υπέρ του οποίου ακολούθως τριτεγγυήθηκε η δεύτερη ανακόπτουσα. Στις 8-10-2014 ο υπάλληλος της καθής, ……….., ενεργών κατ’εντολή αυτής παρέδωσε τις εν λόγω συναλλαγματικές στη συμβολαιογράφο Αθηνών, ……….., που συνέταξε τα με αριθμό 57465 και 57466/8-10-2014 διαμαρτυρικά μη πληρωμής. Όπως προκύπτει από τα πρωτότυπα σώματα των επίδικων συναλλαγματικών, αυτά φέρουν στη θέση του εκδότη την σφραγίδα της καθής και υπογραφή, η οποία, όπως διαβεβαίωσε και ο εξετασθείς πρωτοδίκως μάρτυς  της καθής, ανήκει στον Γενικό Οικονομικό Διευθυντή της, …………, εξουσιοδοτημένο  πρόσωπο για την έκδοση επ’ ονόματι αυτής συναλλαγματικών βάσει της από 2-9-2011 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της. Ως εκ τούτου, οι επίδικες συναλλαγματικές φέρουν  άπαντα τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία και τα υποστηριζόμενα από τους ανακόπτοντες με  τον  ως άνω τρίτο λόγο της ανακοπής τους είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Συνεπώς, η ένδικη ανακοπή  πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και οι ανακόπτοντες να καταδικασθούν στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθής η ανακοπή, λόγω της ήττας τους (άρθρ. 176, 183 Κ.Πολ.Δ.) και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό, ενώ, τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες –ανακόπτοντες του παράβολου,   ποσού εκατό (100) ευρώ (………/ 2017 ηλεκτρονικό παράβολο)  που αυτοί προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της έφεσης (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε΄ του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄ αρ.3153/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς .Διατάσσει την επιστροφή του παράβολου,  ποσού εκατό (100) ευρώ, στους εκκαλούντες.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο, που αφορά στην απόρριψη του τρίτου λόγου της από  26-6-2015 (αρ. έκθεσης κατάθεσης    ………../2015) ανακοπής, και κατά τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων.

Κρατεί και δικάζει την ανακοπή ως προς τον τρίτο λόγο αυτής και τα δικαστικά έξοδα.

Απορρίπτει την ανακοπή ως προς τον τρίτο λόγο αυτής.Καταδικάζει τους ανακόπτοντες στην πληρωμή  των δικαστικών εξόδων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας της καθ΄ ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30 Ιανουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ