Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 127/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   127/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ελένη Κούφη, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα E.T..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην αποφάσεως, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να ακουστεί εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεση, τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως, επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 526/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1075/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 2621/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων, με την οποία οι εναγόμενοι, επικαλούμενοι εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ζητούν να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της τριετίας (ΟλΑΠ 10/2018 ΝΟΜΟΣ) από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), διότι από τη δικογραφία δεν αποδεικνύεται ούτε κανείς από τους διαδίκους επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιδοθεί και καταβλήθηκαν τα νόμιμα παράβολα με αριθμούς …………. συνολικού ποσού 200 ευρώ, τα οποία δεν επισυνάπτονται στην από 5/11/2015 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ λόγω της αργίας του Δημοσίου Ταμείου, αλλά η κατάθεσή τους αποδεικνύεται από την από 6/11/2016 βεβαίωση της ίδιας Γραμματέα και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, η έφεση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 528 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να εξεταστεί η ως άνω από 23/8/2011 αγωγή της εφεσίβλητης ως προς την νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.

Από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 941 του ΑΚ προκύπτει, ότι για τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων : α) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη (τέτοιος είναι και ο εγγυητής (ΑΠ 1116/2018 ΝΟΜΟΣ)), γεννημένη κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, β) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου, γ) πρόθεση βλάβης των δανειστών, δ) γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση και ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία τούτου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή. Κατά το επόμενο άρθρο 942 του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία δεν απαιτείται η κατά το προηγούμενο άρθρο γνώση του τρίτου. Ως απαλλοτρίωση, κατά την έννοια της άνω διάταξης του άρθρου 942 του ΑΚ, δηλαδή χαριστική, είναι και η γονική παροχή, που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 του ίδιου Κώδικα αφού και αυτή συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 112 παρ. 2 του ΕισΝΑΚ, επί αλληλόχρεου λογαριασμού, καθένας από τους συμβαλλομένους, θεωρείται δανειστής του άλλου, ως προς το τυχόν κατάλοιπο του λογαριασμού, από τη σύναψη της σύμβασης, το οποίο, όμως, είναι απαιτητό μόνο κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, δηλαδή το κλείσιμο του λογαριασμού δεν συνιστά γενεσιουργό όρο της απαίτησης για το κατάλοιπο, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για το απαιτητό (ληξιπρόθεσμο) του καταλοίπου. Ο συμβαλλόμενος με σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού προστατεύεται με την αγωγή για την απαίτησή του για το τυχόν κατάλοιπο, αρκεί μόνο, μέχρι του χρόνου της απαλλοτρίωσης, να έχει συναφθεί η δικαιοπαραγωγική της απαίτησης σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού και να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη η απαίτηση με την επέλευση του κλεισίματος του λογαριασμού μέχρι την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση της αγωγής. Με τη σύμβαση δε του ανοικτού λογαριασμού, η οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή του αλληλόχρεου λογαριασμού, η τράπεζα ανοίγει πίστωση υπέρ πελάτη της, από την οποία αυτός αναλαμβάνει σταδιακά, καταβάλλοντας ακολούθως τμηματικώς, ανάλογα με τους ειδικότερους όρους της σύμβασης, ορισμένες δόσεις, έναντι κεφαλαίου και τόκων, οι αμοιβαίες δε καταβολές (πιστοδοτικές και εξοφλητικές) αποβάλλουν την αυτοτέλειά τους και καθίστανται κονδύλια του λογαριασμού, ώστε απαιτητό είναι μόνο το μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο. Και πριν όμως το κλείσιμο αυτό, από την αντιπαραβολή των πιστοχρεώσεων, προκύπτει η ενεργητική ή παθητική θέση εκατέρου, η οποία και συνιστά ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας του. Επομένως, τα παραγωγικά της απαιτήσεως περιστατικά, ιδίως η σύμβαση και η χορήγηση των πιστώσεων, έχουν ήδη συντελεσθεί, ώστε η απαίτηση να είναι γεννημένη, έστω και αν δεν είναι, πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, βέβαιη και κατά ποσό εκκαθαρισμένη. Επομένως, η τράπεζα είναι και πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού δανείστρια, έχει, άρα, το δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι του νόμου, κάθε απαλλοτρίωση του πελάτη της, έστω και αν έλαβε χώρα πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, αρκεί αυτό να γίνει έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής (ΑΠ 28/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1815/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1/2002 ΝΟΜΟΣ). Στην έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού περιλαμβάνεται και ο ανοικτός λογαριασμός πιστώσεως σε τράπεζα που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου (πιστώσεως) από τον πιστούχο της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες (ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 45, 90, ΑΠ 667/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔνη 43, 419, ΑΠ 722/2000 ΧρΙΔ 2001, 73). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 992 παρ. 1 εδ. β του ΚΠολΔ, ακίνητο που έχει μεταβιβαστεί από το οφειλέτη σε τρίτο, κατάσχεται στην περιουσία του οφειλέτη από το δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της μεταβίβασης αυτής ως καταδολιευτικής, κατά τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ, αφού η απόφαση που απαγγέλλει τη διάρρηξη σημειωθεί στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης. Με βάση τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 37 του ν. 2298/1995, η διάρρηξη της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης δεν δημιουργεί πλέον ενοχική υποχρέωση αναμεταβίβασης του αντικειμένου της απαλλοτρίωσης, όπως γινόταν δεκτό με βάση τις διατάξεις του άρθρου 943 του ΑΚ, αλλά μπορεί ο δανειστής που πέτυχε τη διάρρηξη, μετά την τελεσιδικία της απόφασης, να προβεί στην κατάσχεση του πράγματος στην περιουσία του οφειλέτη σαν να μη είχε υπάρξει η απαλλοτρίωση που διαρρήχθηκε. Επομένως, με τις πιο πάνω διατάξεις, με τις οποίες εισάγεται ρύθμιση ουσιαστικού δικαίου για την επίλυση σύγκρουσης δικαιωμάτων, που απλώς βρίσκεται στον ΚΠολΔ, επανακαθορίζεται η έννοια του άρθρου 943 του ΑΚ και η διάταξη αυτή προσλαμβάνει το ακόλουθο νόημα : «η αποκατάσταση των πραγμάτων στην κατάσταση που ήταν» συνίσταται στην αυτοδικαίως επερχόμενη απαγόρευση προβολής από τον τρίτο του δικαιώματός του όσο απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη. Έτσι, το αντικείμενο της αγωγής του δανειστή χρηματικής απαίτησης για διάρρηξη, είναι πλέον μόνο η απαγγελία της διάρρηξης της προσβαλλόμενης απαλλοτρίωσης υπέρ του ενάγοντος δανειστή και δεν απαιτείται πλέον να σωρεύσει αυτός και αίτημα αναμεταβίβασης του πράγματος που απαλλοτριώθηκε από τον τρίτο στον οφειλέτη, διότι με βάση την ανωτέρω ρύθμιση ο δανειστής μπορεί να κατάσχει το πράγμα απ’ ευθείας στην περιουσία του οφειλέτη (ΑΠ 552/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1174/2007 ΝΟΜΟΣ).

Με την ένδικη αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι με τις αναφερόμενες στην αγωγή της μία σύμβαση δανείου και έξι συμβάσεις πίστωσης χορήγησε στους αναφερόμενους στην αγωγή αντισυμβαλλομένους της τα εκτεθέντα χρηματικά ποσά, για την εξυπηρέτηση των οποίων ανοίχθηκαν αντίστοιχοι λογαριασμοί, ότι σε όλες τις συμβάσεις αυτές ο πρώτος εναγόμενος εγγυήθηκε εγγράφως υπέρ του δανειολήπτη και των πιστούχων την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε καταλοίπου των λογαριασμών, ευθυνόμενος εις ολόκληρον με αυτούς, ότι ο δανειολήπτης και οι πιστούχοι δεν ήταν συνεπείς στην καταβολή των δόσεων αποπληρωμής, με συνέπεια αυτή να καταγγείλει τις συμβάσεις και να κλείσει τους λογαριασμούς, ότι με βάση τις συμβάσεις αυτές η απαίτησή της κατά των πρωτοφειλετών και κατά του πρώτου εναγόμενου, ως εγγυητή, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 956.497,37 ευρώ, πλέον τόκων, ότι ο πρώτος εναγόμενος με το υπ΄ αριθμ. …./2010 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., νομίμως μεταγεγραμμένου, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στη δεύτερη εναγόμενη, τέκνο του, την ψιλή κυριότητα των περιγραφόμενων στην αγωγή οριζόντιων ιδιοκτησιών, που βρίσκονται σε διώροφο κτήριο το οποίο έχει ανεγερθεί στην ….. Δήμου Πειραιά, συνολικής εμπορικής αξίας 674.812 ευρώ και ότι η μεταβίβαση αυτή από χαριστική αιτία από τον πρώτο εναγόμενο έγινε με σκοπό να ματαιώσει την πιο πάνω απαίτησή της, διότι η υπόλοιπη περιουσία του δεν αρκεί για την ικανοποίηση της. Ζητεί να διαρρηχθεί η πιο πάνω απαλλοτριωτική δικαιοπραξία, να διαταχθεί η επαναφορά της κυριότητας των πιο πάνω οριζόντιων ιδιοκτησιών στην πριν από τη σύνταξη του συμβολαίου κατάσταση και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή, η οποία δεν υπόκειται σε δικαστικό ένσημο λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της και του γεγονότος ότι το δικαίωμα διάρρηξης είναι ανεπίδεκτο χρηματικής αποτίμησης (βλ. Π. Κορνηλάκη, «Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο I» εκδ. 2002, παρ. 118, 3 12, σελ. 736) και για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας [αγωγής] έχει εγγράφει νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατά τη διάταξη του άρθρου 220 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α’ 165/25-7-2011), που ίσχυε ήδη κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, την 7/9/2011 και με αριθμό καταχώρισης ……, περίληψη αυτής στο Υποθηκοφυλακείο Πειραιά, είναι νόμιμη, μόνο ως προς το πρώτο αίτημά της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 806, 847, 849, 851, 939, 942, 943 και 944 του ΑΚ, 112 του ΕισΝΑΚ και 176, 936 παρ. 3 και 992 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ενώ ως μη νόμιμο πρέπει να απορριφθεί το αίτημά της περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα. Πρέπει επομένως η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : 1) Μεταξύ της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και της εταιρίας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται από την ……………., σύζυγο του πρώτου εναγόμενου και ήδη πρώτου των εκκαλούντων, καταρτίστηκε η υπ΄ αριθμ. ……/30.5.2008 σύμβαση δανείου, με την οποία η ενάγουσα χορήγησε στην ανωτέρω εταιρία δάνειο ποσού 530.000 ευρώ. Στην ανωτέρω σύμβαση ο πρώτος εναγόμενος εγγυήθηκε την εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου, προσυπογράφοντας τη σύμβαση, αποδεχόμενος να ενέχεται σε ολόκληρον με την εταιρία ως πρωτοφειλέτης και παραιτούμενος από το δικαίωμα προβολής των ενστάσεων των άρθρων 853, 855, 858, 862, 863, 864, 866, 867 και 868 του ΑΚ. Για την εξυπηρέτηση της σύμβασης αυτής ανοίχθηκε αρχικά ο υπ΄ αριθμ. …….. λογαριασμός και στη συνέχεια ο υπ΄ αριθμ. …. λογαριασμός, που αφορά κεφάλαιο του δανείου και ο υπ΄ αριθμ. ……. λογαριασμός, που αφορά τους τόκους του δανείου. Η δανειολήπτρια εταιρία όμως δεν κατέβαλε τις δόσεις της 3ης/6/2009, της 3ης/12/2009, της 3ης/6/2010 και της 3ης/12/2010 και τους ανάλογους τόκους, με συνέπεια η ενάγουσα εξαιτίας του λόγου αυτού να κλείσει το λογαριασμό και να καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση με την από 14/1/2011 καταγγελία, που επιδόθηκε στην εταιρία και στον πρώτο εναγόμενο την 17η/1/2011 (βλ. τις υπ΄ αριθμ. …../17.1.2011 και …../17.1.2011 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….), καλώντας τον να της καταβάλει τη ληξιπρόθεσμη απαίτησή της ποσού 582.655,37 ευρώ, πλέον των αναλογούντων συμβατικών τόκων υπερημερίας από την 15/1/2011 έως την εξόφληση. 2) Μεταξύ της ενάγουσας και της ………., συζύγου του πρώτου εναγόμενου, καταρτίστηκαν οι υπ΄ αριθμ. ………./8.10.2008 και  ……../10.12.2002 συμβάσεις πίστωσης, με τις οποίες η ενάγουσα χορήγησε στην πιστούχο πίστωση έως του ποσού των 62.700 ευρώ με την πρώτη σύμβαση και έως του ποσού των 60.000 ευρώ με τη δεύτερη σύμβαση. Στις ίδιες συμβάσεις ο πρώτος εναγόμενος εγγυήθηκε την εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου, προσυπογράφοντας τις ανωτέρω συμβάσεις, αποδεχόμενος να ενέχεται σε ολόκληρον με την πιστούχο ως πρωτοφειλέτης και παραιτούμενος από το δικαίωμα προβολής των ενστάσεων των άρθρων 853, 855, 858, 862, 863, 864, 866, 867 και 868 του ΑΚ. Για την εξυπηρέτηση της πρώτης σύμβασης ανοίχθηκε ο υπ΄ αριθμ. ………. λογαριασμός και της δεύτερης σύμβασης ο υπ΄ αριθμ. …………. λογαριασμός. Η πιστούχος όμως δεν ήταν συνεπής στην καταβολή των δόσεων αποπληρωμής με συνέπεια την 18/8/2010 οι λογαριασμοί να παρουσιάζουν χρεωστικό υπόλοιπο ο πρώτος ποσού 69.622,15 ευρώ και ο δεύτερος ποσού 62.336,85 ευρώ και η ενάγουσα εξ εξαιτίας του λόγου αυτού να κλείσει τους λογαριασμούς και να καταγγείλει τις συμβάσεις με τις από 20/8/2010 ισάριθμες καταγγελίες, που επιδόθηκαν στην πιστούχο και στον πρώτο εναγόμενο την 13/9/2010 (βλ. τις υπ΄ αριθμ. …../13.9.2010 και  …../13.9.2010 εκθέσεις επίδοσης για την πρώτη σύμβαση και …../13.9.2010 και …../13.9.2010 εκθέσεις επίδοσης για τη δεύτερη σύμβαση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………), ενώ ήδη κατόπιν αίτησης της ενάγουσας εκδόθηκε για τις ως άνω απαιτήσεις της η υπ΄ αριθμ. ……../7.10.2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία η πιστούχος και ο πρώτος εναγόμενος διατάσσονται να καταβάλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο κάθε ένας, τα πιο πάνω οφειλόμενα ποσά με το νόμιμο συμβατικό επιτόκιο από την 1/1/2010 και υπερημερίας από την 18/8/2010 για την πρώτη σύμβαση και με το νόμιμο συμβατικό επιτόκιο από την 26/2/2010 και υπερημερίας από την 18/8/2010 για τη δεύτερη σύμβαση, ανατοκιζομένων των τόκων υπερημερίας ανά εξάμηνο. 3) Μεταξύ της ενάγουσας και της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……………» καταρτίστηκαν οι υπ΄ αριθμ. ………../28.8.2008 και ………./7.5.2007 συμβάσεις πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, με τις οποίες η ενάγουσα χορήγησε στην πιστούχο εταιρία πίστωση έως του ποσού των 56.800 ευρώ με την πρώτη σύμβαση και έως του ποσού των 60.000 ευρώ με τη δεύτερη σύμβαση. Στις ίδιες συμβάσεις ο πρώτος εναγόμενος εγγυήθηκε την εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου, προσυπογράφοντας τις ανωτέρω συμβάσεις, αποδεχόμενος να ενέχεται σε ολόκληρον με την πιστούχο ως πρωτοφειλέτης και παραιτούμενος από το δικαίωμα προβολής των ενστάσεων των άρθρων 853, 855, 858, 862, 863, 864, 866, 867 και 868 του ΑΚ. Για την εξυπηρέτηση της πρώτης σύμβασης ανοίχθηκε ο υπ΄ αριθμ. ……….. αλληλόχρεος λογαριασμός και της δεύτερης σύμβασης ο υπ΄ αριθμ. ………….. αλληλόχρεος λογαριασμός. Η πιστούχος όμως δεν ήταν συνεπής στην καταβολή των δόσεων αποπληρωμής με συνέπεια την 18/8/2010 οι λογαριασμοί να παρουσιάζουν χρεωστικό υπόλοιπο ο πρώτος ποσού 62.018,63 ευρώ και ο δεύτερος ποσού 63.484,85 ευρώ και η ενάγουσα εξαιτίας του λόγου αυτού να κλείσει τους λογαριασμούς και να καταγγείλει τις συμβάσεις με τις από 19/8/2010 ισάριθμες καταγγελίες, που επιδόθηκαν στην πιστούχο και στον πρώτο εναγόμενο την 13/9/2010 (βλ. τις υπ΄ αριθμ. …../13.9.2010 και ……/13.9.2010 εκθέσεις επίδοσης για την πρώτη σύμβαση και ……/13.9.2010 και ……/13.9.2010 εκθέσεις επίδοσης για τη δεύτερη σύμβαση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών . ….), ενώ ήδη κατόπιν αίτησης της ενάγουσας εκδόθηκε για τις ως άνω απαιτήσεις της η υπ΄ αριθμ. …./7.10.2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία η πιστούχος και ο πρώτος εναγόμενος διατάσσονται να καταβάλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο κάθε ένας, τα πιο πάνω οφειλόμενα ποσά με τον νόμιμο συμβατικό επιτόκιο από την 1/1/2010 και υπερημερίας από την 18/8/2010 για την πρώτη σύμβαση και με το νόμιμο συμβατικό επιτόκιο από την 26/2/2010 και υπερημερίας από την 18/8/2010 για τη δεύτερη σύμβαση, ανατοκιζομένων των τόκων υπερημερίας ανά εξάμηνο. 4) Μεταξύ της ενάγουσας και της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «………….», με έδρα τον Πειραιά, καταρτίστηκαν οι υπ΄ αριθμ. ………../8.10.2008 και …………./7.5.2007 συμβάσεις πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, με την οποία η ενάγουσα χορήγησε στην πιστούχο πίστωση έως του ποσού των 47.700 ευρώ με την πρώτη σύμβαση και έως του ποσού των 60.000 ευρώ με τη δεύτερη σύμβαση. Στις ίδιες συμβάσεις ο πρώτος εναγόμενος εγγυήθηκε την εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου, προσυπογράφοντας τις ανωτέρω συμβάσεις, αποδεχόμενος να ενέχεται σε ολόκληρον με την πιστούχο ως πρωτοφειλέτης και παραιτούμενος από το δικαίωμα προβολής των ενστάσεων των άρθρων 853, 855, 858, 862, 863, 864, 866, 867 και 868 του ΑΚ. Για την εξυπηρέτηση της πρώτης σύμβασης ανοίχθηκε ο υπ΄ αριθμ. ………. αλληλόχρεος λογαριασμός και της δεύτερης σύμβασης ο υπ΄ αριθμ. …………. αλληλόχρεος λογαριασμός. Η πιστούχος όμως δεν ήταν συνεπής στην καταβολή των δόσεων αποπληρωμής με συνέπεια την 18/8/2010 οι λογαριασμοί να παρουσιάζουν χρεωστικό υπόλοιπο ο πρώτος ποσού 52.894,67 ευρώ και ο δεύτερος ποσού 63.484,85 ευρώ και η ενάγουσα εξ εξαιτίας του λόγου αυτού να κλείσει τους λογαριασμούς και να καταγγείλει τις συμβάσεις με τις από 20/8/2010 ισάριθμες καταγγελίες, που επιδόθηκαν στην πιστούχο και στον πρώτο εναγόμενο την 13/9/2010 (βλ. τις υπ΄ αριθμ. ../13.9.2010 και ../13.9.2010 εκθέσεις επίδοσης για την πρώτη και …./13.9.2010 και …./13.9.2010 εκθέσεις επίδοσης για τη δεύτερη σύμβαση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών .. …), ενώ ήδη κατόπιν αίτησης της ενάγουσας εκδόθηκε για τις ως άνω απαιτήσεις της η υπ΄ αριθμ. …/7.10.2010 διαταγή πληρωμή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία η πιστούχος και ο πρώτος εναγόμενος διατάσσονται να καταβάλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο κάθε ένας, τα πιο πάνω οφειλόμενα ποσά με τον νόμιμο συμβατικό επιτόκιο από την 1/1/2010 και υπερημερίας από την 18/8/2010 για την πρώτη σύμβαση και με το νόμιμο συμβατικό επιτόκιο από την 26/2/2010 και υπερημερίας από την 18/8/2010 για τη δεύτερη σύμβαση, ανατοκιζομένων των τόκων υπερημερίας ανά εξάμηνο.

Κατά τη διάρκεια λειτουργίας των ανωτέρω συμβάσεων ο πρώτος εναγόμενος με το υπ΄ αριθμ. ……/21.1.2010 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ………….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο ……….. με αύξοντα αριθμό μεταγραφής ……., μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στη δεύτερη εναγόμενη, τέκνο του, την ψιλή κυριότητα των παρακάτω πέντε (5) οριζόντιων ιδιοκτησιών, που καταλαμβάνουν το σύνολο του διώροφου κτιρίου που βρίσκεται στο Δήμο Πειραιά και στη θέση ….., επί της οδού ……………, το οποίο έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο εμβαδού 283,52 τ.μ. και συγκεκριμένα : α) το με στοιχεία Ι-1 διαμέρισμα του ισογείου, το οποίο αποτελείται από χωλ, σαλόνι, τραπεζαρία, κοιτώνα, κουζίνα, λουτρό, οφις και δεύτερη τραπεζαρία, έχει επιφάνεια 92 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο 312,80 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 9 κ.μ., συνολικό όγκο 321,80 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 258/1000 εξ αδιαιρέτου και συνορεύει βόρεια με την οδό ….., ανατολικά με ακάλυπτο χώρο και την κεντρική είσοδο της οικοδομής, νότια με ακάλυπτο χώρο και δυτικά με ιδιοκτησία αγνώστου, β) το με στοιχεία Ι-2 διαμέρισμα του ισογείου, το οποίο αποτελείται από πέντε δωμάτια, κουζίνα, λουτρό και αποθήκη, έχει επιφάνεια 89 τ.μ., ιδιόκτητο όγκο 302,60 κ.μ. αναλογία όγκου κοινοχρήστων 9 κ.μ., συνολικό όγκο 311,60 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 254/1000 εξ αδιαιρέτου και συνορεύει βόρεια με ακάλυπτο χώρο και κλίμακα, ανατολικά με ιδιοκτησία ……, νότια με ιδιοκτησία …., δυτικά με ιδιοκτησία αγνώστου και ακάλυπτο χώρο, γ) το με στοιχεία Α-1 διαμέρισμα του Α’ ορόφου, το οποίο αποτελείται από χωλ, δύο δωμάτια και κουζίνα, έχει επιφάνεια 60,53 τ.μ., από τα οποία κατά την ημερομηνία σύστασης (15-01-1992) είχαν ανεγερθεί μόνο τα 47,53 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο 193,69 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 5 κ.μ., συνολικό όγκο 198,69 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 159/1000 εξ αδιαιρέτου και συνορεύει βόρεια με την οδό ….., ανατολικά με ιδιοκτησία …., δυτικά με ιδιοκτησία αγνώστου και νότια με κλίμακα, ακάλυπτο χώρο και το Α-2 διαμέρισμα, δ) το με στοιχεία Α-2 διαμέρισμα του Α’ ορόφου, το οποίο αποτελείται από δύο κοιτώνες, καθιστικό και λουτρό, έχει επιφάνεια 34,86 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο 115,55 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 4 κ.μ., συνολικό όγκο 115,59 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 93/1000 εξ αδιαιρέτου και συνορεύει βόρεια με το Α-1 διαμέρισμα, ανατολικά με ακάλυπτο χώρο, νότια με ακάλυπτο χώρο και δυτικά με ιδιοκτησία αγνώστου και ε) το με στοιχεία Α-3 διαμέρισμα του Α’ ορόφου, το οποίο έχει επιφάνεια 89 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο 284,80 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 9 κ.μ., συνολικό όγκο 233,80 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 236/1000 εξ αδιαιρέτου και συνορεύει βόρεια με ακάλυπτο χώρο και κοινόχρηστο διάδρομο, ανατολικά με ιδιοκτησία ……, νότια με ιδιοκτησία … και δυτικά με ιδιοκτησία αγνώστου και ακάλυπτο χώρο. Η όλη πολυκατοικία στην οποία βρίσκονται τα παραπάνω διαμερίσματα (οριζόντιες ιδιοκτησίες) έχει υπαχθεί στο σύστημα της κατ΄ ορόφους ιδιοκτησίας του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ με την υπ΄ αριθμ. ……./15-01-1992 Πράξη Συστάσεως Οριζοντίου Ιδιοκτησίας και Κανονισμού Οικοδομής του συμβολαιογράφου Πειραιά ………., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιώς στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …… Η εμπορική αξία των εν λόγω οριζόντιων ιδιοκτησιών κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ανερχόταν στο ποσό των 674.812 ευρώ. Κατά τη στιγμή της ως άνω απαλλοτρίωσης, δηλαδή στις 21/1/2010, η ενάγουσα (τράπεζα) είχε έναντι του πρώτου των εναγόμενων την ιδιότητα της δανείστριας, έστω και εάν η απαίτησή της τελούσε υπό την αναβλητική προθεσμία του οριστικού κλεισίματος των ως άνω αναφερομένων λογαριασμών, καθόσον είχαν μέχρι τότε συντελεστεί τα παραγωγικά αυτής της απαίτησης γεγονότα (σύναψη συμβάσεων, καταβολή πιστώσεων), χωρίς να απαιτείτο κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης να είχαν κλείσει οι λογαριασμοί και καταγγελθεί οι συμβάσεις, διότι τα παραγωγικά της απαίτησης για το κατάλοιπο των λογαριασμών περιστατικά, υπάρχουν ήδη από το χρόνο συνάψεως των συμβάσεων δανείου (της πρώτης) και πίστωσης (των μεταγενέστερων), από τις οποίες δημιουργείται, έκτοτε, ενοχή για το κατάλοιπο και, επιπλέον, η απαίτησή της έναντι και του πρώτου εναγόμενου ως εγγυητή κατέστη (μετά το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών) ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, η οποία έλαβε χώρα στις 27/3/2015. Επίσης κατά τον χρόνο μεταβίβασης των ως άνω ακινήτων το μοναδικό εμφανές περιουσιακό στοιχεία του πρώτου εναγόμενου ήταν το ποσοστό συγκυριότητας 1/2 εξ αδιαιρέτου επί της με στοιχείο Μ1 μεζονέτας – κατοικίας ισογείου και Α’ ορόφου του κτιρίου Β2 που βρίσκεται στο Δημοτικό Διαμέρισμα … του Δήμου … Νομού Χανίων, στο οποίο όμως έχει εγγραφεί, δυνάμει της υπ΄ αριθμ. 55366/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, Α’ προσημείωση υποθήκης υπέρ της ενάγουσας για την εξασφάλιση απαίτησής της από σύμβαση στεγαστικού δανείου, η οποία ήδη έχει καταγγελθεί με χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 238.727,61 ευρώ και επομένως η οποιαδήποτε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ακινήτου αυτού δεν θα επιφέρει στο ελάχιστο την ικανοποίηση της ένδικης απαίτησης, αφού εξασφαλίζει άλλη απαίτησή της. Επομένως αποδεικνύεται ότι η επίδικη μεταβίβαση έγινε µε πρόθεση βλάβης της ενάγουσας, δηλαδή για να μην μπορέσει αυτή να ικανοποιήσει τη σε βάρος του πρώτου εναγόμενου απαίτησή της, διότι ο τελευταίος σαφώς γνώριζε, κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η ως άνω μεταβίβαση, αφενός μεν ότι είναι οφειλέτης της ενάγουσας, κατά τα προαναφερόμενα και αφετέρου ότι µε την απαλλοτρίωση των ως άνω µοναδικών (και κατά τον χρόνο της μεταβίβασης και κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής και της συζήτησης αυτής) εμφανών περιουσιακών του στοιχείων, θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε δεν θα είναι πλέον εφικτή η ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, η οποία δεν εξασφαλίζεται, παρά τα περί αντιθέτου ισχυριζόμενα, από την πιο πάνω προσημείωση υποθήκης. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ως αιτία της εν λόγω μεταβίβασης αναφέρεται στο ανωτέρω συμβόλαιο η γονική παροχή για την οικονομική και οικογενειακή αποκατάσταση του τέκνου του πρώτου εναγομένου, ωστόσο κατά τον χρόνο της μεταβίβασης η δεύτερη εναγόμενη διένυε μόλις το 8ο έτος της ηλικίας της (γεν. 17/7/2002), ήταν μαθήτρια του Δημοτικού Σχολείου, διέμενε στην οικία των γονέων της και δε συνέτρεχε επείγουσα ανάγκη ή σπουδαίος λόγος οικονομικής, οικογενειακής ή επαγγελματικής της αποκατάστασης και ενίσχυσής της. Εξάλλου η ύπαρξη γνώσης της δεύτερης εναγόμενης (προς την οποία έγινε η απαλλοτρίωση) για την πρόθεση βλάβης της ενάγουσας δεν απαιτείται να ερευνηθεί στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον η γονική παροχή, που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 του ΑΚ, συνιστά χαριστική απαλλοτρίωση, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 942 του ίδιου κώδικα, αφού και αυτή συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα. Δεν συνάγεται δε το αντίθετο από το χαρακτηρισμό της, στο α’ εδάφιο της διάταξης του άρθρου 1509 ΑΚ, ως δωρεάς, ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, αφού αυτό αποσκοπεί στο να αποκλείσει τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής, ως προς το μέρος που δεν αποτελεί δωρεά και όχι να τη χαρακτηρίσει, εξ αντιδιαστολής, ως επαχθή δικαιοπραξία (ΑΠ 28/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 778/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 805/2013 ΕΕμπΔ 2014, 54). Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η απαίτηση της ενάγουσας δεν είναι η ανωτέρω, διότι η τελευταία έχει εισπράξει το ποσό των 450.000 ευρώ, το οποίο ήταν μέρος της ασφαλιστικής αποζημίωσης που ο πρώτος εναγόμενος και η σύζυγός του εισέπραξαν από την ασφαλιστική εταιρία «…………», στην οποία ήταν ασφαλισμένο το σκάφος αναψυχής με την ονομασία «……», ιδιοκτησίας της εταιρίας με την επωνυμία «………», νομίμως εκπροσωπουμένης από την ………………, λόγω της ολικής καταστροφής του από πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στην προβλήτα Β’ του τουριστικού λιμένα Αλίμου, στο οποίο ήταν πρυμνοδοτημένο και επομένως η απαίτησή της έχει μειωθεί κατά το ως άνω ποσό και δεν πρέπει να διαρρηχθεί στο σύνολό της η επίδικη απαλλοτρίωση. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, πρωτίστως διότι εφόσον όλα τα ως άνω ποσά οφείλονται νομιμοτόκως, των τόκων υπερημερίας ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο, εκτιμάται ότι η κατά τον χρόνο άσκησης της έφεσης απαίτηση της ενάγουσας που πρέπει να ικανοποιηθεί, ακόμα και μετά την είσπραξη του ποσού των 450.000 ευρώ, υπερβαίνει κατά πολύ την αξία των απαλλοτριωθέντων ακινήτων. Τούτου δοθέντος και εφόσον αποδείχθηκε η γνώση των εναγόμενων ότι η απαλλοτρίωση έγινε προς βλάβη της ενάγουσας, διότι η υπόλοιπη περιουσία του πρώτου εναγόμενου δεν αρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησής της, το αίτημα των εναγόμενων για τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να διακριβωθεί η απαίτηση της ενάγουσας μετά την καταβολή του πιο πάνω ποσού εν όψει και της εμπράγματης ασφάλειας επί του πιο πάνω ακινήτου είναι απορριπτέο ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο.

Πρέπει επομένως η αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να απαγγελθεί στο σύνολό της η διάρρηξη της πιο πάνω απαλλοτρίωσης. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγόμενων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος επειδή η έφεση έγινε δεκτή και εξαφανίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες – εναγομένους του παράβολου που κατέθεσαν για την άσκηση της έφεσης, ανεξάρτητα αν η αγωγή έγινε δεκτή, διότι ο διάδικος που άσκησε το εν λόγω μέσο θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, δικαιούμενος εντεύθεν της επιστροφής του, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υποθέσεως είναι ή όχι ευνοϊκότερη γι΄ αυτόν (ΑΠ 532/2016 ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ΄ αριθμ. 2621/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 23/8/2011 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2011 αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ότι πρέπει να απορριφθεί.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ υπέρ της ενάγουσας στο σύνολό της τη διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας που καταρτίστηκε με το υπ΄ αριθμ. …./21.1.2010 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά . .., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο .. με αύξοντα αριθμό μεταγραφής …, με το οποίο ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στη δεύτερη εναγόμενη την ψιλή κυριότητα των περιγραφόμενων στο σκεπτικό της παρούσας πέντε (5) οριζόντιων ιδιοκτησιών, που καταλαμβάνουν το σύνολο του διώροφου κτιρίου που βρίσκεται στο Δήμο Πειραιά και στη θέση …, επί της οδού …….

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγόμενων τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων πενήντα (850) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στους εκκαλούντες.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 7 Νοεμβρίου 2019.    

 

 Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω λήξεως της

αποσπάσεώς της

και αναχωρήσεώς της,

ο αρχαιότερος της

συνθέσεως Εφέτης,

Ιωάννης Αποστολόπουλος.

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 12η Φεβρουαρίου  2020, με άλλη σύνθεση, λόγω λήξεως της αποσπάσεώς της και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,  Ελένης Κούφη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη,  Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά και Σοφία Καλούδη,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

        ΕΦΕΤΗΣ