Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 57/2020

Αριθμός 57/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 498 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι κάθε διάδικος μπορεί, μετά την άσκηση του ένδικου μέσου, φέρνοντας αντίγραφο αυτού και της απόφασης που προσβάλλεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, προς το οποίο το ένδικο μέσο απευθύνεται, να ζητήσει να προσδιοριστεί δικάσιμος και να φέρει για συζήτηση την υπόθεση με κλήση κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου που έχει κατατεθεί ή και αυτοτελώς, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο. Η κατά τον τρόπο αυτό επίσπευση της συζήτησης του ένδικου μέσου της έφεσης από τον έναν των διαδίκων αποτελεί σύνθετη διαδικαστική ενέργεια, που περιλαμβάνει την κατάθεση του εφετηρίου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, που απευθύνεται, και την εγγραφή στο πινάκιο κατ’ άρθρο 226 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 299 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 294 έως 298 του ΚΠολΔ, που ρυθμίζουν τα της παραίτησης από το δικόγραφο αγωγής, τον τρόπο που γίνεται αυτή, καθώς και τα αποτελέσματα τα οποία συνεπάγεται, εφαρμόζονται και στην ανταγωγή, την κυρία και πρόσθετη παρέμβαση, την προσεπίκληση, την ανακοίνωση, τα ένδικα μέσα, την ανακοπή κατά εξώδικων και δικαστικών πράξεων, την τριτανακοπή και σε οποιαδήποτε άλλη διαδικαστική πράξη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η επίσπευση συζητήσεως του ένδικου μέσου της εφέσεως από έναν από τους διαδίκους, είτε με αυτοτελή κλήση είτε με το ίδιο το δικόγραφο της έφεσης. Η παραίτηση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ότι θεωρείται ως μη γενομένη η πιο πάνω επίσπευση (άρθρο 295 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ) αλλά και η επί του μέρους της σύνθετης διαδικαστικής πράξεως της επισπεύσεως, που συνίσταται στην κατάθεση αντιγράφου του εφετηρίου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται η έφεση, ενδεχομένως δε και του δικογράφου κλήσεως, στηριζόμενη διαδικαστική πράξη της εγγραφής στο πινάκιο κατά το άρθρο 226 παρ. 2-3 του ΚΠολΔ, και έτσι επιφέρει το απαράδεκτο της συζητήσεως, εφόσον προϋπόθεση αυτής είναι η προηγούμενη έγκυρη εγγραφή της υποθέσεως στο οικείο πινάκιο. Επομένως, ο επισπεύδων τη συζήτηση δικαιούται, κατά την κρατούσα στη θεωρία και νομολογία άποψη, να παραιτηθεί από την εν λόγω διαδικαστική πράξη, η οποία, ως εκ τούτου, θεωρείται κατ’ άρθρο 295 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ότι δεν έγινε (ασκήθηκε), συνεπαγομένη το απαράδεκτο της συζήτησης (ΕφΠατρ 232/2017, ΕφΔωδ 263/2006, ΕφΠατρ 39Θ/20Θ2, ΕφΑΘ 9229/2001, ΕφΘεσσαλ 367/1989, Σ. Σαμουήλ: Η έφεση, εκ. 2003, παρ. 978).

Με την από 29-3-2018 (αρ. καταθ. ……./2018) κλήση του πρώτου των εφεσίβλητων, η οποία επιδόθηκε και προς την αρχικώς εναγομένη της παρακάτω αναφερόμενης [από 6-3-2012 (αρ. καταθ. …/2012 εξ. …)] αγωγής, δεύτερη των εφεσίβλητων της παρακάτω αναφερόμενης από 21- 5-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεσης, ως προς την οποία απορρίφθηκε κατά το τυπικό μέρος, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον πρώτο των εφεσίβλητων- καλούντα υπ’ αρ. ./-4-2018 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …………, με πράξεις καταθέσεως, ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση), και ως προς την οποία το κυρίως παρεμβαίνον-εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) απαραδέκτως απευθύνει τις από 19-2- 2019 έγγραφες προτάσεις του της παρούσας συζήτησης, καθόσον δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατ’ άρθρο 581 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η από 21-5-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεση του ως άνω Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) (κατά της υπ’ αρ. 837/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία), ύστερα από την έκδοση α) της υπ’ αρ. 483/2016 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία, ως προς την ένδικη υπόθεση, έγινε τυπικά και απορρίφθηκε κατά το ουσιαστικό της μέρος η από 21-5-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεση όσον αφορά τον πρώτο των εφεσίβλητων-ενάγοντα και β) της υπ’ αρ. 184/2018 αποφάσεως του Αρείου Πάγου. Με την τελευταία η οποία εκδόθηκε επί αιτήσεως αναιρέσεως του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον», αναιρέθηκε η ως άνω υπ’ αρ. 483/2016 εφετειακή απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο (Μονομελές Εφετείο Πειραιώς), συντιθέμενο από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνον που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Με την ως άνω από 29-3-2018 (αρ. καταθ. …./2018) κλήση του πρώτου των εφεσίβλητων επαναφέρεται προς συνεκδίκαση και η από 21-5-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία με την υπ’ αρ. 483/2016 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού συνεκδικάστηκε με την προαναφερόμενη από 21-5-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεση. Η πληρεξούσια Δικηγόρος του πρώτου των εφεσίβλητων, πριν προχωρήσει η συζήτηση για την ουσία της υποθέσεως, με δήλωσή της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, παραιτήθηκε από την κλήση προς συζήτηση ως προς το Ελληνικό Δημόσιο (δεύτερο των καθ’ ων η κλήση). Κατόπιν τούτων και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η παραίτηση αυτή, η οποία έγινε με νόμιμο τρόπο και για την οποία δεν απαιτείται συναίνεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, έχει ως αποτέλεσμα ότι η κλήση προς συζήτηση ως προς αυτό (Ελληνικό Δημόσιο) θεωρείται ότι δεν έγινε και έτσι η συζήτηση καθίσταται απαράδεκτη ως προς αυτό. Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση, ενώ δεν εκκαθαρίζονται δικαστικά έξοδα επειδή η απόφαση δεν είναι οριστική (άρθρο 192 του ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση». Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα), μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο Δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα. Από την έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει ότι το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 46.1401, ΑΠ 380/1999, ΑΠ 674/1998). Περίπτωση εν όλω αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 129/2004 Δ 35.804). Επομένως, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Στην περίπτωση της εν μέρει αναίρεσης, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο της παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή ως προς τα πληγέντα κεφάλαιά της, ως τέτοιων νοουμένων των οριστικών διατάξεων της απόφασης που αποφαίνονται στις επιμέρους αυτοτελείς αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις άσκησης κύριας παρέμβασης, ανταγωγής, αντικειμενικής σώρευσης αγωγών, άσκησης παρεμπίπτουσας αγωγής επεκτείνεται δε στα αρρήκτως συνδεόμενα προς τα αναιρεθέντα κεφάλαιά της, ως τέτοιων νοουμένων όσων αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαίτησης ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία τα οποία συναναιρούνται και επομένως ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο, ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της. Έτσι, με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, οι διάδικοι, οι οποίοι μετείχαν στην αναιρετική δίκη επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, όμως η διαδικασία πριν την αναιρεθείσα απόφαση ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν νομίμως προτάσεις. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3,581 παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο που αφορά η αναιρετική απόφαση και δεν εξετάζονται εκ νέου ούτε θίγονται τα κεφάλαια που δεν αναιρέθηκαν, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση είναι αμετάκλητη. Επίσης, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΝαυπλ 66/2008, ΕφΠειρ 658/1989 ΝοΒ 38.62). Περαιτέρω, επί αναίρεσης εφετειακής απόφασης, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς την οποία θα αποφανθεί το Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής εφαρμόζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, αναλόγως αν τούτο δίκασε ως πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία, και η ερημοδικία των διαδίκων υπόκειται στη ρύθμιση των κανόνων, οι οποίοι αναφέρονται στη διεξαγωγή της δίκης στο δευτεροβάθμιο ή πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ανάλογα αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του δευτεροβάθμιου ή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και αν πρόκειται για πρώτη ή μεταγενέστερη συζήτηση. Εξάλλου, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της απόφασης καταργείται η συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και συνεπώς οι υποβληθείσες κατ’ αυτήν προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση Δικαστήριο. Επομένως, κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης (έφεσης) μπορούν να υποβληθούν νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα των διαδίκων με τις προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 529 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 1388/2013, ΑΠ 918/2013).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 6-3-2012 (αρ. καταθ. ……/2012 εξ. …..) αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ενάγων, ήδη πρώτος των εφεσίβλητων, ιστορούσε ότι στις 12- 8-1967 με ιδιωτικό συμφωνητικό αγόρασε από τον …………… επτά αγροτεμάχια, νυν οικοπεδικές εκτάσεις, που βρίσκονται στη θέση «……….» των Δήμων Νίκαιας και Κερατσινίου και εμφαίνονται στα υπ’ αρ. 2 και 3 από Ιανουάριου 1953 σχέδια-πίνακες διανομής του Μηχανικού ………….., που έχουν προσαρτηθεί στο, νομίμως μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, υπ’ αρ. …/1953 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….. Ότι κατά την ανωτέρω ημερομηνία εγκαταστάθηκε στη νομή των ως άνω ακινήτων, ασκώντας έκτοτε συνεχώς και αδιαλείπτως τις ειδικότερα αναφερόμενες σ’ αυτήν (αγωγή) πράξεις νομής. Ότι στα ως άνω αγροτεμάχια περιλαμβάνεται έκταση εμβαδού 1.386 τ.μ., όπως ειδικότερα περιγράφεται σ’ αυτήν (αγωγή), η οποία εμφαίνεται με τα στοιχεία ΧΥΙΙΑ στον από 2-1-1953 Πίνακα 3 – Σχέδιο 3 του Μηχανικού ………, που έχει προσαρτηθεί στο ως άνω αναφερόμενο συμβόλαιο. Ότι τον Νοέμβριο του 1970 οριοθέτησε και περιέφραξε την ως άνω ιδιοκτησία του, από την οποία είχε απομείνει, λόγω των εκρηκτικών ανατινάξεων όμορου λατομείου, έκταση 750 τ.μ.. Ότι τον Ιούλιο του 1991, οριοθέτησε εκ νέου την ως άνω ιδιοκτησία του, εκτάσεως, μετά τη ρυμοτόμηση αυτής –λόγω εντάξεως στο σχέδιο πόλεως του Δήμου Νίκαιας και ειδικότερα στο Ο.Τ. ……….- 412,50 τ.μ.. Ότι μετά τη συμπλήρωση του νόμιμου χρόνου της έκτακτης χρησικτησίας για την ως άνω εναπομείνασα, εντός σχεδίου πόλεως και ελεύθερης ρυμοτομίας, ιδιοκτησία του εκτάσεως 412,50 τ.μ., υπέβαλε στη ΔΟΥ Κεφαλαίου Πειραιώς την υπ’ αρ. …../18-9-1991 δήλωση φόρου έκτακτης χρησικτησίας και κατέβαλε τον αναλογούντα φόρο έκτακτης χρησικτησίας. Ότι το έτος 1992, λόγω διαπληκτισμών με τους ιδιοκτήτες όμορου ακινήτου, οι οποίοι διατηρούσαν σιδηρουργικό εργαστήριο και εναπόθεταν στο νοτιομεσημβρινό τμήμα της ως άνω ιδιοκτησίας του διάφορα αντικείμενα και κατόπιν διαβεβαίωσης αυτών περί επικείμενης άρσης της ανωτέρω κατάστασης, μετακίνησε την περίφραξη του ως άνω ακινήτου του, αφήνοντας εκτός αυτής, εδαφικό τμήμα εμβαδού 89,39 τ.μ. Επιπροσθέτως, ιστορούσε ότι ο Δήμος Νίκαιας, επικαλούμενος κυριότητά του στο ανωτέρω ακίνητο δυνάμει της με ημερομηνία 3,16-3-1988 πράξης εφαρμογής, προέβη στη διχοτόμηση αυτού -εκτάσεως κατά την κτηματογραφική επιμέτρηση 371,42 τ.μ.- σε δύο οικόπεδα, ήτοι το υπό ΚΑΕΚ ………, εμβαδού 182 τ.μ. και το υπό ΚΑΕΚ …………., εμβαδού 189,42 τ.μ. και στη συνέχεια, παραχώρησε το δεύτερο εξ αυτών στην εναγομένη. Ότι για τμήμα της ως άνω ιδιοκτησίας του, εμβαδού 323,11τ.μ., ήτοι το εντός της ως άνω περίφραξης τμήμα αυτής, αναγνωρίσθηκε κύριος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δυνάμει της υπ’ αρ. 4161/2007, ήδη τελεσίδικης, απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι η ως άνω ιδιοκτησία του, εκτάσεως κατά τα κτηματογραφικά στοιχεία 301,62 τ.μ., περιγράφεται υπό τα ειδικότερα στοιχεία στο αναφερόμενο σ’ αυτήν (αγωγή) τοπογραφικό διάγραμμα και φέρει ΚΑΕΚ ……………. Ότι επίδικο συνιστά το ειδικότερα περιγραφόμενο σ’ αυτήν (αγωγή), καταληφθέν εκτός περιφράξεως τμήμα της ως άνω ιδιοκτησίας του, εκτάσεως, κατόπιν σημερινής εμβαδομέτρησης και σύμφωνα με τα κτηματογραφικά στοιχεία, 69,80 τ.μ., το οποίο φέρει ΚΑΕΚ ………….. και του οποίου είναι αποκλειστικός κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά τα ειδικότερα ως άνω αναφερόμενα για το σύνολο της ιδιοκτησίας του. Ότι η εναγομένη, μη διάδικος στην παρούσα δίκη, φέρεται να κατέχει παρανόμως το επίδικο, αξίας 22.000 ευρώ, του οποίου έχει εγγραφεί ως ιδιοκτήτρια στα οικεία κτηματολογικά στοιχεία, αρνούμενη να άρει με αίτησή της την ως άνω ανακριβή εγγραφή. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής (αγωγής) ζητούσε να αναγνωρισθεί κύριος του επίδικου τμήματος και να υποχρεωθεί η εναγομένη, μη διάδικος στην παρούσα δίκη, να του αποδώσει αυτό, να αναγνωρισθεί ότι το επίδικο είναι συμπληρωματικό τμήμα της ως άνω περιγραφόμενης μείζονος εκτάσεως ιδιοκτησίας του, συνολικού εμβαδού 371,42 τ.μ., να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς αρχικής κτηματολογικής εγγραφής του επίδικου, ώστε να δημιουργηθεί νέο ΚΑΕΚ στο οποίο θα αποτυπωθεί η ενιαία πλέον ιδιοκτησία του (αποτελούμενη από την αποτυπωθείσα στα ως άνω δύο ΚΑΕΚ) και στο υπό δημιουργία ΚΑΕΚ θα διαγράφει το όνομα της εναγομένης, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, και αντίστοιχα, θα καταχωρηθεί το όνομα του ιδίου, ως κυρίου του ενιαίου πλέον ακινήτου και τέλος να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης η πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης.

Στη δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παρενέβη με την από 7-10-2013 (αρ. καταθ. …/8-10-2013) κύρια παρέμβασή του, το ήδη εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.), το οποίο ισχυρίστηκε ότι τόσο το επίδικο (εδαφική λωρίδα υπό ΚΑΕΚ ………) όσο και το υπό ΚΑΕΚ ………. ακίνητο τού ανήκουν, καθώς αποτελούν τμήματα ευρύτερης έκτασης, η οποία ανήκε στην διαλυθείσα Μονή του ………, η περιουσία δε των κατά την σύσταση του Ελληνικού Κράτους διαλυθεισών Μονών, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Β.Δ. της 19-8/25-9-1833, περιήλθε στο «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον», άλλως περιήλθαν σε αυτό με έκτακτη χρησικτησία του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, άλλως με τακτική χρησικτησία του ισχύοντος δικαίου. Ζητούσε δε να απορριφθεί η αγωγή και να αναγνωρισθεί το ίδιο έχων αποκλειστική κυριότητα επί των ως άνω ΚΑΕΚ, να διαταχθεί η διόρθωση της αρχικής εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωρηθεί το ίδιο ως κύριο, και να διαταχθεί η απόδοση αυτών σ’ αυτό (κυρίως παρεμβαίνον).

Επίσης παρενέβη με την από 7-10-2013 (αρ. καταθ. …./8-10- 2013) κύρια παρέμβασή του, το ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, ως προς το οποίο, κατά τα ως άνω, παραιτήθηκε ο επισπεύδων πρώτος των εφεσίβλητων.

Ο πρώτος των καθ’ ων η από 7-10-2013 (αρ. καταθ. …./8-10- 2013) κύρια παρέμβαση, μεταξύ άλλων, με τις νομίμως κατατεθείσες (πρωτοδίκως) προτάσεις του, αρνήθηκε αυτή και περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι από το έτος 1967 που απέκτησε τη νομή του επίδικου ακινήτου, ως τμήματος της μείζονος ιδιοκτησίας του (αλλά και προγενέστερα από το έτος 1953, που απέκτησε την κυριότητα με νόμιμο τίτλο ο δικαιοπάροχός του), ασκούσε επ’ αυτού τις αναλυτικά αναφερόμενες στο υπό κρίση δικόγραφο πράξεις φυσικής εξουσίασης με καλή πίστη, διανοία κυρίου, ήτοι για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ετών έως το χρόνο έναρξης του Ν. 3127/2003 και ότι, συνεπώς, έχει καταστεί κύριος αυτού και δυνάμει της ως άνω ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη υπ’ αρ. 837/2015 απόφασή του, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αφού συνεκδίκασε την ως άνω αγωγή και τις δυο ως άνω κύριες παρεμβάσεις, ερήμην της εναγομένης, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, δεύτερης των καθ’ ων οι κύριες παρεμβάσεις και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και αφού εκτίμησε την αγωγή ως αναγνωριστική της κυριότητας, μη νόμιμης  και ως εκ τούτου απορριπτέας της σωρευόμενης διεκδικητικής αγωγής, την έκρινε ορισμένη και νόμιμη και στη συνέχεια την έκανε εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη. Όσον αφορά τις κύριες παρεμβάσεις αφού τις θεώρησε ως αυτοτελείς διεκδικητικές αγωγές ως προς το αίτημα το επιπλέον του αντικειμένου της δίκης (που αφορά το υπό ΚΑΕΚ ………… ακίνητο) τις έκρινε παραδεκτές, ορισμένες και νόμιμες, με εξαίρεση τη βάση της περί κτήσεως κυριότητας επί των επιδίκων με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, την οποία απέρριψε ως αόριστη, καθόσον δεν εγένετο επίκληση συγκεκριμένου νόμιμου τίτλου, τις απέρριψε περαιτέρω ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται το εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) με την κρινόμενη από 21 -05-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεσή του και με τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή και να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβασή του. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αρ. 483/2016 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία αφού συνεκδίκασε ερήμην της δεύτερης των εφεσίβλητων (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων τις από 21-5-2015 [αρ. καταθ. …/2015 και …../2015 (τη δεύτερη του μη διαδίκου Ελληνικού Δημοσίου)] εφέσεις, όρισε το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ογδόντα (280) ευρώ, απέρριψε αυτές κατά το τυπικό μέρος όσον αφορά στη δεύτερη των εφεσίβλητων, δέχθηκε κατά το τυπικό και απέρριψε κατά το ουσιαστικό μέρος αυτές όσον αφορά στον πρώτο των εφεσίβλητων και επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων του πρώτου των εφεσίβλητων σε βάρος των εκκαλούντων τα οποία όρισε σε διακόσια (200) ευρώ για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας. Στη συνέχεια, με την προαναφερθείσα υπ’ αρ. 184/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία εκδόθηκε μετά από αναίρεση που άσκησε μόνο το κυρίως παρεμβαίνον Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) αναιρέθηκε η ως άνω υπ’ αρ. 483/2016 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, δεχόμενο (το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου), μεταξύ άλλων, ότι «Συνεπώς, το δικαίωμα κυριότητας που κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης απέκτησε το αναιρεσείον στα περιγραφόμενα στην κύρια παρέμβαση του επί δικά ακίνητα, μετά τη διάλυση της Ιεράς Μονής ………. το έτος 1836 και την περιέλευση έκτοτε της περιουσίας της στο ίδιο, τη διαχείριση της οποίας ανέλαβε το Ελληνικό Δημόσιο, δεν μπορεί να καταλυθεί με μόνη την παραδοχή από το Εφετείο του ισχυρισμού του αναιρεσιβλήτου περί κτήσης κυριότητας αυτών, με βάση την ειδικής χρησικτησία του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, δεδομένου μάλιστα, ότι η εν λόγω χρησικτησία αντιτάσσεται μόνο έναντι του Δημοσίου και όχι έναντι των άλλων ν.π.δ.δ., στα οποία εκτείνεται η προστασία του α.ν. 1539/1939, όπως είναι το αναιρεσείον «Ν.Π.Δ.Δ. Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον».». Συγχρόνως παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνον που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Με την αναίρεση της υπ’ αρ. 483/2016 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας: α) οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε (άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ) μέσα στα αναιρετικά πλαίσια, β) αναβίωσε η εκκρεμοδικία της έφεσης του κυρίως παρεμβαίνοντος Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.), ανάλογα δε αναβίωσε και η πρωτόδικη απόφαση, της οποίας ζητείται με την έφεση η εξαφάνιση και η απόρριψη της αγωγής, δεκτής γενομένης της κυρίας παρεμβάσεως του ως άνω ΝΠΔΔ. Συνεπώς, η έφεση του ως άνω ΝΠΔΔ πρέπει να ερευνηθεί κατ’ αρχήν ως προς το παραδεκτό της, δεδομένου ότι η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα αυτό.

Όσον αφορά τον πρώτο των εφεσίβλητων για τον οποίο αναιρέθηκε η υπ’ αρ. 483/2016 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού η κρινόμενη από 21-5- 2015 (αρ. καταθ. ……./2015) έφεσή του [του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.)], που ηττήθηκε, κατά της υπ’ αρ. 837/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία; επί της από 6-3- 2012 (αριθ. καταθ. …./2012 εξ. ….) αγωγής και της, εκτός άλλης, από 7-10-2013 (αρ. καταθ. …../8-10-2013) κυρίας παρεμβάσεως, που συνεκδικάσθηκαν, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στο κυρίως παρεμβαίνον Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.), ήδη εκκαλούν, με επιμέλεια του πρώτου των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση – ενάγοντος, ήδη πρώτου των εφεσίβλητων, την 22-4-2015 (βλ. την υπ’ αρ. …. 722-4-2015 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών …………….), η δε ένδικη έφεση ασκήθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας, ήτοι την 22-5-2015 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1,498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 1, και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 8 παρ. 8 Κωδ. (7-39), ν. 9 παρ. 1 πανδ. (50-4), ν. 2 παρ. 20, πανδ. (41-4), ν. 6 πρ. πανδ. (44-3), ν. 76 παρ. 1, πανδ. (18-1) και 7 παρ. 3 πανδ. (23-3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με τις οποίες κρίνεται η απόκτηση του δικαιώματος κυριότητας πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κατ’ άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού, ο οποίος χρησιδέσποζε, να συνυπολογίζει στο χρόνο της νομής του και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν.δ/τος της 21-6/10-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», προκύπτει ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που προεκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, όπως θεωρούνται και τα ακίνητα κτήματα των διαλελυμένων I. Μονών που περιήλθαν και ανήκουν στο Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον (άρθρο 1 παρ. 3 του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων»), εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί έως τις 11- 9-1915. Τούτο συνάγεται από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου» που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και του άρθ. 21 ν. δ/τος της 22-4/16-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 17 του ΕισΝΚΠολΔ, και ορίζεται ότι «τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου, της Αεροπορικής Αμύνης και των Ιερών Μονών, εις ουδεμίαν υπόκεινται εις το μέλλον παραγραφή, η δε αρξαμένη παραγραφή ουδεμίαν νόμιμον συνέπειαν κέκτηται, αν μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος δεν συνεπληρώθη η τριακονταετής παραγραφή κατά τους ισχύοντες νόμους…». Με βάση τις παραπάνω διατάξεις ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του και, συνεπώς, και η χρησικτησία τρίτων σε αυτά (ΟλΑΠ 75/1987, ΑΠ 815/2009, ΑΠ 930/2012). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», η ισχύς της οποίας διατηρήθηκε και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, σύμφωνα με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και επεκτάθηκε και υπέρ των Δήμων και Κοινοτήτων (άρθρο 1 του ν.δ/τος 31/1968) ορίζεται ότι «επί των αδέσποτων και των δημοσίων κτημάτων εν γένει νομεύς θεωρείται το Δημόσιον, έστω και αν ουδεμίαν ενήργησεν επ’ αυτών πράξιν νομής». Επίσης, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 του παραπάνω νόμου (α.ν. 1539/1938), η οποία είναι ουσιαστικού δικαίου, «η νομή δεν επιδικάζεται εις τον ενάγοντα ιδιώτη, εφόσον το Δημόσιον ήθελε αποδείξει είτε ιδίαν αυτού κυριότητα, είτε ότι η κυριότητα δεν ανήκει στον ενάγοντα», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ιδίου νόμου «τα επί ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου εις ουδεμίαν υπόκεινται παραγραφήν». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του α.ν. 1539/1938 προκύπτει ότι το Δημόσιο ή ο Δήμος, σε περίπτωση αυθαίρετης κατάληψης ακινήτου που ανήκει στην κυριότητα του από τρίτο, δεν στερείται τη νομή του (ΟλΑΠ 8/2013). Εξάλλου, στο άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3127/2003 «τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2664/1998 για την Κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α’ 67/19-3-2003)» ορίζεται ότι «Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη… Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α’ και β’ προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α.Κ.». Από τις παρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι θεσπίζεται εξαίρεση του κανόνα ότι επί δημοσίων κτημάτων νομέας είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα κτητικής ή αποσβεστικής παραγραφής, εκτός εάν η τριακονταετής νομή της έκτακτης χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915. Έτσι, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας και επί δημοσίων κτημάτων με τακτική και έκτακτη χρησικτησία με τις στην παράγραφο 1 περ. α’ και β’ διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις. Η ανωτέρω, όμως, ρύθμιση, ως ειδική και εξαιρετική, εφαρμόζεται μόνο προκειμένου περί ακινήτων του Δημοσίου, όχι όμως και επί ακινήτων ανηκόντων στην κυριότητα των Ο.Τ.Α. ή άλλων Ν.Π.Δ.Δ. (ΑΠ 1564/2010, ΑΠ 1824/2014), όπως τούτο προκύπτει από την αδιάστικτη γραμματική διατύπωση των παραπάνω διατάξεων που αναφέρονται μόνο σε ακίνητα του Δημοσίου, κατ’ αποκλεισμό άλλων νομικών προσώπων, αλλά και από το γενικότερο δικαιοπολιτικό σκοπό τους. Διασταλτική ερμηνεία των άνω ουσιαστικών διατάξεων, κατά τρόπο ώστε στο ρυθμιστικό αυτών πεδίο να εμπίπτουν και τα ακίνητα άλλων Ν.Π.Δ.Δ. δεν μπορεί να γίνει, διότι οι ρηθείσες διατάξεις, που προβλέπουν την κατάργηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτου με χρησικτησία, πρέπει να ερμηνευθούν στενά και δεν επιτρέπεται η επέκταση της εφαρμογής τους και σε άλλες περιπτώσεις, εκτός από αυτή, η οποία, ρητώς και ειδικώς, μνημονεύεται στο παραπάνω νόμο, δηλαδή στην ακίνητη περιουσία του Δημοσίου, ενώ ως προς τις λοιπές περιπτώσεις (των ακινήτων των ΟΤΑ ή των Ν.Π.Δ.Δ.) δεν υφίσταται γνήσιο κενό του νόμου, αλλά ηθελημένη από το νομοθέτη αρνητική ρύθμιση, με την έννοια ότι επί ακινήτων του Δημοσίου, και μόνο, χωρεί η υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις κτητική παραγραφή (ΑΠ 184/2018).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Προκειμένου, ειδικότερα, περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά τα άρθρα 1094 του ΑΚ και 70 του ΚΠολΔ στοιχεία και ακριβής περιγραφή του εν λόγω ακινήτου, δηλαδή ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις του ακινήτου, ούτε και να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αυτό να εμφαίνεται. Εξάλλου, η νομική αοριστία της αγωγής, η οποία συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοστεί, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται αναιρετικά με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αν το Δικαστήριο της ουσίας αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα από το νόμο προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος για να κρίνει νόμιμη την αγωγή ή, αντιθέτως, αρκέστηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα στοιχεία. Αντιθέτως, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής υπάρχει, αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 289/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, με αυτό το ιστορικό η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλει το εκκαλούν με το σχετικό πρώτο λόγο της ένδικης εφέσεως, καθόσον γίνεται σαφής έκθεση [στο δικόγραφό της (αγωγής)] όλων των απαραίτητων για το ορισμένο της στοιχεία, όπως της ταυτότητας του επίδικου ακινήτου, με αναφορά στη θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια αυτού με κάθε λεπτομέρεια, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητά του, χωρίς να είναι αναγκαία η επίκληση των πιο πάνω στοιχείων να βασίζεται σε ενσωματωμένο σ’ αυτήν (αγωγή) τοπογραφικό διάγραμμα.

Η ένδικη κύρια παρέμβαση αρμοδίως εισήχθη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, θεωρούμενη ως αυτοτελή διεκδικητική αγωγή ως προς το αίτημα το επιπλέον του αντικειμένου της δίκης (που αφορά το υπό ΚΑΕΚ ……….. ακίνητο), (εφόσον έχει τα νόμιμα στοιχεία αυτοτελούς αγωγής και εφόσον υπάγεται στην ίδια διαδικασία), και είναι ορισμένη, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων που περιέχονται στα υπ’ αρ. 2940/2013 πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι […………. και Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.)], μεταξύ των οποίων και οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα – πρώτο των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση, ήδη πρώτο των εφεσίβλητων, υπ’ αρ. …./20-12- 2013 και …/20-12-2103 ένορκες βεβαιώσεις των …….. και ………., αντίστοιχα, που, με επιμέλεια του (ενάγοντος), λήφθηκαν νομίμως ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης (πρβλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τα επίδικα είναι δύο οικοπεδικά τμήματα, ένα οικόπεδο εκτάσεως 323,11 τ.μ. και κατά τα κτηματολογικά στοιχεία, 301,62 τ.μ., και ένα οικόπεδο επίσης, εκτάσεως 89,39 τ.μ. και κατά τα οικεία κτηματολογικά στοιχεία, 69,80 τ.μ., τα οποία βρίσκονται στη θέση «…….» μέσα στην περιφέρεια και το εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως του Δήμου Νίκαιας Αττικής στο οικοδομικό τετράγωνο Ο.Τ. …. και επί της οδού …… Τα ως άνω εδαφικά τμήματα εμφαίνονται το μεν πρώτο με τα στοιχεία {7(Α’)-14(Β’)-15(Γ’)> 16(Θ )-Ε5-Ε4-Ε3-Ε2-Ε 1 -13(Ε> 12-11 -(Θ)-10-7(Α’)} και φέρει ΚΑΕΚ …….., το δεύτερο με τα στοιχεία {13(Ε’)-Ε1-Ε2-Ε3-Ε4-Ε5- 16(Θ’)-17-13(Ε’)} και φέρει ΚΑΕΚ ………. στο προσκομιζόμενο από μηνός Σεπτεμβρίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού ………… και συνορεύουν κατ’ αυτό το μεν πρώτο βορείως με οδό …. (προέκταση της αντίστοιχης οδού του Δήμου Κερατσινίου, πρώην ….), μεσημβρινώς με μη διανοιγείσα …………, δυτικώς με ιδιοκτησία κληρονόμων ……… και ανατολικώς με ιδιοκτησία αγνώστων, το δε δεύτερο τμήμα βορείως επί πλευράς Ε5-16Θ’ μήκους 4,37 μ. με ιδιοκτησία του ενάγοντος, μεσημβρινώς επί πλευράς 13Ε-17 μήκους 14,76 μ. με μη διανοιγείσα …….., δυτικώς επί τεθλασμένης γραμμικής οριοθέτησης με τα στοιχεία Ε5-Ε4 μήκους 4 μ., Ε4-Ε3 μήκους 2,56 μ., Ε3-Ε2 μήκους 2,30 μ., Ε2-Ε1 μήκους 4,12 μ. και Ε1-13Ε’ μήκους 7,62 μ. με ιδιοκτησία ταυ ενάγοντος και ανατολικώς επί πλευράς 16Θ’ -17 μήκους 10,56 μ. με ιδιοκτησία αγνώστων. Τα εν λόγω οικόπεδα αποτελούν τμήματα μείζονος εδαφικής έκτασης 10.000 στρεμμάτων με την ονομασία «……….» και την προσωνυμία «…», η οποία περιλαμβάνει τις επιμέρους τοποθεσίες «….» (…), «…….», «…….» και «….» και οριοθετείται βόρεια με λειβάδι …, ανατολικά με λόφο …. ή …….., δυτικά με γαίες της Μονής … και νότια με γαίες παραχωρηθείσες στον ……….. Η ειδικότερη τοποθεσία «..», εμβαδού 1.000 στρεμμάτων περίπου, ορίζεται βόρεια με όριο Αθηνών (βουνό …), ανατολικά με … και δρόμο .., δυτικά με όριο Αθηνών (βουνό ελαιών και δάσος) και νότια με θέσεις .. και … (τρία πηγάδια) μέχρι την οδό προς Σαλαμίνα. Η Ιερά Μονή . .. είχε αποκτήσει την κυριότητα της ανωτέρω ευρύτερης έκτασης του «…..» (περιλαμβανομένης και της τοποθεσίας «….»), ως ασκούσα πράξεις νομής επ’ αυτής από το έτος 1700 με την καλλιέργεια των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, την εκμίσθωση της χορτονομής και την απομάκρυνση των καταπατητών, με την πεποίθηση των οργάνων της ότι δεν υφίσταντο βλάβη τα δικαιώματα τρίτων, μέχρι τη διάλυσή της το έτος 1836, οπότε η περιουσία της περιήλθε αυτοδικαίως στο νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον». Το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκ του νόμου είχε αναλάβει τη διαχείριση της περιουσίας του, εξακολούθησε να εκμισθώνει την έκταση αυτή ως χορτονομή καθ’ όλο το μετέπειτα χρονικό διάστημα. Επιπροσθέτως φρόντιζε για λογαριασμό του εν λόγω νομικού προσώπου για την εκδίωξη των καταπατητών, τη διενέργεια δημοπρασιών προς εκμίσθωση, την προστασία των μισθωτών, τη φύλαξη, την επιτήρηση, την εποπτεία της έκτασης, καθώς και για την απόκρουση αυθαίρετων επεμβάσεων τρίτων. Ενόψει των αποδειχθέντων αυτών περιστατικών, δικαίωμα κυριότητας επί των επίδικων ακινήτων έχει αποκτήσει το κυρίως παρεμβαίνον Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ορισμένοι εκ των μισθωτών της εν λόγω εκτάσεως αλλά και τρίτοι καταπάτησαν μέρος αυτής το οποίο κατέτμησαν, προκειμένου τα τμήματα αυτά να τα πωλήσουν ως οικόπεδα, ενώ τμήματα αυτής παραχωρήθηκαν εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου προς τρίτους ιδιώτες. Συγκεκριμένα, ως προς τα επίδικα, αποδείχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος – πρώτου των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση, ……….., τα απόκτησε σε μείζονα έκταση, δυνάμει του υπ’ αρ. …/1953 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό …. Στις 12 Αυγούστου 1967 ο …. . μεταβίβασε με ιδιωτικό συμφωνητικό τα επίδικα ως τμήμα ευρύτερων εκτάσεων στον ενάγοντα – πρώτο των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση, ο οποίος έκτοτε αποκτά τη νομή τους, την οποία ασκεί ως προς τα επίδικα έως και σήμερα, συνεχώς και αδιαλείπτως, ενεργώντας επ’ αυτών εμφανείς υλικές πράξεις, επιβλέποντάς τα τακτικά, οριοθετώντας τα, φροντίζοντας για τον καθαρισμό τους από αυτοφυείς κατ’ έτος θάμνους, επιμετρώντας και περιφράσσοντάς τα, δίχως να ενοχληθεί ποτέ από κανέναν. Ειδικότερα ο ενάγων – πρώτος των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση στις 12-8-1967 αγόρασε με το προαναφερθέν ιδιωτικό συμφωνητικό από τον …………., για την κάλυψη απαίτησής του κατά του τελευταίου εκ συμβάσεως δανείου, επτά αγροτεμάχια, νυν οικοπεδικές εκτάσεις, που βρίσκονται στη θέση «..-….» των Δήμων Νίκαιας και Κερατσινίου και εμφαίνονται στα υπ’ αρ. 2 και 3 από Ιανουάριου 1953 σχέδια-πίνακες διανομής του Μηχανικού …… ., που έχουν προσαρτηθεί στον ανωτέρω τίτλο κτήσεως του δικαιοπαρόχου πωλητή (υπ’ αρ. …../1953 συμβόλαιο), έκτοτε δε εγκαταστάθηκε ο ενάγων – πρώτος των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση στη νομή των ως άνω ακινήτων. Στα ως άνω αγροτεμάχια περιλαμβανόταν έκταση εμβαδού 1.386 τ.μ., η οποία εμφαίνεται με τα στοιχεία XVII Α στον από 2-1-1953 υπ’ αρ. 3 πίνακα- σχέδιο του Μηχανικού …………, που έχει επίσης προσαρτηθεί στο ως άνω αναφερόμενο συμβόλαιο. Ο ενάγων – πρώτος των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση το μήνα Νοέμβριο του έτους 1970 οριοθέτησε και περιέφραξε την ως άνω ιδιοκτησία, από την οποία είχε απομείνει, λόγω των εκρηκτικών ανατινάξεων όμορου λατομείου, έκταση 750 τ.μ., τον δε μήνα Ιούλιο του έτους 1991, οριοθέτησε εκ νέου την ως άνω ιδιοκτησία, εκτάσεως, μετά τη ρυμοτόμηση, αυτής -λόγω εντάξεως στο σχέδιο πόλεως του Δήμου Νίκαιας και ειδικότερα στο Ο.Τ. …..-, 412,50 τ.μ.. Για την ως άνω εναπομείνασα, εντός σχεδίου πόλεως και ελεύθερης ρυμοτομίας, ιδιοκτησία, εκτάσεως 412,50 τ.μ., ο ενάγων υπέβαλε στη ΔΟΥ Κεφαλαίου Πειραιώς την υπ’ αρ. ……/18-9-1991 δήλωση φόρου έκτακτης χρησικτησίας και κατέβαλε τον αναλογούντα φόρο έκτακτης χρησικτησίας. Το έτος 1992, λόγω διαπληκτισμών με τους ιδιοκτήτες όμορου ακινήτου, οι οποίοι διατηρούσαν σιδηρουργικό εργαστήριο και εναπόθεταν στο νοτιομεσημβρινό τμήμα της ως άνω ιδιοκτησίας του διάφορα αντικείμενα και κατόπιν διαβεβαίωσης αυτών περί επικείμενης άρσης της ανωτέρω κατάστασης, μετακίνησε την περίφραξη του ως άνω ακινήτου, αφήνοντας εκτός αυτής, εδαφικό τμήμα εμβαδού 89,39 τ.μ. (το οποίο αποτελεί επίδικο εδαφικό τμήμα). Ακολούθως, ο Δήμος Νίκαιας, επικαλούμενος κυριότητά του στο ανωτέρω ακίνητο δυνάμει της υπ’ αρ. ……../16-3-1988 πράξης εφαρμογής, προέβη στη διχοτόμηση αυτού -εκτάσεως κατά την κτηματογραφική επιμέτρηση 371,42 τ.μ.- σε δύο οικόπεδα, ήτοι το υπό ΚΑΕΚ ……., εμβαδού 182 τ.μ. και το υπό ΚΑΕΚ …………, εμβαδού 189,42 τ.μ. και στη συνέχεια παραχώρησε το δεύτερο εξ αυτών στην εναγόμενη – δεύτερη των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση (μη διάδικο στην παρούσα δίκη). Για το τμήμα, εμβαδού 323,11 τ.μ., ήτοι το εντός της ως άνω περίφραξης τμήμα αυτής, ο ενάγων αναγνωρίσθηκε κύριος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δυνάμει της υπ’ αρ. 4161/2007, ήδη τελεσίδικης, αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί αγωγής του κατά του Δήμου Νίκαιας και της ήδη εναγομένης, καταχωρήθηκε δε το εμπράγματο δικαίωμά του και στα οικεία κτηματολογικά στοιχεία, η δε ως άνω ιδιοκτησία, εκτάσεως κατά τα κτηματογραφικά στοιχεία 301,62 τ.μ., περιγράφεται υπό τα ειδικότερα στοιχεία στο προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα και φέρει ΚΑΕΚ ………… Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι και επί του άλλου τμήματος των 69,80 τ.μ. ο ενάγων – πρώτος των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση ασκούσε τις ίδιες διακατοχικές πράξεις διανοία κυρίου συνεχώς και αδιάλειπτος. Ακολούθως, όμως, ενόψει της παραδοχής ότι τα επίδικα ακίνητα ανήκουν κατά κυριότητα στο κυρίως παρεμβαίνον Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.), για την προστασία της περιουσίας του οποίου εφαρμόζονται οι περί προστασίας των ακινήτων του Ελληνικού Δημοσίου διατάξεις, απαιτείται, προκειμένου να αποκτήσει ιδιώτης δικαίωμα κυριότητας επ’ αυτού, να έχει συμπληρωθεί στο πρόσωπό του έκτακτη χρησικτησία κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου με συνεχή επί τριακονταετία άσκηση νομής, με καλή πίστη, μέχρι τις 11-9-1915, ενώ μεταγενέστερες διακατοχικές πράξεις, ακόμη και με διάνοια κυρίου διενεργηθείσες, ουδεμία απολύτως έννομη επιρροή ασκούν και δεν μπορούν να οδηγήσουν στην κατάλυση του δικαιώματος κυριότητας του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) και την περιέλευση της κυριότητας αυτού στο χρησιδεσπόζοντα [πρβλ. ΕφΠειρ (Μον) 395/2016]. Πλην, όμως, στην προκειμένη περίπτωση, ενώ ο ενάγων – πρώτος των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση επικαλέσθηκε, με τις νομίμως κατατεθείσες (πρωτοδίκως) προτάσεις του, πράξεις φυσικής εξουσίασης με καλή πίστη, διανοία κυρίου επί των επίδικων ακινήτων, δικές του από το έτος 1967 και του άμεσου δικαιοπαρόχου του από το έτος 1953, προκειμένου να θεμελιώσει την ένσταση ιδίας κυριότητάς του, δυνάμει της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, κατά τα ως άνω, δεν επικαλέσθηκε παραδεκτώς, καθ’ υποφοράν με την άσκηση της ένδικης αγωγής ή με τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζήτησης επί της ως ένδικης κύριας παρεμβάσεως του ως άνω Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.), άσκηση πράξεων νομής από απώτερους δικαιοπαρόχους του στα επίδικα για χρονικό διάστημα πλέον των 30 ετών μέχρι τις 11-9-1915, [όπως απαιτείται εκ του νόμου, προκειμένου να καταστεί ιδιώτης κύριος κτήματος κυριότητας του ως άνω Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.)], με καλή πίστη, ήτοι με την άδολη και ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής τους δεν προσβάλλουν κατ’ ουσίαν το δικαίωμα του κυρίου, και ότι κατά τον τρόπο αυτόν κατέστησαν (οι απώτεροι δικαιοπαρόχοι του) κύριοι των επιδίκων. Απαραδέκτως δε, ο ενάγων – πρώτος των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση επικαλείται το πρώτον, με τις προτάσεις της παρούσας συζήτησης, προκειμένου να θεμελιώσει την κυριότητά του, νομή και κατοχή μεγαλύτερης έκτασης απώτερου προγόνου του δικαιοπαρόχου του από το έτος 1859 στην οποία έκταση εξακολουθούσαν να βρίσκονται οι κληρονόμοι απόγονοι αυτού έως το έτος 1951, γεγονότα, των οποίων, σε κάθε περίπτωση, μόνων η συνδρομή, δεν αρκεί, σύμφωνα με τα ανωτέρω. Εξάλλου σε κάθε περίπτωση, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα (ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, έγγραφα, μεταξύ των οποίων και ένορκες βεβαιώσεις) δεν αποδείχθηκε ότι απώτεροι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος – πρώτου των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση νεμήθηκαν τα εν λόγω (επίδικα) ακίνητα, ασκώντας επ’ αυτών, διανοία κυρίων, υλικές, εμφανείς, διακατοχικές πράξεις, που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό τους, δηλωτικές, κατά τις αντικειμενικές συναλλακτικές αντιλήψεις, της βούλησής τους να τα εξουσιάζουν ως κύριοι, συνεχώς και αδιαλείπτως, με καλή πίστη (κατά την ως άνω έννοια), για το ως άνω χρονικό διάστημα. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, η μεταβίβαση προς τον άμεσο δικαιοπάροχο του ενάγοντος – πρώτου των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση, που περιβλήθηκε τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, και αφορά και στα επίδικα ακίνητα, ουδόλως προσπόρισε κατά νόμο κυριότητα σ’ αυτόν (άμεσο δικαιοπάροχο του) επί των εν λόγω ακινήτων με παράγωγο τρόπο, ελλείψει κυριότητας των δικαιοπαρόχων αυτού, ενώ ούτε και με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) ήταν δυνατή η επί των επιδίκων ακινήτων απόκτηση από τρίτο δικαιώματος κυριότητας μετά τις 11-9-1915, ακόμη και διά της άσκησης πράξεων νομής στα συγκεκριμένα ακίνητα, οι οποίες, όπως προεκτέθηκε, ουδεμία έννομη συνέπεια επιφέρουν. Εξάλλου, ο ενάγων – πρώτος των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση δεν κατέστη κύριος των ως άνω ακινήτων, ούτε με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, η οποία, λόγω του ειδικού και εξαιρετικού της χαρακτήρα και της αδιάστικτης γραμματικής της διατύπωσης, όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, εφαρμόζεται μόνον επί ακινήτων του Ελληνικού Δημοσίου, όχι όμως και επί ακινήτων, που ανήκουν σε άλλα Ν.Π.Δ.Δ., ως προς τα οποία δεν αντιτάσσεται η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή χρησικτησία, ακόμη και εάν πρόκειται περί Ν.Π.Δ.Δ., στα οποία εκτείνεται η προστασία του α.ν. 1539/1939, όπως είναι στην κρινόμενη περίπτωση το κυρίως παρεμβαίνον Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.), το οποίο είναι διάφορο και ανεξάρτητο του Ελληνικού Δημοσίου, με διακεκριμένη περιουσία αυτής του Δημοσίου, της οποίας όμως η διαχείριση ασκείται από τον Υπουργό των Οικονομικών, που επίσης το εκπροσωπεί δικαστικά και εξώδικα. Εξάλλου, όπως έχει ήδη αναφερθεί στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν μπορεί να γίνει διασταλτική ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης, ώστε στο ρυθμιστικό της πεδίο να εμπίπτουν και άλλα Ν.Π.Δ.Δ., καθώς η διάταξη αυτή, ως προβλέπουσα την κατάργηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτου με χρησικτησία είναι στενά ερμηνευτέα, μη επιτρεπομένης της επέκτασης της εφαρμογής της και σε άλλες περιπτώσεις, πλην της σε αυτή, ρητώς και ειδικώς, μνημονευομένης, ήτοι επί της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, οι οποίες περιπτώσεις κείνται εκτός της νομοθετικής βούλησης, ούτε όμως και ανάλογη εφαρμογή της και επί ακινήτων άλλων Ν.Π.Δ.Δ., αφού δεν υφίσταται γνήσιο κενό του νόμου, αλλά ηθελημένη από το νομοθέτη αρνητική ρύθμιση, υπό την έννοια, ότι επί ακινήτων του Δημοσίου και μόνο χωρεί η υπό τις προβλεπόμενες σ’ αυτήν προϋποθέσεις κτητική παραγραφή. Περαιτέρω, με τις προτάσεις της παρούσας συζήτησης ο πρώτος των εφεσίβλητων-πρώτος των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση – ενάγων προβάλλει τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης κύριας παρεμβάσεως, η οποία συνιστά ένσταση, για το λόγο ότι το κυρίως παρεμβαίνον επιχειρεί δολίως να σφετερισθεί την επίδικη ιδιοκτησία του, διά της εκδικαζόμενης, κατά παραπομπή, εφέσεώς του, καθώς η ιδιοκτησία του έχει προορισμό να καλύψει τον κοινωνικό και οικονομικό αυτής προορισμό, δηλαδή της αξιοποιήσεως του οικοπέδου του αυτού για τις στεγαστικές ανάγκες αυτού και της οικογένειάς του, κατά τα ειδικότερα σ’ αυτές (προτάσεις) αναφερόμενα. Τα επικαλούμενα, όμως, για τη θεμελίωση της ως άνω ένστασης πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος (άρθρο 241 του ΑΚ) και συνεπώς η σχετική ένσταση πρέπει να απορριφθεί. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ένδικη κύρια παρέμβαση ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και, συνακόλουθα, δέχθηκε εν μέρει την από 6-3-2012 (αρ. καταθ. …/2012 εξ. 115) αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, αναγνώρισε τον ενάγοντα κύριο του υπό ΚΑΕΚ ……………… ακινήτου και διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να δημιουργηθεί ένα ενιαίο κτηματολογικό φύλλο στο οποίο να αποτυπώνεται τόσο το ήδη καταχωρηθέν υπό ΚΑΕΚ ………., όσο και το υπό ΚΑΕΚ ………. και στο υπό δημιουργία ΚΑΕΚ να αναγραφεί ο ενάγων ως εμπράγματος δικαιούχος του ενιαίου πλέον ακινήτου, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος της από 21-5-2015 (αρ. καταθ. ……/2015) ένδικης εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ’ ουσίαν βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τα κεφάλαια αυτής, που αφορούν στην ανωτέρω από 6-3-2012 (αρ. καταθ. …./2012 εξ. ……) αγωγή [ως προς το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.).] και στην από 7-10-2013 (αρ. καταθ. 7131/8-10-2013) κύρια παρέμβαση του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) και αφού κρατηθεί η υπόθεση, ως προς τα κεφάλαια αυτά, από το Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 του ΚΠολΔ), να δικασθεί η υπόθεση ως προς τα κεφάλαια αυτά, να ερευνηθούν εκ νέου και να απορριφθεί η από 6-3-2012 (αρ. καταθ. ……/2012 εξ. ….) αγωγή [ως προς το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.).] και απορριπτομένων των ισχυρισμών περί ιδίας κυριότητας του πρώτου των καθ’ ων η από 7-10- 2013 (αρ. καταθ. …./8-10-2013) κύρια παρέμβαση και περί καταχρηστικής ασκήσεως αυτής (ως άνω κύριας παρέμβασης), να γίνει εν μέρει δεκτή αυτή [η από 7-10-2013 (αρ. καταθ. …./8-10-2013)] κύρια παρέμβαση, να αναγνωρισθεί το κυρίως παρεμβαίνον Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) κύριο των α) υπό ΚΑΕΚ ……… και β) υπό ΚΑΕΚ ……….. ακινήτων, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας, να υποχρεωθεί ο πρώτος των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση (……..) να αποδώσει στο κυρίως παρεμβαίνον Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) τα παραπάνω επίδικα ακίνητα (με ΚΑΕΚ ……….. και ΚΑΕΚ …….) και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας όσον αφορά στα παραπάνω ακίνητα, που έχουν καταχωρηθεί στο Εθνικό Κτηματολόγιο με ΚΑΕΚ …….. και ΚΑΕΚ …….. μετά των συστατικών και παραρτημάτων τους και στα οποία έχουν καταχωρηθεί ο ενάγων και η εναγομένη, μη διάδικος στην παρούσα δίκη, αντίστοιχα, ώστε να καταχωρηθούν με δικαιούχο κυριότητας το κυρίως παρεμβαίνον Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.). Όσον αφορά το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής, σε κάθε περίπτωση, στον παρόντα βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων [………. και Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.)], λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε διαδίκου, κατά τα άρθρα 22 παρ. 2 στοιχ. β’ και 3 του Ν. 3693/1957, ο οποίος (νόμος) εφαρμόζεται και για το ως άνω Ν.Π.Δ.Δ., που απολαμβάνει όλων των προνομίων του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998), η δε νομική του υπηρεσία διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΑΠ 184/ 2018, πρβλ. ΑΠ 55/2018).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς το δεύτερο των καθ’ ων η κλήση Ελληνικό Δημόσιο.

Δικάζει αντιμωλία των λοιπών διαδίκων [………… και Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.).].

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 21-5-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεση κατά της υπ’ αρ. 837/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 837/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) ως προς τα κεφάλαια αυτής, που αφορούν στην από 6-3-2012 (αρ. καταθ. …./2012 εξ. …..) αγωγή [ως προς το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.).] και στην από 7-10-2013 (αρ. καταθ. ……/8-10-2013) κύρια παρέμβαση του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.).

Κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ ουσίαν ως προς τα κεφάλαια αυτά.

Απορρίπτει την από 6-3-2012 (αρ. καταθ. …/2012 εξ. ….) αγωγή [ως προς το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.).]

Δέχεται εν μέρει την από 7-10-2013 (αρ. καταθ. …./8-10-2013) κύρια παρέμβαση.

Αναγνωρίζει το κυρίως παρεμβαίνον Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) κύριο του υπό ΚΑΕΚ …….. ακινήτου, εκτάσεως 323,11 τ.μ και κατά τα οικεία κτηματολογικά στοιχεία, 301,62 τ.μ που κείται στον Δήμο Νίκαιας Αττικής, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου αυτού στο Ο.Τ. … και επί της οδού …, εμφαινόμενου με τα στοιχεία {7(Α> 14(Β> 15(Γ) – 16(Θ’)-Ε5-Ε4-Ε3-Ε2-Ε1-13(Ε’)-12-11-(Θ)-10- 7(A )} στο προσκομιζόμενο από μηνός Σεπτεμβρίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού ……. και συνορεύει, κατ’ αυτό, βορείως με οδό … (προέκταση της αντίστοιχης οδού του Δήμου Κερατσινίου, πρώην …), μεσημβρινώς με μη διανοιγείσα ………, δυτικώς με ιδιοκτησία κληρονόμων ……. και ανατολικώς με ιδιοκτησία αγνώστων.

Αναγνωρίζει το κυρίως παρεμβαίνον Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) κύριο του υπό ΚΑΕΚ ……… ακινήτου, εκτάσεως 89,39 τ.μ και κατά τα οικεία κτηματολογικά στοιχεία, 69,80 τ.μ, που κείται στον Δήμο Νίκαιας Αττικής, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου αυτού στο Ο.Τ. … και επί της οδού …., εμφαινόμενου με τα στοιχεία {13(Ε’)-Ε1-Ε2-Ε3-Ε4-Ε5-16(Θ’)-17-13(Ε’)}στο προσκομιζόμενο από μηνός Σεπτεμβρίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού ……….. και συνορεύει, κατ’ αυτό, βορείως επί πλευράς Ε5-16Θ’ μήκους 4,37 μ. με ιδιοκτησία του ενάγοντος, μεσημβρινώς επί πλευράς 13Ε-17 μήκους 14,76 μ. με μη διανοιγείσα ………, δυτικώς επί τεθλασμένης γραμμικής οριοθέτησης με τα στοιχεία Ε5-Ε4 μήκους 4 μ., Ε4-Ε3 μήκους 2,56 μ., Ε3-Ε2 μήκους 2,30 μ., Ε2-Ε1 μήκους 4,12 μ. και Ε1-13Ε’ μήκους 7,62 μ. με ιδιοκτησία του ενάγοντος και ανατολικώς επί πλευράς 16Θ -17 μήκους 10,56 μ. με ιδιοκτησία αγνώστων.

Υποχρεώνει τον πρώτο των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση (………) να αποδώσει στο κυρίως παρεμβαίνον Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) τα παραπάνω επίδικα ακίνητα (με ΚΑΕΚ ……… και ΚΑΕΚ ……..).

Διατάσσει τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας όσον αφορά στα παραπάνω ακίνητα, που ειδικότερα περιγράφονται στο σκεπτικό της παρούσας και έχουν καταχωρηθεί στο Εθνικό Κτηματολόγιο με ΚΑΕΚ ………. και ΚΑΕΚ ……….. μετά των συστατικών και παραρτημάτων τους, ώστε να καταχωρηθούν με δικαιούχο κυριότητας το κυρίως παρεμβαίνον Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.).

Συμψηφίζει στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων [………… και του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.)], τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20 Ιανουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της πληρεξούσιας Δικηγόρου του καλούντος- πρώτου των εφεσίβλητων και των Δικαστικών πληρεξουσίων των καθ’ ων η κλήση-εκκαλούντων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ              Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ