Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 81/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης: 81/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2132/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες την 22/5/2017 (υπ’ αριθμ. …/22.5.2017 και …./22.5.2017 εκθέσεις επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 19/6/2017 και καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (e-παράβολο) με κωδικό ….. ποσού 150 ευρώ (που πληρώθηκε στην ALPHA BANK), το οποίο επισυνάπτεται στην από 19/6/2017 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, στην από 7/11/2014 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ασφάλισε την αστική ευθύνη για τις έναντι τρίτων ζημίες του υπ’ αριθμ. ……….. Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του πρώτου εναγόμενου, ήδη πρώτου εκκαλούντος, η ισχύς του οποίου, κατόπιν ανανέωσής του, έληξε την 22/3/2011, ότι την 6/10/2010 ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το πιο πάνω

Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητό του, προκάλεσε το θανάσιμο τραυματισμό του …………… στο τροχαίο ατύχημα που έγινε υπό τις συνθήκες που αναφέρει στην αγωγή της, ότι επί της από 31/3/2011 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2011 αγωγής των συγγενών και της μνηστής του θανόντος κατά του πρώτου εναγόμενου και της ίδιας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1062/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και, κατόπιν της εναντίον της άσκησης εκατέρωθεν εφέσεων, η υπ’ αριθμ. 1961/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε τελεσίδικα ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ένδικου ατυχήματος ήταν ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος κατά το χρόνο του ατυχήματος βρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος, αφού στο αίμα του ανιχνεύθηκε με την μέθοδο της αιμοληψίας ποσότητα οινοπνεύματος σε ποσοστό 1,35γρ/λίτρο αίματος και επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση ως προς την επιδικασθείσα σε βάρος τους χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης συνολικού ποσού 332.480,48 ευρώ, πλέον  τόκων και δικαστικών εξόδων, ότι, σε εκτέλεση της απόφασης αυτής και με βάση τη συμβατική της υποχρέωση που απέρρεε από την πιο πάνω ασφαλιστική σύμβαση, κατέβαλε στους εκεί ενάγοντες το συνολικό ποσό των 407.498,48 ευρώ, ως εξόφλησή τους κατά κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στην αγωγή, ότι, συντρέχει νόμιμος λόγος απαλλαγής της από την ασφαλιστική κάλυψη και δικαιούται να απαιτήσει να της καταβληθεί το ποσό αυτό από τον πρώτο εναγόμενο, διότι προκάλεσε το ένδικο ατύχημα ευρισκόμενος σε κατάσταση μέθης και ότι, αν και ο τελευταίος γνώριζε την υποχρέωσή του αυτή, με το υπ’ αριθμ. …../31.1.2011 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που έχει νόμιμα εγγραφεί στα βιβλία του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου Κερατσινίου, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στο δεύτερο εναγόμενο, ήδη δεύτερο εκκαλούντα, τέκνο του, την πλήρη κυριότητα των περιγραφόμενων δύο οριζόντιων ιδιοκτησιών, που βρίσκονται στο Κερατσίνι Αττικής, συνολικής αξίας 96.899,09 ευρώ και ότι η μεταβίβαση αυτή από χαριστική αιτία από τον πρώτο εναγόμενο έγινε με σκοπό να ματαιώσει την πιο πάνω απαίτησή της, διότι η υπόλοιπη περιουσία του δεν αρκεί για την ικανοποίησή της. Ζητούσε να διαρρηχθεί η πιο πάνω απαλλοτριωτική δικαιοπραξία και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνει δεκτή η έφεσή τους, ώστε να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 939 του ΑΚ, βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη αξίωσης του δανειστή προς διάρρηξη, ως καταδολιευτικής, της γενόμενης από τον οφειλέτη προς τρίτο απαλλοτρίωσης στοιχείου της περιουσίας του αποτελεί η δημιουργούμενη εξ αιτίας αυτής για τον οφειλέτη αφερεγγυότητα, δηλαδή η ανεπάρκεια της υπολειπόμενης περιουσίας του προς ικανοποίηση του δανειστή. Η αφερεγγυότητα πρέπει να υπάρχει και κατά το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής, οπότε κρίνεται το στοιχείο της βλάβης του δανειστή (ΟλΑΠ 12/2012 ΝΟΜΟΣ), ενώ αδιάφορο είναι, αν η απαίτηση του δανειστή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία ή αν αυτή έχει δικαστικά βεβαιωθεί και εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, αρκεί αυτή να έχει γεννηθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, δηλαδή να έχουν συντελεσθεί τα παραγωγικά γεγονότα αυτής και να είναι ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της σχετικής αγωγής (ΑΠ1349/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1116/2018 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για τη διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης, απαιτείται: 1)να έγινε αυτή από τον οφειλέτη με πρόθεση βλάβης του δανειστή, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει, όταν αυτός γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην αρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή, 2)να υπάρχει βλάβη των δανειστών, η οποία υφίσταται, όταν η υπολειπόμενη περιουσία του οφειλέτη δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους και 3)γνώση του τρίτου (προς τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση), της πρόθεσης του απαλλοτριώσαντος προς βλάβη του δανειστή του, που τεκμαίρεται ότι υπάρχει, όταν ο τρίτος έχει μία από τις ιδιότητες και συγγενικές σχέσεις, που

αναφέρονται στο άρθρο 941 παρ. 2 του ΑΚ, εφόσον όμως δεν παρήλθε έτος από την απαλλοτρίωση μέχρι την άσκηση της αγωγής, επιτρέπεται δε η κατάρριψη του τεκμηρίου με ανταπόδειξη, ενώ το στοιχείο της γνώσης δεν απαιτείται σε απαλλοτρίωση από χαριστική αιτία (δωρεά) κατά το άρθρο 942 του ΑΚ. Ειδικότερα, η παροχή του γονέα προς το τέκνο (άρθρο 1509 του ΑΚ), που έγινε στα πλαίσια ηθικού καθήκοντος, έπεται των ενοχικών υποχρεώσεων του γονέα και υπόκειται στο σύνολό της σε διάρρηξη, κατά την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 939 – 946 του ΑΚ, οι οποίες αποσκοπούν στην έναντι κάθε καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης, αποκατάσταση της διαταραχθείσας οικονομικής τάξης του οφειλέτη έναντι των δανειστών του (ΑΠ 28/2017, ΑΠ 778/2015, 1217/2014 δημοσιευμένες στην Τρ. Νομ. Πληρ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3557/2007, που ισχύει από 14/5/2007, προστέθηκε στο π.δ. 237/1986, με το οποίο κωδικοποιήθηκε ο νόμος 489/1976 η διάταξη του άρθρου 6β σύμφωνα με την παρ. 1 της οποίας «εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται: α] … β] από οδηγό ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος …». Όπως προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη, προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι α)ο σχετικός όρος εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη να έχει ενταχθεί νομίμως στη σύμβαση ασφαλίσεως, β)ο οδηγός να οδηγεί όχημα τελών υπό την επίδραση οινοπνεύματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ.1 του ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.) και γ)να συντρέχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος και του ατυχήματος. Ο εξεταζόμενος λόγος εξαιρέσεως δεν θεωρείται ότι αποτελεί περιεχόμενο κάθε ασφαλιστικής συμβάσεως, αλλά ισχύει ενόσω έχει ενταχθεί νομίμως στη σύμβαση ασφαλίσεως με τις προϋποθέσεις που ίσχυαν και υπό το καθεστώς ισχύος της υπ’ αριθμ. Κ4/585/1978 Υπουργικής Απόφασης, που καταργήθηκε με το άρθρο 17 παρ.1 εδ. γ΄ του ν. 3557/2007. Εξάλλου το άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 2696/1999, όπως ισχύει, ορίζει ότι: «Απαγορεύεται η οδήγηση κάθε οδικού οχήματος από οδηγό, ο οποίος κατά την οδήγηση του οχήματος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων που σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα του οδηγού. Ο ελεγχόμενος οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισμό είναι από 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,50 gr/l) και άνω, μετρούμενο με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου». Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι ο οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισμό είναι από 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (συμπεριλαμβανομένης της τιμής αυτής) και άνω, δηλαδή θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος και όταν το ποσοστό στον οργανισμό του είναι 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361 του ΑΚ, 11 παρ. 1 του ν. 489/1976 και 1, 8, 25, 26 του ν. 2496/1997, συνάγεται ότι μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί ότι αποκλείεται η κάλυψη από τον ασφαλιστή των ζημιών που προκαλούνται από την κυκλοφορία του αυτοκινήτου, όταν ο οδηγός του, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση του οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 ΚΟΚ (ν. 2696/1999). Η συνομολόγηση του όρου αυτού, δεν απαλλάσσει τον ασφαλιστή από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα τρίτο, παρέχει όμως σε αυτόν (ασφαλιστή) το δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλισμένο και να ζητήσει από αυτόν ό,τι κατέβαλε στον ζημιωθέντα τρίτο για την αποκατάσταση της ζημίας του. Η συνομολόγηση τέτοιου όρου μπορεί να γίνει είτε με ενσωμάτωσή του στη σύμβαση ασφαλίσεως είτε με παραπομπή της συμβάσεως στους όρους της προϊσχύσασας Κ4/585/1978 αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ 795/8-9-1978, τ. Α.Ε. και ΕΠΕ) στο άρθρο 25 παρ. 8, της οποίας, ορίζεται: «αποκλείονται της ασφαλίσεως ζημίες προξενούμενες κατά το χρόνο που ο

οδηγός του αυτοκινήτου τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών», κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 ΚΟΚ είτε με ρητή παραπομπή, στην προαναφερθείσα διάταξη του νόμου 3557/2007 (άρθρο 4, με το οποίο προστέθηκε το άρθρο 6β στο π.δ. 237/1986). Εφόσον οι όροι αυτοί, είτε ενσωματώνονται στην ασφαλιστική σύμβαση είτε η τελευταία παραπέμπει σε αυτούς, είναι έγκυροι και δεσμευτικοί στις εσωτερικές σχέσεις του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου, σύμφωνα με το άρθρο 361 του ΑΚ, που καθιερώνει την ελευθερία των συμβάσεων και παρέχουν τη βάση να αναζητήσει ο πρώτος από το δεύτερο, ό,τι κατέβαλε στον ζημιωθέντα τρίτο εξαιτίας της ασφαλιστικής καλύψεως (ΑΠ 86/2019 ΝΟΜΟΣ,ΑΠ 564/2014 ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα για τη δεσμευτικότητα του ασφαλισμένου από τους ενσωματωμένους στο ασφαλιστήριο όρους δεν είναι απαραίτητο να υπογράφεται το ασφαλιστήριο και από αυτόν, αφού η αποδοχή των όρων του μπορεί να γίνει και σιωπηρώς. Αυτό μπορεί να συμβεί με την καταβολή του ασφαλίστρου, την παραλαβή του ασφαλιστηρίου, την επικόλληση στο «παρ –μπρίζ» του αυτοκινήτου του ειδικού σήματος, που παραδίδει ο ασφαλιστής στον αντισυμβαλλόμενο, τη δήλωση του επιγενομένου ατυχήματος κ.λπ. (ΑΠ 401/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 156/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 230/2008 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στην από 31/3/2011 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2011 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών οι …………. ισχυρίστηκαν ότι την 6/10/2010 στο Αιγάλεω Αττικής, στην οδό Θηβών 365, έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα, κατά το οποίο ο (τότε και τώρα) πρώτος εναγόμενος, ………., οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ……….. ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, του οποίου η αστική ευθύνη για τις έναντι τρίτων ζημίες ήταν ασφαλισμένη κατά τον ανωτέρω χρόνο στην (τότε δεύτερη εναγόμενη και ήδη) ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία και ευρισκόμενος υπό την επήρεια οινοπνεύματος, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του το θανάσιμο τραυματισμό του …………, υιού των δυο πρώτων, αδελφού του τρίτου, εγγονού των τέταρτου και πέμπτης και μνηστήρα της έκτης των εκεί εναγόντων, ο οποίος εκινείτο πεζός στο πεζοδρόμιο της ανωτέρω οδού, υπό τις συνθήκες που εξέθεταν στην αγωγή τους και ζητούσαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο κάθε ένας, τα αιτούμενα ποσά ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, πλέον του ποσού των 2.480,48 ευρώ στον πρώτο ενάγοντα, το οποίο αυτός κατέβαλε ως έξοδα κηδείας. Το ανωτέρω Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. 1062/2012 οριστική απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τους εκεί εναγόμενους να καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο κάθε ένας, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 102.480,48 ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 100.000 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 75.000 ευρώ, στον κάθε ένα των τέταρτου και πέμπτης των εναγόντων το ποσό των 20.000 ευρώ και στην έκτη ενάγουσα το ποσό των 15.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για τον κάθε ένα των δυο πρώτων εναγόντων κατά το ποσό των 20.000 ευρώ, για τον τρίτο ενάγοντα κατά το ποσό των 10.000 ευρώ και για κάθε ένα των λοιπών κατά το ποσό των 3.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν ενώπιον του Εφετείου Αθηνών οι εκεί ενάγοντες τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../2012 έφεση, ο πρώτος εναγόμενος, ……….., τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2012 έφεση και η δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2012 έφεση, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1961/2013 τελεσίδικη απόφαση με την οποία το Εφετείο έκρινε με δύναμη δεδικασμένου ότι το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγόμενου οδηγού, …………, ο οποίος την 6/10/2010 και περί ώρα 05:45΄ οδηγούσε το πιο πάνω ΙΧΕ αυτοκίνητό του στην οδό Θηβών, «χωρίς σύνεση και συνεχώς τεταμένη την προσοχή του, υπό την σοβαρή επίδραση οινοπνεύματος, εξαιτίας της οποίας δεν ήταν νηφάλιος και είχαν μειωθεί στο ελάχιστο τα αντανακλαστικά του, αφού ευρέθη ποσότητα οινοπνεύματος 1,35 γρ. ανά λίτρο αίματος, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. …………/12.11.2010 έκθεση εξέτασης αίματος της Δ/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας, χωρίς να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς και χωρίς να ρυθμίζει την ταχύτητα του οχήματος του λαμβάνοντας συνεχώς υπόψη τις επικρατούσες συνθήκες», με αποτέλεσμα «όταν έφτασε τριάντα περίπου μέτρα πριν τη διασταύρωση της οδού Θηβών επί της οποίας έβαινε με την οδό Περικλέους, από αμέλεια και έλλειψη προσοχής, που όφειλε να καταβάλει στην οδήγηση και βρισκόμενος σε κατάσταση μέθης, απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του το οποίο προσέκρουσε με ταχύτητα πάνω σε υπάρχοντα σιδερένιο κάδο απορριμμάτων, που ήταν γεμάτος με σκουπίδια και βρισκόταν δεξιά του οδοστρώματος της οδού Θηβών σε εσοχή, μπροστά από τον οικοδομικό αριθμό 365, τον οποίο εκσφενδόνισε στο πεζοδρόμιο. Ο κάδος αυτός αφού διάνυσε απόσταση 5,5 περίπου μέτρων συρόμενος στο πεζοδρόμιο, έπληξε τον ……….. στο κεφάλι, προκαλώντας τον θανάσιμο τραυματισμό του». Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά το Εφετείο ακολούθως έκρινε ότι, τόσο η οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος, όσο και οι λοιπές παραβάσεις του ΚΟΚ συνδέονταν αιτιωδώς με το ατύχημα και ότι τα επιδικασθέντα με την πρωτόδικη απόφαση ποσά της χρηματικής ικανοποίησης είναι εύλογα, απορρίπτοντας τους περί του  αντιθέτου λόγους των εφέσεων και δεχόμενο την έφεση των εναγόντων μόνο ως προς το ποσό των δικαστικών εξόδων αυτών που επιβλήθηκαν σε βάρος των εναγόμενων. Μετά ταύτα η (τότε δεύτερη εναγόμενη και ήδη) ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, σε εκτέλεση των πιο πάνω αποφάσεων και στα πλαίσια των συμβατικών της υποχρεώσεων που απέρρεαν από την ασφαλιστική σύμβαση, κατέβαλε στον ………. το συνολικό ποσό των 135.920,48 ευρώ (υπ’ αριθμ. ………… αποδείξεις καταβολής αποζημίωσης), στη ……….. το συνολικό ποσό των 117.481 ευρώ (υπ’ αριθμ. ……… αποδείξεις καταβολής αποζημίωσης), στο … . το συνολικό ποσό των 88.948 ευρώ (υπ’ αριθμ. ………. αποδείξεις καταβολής αποζημίωσης), στο ……… το συνολικό ποσό των 23.720 ευρώ (υπ’ αριθμ. ………. αποδείξεις αποζημίωσης), στην … . το συνολικό ποσό των 23.720 ευρώ (υπ’ αριθμ. …….. αποδείξεις αποζημίωσης) και στην ……… το ποσό των 17.709 ευρώ (υπ’ αριθμ. …………αποδείξεις αποζημίωσης).

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε ασφαλίσει την αστική ευθύνη του πιο πάνω ζημιογόνου οχήματός του στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία με το υπ’ αριθμ. …./22.9.2009 ασφαλιστήριο συμβόλαιο αστικής ευθύνης διάρκειας έως την 22/3/2010, η διάρκεια ισχύος του οποίου επεκτάθηκε έως την 22/3/2011 με το υπ’ αριθμ. …. ανανεωτήριο συμβόλαιο και ότι, με βάση το εν λόγω ισχύον ασφαλιστήριο συμβόλαιο, αποκλείονται της ασφάλισης αστικής ευθύνης (μεταξύ άλλων) και ζημίες προκαλούμενες από οδηγό που οδηγεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Ο πρώτος εναγόμενος δεν αμφισβητεί τη σύμβαση αυτή και αποδέχτηκε τους περιλαμβανομένους στο ως άνω ασφαλιστήριο όρους με την παραλαβή του ασφαλιστηρίου και του ειδικού σήματος του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 489/1978, την καταβολή των ασφαλίστρων και τη δήλωση του ατυχήματος στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία. Γνώριζε δε, τόσο από το πιο πάνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο, όσο και από τους αρμόδιους υπαλλήλους του κλάδου ζημιών της ενάγουσας, όταν προέβη στη δήλωση του ατυχήματος, ότι  συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης από την ως άνω ασφαλιστική κάλυψη και η ενάγουσα έχει δικαίωμα να απαιτήσει από αυτόν οποιοδήποτε ποσό θα κατέβαλε στους δικαιούχους για το θανάσιμο τραυματισμό του ……….., ενώ είναι προφανές ότι ανάλογη ενημέρωση είχε και από τα αρμόδια όργανα του Τμήματος Τροχαίας Αιγάλεω, που διενήργησαν την προανάκριση του ένδικου θανατηφόρου ατυχήματος. Παρά ταύτα ο πρώτος εναγόμενος με το υπ’ αριθμ. …./31.1.2011 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών . …., που καταχωρήθηκε την 4/2/2011 στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς με αριθμό καταχώρησης …., μεταβίβασε στον δεύτερο εναγόμενο, υιό του, λόγω γονικής παροχής, την πλήρη κυριότητα των κατωτέρω περιγραφόμενων δυο αυτοτελών, διαιρετών και ανεξάρτητων οριζόντιων ιδιοκτησιών, που βρίσκονται σε οικοδομή, η οποία έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο, εμβαδού κατά νεότερη καταμέτρηση 117,73 τ.μ., ευρισκόμενο στο Κερατσίνι Αττικής της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας Αττικής, στην ειδικότερη θέση «…..» και στην οδό ……….. και συγκεκριμένα α)μιας ισόγειας οικίας, που αποτελείται από σαλόνι, κουζίνα, δύο (2) δωμάτια, χωλλ και W.C., έχει επιφάνεια 74,50 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο πενήντα εκατοστά (50/100) εξ αδιαιρέτου και β)μιας οικίας του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, που αποτελείται από ένα (1) δωμάτιο, κουζίνα και λουτρό, έχει επιφάνεια 35,40 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο πενήντα εκατοστά (50/100) εξ αδιαιρέτου. Οι εν λόγω δυο οριζόντιες ιδιοκτησίες έχουν καταχωρηθεί στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς με ΚΑΕΚ ……… και …………. αντίστοιχα, η δε αντικειμενική αξία τους κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ανερχόταν στο ποσό των 96.899,09 ευρώ. Κατά τη στιγμή της ως άνω απαλλοτρίωσης, δηλαδή στις 31/1/2011, η ενάγουσα ανώνυμη  ασφαλιστική εταιρία είχε έναντι του πρώτου των εναγόμενων την ιδιότητα της δανείστριας, έστω και εάν η απαίτησή της τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της καταβολής της χρηματικής ικανοποίησης στους ενάγοντες της από 31/3/2011 αγωγής, καθόσον είχαν μέχρι τότε συντελεστεί τα παραγωγικά γεγονότα αυτής της απαίτησης (σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως, πρόκληση ατυχήματος από τον πρώτο εναγόμενο επειδή οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος), χωρίς να απαιτείτο κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης να είχε προσδιοριστεί το ποσό της απαίτησης της ενάγουσας κατά του πρώτου εναγόμενου, διότι τα παραγωγικά γεγονότα της απαιτήσεως της ασφαλιστικής εταιρίας, όταν συντρέχουν οι εξαιρέσεις της ασφαλιστικής κάλυψης, υπάρχουν ήδη από το χρόνο συνάψεως της ασφαλιστικής συμβάσεως, τα οποία ήταν γνωστά και είχε αποδεχθεί ο πρώτος εναγόμενος ασφαλισμένος ιδιοκτήτης του ζημιογόνου αυτοκινήτου, κατά τ’ ανωτέρω εκτεθέντα. Η απαίτηση αυτή έναντι του ως άνω οφειλέτη της, από την οποία δημιουργείται, έκτοτε, ενοχή, κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, μετά την καταβολή στους δικαιούχους της χρηματικής ικανοποίησης του πιο πάνω ποσού, μέχρι τη συζήτηση της αγωγής διάρρηξης της επίδικης απαλλοτρίωσης, την 13/1/2017. Επίσης κατά το χρόνο μεταβίβασής τους οι πιο πάνω οριζόντιες ιδιοκτησίες ήταν τα μοναδικά εμφανή περιουσιακά στοιχεία που ο πρώτος εναγόμενος είχε στην κυριότητά του. Επομένως αποδεικνύεται ότι η επίδικη μεταβίβαση έγινε µε πρόθεση βλάβης της ενάγουσας, δηλαδή για να μην μπορέσει αυτή να ικανοποιήσει την σε βάρος του πρώτου εναγόμενου απαίτησή της, διότι ο τελευταίος σαφώς γνώριζε, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα αυτή, αφενός μεν ότι είναι οφειλέτης της ενάγουσας, κατά τα προαναφερόμενα και αφετέρου ότι µε την απαλλοτρίωση των ως άνω μοναδικών (και κατά το χρόνο της μεταβίβασης και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και της συζήτησης αυτής) εμφανών περιουσιακών του στοιχείων, θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε δεν θα είναι πλέον εφικτή η ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας. Η ύπαρξη γνώσης του δευτέρου εναγομένου (προς τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση) για την πρόθεση αυτή δεν απαιτείται να ερευνηθεί στην προκειμένη περίπτωση καθόσον η γονική παροχή, που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 του ΑΚ συνιστά χαριστική απαλλοτρίωση, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 942 του ίδιου κώδικα, αφού και αυτή συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα. Δεν συνάγεται δε το αντίθετο από το χαρακτηρισμό της, στο α΄ εδάφιο της διάταξης του άρθρου 1509, ως δωρεάς, ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, αφού αυτό αποσκοπεί στο να αποκλείσει τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής, ως προς το μέρος που δεν αποτελεί δωρεά και όχι να τη χαρακτηρίσει, εξ αντιδιαστολής, ως επαχθή δικαιοπραξία (ΑΠ 28/2017 ό.π.). Ο ισχυρισμός του πρώτου εναγόμενου ότι δεν είχε πρόθεση να βλάψει τα συμφέροντα της ενάγουσας, διότι η μεταβίβαση αυτή πραγματοποιήθηκε από ηθικό καθήκον, κοινωνική ευπρέπεια και ως ένδειξη πατρικής αγάπης και στοργής προς το δεύτερο εναγόμενο, υιό του, στην οικονομική αυτοτέλεια του οποίου αποσκοπούσε εν όψει και του επικείμενου γάμου του υιού του και τη γέννηση του εγγονού του, δεν είναι νόμιμος, καθόσον (σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη), ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της ένδικης απαλλοτρίωσης δεν αναιρείται από την τυχόν επιδίωξη εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου και άλλων σκοπών, όπως η εκπλήρωση ηθικής του υποχρέωσης έναντι του δεύτερου εναγόμενου, υιού του. Εκτός τούτου, ούτε βάσιμος αποδεικνύεται, καθόσον ο μεν γάμος του υιού του τελέστηκε με τον πολιτικό τύπο την 6/6/2011 και σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας την 7/10/2012, δηλαδή μετά την πάροδο τεσσάρων μηνών και έξι ημερών και ενός έτους και οκτώ μηνών αντίστοιχα, ο δε εγγονός του γεννήθηκε την 16/11/2011, δηλαδή μετά την πάροδο δέκα μηνών από την απαλλοτρίωση και, συνεπώς, δεν υπήρχε άμεση και επείγουσα ανάγκη να προβεί στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο στη μεταβίβαση των μοναδικών περιουσιακών του στοιχείων. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του πρώτου εναγόμενου ότι η επίδικη απαλλοτρίωση δεν έγινε με πρόθεση βλάβης των συμφερόντων της ενάγουσας διότι έως το χρόνο αυτής η τελευταία δεν τον είχε οχλήσει δικαστικά ή εξώδικα για το ατύχημα και ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν πίστευε ότι το γεγονός ότι ανιχνεύθηκε στο αίμα του ποσότητα οινοπνεύματος θα απέκλειε την ασφαλιστική κάλυψή του, διότι το ατύχημα ήταν απρόβλεπτο και απρόοπτο και θα μπορούσε να συμβεί στον οποιονδήποτε μέσο και συνετό άνθρωπο, πρέπει να απορριφθεί, διότι, όπως ανωτέρω αποδείχθηκε, είχε αμέσως μετά το ατύχημα ενημερωθεί ότι συνέτρεχε περίπτωση εξαίρεσης της ασφαλιστικής κάλυψης, την οποία, σε κάθε περίπτωση, είχε και ο ίδιος αποδεχθεί, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια δέχθηκε και έκρινε ότι η επίδικη απαλλοτρίωση είναι καταδολιευτική και διέταξε τη διάρρηξή της, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης είναι ουσιαστικά αβάσιμος.

Σύμφωνα με το άρθρο 269 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 1 του ν. 4335/2015, «1.Μέσα επίθεσης και άμυνας προβάλλονται με τις προτάσεις, διαφορετικά είναι απαράδεκτα. Το απαράδεκτο αυτό δεν ισχύει για τους ισχυρισμούς που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή που μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης. 2.Μέσα επίθεσης και άμυνας μπορεί να προβληθούν παραδεκτά έως και τη συζήτηση με προτάσεις ή και προφορικά: α)αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία˙ αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, β)αν προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και γ)αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου», ενώ κατά το άρθρο 237 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον ανωτέρω χρόνο και πριν από την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του ν. 4335/2015, στην προσθήκη μπορούν να προταθούν νέοι ισχυρισμοί μόνο για τη αντίκρουση ισχυρισμών που εμπεριέχονται στις προτάσεις του αντιδίκου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται όταν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής και εκείνων των άρθρων 237, 262 παρ. 1, 259 και 527 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και το παραδεκτό της προβολής της από άποψη τρόπου, πρέπει, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 269 του ΚΠολΔ, να προβάλλονται κατά σαφή τρόπο κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό τα περιστατικά που συγκροτούν κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο, κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής, με την οποία ασκείται το δικαίωμα, για την αιτία αυτή και όχι για ανυπαρξία του δικαιώματος. Έτσι, η χωρίς δικαιολογημένη αιτία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 269 παρ. 2 και 527 του ΚΠολΔ, παράλειψη προβολής, κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό των περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται η κατάχρηση δικαιώματος, καθώς και της διατύπωσης αιτήματος απόρριψης της αγωγής ως καταχρηστικής, συνεπάγεται στην απόρριψη της ένστασης του άρθρου 281 του ΑΚ ως απαράδεκτης, σε περίπτωση προβολής της σε μεταγενέστερη συζήτηση ή για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου (ΑΠ 691/2018 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, με το δεύτερο λόγο της έφεσης οι εναγόμενοι – εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό τους ότι η ενάγουσα άσκησε την αγωγή της διάρρηξης της επίδικης απαλλοτρίωσης κατά κατάχρηση του δικαιώματός της, διότι, αν και γνώριζε την επίδικη απαίτησή της τουλάχιστον από την 30/6/2011, όταν άσκησε σε βάρος του πρώτου εναγόμενου την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2011 παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό το οποίο θα υποχρεούτο να καταβάλει στους συγγενείς και στη μνηστή του ανωτέρω θανόντος, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε, δεν προέβη σε οποιαδήποτε άλλη δικαστική ενέργεια για την ικανοποίηση ή τη διασφάλιση του δικαιώματός της, παρά μόνο μετά την πάροδο τεσσάρων ετών από το ατύχημα, με την άσκηση της ένδικης αγωγής, με συνέπεια να έχει δημιουργήσει σε αυτούς τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να στραφεί εναντίον τους. Η προβολή της ένστασης αυτής, όμως, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ήταν απαράδεκτη, διότι αυτή δεν προβλήθηκε ούτε με τις πρωτόδικες προτάσεις τους ούτε με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου έως και τη συζήτηση της αγωγής, ώστε να καταχωρηθεί στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του στη δικάσιμο της 13/1/2017, αλλά μετά από τη συζήτηση με την από 20/1/2017 προσθήκη – αντίκρουση, χωρίς να υφίστατο δικαιολογημένη αιτία που δεν προβλήθηκε εγκαίρως με τις προτάσεις. Λόγω της απαράδεκτης προβολής της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, θεωρείται ότι, με το δεύτερο λόγο της έφεσης, προτείνεται πρώτη φορά και επομένως απαράδεκτα ενώπιον του Εφετείου αυτού, κατ’ άρθρο 527 του ΚΠολΔ, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έστω και σιωπηρά απέρριψε την εν λόγω ένσταση, δεν έσφαλε και ο δεύτερος λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος.

Λόγους έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 του ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικόγραφο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν τα παράπονα κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αιτήσεως αδίκαστης. Έτσι η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζήτησης, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, διότι η αναβολή απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου και δεν θεμελιώνει λόγο έφεσης, αφού το δικαστήριο, έχοντας, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει το αίτημα αναβολής, δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε περισσότερο αφού το διατακτικό της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν θεμελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού (ΕφΑθ 285/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 144/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 204/2017 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι – εκκαλούντες με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους, παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το υποβαλλόμενο με τις πρωτόδικες προτάσεις αίτημά τους για την αναβολή της συζήτησης της ένδικης αγωγής έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 28/8/2014 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2014 αγωγής της ενάγουσας σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, η οποία κατά το χρόνο εκείνο εκκρεμούσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και με την οποία η τελευταία ζητεί να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να της καταβάλει το πιο πάνω ποσό που κατέβαλε στους συγγενείς και στη μνηστή του θανόντος ………., διότι κατά το χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής δεν είχε επιδικαστεί οποιοδήποτε ποσό σε βάρος του πρώτου εναγόμενου και επειδή δεν υφίσταται εκκαθαρισμένη και απαιτητή απαίτηση της ενάγουσας σε βάρος του. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, διότι η απόρριψη του αιτήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανεξάρτητα της αιτιολογίας της κρίσης του, δεν συνιστά λόγο έφεσης, καθόσον εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρειά του να το αποδεχθεί, ούτε το διατακτικό του θεμελιώνεται στην απόρριψή του αιτήματος αυτού.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε΄ του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2132/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου της εφέσεως.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 17η Οκτωβρίου 2019 και δημοσιεύθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ