Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 125/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:        125/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1349/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), καθώς οι εκκαλούντες επέδωσαν στην εφεσίβλητη την προσβαλλόμενη απόφαση την 12/3/2018 (υπ’ αριθμ. …../23.3.2018 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………..), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 28/3/2018 χωρίς να απαιτείται η καταβολή παράβολου κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε΄ του ΚΠολΔ και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, στην από 1/11/2017 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίστηκαν ότι προσλήφθηκαν από την εναγόμενη, ήδη εφεσίβλητη, ο πρώτος την 1/11/2007 και ο δεύτερος την 8/8/2002 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργαστούν με την ειδικότητα των χειριστών ανυψωτικών μηχανημάτων, ότι κατά την πρόσληψή τους η εναγόμενη τους κατέταξε στη ΔΕ2 μισθολογική κατηγορία, ενώ με βάση τα τυπικά προσόντα τους έπρεπε να καταταγούν στη ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία προσωπικού, ότι κατόπιν άρνησης της εναγόμενης να τους κατατάξει στην ορθή μισθολογική κλίμακα άσκησαν, μαζί με άλλους εργαζόμενους της εναγόμενης, σε βάρος της την από 27/12/2013 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2013 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι τελικά εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 319/2016 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία διέταξε την εναγόμενη να εντάξει τους ενάγοντες στην κατηγορία ΔΕ3 και αναγνώριζε ότι τους όφειλε μισθολογικές διαφορές από την 1/1/2008 και ότι βάσει των Ειδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού της εναγόμενης η τελευταία τους οφείλει ως μισθολογικές διαφορές από την 1/1/2008 έως την 31/12/2010, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την άρνησή της να τους κατατάξει στην ορθή μισθολογική κατηγορία και να τους καταβάλλει τις νόμιμες αποδοχές τους. Ζητούσαν να υποχρεωθεί η εναγόμενη, να καταβάλει στον πρώτο το ποσό των 20.396,03 ευρώ και στο δεύτερο το ποσό των 11.494,91 ευρώ με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις της αγωγής και να καταδικαστεί στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, δέχθηκε κατά τα λοιπά εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον πρώτο των εναγόντων το ποσό των 1.825,16 ευρώ και στο δεύτερο το ποσό των 3.389,20 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Κατά της απόφασης αυτής οι εκκαλούντες παραπονούνται με την υπό κρίση έφεσή τους για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνει αυτή δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή τους στο σύνολό της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 281, 299, 914 και 932 του ΑΚ και άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση παρέχεται, με την συνδρομή απαραιτήτως και του στοιχείου της υπαιτιότητας, και στις περιπτώσεις παρανόμων ενεργειών (πράξεων ή παραλείψεων) του εργοδότη, με τις οποίες προσβάλλεται η προσωπικότητα του εργαζομένου υπό οποιανδήποτε εκδήλωσή της (σωματική, ψυχική, πνευματική, κοινωνική, ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ). Η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για πληρωμή του μισθού που απορρέει από την σύμβαση εργασίας αποτελεί ποινικό αδίκημα. Με την παράλειψη, όμως, της πληρωμής αυτού (ολικά ή εν μέρει) ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και συνεπώς δεν υπάρχει ζημία που να έχει αιτία την παράνομη, σε σχέση με τον α.ν. 690/1945, συμπεριφορά του εργοδότη. Επομένως, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικώς οφειλομένων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ` αυτόν δεν συνιστά αδικοπραξία και κατά περαιτέρω συνέπεια δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας, αφού και αυτή προϋποθέτει αδικοπραξία (ΑΠ 1114/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1017/2008 ΝοΒ 2008, 2139, ΑΠ(ποιν) 950/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 574/2007 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυριζόμενοι ότι η άρνηση της εναγόμενης να τους κατατάξει στο ορθό μισθολογικό κλιμάκιο αποτελεί προσβολή της προσωπικότητάς τους, εξαιτίας της οποίας υπέστησαν ηθική βλάβη ζητούν να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Το αίτημα όμως αυτό είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο διότι μόνη η ένταξή τους σε εσφαλμένο μισθολογικό κλιμάκιο και η επακόλουθη καταβολή αποδοχών που υπολείπονται των νομίμων αποδοχών που δικαιούνται, δεν είναι ικανή, κατά νόμον, να προκαλέσει σε αυτούς ως εργαζόμενων προσβολή της προσωπικότητάς τους, ιδιαίτερα ως προς την επαγγελματική αξία και υπόληψή τους και συνεπώς δεν συνίσταται ηθική τους βλάβη θεμελιούσα αξίωση για χρηματική ικανοποίηση κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 281, 299, 914 και 932 του ΑΚ. Σημειωτέον ότι εσφαλμένα οι ενάγοντες εξομοιώνουν την άρνηση της εναγόμενης να τους εντάξει στο ορθό μισθολογικό κλιμάκιο, η οποία ως μοναδική συνέπεια έχει τη μη λήψη των νόμιμων σύμφωνα με τις οικείες ΣΣΕ αποδοχές τους, με την παράλειψη προαγωγής εργαζόμενου ή την τοποθέτησή του σε ανάλογη των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων θέση, διότι στις δυο τελευταίες περιπτώσεις πράγματι προσβάλλεται η προσωπικότητα του εργαζόμενου, ο οποίος κατά παράβλεψη υπαιτίως των προσόντων του, αντιμετωπίστηκε από τον εργοδότη του δυσμενέστερα σε σχέση με τον εργαζόμενο ο οποίος προήχθη ή τοποθετήθηκε σε θέση εργασίας με λιγότερα προσόντα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε το εν λόγω αίτημα ως η νόμιμο ορθά εφάρμοσε το νόμο και ο πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε το αίτημα τους διότι υπέστησαν ηθική βλάβη, είναι ουσιαστικά αβάσιμος.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, η εναγόμενη δεν εξέτασε μάρτυρα και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος ενάγων προσλήφθηκε στην εναγόμενη την 1/11/2007, ως Χειριστής Ανυψωτικών Μηχανημάτων του Κλάδου ΔΕ Τεχνικού, με σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου για δοκιμαστική περίοδο διάρκειας μέχρι επτά (7) μηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3429/2005, την 1/361Μ/2006 προκήρυξη και την υπ’ αριθμ. 13845/5106/1.11.2007 απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου της εναγόμενης και την 24/12/2008 συνάφθηκε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 168/24.6.2008 απόφαση του Δ.Σ. της εναγόμενης και εξακολουθεί να εργάζεται στην εναγόμενη έως σήμερα με την ίδια σχέση εργασίας και ειδικότητα. Από την 1/11/2007 (ημερομηνία πρόσληψής του) έως την 23/12/2007 αμείφθηκε σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 186/31.7.2007 απόφαση του Δ.Σ. της εναγόμενης με αναλογική εφαρμογή της σχετικής Κλαδικής Σύμβασης για τους Χειριστές Βιομηχανίας. Από την 24/12/2008 ο εργαζόμενος αμείφθηκε σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 186/31.7.2007 και 211/28.8.2008 αποφάσεις του Δ.Σ. της εναγόμενης με αναλογική εφαρμογή της Κλαδικής Σύμβασης Χειριστών Βιομηχανίας. Σύμφωνα με την από 1/7/2009 ΣΣΕ (Π.Κ. 4/1-7-2009)  κατατάχθηκε στο 23ο μισθολογικό κλιμάκιο του ΔΕ2 μισθολογικού κλάδου, με ποσοστό χρονοεπιδόματος 24% και από 1/11/2010 κατατάχθηκε στο 22ο. Ο δεύτερος ενάγων προσλήφθηκε στην εναγόμενη την 8/8/2002, ως Χειριστής Ανυψωτικών Μηχανημάτων του Κλάδου ΔΕ Τεχνικού, σύμφωνα με τις υπ’ αριθμ. 1509/9.7.2002, 1616/23.7.2002 και 1635/25.7.2002 αποφάσεις του Ε΄ Τμήματος του ΑΣΕΠ και την υπ’ αριθμ. 182/24.7.2002 απόφαση του Δ.Σ. της εναγόμενης, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και εξακολουθεί να εργάζεται στην εναγόμενη έως σήμερα με την ίδια σχέση εργασίας και ειδικότητα. Σύμφωνα με την Π.Κ. 5/24-10-2002 της Σ.Σ.Ε. από 8/8/2002 (ημερομηνία πρόσληψής του) κατατάχθηκε στο 26ο μισθολογικό κλιμάκιο του ΔΕ2 μισθολογικού κλάδου. Κατά το χρόνο της πρόσληψής τους ο πρώτος ενάγων ήταν απόφοιτος του 3ου Τεχνικού – Επαγγελματικού Λυκείου Αθήνας, του τμήματος Βιομηχανικών Εγκαταστάσεων και Βιομηχανικής Παραγωγής του Μηχανολογικού τομέα και κάτοχος του από 12/9/1990 σχετικού πτυχίου και ο δεύτερος ενάγων ήταν απόφοιτος του 3ου ημερήσιου Τεχνικού Επαγγελματικού Λυκείου του Ιδρύματος της Σιβιτανιδείου, του τμήματος Θερμικών και Ψυκτικών Εγκαταστάσεων του Μηχανολογικού τομέα και κάτοχος του από 22/6/1995 σχετικού πτυχίου. Στο κείμενο και των δύο ως άνω πτυχίων σημειώνεται ότι «Το παρόν αποτελεί Τίτλο ΑΠΟΛΥΣΕΩΣ Δ.Ε. παρ. 6 άρθρο 6, Ν. 1566/85 . . . ». Τα παραπάνω πτυχία κατέθεσαν στην αρμόδια Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της εναγόμενης κατά τις ημερομηνίες της πρόσληψής τους, ως αποδεικτικά των τυπικών προσόντων διορισμού τους στις συγκεκριμένες θέσεις εργασίας και με βάση τα τυπικά τους προσόντα, έπρεπε να υπαχθούν στην ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία προσωπικού της εναγόμενης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 της από 17/4/2000 συλλογικής σύμβασης εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού της εναγόμενης, σύμφωνα με το οποίο «Το προσωπικό για τον καθορισμό των αποδοχών του κατατάσσεται σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες: α. . . .  β. . . . γ. Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ΔΕ δ. . . . Οι κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ διακρίνονται περαιτέρω σε υποκατηγορίες ανάλογα με το χρόνο που απαιτήθηκε για την απόκτηση του τυπικού προσόντος. Ειδικότερα υπάρχουν  . . . Στην κατηγορία ΔΕ οι υποκατηγορίες: ΔΕ3 για τους κατόχους πτυχίου Μέσων Τεχνικών Σχολών που καταργήθηκαν με το ν. 576/77 και ΔΕ2 για τους κατόχους πτυχίου της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης κα για τους ανήκοντες στη ΔΕ Κατηγορία με τίτλο σπουδών των Σχολών μαθητείας ΟΑΕΔ, των Κατώτερων Τεχνικών Σχολών και της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης με την απαιτούμενη από τις σχετικές διατάξεις εμπειρία». Οι ενάγοντες ζήτησαν να υπαχθούν στη μισθολογική κατηγορία ΔΕ3, πλην όμως η εναγόμενη απέρριψε το αίτημά τους με το σκεπτικό ότι «. . . Σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 της από 14.4.2000 ΣΣΕ και της από 23.10.2002 όμοιας, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 5 της από 26.10.2006 ΣΣΕ, στην υποκατηγορία ΔΕ3 κατατάσσονται οι υπάλληλοι της ΔΕ κατηγορίας, που κατέχουν πτυχία Μέσων Τεχνικών Σχολών, που καταργήθηκαν με το Ν. 576/77» και τους κατέταξε στην ΔΕ2 μισθολογική κατηγορία, στην οποία οι αποδοχές των εναγόντων ήταν μικρότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας. Κατόπιν τούτου οι ενάγοντες, μαζί με άλλους εργαζόμενους της εναγόμενης, άσκησαν κατά αυτής την από 27/12/2013 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2013 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αίτημα την ορθή υπαγωγή τους στην ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4602/2014 απόφαση του Δικαστηρίου που δέχθηκε την αγωγή τους. Κατά της απόφασης αυτής η εναγόμενη άσκησε την από 17/3/2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2014 έφεσή της ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, το οποίο με την υπ’ αριθμ. 319/2016 τελεσίδικη απόφασή του, υποχρέωσε την εναγόμενη να εντάξει τους ενάγοντες στην ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία και αναγνώρισε ότι λόγω της μη ορθής κατάταξής τους τους οφείλει μισθολογικές διαφορές από την 1/1/2005. Το δεδικασμένο που παράγεται από την ως άνω απόφαση ως προς το προδικαστικό ζήτημα της κατάταξης των εναγόντων στην ορθή μισθολογική κλίμακα, χωρίς από τότε να έχει μεταβληθεί το νομοθετικό καθεστώς, δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο το οποίο δεν μπορεί να επανέλθει και να επανελέγξει αν οι ενάγοντες έχουν τα τυπικά προσόντα για την κατάταξή τους στη ΔΕ3 κατηγορία, αλλά θεωρείται ως δεδομένο και αποτελεί τη βάση για την εξέταση της βασιμότητας των ένδικων αξιώσεων τους (ΑΠ 182/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 424/2015 ΝΟΜΟΣ). Όλα τα ανωτέρω έγιναν δεκτά και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο ευκρινώς έκρινε ότι οι ενάγοντες δικαιούνται τις αποδοχές των αντίστοιχων με τα έτη της προϋπηρεσίας τους κλιμάκια της ΔΕ3 κατηγορίας, όπως αυτά πιο κάτω αναφέρονται και ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αναφέρει την ορθή μισθολογική τους κατάταξη είναι αβάσιμος.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ της 17/4/2000, η οποία ίσχυε για τα έτη 2000, 2001 ορίζεται στο άρθρο 3 για την κατάταξη του προσωπικού σε μισθολογικά κλιμάκια, ότι στην κατηγορία ΔΕ, εισαγωγικό κλιμάκιο της υποκατηγορίας ΔΕ3 είναι το 27° και καταληκτικό το 10° και της υποκατηγορίας ΔΕ2 εισαγωγικό είναι το 28° και καταληκτικό το 11°, ο δε βασικός μισθός του 27ου κλιμακίου ήταν 231.000 δρχ. και του 28ου 227.000 δρχ. Όσον αφορά τη μισθολογική εξέλιξη των εργαζομένων, στο άρθρο 4 της ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ αναφέρεται ότι για τη μισθολογική εξέλιξη του προσωπικού όλων των κλάδων από το κατώτερο σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο, απαιτείται υπηρεσία ως εξής: α. για την απονομή του αμέσως επόμενου μετά το εισαγωγικό Μ.Κ. υπηρεσία ενός έτους στο εισαγωγικό Μ.Κ. β. για την απονομή όλων των επόμενων μισθολογικών κλιμακίων, υπηρεσία δύο ετών σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο. Για την κατά τις προηγούμενες παραγράφους μισθολογική εξέλιξη λαμβάνεται υπόψη ο 2ος χρόνος υπηρεσίας που ορίζεται στα άρθρα 5 και 6 της παρούσας σύμβασης, κατά περίπτωση. Και στο άρθρο 6 ότι το προσωπικό της παρούσας σύμβασης που υπηρετεί την 31/3/2000 κατατάσσεται στα μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 3 ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν και στο συνολικό χρόνο υπηρεσίας που τους έχει αναγνωρισθεί. Σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 της από 17/4/2000 ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 5 της από 23/10/2002 ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ και με το άρθρο 5 της από 24/10/2006 ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ, προστέθηκε η υποκατηγορία ΔΕ3 στην οποία κατατάσσονται οι υπάλληλοι της ΔΕ Κατηγορίας που κατέχουν πτυχία μέσων τεχνικών Σχολών που καταργήθηκαν με το Ν. 576/1977, διαμορφώνεται με εισαγωγικό κλιμάκιο το 24° και καταληκτικό το 7°. Με την παραπάνω ρύθμιση από  1/1/2006 οι εργαζόμενοι  υπάλληλοι που ανήκουν στη ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία προήχθησαν  3  κλιμάκια από εκείνο  στο  οποίο ανήκαν μέχρι  την 31/1/2005. Σύμφωνα  με το άρθρο 7 της από  17/4/2000  ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 της από 23/10/2002 ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ, καθορίζεται η κλίμακα διαμόρφωσης του χρονοεπιδόματος, η οποία ισχύει μέχρι σήμερα. Το χρονοεπίδομα υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου, που κατέχει κάθε φορά ο εργαζόμενος και καθορίζεται με βάση το χρόνο υπηρεσίας, ο οποίος ταυτίζεται με το χρόνο που λαμβάνεται υπόψη για την κατάταξη και την εξέλιξη στα μισθολογικά κλιμάκια. Τα λοιπά επιδόματα είναι συγκεκριμένου ποσού και αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τις αντίστοιχες ΣΣΕ υπαλλήλων ΟΛΠ.  Σύμφωνα με το άρθρο 7 της από 17/4/2000 ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 της από 24/10/2006 όμοιας, το οικογενειακό επίδομα ορίζεται ως εξής: «για τον ή τη σύζυγο από 1/1/2006 αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού του και χορηγείται σε ποσοστό ίσο με το 10% του 18ου μισθολογικού κλιμακίου, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις». Περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 1 του κεφ. Α΄ του Ν. 3833/15-3-2010 «Προστασία της Εθνικής Οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» και την αριθμ. 2/14924/0022/1-4-2010 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου, ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας, ή συμφωνία προβλεπόμενα, των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση, σε Ν.Π.Δ.Δ. και σε Ο.Τ.Α. ή επιχορηγούνται, σύμφωνα με τον οργανισμό τους, τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό σε ποσοστό τουλάχιστον 50% του Προϋπολογισμού τους ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 (Α 314) ή δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες πληρούν τα κριτήρια των εν λόγω παραγράφων του ανωτέρω άρθρου και νόμου (3429/2005), ακόμη και εάν έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του νόμου αυτού (3429/2005), ανεξαρτήτως του τρόπου αμοιβής τους, μειώνονται κατά ποσοστό 7% με εξαίρεση τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, τα οποία μειώνονται, έκαστο, κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα. Από τη μείωση του 7% εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση (επιδόματα συζύγου – τέκνων) ή την υπηρεσιακή εξέλιξη (χρονοεπίδομα, τριετίες – πολυετίες), καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους (επιδόματα ανθυγιεινά ή επικίνδυνης εργασίας) και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Στην περίπτωση που τα ανωτέρω αναφερόμενα επιδόματα υπολογίζονται σε ποσοστό επί του βασικού μισθού του υπαλλήλου, αυτά θα καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31-12-2009. Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν. 3845/6-5-2010 «Μέτρα για την εφαρμογή στήριξης της Ελληνικής Οικονομίας» και την αριθμ. 2/8338/0022/24-1-2011 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομιών οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική  διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, ή διαιτητική απόφαση,  ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή σύμφωνα προβλεπόμενα, των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση στους φορείς του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, μειώνονται μετά τη μείωση του 7% και επιπλέον κατά ποσοστό τρία τοις εκατό (3%). Από τη μείωση του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Τέλος Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 3 του Ν.3845/6-5-2010 τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων,  Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη  ή   ρήτρα  ή  όρο  συλλογικής  σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4, καθώς και για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 5, καθορίζονται ως εξής: α) το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ β) το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ γ) το επίδομα αδείας, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγούμενου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους. Οι διατάξεις αυτές κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας (παρ. 8 άρθρο 3 του ν. 3845/2010). Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων η μισθοδοτική εικόνα των υπαλλήλων της εναγόμενης που υπάγονται στη ΣΣΕ ΟΛΠ διαμορφώθηκε ως εξής: i) Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5, άρθρο 1 του ν. 3833/2010 μειώθηκαν οι βασικοί μισθοί και όλα τα επιδόματα κατά ποσοστό 7% αναδρομικά από 1/1/2010. ii) Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3845/6.5.2010 μειώθηκαν οι βασικοί μισθοί και όλα τα επιδόματα μετά τη μείωση κατά 7% επιπλέον και κατά ποσοστό 3% από 1/6/2010. iii) Μειώθηκαν κατά 7% σύμφωνα με το ν. 3833/2010 από 1/1/2010 τόσο το αντισταθμιστικό επίδομα όσο και το κίνητρο αποχώρησης και κατόπιν κατά 3% σύμφωνα με το ν. 3845/2010 από 1/6/2010. Εξαιρέθηκαν 1) το οικογενειακό επίδομα (γάμου & τέκνων), 2) το επίδομα ειδικών συνθηκών (που συνδέεται με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας), 3)           το μεταπτυχιακό επίδομα και 4) το χρονοεπίδομα (που έχει σχέση με την υπηρεσιακή εξέλιξη). Τα εξαιρούμενα επιδόματα που υπολογίζονταν σε ποσοστό (όπως το χρονοεπίδομα) επί του βασικού μισθού του υπαλλήλου, καταβάλλονται στο ύψος που είχε διαμορφωθεί κατά την 31/12/2009 (παρ. 4 άρθρο 1 της αριθμ. 2/14924/002/1.4.2010 εγκυκλίου).

Μετά ταύτα οι αποδοχές που δικαιούνται οι ενάγοντες λόγω της εσφαλμένης κατάταξής τους στη ΔΕ2 μισθολογική κατηγορία είναι οι ακόλουθες:

Ο πρώτος ενάγων: I) 1) Κατά το χρονικό διάστημα από την 1/7/2009 έως την 31/12/2009 έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 9 ετών έπρεπε να είχε καταταγεί στο 23ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, σύμφωνα με το οποίο: Τον Ιούλιο δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.131,81 ευρώ, ως χρονοεπίδομα 24% το ποσό των 271,63 ευρώ ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 154,63 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 217,81 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 42,52 ευρώ ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 106,27 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθήκων το ποσό των 170 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.094,67 ευρώ, τον Αύγουστο κατά τον οποίο δεν εργάστηκε 1 ημέρα (οπότε οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά το 1/25 του μισθού του ή 4%) δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.086,54 ευρώ, ως χρονοεπίδομα 24% το ποσό των 260,76 ευρώ ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 148,44 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 209,10 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 40,82 ευρώ ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 102,02 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθήκων το ποσό των 163,20 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.010,88 ευρώ, το Σεπτέμβριο, κατά τον οποίο δεν εργάστηκε 10 ημέρες (οπότε οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά το 10/25 του μισθού του ή 40%) δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 679,09 ευρώ, ως χρονοεπίδομα 24% το ποσό των 162,98 ευρώ ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 92,78 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 130,69 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 25,51 ευρώ ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 63,76 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθήκων το ποσό των 102 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.256,81 ευρώ, τον Οκτώβριο κατά τον οποίο δεν εργάστηκε 11 ημέρες (οπότε οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά το 11/25 του μισθού του ή 44%) δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 633,81 ευρώ, ως χρονοεπίδομα 24% το ποσό των 152,11 ευρώ ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 86,59 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 121,97 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 23,81 ευρώ ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 59,51 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθήκων το ποσό των 95,20 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 23,81 ευρώ συνολικά το ποσό των 1.196,81 ευρώ, το Νοέμβριο κατά τον οποίο δεν εργάστηκε 7 ημέρες (οπότε οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά το 7/25 του μισθού του ή 28%) δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 814,90 ευρώ, ως χρονοεπίδομα 24% το ποσό των 196,57 ευρώ ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 11,33 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 156,82 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 30,61 ευρώ ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 76,51 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθήκων το ποσό των 122,40 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.508,14 ευρώ και το Δεκέμβριο κατά τον οποίο δεν εργάστηκε 1 ημέρα (οπότε οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά το 1/25 του μισθού του ή 4%) δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.086,54 ευρώ, ως χρονοεπίδομα 24% το ποσό των 260,76 ευρώ ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 148,44 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 313,64 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 40,82 ευρώ ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 102,02 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθήκων το ποσό των 163,20 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.115,42 ευρώ. Συνεπώς για το έτος 2009 δικαιούταν το ποσό των 10.182,73 ευρώ, έναντι του οποίου η εναγόμενη, λόγω της εσφαλμένης κατάταξής του στο 24ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ2 μισθολογικής κατηγορίας, του έχει καταβάλει, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από αυτή εκκαθαρίσεις μισθοδοσίας του το ποσό των 9.863,60 ευρώ, εναπομένοντος οφειλόμενου υπόλοιπου του ποσού των 319,13 ευρώ. 2) α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/2010 έως και 31/10/2010 έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 9 ετών έπρεπε να είχε καταταγεί στο 19ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, σύμφωνα με το οποίο: Τον Ιανουάριο δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.052,58 ευρώ [1.131,81 – (1.131,81 Χ 7%) ν. 3845/2010], ως χρονοεπίδομα (όπως είχε διαμορφωθεί την 31/12/2009) το ποσό των 271,63 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 154,63 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 303,84 ευρώ [326,71 – (326,71 Χ 7%], ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 39,54 ευρώ [42,52 – (42,52 Χ 7%)], ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 106,27 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 170 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 39,54 ευρώ [42,52 – (42,52 Χ 7%)] και συνολικά το ποσό των 2.138,03 ευρώ, το Φεβρουάριο, οπότε δεν εργάστηκε τρεις ημέρες (μειωμένων των αποδοχών του κατά 12%) δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 926,27 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 239,03 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 136,07 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 267,38 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 34,80 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 93,52 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 149,60 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.846,67 ευρώ, το Μάρτιο οπότε δεν εργάστηκε μία ημέρα (μειωμένων των αποδοχών του κατά 4%) δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.010,48 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 260,76 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 148,44 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 291,69 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 37,96 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 102,02 ευρώ και ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 163,20 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 37,96 και συνολικά το ποσό των 2.052,51 ευρώ, τον Απρίλιο δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.052,58 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 271,63 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 154,63 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 405,13 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 39,54 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 106,27 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 170 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 39,54 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.239,32 ευρώ, το Μάιο, οπότε δεν εργάστηκε έξι ημέρες (και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 24%) δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 799,96 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 206,44 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 117,52 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 307,90 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 30,05 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 80,77 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 129,20 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.671,84 ευρώ, τον Ιούνιο (κατά τον οποίο μήνα ο βασικός μισθός και τα επιδόματα μειώθηκαν επιπλέον κατά ποσοστό 3%, ν. 3845/2010) οπότε δεν εργάστηκε μία ημέρα και μειώθηκαν οι αποδοχές του κατά 4% δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 980,16 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 260,76 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 148,44 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 377,26 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 36,82 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 102,02 ευρώ και ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 163,20 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας 36,82 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.105,48 ευρώ, τον Ιούλιο δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 980,16 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 260,76 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 148,44 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 377,26 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 36,82 ευρώ ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 102,02 ευρώ και ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 163,20 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.068,66 ευρώ, τον Αύγουστο οπότε δεν εργάστηκε επτά ημέρες και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά ποσοστό 28% δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 735,12 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 195,57 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 111,33 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 282,95 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 27,61 ευρώ ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 76,51 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 122,40 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 27,61 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.579,10 ευρώ, το Σεπτέμβριο οπότε δεν εργάστηκε τρεις ημέρες και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 12% δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 898,48 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 239,03 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 136,07 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 345,82 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 33,75 ευρώ ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 93,52 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 149,60 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 33,75 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.930,02 ευρώ και τον Οκτώβριο δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.021 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 271,63 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 154,63 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 392,98 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 38,35 ευρώ ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 106,27 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 170 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.154,86 ευρώ. Συνολικά για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο πρώτος ενάγων δικαιούταν το ποσό των 19.786,49 ευρώ, η δε εναγόμενη, λόγω της εσφαλμένης κατάταξής του στο 23ο κλιμάκιο της ΔΕ2 μισθολογικής κατηγορίας, του κατέβαλε, το ποσό των 19.606,39 ευρώ, εναπομένοντος ως οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 180,10 ευρώ. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 1/11/2010 έως και 31/12/2010 έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 11 ετών έπρεπε να είχε καταταγεί στο 18ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, σύμφωνα με το οποίο το Νοέμβριο δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 1.066,53 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 321,32 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 154,63 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 392,98 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 38,35 ευρώ ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 106,27 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 170 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.218,79 ευρώ και το Δεκέμβριο, οπότε δεν εργάστηκε μία ημέρα δικαιούταν ως βασικό μισθό το ποσό των 988,31 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 306,75 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 147,62 ευρώ, ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 375,17 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 36,61 ευρώ ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 101,45 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθηκών το ποσό των 162,29 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 36,61 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.154,81 ευρώ. Συνολικά για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο πρώτος ενάγων δικαιούταν το ποσό των 4.373,60 ευρώ, η δε εναγόμενη, λόγω της εσφαλμένης κατάταξής του στο 22ο κλιμάκιο της ΔΕ2 μισθολογικής κατηγορίας, του κατέβαλε το ποσό των 4.227,82 ευρώ, εναπομένοντος ως οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 145,78 ευρώ. ΙΙ) α) το έτος 2009 οπότε το ωρομίσθιό του ήταν 8,98 ευρώ [1.131,81 (βασικός μισθός) + 271,63 (χρονοεπίδομα) = 1.403,44 Χ 6/25 = 336,83 ÷ 37,5] πραγματοποίησε συνολικά 10 ώρες υπερωριακής εργασίας (το Ιούλιο 8 ώρες, και το Δεκέμβριο 2 ώρες) για τις οποίες δικαιούται το ποσό των 134,70 ευρώ [10 ώρες Χ (8,98 ευρώ + 50%)], έναντι του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 127,20 ευρώ, εναπομένοντος ως οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 7,5 ευρώ, β) το έτος 2010 οπότε το ωρομίσθιό του έως και το Μάιο ήταν 8,47 ευρώ [1.052,58 (βασικός μισθός) + 271,63 (χρονοεπίδομα) = 1.324,21 Χ 6/25 = 317,81 ÷ 37,5], από τον Ιούνιο έως και τον Οκτώβριο ήταν 8,27 ευρώ [1.021 (βασικός μισθός) + 271,63 (χρονοεπίδομα) = 1.292,63 Χ 6/25 = 310,23 ÷ 37,5] και το χρονικό διάστημά από τον Νοέμβριο έως και τον Δεκέμβριο ήταν 8,68 ευρώ [1.035,24 (βασικός μισθός) + 321,32 (χρονοεπίδομα) = 1.356,56 Χ 6/25 = 325,57 ÷ 37,5] πραγματοποίησε συνολικά 1 ώρα υπερωριακής εργασίας (τον Φεβρουάριο) για την οποία δικαιούται το ποσό των 12,71 ευρώ [1 ώρα Χ (8,47 ευρώ + 50%)], η δε εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 12,72 ευρώ. III) Α) Το έτος 2009 πραγματοποίησε α) 54 ώρες νυχτερινής εργασίας τις καθημερινές («νυχτερινά εργασίας» ή «νυχτερινά προς συμπλήρωση») (το Οκτώβριο 53 ώρες και το Δεκέμβριο 1 ώρα), για τις οποίες δικαιούται τον Οκτώβριο 118,98 ευρώ (8,98 Χ 25% Χ 53 ώρες) και το Δεκέμβριο 2,25 ευρώ (8,98 Χ 25% Χ 1 ώρες), β) 16 ώρες υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές επιπλέον, του προβλεπόμενου ωραρίου των 7,5 ωρών («υπερωρίες νύχτας») (τον Σεπτέμβριο 8 ώρες, το Νοέμβριο 8 ώρες), για τις οποίες δικαιούται τον Σεπτέμβριο 134,70 ευρώ (8 ώρες Χ 8,98 + 50% + 25%) και το Σεπτέμβριο 134,70 ευρώ (8 ώρες Χ 8,98 + 50% + 25%), γ) 31 ώρες εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («νυχτερινά προς συμπλήρωση» ή «νυχτερινά εργασίας αργίας»), (τον Οκτώβριο 15 ώρες, το Νοέμβριο 8 ώρες, το Δεκέμβριο 8), για τις οποίες δικαιούται τον Οκτώβριο 58,80 ευρώ (2.204,55/15 = 146,97/7,5 = 19,60 Χ 20% Χ 15 ώρες) το Νοέμβριο 29,79 ευρώ (2.094,60/15 = 139,64/7,5 = 18,62 Χ 20% Χ 8 ώρες) και το Δεκέμβριο 31,34 (2.203,50/15 = 146,9/7,5 = 19,59 Χ 20% Χ 8 ώρες). Συνολικά δικαιούται το ποσό των 510,56 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 433,50 ευρώ (63,60 ευρώ για «νυχτερινά προς συμπλήρωση» 254,40 ευρώ για τις «υπερωρίες νύκτας» και 115,50 ευρώ για «νυχτερινά εργασίας αργίας») και του οφείλει το ποσό των 77,06 ευρώ. Β) Το έτος 2010 πραγματοποίησε α) 312 ώρες νυχτερινής εργασίας τις καθημερινές («νυχτερινά εργασίας» ή «νυχτερινά προς συμπλήρωση») (τον Ιανουάριο 38 ώρες, τον Μάρτιο 39 ώρες, τον Απρίλιο 38 ώρες, τον Ιούνιο 39 ώρες, τον Ιούλιο 31 ώρες, τον Αύγουστο 53 ώρες, τον Σεπτέμβριο 43 ώρες και τον Δεκέμβριο 31 ώρες]), για τις οποίες δικαιούται τον Ιανουάριο 80,47ευρώ (8,47 Χ 25% Χ 38 ώρες), το Μάρτιο 82,58 ευρώ (8,47 Χ 25% Χ 39 ώρες), τον Απρίλιο 80,47 ευρώ (8,47 Χ 25% Χ 38 ώρες), τον Ιούνιο 80,63 ευρώ (8,27 Χ 25% Χ 39 ώρες), τον Ιούλιο 64,09 ευρώ (8,27 Χ 25% Χ 31 ώρες), τον Αύγουστο 109,58 ευρώ (8,27 Χ 25% Χ 53 ώρες), τον Σεπτέμβριο 88,90 ευρώ (8,27 Χ 25% Χ 43 ώρες) και τον Δεκέμβριο 67,27 ευρώ (8,68 Χ 25% Χ 31 ώρες), β) 24 ώρες υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές επιπλέον του προβλεπόμενου ωραρίου των 7,5 ωρών («υπερωρίες νύχτας» (το Φεβρουάριο 8 ώρες, το Μάρτιο 8 ώρες και το Μάϊο 8 ώρες), για τις οποίες δικαιούται το Φεβρουάριο 127,05 ευρώ (8 ώρες Χ 8,47 + 50% + 25%), το Μάρτιο 127,05 ευρώ (8 ώρες Χ 8,47 + 50% + 25%), το Μάιο 127,05 ευρώ (8 ώρες Χ 8,47 + 50% + 25%), γ) 77 ώρες εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («νυχτερινά προς συμπλήρωση» ή «νυχτερινά εργασίας αργίας») ([τον Ιανουάριο 23 ώρες, το Φεβρουάριο 8 ώρες, το Μάρτιο 22 ώρες, το Μάϊο 8 ώρες, το Σεπτέμβριο 8 ώρες και τον Οκτώβριο 8 ώρες] για τις οποίες δικαιούται τον Ιανουάριο 90,71 ευρώ (2.218,50/15 = 147,90/7,5 = 19,72 Χ 20% Χ 8 ώρες), το Φεβρουάριο 29,84 ευρώ (2.098,50/15 = 139,90/7,5 = 18,65 Χ 20% Χ 8 ώρες), το Μάρτιο 86,77 ευρώ (2.218,50/15 = 147,90/7,5 = 19,72 Χ 20% Χ 22 ώρες), το Μάιο   31,28 ευρώ (2.199,75/15 = 146,65/7,5 = 19,55 Χ 20% Χ 8 ώρες), το Σεπτέμβριο 32,30 ευρώ (2.271,75/15 = 151,45/7,5 = 20,19 Χ 20% Χ 8 ώρες) και τον Οκτώβριο 30,64 ευρώ (2.154,86/15 = 143,66/7,5 = 19,15 Χ 20% Χ 8 ώρες), δ) 8 ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («υπερωρίες αργίας νύχτας») (τον Φεβρουάριο) για τις οποίες δικαιούται το ποσό των 179,04 ευρώ (2.098,50/15 = 139,90/7,5 = 18,65 + 20% Χ 8 ώρες). Συνολικά δικαιούται το ποσό των 1.515,72 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 1.450,05 ευρώ [584,36 ευρώ για «νυχτερινά προς συμπλήρωση», 381,60 ευρώ για «υπερωρίες νύχτας», 302,75 ευρώ για «νυχτερινά εργασίας αργίας» και 181,34 ευρώ για «υπερωρίες αργίας νύχτας) και του οφείλει το ποσό των 65,67 ευρώ. IV) Α) Το χρονικό διάστημα από την 1/7/2009 μέχρι την 31/12/2009 εργάστηκε 6 Σάββατα (2 το Σεπτέμβριο, 2 τον Οκτώβριο, 1 τον Νοέμβριο και 1 τον Δεκέμβριο) επί 7,5 ώρες κάθε φορά, για τα οποία δικαιούται τον Σεπτέμβριο 279,28 ευρώ (2.094,67/15=139,64 Χ 2), τον Οκτώβριο 293,94 ευρώ (146,97 Χ 2), το Νοέμβριο 139,64 ευρώ και το Δεκέμβριο 146,90 ευρώ και συνολικά το ποσό των 859,76 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 827,98 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 31,78 ευρώ. Β) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 μέχρι την 31/12/2010 εργάστηκε 14 Σάββατα (3 τον Ιανουάριο, 1 τον Φεβρουάριο, 2 τον Μάρτιο, 3 τον Απρίλιο, 1 τον Σεπτέμβριο, 3 τον Οκτώβριο και 1 τον Δεκέμβριο) επί 7,5 ώρες κάθε φορά, για τα οποία δικαιούται τον Ιανουάριο 443,70 ευρώ (147,90 Χ 3), τον Φεβρουάριο 139,90 ευρώ, τον Μάρτιο 295,80 ευρώ (147,90 Χ 2), τον Απρίλιο 463,95 ευρώ, (154,65 Χ 3), το Σεπτέμβριο 151,45 ευρώ, τον Οκτώβριο 430,98 ευρώ (143,66 Χ 3) και το Δεκέμβριο 154,82 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.080,60, ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 2.075,10 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 5,5 ευρώ. V) Α) Το χρονικό διάστημα από την 1/7/2009 μέχρι την 31/12/2009 εργάστηκε 4 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά ([1 ημέρα τον Οκτώβριο, 1 ημέρα το Νοέμβριο και 2 ημέρες το Δεκέμβριο]) για τις οποίες δικαιούται τον Οκτώβριο 146,97 ευρώ, το Νοέμβριο 139,64 ευρώ και τον Δεκέμβριο 293,80 ευρώ (146,90 Χ 2) και συνολικά το ποσό των 580,41 ευρώ αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 559,31 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 21,10 ευρώ. Β) Το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 μέχρι την 31/12/2010 εργάστηκε 13 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά ([1 ημέρα τον Ιανουάριο, 2 ημέρες το Φεβρουάριο, 2 ημέρες το Μάρτιο, 2 ημέρες τον Μάιο, 1 ημέρα τον Ιούνιο, 2 ημέρες τον Ιούλιο, 1 ημέρα το Σεπτέμβριο, 1 ημέρα τον Οκτώβριο και 1 ημέρα τον Δεκέμβριο]) για τις οποίες δικαιούται, τον Ιανουάριο 147,90 ευρώ, το Φεβρουάριο 279,80 ευρώ (139,9 Χ 2), το Μάρτιο 295,80 ευρώ (147,90 Χ 2), το Μάιο 293,30 ευρώ, (146,65  Χ 2), τον Ιούνιο 151,45 ευρώ, τον Ιούλιο 295,58 ευρώ (147,79 Χ 2), το Σεπτέμβριο 151,45 ευρώ, τον Οκτώβριο 143,66 ευρώ και το Δεκέμβριο 154,82 ευρώ. Συνολικά δικαιούται το ποσό των 1.913,76 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 1.897,64 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 16,12 ευρώ. VI) Τέλος ο ενάγων δικαιούται α) το χρονικό διάστημα από την 1/7/2009 έως την 31/12/2009 επίδομα εορτών Χριστουγέννων ποσού 2.069,20 ευρώ [2.115,42 Χ 22,9/25 = 1937,72 ευρώ (τακτικές αποδοχές) + 50,61 ευρώ (αναλογία υπερωριών) + 80,87 ευρώ (αναλογία επιδόματος άδειας)] και επίδομα άδειας ποσού 1.129,59 ευρώ [2.203,62 ευρώ (τακτικές αποδοχές) Χ 12,5/25 = 1.101,81+ 27,78 ευρώ (αναλογία υπερωριών)] και συνολικά το ποσό των 3.198,79 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει το ποσό των 2.922,20 ευρώ (2.021,79 ευρώ, επίδομα εορτών Χριστουγέννων και 900,41 ευρώ επίδομα άδειας) και του οφείλει το ποσό των 276,59 ευρώ β) το έτος 2010 ως επίδομα Πάσχα το ποσό των 790,07 (1.496,63 ευρώ (τακτικές αποδοχές) Χ 12,30/25 = 736,34 + 22,13 ευρώ (αναλογία υπερωριών) + 31,60 (αναλογία άδειας)]  αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 785,50 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 4,57 ευρώ.

Ο δεύτερος ενάγων: I) 1) Κατά το χρονικό διάστημα από την 1/1/2008 έως την 31/12/2008 έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 9 ετών έπρεπε να είχε καταταγεί στο 19ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, σύμφωνα με το οποίο δικαιούται μηνιαίες αποδοχές ποσού 2.186 ευρώ (ως βασικό μισθό το ποσό των 1.088,28 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 261,18 ευρώ (24% επί του βασικού μισθού), ως οικογενειακό επίδομα το ποσό των 110,34 ευρώ. ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 378,80 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 40,88 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 102,18 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθήκων το ποσό των 163,46 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 40,88 ευρώ). Σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναλυτικά έχουν εκτεθεί δικαιούται τον Ιανουάριο, οπότε δεν εργάστηκε 5 ημέρες και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 20%, το ποσό των 1.748,80 ευρώ, το Φεβρουάριο, οπότε δεν εργάστηκε 1 ημέρα και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4% και μισή ώρα λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 0,5/187,5 ή κατά 0,26% (7,5 ώρες ανά εβδομάδα Χ 25 ημέρες ανά μήνα = 187,5 ώρες ανά μήνα) το ποσό των 2.092,77 ευρώ, το Μάρτιο, οπότε δεν δικαιούτο επίδομα βάρδιας και δεν εργάστηκε δυο ημέρες  και 8 ώρες λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 12,16% το ποσό των 1.882 ευρώ, τον Απρίλιο, οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας εργάστηκε 6 ώρες λόγω στάσης εργασίας και μειώνονται οι αποδοχες του κατά 3,12% το ποσό των 2.076,50 ευρώ, το Μάιο οπότε δεν δικαιούτο επίδομα βάρδιας και δεν εργάστηκε τρεις ημέρες και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 12% το ποσό των 1.887,72 ευρώ, τον Ιούνιο, οπότε δεν δικαιούτο επίδομα βάρδιας και δεν εργάστηκε 3,5 ώρες λόγω στάσης εργασίας και μειώνονται οι αποδοχές κατά 1,82% το ποσό των 2.105,10 ευρώ, τον Ιούλιο, οπότε δεν δικαιούτο επίδομα βάρδιας και δεν εργάστηκε τρεις ημέρες και 1,5 ώρες λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 12,78% το ποσό των 1.956,38 ευρώ, τον Αύγουστο το ποσό των 2.186,02 ευρώ, το Σεπτέμβριο το ποσό των 2.186,02 ευρώ, τον Οκτώβριο οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας εργάστηκε 1 ημέρες λόγο απεργίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4% το ποσό των 2096,13 ευρώ, το Νοέμβριο, οπότε δεν εργάστηκε 1 ημέρα και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4% το ποσό των 2.135,37 ευρώ και το Δεκέμβριο το ποσό των οπότε δεν εργάστηκε 1 ημέρες και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4% 2.135,37ευρώ. Συνολικά δικαιούται το ποσό των 24.488,18 ευρώ αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 23.909,78 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 578,40 ευρώ. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από την 1/1/2009 έως την 30/4/2009 έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 9 ετών έπρεπε να είχε καταταγεί στο 19ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, σύμφωνα με το οποίο δικαιούται μηνιαίες αποδοχές ποσού 2.355 ευρώ (ως βασικό μισθό το ποσό των 1.131,81 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 271,63 ευρώ (24% επί του βασικού μισθού), ως οικογενειακό επίδομα 154,63 ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 435,62 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 42,52 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 106,27 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθήκων το ποσό των 170 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 42,52 ευρώ) και κατά το χρονικό διάστημα από την 1/5/2009 έως την 31/12/2009 έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 11 ετών έπρεπε να είχε καταταγεί στο 18ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, σύμφωνα με το οποίο δικαιούται μηνιαίες αποδοχές ποσού 2.420,48 ευρώ (ως βασικό μισθό το ποσό των 1.147,59 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 321,33 ευρώ (28% επί του βασικού μισθού), ως οικογενειακό επίδομα 154,63 ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 435,62 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 42,52 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 106,27 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθήκων το ποσό των 170 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 42,52 ευρώ). Σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναλυτικά έχουν εκτεθεί δικαιούται τον Ιανουάριο το ποσό των 2.355 ευρώ, το Φεβρουάριο, οπότε δεν εργάστηκε 10,5 ώρες λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά ποσοστό 5,56%, το ποσό των 2.223,13 ευρώ, το Μάρτιο το ποσό των 2.355 ευρώ, τον Απρίλιο, οπότε δεν εργάστηκε μια ημέρα και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4% το ποσό των 2.260,80 ευρώ, το Μάιο το ποσό των 2.420,48 ευρώ, τον Ιούνιο το ποσό των 2.420,48 ευρώ τον Ιούλιο, οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας, το ποσό των 2.377,96 ευρώ, τον Αύγουστο το ποσό των 2.420,48 ευρώ, το Σεπτέμβριο το ποσό των 2.420,48 ευρώ, τον Οκτώβριο, οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας και δεν εργάστηκε 12 ημέρες λόγω απεργίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 48%, το ποσό των 1.236,54 ευρώ, το Νοέμβριο, οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας και δεν εργάστηκε 6 ημέρες λόγω απεργίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 24%, το ποσό των 1.807,26 ευρώ και το Δεκέμβριο, οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας και δεν εργάστηκε 3 ημέρες και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 12%, το ποσό των 2.130,03 ευρώ. Συνολικά δικαιούται το ποσό των 26.427,64 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 25.838,39 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 589,25 ευρώ. 3) Κατά το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 έως την 31/12/2010 έχοντας συμπληρώσει προϋπηρεσία 11 ετών έπρεπε να είχε καταταγεί στο 18ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, οπότε, σύμφωνα με όσα ανωτέρω έχουν εκτεθεί οι αποδοχές του μειώθηκαν από την 1/1/2020 κατά 7%, εκτός από το χρονοεπίδομα, το επίδομα χειρισμού και το επίδομα ειδικών συνθηκών, τα οποία παρέμειναν όπως διαμορφώθηκαν την 31/12/2009 και επομένως ως μηνιαίες αποδοχές του δικαιούταν το ποσό των 2.303,70 ευρώ (ως βασικό μισθό το ποσό των 1.067,26 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 321,33 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα 154,63 ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 405,13 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 39,54 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 106,27 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθήκων το ποσό των 170 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 39,54 ευρώ) και από 1/6/2010 επιπλέον κατά ποσοστό 3% εκτός των ανωτέρω επιδομάτων και δικαιούται μηνιαίες αποδοχές ποσού 2.257,14 ευρώ (ως βασικό μισθό το ποσό των 1.035,24 ευρώ, ως χρονοεπίδομα το ποσό των 321,32 ευρώ, ως οικογενειακό επίδομα 154,63 ως επίδομα επαγγελματικής κατάρτισης το ποσό των 392,98 ευρώ, ως επίδομα πληροφορικής το ποσό των 38,35 ευρώ, ως επίδομα χειρισμού βαρέων μηχανημάτων το ποσό των 106,27 ευρώ, ως επίδομα ειδικών συνθήκων το ποσό των 170 ευρώ και ως επίδομα βάρδιας το ποσό των 38,35 ευρώ). Σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναλυτικά έχουν εκτεθεί δικαιούται τον Ιανουάριο το ποσό των 2.303,70 ευρώ, το Φεβρουάριο, οπότε δεν εργάστηκε μια ημέρα και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4% το ποσό των 2.211,55 ευρώ, το Μάρτιο οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας και δεν εργάστηκε μια ημέρα και 2,5 ώρες λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 5,32%, το ποσό των 2.143,39 ευρώ, τον Απρίλιο, οπότε δεν εργάστηκε 4 ημέρες και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 16%, το ποσό των 1.935,11 ευρώ, το Μάιο, οπότε δεν εργάστηκε δυο ημέρες και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 8%, το ποσό των 2.119,41 ευρώ, τον Ιούνιο, οπότε δεν εργάστηκε μια ημέρα και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4%, το ποσό των 2.166,86 ευρώ, τον Ιούλιο, οπότε δεν δικαιούται επίδομα βάρδιας και δεν εργάστηκε μια ημέρα και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 4%, το ποσό των 2.130,04 ευρώ, τον Αύγουστο οπότε δεν δικαιούτο επίδομα βάρδιας το ποσό των 2.218,79 ευρώ, το Σεπτέμβριο, οπότε δεν εργάστηκε 3 ώρες λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 1,59% το ποσό των 2.221,04 ευρώ, τον Οκτώβριο το ποσό των 2.257,14 ευρώ, το Νοέμβριο, οπότε δεν εργάστηκε 0,5 ώρα λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 0,26%, το ποσό των 2.251,13 ευρώ και το Δεκέμβριο, οπότε δεν εργάστηκε 1 ημέρα και 3 ώρες λόγω στάσης εργασίας και οι αποδοχές του μειώθηκαν κατά 5,59%, το ποσό των 2.130,74 ευρώ. Συνολικά δικαιούτο το ποσό των 26.088,90 ευρώ αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 25.743,68 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 345,22 ευρώ. ΙΙ) α) Για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2009 μέχρι την 30/4/2009, οπότε το ωρομίσθιό του ήταν 8,98 ευρώ και το χρονικό διάστημα από την 1/5/2009 μέχρι την 31/12/2009, οπότε το ωρομίσθιό του ήταν 9,40 ευρώ πραγματοποίησε 15 ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές (το Αύγουστο) επιπλέον του ωραρίου των 7,5 ωρών, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των 211,50 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 199,80 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 11,70 ευρώ. β) Για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 μέχρι την 31/12/2010, οπότε το ωρομίσθιό του έως και τον Μάιο ήταν 8,89 ευρώ και από τον Ιούνιο 8,68 ευρώ, πραγματοποίησε συνολικά 33 ώρες υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές (τον Μάρτιο 8 ώρες, τον Μάϊο 8 ώρες, τον Οκτώβριο 8 ώρες και το Δεκέμβριο 9 ώρες]) επιπλέον του ωραρίου των 7,5 ωρών, για τις οποίες δικαιούται τον Μάρτιο το ποσό των 106,68 ευρώ, το Μάιο το ποσό των 106,68 ευρώ, τον Οκτώβριο το ποσό των 104,16 ευρώ και τον Δεκέμβριο το ποσό των 117,18 ευρώ και συνολικά το ποσό των 434,70 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 422,22 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 12,48 ευρώ. III) 1) Για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2008 μέχρι 31/12/2008, οπότε το ωρομίσθιό του ήταν 8,64 ευρώ πραγματοποίησε συνολικά 39 ώρες νυχτερινής εργασίας («νυχτερινά προς συμπλήρωση») (τον Νοέμβριο) για τις οποίες δικαιούται, σύμφωνα με το άρθρο 12 της από 17/4/2000 ΣΣΕ, την προσαύξηση 25% επί του  βασικού ωρομισθίου, δηλαδή το ποσό των 84,24 ευρώ αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 77,52 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 6,72 ευρώ. 2) Για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2009 μέχρι 31/12/2009, οπότε το ωρομίσθιό του ήταν έως το Απρίλιο 8,98 ευρώ και από τον Μάιο ήταν 9,40 ευρώ πραγματοποίησε συνολικά α) 61 ώρες νυχτερινής εργασίας («νυχτερινά προς συμπλήρωση») (το Μάϊο 38 ώρες και τον Σεπτέμβριο 23 ώρες]) για τις οποίες δικαιούται, σύμφωνα με το άρθρο 12 της από 17/4/2000 ΣΣΕ, την προσαύξηση 25% επί του  βασικού ωρομισθίου, δηλαδή το Μάιο το ποσό των 89,30 ευρώ, το Σεπτέμβριο το ποσό των 54,05 ευρώ, β) 31 ώρες υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές («υπερωρίες νύχτας») (τον Σεπτέμβριο 8 ώρες, τον Οκτώβριο 15 ώρες και τον Δεκέμβριο 8 ώρες], για τις οποίες δικαιούται, σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 της ανωτέρω ΣΣΕ, το προσαυξημένο κατά 50% βασικό ωρομίσθιό του με την πρόσθετη προσαύξηση του 25% δηλαδή το Σεπτέμβριο το ποσό των 141 ευρώ, τον Οκτώβριο το ποσό των 264,38 ευρώ, και το Δεκέμβριο το ποσό των 141 ευρώ, γ) 24 ώρες εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («νυχτερινά προς συμπλήρωση» και «νυχτερινά εργασίας αργίας») (τον Μάϊο 8 ώρες, τον lούλιο 8 ώρες και το Δεκέμβριο 8 ώρες],) για τις οποίες δικαιούται σύμφωνα με το άρθρο 11 της ανωτέρω ΣΣΕ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο  4 της από 14/7/2004 την προσαύξηση του 20% στο 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή το Μάιο το ποσό των 35,47 ευρώ, Ιούλιο το ποσό των 33,82 ευρώ, το Δεκέμβριο το ποσό των 34,43 ευρώ. Συνολικά δικαιούται το ποσό των 793,45 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 750,93 ευρώ [134,57 ευρώ για «νυχτερινά προς συμπλήρωση», 516,15 ευρώ για «υπερωρίες νύχτας», 100,21 ευρώ για «νυχτερινά εργασίας αργία»]  και του οφείλει το ποσό των 42,52 ευρώ. 3) Για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 μέχρι 31/12/2010, οπότε το ωρομίσθιό του έως και τον Μάιο ήταν 8,89 ευρώ και από τον Ιούνιο 8,68 ευρώ πραγματοποίησε συνολικά α) 69 ώρες νυχτερινής εργασίας («νυχτερινά προς συμπλήρωση») ([τον lούνιο 15 ώρες, τον lούλιο 15 ώρες, το Νοέμβριο 15 ώρες και τον Δεκέμβριο 24 ώρες) για τις οποίες δικαιούται, σύμφωνα με το άρθρο 12 της από 17/4/2000 ΣΣΕ, την προσαύξηση 25% επί του  βασικού ωρομισθίου, δηλαδή τον Ιούνιο το ποσό των 32,55 ευρώ, τον Ιούλιο το ποσό των 32,55 ευρώ, το Νοέμβριο το ποσό των 32,55 ευρώ και το Δεκέμβριο το ποσό των 52,08 ευρώ, β) 16 ώρες υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές («υπερωρίες νύχτας») ([τον Μάρτιο 8 ώρες και τον Δεκέμβριο 8 ώρες]), για τις οποίες δικαιούται, σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 της ανωτέρω ΣΣΕ, το προσαυξημένο κατά 50% βασικό ωρομίσθιό του με την πρόσθετη προσαύξηση του 25% δηλαδή το Μάρτιο το ποσό των 133,35 ευρώ και το Δεκέμβριο το ποσό των 130,20 ευρώ, γ) 54 ώρες εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες («νυχτερινά προς συμπλήρωση» και «νυχτερινά εργασίας αργίας») (τον Φεβρουάριο 8 ώρες, τον Απρίλιο 15 ώρες, τον Μάϊο 8 ώρες, τον lούλιο 15 ώρες και τον Οκτώβριο 8  ώρες]), για τις οποίες δικαιούται σύμφωνα με το άρθρο 11 της ανωτέρω ΣΣΕ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο  4 της από 14/7/2004 την προσαύξηση του 20% στο 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, δηλαδή τον το Φεβρουάριο το ποσό των 32,77 ευρώ, το Απρίλιο το ποσό των 61,44 ευρώ, το Μάιο το ποσό των 32,77 ευρώ, τον Ιούλιο το ποσό των 60,03 ευρώ και τον Οκτώβριο το ποσό των 32,10 ευρώ. Συνολικά δικαιούται το ποσό των 632,39 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 613,59 ευρώ [139,40 ευρώ για «νυχτερινά προς συμπλήρωση», 256,20 ευρώ για «υπερωρίες νύχτας» και 217,99 ευρώ για «νυχτερινά εργασίας αργίας] και του οφείλει το ποσό των 18,80 ευρώ. IV) 1) Για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2009 μέχρι την 31/12/2009 εργάστηκε 16 Σάββατα (1 τον Απρίλιο, 4 τον Μάϊο, 2 τον Ιούνιο, 1 τον Ιούλιο, 1 τον Αύγουστο, 2 τον Σεπτέμβριο, 2 τον Οκτώβριο, 2 το Νοέμβριο και 1 το Δεκέμβριο) επί 7,5 ώρες κάθε φορά, για τα οποία δικαιούται τον Απρίλιο το ποσό των 157 ευρώ, τον Μάϊο το ποσό των 665,08 ευρώ, τον Ιούνιο το ποσό των 322,74 ευρώ, τον Ιούλιο το ποσό των 158,53 ευρώ, τον Αύγουστο το ποσό των 161,37 ευρώ, το Σεπτέμβριο το ποσό των 329,94 ευρώ, τον Οκτώβριο το ποσό των 317,06 ευρώ, το Νοέμβριο το ποσό των 317,06 ευρώ και το Δεκέμβριο το ποσό των 161,37 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.590,15 ευρώ αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 2.502,57 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 87,58 ευρώ. 2) Για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 μέχρι την 31/12/2010 εργάστηκε 24 Σάββατα (2 τον Ιανουάριο, 3 τον Φεβρουάριο, 3 τον Μάρτιο, 1 τον Απρίλιο, 4 το Μάιο, 1 τον Ιούνιο, 4 τον Ιούλιο, 1 τον Αύγουστο, 4 τον Οκτώβριο και 1 το Δεκέμβριο) επί 7,5 ώρες κάθε φορά, για τα οποία δικαιούται τον Ιανουάριο το ποσό των 307,16 ευρώ, τον Φεβρουάριο το ποσό των 460,74 ευρώ, τον Μάρτιο το ποσό των 452,82 ευρώ, τον Απρίλιο το ποσό των 153,58 ευρώ, τον Μάιο το ποσό των 614,32 ευρώ, τον Ιούνιο το ποσό των 152,65 ευρώ, τον Ιούλιο το ποσό των 600,36 ευρώ, τον Αύγουστο το ποσό των 147,92 ευρώ, τον Οκτώβριο το ποσό των 601,92 ευρώ και το Δεκέμβριο το ποσό των 153,80 ευρώ και συνολικά το ποσό των 3.645,27 ευρώ, η δε εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 3.620,40 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 24,87 ευρώ. V) 1) Για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2009 μέχρι την 31/12/2009 εργάστηκε 10 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά [2 τον Μάϊο, 2 τον Ιούνιο, 1 τον Αύγουστο, 1 τον Οκτώβριο, 2 το Νοέμβριο και 2 το Δεκέμβριο] για τις οποίες δικαιούται το Μάϊο το ποσό των 332,54 ευρώ, τον Ιούνιο το ποσό των 322,74 ευρώ, τον Αύγουστο το ποσό των 161,37 ευρώ, τον Οκτώβριο το ποσό των 158,53 ευρώ, το Νοέμβριο το ποσό των 317,06 ευρώ και το Δεκέμβριο το ποσό των 322,74 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.614,98 ευρώ, αντί του οποίου η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 1.560,53 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 54,45 ευρώ. 2) Για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 μέχρι την 31/12/2010 εργάστηκε 16 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά ([3 ημέρες τον Ιανουάριο, 2 ημέρες τον Φεβρουάριο, 2 ημέρες τον Μάρτιο, 2 ημέρες τον Απρίλιο, 2 ημέρες τον Μάιο, 1 ημέρα τον Ιούνιο, 1 ημέρα τον Οκτώβριο και 3 ημέρες το Δεκέμβριο], για τις οποίες δικαιούται τον Ιανουάριο το ποσό των 460,74 ευρώ, τον Φεβρουάριο το ποσό των 307,16 ευρώ, το Μάρτιο το ποσό των 301,88 ευρώ, τον Απρίλιο το ποσό των 307,16 ευρώ, τον Μάιο το ποσό των 307,16 ευρώ, τον Ιούνιο το ποσό των 152,65 ευρώ, τον Οκτώβριο το ποσό των 150,48 ευρώ και το Δεκέμβριο το ποσό των 461,40 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.448,63 ευρώ η δε εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 2.449,12 ευρώ. VI) Σύμφωνα με το άρθρο 8 της Ειδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού της ΟΛΠ Α.Ε. και την εργατική νομοθεσία και σύμφωνα με όσα αναλυτικά έχουν εκτεθεί για τον πρώτο ενάγοντα ο δεύτερος ενάγων 1) για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2008 μέχρι την 31/12/2008 δικαιούται για επίδομα Πάσχα (ημέρες εργασίας 12) το ποσό των 1.105,38 ευρώ [986,76 (2.055,75 ευρώ τακτικές αποδοχές Χ 12/25) + 74,41 (αναλογία υπερωριών) + 44,21 (αναλογία επιδόματος άδειας)], για επίδομα Χριστουγέννων (ημέρες εργασίας 24) το ποσό των 2.271,09 ευρώ [2170,98 (2261,44 ευρώ τακτικές αποδοχές Χ 24/25) + 9,27 (αναλογία υπερωριών) + 90,84 (αναλογία επιδόματος άδειας)], αντί των οποίων η εναγόμενη του κατέβαλε για επίδομα Πάσχα το ποσό των 1.003,71 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 101,67 ευρώ και για επίδομα Χριστουγέννων το ποσό των 2.051,51 ευρώ και του οφείλει το ποσό των 219,58 ευρώ, 2) για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2009 μέχρι την 31/12/2009 δικαιούται για επίδομα Πάσχα (ημέρες εργασίας 12) το ποσό των 1.216,76 ευρώ [1.168,09 (2.433,52 ευρώ τακτικές αποδοχές Χ 12/25) + 48,67 (αναλογία επιδόματος άδειας)], για επίδομα Χριστουγέννων (ημέρες εργασίας 23) το ποσό των 2.404,48 ευρώ [2.217,14 ευρώ (2.409,93 ευρώ τακτικές αποδοχές Χ 23/25) + 91,14 ευρώ αναλογία υπερωριών + 96,18 ευρώ (αναλογία επιδόματος άδειας)] και για επίδομα άδειας (ημέρες εργασίας 13) το ποσό των 1.217,47 ευρώ [1.210,26 ευρώ (2.327,42 ευρώ τακτικές αποδοχές Χ 13/25) + 7,21 ευρώ (αναλογία υπερωριών)], αντί των οποίων η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 1.037,68 ευρώ για επίδομα Πάσχα και του οφείλει το ποσό των 179,08 ευρώ, το ποσό των 2.286,83 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων και του οφείλει το ποσό των 117,65 ευρώ και το ποσό των 1.040,25 ευρώ για επίδομα άδειας και του οφείλει το ποσό των 177,22 ευρώ, 3) Για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 μέχρι την 31/12/2010 δικαιούται για επίδομα Πάσχα (ημέρες εργασίας 12) το ποσό των 796,26 ευρώ [753,48 ευρώ (1.569,75 ευρώ τακτικές αποδοχές Χ 12/25) + 10,93 ευρώ (αναλογία υπερωριών) + 31,85 ευρώ (αναλογία επιδόματος άδειας)], η δε εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 850,75 ευρώ.

Επομένως σύμφωνα με τα ανωτέρω ο πρώτος ενάγων δικαιούται για διαφορά τακτικών αποδοχών το ποσό των 645,01 ευρώ, για διαφορά αμοιβής απλών υπερωριών κατά τις καθημερινές, νυκτερινής εργασίας, εργασίας κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες το συνολικό ποσό των 225,73 ευρώ και για διαφορά επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και άδειας το ποσό των 281,16 ευρώ και ο δεύτερος ενάγων δικαιούται για διαφορά τακτικών αποδοχών το ποσό των 1.512,87 ευρώ, για διαφορά αμοιβής απλών υπερωριών κατά τις καθημερινές, νυκτερινής εργασίας, εργασίας κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες το συνολικό ποσό των 458,43 ευρώ και για διαφορά επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και άδειας το ποσό των 740,71 ευρώ. Λαμβανομένου όμως υπόψη ότι οι ενάγοντες έλαβαν μειωμένες αποδοχές για το έτος 2010, κατ’ εφαρμογή των προβλεπόμενων στο ν. 3883/2010 αναδρομικών μειώσεων, ανερχόμενων για τον πρώτο στο ποσό των 691,30 και του δεύτερου στο ποσό των 789,60 ευρώ, με συνέπεια να αυξάνονται αντίστοιχα και οι διαφορές μεταξύ των καταβαλλόμενων και των οφειλόμενων ποσών για το έτος αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη συγκεντρωτικές μισθολογικές καταστάσεις αναφέρονται «ποσό αναμονής» και «ποσό επιδότησης», τα οποία συνυπολογίζονται στην οφειλή της τελευταίας, συνάγεται ότι τελικά ο πρώτος ενάγων δικαιούται για διαφορά τακτικών αποδοχών (συμπεριλαμβανομένων των «νυκτερινών προς συμπλήρωση») το ποσό των 1.224,07 ευρώ, για διαφορά αμοιβής απλών υπερωριών κατά τις καθημερινές, νυκτερινής εργασίας, εργασίας κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες το συνολικό ποσό των 327,42 ευρώ και για διαφορά επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και άδειας το ποσό των 273,67 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.825,16 ευρώ και ο δεύτερος ενάγων δικαιούται για διαφορά τακτικών αποδοχών (συμπεριλαμβανομένων των «νυκτερινών προς συμπλήρωση») το ποσό των 2.617,92 ευρώ, για διαφορά αμοιβής απλών υπερωριών κατά τις καθημερινές, νυκτερινής εργασίας, εργασίας κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες το συνολικό ποσό των 455,20 ευρώ και για διαφορά επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και άδειας το ποσό των 316,08 ευρώ και συνολικά το ποσό των 3.389,20 ευρώ. Οι ενάγοντες με την αγωγή τους ισχυρίστηκαν ότι οι διαφορές στις αποδοχές τους, όπως προκύπτουν από τον υπολογισμό των αντίστοιχων κονδυλίων κατ’ εφαρμογή των άρθρων της Ειδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας του προσωπικού της εναγόμενης και με βάση τις πραγματικές συνθήκες απασχόλησής τους, είναι μεγαλύτερες από τις ανωτέρω, δεν κρίνεται βάσιμος, διότι οι ενάγοντες δεν έχουν λάβει υπόψη τους τις μειώσεις των αποδοχών τους που  επέφεραν οι ν. 3833/2010, 3845/2010, 4024/2011 (εφαρμοστικοί Μνημονίων), το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους νόμους αυτούς, ο υπολογισμός του χρονοεπιδόματος επί του βασικού μισθού υπολογίστηκε από το έτος 2010 στο ύψος που είχε διαμορφωθεί κατά την 31/12/2009, το πάγωμα των μισθολογικών κλιμακίων και χρονοεπιδομάτων, τις μειώσεις των τακτικών αποδοχών και επιδομάτων ανάλογα με τις ημέρες απουσίας τους από την εργασία, που κατά συνέπεια επηρεάζουν το ωρομίσθιό τους βάσει του οποίου γίνονται οι υπολογισμοί των αγωγικών κονδυλίων, ότι στην αγωγή τα νυχτερινά προς συμπλήρωση τις Κυριακές και Αργίες υπολογίζονται με προσαύξηση 25% ενώ η ορθή προσαύξηση είναι 20% σύμφωνα με τα ανωτέρω και ο υπολογισμός των δώρων σύμφωνα με τις ισχύουσες ΣΣΕ ΟΛΠ και την αντίστοιχη νομοθεσία όπως αναφέρεται παραπάνω. Επίσης ο ενάγων ζητεί μεν με την αγωγή του αποδοχές από την 1/1/2009, δεν αμφισβητεί όμως ρητά ούτε με τις πρωτόδικες προτάσεις του ούτε με ειδικό λόγο έφεσης το γεγονός ότι δικαιούται τις νόμιμες αποδοχές του με βάση τις οικίες ΣΣΕ των υπαλλήλων της εναγόμενης από την 1/7/2009, οπότε εντάχθηκε στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο, όπως άλλωστε αυτό προκύπτει και από τα εκκαθαριστικά σημειώματα της μισθοδοσίας  του του έτους 2009 που ο ίδιος προσκομίζει και επικαλείται. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έστω με ελλιπή αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), αφού σύγκρινε τις αποδοχές που οι ενάγοντες δικαιούνται βάσει των ως άνω νομοθετικών διατάξεων και των ποσών που έλαβαν σύμφωνα με τα εκκαθαριστικά σημειώματά τους που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν, έκρινε ότι η εναγόμενη τους οφείλει τα ποσά αυτά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της έφεσης με τον οποίο οι ενάγοντες παραπονούνται για εσφαλμένο υπολογισμό των οφειλόμενων ποσών είναι αβάσιμοι.

Περαιτέρω με τον τέταρτο λόγο της έφεσης οι ενάγοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε μείωση των αποδοχών τους, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των εφαρμοστικών των μνημονίων νόμων, διότι στην περίπτωση τους δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πιο πάνω νόμοι, καθώς η εναγόμενη, η οποία είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, δεν εμπίπτει στα νομικά πρόσωπα, οι αποδοχές των εργαζόμενων των οποίων πρέπει να μειωθούν για τη επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Ο ισχυρισμός που περιέχεται στο λόγο αυτό τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμος διότι: Το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης», όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 90 του ν. 3842/2010, και η παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», οι οποίες θεσπίστηκαν για την προστασία και την προαγωγή του γενικότερου δημόσιου συμφέροντος ενόψει της δημοσιονομικής κρίσης που αντιμετώπισε η χώρα, συμπεριλαμβάνονται στις διατάξεις, που ψηφίστηκαν και αφορούν την περικοπή των μισθολογικών δαπανών για όλους τους απασχολούμενους στο Δημόσιο, στα ΝΠΔΔ και στους ΟΤΑ, με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και για το προσωπικό των ΝΠΙΔ, που είτε ανήκουν στο Κράτος, είτε επιχορηγούνται τακτικά από τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005, με οποιαδήποτε σχέση και αν απασχολούνται και με οποιονδήποτε τρόπο και αν αμείβονται οι εργαζόμενοι αυτοί. Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του ν. 3833/2010 και το τρίτο άρθρο του ν. 3845/2010 προβλέφθηκε η μείωση των αποδοχών των υπηρετούντων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών του ν. 3429/2005, τόσο του Κεφαλαίου Α΄ όσο και του Κεφαλαίου Β΄, εφόσον στην τελευταία περίπτωση η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο δεν υπολείπεται του 50%, ανεξαρτήτως τυχόν αντίθετης συμφωνίας. Από το γράμμα και το πνεύμα των εν λόγω νομοθετημάτων συνάγεται ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να περικοπούν, κατά τα οριζόμενα ποσοστά, οι αποδοχές όλων όσων αμείβονται από το δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προκειμένου να μειωθεί η μισθολογική δαπάνη του δημοσίου, προς αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, ανεξάρτητα από τη σχέση με την οποία οι απασχολούμενοι συνδέονται με αυτό (σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, αμειβόμενης εντολής κλπ.), ακόμη και αν υπάρχει οποιαδήποτε αντίθετη γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή συμφωνία. Η αληθής αυτή έννοια των ως άνω διατάξεων προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 6 του ν. 3867/2010, κατά το οποίο «δεν εξαιρούνται από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 του ν. 3833/2010 φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα που διέπονται από ειδικά καθεστώτα, όπως οι ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες έχουν ιδρυθεί βάσει των διατάξεων του άρθρου πρώτου του ν. 1955/1991», οι οποίες κατά την παρ. 2 του πρώτου άρθρου του εν λόγω νόμου λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, δεν υπάγονται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και δεν εφαρμόζονται σε αυτές οι διατάξεις, που διέπουν εταιρείες που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν στο Δημόσιο (ΑΠ 1147/2015 ΝΟΜΟΣ). Η εναγόμενη εμπίπτει στο Κεφάλαιο Β΄ του ν. 3429/2005, καθώς είναι εισηγμένη ανώνυμη εταιρεία, στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας το Δημόσιο, κατά τον κρίσιμο χρόνο της ενάρξεως ισχύος του ν. 3833/2010 (15/3/2010), συμμετείχε με ποσοστό 74,5%, και, επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 8 του Ν. 3833/2010, εφαρμόζονται σε αυτήν οι ρυθμίσεις των παραγράφων 5, 6 και 7 του ν. 3833/2010. Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε το νόμο και ο τέταρτος λόγος της έφεσης είναι ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους λόγο του δυσερμήνευτου των ανωτέρω διατάξεων (άρθρο 179, 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1349/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την   12η     Φεβρουαρίου 2020.

         Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και τούτου μετατεθέντος

ο Προϊστάμενος του Εφετείου