Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 155/2020

Αριθμός      155/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αντώνιο Πλακίδα,  Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα, Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  κρινόμενη έφεση των πρωτοδίκως ηττηθέντων εναγομένων και ήδη εκκαλουσών κατά της εφεσίβλητης-ενάγουσας και κατά της υπ’ αριθμό 2641/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια, αφού για το παραδεκτό της έχει προκατατεθεί από τις εκκαλούσες το νόμιμο παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, όπως προβλέπεται από το άρθρο 495 του ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Με την ένδικη  από 20.6.2014 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2014 αγωγή της που άσκησε κατά των εναγόμενων και ήδη εκκαλουσών ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθετε ότι  δυνάμει του από 10/5/2010 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας που υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το από 20/7/2011 ιδιωτικό συμφωνητικό,  συμφωνήθηκε η αποκλειστική εμπορική συνεργασία της ενάγουσας εταιρίας πετρελαιοειδών προϊόντων με την πρώτη εναγομένη, η οποία διατηρεί πρατήριο υγρών καυσίμων στην ……  Αττικής, για χρονικό διάστημα πέντε ετών, αρχής γενομένης από 10/5/2010. Ότι η πρώτη εναγομένη, ως πρατηριούχος, ανέλαβε την υποχρέωση όπως καταβάλλει εμπροθέσμως όλες τις οφειλές της προς την ενάγουσα και ότι, σε περίπτωση λήξεως ή λύσεως για οιανδήποτε λόγο και αιτία της ανωτέρω συνεργασίας, οποιοδήποτε ποσό οφείλεται στην ενάγουσα θα γίνεται αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Ότι η δεύτερη εναγομένη εγγυήθηκε ανεπιφυλάκτως την ομαλή εξέλιξη της παραπάνω συμφωνίας, παραιτούμενη της ενστάσεως διζήσεως, ευθυνόμενη με την πρατηριούχο – πρώτη εναγομένη ως αυτοφειλέτης. Ότι, δυνάμει του από 20/7/2011 τροποποιητικού ιδιωτικού συμφωνητικού, οι εναγόμενες αναγνώρισαν στις 5/7/2011 ότι όφειλαν στην ενάγουσα το ποσό των 676.785,56 ευρώ. Ότι η μεταξύ τους συνεργασία λύθηκε στις 28/2/2013 δυνάμει του από 28/2/2013 ιδιωτικού συμφωνητικού, στο οποίο αναγνώρισαν οι εναγόμενες ότι όφειλαν στην ενάγουσα το ποσό των 578.491,92 ευρώ, συμφώνησαν δε όπως διακανονιστεί η μεταξύ τους συμφωνία εντός 30 ημερών από της υπογραφής του ανωτέρω συμφωνητικού, άνευ οχλήσεως. Ότι, μεταξύ άλλων οφειλών τους προς αυτήν, οι εναγόμενες της οφείλουν, από πωλήσεις καυσίμων προς την πρώτη εναγόμενη, που παραδόθηκαν σ’ αυτήν, ως αυτά περιγράφονται λεπτομερώς στα αναφερόμενα στην αγωγή 14 τιμολόγια, το συνολικό ποσό των 275.765,94 ευρώ, πλην όμως ουδέν ποσό της κατέβαλαν. Ότι για το λόγο αυτό η ενάγουσα επέδωσε στις εναγόμενες την από 12/5/2014 εξώδικη δήλωση διαμαρτυρία – πρόσκληση, με την οποία ζητούσε  από αυτές όπως της καταβάλλουν το ποσό των 615.560,60 ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνεται και η επίδικη οφειλή τους προς την ενάγουσα,  ποσού 275.765,94 ευρώ, πλην όμως αυτές ουδέν ποσό της κατέβαλαν. Ζητούσε δε, με βάση το ως άνω ιστορικό, με την ένδικη αγωγή της, όπως παραδεκτά διευκρινίσθηκε με τις προτάσεις της, όπως υποχρεωθούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον ευθυνόμενες, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να της καταβάλουν το ποσό των 275.765,94 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους τιμολόγιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και συγκεκριμένα από την ενδεκάτη ημέρα μετά την έκδοση καθενός εξ αυτών, άλλως από τις 31/3/2013, επομένη της παρέλευσης της 30ήμερης προθεσμίας που τάχθηκε από την υπογραφή του από 28/2/2013 τροποποιητικού ιδιωτικού συμφωνητικού, άλλως από την επομένη της επίδοσης της από 12-5-2014 εξώδικης δήλωσης διαμαρτυρίας και πρόσκλησης, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και να καταδικασθούν αυτές στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.  Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η με αριθμό 2641/2016 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία, αφού έκρινε την αγωγή καθ’ όλα ορισμένη και νόμιμη, δέχτηκε αυτή και στην ουσία της και υποχρέωσε τις εναγόμενες, εις ολόκληρον την καθεμία, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 275.765,94 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 31.3.2013, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 100.000 ευρώ και καταδίκασε τις εναγόμενες στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας. Κατά της απόφασης αυτής  παραπονούνται  με την παρούσα έφεσή τους οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοδίκως δικάσαν Δικαστήριο και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί  εξ ολοκλήρου  η  ένδικη αγωγή.

Από τις διατάξεις των άρθρων 416 και 422 ΑΚ προκύπτει ότι ο εναγόμενος – οφειλέτης χρηματικής απαιτήσεως, αν ισχυρισθεί απόσβεση με καταβολή του χρέους του, αρκεί να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβητήσεως να αποδείξει την γενόμενη καταβολή, χωρίς να είναι ανάγκη να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι αυτή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται αφού σ’ αυτό αναφέρεται η δίκη (ΑΠ 178/2010, ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 1927/2008). Ο δανειστής, ωστόσο, δικαιούται, κατ’ αντένσταση, να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι η προβαλλόμενη καταβολή αφορά άλλο χρέος του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης μπορεί να αντιτάξει ότι η καταβολή έγινε προς εξόφληση του επιδίκου χρέους, είτε κατόπιν συμφωνίας, είτε με μονομερή από αυτόν καθορισμό εξοφλητέου χρέους, από τα περισσότερα χρέη, με βάση το άρθρο 422 εδ. α’ ΑΚ (ΑΠ 1093/2017, ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 1927/2008, ΑΠ 1988/2006, ΑΠ 1439/2005, ΕφΠειρ 711/2015, ΕφΔωδ 61/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας (οι εναγόμενες δεν εξέτασαν μάρτυρα), απ’ τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, χωρίς, όμως, η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 10/5/2010 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας που υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων,  όπως αυτό τροποποιήθηκε από το από 20/7/2011 συμφωνητικό,  συμφωνήθηκε η εμπορική συνεργασία της ενάγουσας εταιρίας πετρελαιοειδών προϊόντων με την πρώτη εναγομένη, η οποία διατηρεί πρατήριο υγρών καυσίμων στην …… Αττικής, για χρονικό διάστημα πέντε ετών, αρχόμενο από τις 10/5/2010. Συγκεκριμένα, συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η πρώτη εναγομένη, ως πρατηριούχος, αναλαμβάνει την υποχρέωση όπως καταβάλλει εμπροθέσμως όλες τις οφειλές της προς την ενάγουσα και ότι, σε περίπτωση λήξεως ή λύσεως για οιανδήποτε λόγο και αιτία της ανωτέρω συνεργασίας, οποιοδήποτε ποσό οφείλεται στην ενάγουσα θα γίνεται αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό (όροι Α.9 και Α.11 του 10.5.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού). Δυνάμει, εξάλλου, του Α.14 όρου του ίδιου ως άνω συμφωνητικού, η δεύτερη εναγομένη εγγυήθηκε ανεπιφυλάκτως την ομαλή εξέλιξη της παραπάνω συμφωνίας, παραιτούμενη της ενστάσεως διζήσεως, ευθυνόμενη με την πρατηριούχο – πρώτη εναγομένη ως αυτοφειλέτης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο από 20.7.2011 ως άνω τροποποιητικό ιδιωτικό συμφωνητικό οι εναγόμενες αναγνώρισαν ότι το χρεωστικό τους υπόλοιπο προς την ενάγουσα, από αγορές απ’ αυτήν καυσίμων,  ανέρχεται στο ποσό των 676.785,56 ευρώ. Η μεταξύ της ενάγουσας και πρώτης εναγόμενης  συνεργασία λύθηκε στις 28/2/2013,  δυνάμει του ίδιας χρονολογίας συμφωνητικού, στο οποίο αναγνώρισαν οι εναγόμενες ότι το χρεωστικό τους υπόλοιπο προς την ενάγουσα εταιρία από την μεταξύ τους συνεργασία μέχρι τις 22/2/2013, ανερχόταν στο ποσό των 578.491,92 ευρώ, το οποίο  συμφώνησαν  όπως διακανονιστεί με νεότερη μεταξύ τους συμφωνία, που επρόκειτο να καταρτιστεί εντός προθεσμίας 30 ημερών από της υπογραφής του ανωτέρω συμφωνητικού και ότι, σε περίπτωση μη επιτεύξεως της εν λόγω συμφωνίας, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, το εν λόγω ποσό θα είναι άμεσα ληξιπρόθεσμο, απαιτητό και εξοφλητέο από της παρελεύσεως της προαναφερόμενης 30ημερης προθεσμίας, άνευ  άλλης οχλήσεως. Σημειωτέον ότι ουδεμία συμφωνία διακανονισμού της ως άνω οφειλής υπογράφηκε μεταξύ τους.  Ως εκ τούτου, οι εναγόμενες οφείλουν, μεταξύ άλλων, στην ενάγουσα, από πωλήσεις καυσίμων προς την πρώτη εναγόμενη,  το συνολικό ποσό των 275.765,94 ευρώ. Ειδικότερα οφείλουν 1)το ποσό των 25.422,03 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%, καθώς δυνάμει του με αριθμό …………../2012 τιμολογίου  πώλησης,  η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη τις ποσότητες υγρών καυσίμων που περιγράφονται σ’ αυτό και τις οποίες αυτή παρέλαβε, 2)το ποσό των 17.286,31 ευρώ,  συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%, σύμφωνα με το με αριθμό …………./2012 τιμολόγιο πώλησης, από το οποίο προκύπτει ότι η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη τις ποσότητες υγρών καυσίμων που περιγράφονται σ’ αυτό και τις οποίες αυτή παρέλαβε, 3)το ποσό των 17.402,67 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%, σύμφωνα με το με αριθμό …………/2012 τιμολόγιο πώλησης, από το οποίο προκύπτει ότι η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη τις ποσότητες υγρών καυσίμων που περιγράφονται σ’ αυτό και τις οποίες αυτή παρέλαβε, 4)το ποσό των 20.976,72 ευρώ,  συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%, σύμφωνα με το με αριθμό …………/2012 τιμολόγιο πώλησης, από το οποίο προκύπτει ότι η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη τις ποσότητες υγρών καυσίμων που περιγράφονται σ’ αυτό και τις οποίες αυτή παρέλαβε, 5)το ποσό των 16.885,87 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%, ως αυτό προκύπτει από το με αριθμό …………./2012 τιμολόγιο πώλησης, σύμφωνα με το οποίο η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη τις ποσότητες υγρών καυσίμων που περιγράφονται σ’ αυτό και τις οποίες αυτή παρέλαβε, 6)το ποσό των 20.938,07 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%, ως αυτό προκύπτει από το με αριθμό ……………/2012 τιμολόγιο πώλησης, σύμφωνα  με το οποίο η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη τις ποσότητες υγρών καυσίμων που περιγράφονται σ’ αυτό και τις οποίες αυτή παρέλαβε, 7)το ποσό των 23.350,06 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%, ως αυτό προκύπτει από το με αριθμό ……………./2012 τιμολόγιο πώλησης, σύμφωνα  με το οποίο η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη τις ποσότητες υγρών καυσίμων που περιγράφονται σ’ αυτό και τις οποίες αυτή παρέλαβε, 8)το ποσό των 24.982,62 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%, ως αυτό προκύπτει από το με αριθμό ………/2012 τιμολόγιο πώλησης, σύμφωνα  με το οποίο η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη τις ποσότητες υγρών καυσίμων που περιγράφονται σ’ αυτό και τις οποίες αυτή παρέλαβε, 9)το ποσό των 24.976,13 ευρώ,  συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%, ως αυτό προκύπτει από το με αριθμό ……………./2012 τιμολόγιο πώλησης, σύμφωνα  με το οποίο η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη τις ποσότητες υγρών καυσίμων που περιγράφονται σ’ αυτό και τις οποίες αυτή παρέλαβε, 10)το ποσό των 8.488,18 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23% για το με αριθμό …………../2012 τιμολόγιο πώλησης, σύμφωνα  με το οποίο η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη τις ποσότητες υγρών καυσίμων που περιγράφονται σ’ αυτό και τις οποίες αυτή παρέλαβε, 11)το ποσό των 19.452,64 ευρώ,  συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%, ως αυτό προκύπτει από το με αριθμό με αριθμό …………./2012 τιμολόγιο πώλησης, σύμφωνα με το οποίο η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη τις ποσότητες υγρών καυσίμων που περιγράφονται σ’ αυτό και τις οποίες αυτή παρέλαβε, 12) το ποσό των 14.736,25 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%, ως αυτό προκύπτει από το με αριθμό …………/2012 τιμολόγιο πώλησης, σύμφωνα  με το οποίο η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη τις ποσότητες υγρών καυσίμων που περιγράφονται σ’ αυτό και τις οποίες αυτή παρέλαβε, 13)το ποσό των 13.448,79 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%, ως αυτό προκύπτει από το με αριθμό ………../2012 τιμολόγιο πώλησης, σύμφωνα  με το οποίο η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη τις ποσότητες υγρών καυσίμων που περιγράφονται σ’ αυτό και τις οποίες αυτή παρέλαβε και 14)το ποσό των 27.419,60 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%, ως αυτό προκύπτει από το με αριθμό …………./2012 τιμολόγιο πώλησης, σύμφωνα με το οποίο η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη τις ποσότητες υγρών καυσίμων που περιγράφονται σ’ αυτό και τις οποίες αυτή παρέλαβε. Όλα τα ως άνω τιμολόγια, πλην του δεκάτου τετάρτου, ήταν πληρωτέα εντός δέκα ημερών από την παράδοσή τους με επιταγή, σύμφωνα και με την ρητή αναφορά επί εκάστου εξ αυτών και δη το πρώτο και δεύτερο, στις 17/6/2012, το τρίτο και τέταρτο στις 18/6/2012, το πέμπτο και το έκτο στις 19/6/2012, το έβδομο στις 21/6/2012, το όγδοο και το ένατο στις 22/6/2012, το δέκατο και το ενδέκατο στις 23/6/2012, το δωδέκατο και το δέκατο τρίτο στις 24/6/2012 και το δέκατο τέταρτο ήταν πληρωτέο στις 19/6/2012 με μετρητά κατά την παράδοσή του. Παρά, όμως, την ανεπιφύλακτη παραλαβή από την πρώτη εναγόμενη των ως άνω εμπορευμάτων, οι εναγόμενες δεν κατέβαλαν, ως όφειλαν, το οφειλόμενο γι’ αυτά τίμημα στην ενάγουσα.  Για το λόγο αυτό η τελευταία επέδωσε στις εναγόμενες την από 12/5/2014 εξώδικη δήλωση διαμαρτυρία – πρόσκληση, με την οποία ζητούσε από αυτές όπως της καταβάλουν το ποσό των 615.560,60 ευρώ, εντός του οποίου περιλαμβάνεται και η επίδικη οφειλή τους προς την ενάγουσα ποσού 275.765,94 ευρώ, πλην όμως αυτές ουδέν ποσό της κατέβαλαν. Οι εναγόμενες ισχυρίσθηκαν πρωτόδικα με τις προτάσεις τους, ισχυρισμό που επαναφέρουν με τον 1ο λόγο της έφεσής τους, ότι όλα τα προαναφερόμενα (14 στον αριθμό) τιμολόγια εξοφλήθηκαν από την πρώτη εξ αυτών με διαδοχικές καταβολές απ’ αυτήν στον τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας, των παρακάτω αναφερόμενων ποσών και δη ως εξής, κατά τα επί λέξει υποστηριζόμενα απ’ αυτές στα ως άνω δικόγραφά τους και δη :

1)Το υπ’ αριθμ. ………./7-6-2012 τιμολόγιο αξίας 25.422,03 ευρώ εξοφλήθηκε δια της κατάθεσης του ισόποσου ποσού (μέρος κατάθεσης ποσού 45.000       στις 7-6-2012) στις 7/6/2012 στο λογαριασμό της ενάγουσας.

2)Το υπ’ αριθμ. ……/7-6-20Τ2 τιμολόγιο, αξίας 17.286,31 ευρώ, εξοφλήθηκε δια της κατάθεσης του ισόποσου ποσού (μέρος κατάθεσης ποσού 45.000       στις 7-6-2012) στις 7/6/2012 στο λογαριασμό της ενάγουσας.

3)Το υπ’ αριθμ. …/8-6-2012 τιμολόγιο, αξίας 17.402,67 ευρώ, εξοφλήθηκε δια της κατάθεσης του ισόποσου ποσού (μέρους κατάθεσης ποσού 45.000)   στις 8/6/2012 στο λογαριασμό της ενάγουσας.

4)Το υπ’ αριθμ. …/8-6-2012 τιμολόγιο, αξίας 20.976,72 ευρώ, εξοφλήθηκε δια της κατάθεσης του ισόποσου ποσού (μέρους κατάθεσης ποσού 45.000)   στις 8/6/2012 στο λογαριασμό της ενάγουσας.

5)Το υπ’ αριθμ. …./9-6-2012 τιμολόγιο, αξίας 16.885,87 ευρώ, εξοφλήθηκε δια της κατάθεσης του ισόποσου ποσού (μέρους κατάθεσης ποσού 114.000 ευρώ) στις 11/6/12 στο λογαριασμό της ενάγουσας.

6)Το υπ’ αριθμ. …/9-6-2012 τιμολόγιο, αξίας 20.938,07 ευρώ, εξοφλήθηκε δια της κατάθεσης του ισόποσου ποσού (μέρους κατάθεσης ποσού 114.000) στις 11/6/12 στο λογαριασμό της ενάγουσας.

7)Το υπ’ αριθμ. …./11-6-2012 τιμολόγιο, αξίας 23.350,06 ευρώ, εξοφλήθηκε δια της κατάθεσης του ισόποσου ποσού (μέρους κατάθεσης ποσού 114.000) στις 11/6/12 στο λογαριασμό της ενάγουσας.

8)Το υπ’ αριθμ. …/12-6-2012 τιμολόγιο, αξίας 24.982,62 ευρώ, εξοφλήθηκε δια της κατάθεσης του ισόποσου ποσού (μέρους κατάθεσης ποσού 90.000)   στις 13/6/12 στο λογαριασμό της ενάγουσας.

9)Το υπ’ αριθμ. …./12-6-2012 τιμολόγιο, αξίας 24.976,13 ευρώ εξοφλήθηκε δια της κατάθεσης του ισόποσου ποσού (μέρους κατάθεσης ποσού 90.000)   στις 13/6/12 στο λογαριασμό της ενάγουσας.

10)Το υπ’ αριθμ. …../13-6-2012 τιμολόγιο, αξίας 8.488,18 ευρώ, εξοφλήθηκε δια της κατάθεσης του ισόποσου ποσού  (μέρους κατάθεσης ποσού 90.000)  στις 13/6/12 στο λογαριασμό της ενάγουσας.

11)Το υπ’ αριθμ. …/13-6-2012 τιμολόγιο, αξίας 19.452,64 ευρώ, εξοφλήθηκε δια της κατάθεσης του ισόποσου ποσού (μέρους κατάθεσης ποσού 90.000) στις 13/6/12 στο λογαριασμό της ενάγουσας.

12)Το υπ’ αριθμ. …./14-6-2012 τιμολόγιο, αξίας 14.736,25 ευρώ, εξοφλήθηκε δια της κατάθεσης του ισόποσου ποσού (μέρους κατάθεσης ποσού 30.000) στις 14/6/12 στο λογαριασμό της ενάγουσας.

13)Το υπ’ αριθμ. …/14-6-2012 τιμολόγιο, αξίας 13.448,79 ευρώ, εξοφλήθηκε δια της κατάθεσης του ισόποσου ποσού (μέρους κατάθεσης ποσού 30.000) στις 14/6/12 στο λογαριασμό της ενάγουσας και

14)Το υπ’ αριθμ. …./19-6-2012 τιμολόγιο, αξίας 27.419,60 ευρώ, εξοφλήθηκε δια της κατάθεσης του ισόποσου ποσού (μέρους κατάθεσης ποσού 33.035,77) στις 19/6/12 στο λογαριασμό της ενάγουσας.

Η ενάγουσα, σε απάντηση του ως άνω ισχυρισμού (ένσταση εξόφλησης των εναγόμενων) ισχυρίσθηκε παραδεκτά πρωτόδικα, ισχυρισμό που επαναφέρει νομίμως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με τις προτάσεις της, ότι οι επικαλούμενες από τις εναγόμενες ως άνω καταβολές αφορούν, όχι το επίδικο, αλλά προγενέστερες οφειλές της προερχόμενες από πωλήσεις από την ενάγουσα προς αυτήν καυσίμων, στις οποίες και καταλογίσθηκαν. Ο ως άνω ισχυρισμός (αντένσταση) είναι βάσιμος και κατ’ ουσίαν, ενόψει ότι του ως προκύπτει, από το σύνολο του εισφερόμενου στο Δικαστήριο ως άνω αποδεικτικού υλικού, ιδίως δε από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από αμφοτέρους τους διαδίκους καρτέλα που τηρούσε  η ενάγουσα για τις μεταξύ τους δοσοληψίες, κατά την ημέρα που έλαβε χώρα από την πρώτη εναγόμενη, ήτοι στις 7.6.2012,  η πρώτη των ως άνω καταβολών, και δη η κατάθεση του ποσού των 45.000 ευρώ, προς εξόφληση δήθεν από αυτήν του με υπ’ αριθμ. …../7-6-2012 τιμολογίου, αξίας 25.422,03 ευρώ, ήδη το χρέος της τελευταίας  (πρώτης εναγόμενης) προς την ενάγουσα από προγενέστερες σ’ αυτήν πωλήσεις καυσίμων ανέρχονταν  στο ποσό των 889.037,41 ευρώ. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι επικαλούμενες από τις εναγόμενες ως άνω καταβολές, δεν αφορούσαν τα επίδικα τιμολόγια, ως αυτές αβασίμως ισχυρίζονται, αλλά έγιναν προς εξόφληση προηγούμενων χρεών τους προς την ενάγουσα,  προκύπτει ιδίως α)από το ότι ουδεμία των προαναφερόμενων απ’ αυτές καταβολών δεν είναι ισόποση του αντίστοιχου τιμολογίου, την εξόφληση του οποίου, κατά τις εναγόμενες αφορά, β)από το ότι τα επίδικα τιμολόγια  φέρονται από τις εναγόμενες να έχουν εξοφληθεί αυθημερόν ή εντός δύο ημερών από της εκδόσεώς τους, τη στιγμή, που ενόψει των προαναφερόμενων, όλα (ένδικα τιμολόγια), πλην του τελευταίου, ήταν πληρωτέα εντός 10 ημερών από την παράδοσή τους με επιταγή και ως τούτου ο ως άνω τρόπος  εξόφλησης, που επικαλούνται οι εναγόμενες, δεν συνάδει με την κοινή λογική και τη συνήθη πρακτική στις εμπορικές συναλλαγές. Κατά συνέπεια,  ενόψει των ως άνω αποδειχθέντων, σε συνδυασμό και με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η ως άνω νόμιμη αντέστανση της ενάγουσας (άρθρ. 416 σε συνδ. με 422 ΑΚ) και να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η ένσταση εξόφλησης των εναγόμενων, εφόσον οι τελευταίες δεν ισχυρίσθηκαν σαφώς και, πάντως, δεν απέδειξαν ότι οι προαναφερόμενες καταβολές έγιναν προς εξόφληση του επιδίκου συνολικού χρέους των 275.765,94 ευρώ εκ των άνω τιμολογίων, είτε κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων είτε με  μονομερή απ’ αυτές καθορισμό των εξοφλητέων χρεών βάσει του άρθρου 422 ΑΚ. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την ένσταση εξόφλησης της εναγόμενης και συνακόλουθα έκανε δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν την κρινόμενη αγωγή, υποχρεώνοντας τις εναγόμενες, εις ολόκληρον ευθυνόμενες, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ως άνω ποσό, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, τα περί του αντιθέτου δε υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες στον ως άνω λόγο της έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Απορριπτέος, εξάλλου, ως αλυσιτελής είναι και ο δεύτερος και τελευταίος λόγος της έφεσης, με τον οποίο διατυπώνεται παράπονο για την κήρυξη της εκκαλουμένης απόφασης (εν μέρει) προσωρινά εκτελεστής, αφού με την έκδοση της απόφασης του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου η εκκαλούμενη γίνεται τελεσίδικη και ως εκ τούτου εκτελεστή (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, σελ. 305, ΕΑ 157/2014, ΕΑ 1147/2012, ΕΑ 8394/2005, ΕΠειρ 1145/2004,  δημοσιευμένες στη Νόμος).

Μετά από όλα αυτά και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλουσών, λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημά της, σύμφωνα με το διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) ενώ, λόγω της ήττας των εκκκαλουσών,  θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος  απ’ αυτές παραβόλου της έφεσής τους στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495  παρ.3  ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια  (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, ποσού εκατόν (150,00) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους των εκκαλουσών, κατά την άσκηση της εφέσεώς τους με το με αριθμό . …………… e-παράβολο .

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 16 Ιανουαρίου 2020 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 18 Φεβρουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ