Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 82/2020

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Δικαιοδοσία πολιτικών Δικαστηρίων. Οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπήχθησαν ρητά βάσει του Ν. 1406/1983 στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και οι διαφορές που ανακύπτουν από την ερμηνεία και εκτέλεση διοικητικών συμβάσεων. Προϋποθέσεις χαρακτηρισμού μίας σύμβασης ως διοικητικής. Οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. συνιστούν διοικητικές διαφορές και υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων μόνον αν απορρέουν από σύμβαση δημοσίου δικαίου.

 

Αριθμός Απόφασης:   82  /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 30-03-2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 12-04-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 24-04-2018, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2018, κατά της με αριθμ. 764/09-02-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, επί της από 08/02/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../09-02-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/09-0-2017 αγωγής, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, καθώς, από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης, από τη δημοσίευση δε αυτής, στις 09-02-2018, έως την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 12-04-2018, δεν παρήλθε η τασσομένη από το άρθρο 528 παρ. 2 του ΚΠολΔ προθεσμία (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 και 520 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον δεν απαιτείται από το εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. η κατάθεση παραβόλου στο δημόσιο ταμείο για την άσκηση αυτής, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).

Με την από 08/02/2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../09-02-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/09-0-2017 αγωγή της η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, δυνάμει της από 11-9-2015 έγγραφης σύμβασης έργου, η οποία υπεγράφη στον Πειραιά, κατόπιν ανοικτού δημόσιου μειοδοτικού διαγωνισμού, ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει στο εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. υπηρεσίες συντήρησης και υποστήριξης των υποσυστημάτων και εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος του Ν.Α.Τ. και N.A.T. Portal, για το χρονικό διάστημα από 11-9-2015 έως 10-9-2016, έναντι αμοιβής ποσού 114.000,00 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 23% ποσού 26.220,00 ευρώ, ήτοι συνολικά έναντι 140.220,00 ευρώ, σύμφωνα με τη με αριθμ. 4/2015 διακήρυξη, η οποία αμοιβή θα καταβαλλόταν τμηματικά στο τέλος κάθε δεδουλευμένου τριμήνου, ήτοι συμφωνήθηκε να καταβάλλεται το ποσό των 28.500 ευρώ στο τέλος κάθε δεδουλευμένου τριμήνου (4 x 28.500,00 ευρώ), πλέον ΦΠΑ, μετά από πιστοποίηση της αρμόδιας Συντονιστικής Επιτροπής Έργου του εναγομένου. ‘Οτι σε εκτέλεση της συμβάσεως, η ενάγουσα παρείχε στο εναγόμενο, καθ’ όλη τη διάρκεια του ως άνω συμβατικού χρόνου, τις υπηρεσίες της, ενώ εξέδωσε και απέστειλε στο εναγόμενο τα αναφερόμενα στην αγωγή τέσσερα (4) τιμολόγια, σχετικά με την ως άνω αμοιβή της για τις προσφερθείσες υπηρεσίες της κατά τ’ αντίστοιχα δεδουλευμένα τετράμηνα. Ότι το εναγόμενο αποδέχθηκε πλήρως και ανεπιφύλακτα τις παρασχεθείσες υπηρεσίες, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην σύμβαση, πιστοποιώντας ότι η ενάγουσα εκτέλεσε καλώς και ανταποκρίθηκε πλήρως στις απορρέουσες από αυτήν υποχρεώσεις της, εκδίδοντας τα αναφερόμενα στην αγωγή τέσσερα (4) πρωτόκολλα παραλαβής εργασιών συντήρησης λογισμικού. Ότι, σε εκτέλεση της άνω σύμβασης, το εναγόμενο εξέδωσε το υπ’ αριθ. …../2016 χρηματικό ένταλμα ποσού 35.055,00 ευρώ, που αφορούσε στην καταβολή της αμοιβής της για το πρώτο τρίμηνο της σύμβασης, ήτοι από 11-9-2015 έως και 10-12-2015, πλην, όμως, η αρμόδια Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την υπ’ αριθ. …./20-4-2016 πράξη της, αρνήθηκε τη θεώρηση του εν λόγω εντάλματος για τους αναφερόμενους στην αγωγή λόγους. Ότι το εναγόμενο με το με αριθμ. ……../8-6-2016 έγγραφό του υπέβαλε εκ νέου τον άνω τίτλο πληρωμής για θεώρηση, υποστηρίζοντας τη νομιμότητα της εντελλόμενης δαπάνης, πλην, όμως, η Επίτροπος ενέμεινε στην άρνησή της να το θεωρήσει και έτσι ανέκυψε διαφωνία, για την άρση της οποίας συνήλθε το Κλιμάκιο Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο IV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 0143 Πράξη του της 28ης Συνεδρίασης/18-10-2016, με την οποία απεφάνθη περί της μη νομιμότητας της εντελλόμενης δαπάνης του ΝΑΤ και της ακυρότητας της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως στο σύνολό της, μεταξύ άλλων, για το λόγο ότι, κατά παράβαση του άρθρου 10 του π.δ. 118/2007, δεν τηρήθηκε η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών μεταξύ της δημοσίευσης της περίληψης της διακήρυξης στον ελληνικό τύπο και της διενέργειας του διαγωνισμού, ενώ η απόφαση του Δ.Σ. του εναγομένου, με την οποία αποφασίστηκε η διενέργεια του εν λόγω διαγωνισμού, δεν διαλαμβάνει καμία αιτιολογία σχετικά με τους τυχόν λόγους επείγοντος. Ότι, παρά ταύτα, η ενάγουσα είχε παράσχει τις υπηρεσίες της στο εναγόμενο, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, του τελευταίου, όμως, αρνούμενου να καταβάλει την προαναφερόμενη αμοιβή της, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να υποχρεωθεί το εναγόμενο, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το ποσό των 140.790,00 ευρώ, κυρίως βάσει των διατάξεων της ενδοσυμβατικής ευθύνης και επικουρικώς, για την περίπτωση κατά την οποία ήθελε κριθεί ότι η σύμβαση ήταν άκυρη, επειδή, μεταξύ άλλων, δεν τηρήθηκε η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών μεταξύ της δημοσίευσης της περίληψης της διακήρυξης στον ελληνικό τύπο και της διενέργειας του διαγωνισμού, βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 764/09-02-2018 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 29/09/2017, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής, με την αιτιολογία ότι δεν πρόκειται για διοικητική διαφορά ουσίας, αλλά για ιδιωτική διαφορά, αφού αναφύεται από σύμβαση συναφθείσα μεταξύ ν.π.δ.δ. και ιδιώτη και αφορά παροχή υπηρεσιών, η οποία (σύμβαση), εφόσον δεν υπάγεται σε εξαιρετικό νομοθετικό καθεστώς, ανήκει από τη φύση της στο ιδιωτικό δίκαιο και ρυθμίζεται από αυτό, απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής ως μη νόμιμη, διότι ο ενάγων στηρίζει αυτήν σε άκυρη σύμβαση, ενώ, όπως εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο ο επίμαχος διαγωνισμός διενεργήθηκε με σύντμηση δέκα πέντε (15) ημερών χωρίς αιτιολογία της αρμόδιας Υπηρεσίας του εναγομένου σχετικά με τους τυχόν λόγους επείγοντος, κατά παράβαση του άρθρου 10 του π.δ. 118/2007, όπως ίσχυε. Περαιτέρω, κρίνοντας νόμιμη την υπό κρίση αγωγή, ως προς την επικουρική της βάση, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 904 ΑΚ, έκανε δεκτή αυτή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά την επικουρική της βάση και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν σαράντα χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα (140.790,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, κήρυξε δε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή, κατά το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων (70.000) ευρώ και καταδίκασε το εναγόμενο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων όρισε στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται το εκκαλούν, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και ν’ απορριφθεί η ως άνω αγωγή.

Κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, η εκδίκαση των διαφορών, που ανακύπτουν από σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση, υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αν η σύμβαση είναι διοικητική. Άλλως, αν, δηλαδή, πρόκειται περί συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου, δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς έχουν τα πολιτικά δικαστήρια. Θεωρείται δε η σύμβαση διοικητική εάν πληρούνται, σωρευτικώς, οι εξής προϋποθέσεις: α) ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, β) με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος, και γ) ο συμβατικός δεσμός διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, οι οποίες προσδίδουν υπερέχουσα θέση στο συμβαλλόμενο Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου – δηλαδή θέση η οποία δεν προσιδιάζει στο δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό – και οι οποίες προκύπτουν είτε από το νομοθετικό καθεστώς, το οποίο διέπει τη σύμβαση, είτε από τους όρους της οικείας διακηρύξεως είτε από το ίδιο το περιεχόμενο της συμβάσεως (βλ. ΑΕΔ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΕΔ 17/2017, ΑΕΔ 11/2017 Δημ. Νόμος, ΑΕΔ 7/2017 Δημ. Νόμος, 21/2009, 6/2007, 10/2003, 3/1999, 21/1997, ΟλΑΠ 9/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 786/2018 Δημ. Νόμος, ΣτΕ 804/2018 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση), ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας, δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (βλ. ΑΕΔ 11/2017 Δημ. Νόμος, ΑΕΔ 2/2016 Δημ. Νόμος, 12, 11/2013, 3/2012, ΑΠ 891/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 892/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1980/2017 Δημ. Νόμος, 786/2018 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, από άποψη ουσιαστικού δικαίου είναι επιβοηθητική, ασκούμενη όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν δύναται να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας. Αν, όμως, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ) υπό την αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως από σύμβαση, τότε για την πληρότητα της επικουρικής αυτής αγωγής, πρέπει να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος). Kατά το άρθρο δε 904 παρ. 1 ΑΚ “όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη” και κατά το άρθρο 908 εδ. α του ιδίου Κώδικα “ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι, σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται υπηρεσίες ή εργασίες με άκυρη σύμβαση, “ο αντισυμβαλλόμενος” του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια την οποία απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες (ΑΠ 1054/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1225/2008). Ο παραπάνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού γι` αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (Ολ. ΑΠ 218/1977, ΑΠ 1054/2019 ό.π., ΑΠ 1462/2012).   Με βάση τα ανωτέρω και το περιεχόμενο της αγωγής, ως προαναφέρθηκε, υπάγεται αυτή στην αρμοδιότητα των πολιτικών Δικαστηρίων, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα σε αυτήν, αλλά και από το περιεχόμενο της έγγραφης σύμβασης μεταξύ των διαδίκων, η τελευταία δεν διέπεται από εξαιρετικό νομοθετικό καθεστώς, ούτε από συμβατικές ρήτρες που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και εξασφαλίζουν στο εκκαλούν άσκηση δημόσιας εξουσίας και υπερέχουσα θέση έναντι της εφεσίβλητης, όπως απαιτείται για το χαρακτηρισμό της ως διοικητικής και τη συνακόλουθη στοιχειοθέτηση αρμοδιότητας των διοικητικών Δικαστηρίων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν, δεν αρκεί δε για να χαρακτηρισθεί η σύμβαση ως διοικητική το γεγονός ότι ο ένας εκ των συμβαλλομένων, δηλαδή το εναγόμενο, είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (βλ. ΑΕΔ 2/2016, ΑΕΔ 12/2007). Επομένως, η εκδίκαση των διαφορών, που αναφύονται από την πιο πάνω σύμβαση, δεν εμπίπτει στην κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, αλλά στην κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων επί των ιδιωτικών διαφορών. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς έκρινε με την εκκαλουμένη ότι τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής και, για το λόγο αυτόν, πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι έφεσης. Είναι δε αρκούντως ορισμένη η υπό κρίση αγωγή, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου εφέσεως, εφόσον, εν προκειμένω, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ) υπό την αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως από την ένδικη σύμβαση και για την πληρότητα της επικουρικής αυτής βάσεως, γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, εξειδικεύεται δε αρκούντως στο αγωγικό δικόγραφο ο παράνομος πλουτισμός του εναγομένου, μη απαιτουμένης της αναφοράς των ημερομισθίων των εργαζομένων, ασφαλιστικών εισφορών, ΦΠΑ, του κόστους του μηχανολογικού εξοπλισμού και των αναλώσιμων για την εξειδίκευση του παράνομου πλουτισμού, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο δε 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλομένης πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Εάν, όμως, με την έφεση πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται στο εφετήριο τα επί μέρους σφάλματα αυτής ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά αρκεί να μνημονεύεται ότι εξ αιτίας της κακής εκτίμησης αυτού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού με βάση τη καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα δε 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015 Δημ. Νόμος), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” και ότι ως προς τα “κεφάλαια” αυτά μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην αρχή του άρθρου 536 του ΚΠολΔ της “μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος”. “Κεφάλαιο” θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 207/2017 ό.π.). Επίσης, κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 786/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 89/2017). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 861/1984, ΑΠ 786/2018 ό.π.). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (Ολ ΑΠ 8/2016, Ολ ΑΠ 42/2002, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1105/2015, ΑΠ 1523/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 767/2011, ΑΠ 1690/2010, ΑΠ 1901/2009, ΑΠ 2178/2009).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, από τη με αριθμ. ……/19-5-2017 ένορκη βεβαίωση, η οποία ελήφθη στα πλαίσια της διαδικασίας του άρθρου 237 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 1 του ίδιου νόμου), ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………., ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη (πριν από 2 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες – άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1 άρθρο δεύτερο του Ν.4335/2015) κλήτευση του εναγομένου (βλ. την υπ’ αριθ. …/16-5-2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……………) (ο εναγόμενος δεν προσκομίζει ένορκες βεβαιώσεις), από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με τα πρακτικά της 6ης Συνεδρίασης / 27.3.2015 του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου εγκρίθηκε η διενέργεια δημόσιου ανοικτού διαγωνισμού, με κριτήριο κατακύρωσης την πλέον συμφέρουσα προσφορά, για την ετήσια συντήρηση, υποστήριξη και ανάπτυξη Λογισμικού του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος και της διαδικτυακής ύλης του εναγομένου, προϋπολογιζόμενης δαπάνης 115.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α.. Ακολούθως, με τη με αριθμ. 4/2015 διακήρυξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στις 11-6-­2015 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στις Εφημερίδες Ναυτεμπορική, Ελεύθερος Τύπος και Έθνος, προκηρύχθηκε δημόσιος ηλεκτρονικός διαγωνισμός με κλειστές προσφορές για την ανάθεση της ως άνω υπηρεσίας και «με σύντμηση του χρόνου δεκαπέντε ημέρες λόγω του επείγοντος του διαγωνισμού». Στο διαγωνισμό συμμετείχε μόνον η ενάγουσα, στην οποία και κατακυρώθηκε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού. Ακολούθως, υπεγράφη η από 11-9-2015 σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, για το έργο «Συντήρηση – Υποστήριξη Λογισμικού Εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος και της Διαδικτυακής Πύλης του ΝΑΤ», δυνάμει της οποίας η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει στο εναγόμενο υπηρεσίες: α) συντήρησης λογισμικού εφαρμογών και βάσης δεδομένων του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (ΟΠΣ) του εναγομένου, β) συντήρησης λογισμικού εφαρμογών της διαδικτυακής πύλης του εναγομένου, γ) τροποποίησης ή / και ανάπτυξης νέου λογισμικού, που αφορά τα υπό α) και β) και δ) επιτόπου υποστήριξη – μεταφορά τεχνογνωσίας για την απρόσκοπτη λειτουργία των υποσυστημάτων και των εφαρμογών του ΟΠΣ και της διαδικτυακής πύλης του εναγομένου. Αναφορικά με την διαδικασία υλοποίησης του έργου συμφωνήθηκε ότι «Ο Ανάδοχος θα διαθέσει ένα (1) εξειδικευμένο στέλεχος με άριστη γνώση του τεχνολογικού περιβάλλοντος του εναγομένου, το οποίο θα απασχολείται καθημερινά στις κεντρικές υπηρεσίες του εναγομένου και για 8 ώρες ημερησίως (9:00 – 17:00). Η διάρκεια της σύμβασης ορίστηκε δωδεκάμηνη, ήτοι από 11-9-2015 έως 10-9-2016, με δυνατότητα παράτασης πέραν του οριζομένου χρόνου επί δίμηνο, κατόπιν συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών. Το τίμημα για τις υπηρεσίες αυτές συμφωνήθηκε στο ποσό των 114.000,00 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 23%, 26.220,00 ευρώ, ήτοι συνολικά στο ποσό των 140.220,00 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 11-9-2015 έως 10-9-2016, ή 9.500,00 ευρώ μηνιαίως πλέον ΦΠΑ 23% (2.185,00 ευρώ) ήτοι σύνολο 11.685,00 ευρώ μηνιαίως, καταβαλλόμενο στον ανάδοχο στο τέλος κάθε δεδουλευμένου τριμήνου, πιστοποιούμενο από την Συντονιστική Επιτροπή Έργου του εναγομένου. Σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης η ενάγουσα παρείχε τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες συντήρησης και υποστήριξης για την απρόσκοπτη λειτουργία των υποσυστημάτων και των εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος του εναγομένου, από 11-9-2015 έως και 10-9-2016, όπως τούτο πιστοποιήθηκε από το εναγόμενο με τα υπ’ αριθ. ……………./22-9-2016 Πρωτόκολλα Παραλαβής Εργασιών Συντήρησης Λογισμικού Περιόδου 11.9.2015 – 10.12.2015, 11.12.2015 – 10.3.2016, 10.3.2016 – 11.6.2016 και 11.6.2016 – 10.9.2016, αντίστοιχα, της Συντονιστικής Επιτροπής του Έργου. Για τις ανωτέρω υπηρεσίες η ενάγουσα εξέδωσε και απέστειλε στο εναγόμενο: α) το υπ’ αριθ. …./11-12-2015 τιμολόγιο ποσού 28.500 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 23% ποσού 6.555 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσού 35.055,00 ευρώ, για τις υπηρεσίες συντήρησης περιόδου από 11-9-2015 έως 10-12-2015, β) το υπ’ αριθ. …./11-3-2016 τιμολόγιο ποσού 28.500 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 23% ποσού 6.555 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσού 35.055,00 ευρώ, για τις υπηρεσίες συντήρησης περιόδου από 11-12-2015 έως 10-0­3-2016, γ) το υπ’ αριθ. …../31-10-2016 τιμολόγιο ποσού 28.500 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% (λόγω της αύξησης του κανονικού συντελεστή ΦΠΑ κατά μία ποσοστιαία μονάδα) ποσού 6.840 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσού 35.340,00 ευρώ, για τις υπηρεσίες συντήρησης περιόδου από 11-03-2016 έως 10-06-2016 και δ) το υπ’ αριθ. ……/31-10-2016 τιμολόγιο ποσού 28.500 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% ποσού 6.840 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσού 35.340,00 ευρώ, για τις υπηρεσίες συντήρησης περιόδου από 11-6-2016 έως 10­-09-2016. Ωστόσο, το εναγόμενο αρνείται να καταβάλει τα ως άνω ποσά με βάση την ένδικη σύμβαση, διότι καίτοι σε εκτέλεση αυτής εξέδωσε το υπ’ αριθ. …./2016 χρηματικό ένταλμα ποσού 35.055,00 ευρώ, που αφορούσε στην καταβολή της αμοιβής της ενάγουσας για το πρώτο τρίμηνο της σύμβασης, ήτοι από 11-9-2015 έως και 10-12-2015, η αρμόδια Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την υπ’ αριθ. 23/20-4-2016 πράξη της αρνήθηκε τη θεώρηση του εν λόγω εντάλματος για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους. Ακολούθως, το εναγόμενο με το με αριθμ. …./8-6-2016 έγγραφό του υπέβαλε εκ νέου τον άνω τίτλο πληρωμής για θεώρηση, υποστηρίζοντας τη νομιμότητα της εντελλόμενης δαπάνης, πλην, όμως, η Επίτροπος ενέμεινε στην άρνησή της να το θεωρήσει και έτσι ανέκυψε διαφωνία για την άρση της οποίας συνήλθε το Κλιμάκιο Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο IV Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 0143 Πράξη του της 28ης Συνεδρίασης/18-10-2016, με την οποία απεφάνθη περί της μη νομιμότητας της εντελλόμενης δαπάνης του εναγομένου διότι α) κατά παράβαση του άρθρου 10 του π.δ. 118/2007 δεν τηρήθηκε η προθεσμία των 30 ημερών μεταξύ της δημοσίευσης της περίληψης της διακήρυξης στον ελληνικό τύπο και της διενέργειας του διαγωνισμού, η δε απόφαση της 6ης Συνεδρίασης/27ης.3.2015 του Δ.Σ. του εναγομένου, με την οποία αποφασίστηκε η διενέργεια του εν λόγω διαγωνισμού, δεν διελάμβανε καμία αιτιολογία σχετικά με τους τυχόν λόγους επείγοντος, που επέβαλαν τη σύντμηση της προθεσμίας, β) κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 46 του ν. 3801/2009 εκκαθαρίστηκε η δαπάνη της πρώτης πληρωμής της ενάγουσας, χωρίς να καταβάλει το σύνολο των δαπανών των υποχρεωτικών δημοσιεύσεων της διακήρυξης στον ημεδαπό τύπο, γ) από το αντικείμενο της κρινόμενης σύμβασης και τα λοιπά προσκομισθέντα στοιχεία δεν αποδείχθηκε έλλειψη προσωπικού σε τέτοια έκταση, ώστε να καθίσταται αδύνατη η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών από το προσωπικό που υπήρχε στο εναγόμενο κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Συνεπώς, η επίδικη σύμβαση είναι άκυρη, όπως τούτο κρίθηκε και με την υπ’ αριθ. 0143 Πράξη της 28nς Συνεδρίασης/18- 10-2016 του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εξ αυτού δε του λόγου το εναγόμενο δεν προέβη σε έκδοση χρηματικών ενταλμάτων για την καταβολή της αμοιβής της ενάγουσας για τα υπόλοιπα τρίμηνα της σύμβασης. Η ενάγουσα, όμως, διατηρεί την αξίωσή της κατά του εναγομένου, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904), αφού το εναγόμενο ν.π.δ.δ. με την παροχή των ως άνω υπηρεσιών σε αυτό κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο, ήτοι χωρίς νόμιμη αιτία, σε βάρος της ενάγουσας. Ως εκ τούτου, το εναγόμενο υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια, που απέκτησε από την άκυρη σύμβαση, που συνίσταται στην χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών, που εδέχθη, και στη δαπάνη, που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν εάν προέβαινε στην αποδοχή των ίδιων υπηρεσιών με έγκυρη σύμβαση, το οποίο εξάλλου συνομολογείται. Οι παραπάνω όμοιες παραδοχές της εκκαλουμένης δικαιολογούν την εκτίμησή της ότι αντικείμενο της δίκης αποτελεί ιδιωτικού δικαίου διαφορά, υπαγόμενη εντεύθεν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, με άμεση δικονομική συνέπεια οι προβαλλόμενες με τους σχετικούς λόγους έφεσης αιτιάσεις, περί του ότι, εφόσον η ένδικη σύμβαση προσβλέπει, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, στην ικανοποίηση δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η απονομή συντάξεων στους ναυτικούς μέσω των υπηρεσιών συντήρησης και υποστήριξης από την ενάγουσα εταιρία, για την απρόσκοπτη λειτουργία των υποσυστημάτων και των εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος του ΝΑΤ και του ΝΑΤ Portal, η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως δέχθηκε ότι είναι αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια για την επίλυση της επίδικης διαφοράς και ότι η επίδικη διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου, να αξιολογούνται ως αβάσιμες. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, έκανε δεκτή την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά την επικουρική της βάση και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 140.790,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, με πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες. Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 786/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος).

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 764/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

Καταδικάζει το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 22/01/2020, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ