Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 132/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Διορισμός ειδικού εκπροσώπου για άσκηση εταιρικής αγωγής κατά μελών του δσ ανώνυμης εταιρείας-ν.4548/2018 και μεταβατική διάταξη άρθρου 187 § 15-πρόδηλο υπέρτερο συμφέρον-αίτηση αναστολής

Aριθμός απόφασης 132 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ   ΜΕΛΕΤΗΣΕ   ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

                  Κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμ­φωνα με τη διάταξη του άρθρου 763 § 1 του ΚΠολΔ  «η προθεσμία της έφεσης και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την ισχύ και την εκτέλεση της απόφασης», ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου «αν ασκηθεί έφεση το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση όπως και το Δικαστήριο που δικάζει την έφεση μπορούν κατά την κρίση τους, με αίτηση κάποιου από εκεί­νους που έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, να αναστείλουν την ισχύ και την εκτέλεσή της, μέχρι να εκδοθεί απόφαση στην έφεση». Από την παραπάνω διάταξη συνάγονται τα ακόλουθα : 1) Η αίτηση αναστολής η οποία εισάγεται κατ’ επιλογή του δικαιουμένου είτε στο Δικαστήριο είτε στον Πρόεδρο αυτού επι­δικάζεται κατά την ίδια διαδικασία που αποκλειστικά αρμόζει στις υποθέσεις αυτές, δηλαδή της εκούσιας δικαιοδοσίας, αν και έχει χαρακτήρα ασφαλιστικού μέτρου, 2) Σε αναστολή υπόκεινται όχι μόνο οι εκδιδόμενες κατά την εκούσια δικαιο­δοσία καταψηφιστικές αποφάσεις, αλλά και οι κατά την ίδια διαδικασία εκδιδόμενες διαπλαστικές αποφάσεις και 3) Η αναστολή δίδεται αν ο δικαστής κρίνει ότι είναι πιθανόν να ευδοκιμήσει η έφεση και εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφα­ση και ο αιτών θα υποστεί βλάβη τέτοια που η μεταγενέστερη ανόρθωση δεν θα είναι δυνατή (ΕφΠειρ 855/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ (Μον) 99/2019, ΧΡΙΔ 2019.292).            Στην προκειμένη περίπτωση οι αιτούντες, ζητούν να ανασταλεί η ισχύς της υπ’αριθμ. 3002/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της εφέσεως που έχουν ασκήσει νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ αυτής.      Με τέτοιο περιεχόμενο η αίτηση αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για να δικαστεί με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου που προαναφέρθηκε. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.                    Υπό την ισχύ του ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών, η ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου της, ρυθμιζόταν από το άρθρο 22α, όπως αυτό τροποποιήθηκε και ίσχυε μέχρι τη θέση σε ισχύ του ν. 4548/2018 περί αναμόρφωσης του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών ήτοι την 1-1-2019 (άρθρο 190 αυτού), ενώ στο άρθρο 22β προβλέπονταν κατ’αρχήν τα πρόσωπα και η διαδικασία άσκησης των αξιώσεων της εταιρείας κατά των μελών του διοικητικού της συμβουλίου, ρυθμιζόταν δηλαδή το ζήτημα των νομιμοποιούμενων στην άσκηση της παραπάνω εταιρικής αγωγής (ΟλΑΠ 5/2015, ΧΡΙΔ 2015.610,  ΕφΑθ 1978/2016 ΔΕΕ 2016.1249), και, επομένως, των φορέων των ασκούμενων δικαιωμάτων όπως αυτοί ορίζονται από το ουσιαστικό δίκαιο (ΑΠ 465/2019, ΑΠ 380/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντίστοιχες διατάξεις περιλαμβάνει και ο ανωτέρω ν. 4548/2018, όπου στο μεν άρθρο 102 ορίζονται οι προϋποθέσεις ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας και στο άρθρο 104 και 105 εκείνες υπό τις οποίες μπορεί συγκεκριμένο ποσοστό της μειοψηφίας των μετόχων (1/20 κατ’ελάχιστον, αντί του 1/10 που προέβλεπε το άρθρο 22 β του ν.2190/1920) να ζητήσει την άσκησή της και σε περίπτωση αδράνειας της εταιρείας να υποβάλει αίτηση διορισμού ειδικού προς τούτο εκπροσώπου. Συνεπώς, όπως συνέβαινε, αντίστοιχα, και υπό τον προϊσχύσαντα ν.2190/1920, αν το αίτημα προς το διοικητικό συμβούλιο ή η απευθείας αίτηση για διορισμό ειδικού εκπροσώπου, σε περίπτωση που το διοικητικό συμβούλιο δεν μπορεί να λάβει απόφαση επί της αιτήσεως της μειοψηφίας (άρθρο 105 § 1 περ. δ του ν. 4548/2018) υποβληθούν από ποσοστό της μειοψηφίας των μετόχων μικρότερο από το προβλεπόμενο στον νόμο, τότε ελλείπει η ενεργητική νομιμοποίηση τόσο για τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου όσο και για την άσκηση της εταιρικής αγωγής, οι προϋποθέσεις της οποίας ανάγονται στο ουσιαστικό δίκαιο. Εξάλλου, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 187 § 15 του ν.4548/2018, σε σχέση με τη διαχρονική εφαρμογή των διατάξεών του, που ρυθμίζουν την ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου και άλλων προσώπων, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 24 και 25 του ΕισΝΑΚ, η πρώτη από τις οποίες, αναφορικά με τις ενοχές, ορίζει ότι, αν τα δικαιοπαραγωγικά τους αίτια συντελέστηκαν πριν την εισαγωγή του, διέπονται και μετά την εισαγωγή του από το προϊσχύσαν δίκαιο και, επομένως, το ουσιαστικό ζήτημα της ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας διέπεται από το νομικό πλαίσιο που ίσχυε κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα τα παραγωγικά της ευθύνης αίτια, με αποτέλεσμα εάν τα τελευταία συντελέσθηκαν πριν την 1-1-2019 να διέπεται από τον ν.2190/1920.             Περαιτέρω, η αποδοχή του αιτήματος για διορισμό ειδικού εκπροσώπου δεν προϋποθέτει την απόδειξη ή πιθανολόγηση της ύπαρξης εταιρικών αξιώσεων αποζημίωσης κατά των νυν ή πρώην διοικητών της εταιρείας, αλλά απλώς τη συνδρομή των τυπικών/διαδικαστικών προϋποθέσεων κάποιας από τις περιπτώσεις που προβλέπονται περιοριστικά στην παρ. 1 του άρθρου 105 του ν.4548/2018. Το κατά τόπον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο, ωστόσο, δεν θα αρκεστεί σε αυτό αλλά θα πρέπει να προβεί και σε εξέταση ουσίας ήτοι κατά πόσον δεν συντρέχει προφανώς υπέρτερο και όχι απλώς υπέρτερο συμφέρον της εταιρείας, που να δικαιολογεί τη μη διεξαγωγή δικαστικού αγώνα σε βάρος των μελών του διοικητικού συμβουλίου. Στο σημείο αυτό υπάρχει διαφοροποίηση από το καθεστώς του ν. 2190/1920, κατά το οποίο το δικαστήριο δεν δικαιούτο να κρίνει την ουσιαστική και νομική βασιμότητα της υπό άσκηση αγωγής, ούτε να ερευνήσει το συμφέρον της εταιρείας προς άσκησή της. Η διαφοροποίηση αυτή είναι επιβεβλημένη, προκειμένου να βρίσκεται σε αρμονία με την υποχρέωση του δσ να σταθμίζει το εταιρικό συμφέρον πριν προβεί στην άσκηση της εταιρικής αγωγής, είτε αυτοβούλως είτε κατόπιν αιτήσεως των μετόχων. Θα ήταν δηλαδή παράδοξο να απαιτείται η στάθμιση του εταιρικού συμφέροντος από το δσ πριν ασκήσει την εταιρική αγωγή, και εφόσον έκρινε την έλλειψη συνδρομής του, να διορίζεται ειδικός εκπρόσωπος από το δικαστήριο με μόνο τον έλεγχο των τυπικών προϋποθέσεων   (Αχ.Χριστοδούλου «Παρατηρήσεις επί των άρθρων 103-105 του ν.4548/2018 αναφορικά με την άσκηση της εταιρικής αγωγής», ΔΕΕ 2011. 1267 επ, Ν.Τέλλης «εσωτερική ευθύνη των διοικητών ΑΕ-άσκηση της εταιρικής αγωγής-μια πρώτη προσέγγιση υπό το φως του νέου δικαίου της ΑΕ», ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2019.38 επ). Το εταιρικό συμφέρον, λόγω και της γενικότητας της άνω έννοιας, το οποίο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 103 του άνω νόμου, πρέπει να σταθμίσει το διοικητικό συμβούλιο προκειμένου να ασκήσει αγωγή κατά μελών του, είναι πολλές φορές ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπιστεί και οι σχετικές σταθμίσεις δυσχερές να αποτιμηθούν, αποτελώντας ζήτημα ούτως ή άλλως εξαιρετικά ρευστό, αφού η στάθμιση στην οποία αναφέρεται η διάταξη, αποφασίζεται βάσει του κανόνα της επιχειρηματικής κρίσης, η υπέρβαση των ορίων του οποίου δύσκολα διαπιστώνεται, ενώ ακόμα πιο δύσκολα μπορούν να ληφθούν μέτρα προστασίας από τους μετόχους σε περίπτωση αυθαίρετης κρίσης, με αποτέλεσμα ένα σπουδαίο όπλο της μειοψηφίας για την προστασία των συμφερόντων της και εκείνων της εταιρείας, να  κινδυνεύει να μείνει αναποτελεσματικό (Ν.Ρόκας «Ο νέος νόμος για τις ανώνυμες εταιρίες», Νοβ 67.258 επ.). Για παράδειγμα, στην αιτιολογική έκθεση του άνω νόμου αναφέρεται ότι «…. Το εταιρικό συμφέρον ενδέχεται υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης να αντιτίθεται προφανώς στην άσκηση των αξιώσεων, εάν η σύγκριση ωφέλειας και ζημίας είναι αρνητική, πχ όταν υπάρχει κίνδυνος έντονης αρνητικής δημοσιότητας σε βάρος της εταιρείας, ή ανάλωσης των προσπαθειών και των πόρων της σε μακροχρόνιο και αμφίβολης έκβασης δικαστικό αγώνα, ενόψει ιδίως της αφερεγγυότητας της αντίδικης πλευράς». Ωστόσο, στην πράξη μπορεί να είναι δύσκολο να αποτιμηθούν τα παραπάνω στοιχεία και έτσι το δσ θα πρέπει να καταλήγει στην απόφαση μη άσκησης εταιρικής αγωγής μόνο σε πολύ προφανείς περιπτώσεις, όπου η ζημία της εταιρείας είναι οφθαλμοφανώς μικρότερη σε σχέση με τα έξοδα διεκδίκησής της ή με τον αρνητικό αντίκτυπο τυχόν αρνητικής δημοσιότητας, ιδίως από καταχρηστικές ή και εκβιαστικές αιτήσεις της μειοψηφίας, διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος τα μέλη του να βρεθούν υπεύθυνα έναντι της εταιρείας για παράβαση των καθηκόντων τους. Πάντως η υπερβολικά γενική και αφηρημένη έννοια του «εταιρικού συμφέροντος» και το συχνά δυσδιάκριτο περιεχόμενο αυτού, υπάρχει σοβαρή περίπτωση να αφήσει χώρο στην πράξη για καταχρηστικές πρακτικές από πλευράς δσ, το οποίο επικαλούμενο δήθεν εταιρικό συμφέρον να αποφεύγει την άσκηση εταιρικής αγωγής (Α.Χριστοδούλου Ν.Ρόκας ό.π). Τα ίδια, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, πρέπει να γίνουν δεκτά και στην περίπτωση του άρθρου 105, λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι η σχετική αρνητική δημοσιότητα δημιουργείται ήδη με την αίτηση της μειοψηφίας προς το δικαστήριο για τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου. Έπειτα, το δικαστήριο εμπλέκεται σε στάθμιση και αξιολόγηση καθαρά επιχειρηματικών αποφάσεων με αμφίβολο αποτέλεσμα, κατά πόσο δηλαδή η έννοια του «εταιρικού συμφέροντος» θα εφαρμοστεί σωστά  (Ν.Ρόκας όπ). Ειδικώς δε στην περίπτωση του άρθρου 105 του άνω νόμου, από την ανάγκη συνδρομής «προφανώς υπέρτερου συμφέροντος της εταιρείας» υποδηλώνεται η βούληση του νομοθέτη να προβαίνει ο δικαστής σε φειδωλή χρήση αυτής της δυνατότητας σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες επί ενασκήσεως των επίμαχων αξιώσεων το νομικό πρόσωπο θα εκτίθετο σε επαρκώς στοιχειοθετημένο κίνδυνο σημαντικής βλάβης, περιουσιακής ή ηθικής, όπως τρώσης της φήμης, του κύρους και της αξιοπιστίας της, κατά τα άνω. Παρ’όλο μάλιστα που το γράμμα του νόμου αρκείται στο να δικαιολογεί απλώς το υπέρτερο εταιρικό συμφέρον και όχι να επιβάλλει τη μη διεξαγωγή δικαστικού αγώνα, ο δικαστής στην πράξη, για να αρνηθεί τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου, καλείται ουσιαστικά να κάνει έλεγχο που θυμίζει έλεγχο αναλογικότητας, ήτοι θα πρέπει ο μη διορισμός ειδικού εκπροσώπου, με άλλα λόγια η μη διεξαγωγή της δίκης κατά των εταιρικών διοικητών, να μην είναι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέτρο για τη διαφύλαξη του εταιρικού συμφέροντος και να αντέχει επιτυχώς έναν έλεγχο κόστους-ωφέλειας, από τη σκοπιά των εταιρικών συμφερόντων (Ν.Τέλλης ό.π).            Από τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων μία φωτογραφία που προσκομίζουν οι αιτούντες, της οποίας η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα : Η πρώτη των καθ’ών, συνεστήθη αρχικά ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και στη συνέχεια, από το έτος 1968 έχει τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, με διάρκεια 90 ετών, αρχόμενη από τις 4-3-1972. Το μετοχικό της κεφάλαιο, σύμφωνα με την από 7-4-2017 απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων της, ανέρχεται σε 873.064,20 ευρώ (από 1.195.781 ευρώ μετά από μείωσή του στις 30-11-2016, κατά την οποία ανερχόταν στο ποσό των 2.607.667 ευρώ), διαιρούμενο σε 28.814 ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 30,30 ευρώ η καθεμία. Ο αιτών, ………. είναι κάτοχος 2.997 ονομαστικών μετοχών, επί συνόλου  28.814 μετοχών, εκπροσωπώντας, έτσι, ποσοστό 10,40 % του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου. Ο …………., ο οποίος τυγχάνει πατέρας του καθ’ού, υπήρξε ο κύριος  μέτοχος με 19.793 ονομαστικές μετοχές έως τις 6-12-2018, που τις μεταβίβασε στον … ……., ο ……….., αδελφός του καθ’ού, είναι κάτοχος, ήδη από τις 8-2-2019, 25.807 ονομαστικών μετοχών που εκπροσωπούν το 89,57 % του μετοχικού κεφαλαίου, ο ……….., αδελφός επίσης των ανωτέρω, υπήρξε κάτοχος τέτοιων μετοχών μέχρι  τις 8-2-2019 και η … …, μητέρα των άνω αδελφών, υπήρξε κάτοχος μέχρι τις 6-12-2018.  Σύμφωνα με την από 25-1-2018 με αριθμ. πρωτ. ….. ανακοίνωση του Γ.Ε.Μ.Η  το διοικητικό συμβούλιο της συγκεκριμένης εταιρείας αποτελείτο από τους ……….. και ήδη τρίτο αιτούντα, ως πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο, τον ………. και ήδη τέταρτο αιτούντα, ως αντιπρόεδρο, τη ……….. και ήδη πέμπτη αιτούσα, ως μέλος, ενώ προηγουμένως με την από 19-5-2017 με αριθμ. πρωτ. … όμοια ανακοίνωση το διοικητικό συμβούλιό της αποτελείτο από τους, . ……., ως πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο, τον . ……., ως αντιπρόεδρο, διευθύνοντα σύμβουλο και διευθυντή,  τη . ……., ως  μέλος  και τον . ……. ….., ήδη δεύτερο αιτούντα, ως μη εκτελεστικό μέλος. Ο αιτών, με την από 30-1-2019 αίτησή του προς το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, ζήτησε την άσκηση αγωγής κατά των μελών του για τις πράξεις που αναφέρει στο δικόγραφό της, ως εκ περισσού, καθώς ήταν δεδομένο, με βάση τη διάταξη του άρθρου 105 § 1 δ΄του ν.4548/2018 ότι αυτό, λόγω της σύνθεσής του δεν μπορούσε να λάβει απόφαση επί της αιτήσεώς του, και εν συνεχεία κατέθεσε την από 11-2-2019 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2019) αίτησή του, απευθυνόμενη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, η οποία κοινοποιήθηκε με διαταγή του αρμοδίου Δικαστή, στους ήδη αιτούντες, οι οποίοι έτσι απέκτησαν την ιδιότητα των διαδίκων  [ΕφΠατρ 9/2017 ΕλλΔνη 2017.499, ΕφΑθ (Μον) 1018/2016 ΕΦΑΔ 2017.351]. Με αυτήν ζήτησε τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου για την άσκηση αγωγής κατά των μελών του διοικητικού της συμβουλίου, με βάση τα ιστορούμενα στο δικόγραφό της πραγματικά περιστατικά. Επί της αιτήσεως, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 3002/2019 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή αυτή, ως νόμιμη και βάσιμη κατ’ουσίαν, ακολούθως δε ορίστηκε ο ίδιος ο αιτών ειδικός εκπρόσωπός της, για τη διεξαγωγή της δίκης μέχρι την αμετάκλητη περάτωσή της και υποχρεώθηκαν ο τρίτος, τέταρτος και πέμπτη των καθ’ών και ήδη αιτούντων, να του επιτρέπουν την πρόσβαση σε έγγραφα και πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την άσκηση της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής οι καθ’ών άσκησαν εμπροθέσμως την από 26-9-2019 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……………../2019) έφεσή τους, ζητώντας, για τους ειδικότερους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αίτηση των αντιδίκων της. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένως ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το άρθρο 187 § 15 του ν. 4548/2018, δέχθηκε ότι η τελευταία αφορά στο ζήτημα της γένεσης, του περιεχομένου, της έκτασης και της ευθύνης, ενώ ως προς τη διαδικασία επιδίωξης των σχετικών αξιώσεων, εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση οι διατάξεις του ν. 4548/2018, δεδομένης της κατάργησης του ν.2190/1920 από την 1-1-2019. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ωστόσο, ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας την προαναφερθείσα διάταξη, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, κατέληξε στην παραπάνω κρίση, εφόσον πράγματι η ευθύνη των μελών ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 102 του ν.4548/2018 που φέρει και τον σχετικό τίτλο, ενώ στα επόμενα άρθρα ορίζεται το ποσοστό της μειοψηφίας των μετόχων που νομιμοποιούνται να ζητήσουν από το διοικητικό συμβούλιο την άσκηση εταιρικής αγωγής  ή και τον διορισμό ειδικού προς τούτο εκπροσώπου. Σε κάθε δε περίπτωση, εφόσον η υποβολή σχετικού αιτήματος και η άσκηση της αίτησης διορισμού ειδικού εκπροσώπου, ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της ισχύος του ν.4548/2018, οι προϋποθέσεις γένεσης του σχετικού, ουσιαστικού, κατά τα άνω, δικαιώματος του αιτούντος, καθώς και η ακολουθούμενη διαδικασία, θα κριθούν με βάση τις διατάξεις του.  Περαιτέρω, με την αίτησή του περί διορισμού ειδικού εκπροσώπου, ο ήδη καθού επικαλέστηκε τις ακόλουθες ενέργειες και παραλείψεις του δεύτερου έως και πέμπτης των  αιτούντων, οι οποίες είναι αντίθετες προς τα συμφέροντα της πρώτης, θεμελιώνοντας μάλιστα αξίωση αποζημίωσης σε βάρος τους. Ειδικότερα, εξέθετε ότι : α) κατά παράβαση του άρθρου 23 α του ν.2190/1920, όπως ίσχυε κατά την επίμαχη περίοδο, ο .. και ………, ως διευθύνοντες σύμβουλοι της εταιρείας με ασύγνωστη βαριά αμέλειά τους, παραχώρησαν χαριστικά στον τρίτο, ….. ……. από τον Ιανουάριο του έτους 2013, τη χρήση του πλήρως ανακαινισθέντος δευτέρου ορόφου και του δώματος τριώροφου, νεοκλασικού, διατηρητέου κτηρίου, κειμένου επί της οδού …………. στην περιοχή του …, πλησίον του αρχαιολογικού χώρου της ………, επιφάνειας 717,46 τμ, επί οικοπέδου 256,10 τμ, με πρόσωπο επί της …….., σε πεζοδρομημένο τμήμα αυτής, αντί του συμβολικού μισθώματος των 750 ευρώ μηνιαίως, ενώ η τρέχουσα αγοραία αξία του είναι τουλάχιστον 2.500.000 ευρώ και η μισθωτική αξία του υπερβαίνει το ποσό των 5.500 ευρώ μηνιαίως. Ότι συνεπώς, η από την αιτία αυτή ζημία της εταιρείας μέχρι και τον Δεκέμβριο του έτους 2018, ήτοι επί έξι έτη, ανέρχεται σε 342.000 (6 Χ 12 μήνες Χ 4.750) ευρώ, για την αποκατάσταση της οποίας ενέχονται εις ολόκληρον όλοι οι καθών, πλην της πρώτης, και ειδικότερα ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος, για ολόκληρο το ποσό, και η πέμπτη, για το επιμέρους ποσό των 95.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα από τον Μαϊο του έτους 2017, που απέκτησε την ιδιότητα του μέλους του δσ, μέχρι και τον Δεκέμβριο του έτους 2018. β) στις 28-9-2015 ο δεύτερος αιτών, ……….., πώλησε και μεταβίβασε στην εταιρεία με την επωνυμία «…………», δυνάμει του υπ’αριθμ. …/2015 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου .. (τ. .., α.α ..) ένα γεωτεμάχιο κείμενο εντός των ορίων της τοπικής Κοινότητας .. της Δημοτικής Ενότητας .. του Δήμου .. της Περιφερειακής Ενότητας Λακωνίας Πελοποννήσου, συνολικής επιφάνειας 17.609,30 τμ, αντικειμενικής αξίας 400.756,60 ευρώ, αντί του τιμήματος των 150.000 ευρώ, δηλαδή σχεδόν στο 1/3 της αντικειμενικής του αξίας. Ότι συνεπώς, η από την αιτία αυτή ζημία της εταιρείας, ανέρχεται στο ποσό των 250.756 ευρώ, για την αποκατάσταση της οποίας ενέχονται εις ολόκληρον με τον δεύτερο, και ο τρίτος και τέταρτος αιτών, με βάση το άρθρο 17 του καταστατικού, γ) Στις 28-3-2016, ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των καθ’ών, συμμετείχαν σε άκυρη έκτακτη γενική συνέλευση, για την οποία δεν τηρήθηκαν οι οριζόμενες στο άρθρο 18 του καταστατικού της εταιρείας δημοσιεύσεις της σχετικής πρόσκλησης, και η οποία αποφάσισε την εκποίηση του συνόλου των ακινήτων της εταιρείας, με την επίκληση αορίστως της γενικότερης κρίσης της αγοράς, χωρίς την εξέταση της δυνατότητας επικερδούς εκμετάλλευσης των ακινήτων, στα οποία περιλαμβάνεται το προπεριγραφέν ακίνητο επί της οδού ………, καθώς και ένα  οκταώροφο ακίνητο της εταιρείας επί της οδού …. στο ….., συνολικής επιφάνειας 1.600,30 τμ, κτισμένο σε οικόπεδο εμβαδού 243 τμ, έναντι του τιμήματος των 2.000.000 ευρώ, η οποία και πραγματοποιήθηκε δυνάμει του υπ’αριθμ. …/9-6-2017 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Καλαμπάκας, …., ενώ η πραγματική του αξία ανερχόταν στο ποσό των 4.000.000 ευρώ κατ’ελάχιστον και η αντικειμενική του αξία ήταν 3.158.046,72 ευρώ, και ήταν ήδη κατ’εκείνο τον χρόνο μισθωμένο, αντί του μισθώματος των 17.500 ευρώ. Ότι συνεπώς, από την αιτία αυτή η ζημία της εταιρείας ανήλθε στο ποσό των 2.000.000 ευρώ. Οι αιτούντες ισχυρίστηκαν με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ότι οι πραγματικοί λόγοι που οδήγησαν τον ήδη καθ’ού η αίτηση στην αντιδικία του με τον πατέρα και τα αδέλφια του είναι προσωπικοί και δημιουργήθηκαν όταν ο πρώτος χώρισε με τη μητέρα τους, εκδηλώνοντας έκτοτε (ενν. ο καθ’ού), ανάρμοστη συμπεριφορά έναντι του πατέρα του και προβαίνοντας σε ενέργειες που είχαν ως αποτέλεσμα τη διάρρηξη των σχέσεών του με τα αδέλφια του. Επίσης, παρέθεσαν και αξιολόγησαν στοιχεία, για να δικαιολογήσουν τις παραπάνω πράξεις διαχείρισης, αναγόμενα κυρίως στην οικονομική κρίση, που έπληξε σημαντικά τον κλάδο των ακινήτων, ενώ ισχυρίστηκαν ότι σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης η εταιρεία επρόκειτο να εμπλακεί σε έναν δαπανηρό, μακροχρόνιο και παράδοξο δικαστικό αγώνα. Ανεξαρτήτως, ωστόσο, των διαταραγμένων σχέσεων των άνω αιτούντων με τον καθ’ού, δεν πιθανολογήθηκε ότι η άσκηση του δικαιώματός του για υποβολή της αίτησης για διορισμό ειδικού εκπροσώπου και η περαιτέρω άσκηση εταιρικής αγωγής κατά των μελών του δσ, έγινε καταχρηστικά, αποκλίνοντας από τις γενικές αντιλήψεις και τη συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου και τους συνηθισμένους τρόπους ενέργειάς του. Ούτε επίσης πιθανολογήθηκε ότι υποκινήθηκε από εκδικητικά κίνητρα έναντι των άνω στενών συγγενικών του προσώπων, ώστε η συμπεριφορά του να αντιτίθεται στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και να προκαλεί έντονη εντύπωση αδικίας. Αντιθέτως, μάλιστα από την με ημερομηνία 27-4-2016 σε ήπιο ύφος επιστολή του προς τον πατέρα του, με την οποία αρχικά εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για την μη ατομική γνωστοποίηση πρόσκλησης να παραβρεθεί στην έκτακτη γενική συνέλευση της 28-3-2016, προκύπτει ότι δεν αντιτίθετο στην απόφαση της πλειοψηφίας για την εκποίηση της ακίνητης περιουσίας της εταιρείας, αλλά ζητούσε ευλόγως να ενημερώνεται ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα και ειδικώς για το τίμημα, θέτοντας μάλιστα τον εαυτό του στη διάθεση του δσ, προκειμένου να επιτευχθεί το υψηλότερο δυνατό τίμημα, αιτήματα που ουδέποτε φαίνεται να ικανοποιήθηκαν ούτε ζητήθηκε καθ’οιονδήποτε τρόπο η συνδρομή του. Εξίσου ήπιο είναι και το ύφος της από 12-7-2017 νεώτερης επιστολής του προς τον πατέρα του, όπου αναφορικά με τα επίμαχα ζητήματα εκφράζει τις απόψεις που διατυπώθηκαν και στην αίτησή του για τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου αλλά και την αγωγή που ήδη έχει ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……./23-12-2019), δηλαδή ότι οι ήδη πραγματοποιηθείσες πωλήσεις έγιναν σε εξαιρετικά χαμηλό τίμημα, σε σχέση με την αξία τους καθώς και ότι το καταβαλλόμενο μίσθωμα για το ακίνητο στο ….. ήταν επίσης ιδιαιτέρως χαμηλό, διατεινόμενος μάλιστα ότι, σύμφωνα με όσα γνώριζε, το συγκεκριμένο ακίνητο επρόκειτο να πωληθεί και ο ίδιος ενημέρωσε ενδιαφερόμενους, οι οποίοι αν και απευθύνθηκαν στην εταιρεία ουδεμία απάντηση έλαβαν. Ήπιο και φιλικό επίσης είναι και το κείμενο του από 19-12-2016 μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τα αδέρφια του, στο οποίο τους προτρέπει να καταβάλουν ο καθένας τους επιμέρους ποσά, προς κάλυψη οφειλής της μητέρας τους προς την …. Τράπεζα, ώστε να αποτραπεί η εκπλειστηρίαση ακινήτου της, πολλαπλάσιας αξίας. Ο ίδιος μάλιστα πριν την υποβολή της αίτησής του για διορισμό ειδικού εκπροσώπου ζήτησε με αίτησή του απευθυνόμενη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά και επικαλούμενος τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου της εταιρείας, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’αριθμ. 4298/2018 απόφασή του, με το σκεπτικό ότι αφορούσε έλεγχο σκοπιμότητας και όχι νομιμότητας, όπως απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 40 του ν.2190/1920 που τον προβλέπει.  Επομένως, ο τρόπος που διαδοχικά αντέδρασε υποδηλώνουν  πραγματικό ενδιαφέρον και αγωνία ως προς την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, μη ασκούντος οποιασδήποτε επιρροής του γεγονότος ότι αυτός απέκτησε τυχόν το εταιρικό του μερίδιο από χαριστική αιτία. Πλέον αυτών, και ανεξαρτήτως της ευδοκίμησης ή μη της ασκηθείσας αγωγής, η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης εν προκειμένω, κατά τα προεκτεθέντα, δεν πιθανολογήθηκε ότι η πρώτη αιτούσα θα εκτεθεί σε κίνδυνο σημαντικής βλάβης, ούτε περιουσιακής αλλά ούτε και ηθικής, με την τρώση της φήμης, του κύρους και της αξιοπιστίας της, δοθέντος ότι η τυχόν αρνητική δημοσιότητα δημιουργήθηκε ήδη με την αίτηση της μειοψηφίας προς το δικαστήριο για τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου. Άλλωστε, παρ’ότι πράγματι, όπως είναι κοινώς, γνωστό, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, επλήγη σημαντικά η οικοδομική δραστηριότητα αλλά και οι αγοραπωλησίες ακινήτων, με σημαντική πτώση της πραγματικής και της μισθωτικής αξίας τους, δεν είναι προφανές, δεδομένης της μεγάλης μάλιστα απόκλισης της τιμής πώλησης των παραπάνω ακινήτων ακόμα και από την αντικειμενική  τους αξία, και δεδομένης της θέσης του πρώτου ακινήτου στο … και της ανακαίνισής του, ότι το προσδοκώμενο όφελος της εταιρείας είναι μικρό σε σχέση μάλιστα και με τα εκτιμώμενα δικαστικά έξοδα διεξαγωγής της σχετικής δίκης, με τα οποία αυτή βαρύνεται εκ του νόμου, και στα οποία δεν μπορεί να ανταπεξέλθει, ενώ ουδεμία επίδραση ασκεί και το γεγονός ότι ο τρίτος των αιτούντων κατέχει πλέον μετοχές που αντιπροσωπεύουν το 90 % του εταιρικού κεφαλαίου. Υπό τα δεδομένα αυτά δεν υφίσταται και μάλιστα προφανές έννομο συμφέρον για την μη άσκηση αγωγής σε βάρος των μελών του δσ της πρώτης αιτούσας, με εξαίρεση το επιμέρους ποσό που αφορά την επικαλούμενη ζημία της, ύψους 2.000.000 ευρώ, από την πώληση του ακινήτου της επί της οδού ….., ως προς το οποίο η έκβαση του δικαστικού αγώνα θα είναι εξαιρετικά αμφίβολη συνεπαγόμενη άσκοπη επιβάρυνση της εταιρείας με σημαντικά δικαστικά έξοδα, αφού η ίδια βαρύνεται σε κάθε περίπτωση με αυτά (άρθρο 106 § 3 του ν.4548/2018). Ειδικότερα, κατά την έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της πρώτης αιτούσας, χωρίς την παρουσία του καθ’ού η αίτηση,  στις 28-3-2016 αποφασίστηκε η εκποίηση του συγκεκριμένου ακινήτου στο ποσό των 2.000.000 ευρώ τουλάχιστον, και, επομένως, η εκποίησή του σε αυτό το ποσό καλύπτετο από την παραπάνω απόφαση, που ελήφθη νόμιμα, μετά από νομότυπη πρόσκληση των εταίρων (από 24-2-2016 πρόσκληση του δσ για γενική συνέλευση στις 28-3-2016, στον οριζόμενο τόπο και χρόνο, με θέμα την πώληση των ακινήτων της εταιρείας, και από 28-3-2016 πρακτικό της γενικής συνέλευσης, όπου βεβαιώνεται η τοιχοκόλληση της πρόσκλησης σε εμφανές σημείο στα γραφεία της εταιρείας και η ανάρτησή της στον διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.Μ.Η). Συγκεκριμένα, το άρθρο 18 του καταστατικού της πρώτης αιτούσας, που αφορά στον τρόπο δημοσίευσης της πρόσκλησης των μετόχων για συμμετοχή στις γενικές συνελεύσεις, και την παραβίαση του οποίου, αναφορικά με την πρόσκλησή του στην παραπάνω γενική συνέλευση, ο νυν καθ’ού η αίτηση επικαλέστηκε στην αίτησή του για διορισμό ειδικού εκπροσώπου, αποτελούσε ουσιαστικά επανάληψη της διάταξης του άρθρου 7β του ν.2190/1920 που αφορά την τήρηση των απαιτούμενων διατυπώσεων δημοσιότητας στην αε. Ήδη, ωστόσο, το σχετικό άρθρο έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 232 του ν.4072/2012, όπως αυτό αντικαταστάθηκε περαιτέρω με το άρθρο 202 του ν.4281/2014, με ισχύ από τις 31-12-2015, σύμφωνα με το οποίο όπου στις διατάξεις του ν.2190/1920 και του ν.3190/1955 προβλέπεται δημοσίευση με επιμέλεια της εταιρείας στο ΦΕΚ/ΤΑΕ-ΕΠΕ και Γ.Ε.Μ.Η και σε λοιπά έντυπα μέσα, η πράξη ή το στοιχείο δημοσιεύεται μόνον στον διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε..Η κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν.4250/2014, εντός των προθεσμιών που ορίζονται για τις δημοσιεύσεις στα λοιπά έντυπα μέσα. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με την τήρηση των διατυπώσεων της τελευταίας αυτής διάταξης για την πρόσκληση των μελών, προκειμένου να συμμετάσχουν στις γενικές συνελεύσεις έκτοτε, η πρόσκληση του καθ’ού με τον προαναφερθέντα τρόπο-τον οποίο δεν αμφισβητεί-ήταν νομότυπη. Άλλωστε, ο ίδιος δεν ζήτησε εντός της οριζόμενης από το άρθρο 35 α του ν.2190/1920 προθεσμίας, την ακύρωση της συγκεκριμένης απόφασης. Συνεπώς, πιθανολογείται ότι ο δεύτερος λόγος της έφεσης, που αφορά την ύπαρξη προφανώς υπέρτερου συμφέροντος για τη μη διεξαγωγή της δίκης επί της ήδη ασκηθείσας αγωγής, το οποίο σε κάθε περίπτωση οφείλει να εξετάσει το Δικαστήριο, ανεξαρτήτως της επίκλησής του ή μη από τους καθ’ών η αίτηση διορισμού ειδικού εκπροσώπου, θα γίνει δεκτός, ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν. Επιπλέον, με δεδομένο ότι η αγωγή σε βάρος των αιτούντων έχει ήδη ασκηθεί και, επομένως, η συζήτησή της, που αποτελεί και το απώτατο χρονικό σημείο περιορισμού του αιτήματός της και καταβολής του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου, θεωρείται βέβαιον ότι θα προηγηθεί της έκδοσης απόφασης επί της εφέσεως, πιθανολογείται ότι η πρώτη των αιτούντων, θα υποστεί βλάβη, από την καταβολή του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου για το ποσό των 2.000.000 ευρώ, που αποτελεί την επικαλούμενη ζημία της από την πώληση του ως άνω ακινήτου, με βάση δε αυτό το ποσό θα υπολογιστούν και τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή εκ των υστέρων η ανόρθωση της εντεύθεν ζημίας της από την καταβολή τους.                 Συνακόλουθα, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και να ανασταλεί η ισχύς της προαναφερθείσας απόφασης, ως προς την ανωτέρω διάταξή της, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τα δικαστικά, τέλος, έξοδα του καθ’ού πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος της πρώτης αιτούσας (άρθρο 106 του ΚΠολ, 106 § 3 του ν.4548/2018).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 26-9-2019 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …………./2019) αίτηση, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την ισχύ της υπ’αριθμ. 3002/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς το σκέλος της που αφορά τον διορισμό ειδικού εκπροσώπου για την άσκηση αγωγής, σχετικά με την πώληση, του μνημονευόμενου στο σκεπτικό ακινήτου της πρώτης αιτούσας, επί της οδού … στο …. και την πρόσβασή του σε σχετικά έγγραφα και πληροφορίες αυτής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της πρώτης αιτούσας τα δικαστικά έξοδα του καθ’ού η αίτηση, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 13.2.-2020.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ