Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 41/2020

Αριθμός 41/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115 παρ. 2, 242 παρ. 2 και 686 επ. του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, για τις οποίες είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και, κατά συνέπεια, δεν ισχύει η ευχέρεια των πληρεξουσίων Δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Ειδικότερα, η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προφορικότητα της συζήτησης των υπαγομένων στη διαδικασία αυτή υποθέσεων, ακόμη και ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εισάγεται προς συζήτηση έφεση, κατά απόφασης που εκδόθηκε μεν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, πλην όμως, με αυτήν (απόφαση) δεν λαμβάνονται ασφαλιστικά ή ρυθμιστικά της κατάστασης μέτρα, αλλά τέμνεται οριστικά η διαφορά, και για το λόγο αυτό υπόκειται σε έφεση και αναίρεση και δεν ισχύει, κατά το προϊσχύσαν του άρθρου 326 του Ν. 4072/2012 νομοθετικό καθεστώς, η απαγόρευση του άρθρου 699 του ΚΠολΔ. Στις περιπτώσεις αυτές στην κατ’ έφεση δίκη τηρείται επίσης η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (Π. Τζίφρα: Ασφαλιστικά Μέτρα, εκ. 4η, σελ. 579), έτσι επιτρέπεται και η ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου εξέταση μαρτύρων ακόμη και για ζητήματα για τα οποία εξετάσθηκαν μάρτυρες στην πρωτοβάθμια δίκη, ενώ η υπόθεση κρίνεται κατά πιθανολόγηση, με αποτέλεσμα, ακόμη και στην περίπτωση που οι διάδικοι δικάστηκαν αντιμωλία, στην έκκλητη δίκη δεν μπορεί να παραλειφθεί η προφορική συζήτηση και συνεπώς δεν επιτρέπεται δήλωση του άρθρου 242 του ΚΠολΔ στην κατ’ έφεση δίκη. Σε μια τέτοια περίπτωση, που δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 242 του 2 του ΚΠολΔ, ο διάδικος που κατέθεσε προτάσεις και δεν παρουσιάσθηκε στη συζήτηση, δικάζεται ερήμην (ΕφΘεσσαλ 36/2019, ΕφΘεσσαλ 896/2018, ΕφΑΘ 1123/2014, ΕφΑΘ 2203/2012). Κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση. Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση.». Εξάλλου, η άνω διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ, έχει εφαρμογή και όταν το Δικαστήριο επιλαμβάνεται της εκδίκασης εφέσεως κατά απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ’ αρ. 593/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αντιμωλία των διαδίκων, συνεκδικάστηκε η αίτηση της ήδη εφεσίβλητης και η ανταίτηση της ήδη εκκαλούσας, απορρίφθηκε η ανταίτηση και ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο, έγινε δεκτή εν μέρει η αγωγή κατά τα λοιπά, υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 24.171,14 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των 8.000 ευρώ. Κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης η εναγομένη άσκησε την από 5-5-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 5-5-2017, η συζήτηση της οποίας, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο 15- 2-2018. Από την υπ’ αρ. …../8-5-2017 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………, που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα, προκύπτει ότι τη συζήτηση της κρινόμενης εφέσεως επισπεύδει η εκκαλούσα (άρθρο 498 του ΚΠολΔ), η οποία επέδωσε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη, πιστό αντίγραφο της ένδικης εφέσεως, με έκθεση καταθέσεως, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση να παραστεί (η εφεσίβλητη) κατά την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο της 15-2-2018, οπότε, αφού εμφανίστηκαν στο ακροατήριο μετά του πληρεξούσιου Δικηγόρου της η εκκαλούσα και δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της η εφεσίβλητη, αναβλήθηκε η συζήτηση αυτής, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά την ως άνω τελευταία δικάσιμο της 7-2-2019, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εκκαλούσα παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου Δικηγόρου της, ενώ η εφεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Η παράσταση αυτή της εφεσίβλητης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν είναι η προσήκουσα, δεδομένου ότι κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά την οποία εκδικάζεται η ένδικη έφεση, η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική και δεν έχει εφαρμογή, η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον η εφεσίβλητη-ενάγουσα δεν μετέχει κανονικά στη συζήτηση της εφέσεως, πρέπει αυτή να δικασθεί ερήμην, δεδομένου ότι είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 15-2-2018, κατά τα προαναφερόμενα, ενόψει και του ότι η αναβολή της συζήτησης από το οικείο πινάκιο και η αναγραφή της υπόθεσης, στη συνέχεια, σ’ αυτό ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 498 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα (ΕφΚρητ 183/2009)], πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι η παρισταμένη, μετά του πληρεξούσιου Δικηγόρου της, εκκαλούσα προσκομίζει, για το παραδεκτό της συζητήσεως της εφέσεως, κατ’ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. γ’ και δ’ του ΚΠολΔ, αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και του σημειώματος-προτάσεων του αντιδίκου της, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και των πρακτικών, που τηρήθηκαν κατ’ αυτήν.

Η κρινόμενη από 5-5-2017 (αρ. καταθ. …./2017) έφεση της ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ’ αρ. 593/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, (κατ’ άρθρο 239 παρ. 4 του Ν. 4364/2016), αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στην εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, με επιμέλεια της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, την 26-4-2017 [βλ. το προσκομιζόμενο από την εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως που φέρει τη σημείωση του Δικαστικού Επιμελητή . ………… και παραγγελία της πληρεξούσιας Δικηγόρου της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, για επίδοση προς αυτήν (εναγομένη, ήδη εκκαλούσα)], ενώ η ένδικη έφεση ασκήθηκε την 5-5-2017 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β’, 516 παρ. 1,517 εδ. α’, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή, αφού ναι μεν η διάταξη του άρθρου 699 του ΚΠολΔ απαγορεύει την άσκηση ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, όμως, η απαγόρευση αυτή δεν αφορά τη διαδικασία, δηλαδή την πορεία της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης, αλλά τα κατ’ αυτής ένδικα μέσα και άρα δεν ισχύει όταν δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων αλλά για αποφάσεις που λύνουν οριστικά τη διαφορά σε υποθέσεις που για λόγους ταχύτητας και μόνον παραπέμφθηκαν στη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του ΚΠολΔ προς οριστική επίλυση, όπως είναι και η παρούσα υπόθεση [πρβλ. ΑΠ 1765/2017, ΑΠ 579/2017, ΑΠ 287/2016, ΑΠ 929/2014, ΕφΠειρ (Μον) 362/2019, ΕφΠειρ (Μον) 328/2019, ΕφΠειρ (Μον) 483/2018]. Επομένως, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ άρθρο 239 παρ. 4 του Ν. 4364/2016, σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ [βλ. σχετ. ΕφΠειρ (Μον.) 362/2019], ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από την εκκαλούσα παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό: ……../2017 και ημερομηνία εξόφλησης 4-5-2017 ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ), κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

Με την από 17-6-2016 (αρ. καταθ. ……./2016) αγωγή της, που συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) την 30-11-2016 η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ασφαλιστική εταιρεία, επικαλούμενη ότι τελεί υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, ιστορούσε ότι μεταξύ αυτής και της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, καταρτίστηκε η υπ’ αρ. ……/20-1-2009 έγγραφη σύμβαση ασφαλιστικής πρακτόρευσης. Ότι δυνάμει της συμβάσεως αυτής η εναγομένη ανέλαβε, έναντι προμήθειας και για λογαριασμό της ιδίας (ενάγουσας), τη διαμεσολάβηση μεταξύ αυτής και τρίτων για την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων στους αναφερόμενους σ’ αυτήν (αγωγή) ασφαλιστικούς κλάδους δραστηριότητας της ιδίας (ενάγουσας) και την είσπραξη των ασφαλίστρων των συναπτομένων συμβάσεων, καθώς και την απόδοση προς αυτήν (ενάγουσα) κάθε δίμηνο μετά τη λήξη του μήνα παραγωγής, μετά την αφαίρεση των εκάστοτε νομίμων προμηθειών της. Επιπροσθέτως, ιστορούσε ότι τα ασφάλιστρα, που εισέπραττε η εναγόμενη, θεωρούνται παρακαταθήκη και ότι η τελευταία ευθύνεται, κατ’ άρθρο 3 του ΠΔ 298/1996, ως θεματοφύλακας. Ότι η μεταξύ τους σύμβαση μπορούσε να λυθεί με έγγραφη καταγγελία για τους προβλεπόμενους σε αυτήν λόγους. Ότι μετά τη λύση της σύμβασης λόγω καταγγελίας η εναγόμενη θα είχε την υποχρέωση να καταβάλει το χρεωστικό υπόλοιπο, καθιστάμενη έκτοτε υπερήμερη και το χρεωστικό υπόλοιπο καθιστάμενο νομίμως έντοκο. Ότι στις 29-3-2011 ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας της και τέθηκε υπό ασφαλιστική εκκαθάριση και στις 2-4-2011 σφραγίστηκαν τα γραφεία της, λογιζομένης έκτοτε της σχετικής σύμβασης καταγγελθείσας και ως εκ τούτου λυθείσας. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής η εναγομένη εισέπραττε ασφάλιστρα από ασφαλισμένους για λογαριασμό αυτής (ενάγουσας), κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2010 έως 30-9-2014, τα οποία κατά παράβαση των ανωτέρω όρων και συμφωνιών παρακράτησε και δεν της τα απέδωσε, όπως ήταν υποχρεωμένη από τη μεταξύ τους σύμβαση αν και οχλήθηκε προς τούτο, ιδιοποιούμενη αυτά, παρανόμως, με αντίστοιχη ζημία της (της ενάγουσας). Ακολούθως, παραθέτοντας (η ενάγουσα) σε καταστάσεις, που αποτελούν ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα αυτής (αγωγής), μαζί με τους αριθμούς των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, που εκδόθηκαν, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, τη χρονική διάρκεια της ασφάλισης και τα εισπραχθέντα από κάθε ασφαλισμένο ποσά ως ασφάλιστρα, τα οποία μετά από άθροιση των επιμέρους ποσών και αφαίρεση της προμήθειας της εναγομένης και των ακυρωθέντων συμβολαίων, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 37.868,49 ευρώ, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το ως άνω ποσό των 37.868,49 ευρώ, που αντιπροσωπεύει τα εισπραχθέντα από αυτήν ασφάλιστρα των ασφαλισμένων της, τα οποία αντισυμβατικά παρακράτησε και ιδιοποιήθηκε παράνομα, επί αντίστοιχη ζημία της ιδίας (ενάγουσας), επικουρικά δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς και το ποσό των 5.044 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την άδικη πράξη της εναγομένης στη φήμη, στο κύρος, στην εμπορική πίστη και στο εμπορικό της μέλλον, επιφυλασσόμενη κατά το ποσό των 44 ευρώ να παρασταθεί ενώπιον των αρμοδίων ποινικών Δικαστηρίων, ως πολιτικώς ενάγουσα σε βάρος της εναγομένης, με το νόμιμο τόκο από την ανάκληση της άδειάς της (2-4-2011), οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση για σπουδαίο εκ του νόμου λόγο, κατά τα προβλεπόμενα στη σύμβαση, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης.

Με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου της η εναγομένη που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, καθώς και με το έγγραφο σημείωμα-προτάσεις που κατέθεσε στην ταχθείσα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προθεσμία, άσκησε προφορικά ανταίτηση (άρθρο 268 του ΚΠολΔ), με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η ενάγουσα υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 45.905,04 ευρώ για οφειλόμενες προμήθειες των ετών 2011- 2014, καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την περιγραφόμενη άδικη συμπεριφορά της (ενάγουσας), επιφυλασσόμενη κατά το ποσό των 44 ευρώ για άσκηση πολιτικής αγωγής σε τυχόν ποινική δίκη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αρ. 593/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε στις 28-3-2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, όπως προαναφέρθηκε, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, κατά την κύρια βάση της, στηριζομένη στις συρρέουσες διατάξεις περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, νόμω αβάσιμη, όμως, κατά την επικουρική βάση της περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, αφού συνεκδίκασε την ένδικη αίτηση με την προφορικά και με το έγγραφο σημείωμα-προτάσεις ασκηθείσα ανταίτηση, απέρριψε την τελευταία (ανταίτηση) ως απαράδεκτη, απέρριψε ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατά τα λοιπά και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 24.171,14 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των 8.000 ευρώ και καταδίκασε την εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων όρισε στο ποσό των 800 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται, με την κρινόμενη από 5-5-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) έφεση, η ηττηθείσα εναγομένη και με τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή λόγους, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά το μέρος που προσβάλλεται, με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή και να γίνουν δεκτά τα αιτήματά της.

Με λόγο της ένδικης εφέσεως, η εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό της περί αοριστίας της αγωγής. Για την πληρότητα, ωστόσο, της αγωγής ασφαλιστικής εταιρείας κατά του ασφαλιστικού συμβούλου -και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και του πράκτορα ή μεσίτη ασφαλίσεων- για την καταβολή εισπραχθέντων και μη αποδοθέντων από τον τελευταίο ασφαλίστρων, απαιτείται και αρκεί, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, να εκτίθενται λεπτομερώς η σύμβαση και το ποσοστό προμήθειάς του, τα ασφαλιστήρια έγγραφα κατ’ αριθμό, αντικείμενο και συμφωνημένο ασφάλιστρο, που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβησή του, τα εισπραχθέντα για κάθε ασφαλιστήριο έγγραφο ασφάλιστρα, καθώς και οι προμήθειες, οι οποίες αντιστοιχούν και τις οποίες δικαιούται ο ασφαλιστικός σύμβουλος, -ή ο πράκτορας ή ο μεσίτης ασφαλίσεων- όπως και τα ποσά που τυχόν πληρώθηκαν από αυτόν. Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, αφού μνημονεύονται σ’ αυτήν η κατάρτιση της μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης σύμβασης πρακτόρευσης και οι ειδικότεροι όροι της, καθώς και η παραγωγή της εναγομένης κατά τη διάρκεια της σύμβασης και ειδικότερα οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων, που καταρτίστηκαν με τη μεσολάβησή της, το αντικείμενο, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια καθεμιάς ασφάλισης και των συμφωνηθέντων – εισπραχθέντων από κάθε ασφαλισμένο ποσών (ασφαλίστρων, μικτών- καθαρών), η προμήθεια της εναγομένης και τα ακυρωθέντα συμβόλαια, με ενσωμάτωση σ’ αυτήν (αγωγή) καταστάσεων, στις οποίες αποτυπώνονται όλα τα πιο πάνω στοιχεία και το εναπομένον χρεωστικό υπόλοιπο, που συνιστά και την, δια της αγωγής, απαίτηση της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας κατά της εναγομένης, οι οποίες (καταστάσεις), συνιστούν τμήμα του περιεχομένου της, απορριπτομένου του ισχυρισμού περί αοριστίας αυτής (αγωγής) που προέβαλε η εναγομένη πρωτοδίκως και επαναφέρει με τον ως άνω λόγο εφέσεως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη την αγωγή, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό που προέβαλε η εναγομένη περί αοριστίας της (αγωγής), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε, ώστε τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.

Με λόγο της ένδικης εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη της ανταίτησής της ως απαράδεκτης. Πλην όμως, η προφορικά (με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως), καθώς και με το έγγραφο σημείωμα-προτάσεις, που κατέθεσε στην ταχθείσα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προθεσμία, ασκηθείσα ανταίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι δεν τηρήθηκε η απαιτούμενη νόμιμη προδικασία, με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που δίκασε την αγωγή και της επίδοσης αυτού στον αντίδικο στον οποίο απευθύνεται, δεδομένου ότι στην προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 686 παρ. 1, 268 παρ. 4 [όπως το άρθρο 268 αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ A 87) με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου από 1-1-2016], 686 παρ. 6 [όπως οι παρ. 1 και 6 του άρθρου αυτού (686) τροποποιήθηκαν με το άρθρο πέμπτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, με έναρξη ισχύος, επίσης, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 4 του αυτού άρθρου και νόμου από 1-1-2016), και όπως ίσχυαν (τα άρθρα 686 παρ. 1 και 6 και 268 παρ. 4 του ΚΠολΔ) κατά το χρόνο συζήτησης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο], επιτρέπεται η προφορική άσκηση μόνον της πρόσθετης παρέμβασης, ενώ, βεβαίως, ούτε στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο επιτρέπεται να ασκηθεί προφορικά η ένδικη ανταίτηση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε την ανταίτηση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε, ώστε τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα της ενάγουσας …………… και της ανωμοτί κατάθεσης της εναγομένης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται [οι καταθέσεις (ένορκη και ανωμοτί)] στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα τα οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα τα οποία λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ των οποίων (εγγράφων) η υπ’ αρ. …../27-9-2016 ένορκη βεβαίωση του ……….. που, με επιμέλεια της εναγομένης, λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νέας Ιωνίας, οι υπ’ αρ. …../22-11-2016 και …../22-11-2016 ένορκες βεβαιώσεις των ………., αντίστοιχα, που, με επιμέλεια της εναγόμενης, λήφθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου και η υπ’ αρ. …./28-11-2016 ένορκη βεβαίωση του …………. που, με επιμέλεια, επίσης, της εναγομένης, λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Κρωπίας, που επικαλείται και προσκομίζει η εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, οι οποίες έχουν ληφθεί μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, (σημειώνοντας ότι η εκκαλούσα, στο σημείωμα-προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιο, το σημείωμα-προτάσεις της τής πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου της, και κατά τον τρόπο αυτό έχει καταστεί ενιαίο σημείωμα- προτάσεις), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 20-1-2009 (αρ. ……../20-1-2009) έγγραφης συμβάσεως πρακτόρευσης αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία ανέθεσε στην εναγομένη, που ασκεί το επάγγελμα του ασφαλιστικού πράκτορα, την, έναντι προμήθειας, διενέργεια πράξεων διαμεσολάβησης στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους για λογαριασμό της (ενάγουσας), σε όλους τους αναφερόμενους στη σύμβαση αυτή κλάδους ασφάλισης, που αποτελούσαν το αντικείμενο της δραστηριότητάς της. Ειδικότερα, η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να διαπραγματεύεται, μέσα στο πλαίσιο των εκάστοτε οδηγιών της ενάγουσας και στο όνομά της, ασφαλιστικές εργασίες, που αφορούσαν σε όλους τους κλάδους ασφάλισης που αυτή ασκούσε, δεχόμενη τις αιτήσεις (προτάσεις) αυτών που επιθυμούσαν να ασφαλιστούν και προσυπογράφοντας τα ασφαλιστήρια συμβόλαια (όρος 2). Παράλληλα, η εναγομένη όφειλε να μεριμνά για την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα οποία (εισπραχθέντα ασφάλιστρα) θεωρούνταν, κατά την ως άνω σύμβαση, παρακαταθήκη και η εναγομένη ευθυνόταν γι αυτά, ως θεματοφύλακας (όρος 7). Επίσης η τελευταία (πράκτορας) είχε την υποχρέωση σύμφωνα με τη σύμβαση κάθε δίμηνο μετά τη λήξη του μήνα παραγωγής να αποδίδει στην ενάγουσα αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και να της καταβάλει κάθε πλεόνασμα. Εάν δε το πλεόνασμα αυτό δεν καταβαλλόταν μέχρι το τέλος του μήνα κατά τον οποίο έπρεπε να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός οι απαιτήσεις της ενάγουσας θα θεωρούνταν ληξιπρόθεσμες (όρος 8), αφαιρουμένης της αναλογούσας προμήθειας, όπως αυτή καθοριζόταν σε ποσοστό κατά κλάδο ασφάλισης κατά τα ειδικότερα στο άρθρο 18 της σύμβασης, μετά την καταβολή των εισπραττομένων στην ενάγουσα. Επιπλέον η εναγομένη είχε την υποχρέωση να αποστέλλει προς την ασφαλιστική επιχείρηση προς ακύρωση μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής τους τα συμβόλαια που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, ενώ σε περίπτωση παράβασης της προθεσμίας αυτής ο πράκτορας θα ήταν υποχρεωμένος στην απόδοση των ασφαλίστρων (όρος 9 και 10). Η με το ανωτέρω περιεχόμενο σύμβαση λειτούργησε μέχρι την ανάκληση της άδειας της ενάγουσας την 29-3-2011, οπότε ανακλήθηκε η άδειά της και τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης κατόπιν της υπ’ αρ. 7/Θέμα 9/29-3-2011 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (Ε.Π.Α.Θ) της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ και Γ.Ε.ΜΗ 1706/4-4-2011). Εκκαθαριστής αυτής ορίστηκε, δυνάμει της υπ’ αρ. 2998/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ……….., ενώ με την υπ’ αρ. 190/38/29-6-2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος από την 1-7-2016 ορίστηκε ως ασφαλιστικός εκκαθαριστής ο ………….. (ΦΕΚ ΠΡΑ.Δ.Ι.Τ. 2115/1-6-2016). Λόγω της ανάκλησης της άδειας της ενάγουσας λύθηκε αυτοδικαίως αυτή και συνακόλουθα και η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση (άρθρο 3 παρ. 6, 7 του Ν.Δ. 400/1970). Ειδικότερα, η εναγομένη, κατά το μερικότερο διάστημα της συνεργασίας τους, δηλαδή από το μήνα Ιούλιο 2010 έως την ανάκληση της άδειας της εισέπραξε για τη σύναψη των καταρτισθέντων, με τη διαμεσολάβησή της επ’ ονόματι και για λογαριασμό της ενάγουσας, ασφαλιστηρίων συμβολαίων, για τους μήνες Αύγουστο 2010, Σεπτέμβριο 2010, Οκτώβριο 2010, Νοέμβριο 2010, Δεκέμβριο 2010 και Ιανουάριο 2011, τα ποσά των 10.585,76 ευρώ, 13.848,19 ευρώ, 7.760,95 ευρώ, 5.901,13 ευρώ, 9.830,86 ευρώ και 14.339,21 ευρώ αντίστοιχα, εκ των οποίων απέδωσε στην ενάγουσα υπόλοιπο από την παραγωγή του μήνα Ιουλίου 2010, την παραγωγή των μηνών Αυγούστου 2010 και Σεπτεμβρίου 2010 καθώς και του μηνός Οκτωβρίου 2010, όπως τούτο συνάγεται από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη εξοφλητικές αποδείξεις των μηνών αυτών (υπ’ αρ. …………) σε συνδυασμό με την ανάλυση λογαριασμού που περιέχεται στην αγωγή και δεδομένου ότι από την περιεχόμενη στην αγωγή χειρόγραφη ανάλυση λογαριασμού προκύπτει η εξόφληση υπολοίπου για το μήνα Ιούλιο 2010 και η εξόφληση για τους μήνες Αύγουστο 2010 και Σεπτέμβριο 2010. Αντίθετα δεν απέδωσε, όπως όφειλε από τη μεταξύ τους σύμβαση, το σύνολο της παραγωγής των υπόλοιπων μηνών εντός της συμβατικής προθεσμίας, κάθε δίμηνο, δηλαδή, μετά τη λήξη του μήνα παραγωγής, προθεσμία η οποία στην πράξη είχε επιμηκυνθεί στους τρεις μήνες, ενόψει και της μεσολαβούσας ανάκλησης της άδειας της ενάγουσας στις 29-3-2010 παρά απέδωσε το ποσό των 5.900,06 ευρώ, στις 3-3-2011 που αντιστοιχεί στην παραγωγή του μηνός Νοεμβρίου 2010 εκ ποσού 5.901,13 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό που αντιστοιχεί στην παραγωγή των μηνών Δεκεμβρίου 2010 και Ιανουάριου 2011 δεν το απέδωσε, αλλά το ενσωμάτωσε στην περιουσία της, ιδιοποιούμενη αυτό χωρίς δικαίωμα, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 24.171,14 ευρώ (= παραγωγή του μηνός Νοεμβρίου 2010 ποσού 5.901,13 ευρώ + παραγωγή του μηνός Δεκεμβρίου 2010 ποσού 9.830,86 ευρώ + παραγωγή του μηνός Ιανουάριου 2011 ποσού 14.339.21 ευρώ, μείον ποσό 5.900,06 ευρώ ως έναντι καταβληθέν). Στο ποσό αυτό δεν συνυπολογίζεται 1) το ποσό που αναλογεί στη συμφωνηθείσα προμήθεια της εναγόμενης, 2) το ποσό που αναλογεί σε ακυρωθέντα συμβόλαια εντός της συμβατικής προθεσμίας των δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής τους (όρος 9 της σύμβασης) εκ ποσού 25.654,01 ευρώ, μη πιθανολογούμενου ότι το ποσό των ακυρώσεων ανέρχεται σε 29.874,46 ευρώ, καθόσον πιθανολογήθηκε ότι η διαφορά αφορά σε προμήθειες, συνυπολογιζομένων και των ακυρώσεων πέραν της προαναφερόμενης προθεσμίας, ούτε τέλος 3) τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, απορριπτομένου κάθε περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν πιθανολογήθηκε η εξόφληση άλλων ποσών, η ένσταση περί (ολικής) εξοφλήσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η εναγομένη, την οποία επαναφέρει, νομίμως με την ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 του Ν.Δ. 40Θ/1970 (Περί Ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφαλίσεως), όπως ίσχυε, (κατά το χρόνο που ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ενάγουσας και τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης), ήτοι πριν την κατάργησή του με την παρ. 1 του άρθρου 278 του Ν.4364/2016: «Τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, Θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της, εκτός από αυτές των ασφαλίσεων ζωής, εφόσον μέσα στην πιο πάνω προθεσμία δεν έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Εμπορίου τυχόν αίτηση άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου. Τα καταβληθέντα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα επιστρέφονται. Τυχόν καταβληθείσες νόμιμες προμήθειες επιστρέφονται ή αναζητούνται από τον εκκαθαριστή». Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 38 παρ. 3 του ΠΔ 237/1986 (Κωδικοποίηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης) «Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης στον κλάδο ασφάλισης της αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, σύμφωνα προς τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να ακυρώσει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που έχει εκδώσει, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 11, και να επιστρέφει στους ασφαλισμένους τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα αυτών των ασφαλιστηρίων, αφαιρώντας από αυτά ποσοστό 25%». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας έχει ανακληθεί η άδεια, εφόσον δεν προηγήθηκε έγκριση του Υπουργού Εμπορίου αιτήσεως άλλης ασφαλιστικής επιχειρήσεως περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου εντός του μηνός, τότε είναι υπεύθυνη να επιστρέφει τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα στους ασφαλισθέντες πελάτες της, εφόσον αυτά εισπράχθηκαν από τον ασφαλιστικό της πράκτορα και αποδόθηκαν από αυτόν στην εταιρεία. Εάν όμως δεν έχουν αποδοθεί και εξακολουθούν να παρακρατούνται από τον πράκτορα, τότε έχει αγωγική αξίωση κατ’ αυτού για την απόδοσή τους, ώστε να μπορέσει να ικανοποιήσει τους ασφαλισθέντες πελάτες της, που έχουν αντίστοιχη αξίωση εναντίον της, ανεξάρτητα εάν αυτοί έχουν επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίησή τους. Η τυχόν επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων από τον ίδιο τον πράκτορα στους ασφαλισθέντες, δεν αποκλείει το έννομο συμφέρον αυτής να επιδιώξει την ικανοποίηση της σχετικής αξιώσεως από τον ασφαλιστικό πράκτορα, εντεύθεν και την ενεργητική της νομιμοποίηση προς άσκηση αγωγής, αλλά αποτελεί πραγματικό γεγονός που, εφόσον αποδειχθεί, οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής της εταιρείας κατά του πράκτορα ή στην απόρριψη της αγωγής των ασφαλισθέντων εναντίον της (ΑΠ 339/2015). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι προς αποφυγή ζημίας των πελατών της (ασφαλισμένων με δική της διαμεσολάβηση στην ενάγουσα) απευθύνθηκε σε άλλες ασφαλιστικές εταιρείες μετά την ανάκληση της άδειας της ενάγουσας στις οποίες και κατέβαλε τα έξοδα ασφάλισης αυτών. Εν προκειμένω, εφόσον ανακλήθηκε η άδεια της ενάγουσας η τελευταία ήταν υποχρεωμένη να επιστρέφει στους ασφαλισμένους της, όχι, όμως, στην εναγομένη, ασφαλιστική πράκτορα, τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα των ασφαλιστικών συμβολαίων που λύθηκαν-ακυρώθηκαν αφαιρώντας από αυτά (όσον αφορά τον κλάδο ασφάλισης της αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων) το ποσοστό που προβλέπει ο νόμος, είτε τα ασφάλιστρα αυτά έχουν εισπραχθεί από αυτήν (ενάγουσα – ασφαλιστική εταιρεία) είτε παρακρατούνται ακόμη από την εναγομένη, ενώ άλλωστε δεν πιθανολογείται ότι συντρέχει περίπτωση απαλλαγής της ενάγουσας από την ως άνω υποχρέωσή της και ειδικότερα παραίτηση των ασφαλισμένων της από την πιο πάνω αξίωσή τους για επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων. Επίσης, δεν πιθανολογήθηκε ότι η εναγομένη επέστρεψε τα ποσά των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων στους ασφαλισθέντες-πελάτες της προκειμένου να επιλέξουν οι ίδιοι την εταιρεία που θα ασφαλιστούν, αλλά κατέβαλε (η εναγομένη) το ποσό των ασφαλίστρων, που όφειλε στην ενάγουσα, για να ασφαλίσει τους πελάτες της, που διαμαρτύρονταν για το γεγονός ότι ανακλήθηκε η άδεια της ενάγουσας με την οποία, κατόπιν διαμεσολάβησης της (εναγομένης), συνήψαν τα ασφαλιστικά συμβόλαια, σε άλλες ασφαλιστικές εταιρείες. Συνεπώς η εναγομένη οφείλει το προαναφερόμενο ποσό προς την ενάγουσα. Κατόπιν τούτων ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης, τον οποίο επαναφέρει με την ένδικη έφεση, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, όπως και οι σχετικές ενστάσεις που προέβαλε επικουρικώς και επαναφέρει νομίμως με την ένδικη έφεσή της περί ενάσκησης δικαιώματος, περί κατάστασης ανάγκης και περί σύγκρουσης συμφερόντων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα. Περαιτέρω, το αίτημα περί επίδειξης των επιστολών της ενάγουσας προς τους ασφαλισμένους μέσω της εναγομένης-τρίτους ως προς την «τύχη» των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, το οποίο αίτημα υπέβαλε πρωτοδίκως η εναγομένη και επαναφέρει με λόγο της εφέσεως, παραπονούμενη για την απόρριψη αυτού, πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η «τύχη» αυτών αφορά στις σχέσεις της ενάγουσας, η οποία, σε κάθε περίπτωση, στον παρόντα βαθμό είναι απούσα, με τους τρίτους (η ενημέρωση των οποίων για τα δικαιώματά τους και τον χρόνο και τρόπο επιστροφής σε αυτούς των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων κατά την εκκαθάριση γίνεται κατά τα προβλεπόμενα στο νόμο) και όχι σε αυτές μεταξύ των διαδίκων. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια δεν έσφαλε, ώστε τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η συνολική ζημία της ενάγουσας από την ως άνω αντισυμβατική, αλλά και αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, όπως αυτή πιθανολογήθηκε, ανέρχεται στο προαναφερόμενο ποσό και αποτυπώνεται στις προσκομιζόμενες και ενσωματωμένες στην ένδικη αγωγή αναλυτικές καταστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδόθηκαν με τη διαμεσολάβηση της εναγομένης, επ’ ονόματι και για λογαριασμό της ενάγουσας, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια της ασφάλισης και τα εισπραχθέντα από κάθε ασφαλισμένο ποσά ως ασφάλιστρα και η προμήθεια της εναγομένης, τα οποία μετά από άθροιση των επιμέρους ποσών, μετά και τον συνυπολογισμό των εξοφλημένων απαιτήσεων κατά τα προαναφερόμενα, ανέρχονται στο ως άνω ποσό.

Με λόγο της ένδικης εφέσεως, η εναγομένη επαναφέρει τον επικουρικά προταθέντα πρωτοδίκως ισχυρισμό της περί παραγραφής των ένδικων αξιώσεων. Οι αξιώσεις της ενάγουσας, ως προς την καταβολή του προαναφερόμενου ποσού, για τις ως άνω αιτίες που ανάγονται στο χρονικό διάστημα μέχρι Ιανουάριο 2011, δεν έχουν παραγραφεί, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη ως απορρέουσες από εμπορική αιτία, μεταξύ εμπόρων και υποκείμενες ως εκ τούτου στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 του ΑΚ, η οποία και έχει συμπληρωθεί από τη γένεσή τους μέχρι την άσκηση της αγωγής. Τούτο διότι οι ένδικες αξιώσεις δεν υπάγονται στις περιοριστικώς αναφερόμενες απαιτήσεις του άρθρου 250 του ΑΚ, που υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή, αλλά στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του ΑΚ. Ειδικότερα οι ένδικες αξιώσεις πηγάζουν από σύμβαση παρακαταθήκης, η οποία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 247, 249, 251 και 252 του ΑΚ υπόκειται, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του ΑΚ. Η παραγραφή δε αυτή αρχίζει σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 822, 827 και 828 του ΑΚ, σε κάθε περίπτωση, που δεν έχει ταχθεί προθεσμία για τη φύλαξη, από τη σύσταση της ενοχικής σχέσης, που συντελείται με την παράδοση του πράγματος για φύλαξη, αφού από τότε αυτός έχει εξουσία και τη δυνατότητα να απαιτήσει το πράγμα (βλ. Κρητικό στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 827, αρ. 28), ενώ δεν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής μέχρι την άσκηση της αγωγής την 18-7-2016. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε όμοια και απέρριψε την ως άνω ένσταση παραγραφής, έστω και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε ως προς αυτήν και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της εφέσεως.

Από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44.1290, ΕφΛαρ 533/2013, ΕφΑΟ 798/2007, ΕφΠειρ 89/2004), ενώ σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το Δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας του καθενός (άρθρο 178 του ΚΠολΔ). Στην περίπτωση εφαρμογής της τελευταίας διατάξεως το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίσει τα υπέρ του διαδίκου, που εν μέρει νικά και συνακόλουθα εν μέρει ηττάται, δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Δικηγορικού Κώδικα, ακόμη και αν έχει υποβληθεί ο κατά το άρθρο 178 του ΚΠολΔ, κατάλογος δαπανών και εξόδων (Β. Βαθρακοκοίλης: Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 178, παρ. 13). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα. Η διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και για την ουσία της υπόθεσης, πλην όμως ο ανωτέρω λόγος δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία και μπορεί να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα. Η άποψη ότι ο τελευταίος ακολουθεί αναγκαίως την τύχη του πρώτου και δεν εξετάζεται στην περίπτωση που είναι αβάσιμος ο λόγος για την ουσία, δεν είναι ορθή, γιατί αν ο λόγος που αφορά στην ουσία κριθεί βάσιμος και αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης αλλάζει αναγκαίως και η επιβολή των δικαστικών εξόδων, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί λόγος εφέσεως για τα έξοδα. Επομένως, η προβολή λόγου εφέσεως ως προς τα έξοδα αποκτά νόημα αν κριθεί αβάσιμος ο λόγος για την ουσία της υπόθεσης και γι’ αυτό κρίνεται αυτοτελώς (ΕφΠειρ 462/2016, ΕφΠειρ 85/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταδίκασε την εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, μειωμένα λόγω της εν μέρει νίκης και της εν μέρει ήττας των διαδίκων, όρισε δε αυτά στο ποσό των 800 ευρώ. Με λόγο της ένδικης εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως περί επιβολής εις βάρος της των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην έφεση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς τη διάταξη αυτή και ειδικότερα ότι έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της ενάγουσας, ενώ ακόμα και στην προκειμένη περίπτωση που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή έσφαλε ως προς τον υπολογισμό των δικαστικών εξόδων, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ’ αυτόν (λόγο), ενώ σε κάθε περίπτωση λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν θα έπρεπε τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν. Ο λόγος αυτός, όμως, ο οποίος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, παραδεκτά προβάλλεται κατ’ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (άρθρο 193 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 76/2014, ΑΠ 617/2008), κρίνεται αβάσιμος στην ουσία και πρέπει να απορριφθεί. Τούτο δε διότι αφενός δεν συνέτρεχε εν προκειμένω λόγος  συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, κατά το άρθρο 179 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ A 109/29-5-2001) και ισχύει από 1-1-2002 (άρθρο 15 του Ν.2943/2001), αφού δεν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό, ούτε η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, αφετέρου δε, συνέτρεχε εν προκειμένω λόγος επιβολής μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης, λόγω της εν μέρει νίκης της (ενάγουσας) κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενώ το αντικείμενο της δίκης, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων της ενάγουσας που εν μέρει νίκησε στο ποσό των 800 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, καταδίκασε την εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, μειωμένα λόγω της εν μέρει νίκης και της εν μέρει ήττας των διαδίκων, και όρισε αυτά στο ποσό των οκτακόσιων (800) ευρώ, δεν έσφαλε, ώστε τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 24.171,14 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, το Δικαστήριο, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου, ποσού 100 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με το e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό: …../2017 και με ημερομηνία εξόφλησης 4-5-2017 ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ.

Κατά το άρθρο 914 του ΚΠολΔ, αν το Δικαστήριο δεχθεί την ανακοπή ερημοδικίας ή την έφεση οριστικά και κατ’ ουσίαν και απορρίψει, ολικά ή εν μέρει, την αγωγή, την ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάζει, αν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν, πριν εκτελεστεί η απόφαση που εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε. Η αίτηση υποβάλλεται είτε με τα δικόγραφα της ανακοπής ή της έφεσης και των προσθέτων λόγων είτε με τις προτάσεις είτε με χωριστό δικόγραφο που κοινοποιείται στον αντίδικο. Η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προαποδεικνύεται. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, εκτός των άλλων, και ότι η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκτέλεση της εξαφανισθείσας αποφάσεως διατάσσεται μόνο επί εκτελέσεως προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως (άρθρο 904 παρ. 2 περ. α του ΚΠολΔ, ΑΠ 256/2003, ΑΠ 716/2001, ΕφΛαρ 165/2006). Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα-εναγομένη με το δικόγραφο της από 5-5-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) εφέσεώς της ζητεί, μεταξύ άλλων, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, να επανέλθουν τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση. Η αίτηση όμως, αυτή, ενόψει του ότι το Δικαστήριο αυτό απέρριψε κατ’ ουσίαν την ένδικη έφεση, πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να απορριφθεί ως ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει, για την περίπτωση που η εφεσίβλητη ασκήσει κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας, να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Διάταξη περί δικαστικών εξόδων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας δεν θα διαληφθεί στην παρούσα, καθόσον η ως άνω  απολιπόμενη εφεσίβλητη που νίκησε, πρωτίστως, δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα (άρθρα 106, 191 παρ. 2, 176 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης.

Ορίζει παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από την εφεσίβλητη το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 5-5-2017 (αρ. καταθ. …/2017) έφεση κατά της υπ’ αρ. 593/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων).

Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το e – ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό: …./2017 και ημερομηνία εξόφλησης 4-5-2017 ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Ιανουαρίου 2020,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξούσιου Δικηγόρου της εκκαλούσας.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ