Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 707/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης

707/2018

 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, και από τη Γραμματέα Γ. Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.3 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ.1 του άρθρου 44 του ν.3994/2011, που ισχύει από 25.7.2011 και εφαρμόζεται εν προκειμένω λόγω του χρόνου έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης (31.3.2015, άρθρο 72 παρ.4 εδαφ.α΄του ν.3994/2011), και προ της αντικατάστασής του από τη διάταξη του άρθρου 1, άρθρου 9 παρ. 4 του ν.4355/2015, το οποίο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου 9 παρ. 2 του ιδίου νόμου εφαρμόζεται για τα ένδικα μέσα, που κατατέθηκαν μετά την 1.1.2016 (στην υπό κρίση περίπτωση η ένδικη έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 26.6.2015), «σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος». Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 30 του ν.3994/2011, «αν η συζήτηση γίνεται με την επιμέλεια του ενάγοντος και αυτός δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ’αυτήν κανονικά, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την αγωγή» (παρ.1). Αν η συζήτηση γίνεται με την επιμέλεια του εναγομένου ή εκείνου που άσκησε κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 271 και σε περίπτωση ερημοδικίας του ενάγοντος απορρίπτεται  η αγωγή» (παρ.2). Από το  συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος, εφόσον ο τελευταίος επισπεύδει τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, η έφεσή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή δεν είναι τυπική, αλλά γίνεται κατ’ουσίαν, διότι, αν και οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού το δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να εκδώσει αντίθετη απόφαση περί παραδοχής τους (ΑΠ 361/2011 ΝοΒ 2011.1572, ΑΠ 1102/2006 ΝοΒ 2006.1507, ΑΠ 350/2003 ΝοΒ  51.1858, ΑΠ 498/2001 ΕλλΔνη 44.179, ΑΠ 176/2003 ΕλλΔνη 44. 764, ΑΠ 507/1998 ΕΕργΔ 1999.548). Στην προκειμένη περίπτωση νόμιμα επαναφέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου  Δικαστηρίου με την από 11.12.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………) κλήση των εκκαλούντων, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης,  η από 25.6.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ……… και ……..) έφεση των ιδίων, ως εν όλω ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγόντων, κατά της υπ’αριθμ. 1090/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατόπιν ματαίωσης της συζήτησης της υπόθεσης επί της ανωτέρω έφεσης κατά τη δικάσιμο της 6ης.10.2016, κατά την οποία είχε αναβληθεί από το πινάκιο η συζήτηση αυτής από την αρχικά προσδιορισθείσα προς εκδίκασή της δικάσιμο της 14ης.1.2016. Με την ανωτέρω απόφαση, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, απορρίφθηκε στο σύνολό της, ως προς αμφότερες τις βάσεις της, κύρια και επικουρική, ως νόμω αβάσιμη η από 17.12.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……….) αγωγή των εκκαλούντων, ασκηθείσα σε βάρος του εφεσιβλήτου Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία “Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών” (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.), πλοιοκτήτη των υπό ελληνική σημαία ερευνητικών ωκεανογραφικών πλοίων “Φ.” και “Α.”, και διώκουσα την επιδίκαση σ’αυτούς χρηματικών απαιτήσεών τους από διάφορες αιτίες (διαφορές δεδουλευμένων μηνιαίων αποδοχών τους, καθώς και επιδόματα εορτών και αδείας του χρονικού διαστήματος από 1.9.2013 έως 31.12.2014), φερομένων ως απορρεουσών κυρίως μεν από καταρτισθείσες με το εναγόμενο συμβάσεις παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, αρχικά ορισμένου χρόνου, τραπείσες εν συνεχεία σε αορίστου, δυνάμει των οποίων ναυτολογήθηκαν και απασχολήθηκαν στα εν λόγω πλοία, οι δύο πρώτοι στο εξ αυτών με την ονομασία “Φ” με τις ειδικότητες του Πλοιάρχου και του Α΄Μηχανικού αντίστοιχα, και οι τρίτος και τέταρτος στο έτερο πλοίο  με την ονομασία “Α”, με τις ειδικότητες του Πλοιάρχου και του Β΄Μηχανικού αντίστοιχα, άλλως επικουρικώς στηριζομένων στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου της ανωτέρω κλήσης επαναφοράς προς εκδίκαση της προαναφερθείσης έφεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι καλούντες – εκκαλούντες ήταν απόντες, και δεν εμφανίσθηκαν με, ούτε εκπροσωπήθηκαν από, πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ανωτέρω έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ),  με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 26.6.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………), προ πάσης επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ [όπως ίσχυε προ της τροποποίησής του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), που εφαρμόζεται επί των ενδίκων μέσων, που ασκούνται μετά την 1η.1.2016, καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 26.6.2015, ήτοι πριν από την 1η.1.2016] προθεσμίας των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 31.3.2015, και, επιπροσθέτως, δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι οι εκκαλούντες  δεν προέβησαν μόνο στην άσκηση της ανωτέρω έφεσης, δηλαδή στην κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά ήταν αυτοί, που επιμελήθηκαν και του προσδιορισμού δικασίμου εκδίκασής της, προσκομίζοντας επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης αυτής στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ορισθείσης εν συνεχεία ως δικασίμου προς εκδίκαση του ένδικου μέσου αρχικά αυτής της 14ης.1.2016, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε από το πινάκιο για τη δικάσιμο της 6ης.10.2016, όταν και η συζήτηση της έφεσης ματαιώθηκε. Επίσης αποδείχθηκε ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω έφεσης με τις πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου, καθώς και με κλήση προς εμφάνιση για  τη δικάσιμο της 14ης.1.2016, κατά την οποία η υπόθεση αρχικά προσδιορίσθηκε προς εκδίκαση και αναβλήθηκε κατά τα προεκτεθέντα, επιδόθηκε, με επιμέλειά τους, εμπρόθεσμα και νομότυπα, στο εφεσίβλητο Ν.Π.Δ.Δ. στις 30.7.2015, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου απ’αυτό αντιγράφου του δικογράφου της έφεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας ………, στην οποία δόθηκε η εντολή της επίδοσης, εγγγραφείσα κάτωθεν του αντιγράφου του ένδικου μέσου, από τη Δικηγόρο του Πρωτοδικείου Πειραιώς Μαρία Λειβιδιώτου – Σαξώνη, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής ως πληρεξουσία δικηγόρος των εναγόντων, και υπό την ιδιότητα αυτή υπέγραψε και το δικόγραφο της έφεσης. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι οι εκκαλούντες είχαν λάβει γνώση της δικασίμου, κατά την οποία αρχικά προσδιορίσθηκε, με δική τους επιμέλεια, η συζήτηση της έφεσης (14.1.2016), καθώς και της μετ’αναβολήν εκ του πινακίου δικασίμου της 6ης.10.2016, κατά την οποία η εκδίκαση της υπόθεσης ματαιώθηκε, είτε παραστάθηκαν σ’αυτήν, είτε όχι, καθώς η μετά από αναβολή της συζήτησης της έφεσης αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των νόμιμα και εμπρόθεσμα κλητευθέντων διαδίκων, ακόμη και των απολειπομένων, και, επομένως, δεν απαιτείται κλήτευση αυτών για τη μετ’αναβολήν δικάσιμο (άρθρο 226 παρ.4 εδαφ.δ΄του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 498 παρ.2 εδαφ.β΄του ιδίου Κώδικα). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μετά την ματαίωση της συζήτηση της έφεσης κατά την μετ’αναβολήν προσδιορισθείσα δικάσιμο της 6ης.10.2016, η υπόθεση επαναφέρθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 11.12.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…………) κλήση τους, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Τέλος, αποδείχθηκε ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω κλήσης με τις πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου, καθώς και με κλήση προς εμφάνιση για  τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε, με την επιμέλεια των καλούντων – εκκαλούντων, εμπρόθεσμα και νομότυπα, στο καθ’ου η κλήση – εφεσίβλητο Ν.Π.Δ.Δ. στις 27.12.2017, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου απ’αυτό αντιγράφου του δικογράφου της κλήσης της Δικαστικής Επιμελήτριας ………….. ., στην οποία δόθηκε η εντολή της επίδοσης, εγγγραφείσα κάτωθεν του αντιγράφου του δικογράφου της κλήσης, από την αυτή ως άνω Δικηγόρο του Πρωτοδικείου Πειραιώς Μαρία Λειβιδιώτου – Σαξώνη, ως πληρεξουσία δικηγόρο των εκκαλούντων – καλούντων. Επομένως, οι εκκαλούντες έχουν λάβει γνώση της αναφερομένης στην αρχή της παρούσας απόφασης δικασίμου, κατά την οποία ήταν απόντες και δεν παραστάθηκαν, εφόσον ο προσδιορισμός της ανωτέρω δικασίμου προς συζήτηση της ανωτέρω κλήσης τους, με την οποία επανέφεραν την υπόθεση επί της έφεσής τους προς εκδίκαση, κατόπιν της ματαίωσης της συζήτησής της, έλαβε χώρα με δική τους επιμέλεια.Πρέπει, συνεπώς, η ανωτέρω έφεσή τους ν’απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης.Τα κατά τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, που νίκησε, κατόπιν της υποβολής σχετικού αιτήματός του, με τις εμπροθέσμως και νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, εφόσον απορρίφθηκε το ένδικο μέσο που άσκησαν (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να ορισθεί το παράβολο ερημοδικίας, το οποίο οφείλουν να προκαταβάλουν οι εκκαλούντες στην περίπτωση που ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσης απόφασης (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εκκαλούντων.

ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής   ερημοδικίας  από τους εκκαλούντες κατά  της  παρούσας απόφασης στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για τον καθέναν εξ αυτών.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 25.6.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ..… και ……..) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 1090/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 22 Nοεμβρίου 2018.

 

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ