Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 124/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   124/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 5228/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της διετίας από την δημοσίευσή της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι από τη δικογραφία δε αποδεικνύεται ούτε κανείς διάδικος επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιδοθεί, καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο ποσού 100 ευρώ (υπ’ αριθμ. ………… e-Παράβολο, το ποσό του οποίου κατατέθηκε στην τράπεζα Eurobank), το οποίο επισυνάπτεται στην από 24/5/2018 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ).

Η ανακόπτουσα, ήδη εφεσίβλητη, με την από 8/9/2015 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ζήτησε να ακυρωθεί για τους εκτεθέντες εκεί λόγους η υπ’ αριθμ. ……/2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε με βάση τις αναφερόμενες στην ανακοπή της επιταγές, εκδόσεώς της εις διαταγήν της καθ’ ης, ήδη εκκαλούσας, ανώνυμης εταιρίας, με την οποίες επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ ης ανώνυμη εταιρία το ποσό των 110.764 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 5228/2017 οριστική απόφαση του δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής. Ήδη η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η ανακοπή.

Για την έκδοση διαταγής πληρωμής, κατά τόπον αρμόδιος είναι ο Δικαστής του Δικαστηρίου της γενικής δωσιδικίας του καθ’ ου η αίτηση οφειλέτη ή άλλης ειδικής δωσιδικίας, αλλά και του τόπου έκδοσης της συναλλαγματικής ή του γραμματίου εις διαταγή ή επιταγής, όπως και του τόπου πληρωμής ή της αποδοχής των δύο πρώτων τίτλων ή και του τόπου που δικαιούται να εισπράξει την απαίτηση ο δανειστής και αιτών την έκδοση της διαταγής πληρωμής, κατά το άρθρο 321 ΑΚ. Η τελευταία αυτή διάταξη εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας και αν δεν συνάγεται άλλως από τη σύμβαση ή από τις περιστάσεις (ΑΠ 1668/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 214/2013 ΧρΙΔ 2013, 507). Συνεπώς, το αρμόδιο Δικαστήριο προσδιορίζεται από το δανειστή, ο οποίος μεταξύ των ενδεχομένως πολλών τοπικών αρμοδίως Δικαστηρίων επιλέγει εκείνο από τον Δικαστή του οποίου ζητεί την έκδοση διαταγής πληρωμής και το οποίου καθίσταται ως εκ τούτου κατά την κρατούσα γνώμη και αποκλειστικά κατά τόπο αρμόδιο και για την εκδίκαση της κατ’ αυτής ανακοπής των άρθρων 632 ή 633 του ΚΠολΔ, διότι ο αιτών την έκδοση διαταγής πληρωμής, διά της υποβολής της αίτησης σε έναν από τους περισσότερους αρμοδίους κατά τόπον Δικαστές, ασκεί συγχρόνως και το δικαίωμα επιλογής, που έχει ως ενάγων δανειστής, για την τυχόν μετέπειτα διαδικασία επί της ανακοπής, κατά την οποία οι διάδικοι έχουν την ιδία δικονομική θέση, δηλαδή ο μεν καθ’ ου η ανακοπή τη θέση του ενάγοντος, ο δε ανακόπτων την θέση εναγόμενου. Για τους άνω λόγους, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο ανήκει ο Δικαστής, που εξέδωσε την διαταγή πληρωμής, αλλά ο καθ’ ου η διαταγή πληρωμής δεν εγκαταλείπεται στην αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη επιθυμία του δανειστή, διότι, αν ο Δικαστής που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής ήταν αναρμόδιος κατά τόπον, μπορεί για το λόγο αυτό να ζητήσει με ανακοπή την ακύρωση της διαταγής πληρωμής ανεξαρτήτως του αν τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η αναρμοδιότητα είχαν τεθεί υπόψη του εκδόσαντος την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δικαστή και τα παρείδε, ή δεν του ετέθησαν, πλην στερούνταν τοπικής αρμοδιότητος να επιληφθεί (ΑΠ 497/1993 ΕλλΔ/νη 35, 1290) και μάλιστα ανεξάρτητα της επίκλησης δικονομικής βλάβης από τον ανακόπτοντα, καθώς η έκδοσή της από αναρμόδιο Δικαστή συνιστά παραβίαση διαδικαστικής προϋπόθεση έκδοσής της (άρθρα 73, 159 παρ. 1, 625, 628 παρ. 1α του ΚΠολΔ). Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 625 του ΚΠολΔ, ενώ κατανέμει την καθ’ ύλην αρμοδιότητα προς έκδοση διαταγής πληρωμής μεταξύ Ειρηνοδίκη και Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, δεν διαλαμβάνει σχετικώς περί της κατά τόπον αρμοδιότητας. Συνεπώς, η κατά τόπον αρμοδιότητα ρυθμίζεται κατά τις γενικές διατάξεις και χωρεί και συμφωνία περί παρέκτασης αρμοδιότητας (Ποδηματά στην Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 625, αριθ. 2 επ.), η εκ της οποίας δωσιδικία κατά τον κανόνα του άρθρου 44 ΚΠολΔ είναι αποκλειστική. Συγκεκριμένα από τις διατάξεις των άρθρων 42, 43, 44 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι επί διαφορών, ακόμη και μελλοντικών, που έχουν περιουσιακό αντικείμενο, τακτικό Δικαστήριο που δεν είναι αρμόδιο είναι δυνατόν να καταστεί αρμόδιο, εάν υπάρχει έγγραφη συμφωνία των διαδίκων και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Η περί παρέκτασης συμφωνία είναι δυνατό να διατυπώνεται στο αποδεικτικό της απαίτησης έγγραφο ή στο σώμα του αξιογράφου βάσει του οποίου εκδίδεται η διαταγή πληρωμής, χωρίς να αποκλείεται η συμφωνία παρέκτασης να αποδεικνύεται από άλλο εκτός του αξιόγραφου έγγραφο, που συνυποβάλλεται στο Δικαστή μαζί με το αξιόγραφο βάσει του οποίου ζητείται η έκδοση της διαταγής πληρωμής, διότι η δικονομική αυτή σύμβαση δεν περιλαμβάνεται στα δικαιώματα που πηγάζουν από τον τίτλο, αλλά είναι πρόσθετη (ΕφΘεσ 1312/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 181/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 154/2015 ΝΟΜΟΣ). Ειδικά επί επιταγής, η οποία ενσωματώνει αυτοτελή απαίτηση σε σχέση με την αξίωση από τη βασική σχέση που συνδέει τα πρόσωπα της επιταγής, τόπος πληρωμής της είναι ο τόπος στον οποίο η επιταγή πρέπει να προσάγεται προς πληρωμή, ο οποίος αναγράφεται συνήθως δίπλα στο όνομα του πληρωτή (Ι. Π. Μάρκου, Δίκαιο επιταγής, β΄ εκδ., άρθρο 1, σελ. 51). Αν σημειώνονται περισσότεροι τόποι δίπλα στο όνομα του πληρωτή τόπος πληρωμής είναι ο πρώτος και αν δεν σημειώνεται καθόλου τόπος πληρωμής είναι ο τόπος εκδόσεως (άρθρο 2 παρ. 2 και 3 του ν. 5960/1933). Η δυνατότητα εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή σε υποκατάστημα της πληρώτριας Τράπεζας ευρισκόμενο σε άλλον τόπο από τον αναγραφόμενο στο σώμα της επιταγής δεν σημαίνει και μεταβολή του τόπου πληρωμής αυτής (ΕφΘεσ 1636/2017 ΔΕΕ 2018, 510, ΕφΠειρ 414/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 583, 585, 632 παρ. 1 και 633 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατόν ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ’ αυτής, το δε Δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας. Οι πιο πάνω λόγοι μπορούν να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ίδιου Κώδικα, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή ενστάσεις. Γι’ αυτό το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από απαιτούμενα κατά νόμο (άρθρα 118 και 119 του ΚΠολΔ) για κάθε δικόγραφο στοιχεία, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή με σαφήνεια τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμή (ΑΠ 999/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1026/2013 ΕΠολΔ 2014/135, ΑΠ 662/2010 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, η ανακόπτουσα δεν εξέτασε μάρτυρα και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ανακόπτουσα, προκειμένου να εξοφλήσει οφειλή της προς την καθ’ ης προερχόμενη από την αγορά εμπορευμάτων από την τελευταία, εξέδωσε σε διαταγή της καθ’ ης τις υπ’ αριθμ. ………. επιταγές της Τράπεζας Πειραιώς, ποσού 36.000 ευρώ, 36.000 ευρώ και 38.764 ευρώ αντίστοιχα, πληρωτέες από τον υπ’ αριθμ. ………….. λογαριασμό που η ανακόπτουσα τηρεί στην πληρώτρια τράπεζα. Όπως αναγράφεται στο σώμα των επιταγών ο τόπος έκδοσής τους είναι το Αγρίνιο και ο τόπος πληρωμής τους είναι ο αναγραφόμενος δίπλα από το όνομα του υποκαταστήματος της πληρώτριας τράπεζας, δηλαδή το Αγρίνιο, οδός ………….. Η καθ’ ης εμφάνισε τις επιταγές αυτές νόμιμα και εμπρόθεσμα για πληρωμή στο υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς στη Κεντρική Λαχαναγορά Ρέντη, την πρώτη την 5/1/2015 και τις υπόλοιπες δυο την 23/1/2015, πλην όμως αυτές δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων στον ανωτέρω λογαριασμό, όπως αποδεικνύεται από τη βεβαίωση των αρμοδίων υπαλλήλων του πιο πάνω υποκαταστήματος στην οπίσθια πλευρά των επιταγών. Με βάση τις επιταγές αυτές και κατόπιν της από 30/3/2015 αίτησης της καθ’ ης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ……../2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία η ανακόπτουσα διατάσσεται να καταβάλει στην καθ’ ης το συνολικό ποσό των 110.764 ευρώ πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Κατά της διαταγής πληρωμής η ανακόπτουσα άσκησε την ένδικη ανακοπή της, με τον πρώτο λόγο της οποίας ισχυρίζεται μεταξύ  άλλων ότι ο εκδώσας αυτή Δικαστής ήταν τοπικά αναρμόδιος για την έκδοσή της, καθώς η ίδια είναι κάτοικος του Δ.Δ. Καινουργίου Δήμου Αγρινίου. Ο λόγος αυτός καταρχάς είναι ορισμένος, διότι με αυτόν προβάλλεται συγκεκριμένα και με σαφήνεια η αντίρρηση της ανακόπτουσας ως προς την συνδρομή μίας εκ των διαδικαστικών προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, δηλ. της τοπικής αρμοδιότητας του Δικαστή που επιλήφθηκε της έκδοσής της, η έλλειψη της οποίας επιφέρει την ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, χωρίς να απαιτείται να εκθέτει το χρόνο που της επιδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, αν της επιδόθηκε πρώτη ή δεύτερη φορά, αν της επιδόθηκε για γνώση της ή με επιταγή προς εκτέλεση και σε ποια διάταξη στηρίζει την ανακοπή της (στο άρθρο 632 ή στο άρθρο 633 του ΚΠολΔ), διότι αυτά είναι στοιχεία που ερευνά αυτεπάγγελτα το Δικαστήριο για να διακριβώσει το εμπρόθεσμο και τη νομική βασιμότητα της ανακοπής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έστω σιωπηρά απέρριψε την προβαλλόμενη από την καθ’ ης με τις πρωτόδικες προτάσεις της ένσταση αοριστίας της ανακοπής δεν έσφαλε και ο πρώτος λόγος της έφεσης με το οποίο η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη της ένστασης αυτής είναι αβάσιμος. Ακολούθως ο δεύτερος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για να θεραπεύσει την αοριστία της ανακοπής και να κρίνει για το εμπρόθεσμο και νόμιμο της ανακοπής έλαβε υπόψιν του εκθέσεις επίδοσης της διαταγής πληρωμής που όμως ούτε η ίδια ούτε η ανακόπτουσα προσκόμισαν, αλυσιτελώς προβάλλεται και επομένως είναι απαράδεκτος.

Σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν αποδείχθηκε ότι μόνος κατά τόπον αρμόδιος Δικαστής για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ήταν εκείνος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, διότι τόσο ο τόπος κατοικίας της καθ’ ης η διαταγή πληρωμής – ανακόπτουσας όσο και της έκδοσης και της πληρωμής των επιταγών είναι το Αγρίνιο, χωρίς να μεταβάλλεται ο τόπος αυτός, ενόψει της περιοριστικής ρύθμισης των άρθρων 1 και 2 του ν. 5960/1933, από το γεγονός ότι η καθ’ ης ως λήπτρια των επιταγών τις εμφάνισε για πληρωμή, όπως είχε δικαίωμα, σε άλλο υποκατάστημα της πληρώτριας τράπεζας, εν προκειμένω στο υποκατάστημα Λαχαναγοράς Ρέντη. Η καθ’ ης ισχυρίζεται ότι έχοντας το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ πολλών τοπικά αρμόδιων Δικαστηρίων για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγή πληρωμής επέλεξε το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, διότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε και με βάση την αδικοπρακτική ευθύνη της ανακόπτουσας, ως εκδότριας των επίδικων ακάλυπτων επιταγών και εφόσον το αξιόποινο αποτέλεσμα επήλθε στην περιφέρεια του πιο πάνω Δικαστηρίου, όπου εμφανίσθηκαν οι επιταγές, ο Δικαστής του είναι τοπικά αρμόδιος για την έκδοση της, κατά την ειδική δωσιδικία του αδικήματος (άρθρο 35 του ΚΠολΔ). Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι από το περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής και από το γεγονός ότι η νομική βασιμότητά της δεν στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ και 79 του ν. 5960/1933, προκύπτει ότι η καθ’ ης η ανακοπή αιτήθηκε την έκδοσή της (και η διαταγή πληρωμής εκδόθηκε) με βάση τη συμβατική αξίωσή της που απορρέει από την έκδοση των επιταγών και όχι με βάση την αδικοπρακτική ευθύνη της ανακόπτουσας λόγω της ζημίας που υπέστη από την έκδοση των ακάλυπτων επιταγών. Εκτός τούτου στην προκείμενη περίπτωση δεν καταλείπεται πεδίο εφαρμογής της ερμηνευτικής διάταξης του άρθρου 321 του ΑΚ, αφού ακριβώς ορίζεται συγκεκριμένος τόπος πληρωμής των επίδικων επιταγών και δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς αυτό. Περαιτέρω η καθ’ ης η ανακοπή ισχυρίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση, μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε εγγράφως, ότι για οποιαδήποτε διαφορά πρόεκυπτε από την πώληση εμπορευμάτων από αυτή προς την ανακόπτουσα, αρμόδια θα είναι τα Δικαστήρια του Πειραιά, η δε συμφωνία αυτή αναγράφεται στα δελτία αποστολής που συνόδευαν τα εκάστοτε εμπορεύματα και υπέγραφε η ανακόπτουσα κατά την παραλαβή τους. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, εφόσον η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τις επίδικες τρεις επιταγές, η συμφωνία για την παρέκταση αρμοδιότητας θα έπρεπε να είχε εγγραφεί στο σώμα των επιταγών ή να είχε επισυναφθεί στη αίτηση για την έκδοση της έστω ένα από τα επικαλούμενα δελτία αποστολής. Τούτο, διότι στην ως άνω συμφωνία παρέκτασης της κατά τόπο αρμοδιότητας για κάθε διαφορά που θα προέκυπτε μεταξύ των διαδίκων από τη σύμβαση πώλησης δεν συμπεριλαμβάνονται και τυχόν διαφορές από αξιόγραφα, επειδή με την έκδοση των επίδικων επιταγών γεννάται με σύμβαση των διαδίκων νέα ενοχή, με την οποία αναλαμβάνεται νέα υποχρέωση, που είναι αυτοτελής σε σχέση με την αρχική, ανεξάρτητα του ότι αποτελεί την αιτία έκδοσης των επιταγών. Επιπλέον, η μη επισύναψη δελτίου αποστολής αποδεικνύεται, όχι μόνο διότι στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν αναφέρεται τέτοιο έγγραφο, αλλά και διότι αν ο εκδώσας αυτή Δικαστής κατέστη τοπικά αρμόδιος με βάση τη συμφωνία παρέκτασης αρμοδιότητας, η οποία δημιουργεί αποκλειστική δωσιδικία (άρθρο 44 του ΚΠολΔ), θα γινόταν στη διαταγή πληρωμής αναφορά του άρθρου 43 του ΚΠολΔ και όχι των άρθρων 14 επ. και 35 του ίδιου Κώδικα. Συνεπώς η έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας του εκδόσαντος την διαταγή πληρωμής Δικαστή επιφέρει την ακύρωσή της, ανεξάρτητα της ύπαρξης δικονομικής βλάβης της ανακόπτουσας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια έκρινε και δέχθηκε ότι μοναδικός κατά τόπο αρμόδιος Δικαστής για την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ήταν ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής δεν έσφαλε και ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι νομίμως, ως έχουσα το δικαίωμα, επέλεξε το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τα άρθρα 31, 35 και 41 του ΚΠολΔ, ο τέταρτος λόγος της έφεσης με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε παρέκταση αρμοδιότητας για οποιαδήποτε μεταξύ τους διαφορά που απορρέει από την πώληση εμπορευμάτων και επομένως και για τις επίδικες επιταγές που εκδόθηκαν για την εξόφληση των πωληθέντων εμπορευμάτων και ο έκτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σιωπηρά απέρριψε τον ισχυρισμό της περί μη απόδειξης δικονομικής βλάβης της ανακόπτουσας από την έκδοση της προβαλλόμενη διαταγής πληρωμής από αναρμόδιο κατά τόπο Δικαστή είναι ουσιαστικά αβάσιμοι.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «δικαίωμα» νοείται αυτό που απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, θεωρείται δε ότι ασκείται καταχρηστικώς και όταν συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 7/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 92/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 70/2019 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω η καθ’ ης η ανακοπή με τις πρωτόδικες προτάσεις της ισχυρίστηκε ότι η ένσταση κατά τόπο αναρμοδιότητας που η ανακόπτουσα προέβαλε με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της είναι καταχρηστική, διότι γνώριζε τη ρητή και έγγραφη συμφωνία τους για την παρέκταση της αρμοδιότητας με την οποία καθίστανται αποκλειστικά κατά τόπον αρμόδια για τις απορρέουσες από τη σύμβαση πώλησης διαφορές, συμπεριλαμβανομένων και αυτών από τις επίδικες επιταγές, τα Δικαστήρια του Πειραιά. Ο ισχυρισμός αυτός είναι καταρχάς απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη βάση, διότι, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, η συμφωνία παρέκτασης δεν περιλαμβάνει και την αξίωση από τις επιταγές, βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Πέραν τούτου ο ως άνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος και ως ουσιαστικά αβάσιμος διότι δεν αποδείχθηκε συγκεκριμένη συμπεριφορά της ανακόπτουσας, η οποία σε συνδυασμό με την κατάσταση που μεσολάβησε να δημιούργησε στην καθ’ ης η ανακοπή τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι η ανακόπτουσα δεν επρόκειτο να προβάλει την ένσταση αναρμοδιότητας, μη αρκούντος μόνο του γεγονότος ότι γνώριζε για τη συμφωνία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε σιωπηρά την πιο πάνω ένσταση δεν έσφαλε και ο περί του αντιθέτου πέμπτος λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος. Κατόπιν των ανωτέρω αβάσιμος είναι και ο έβδομος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής.

Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕφΠατρ 32/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3808/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 24/2016 ΝΟΜΟΣ, Β.Βαθρακοκοίλη, Η έφεση έκδ. 2015, σελ. 305). Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα με τον όγδοο λόγο της έφεσής της, ισχυρίζεται ότι η επιβληθείσα σε βάρος της δικαστική δαπάνη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι μη νόμιμη και υπερβολική. Ο λόγος αυτός της έφεσης, που είναι παραδεκτός, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, κατά τα προαναφερόμενα, τυγχάνει αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης, ως έπρεπε, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, ποιος νομικός κανόνας παραβιάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, συνεπεία της οποίας (παραβιάσεως) καθίσταται η επιδικασθείσα σε βάρος της δικαστική δαπάνη μη νόμιμη και υπερβολική.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. στ΄ του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 5228/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου της έφεσης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την  12η     Φεβρουαρίου 2020.

         Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και τούτου μετατεθέντος

ο Προϊστάμενος του Εφετείου