Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 128/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:    128/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ελένη Κούφη, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 2025/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα την 15/6/2018 (όπως ο ίδιος αναφέρει στην έφεσή του και ο εφεσίβλητος δεν αμφισβητεί), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 16/7/2018, καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (e-Παράβολο) με κωδικό ………. ποσού 150 ευρώ (που καταβλήθηκε στην ALPHA BANK με κωδικό συναλλαγής ……….), τo οποίο επισυνάπτεται στην από 16/7/2018 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 873 του ΑΚ η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας ότι έγινε με τέτοιο σκοπό. Η δημιουργική ενέργεια της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης, ανεξάρτητης από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξίωσης), όπου το θεμελιωτικό της αξίωσης πραγματικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση παροχής. Από την ανωτέρω διάταξη σαφώς συνάγεται ότι η αναφερόμενη σε αυτή αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους γεννιέται στην περίπτωση που τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, πράγμα που θέλει εξακριβωθεί από αυτή την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις, γι` αυτό δε και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας. Αν δηλαδή, στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν ν’ αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του. Διότι η διάταξη του εδ. β΄ του άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας) (ΟλΑΠ 2088/1986 ΕΕμπΔ 1988, 70, ΑΠ 114/2013 ΕΕμπΔ 2013, 834, ΑΠ 748/2011 ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο της αγωγής από σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους, ο ενάγων δανειστής οφείλει να επικαλεσθεί την κατάρτιση έγγραφης σύμβασης με περιεχόμενο την αναγνώριση ή υπόσχεση χρέους, από το οποίο (περιεχόμενο) να προκύπτει ότι τα μέρη ήθελαν να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία. Η ανωτέρω σύμβαση (αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους) διαφέρει από τη σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, η οποία δεν προβλέπεται ρητά από τον ΑΚ, ισχύει όμως διεπόμενη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικά για τους συμβαλλόμενους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή (αιτιώδης αναγνώριση χρέους) καταρτίζεται, σε αντίθεση με την αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, κατ` αρχήν άτυπα και ιδρύει νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μιας υπάρχουσας έννομης σχέσης που διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα). Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνώρισης υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνώρισης όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο. Για της πληρότητα της αγωγής από αιτιώδη αναγνώριση χρέους, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωριζόμενο χρέος, αρκεί παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής, ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία γι’ αυτήν (ΑΠ 387/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 294/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1086/2017 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, στην από 25/11/2016 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι είναι ο μοναδικός εκ διαθήκης κληρονόμος του αποβιώσαντος την 12/1/2013 ετεροθαλούς αδελφού του, …………….., ότι ο τελευταίος διατηρούσε μεταφορική εταιρία η οποία ήταν κερδοφόρα, ότι ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, ο οποίος συνδεόταν με μακροχρόνια φιλία με τον αδελφό του, έλαβε από αυτόν τμηματικά από τα τέλη του έτους 2007 άτοκο δάνειο, συνολικού ποσού 870.000 ευρώ, ότι μεταξύ του αδελφού του και του εναγόμενου καταρτίστηκαν την 8/7/2009 δυο ιδιωτικά συμφωνητικά, με το πρώτο εκ των οποίων ο εναγόμενος αναγνώρισε την οφειλή του για το ποσό των 570.000 ευρώ, για την εξόφληση του οποίου αποδέχθηκε 19 συναλλαγματικές εκδόσεως του αδελφού του, ποσού 30.000 ευρώ η κάθε μία, λήξεως της πρώτης την 30/7/2011 και της τελευταίας την 30/1/2011 και με το δεύτερο ο εναγόμενος αναγνώρισε την οφειλή του για το ποσό των 300.000 ευρώ, για την εξόφληση του οποίου αποδέχθηκε 10 συναλλαγματικές, εκδόσεως του αδελφού του, ποσού 30.000 ευρώ η κάθε μια, λήξεως της πρώτης την 28/2/2011 και της τελευταίας την 30/11/2011, ενώ με το ίδιο συμφωνητικό ο εναγόμενος χορήγησε στον τον αδελφό του το δικαίωμα να εγγράψει προσημείωση υποθήκης επί του περιγραφόμενου εκεί ακινήτου του, ότι στα πιο πάνω συμφωνητικά συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση μη πληρωμής μιας δόσης ο αδελφός του θα είχε το δικαίωμα αναζήτησης του οφειλόμενου ποσού με βάση την αναγνώριση χρέους με κάθε νόμιμο μέσο, ότι την ίδια ημέρα συντάχθηκε μεταξύ του αδελφού του και της εταιρίας με την επωνυμία «………………», νομίμως εκπροσωπούμενης από τον εναγόμενο, τρίτο ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο η ως άνω εταιρία εγγυόταν εγγράφως προς το τον αδελφό του την αποπληρωμή του ποσού των 230.000 ευρώ, παραχωρώντας του το δικαίωμα να εγγράψει προσημείωση υποθήκης επί του περιγραφόμενου εκεί ακινήτου της, ότι την 2/8/2010 συντάχθηκε μεταξύ του αδελφού και του εναγόμενου νέο ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο συμφωνήθηκε η αντικατάσταση δώδεκα από τις πιο πάνω συναλλαγματικές, λήξεως από την 31/7/2009 έως την 30/6/2010, με ισάριθμες και ισόποσες συναλλαγματικές εκδόσεως του αδελφού του και αποδοχής του εναγόμενου με απώτερες ημερομηνίες λήξεως, κατά τα εκτεθέντα στην αγωγή, ότι από το συνολικό ποσό του δανείου ο εναγόμενος με τους αναφερόμενους στην αγωγή τρόπους κατέβαλε τμηματικά στον αδελφό του το συνολικό ποσό των 210.000 ευρώ, εναπομένοντος οφειλόμενου του ποσού των 660.000 ευρώ, για την εξόφληση του οποίου ο εναγόμενος αποδέχθηκε 25 νέες συναλλαγματικές εκδόσεως και σε διαταγή του αδελφού του, λήξεως της πρώτης την 31/1/2013 και της τελευταίας την 28/2/2015, κατά τα εκτεθέντα στην αγωγή και ότι ο εναγόμενος δεν έχει καταβάλει ποσό καμίας από τις τελευταίες συναλλαγματικές. Ζητούσε δε, όπως παραδεκτά με τις πρωτόδικες προτάσεις του περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του σε εν μέρει αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σ΄ αυτόν, με την ιδιότητα του μοναδικού κληρονόμου του δανειστή του εναγομένου, το ποσό των 120.000 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή του να του καταβάλει το ποσό των 540.000 ευρώ και τα δυο ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών, με την υπό κρίση έφεση του, για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του, ώστε να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη εκτέθηκαν, η αγωγή στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 873 του ΑΚ, αφού αναφέρονται σε αυτή όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για τη γέννηση αξίωσης του ……………. κατά του εναγομένου από την αφηρημένη αναγνώριση χρέους και συγκεκριμένα η έγγραφη συμφωνία μεταξύ των ανωτέρω, με την οποία αναγνωρίζεται από τον εναγόμενο σαφώς και κατηγορηματικώς η ύπαρξη οφειλής σε βάρος του και ρυθμίζεται ο τρόπος καταβολής της αναγνωρισθείσας αξίωσης (χρόνος και επιμέρους ποσά), καθώς και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτή καθίσταται απαιτητή και δίνεται η δυνατότητα στον . ….. για την ικανοποίηση της αξίωσής του που πηγάζει από την αναγνώριση χρέους, δηλαδή εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που πληρούν την νομική έννοια της αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, αφού, από τα εκτιθέμενα, συνάγεται, ότι τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν νέα αυτοτελή ενοχή, ανεξάρτητη από την αιτία και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την είσπραξη του χρέους. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι η νομιμότητα της αγωγής στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 873 επ. του ΑΚ και όχι σε αυτές του δανείου (άρθρα 806 επ. του ΑΚ) και πολύ περισσότερο του άρθρου 361 του ΑΚ, καθώς η αναφορά από αυτό στην αιτιώδη σύμβαση χρέους είναι πλεοναστική και δεν συνδέεται με την ελάσσονα πρόταση της. Συνεπώς ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος της έφεσης, νοούμενοι ως ένας ενιαίος λόγος, με τους οποίους ο εκκαλών – εναγόμενος παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 873 επ. του ΑΚ, ενώ έπρεπε να κρίνει ότι η αγωγή ως νομική βάση έχει τις διατάξεις του δανείου, διότι με τα πιο πάνω αναφερόμενα στην αγωγή ιδιωτικά συμφωνητικά τα συμβαλλόμενα μέρη απέβλεπαν στην απόκτηση αποδεικτικού μέσου για την προϋφιστάμενη ενοχή και όχι στη δημιουργία νέας και αυτοτελούς ενοχής σε σχέση με τη σύμβαση δανείου και ακολούθως να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι δεν εκτίθενται σε αυτή τα στοιχεία του ορισμένου της με βάση τις διατάξεις των άρθρων 806 επ. του ΑΚ, είναι αβάσιμοι.

Από την εκτίμηση των υπ΄ αριθμ. …/22.2.2017 και …/22.2.2017 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …… και ………. αντίστοιχα, που κατέθεσαν με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, για τις οποίες ο εναγόμενος κλήθηκε δυο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από αυτές, κατ΄ άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ΄ αριθμ. …./28.12.2016 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς . ..) και των υπ΄ αριθμ. ../8.3.2017 και ../8.3.2017 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……… και …….. αντίστοιχα, που κατέθεσαν με επιμέλεια του εναγομένου ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, για τις οποίες ο ενάγων κλήθηκε δυο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από αυτές, κατά άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ΄ αριθμ. …../3.3.2017 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………) και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με την υπ΄ αριθμ. …../20.9.2007 δημόσια διαθήκη του, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….. και δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με τα υπ΄ αριθμ. 602/5.4.2013 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ο ….. ……., κάτοικος εν ζωή Περάματος Πειραιά, ο οποίος απεβίωσε την 12/1/2013, εγκατέστησε τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, ετεροθαλή αδελφό του, μοναδικό κληρονόμο του σε ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, την οποία κληρονομία ο τελευταίος αποδέχθηκε με την υπ΄ αριθμ. …/3.6.2014 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ……… Ο ……….., ο οποίος εν ζωή ασκούσε το επάγγελμα του αυτοκινητιστή και λειτουργούσε μεταφορική εταιρία με φορτηγά και γερανοφόρα οχήματα, διατηρούσε από ετών στενή σχέση με τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα, ο οποίος ασκούσε το επάγγελμα του ασφαλιστή, τόσο φιλική και κοινωνική, όσο και επαγγελματική, αφού ο εναγόμενος ασφάλιζε τα αυτοκίνητα της επιχείρησης του ………., αλλά και τον ίδιο προσωπικά και τους υπαλλήλους της επιχείρησής του με ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής και ατυχήματος. Λόγω της μακροχρόνιας εμπιστοσύνης και επαφών των ανωτέρω, καθώς και της πολύ καλής οικονομικής κατάστασης του …………, εξαιτίας της κερδοφορίας της επιχείρησης του, ο εναγόμενος του ζήτησε και ο ……. αποδέχθηκε να του χορηγήσει άτοκο δάνειο, καταβάλλοντάς του από τα τέλη του έτους 2007 διάφορα ποσά. Το συνολικό ποσό του δανείου ανήλθε στο ποσό των 870.000 ευρώ. Για την αναγνώριση της οφειλής αυτής ο ……… και ο εναγόμενος συνέταξαν την 8/7/2009 δυο ιδιωτικά συμφωνητικά. Σύμφωνα με το πρώτο ο εναγόμενος αναγνώρισε ρητά και ανεπιφύλακτα οφειλή του προς τον ……….. ποσού 570.000 ευρώ, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να την εξοφλήσει σε 19 άτοκες δόσεις, ποσού 30.000 ευρώ η κάθε μία, της πρώτης πληρωτέας την 30/7/2009 και της τελευταίας την 31/1/2011. Σύμφωνα με το ίδιο συμφωνητικό για διευκόλυνση του εναγομένου και ως πρόσθετη εγγύηση του ………… ο οφειλέτης – εναγόμενος αποδέχθηκε την ίδια ημέρα δέκα εννέα (19) συναλλαγματικές εκδόσεως και σε διαταγή του ……….., ποσού 30.000 ευρώ η κάθε μια και λήξεως την 30/7/2009, την 30/8/2009, την 30/9/2009, την 30/10/2009, την 31/11/2009, την 30/12/2009, την 30/1/2010, την 30/2/2010, την 30/83/2010, την 30/4/2010, την 30/5/2010, την 30/6/2010, την 30/7/2010, την 30/8/2010, την 30/9/2010, την 30/10/2010, την 30/11/2010, την 30/12/2010 και την 30/1/2011 αντίστοιχα. Τις συναλλαγματικές αυτές ο ……….. μεταβίβασε δια οπισθογραφήσεως την 11/5/2009 στην τότε τράπεζα με την επωνυμία ………(ήδη ……….) προκειμένου η τελευταία να εισπράξει αυτές και να πιστώσει το λογαριασμό του που τηρούσε στην τράπεζα αυτή. Οι συναλλαγματικές αυτές, η οπισθογράφηση στο οπίσθιο μέρος των οποίων περιέχει τη μνεία «προς είσπραξιν» (άρθρο 18 του ν. 5325/1932) καταγράφηκαν σε πινάκιο και έλαβαν αριθμούς από … έως ……Σύμφωνα με το δεύτερο ιδιωτικό συμφωνητικό ο εναγόμενος αναγνώρισε ρητά και ανεπιφύλακτα οφειλή του προς τον ……….. ποσού 300.000 ευρώ, την οποία ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει σε 10 άτοκες δόσεις, της πρώτης πληρωτέας την 28/2/2011 και της τελευταίας την 31/11/2011. Επίσης για διευκόλυνση του εναγομένου και ως πρόσθετη εγγύηση του ……… ο εναγόμενος αποδέχθηκε την ημέρα εκείνη δέκα (10) ισόποσες συναλλαγματικές ποσού 30.000 ευρώ η κάθε μία, έκδοσης και σε διαταγή του ……….., λήξης την 28/2/2011, την 30/3/2011, την 30/4/2011, την 30/5/2011,την 30/6/2011, την 30/7/2011, την 30/8/2011, την 30/9/2011, την 30/10/2011 και την 30/11/2011 αντίστοιχα. Τις συναλλαγματικές αυτές ο …….. μεταβίβασε δια οπιθογραφήσεως την 30/7/2009 στην τότε τράπεζα με την επωνυμία «…………….» προκειμένου η τελευταία να εισπράξει αυτές και να πιστώσει το λογαριασμό του που τηρούσε στην τράπεζα αυτή. Οι συναλλαγματικές αυτές, στο οπίσθιο μέρος των οποίων η οπισθογράφηση περιέχει τη μνεία «προς είσπραξιν» (άρθρο 18 του ν. 5325/1932) καταγράφηκαν σε πινάκιο με αριθμό 35998 και έλαβαν αριθμούς από … έως …… Στο ίδιο ιδιωτικό συμφωνητικό ο εναγόμενος, ως πρόσθετη ασφάλεια του ………… για το πιο πάνω αναγνωρισθέν ποσό, παρείχε στον τελευταίο το δικαίωμα να εγγράψει προσημείωση υποθήκης σε τρία αγροτεμάχια κυριότητας του εναγομένου, ευρισκόμενα στη θέση «….» της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας … της νήσου Σαλαμίνας και ειδικότερα σε ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 335 τ.μ., σε ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 950,20 τ.μ. και σε ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 175 τ.μ. με λυόμενη οικία και επίσης σε ένα αγροτεμάχιο συγκυριότητας του εναγόμενου κατά ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου, συνολικής έκτασης 4.006 τ.μ., ευρισκόμενο στη θέση … της Κοινότητας … Αττικής. Την ίδια ημέρα (8/7/2009) καταρτίστηκε τρίτο συμφωνητικό μεταξύ του ……….. και του εναγομένου, με την ιδιότητα αυτού ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….», σύμφωνα με το οποίο η εν λόγω εταιρία αναγνώρισε ρητά οφειλή προς τον …………. ποσού 230.000 ευρώ (το οποίο αποτελούσε μέρος του πιο πάνω αναγνωρισθέντος ποσού) και ανέλαβε την υποχρέωση να την αποπληρώσει σε επτά (7) άτοκες δόσεις της πρώτης πληρωτέας την 28/2/2012 και της τελευταίας την 31/8/2012. Επίσης στο ίδιο συμφωνητικό αναφέρθηκε ότι για τη διευκόλυνση και ως πρόσθετη εγγύηση του συμφωνητικού αυτού ο εναγόμενος, με την πιο πάνω ιδιότητα του, αποδέχθηκε επτά συναλλαγματικές λήξεως την 28/2/2012, την 30/3/2012, την 30/4/2012, την 30/5/2012, την 30/6/2012, την 30/7/2012 και την 30/8/2012 αντίστοιχα, ποσού 30.000 ευρώ η κάθε μία των έξι πρώτων και 50.000 ευρώ η τελευταία. Τέλος, με το ίδιο συμφωνητικό και για την πρόσθετη ασφάλεια του ……….. για το αναγνωρισθέν ποσό, ο εναγόμενος, με την πιο πάνω ιδιότητά του, παρείχε στον αντισυμβαλλόμενό του το δικαίωμα να εγγράψει προσημείωση υποθήκης σε επαγγελματικό χώρο (χώρο γραφείων) ιδιοκτησίας της πιο πάνω εταιρείας, εμβαδού 107,59 τ.μ., ευρισκόμενο στο δεύτερο όροφο κτηρίου κειμένου στη …………… Σε όλα τα πιο πάνω ιδιωτικά συμφωνητικά ορίσθηκε ρητά ότι η έκδοση και η αποδοχή των συναλλαγματικών δεν έχει την έννοια της εξόφλησης και ότι μόνο η πλήρης και επακριβής τήρηση των συμφωνητικών θα επιφέρει την ικανοποίηση του δεύτερου συμβαλλομένου (…………), ο οποίος μόνο τότε θα παραιτηθεί όλων των δικαιωμάτων και αξιώσεών του από τις αναγνωρισθείσες απαιτήσεις του, ενώ σε περίπτωση μη πληρωμής έστω μιας δόσης, η συμφωνία αποπληρωμής των οφειλόμενων ποσών καθίσταται ανενεργής, οι υπόλοιπες δόσεις γίνονται ληξιπρόθεσμες και απαιτητές και ο ………. έχει το δικαίωμα να αναζητήσει το εναπομείναν ποσό μη πληρωθεισών δόσεων, που απορρέει από την αναγνώριση χρέους, με κάθε νόμιμο μέσο. Κατόπιν αυτών και σε εκτέλεση του με στοιχείο Γ’ όρου του δεύτερου των πιο πάνω συμφωνητικών, κατόπιν σχετικής αίτησης του ……., εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 30791Σ/28.7.2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτράπηκε στον …….. να γράψει προσημείωση υποθήκης για το ποσό των 300.000 ευρώ στα παραπάνω τέσσερα ακίνητα του εναγόμενου. Παρά ταύτα και παρά τις αγαστές σχέσεις των διαδίκων, οι οποίες δεν διαταράχθηκαν έως τον επισυμβάντα την 12/1/2013 θάνατο του ………………, ο εναγόμενος δεν ήταν συνεπής στην αποπληρωμή των δόσεων του πιο πάνω αναγνωρισθέντος ποσού των 570.000 ευρώ, με συνέπεια και προς περαιτέρω διευκόλυνση του, την 2/8/2010 να συνταχθεί μεταξύ του ……………… και του εναγομένου νέο ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο συμφωνήθηκε η αντικατάσταση δώδεκα συναλλαγματικών με ισόποσες νέες συναλλαγματικές απώτερου χρόνου λήξεως, ποσού 30.000 ευρώ η κάθε μία. Συγκεκριμένα η με αριθμό πινακίου … συναλλαγματική λήξης την 30/9/2009 αντικαταστάθηκε με συναλλαγματική λήξης την 30/12/2011, η με αριθμό πινακίου … συναλλαγματική λήξης την 31/7/2009 αντικαταστάθηκε με συναλλαγματική λήξης την 30/11/2011, η με αριθμό πινακίου … συναλλαγματική λήξης την 31/1/2010 αντικαταστάθηκε με συναλλαγματική λήξης την 30/10/2011, η με αριθμό πινακίου … συναλλαγματική λήξης την 31/12/2009 αντικαταστάθηκε με συναλλαγματική λήξης την 31/5/2011, η με αριθμό πινακίου … συναλλαγματική λήξης την 30/11/2009 αντικαταστάθηκε με συναλλαγματική την λήξης 30/1/2012, η με αριθμό πινακίου … συναλλαγματική λήξης την 30/10/2009 αντικαταστάθηκε με συναλλαγματική λήξης την 31/1/2011, η με αριθμό πινακίου …. συναλλαγματική λήξης την 30/6/2010 αντικαταστάθηκε με συναλλαγματική λήξης την 31/7/2011, η με αριθμό πινακίου …. συναλλαγματική λήξης την 31/5/2010 αντικαταστάθηκε με συναλλαγματική λήξης την 31/3/2011, η με αριθμό πινακίου …. συναλλαγματική λήξης την 30/4/2010 αντικαταστάθηκε με συναλλαγματική λήξης την 30/6/2011, η με αριθμό πινακίου …. συναλλαγματική λήξης την 31/3/2010 αντικαταστάθηκε με συναλλαγματική λήξης την 30/4/2011, η με αριθμό πινακίου …. συναλλαγματική λήξης την 28/2/2010 αντικαταστάθηκε με συναλλαγματική λήξης την 28/2/2011 και η με αριθμό πινακίου …. συναλλαγματική λήξης την 28/2/2010 αντικαταστάθηκε με συναλλαγματική λήξης την28/2/2012. Όπως ο ενάγων ομολογεί στην αγωγή του ο εναγόμενος από την πιο πάνω οφειλή του κατέβαλε τμηματικά έως τα τέλη του έτους 2012 το ποσό των 210.000 ευρώ με την πληρωμή δύο συναλλαγματικών λήξης την 30/9/2010 και την 31/10/2010 αντίστοιχα, συνολικού ποσού 60.000 ευρώ, με τις καταβολές εξ ιδίων χρημάτων (του εναγόμενου) ασφαλίστρων των ΔΧΦ αυτοκινήτων της επιχείρησης του ………………, όπως επίσης και του ιδίου του ……………… και των υπαλλήλων της επιχείρησης του (εφόσον τους παρείχε πλήρη ασφάλεια, συνταξιοδοτική και ιατροφαρμακευτική) κατά τα έτη 2009 έως και 2012, όπως επίσης και με καταβολές/εξοφλήσεις εξ ιδίων (εκ μέρους του εναγόμενου) καυσίμων για την κίνηση των οχημάτων της επιχείρησης του ……………… και με καταβολές σε μετρητά διάφορων ποσών. Κατόπιν των καταβολών αυτών η οφειλή του εναγομένου στα τέλη του έτους 2012 διαμορφώθηκε στο ποσό των εξακοσίων εξήντα χιλιάδων (660.000) ευρώ. Για την εξόφλησή του, κατόπιν προφορικής τους συμφωνίας, ο εναγόμενος αποδέχθηκε την 29/12/2012 νέες είκοσι πέντε (25) συναλλαγματικές, σε διαταγή του ………………, τις οποίες ο τελευταίος εξέδωσε την ίδια ημερομηνία και λήξης της πρώτης την 31/1/2013 και της τελευταίας την 28/2/2015 και συγκεκριμένα η πρώτη λήξης την 31/1/2013 ποσού 10.000 ευρώ, η δεύτερη λήξης την 28/2/2013 ποσού 20.000 ευρώ, η τρίτη λήξης την 30/3/2013 ποσού 20.000 ευρώ, η τέταρτη λήξης την 30/4/2013 ποσού 20.000 ευρώ, η πέμπτη λήξης την 30/5/2013 ποσού 20.000 ευρώ, η έκτη λήξης την 30/6/2013 ποσού 20.000 ευρώ, η έβδομη λήξης την 30/7/2013 ποσού 20.000 ευρώ, η όγδοη λήξης την 30/9/2013 ποσού 30.000 ευρώ, η ένατη λήξης την 30/10/2013 ποσού 30.000 ευρώ, η δέκατη λήξης την 30/11/2013 ποσού 30.000ευρώ, η ενδέκατη λήξης την 30/12/2013 ποσού 30.000 ευρώ, η δωδέκατη λήξης την 30/1/2014 ποσού 30.000 ευρώ, η δέκατη τρίτη λήξης την 28/2/2014 ποσού 30.000 ευρώ, η δέκατη τέταρτη λήξης την 30/3/2014 ποσού 30.000 ευρώ, η δέκατη πέμπτη λήξης την 30/4/2014 ποσού 30.000 ευρώ, η δέκατη έκτη λήξης την 30/5/2014 ποσού 30.000ευρώ, η δέκατη έβδομη λήξης την 30/6/2014 ποσού 30.000 ευρώ, η δέκατη όγδοη λήξης την 30/7/2014 ποσού 30.000 ευρώ, η δέκατη ένατη λήξης την 30/8/2014 ποσού 30.000 ευρώ, η εικοστή λήξης την 30/9/2014 ποσού 30.000 ευρώ, η εικοστή πρώτη λήξης την 30/10/2014 ποσού 30.000 ευρώ, η εικοστή δεύτερη λήξης την 30/11/2014 ποσού 30.000 ευρώ, η εικοστή τρίτη λήξης την 30/12/2014 ποσού 30.000 ευρώ, η εικοστή τέταρτη λήξης την 30/1/2015 ποσού 30.000 ευρώ και η εικοστή πέμπτη λήξης την 28/2/2015 ποσού 20.000 ευρώ. Παρά τα συμφωνηθέντα ο εναγόμενος δεν έχει καταβάλει στον ενάγοντα, ως καθολικό διάδοχο του δανειστή του, οποιοδήποτε ποσό και εξακολουθεί να του οφείλει το ποσό των 660.000 ευρώ.

Ο εναγόμενος αρνούμενος την οφειλή του ισχυρίζεται ότι το δάνειο που συμφώνησε και έλαβε από τον ……….. ήταν ποσού 230.000 ευρώ, εξοφλητέο σε τέσσερα έτη, ότι μόνο το ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε μεταξύ του ……………… και του ίδιου, ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρίας με την επωνυμία «. …..», είναι πραγματικό, ενώ όλα τα άλλα ιδιωτικά συμφωνητικά είναι εικονικά και δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα και ότι το πιο πάνω δάνειο το έχει πλήρως εξοφλήσει. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι στα μέσα του έτους 2009 χρειάσθηκε χρήματα για τη χρηματοδότηση της εταιρίας πρακτόρευσης ασφαλειών που διατηρεί με την επωνυμία «…………», ότι πληροφορηθείς την πρόθεση του αυτή ο ……………… του πρότεινε να τον δανείσει αυτός τα χρήματα με το εξής σχέδιο – «τραπεζικό κόλπο» : να του υπογράψει συναλλαγματικές μεγαλύτερου ποσού του δανείου του, που θα τις εισήγαγε σε πλαφόν στην Τράπεζα στην οποία εργαζόταν ο ενάγων και με την αιτιολογία δήθεν ατόκου δανείου, ο ……………… θα χρηματοδοτούνταν αφενός για την επιχείρησή του και αφετέρου για τον εναγόμενο, ο οποίος θα αναλάμβανε την υποχρέωση να καταβάλει το κεφάλαιο του δικού του δανείου και τους αντίστοιχους τόκους και λοιπές προμήθειες της τράπεζας, ότι σε υλοποίηση του ως άνω «σχεδίου» δανειοδότησης και των δυο, που πρότεινε ο ………………, υπέγραψε ως διαχειριστής της εταιρίας «…………» το από 8/7/2009 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ρητά και ανεπιφύλακτα αναγνώριζε οφειλή της εταιρίας στο ποσό που πράγματι έλαβε των 230.000 ευρώ και προς διευκόλυνση και πρόσθετη εγγύηση αποδέχτηκε τις πιο πάνω αναφερόμενες επτά (7) συναλλαγματικές και παρείχε δικαίωμα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης στο εταιρικό ακίνητο, ότι την ίδια ημέρα υπέγραψε ένα συμφωνητικό με το οποίο δήθεν αναγνώρισε οφειλή του ποσού300.000 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα με αυτό εγγυόταν προσωπικά το δάνειο που είχε λάβει η εταιρία του και τους τόκους, τις προμήθειες της τράπεζας για μία τετραετία, καθώς και διάφορα έξοδα, ότι παράλληλα υπέγραψε συναλλαγματικές λήξεως από 28/2/2011 έως 30/11/2011 και για μεγαλύτερη ασφάλεια έδωσε δικαίωμα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης στο εξοχικό του ακίνητο στη Σαλαμίνα και συναίνεσε για αυτήν και ότι την ίδια ημέρα υπέγραψε τρίτο συμφωνητικό με το οποίο αναγνώρισε δήθεν οφειλή του ποσού 570.000 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα αυτό χρησιμοποίησε ο ……………… για να λάβει από την τράπεζα δάνειο ποσού 570.000 ευρώ, από το οποίο το ποσό των 230.000 ευρώ ήταν το δάνειο του εναγομένου και το ποσό των 340.000 ευρώ ο ……………… θα χρησιμοποιούσε για τις ανάγκες της επιχείρησης του. Όλα τα ανωτέρω είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα, διότι δεν επιβεβαιώνονται από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο, καθώς στις ένορκες βεβαιώσεις που ο εναγόμενος προσκομίζει οι μάρτυρες δεν αναφέρουν το παραμικρό για το εν λόγω «τραπεζικό κόλπο» που μετήλθαν οι συμβαλλόμενοι για τη λήψη του δανείου. Πέρα τούτου ο ισχυρισμός του περί της εικονικότητας των ιδιωτικών συμφωνητικών, είναι ουσιαστικά έωλος και για τους ακόλουθους λόγους : α) Σύμφωνα με τον εναγόμενο το ποσό των 230.000 ευρώ που ο ……………… του κατέβαλε ως δάνειο ήταν μέρος του ποσού των 570.000 ευρώ που ο ……………… έλαβε ως δάνειο από την .. Τράπεζα .. Όπως όμως αποδεικνύεται από το με χρονολογία 21/3/2017 έγγραφο των αρμοδίων υπαλλήλων της …….. (καθολικής διαδόχου της ως άνω τράπεζας) ο ……………… ουδέποτε κατάρτισε δανειακή σύμβαση (πλαφόν) με την τράπεζα αυτή. β) Από πουθενά δεν αποδεικνύεται ότι ο ……………… το έτος 2009 είχε ανάγκη λήψης τραπεζικού δανείου για τη χρηματοδότηση της επιχείρησής του. Ο εναγόμενος δεν αμφισβήτησε την κερδοφορία της επιχείρησης του ………………, η οποία αποδεικνύεται πλήρως από το προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα αντίγραφο του υπ΄ αριθμ. ………. τραπεζικού προθεσμιακού λογαριασμού τρίμηνης διάρκειας στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος του ……………… με συνδικαιούχο τον ενάγοντα, στον οποίο εμφαίνεται ότι την 25/1/2008 περιείχε το χρηματικό ποσό των 2.000.000 ευρώ. Μάλιστα η έλλειψη ανάγκης δανειοδότησής του αποδεικνύεται από το γεγονός ότι την 6/5/2009 ο ίδιος λογαριασμός περιείχε το ποσό των 950.000 ευρώ και την 19/8/2009 το ποσό των 730.000 ευρώ, ποσά δηλ. πολύ μεγαλύτερα από το ποσό των 340.000 ευρώ που κατά τον εναγόμενο ο ……………… χρειαζόταν να δανειοδοτηθεί από την τράπεζα. γ) Από πουθενά δεν αποδεικνύεται ότι ο ……………… χρειαζόταν το «τραπεζικό κόλπο» για να δανειοδοτηθεί από την τράπεζα, διότι η αφερεγγυότητά του δεν αμφισβητήθηκε. δ) Με βάση τον ισχυρισμό του εναγομένου ότι το μόνο αληθές είναι το ιδιωτικό συμφωνητικό που υπέγραψε ως εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία «………….» και ότι το δάνειο ποσού 230.000 ευρώ λήφθηκε στα μέσα του έτους 2009, οπότε ανέκυψε η ανάγκη χρηματοδότησης της εταιρίας του, δεν συνάδει με τους κανόνες της συναλλακτικής πρακτικής και της κοινής των ανθρώπων πείρας ο ……………… να δέχθηκε να λάβει δάνειο ποσού 570.000 ευρώ και να άρχισε να καταβάλλει τόκους και για το ποσό, που κατά τον εναγόμενο αφορούσε το δικό του δάνειο, χωρίς να έχει την παραμικρή οικονομική εξασφάλιση από τον εναγόμενο ότι θα εξοφλήσει το δικό του δάνειο, αφού η πρώτη συναλλαγματική, που αποδέχθηκε ο εναγόμενος με το συμφωνητικό αυτό και αντιστοιχούσε στην πρώτη δόση αποπληρωμής της πραγματικής οφειλής του, έληγε 2,5 έτη μετά την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού. ε) Κατά τους κανόνες της λογικής η μόνη εξήγηση του «τραπεζικού κόλπου» που πρότεινε ο ……………… προς τον εναγόμενο, θα ήταν ότι ο ίδιος για κάποιο λόγο δεν θα μπορούσε να δανειοδοτηθεί από την τράπεζα και θα χρησιμοποιούσε τις συναλλαγματικές αποδοχής του εναγομένου για να εμφανίσει στην τράπεζα ότι διατηρεί απαίτηση από φερέγγυο οφειλέτη. Όμως από την πιο πάνω μνημονευόμενη υπ΄ αριθμ. …/3.6.2014 δήλωση αποδοχής κληρονομίας προκύπτει σαφέστατα ότι ο ……………… κατά τον χρόνο του θανάτου του διέθετε σημαντικότατη ακίνητη περιουσία (μεταξύ άλλων οικόπεδα εντός εγκεκριμένου σχεδίου στο Δήμο .., δώδεκα οριζόντιες ιδιοκτησίες στο Δήμο .. και Περάματος, κάθετη ιδιοκτησία στο δήμο …, διάφορα αγροτικά ακίνητα κ.λ.π.), τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν ικανή εγγύηση για οποιαδήποτε τράπεζα για τη χορήγηση δανείου, χωρίς να χρειάζεται τις συναλλαγματικές του εναγομένου. στ) Όπως ανωτέρω εκτέθηκε όλες τις συναλλαγματικές που αποδέχθηκε ο εναγόμενος και αναφέρονται στα πιο πάνω ιδιωτικά συμφωνητικά ο ……………… κατέθεσε στην ……… «προς είσπραξη», δηλ. ενσωμάτωναν πραγματική απαίτησή του κατά του εναγομένου και της εταιρίας «………..» και όχι «προς ενέχυρο», όπως θα συνέβαινε αν τις κατέθετε ως ενέχυρο για τη χρηματοδότησή του. Επίσης ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ουδέποτε αποδέχθηκε τις τελευταίες είκοσι πέντε ως άνω συναλλαγματικές, συνολικού ποσού 660.000 ευρώ και ότι η σφραγίδα με το όνομά του που έχει τεθεί στη θέση του αποδέκτη αυτών δεν είναι η δική του. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος, διότι η σφραγίδα στη θέση του αποδέκτη των τελευταίων αυτών συναλλαγματικών είναι ακριβώς η ίδια με αυτή που έχει τεθεί στην ίδια θέση στις δεκαεννέα συναλλαγματικές που αναφέρονται στο πρώτο ιδιωτικό συμφωνητικό, συνολικού ποσού 570.000 ευρώ, τη γνησιότητα της οποίας, ως δικής του, ο εναγόμενος ουδέποτε αμφισβήτησε.

Ο εναγόμενος περαιτέρω ισχυρίζεται ότι εξόφλησε πλήρως τον …………….., διότι απέδωσε ολόκληρο το ποσό του δανείου με τους συμφωνηθέντες τόκους, προμήθειες και έξοδα που αντιστοιχούν σε αυτό. Αν και παραθέτει σειρά πληρωμών στις οποίες προέβη για λογαριασμό του ……………… στα πλαίσια των μεταξύ τους συναλλαγών, με τις οποίες αποσκοπούσαν στην τμηματική εξόφληση του δανείου (καταβολή αξίας των ασφαλίστρων των οχημάτων της επιχείρησης του ………………, των ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής και ατυχήματος του ……………… και των υπαλλήλων του, των ασφαλιστηρίων κλοπής και πυρός του γραφείου του ………………, της αξίας των ελαστικών και καυσίμων των οχημάτων του ………………, μέρους της δαπάνης περίφραξης, καθαρισμού και ασφαλτόστρωσης οικοπέδου του ……………… και της αγοράς τριών πλατφορμών μεταφοράς βαρέων οχημάτων, πληρωμή ηλεκτρονικού εξοπλισμού του γραφείου και της οικίας του ………………) δεν προσκομίζει οποιοδήποτε έγγραφο στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται το ποσό, ο χρόνος και το πρόσωπο στο οποίο έγινε κάθε μια από τις επικαλούμενες καταβολές. Η κατάθεση του ……… στην πιο πάνω ένορκη βεβαίωση ότι εκείνος τοποθέτησε στην επιχείρηση του ………………, τον Ιούνιο του έτους 2012, server, τηλεφωνικό κέντρο, δίκτυο υπολογιστών και κάμερες παρακολούθησης, συνολικής αξίας 18.000 ευρώ δεν αρκεί, αφενός μεν διότι δεν προσκομίζεται κάποιο νόμιμο φορολογικό παραστατικό από το οποίο να αποδεικνύεται η πώληση αυτών και η είσπραξη του τιμήματος και αφετέρου διότι ο ενάγων προσκομίζει τα υπ΄ αριθμ. ../10.9.2011 και ../10.9.2011 δελτία αποστολής – τιμολόγια και το υπ΄ αριθμ. …/22.9.2011 τιμολόγιο (για την παροχή υπηρεσιών) του …….., τα οποία έχουν καταγραφεί στα βιβλία παγίων της επιχείρησης του ………………, από τα οποία αποδεικνύεται η αγορά και τοποθέτηση ήδη από το Σεπτέμβριο 2011 του ως άνω ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Επίσης ο εναγόμενος για την απόδειξη του ισχυρισμού του προσκομίζει αντίγραφο έγγραφης δήλωσης, η οποία φέρεται να έχει συνταχθεί την 30/12/2012 στο γραφείο της επιχείρησης του ……………… στο Πέραμα, φέρει την υπογραφή και τη σφραγίδα του ……………… και την υπογραφή του εναγομένου και συνυπογράφεται από δυο μάρτυρες, τον …………. (μάρτυρα ανταπόδειξης) και τον ….. .. Σε αυτή αναφέρεται ότι κατόπιν εκκαθάρισης που έγινε μεταξύ του ……………… και του εναγομένου για προηγούμενες οικονομικές συναλλαγές τους, προέκυψε οφειλή του εναγομένου προς τον ………….. ποσού 32.460 ευρώ, ότι το ποσό αυτό ο εναγόμενος του κατέβαλε την ημέρα εκείνη και ότι ο ……………… ανέλαβε την υποχρέωση να επιστρέψει στον εναγόμενο όσες συναλλαγματικές έχει στην κατοχή του εντός προθεσμίας δυο μηνών. Ο ενάγων με τις πρωτόδικες προτάσεις του αμφισβήτησε τη γνησιότητα του εγγράφου αυτού, ισχυριζόμενος ότι ο ……………… ουδέποτε υπέγραψε την ως άνω δήλωση, λόγω αντικειμενικής αδυναμίας του, διότι την ημέρα της φερόμενης υπογραφής του νοσηλευόταν σε Κλινική, πλην όμως ο εναγόμενος αν και είχε το δικονομικό βάρος της απόδειξης της γνησιότητάς της (άρθρο 457 παρ. 1 του ΚΠολΔ) δεν απέδειξε με πληρότητα και σαφήνεια ότι ο ……………… υπέγραψε και έθεσε τη σφραγίδα του στη δήλωση αυτή. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι τη δήλωση αυτή ο ……………… ουδέποτε την υπέγραψε. Καταρχάς από το υπ΄ αιρθμ. πρωτ. ../19.7.2016 έγγραφο του Διαγνωστικού και Θεραπευτικού Κέντρου Αθηνών «…» αποδεικνύεται ότι ο ……………… εισήχθη στην Β’ Παθολογική – Ογκολογική Κλινική την 23/12/2012 και έλαβε εξιτήριο την 31/12/2012, σύμφωνα δε με το με χρονολογία 27/3/2017 ιατρικό σημείωμα του ιατρού ………., κατά το χρονικό αυτό διάστημα ο ……………… δεν έλαβε άδεια εξόδου από τους θεράποντες ιατρούς του. Η αιτία της νοσηλείας του ήταν ότι ο ……………… έπασχε από καρκίνο καρδιοοισοφαγικής συμβολής, ο οποίος διαγνώστηκε τον Αύγουστο έτους 2008 και εν τέλει επέφερε το θάνατό του. Μάλιστα λόγω της πάθησής του είχε νοσηλευτεί στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ» από την 1/11/2012 έως την 8/11/2012, όπου μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ κατόπιν έντονης αιμορραγίας του ανωτέρω πεπτικού. Από μόνο το γεγονός ότι απεβίωσε 13 μόλις ημέρες μετά την έξοδο του από την Κλινική του «….» καταδεικνύει ότι η κατάσταση της υγείας του έβαινε διαρκώς επιδεινούμενη. Συνεπώς δεν ήταν δυνατόν λίγες ημέρες προ του τέλους της ζωής του ο ……………… να διέθετε την πνευματική, σωματική και ψυχολογική δυνατότητα να εξέλθει από την Κλινική, να μεταβεί στο γραφείο του, διανύοντας απόσταση περίπου 30 χιλιομέτρων και έχοντας ενημερώσει και μάρτυρες να υπογράψει τη δήλωση αυτή, υποσχόμενος μάλιστα και την επιστροφή συναλλαγματικών μετά από δυο μήνες, αν και θα έπρεπε, εφόσον πλήρως εξοφλήθηκε, κατά απαίτηση του εναγόμενου, να τις επιστρέψει αυθημερόν. Πολύ δε περισσότερο που, αν πράγματι δεν διατηρούσε απαίτηση σε βάρος του εναγόμενου, θα ήταν ευχερέστερο η εν λόγω δήλωση να συνταχθεί και υπογραφεί στην Κλινική. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια έκρινε, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών – εναγόμενος παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν δέχθηκε την εικονικότητα των ιδιωτικών συμφωνητικών και ότι η οφειλή του προς τον ……… περιοριζόταν στο ποσό των 230.000 ευρώ, την οποία έχει πλήρως εξοφλήσει και ο πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη γνησιότητα της από 30/12/2012 δήλωσης, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι.

Λόγοι έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 του ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικόγραφο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν τα παράπονα κατά της εκκαλούμενης αποφάσεως, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αιτήσεως αδίκαστης. Έτσι η απόρριψη του αιτήματος για την εξέταση μαρτύρων ενώπιον του ορισθέντος προς τούτο δικαστή κατ΄ άρθρο 237 παρ. 6 του ΚΠολΔ ή του αιτήματος να προσέλθουν ενώπιόν του οι διάδικοι για την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφηνίσεων κατά το άρθρο 245 του ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, διότι η αποδοχή των ανωτέρω αιτημάτων εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου και δεν θεμελιώνει λόγο έφεσης, αφού το δικαστήριο, έχοντας, σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα, διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει τα ανωτέρω αιτήματα δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε περισσότερο αφού το διατακτικό της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν θεμελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού (σχετ. ΕφΑθ 285/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 144/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 204/2017 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω ο εκκαλών – εναγόμενος με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το υποβαλλόμενο με τις πρωτόδικες προτάσεις του αίτημά του να διαταχθεί η εξέταση μαρτύρων κατ΄ άρθρο 237 παρ. 6 του ΚΠολΔ και η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ίδιου και του ενάγοντος για την παροχή διασαφηνίσεων. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, διότι η απόρριψη του αιτήματος αυτού από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανεξάρτητα της αιτιολογίας της κρίσης του, δεν συνιστά λόγο έφεσης, καθόσον εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρειά του να το αποδεχθεί, ούτε το διατακτικό του θεμελιώνεται στην απόρριψή του αιτήματος αυτού.

Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕφΠατρ 32/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3808/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 24/2016 ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση έκδ. 2015, σελ. 305). Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών με τον έκτο λόγο της έφεσής του, ισχυρίζεται ότι η επιβληθείσα σε βάρος του δικαστική δαπάνη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι μη νόμιμη και υπερβολική. Ο λόγος αυτός της έφεσης, ο οποίος είναι παραδεκτός, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, κατά τα προαναφερόμενα, τυγχάνει αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης, ως έπρεπε, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, ποιος νομικός κανόνας παραβιάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, συνεπεία της οποίας (παραβιάσεως) καθίσταται η επιδικασθείσα σε βάρος του δικαστική δαπάνη μη νόμιμη και υπερβολική.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. στ’ του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου γι΄ αυτόν τον βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 2025/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ΄ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου της έφεσης. Και

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου γι΄ αυτόν τον βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 7 Νοεμβρίου 2019.    

 

 Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω λήξεως της

αποσπάσεώς της

και αναχωρήσεώς της,

ο αρχαιότερος της

συνθέσεως Εφέτης,

Ιωάννης Αποστολόπουλος.

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 12η Φεβρουαρίου  2020, με άλλη σύνθεση, λόγω λήξεως της αποσπάσεώς της και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,  Ελένης Κούφη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη,  Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά και Σοφία Καλούδη,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

        ΕΦΕΤΗΣ