Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 131/2020

Αριθμός απόφασης: 131/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1441 του Α.Κ., καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου η συναίνεση των συζύγων. Βασική προϋπόθεση για τη λύση του γάμου, με το λόγο αυτό, είναι η κοινή θέληση των δύο συζύγων, η οποία πρέπει να διαπιστωθεί από το αρμόδιο δικαστήριο που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και περιορίζεται στην εξακρίβωση των προϋποθέσεων ως τυπικών στοιχείων, χωρίς να εξετάζονται οι ουσιαστικοί λόγοι που οδήγησαν τους συζύγους σε απόφαση να λύσουν το γάμο τους. Όπως κάθε δίκη διαζυγίου, έτσι και εδώ, η απόφαση λύνει το γάμο έναντι όλων, όταν καταστεί αμετάκλητη (άρθρο 613 του Κ.ΠολΔ). Από το χαρακτήρα αυτό του συναινετικού διαζυγίου ως ελεύθερης κοινής απόφασης των συζύγων, που παράγει όμως αποτελέσματα μόνο με τη δικαστική απόφαση, απορρέει η αρχή ότι η δυνατότητα των διαδίκων συζύγων να ανακαλέσουν ελεύθερα στο εφετείο τη δήλωση τους, με βάση την οποία εκδόθηκε η οριστική απόφαση για τη λύση του γάμου (από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο), δεν πρέπει να περιορίζεται (δυνατότητα ανάκλησης) παρά μόνο, ως προς μεν το ουσιαστικό στοιχείο του διαζυγίου (δήλωση των διαδίκων) από τη θεμελιώδη αρχή του ιδιωτικού δικαίου να μην προσβάλλονται συμφέροντα τρίτων που τυχόν στηρίχτηκαν στην ανακαλούμενη απόφαση, ως προς δε το δικονομικό (έκδοση δικαστικής απόφασης) να μην παραβιάζονται οι νόμιμες προθεσμίες που οδηγούν στην τελεσιδικία ή στο αμετάκλητο της απόφασης (διαφορετικό είναι το ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 758 του Κ.ΠολΛ, βλ. Γαζή ΝοΒ 31, σελ. 1297). Εξάλλου είναι μεν φανερό ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 516 του Κ.ΠολΔ, βασική προϋπόθεση του δικαιώματος για την άσκηση από ένα διάδικο του ένδικου μέσου της έφεσης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος με την έννοια ότι για την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκαν τα αιτήματα του ή γενικά οι ισχυρισμοί του που τα στηρίζουν. Κατ’ εξαίρεση δε, το δικαίωμα αυτό παρέχεται και στο διάδικο που νίκησε στην πρωτοβάθμια δίκη, εφόσον όμως υπάρχει και η συνδρομή του έννομου συμφέροντος. Κριτήριο, καταρχήν, για τον προσδιορισμό εδώ του έννομου συμφέροντος αποτελεί η βλάβη που τυχόν προξενεί γενικά η απόφαση στο διάδικο που νίκησε. Προκειμένου για τις δίκες διαζυγίου, στις οποίες προέχει και το δημόσιο συμφέρον με τη μορφή της διατήρησης του γάμου ως κοινωνικού θεσμού, η έννοια της βλάβης θα αναζητηθεί σε ευρύτερα πλαίσια με κριτήριο ότι το συμφέρον αυτό επιτυγχάνεται με την αποφυγή της λύσης του γάμου, όταν δηλαδή αυτό επιδιώκει με την έφεση ο διάδικος που νίκησε πρωτοδίκως. Κατά κυριολεξία εδώ, το ένδικο μέσο ενεργεί τυπικά μόνο ως έφεση, για να ανοίγει ο δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας και να λειτουργήσει, ακολούθως, ουσιαστικά ως αίτηση ανάκλησης της δήλωσης ή παραίτησης από το δικαίωμα της αγωγής που δικάστηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ειδικότερα, προκειμένου για το συναινετικό διαζύγιο που δικάζεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία η δυνατότητα άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης από τους συζύγους βρίσκει στήριγμα στη διάταξη του άρθρου 761 του Κ.ΠολΔ, με την οποία (στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας) παρέχεται το δικαίωμα έφεσης και στο διάδικο που νίκησε. Η διάταξη αυτή είναι από εκείνες που συμπορεύεται με τις παραπάνω γενικές διατάξεις που αναφέρονται στο έννομο συμφέρον των συζύγων για τη διατήρηση του γάμου και επομένως βρίσκει εφαρμογή σε ό,τι έχει σχέση με τις δίκες του συναινετικού διαζυγίου. Σχετικό είναι εδώ το ζήτημα της αφετηρίας της προθεσμίας για την άσκηση των ένδικων μέσων, η οποία, λόγω της ιδιορρυθμίας της δίκης που γίνεται χωρίς αντιδικία, δεν θα ταυτιστεί καταρχήν, με το καθιερωμένο γεγονός επίδοσης της οριστικής απόφασης, αφού συνήθως οι ενδιαφερόμενοι δεν αντιμετωπίζουν άμεσο λόγο κοινοποίησης της. Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη για την προθεσμία αυτή στις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, θα εφαρμοστεί σύμφωνα με το άρθρο 741 του Κ.ΠολΔ. η γενική διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.ΠολΑ, σύμφωνα με την οποία αν δεν επιδόθηκε η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι τρία (3) χρόνια, που αρχίζουν από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη. (ΕφΠειρ 30/2018 σε http://www.efeteio- peir.gr/wordpress/?p=2305, ΕφΠειρ 128/2015, ΕφΔωδ 81/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 1302/2007 ΑΧΑΝΟΜ 2008. 282, ΕφΑΘ 2391/1995 ΕλλΔνη 1996.354).

Στην προκειμένη υπόθεση οι διάδικοι, που συνήλθαν σε νόμιμο γάμο, την 7 Νοεμβρίου 2009 ενώπιον του Αντιδημάρχου Νίκαιας (πολιτικός γάμος) και ιερολογήθηκε κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Ι.Ν. ………….. Νομού Φωκίδος, την 10.6.2012., ζήτησαν με την από 20.7.2017 κοινή αίτησή τους, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (αρ. έκθ. καταθ. …………../2017) τη λύση του γάμου τους με βάση το άρθρο 1441 του Α.Κ.. Αφού τηρήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία από την παραπάνω διάταξη, εκδόθηκε η 4335/2018 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία λύθηκε ο γάμος τους. Πριν η παραπάνω απόφαση τελεσιδικήσει, οι διάδικοι άσκησαν κατ’ αυτής την από 28.1.2019 (αρ. έκθ. καταθ. …………../2019, αρ. καταθ. Εφετείου ………./2019) υπό κρίση κοινή έφεση – αίτηση τους, με την οποία ζητούν να εξαφανιστεί η παραπάνω απόφαση και, στη συνέχεια, να γίνει  δεκτή η νέα δήλωση τους με την οποία ανακαλούν την πρώτη δήλωση τους, με βάση την οποία το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει εκδώσει την εκκαλούμενη απόφαση, παραπονούμενοι επιπλέον ότι στην ως άνω απόφαση καταγράφηκε εσφαλμένα το πατρώνυμο του πρώτου αιτούντος. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις προαναφερθείσες σκέψεις, η υπό κρίση έφεση κατά της παραπάνω 4335/2018 απόφασης (η οποία δε δημοσιεύτηκε με παρόντες τους διαδίκους – άρθρο 757 του Κ.ΠολΑ – ούτε κοινοποιήθηκε σ’ αυτούς), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.ΠολΑ, καταβλήθηκε και το νόμιμο παράβολο συνολικού ποσού 100 ευρώ (βλ. το με αρ. ……….. e – παράβολο, το οποίο καταβλήθηκε σε συνδυασμό με το τραπεζικό απόκομμα της Τράπεζας Πειραιώς), κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, ενώ το συμφέρον για την άσκηση της από τους εκκαλούντες συζύγους είναι αυτό που προσδιορίστηκε στην παραπάνω νομική σκέψη. Επομένως, πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να εκδικασθεί η υπόθεση κατ’ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η νέα δήλωση των διαδίκων, με την οποία αυτοί ανακαλούν την πρώτη δήλωση τους και, στη συνέχεια, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 296 Κ.ΠολΑ που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, η δίκη που ανοίχθηκε με την επίδικη αίτηση, να θεωρηθεί καταργημένη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 4335/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας Δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 20.7.2017 (αρ. έκθ. καταθ. …………/2017) αίτηση για έκδοση συναινετικού διαζυγίου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τη νέα δήλωση των διαδίκων, με την οποία αυτοί ανακαλούν την πρώτη δήλωση τους, σύμφωνα με την οποία ζητούσαν τη λύση του γάμου τους.

ΚΑΤΑΡΓΕΙ τη δίκη που ανοίχθηκε με την ως άνω αίτησης έκδοσης συναινετικού διαζυγίου.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου στους εκκαλούντες.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 15η Φεβρουάριου 2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ