Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 706/2018

Εφετείο Πειραιώς

Αριθμός  706/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σοφία Καλούδη, Εφέτη, και από τη Γραμματέα  Γ. Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 3582/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική  διαδικασία, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 18-9-2017, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης, δεδομένου ότι  δεν προέκυψε ούτε άλλωστε επικαλούνται ο διάδικοι επίδοση αυτής (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ) .  Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο,   συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό …………… e-παράβολο). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).  ΙΙ. Με την από 8-3-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………  αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εκθέτει, ότι αυτή και οι εναγόμενοι έχουν καταστεί  συγκύριοι εξ αδιαιρέτου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα, ενός ειδικώς  περιγραφόμενου ακινήτου, κείμενου στον …………… του Δήμου Κερατσινίου, αξίας 100.000 ευρώ, και ότι οι τελευταίοι δεν συμφωνούν στην εξώδικη διανομή του,  ζητά δε, τη λύση της υφιστάμενης μεταξύ τους κοινωνίας με τη δια πλειστηριασμού πώληση αυτού, λόγω  του ανέφικτου τη αυτούσιας διανομής του, και τη διανομή του πλειστηριάσματος στους συγκυρίους κοινωνούς κατά το λόγο της μερίδας εκάστου, και τον διορισμό συμβολαιογράφου Πειραιώς ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Επ’αυτής  εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 4006/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, με την οποία απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα τα αιτήματα της  περί διορισμού υπαλλήλου του πλειστηριασμού και καταδίκης του εναγομένου στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας  και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της αγωγής, προκειμένου να  προσκομισθεί  πιστοποιητικό μεταγραφής της με αριθμό ………… δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Πελαγίας Λεοντιάδου, ή πιστοποιητικό μεταγραφής κληρονομητηρίου σχετικά με το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας στο επίδικο ακίνητο, και ακολούθως η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και διατάχθηκε η πώληση με πλειστηριασμό του επίκοινου ακινήτου, ενώ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων επιβλήθηκαν σε βάρος της διανεμητέας περιουσίας. Κατά της απόφασης αυτής, με την οποία  συμπροσβάλλεται και η υπ’αρίθμ. 4006/2015  μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παραπονούνται οι εναγόμενοι με την ένδικη έφεση τους, επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και  ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό   να  απορριφθεί εξ ολοκλήρου  η  αγωγή.

ΙΙΙ. Με το  Ν.4223/2013 προβλέφθηκε η επιβολή του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) και δη στο άρθρο 1 αυτού  ορίζεται « 1. Από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στα δικαιώματα της παραγράφου 2 του παρόντος, σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. 2.Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται στα εμπράγματα δικαιώματα της πλήρους κυριότητας, της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης και της επιφάνειας επί του ακινήτου….. Εξαιρετικά, επιβάλλεται και στο δικαίωμα της νομής ή οιονεί νομής, της κατοχής,…..» , στο άρθρο 2 αυτού « 1. Υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α. είναι κάθε πρόσωπο ή οντότητα του άρθρου 1, ανάλογα με το δικαίωμα και το ποσοστό του, και ειδικότερα: α) Αυτός που αποκτά δικαίωμα σε ακίνητο από οποιαδήποτε αιτία, από την ημερομηνία σύνταξης του οριστικού συμβολαίου κτήσης ή από την ημερομηνία τελεσιδικίας της δικαστικής απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται δικαίωμα ή καταδικάζεται ο δικαιοπάροχος σε δήλωση βουλήσεως…. γ) Ο κληρονόμος και ειδικότερα: αα) ….ββ) Ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος, εφόσον δεν έχει δημοσιευθεί διαθήκη μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της φορολογίας έτους…. ζ) Ο νομέας επίδικου ακινήτου. Αν το ακίνητο εκνικηθεί με τελεσίδικη απόφαση, ο ΕΝ.Φ.Ι.Α., που καταβλήθηκε, δεν επιστρέφεται…..3. Ο πλήρης κύριος υποχρεούται στην καταβολή του συνολικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. που βαρύνει το ακίνητο κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας του….8. Για την εφαρμογή του ΕΝ.ΦΙ.Α ακίνητα που δεν ιδιοχρησιμοποιούνται από το υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α θεωρούνται αυτά τα οποία εκμισθώνονται ή παραχωρούνται καθ` οιονδήποτε τρόπο σε τρίτο. Τα ακίνητα που δεν εμπίπτουν στο προηγούμενο εδάφιο θεωρούνται ιδιο-χρησιμοποιούμενα…»,  κατά δε τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 4223/2013, όπως αυτή ήδη τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. γ αρ. 5 του Ν 4254/2014: «Μετά το άρθρο 54 του ν. 4174/2013 προστίθεται νέο άρθρο 54Α που έχει ως εξής: «Άρθρο 54Α Υποχρεώσεις τρίτων για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων. 1. Είναι αυτοδικαίως άκυρη κάθε υποσχετική ή εκποιητική δικαιοπραξία με την οποία συστήνονται, μεταβάλλονται, αλλοιώνονται ή μεταβιβάζονται, από οποιαδήποτε αιτία δικαιώματα επί ακινήτου ή παρέχεται δικαίωμα προσημείωσης ή υποθήκης σε αυτό, αν δεν μνημονεύεται και δεν επισυνάπτεται από το συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, πιστοποιητικό της Φορολογικής Διοίκησης, με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει, ή νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για το συγκεκριμένο ακίνητο και έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, έχει ρυθμίσει ή έχει νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη. Αυτοδικαίως άκυρος είναι ο συμβολαιογραφικός τίτλος και για τη σύνταξη κατακυρωτικής έκθεσης επί εκούσιου πλειστηριασμού.. 3. Εάν δεν είναι δυνατή η επισύναψη στο συμβολαιογραφικό έγγραφο του πιστοποιητικού του ΕΝ.Φ.Ι.Α. της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού για τα πέντε (5) προηγούμενα της μεταβίβασης έτη, επισυνάπτεται για τα υπόλοιπα έτη το πιστοποιητικό του άρθρου 48 του ν. 3842/2010 (Α` 58) με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας (Φ.Α.Π.), καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει το Φ.Α.Π. για το συγκεκριμένο ακίνητο και ότι έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του Φ.Α.Π. ή έχει ρυθμίσει το Φ.Α.Π. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα προηγούμενα έτη……5. Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., το πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού.»  Η τελευταία αυτή διάταξη, περί απαραδέκτου της συζητήσεως εμπράγματης αγωγής, που είναι προφανές ότι είναι φορολογικής φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας). Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Οι δικονομικές λεπτομέρειες που είναι επιτρεπτό να καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α` 256) ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεως τους κατ` εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Όμως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών, ενόψει μάλιστα και της, κατά το χρόνο θέσπισης της ως άνω φορολογικής διάταξης, ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας (συνεχούς μείωσης μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών). Ο δικονομικός φραγμός, που τίθεται από τις παραπάνω διατάξεις, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας υπό το φως των σημερινών δυσχερών οικονομικών συνθηκών, που βιώνουν οι πολίτες που φέρουν το βάρος αυτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της απλής δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο. Το απλό ταμειακό συμφέρον, που προκύπτει, δεν συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο θεσπίζεται η παραπάνω διάταξη ως αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε εμπράγματης αγωγής. Επιπλέον, η επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας, παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φόρους, δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη Δικαιοσύνη από τις συγκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώσεις. Διαφορετικά θα ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το ως άνω πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του με την οποία ζητεί να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο ακίνητο (άρθρα 973 και 1000 του ΑΚ), να μην εκδικασθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, αφού το δικαστήριο δεν θα υπεισέρχεται στην ουσία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητό του χωρίς την άδεια του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή. Εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσε μια καθαρά φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προ-απαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. Άλλωστε, στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση απόφασης επί της ουσίας και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης (βλ ΕφΑνΚρητ 19/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και τις εκεί παραπομπές σε νομολογία και θεωρία).

ΙV. Με τον πρώτο   λόγο της έφεσης, και κατά το πρώτο σκέλος αυτού, οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι η αγωγή έπρεπε ν΄ απορριφθεί ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 54Α παρ.5 του Ν.4174/2013, επειδή δεν προσκομίστηκε από την ενάγουσα  το πιστοποιητικό καταβολής ΕΝΦΙΑ, για το παραδεκτό της συζήτησης. Η διάταξη του προαναφερόμενου άρθρου, σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη αναφέρθηκαν, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα άρθρα 17,20 και 25 του Συντάγματος, καθώς και με το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και επομένως δεν πρέπει να εφαρμοστεί. Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά  δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη.  Περαιτέρω, ουδόλως προέκυψε ότι, κατά τη πρώτη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο,  η ενάγουσα δεν προσκόμισε το επικαλούμενο με τις από 19-4-2013 προτάσεις της απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος, που νομίμως επαναπροσκομίζει και με το κτηματολογικό φύλλο του επίκοινου ακινήτου  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Επομένως, οι εκκαλούντες αβασίμως  ισχυρίζονται, με το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου της έφεσης τους ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όφειλε να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής λόγω μη προσκομιδής του κτηματογραφικού αποσπάσματος του ακινήτου. Για το λόγο αυτό ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει ν΄απορριφθεί στο σύνολο του ως ουσιαστικά αβάσιμος.

  1. V. Βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος είναι κατά την έννοια των άρθρων 1113 και 799 ΑΚ σε συνδυασμό, με τα άρθρα 478-481 του ΚΠολΔ η συγκυριότητα επί του διανεμητέου πράγματος των διαδίκων, το στοιχείο δε αυτό πρέπει να περιέχεται στην αγωγή. Επίσης στη σχετική αγωγή πρέπει να εκτίθεται ότι δεν συμφωνούν όλοι οι κοινωνοί για τη λύση της κοινωνίας με διανομή. Το στοιχείο αυτό θεωρείται ότι περιλαμβάνεται στην αγωγή ακόμα και αν δεν αναφέρεται ρητά, διότι και μόνη η άσκηση της υποδηλώνει την ασυμφωνία αυτή. Αίτημα της αγωγής διανομής κοινού πράγματος αποτελεί η λύση της κοινωνίας, ο δε τρόπος της λύσεως ως αυτούσιας ή με πώληση δια πλειστηριασμού, δεν περιλαμβάνεται στο αίτημα της αγωγής διανομής, αλλά ανήκει στις εξουσίες του αρμοδίου δικαστηρίου, το οποίο και μόνο επιλέγει (ΑΠ 151/2009 ΕλλΔνη 2010. 11, ΕφΑθ 501/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VI. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την  αγωγή της  εξέθετε ότι οι διάδικοι είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, άρτιου και οικοδομήσιμου, με ΚΑΕΚ ………, μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας με αριθμό ….., κείμενου στον ………..,  εντός του  εγκεκριμένου σχεδίου του τέως Δήμου Κερατσινίου και νυν Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου του Δήμου Κερατσινίου -Δραπετσώνας της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιά της Περιφέρειας Αττικής, έκτασης 94,00 τ.μ.  και αξίας 80.000 ευρώ, μετά από διόρθωση με τις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις της. Ότι αυτό  περιήλθε στην ίδια, κατά το ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό της, από κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 31-5-2011 πατέρα της, ………., ο οποίος κατέλειπε την από 26-12-2010 ιδιόγραφη διαθήκη του, που  δημοσιεύθηκε νόμιμα με  τα υπ’ αριθμό  ……… πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κηρύχθηκε κυρία με την ταυτάριθμη απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, την οποία αυτή  αποδέχθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμό ……….. πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιά Πελαγίας Λεοντιάδου, που καταχωρήθηκε νόμιμα στο κτηματολογικό φύλλο του εν λόγω ακινήτου, ότι  στον ως άνω  δικαιοπάροχο της ενάγουσας και τους εναγομένους  το επίδικο ακίνητο περιήλθε, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, από κληρονομιά της αποβιωσάσης στις 27-2-2004, χωρίς να αφήσει διαθήκη, μητέρας τους, ………, το γένος ……….. , την κληρονομιά της οποίας αποδέχθηκαν ο μεν πρώτος εξ αυτών δυνάμει της υπ’ αριθμό …… πράξης αποδοχής κληρονομιάς της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, οι δε δεύτερος και τρίτος δυνάμει της υπ’ αριθμό ……… πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιά Δέσποινας Μηλιώτη Δενδρινού, που μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, και ότι  οι διάδικοι δεν συναινούν στην εξώδικη διανομή του κοινού ακινήτου. Η  αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο τυγχάνει καθ’όλα ορισμένη, καθόσον σαφώς προσδιορίζεται  το προς διανομή ακίνητο και αναφέρεται η συγκυριότητα επ` αυτού των διαδίκων, καθώς και τα εξ αδιαιρέτου ποσοστά τους, ενώ επιπλέον αναφέρεται και η αξία αυτού, όσα δε περί αοριστίας της αγωγής αναφέρουν στην έφεση τους οι εκκαλούντες, γιατί  δεν προσδιορίζεται η αντικειμενική του αξία, ούτε τα  τυχόν αυξητικά αυτής ειδικά χαρακτηριστικά του ακινήτου, τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα, διότι  τα στοιχεία αυτά δεν απαιτούνται για το ορισμένο της αγωγής διανομής αλλά δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο απόδειξης. Συνεπώς, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ως ορισμένη και ο δεύτερος λόγος της έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

VII. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 799ΑΚ που ορίζει ότι αν δεν συμφωνούν για τη διανομή όλοι οι κοινωνοί, κάθε κοινωνός μπορεί να απαιτήσει δικαστική διανομή κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η δικαστική διανομή χωρεί όταν δεν συμφωνεί  σε εξώδικη διανομή κάποιος από τους κοινωνούς. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι εν προκειμένω δεν συντρέχει στο πρόσωπο τους το στοιχείο αυτό, της μη συμφωνίας για τη λύση της κοινωνίας, διότι αυτοί απαρχής πρότειναν στην ενάγουσα  την εξαγορά του ιδανικού της μεριδίου, αντί ποσού 10114 ευρώ, δεδομένου ότι η πραγματική αξία του ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 30.341 ευρώ πλην, όμως, αυτή δεν συμφώνησε. Τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα στον τρίτο λόγο εφέσεως αλυσιτελώς προβάλλονται και δεν  καθιστούν την αγωγή ουσιαστικά αβάσιμη, όπως αυτοί εσφαλμένα ισχυρίζονται, διότι  ακόμη και στη περίπτωση αυτή ελλείπει το στοιχείο της συναινετικής λύσης της κοινωνίας, ενώ περαιτέρω δεν προβάλλεται συγκεκριμένα ισχυρισμός για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας (άρθρο 281 ΑΚ). Επομένως, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε το ίδιο έστω και με ελλειπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα δεν έσφαλε και ο σχετικός τρίτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

VIΙI.  Από  τα με επίκληση προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, λαμβανομένων  υπόψη αυτεπαγγέλτως και των διδαγμάτων της κοινής πείρας (336 αρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, άρτιου και οικοδομήσιμου, με ΚΑΕΚ …….., μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας με αριθμό ……., κείμενου στον ……..,  εντός του  εγκεκριμένου  σχεδίου του τέως Δήμου Κερατσινίου και νυν Δημοτικής Ενότητας Κερατσινίου του Δήμου Κερατσινίου -Δραπετσώνας της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιά της Περιφέρειας Αττικής, στο υπ’ αριθμό ……… οικοδομικό τετράγωνο του ως άνω …….., που περιβάλλεται από τις οδούς ………., επί της οποίας φέρει τον αριθμό …………….., έκτασης 94,00 τ.μ. κατά τον ΟΚΧΕ και 90,00 τ.μ. κατά τους κατωτέρω αναφερόμενους τίτλους κτήσης του, το οποίο εμφαίνεται στο υπ’ αριθμό ….. διάγραμμα του μηχανικού ……….., που είναι κατατεθειμένο στο Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, και συνορεύει σύμφωνα με αυτό βορειοανατολικά επί πλευράς 19,90 μέτρων με την υπ’ αριθμό 16 ιδιοκτησία, νοτιοανατολικά επί προσώπου 4,69 μέτρων με οδό, νοτιοδυτικά επί πλευράς 20,00 μέτρων με την υπ’ αριθμό 136 ιδιοκτησία και βορειοδυτικά επί πλευράς 4,80 μέτρων με τις με αριθμούς 8 και 15 ιδιοκτησίες. Η επ’ αυτού δε ισόγεια οικία έχει επιφάνεια 50,00 τ.μ. και αποτελείται από δύο (2) δωμάτια, κουζίνα και λουτρό. Αυτό περιήλθε στην ενάγουσα, κατά το ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό της, από κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 31-5-2011 πατέρα της, ……., ο οποίος κατέλειπε την από 26-12-2010 ιδιόγραφη διαθήκη του, που  δημοσιεύθηκε νόμιμα με  τα υπ’ αριθμό  ……..   πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  και κηρύχθηκε κυρία με την ταυτάριθμη απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, την οποία αυτή  αποδέχθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμό ……… πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιά Πελαγίας Λεοντιάδου, που καταχωρήθηκε νόμιμα στο κτηματολογικό φύλλο του εν λόγω ακινήτου με αριθμό καταχώρισης ………… Στον ως άνω  δικαιοπάροχο της ενάγουσας και τους εναγομένους  το επίδικο ακίνητο περιήλθε, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, από κληρονομιά της αποβιωσάσης στις 27-2-2004, χωρίς να αφήσει διαθήκη, μητέρας τους, ………., το γένος ………., την κληρονομιά της οποίας αποδέχθηκαν ο μεν πρώτος εξ αυτών δυνάμει της υπ’ αριθμό ………. πράξης αποδοχής κληρονομιάς της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, οι δε δεύτερος και τρίτος δυνάμει της υπ’ αριθμό ………. πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιά Δέσποινας Μηλιώτη Δενδρινού, που μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά εξάλλου  δεν αμφισβητούνται ειδικά από τους εναγομένους, όπως προκύπτει από το σύνολο των ισχυρισμών τους. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι οι διάδικοι δεν συναινούν στην εξώδικη διανομή του κοινού ακινήτου. Ενόψει δε της φύσης του επίκοινου ακινήτου και του εμβαδού του, σε συνδυασμό με τις ιδανικές μερίδες των κοινωνών επ’ αυτού και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, καθώς και τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, η αυτούσια διανομή με φυσική διαίρεση του σε τμήματα αναλογούντα στα ανωτέρω ποσοστά συγκυριότητας των διαδίκων επ’ αυτού, τα οποία θα παρουσιάζουν λειτουργική αυτονομία και αυτοτέλεια, ώστε κατά τη φύση και τον προορισμό του ακινήτου το καθένα από αυτά να δύναται να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία, είναι προδήλως αδύνατη, εφόσον θα επρόκειτο περί τμημάτων μη εξυπηρετούντων τις λειτουργικές ανάγκες των ενοίκων τους, λόγω του εξαιρετικά μικρού εμβαδού και της έλλειψης λοιπών υποδομών για την εξασφάλιση στοιχειώδους ανεξάρτητης διαμονής ή χρήσης, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό οιασδήποτε δυνατότητας εκμετάλλευσης και αξιοποίησης τους. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε την αγωγή  δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και διέταξε  τη λύση της υφισταμένης μεταξύ των διαδίκων κοινωνίας με την πώληση του επίδικου ακινήτου σε δημόσιο πλειστηριασμό, ώστε κάθε κοινωνός διάδικος να λάβει από το εκπλειστηρίασμα ανάλογο προς το ιδανικό του μερίδιο ποσό.

ΙV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξη της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον σε βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ύψος αυτών, είτε για το ότι καταλογίστηκαν υπέρ αυτού, αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που – κατά την άποψη του – έπρεπε να υπολογιστούν (ΕφΑθ 3080/2010 ΝΟΜΟΣ). Ως ουσία της υπόθεσης κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης νοείται ό,τι δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξαρτήτως αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα (Σ. Σαμουήλ Η Έφεση εκδ. 2003 σελ. 73).  Εν προκειμένω, τα δικαστικά έξοδα της υπόθεσης βαρύνουν τη διανεμητέα περιουσία και πρέπει να καταλογιστούν σε βάρος των διαδίκων ανάλογα με το ποσοστό συγκυριότητας καθενός στο κοινό αντικείμενο (βλ. ΕφΑθ 501/2012 ΕλλΔνη 2014, σελ. 456).  Με βάση δε την αξία του αντικειμένου της δίκης, η οποία ανέρχεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε 24.300 ευρώ (το κτίσμα) και 21.450,00 ευρώ το οικόπεδο σύμφωνα με το αντικειμενικό σύστημα αξιών που ισχύει από 21-5-2015 (δηλαδή ήδη κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής στο πρώτο βαθμό) (βλ. τα σχετικά φύλλα αντικειμενικού προσδιορισμού αξίας που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους εφεσιβλήτους)  ενώ δεν αποδεικνύεται διαφορετική εμπορική αξία αυτού,  η αξία του ιδανικού μεριδίου της ενάγουσας ανέρχεται συνολικά σε (45.750,00 χ 1/3=) 15.250,00 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα  δέχθηκε ότι η αξία του επίκοινου διανεμητέου ακινήτου ανέρχεται σε 60.000 ευρώ και ο σχετικός τέταρτος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός. Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα που έγιναν από την ενάγουσα στο πρώτο βαθμό, ανέρχονται στο ποσό των 1100 ευρώ (συνυπολογίζοντας στο ποσό αυτό την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της για τη σύνταξη της αγωγής καθώς  και των προτάσεων στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο :15250 χ 3%, άρθρο 63 ν. 4194/2013, 458 ευρώ, της κλήσης, τις αντίστοιχες δύο παραστάσεις στο ακροατήριο,  331 ευρώ,  το δικαστικό ένσημο, υπολογιζόμενο επί του ιδανικού της μεριδίου (βλ. ΕφΠειρ 166/2011)  15250 χ 8ο/οο πλέον 17,4 %  επι του ποσού του ενσήμου, 143 ευρώ, τα έξοδα επίδοσης της αγωγής και κλήσης στους  εναγόμενους (ΥΑ 2/54638/0022/13-8-2008 ΦΕΚ Β 1716/2008) 23 ευρώ χ 4= 92 ευρώ, την εγγραφή της αγωγής στα  βιβλία του κτηματολογικού γραφείου και τη λήψη του σχετικού πιστοποιητικού και έξοδα δακτυλογράφησης, 50 ευρώ, και δακτυλογράφησης, ενώ τα δικαστικά έξοδα που έγιναν από τους εναγόμενους ανέρχονται στο ποσό των  1000 ευρώ  για τη σύνταξη των προτάσεων στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο 610 ευρώ (30.500 ευρώ χ 2%) και την παράσταση τους σε αυτό 331 Ευρώ και έξοδα δακτυλογράφησης.

Συνεπώς τα δικαστικά και εξώδικα έξοδα  των διαδίκων ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 2100 ευρώ. Με βάση το ποσοστό συγκυριότητας τους στο επίκοινο ακίνητο η ενάγουσα βαρύνεται με τη πληρωμή ποσού 700 ευρώ και οι εναγόμενοι με την πληρωμή του υπόλοιπου ποσού των 1400 ευρώ  και μετά από συμψηφισμό των αντίθετων αυτών απαιτήσεων οι εναγόμενοι βαρύνονται με την καταβολή στην ενάγουσα της προκύπτουσας διαφοράς των 400 ευρώ, που έπρεπε  να υποχρεωθούν να της καταβάλουν. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  έσφαλε με το να επιδικάσει με την εκκαλούμενη απόφασή του δικαστική δαπάνη σε βάρος των εναγομένων και υπέρ της ενάγουσας το ποσό των  766,67  ευρώ, ενώ έπρεπε να επιδικάσει το ποσό των 550 ευρώ, κατ’ουσιαστική παραδοχή και του πέμπτου λόγου της έφεσης. Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως προς τους   ανωτέρω βάσιμους τέταρτο και πέμπτο   λόγο αυτής που αναφέρεται στο ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης και να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη κατά τα λοιπά και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση μόνο ως προς την εν λόγω  διάταξή της  περί δικαστικών εξόδων. Ακολούθως, αφού η υπόθεση κρατηθεί και εκδικασθεί κατ΄ουσίαν από το   Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) ως προς το μέρος της αυτό, πρέπει να προσδιορισθούν τα βαρύνοντα τη διανεμητέα περιουσία δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αμφότερους τους  βαθμούς δικαιοδοσίας στο συνολικό ποσό των 4000 ευρώ (δηλαδή πλέον των εξόδων της πρωτοβάθμιας δίκης, 500 ευρώ για δικαστική δαπάνη ενάγουσας εφεσίβλητης για σύνταξη προτάσεων, δακτυλογράφησης και  παράσταση στη δευτεροβάθμια δίκη (άρθρα 63, 68 και 69 Κώδικα περί Δικηγόρων) και  1600 ευρώ  για δικαστική δαπάνη εκκαλούντων για σύνταξη και κατάθεση εφέσεως, επίδοση αυτής, σύνταξης προτάσεων, δακτυλογράφησης  και  παράσταση στη δευτεροβάθμια δίκη), εκ των οποίων στους εναγόμενους  αναλογεί, βάσει της ιδανικής τους μερίδας, μέρος από 1400  ευρώ σε έκαστο, και, εφ’ όσον έχουν  δαπανήσει ποσό 1200 ευρώ, έκαστος   οφείλει στην ενάγουσα  ποσόν  100 ευρώ.  Τέλος,  το παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που οι εκκαλούντες    προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της έφεσης τους, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. α του ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του σε αυτούς (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και  εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του με αριθμό   …………… e-παράβολου στους καταθέσαντες εκκαλούντες.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 3582/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τη διάταξή της για τα δικαστικά έξοδα.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αρ. κατ.  ………… αγωγή  ως προς το προαναφερόμενο μέρος της.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος της διανεμητέας περιουσίας και υποχρεώνει έκαστο των εναγομένων  να καταβάλει προς την ενάγουσα το  ποσόν των εκατό    ευρώ   (100 ευρώ).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20 Νοεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ