Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 133/2020

Περίληψη

Βίαιη διακοπή δίκης λόγω θανάτου διαδίκου και δήλωση επανάληψης δίκης από τους κληρονόμους του. Κλήση για συζήτηση έφεσης μετ’ αναίρεση της εφετειακής απόφασης. Έκταση αναίρεσης και διαδικασία στο δικαστήριο της παραπομπής. Δέσμευση από το επιλυθέν νομικό ζήτημα. Είναι νομικό ζήτημα το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής. Αγωγή για επιστροφή ποσού που δόθηκε από τον μισθωτή ως «αέρας» για την σύναψη επαγγελματικής μίσθωσης λόγω των αναμενόμενων υψηλών κερδών από τη λειτουργία της επιχείρησης του κατά τη διάρκεια της μίσθωσης. Παραδεκτό ενόρκων βεβαιώσεων που προσκομίζονται το πρώτον στο Εφετείο. Απόρριψη αγωγής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων για την καταβολή ποσού ως «αέρα». Απορρίπτει έφεση.

 

Αριθμός     133/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   E.T.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τον συνδυασμό των  διατάξεων των άρθρων 286 εδ. α΄, 287 παρ. 1 και 290 ΚΠολΔ, τα οποία εφαρμόζονται και στην κατ’ έφεση δίκη (524 παρ. 1 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι η βίαιη διακοπή της δίκης, που επέρχεται από τον θάνατο διαδίκου, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, μπορούν να γνωστοποιηθούν διαδοχικά, με ενιαία δήλωση, στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση και, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων, ακολουθεί άμεση συζήτηση της υπόθεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα και συγκεκριμένα: α) το από 3.5.2019 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου, που εκδόθηκε από το Ληξιαρχείο Αθηνών, β) τα υπ’ αριθ. …/17.7.2019 και …./17.7.2019 πιστοποιητικά του Τμήματος Διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών και του Ειρηνοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα, περί μη δημοσίευσης διαθήκης, γ) το υπ’ αριθ. πρωτ. …/26.6.2019 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών, του Δήμου Γλυφάδας, δ) το υπ’ αριθ. …/26.7.2019 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών περί μη αποποίησης κληρονομίας και ε) το υπ’ αριθ. …./24.7.2019 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη κατάθεσης αγωγής αμφισβήτησης κληρονομικού δικαιώματος, προκύπτει ότι η εφεσίβλητη, στην κρινόμενη από 25.9.2012 έφεση, ……….., απεβίωσε την 2.5.2019 (δηλαδή μετά την άσκηση της κατ’ αυτής έφεσης) και κληρονομήθηκε από τους μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, ήτοι την μητέρα της, ………., και τα δύο αδέλφια της, ……… και ………….. Επομένως, οι προαναφερόμενοι, ως νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι (άρθρα  1710, 1814 και 1846 ΑΚ), κατ’ ισομοιρία έκαστος, της ως άνω αποβιωσάσης κληρονομουμένης (όπως, άλλωστε, αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τους αντίδικους εκκαλούντες με τις προτάσεις τους), νομίμως, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, δήλωσαν τον θάνατο της ως άνω διαδίκου καθώς και ότι επαναλαμβάνουν, στο όνομά της, τη βιαίως διακοπείσα δίκη, ως προς την έφεση αυτή, στη θέση της αποβιωσάσης εφεσίβλητης, χωρίς να δημιουργείται από αυτό απαράδεκτο της συζήτησης της υπόθεσης κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη.

ΙΙ. Με την από 31.7.2018 (με αριθ. κατάθ. …../…/2018) κλήση των εκκαλούντων 1) ………, 2) ………, 3) …….. και 4) ….. ., νομίμως φέρεται προς εκδίκαση η από 25.9.2012 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/28.9.2012) έφεση των ως άνω εκκαλούντων, η οποία (έφεση) στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 3123/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 επ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με τον Ν. 4335/2015), μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 634/2018 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αριθ. 441/2014 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ήτοι του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (που είχε δεχθεί τυπικά και ουσιαστικά την ως άνω έφεση, είχε εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είχε δικάσει την ως άνω αγωγή και είχε απορρίψει αυτήν ως αόριστη) και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης στο ίδιο Δικαστήριο, αποτελούμενο από άλλους δικαστές.

ΙΙΙ. Κατά  τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015), στο δικαστήριο της παραπομπής «η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ (όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με τα άρθρα 12 παρ. 4 Ν. 4055/2012 και 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013 και πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015), αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή και στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, η αναίρεση της απόφασης και επομένως, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Συγκεκριμένα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος αναίρεσης, που έγινε δεκτός, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1298/2018 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2011 ΕΠολΔ 2012.447, ΕφΑθ 1008/2015 ΕφΑΔ 2015.426). Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής (ΑΠ 404/2018, 629/2010, 434/2009 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 479/2009 ΕφΑΔ 2009.831). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, ενώ ως διάδικοι νοούνται μόνο αυτοί που μετείχαν στην αναιρετική δίκη, μεταξύ των οποίων διεξάγεται η νέα δίκη ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής (βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Ι, έκδ. 2018, άρθρο 581, αρ. 3, σελ. 1.111). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται στο σύνολό της, όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης και η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 1123/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005.402, βλ. Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 121, αρ. 9, σελ. 985).  Εξάλλου, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, όπως έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ` αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο, το οποίο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 1 και 2, 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση, δεσμευόμενο μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 886/2017 και 921/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, επί αναίρεσης εφετειακής απόφασης, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα), και τούτο γιατί, με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτήν, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1220/2007 και 443/2006 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1900/2017 ΧρΙΔ 2017.659). Κατά δε τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής εφαρμόζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, αναλόγως αν τούτο δίκασε ως πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία. Ακόμη, κατά την έννοια του άρθρου 579 ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της απόφασης καταργείται, κατά την αυτή έκταση, και η συζήτηση κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση και, ως εκ τούτου, οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατ’ αυτήν, αφού ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση δικαστήριο και αν ακόμη έγινε νόμιμη επίκλησή τους, ενώ οι διάδικοι υποχρεούνται να καταθέσουν στο δικαστήριο της παραπομπής νέες προτάσεις κατ’ άρθρο 581 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 682/2014 και 1606/2007 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Ν. Νίκας, ό.π, παρ. 121, αρ. 31, σελ. 990, Μ. Μαργαρίτης-Α.Μαργαρίτη, ό.π, άρθρο 581, αρ. 6, σελ. 1112). Τέλος, κατά το άρθρο 580 παρ. 4 ΚΠολΔ, οι αποφάσεις της ολομέλειας ή των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση, μπορεί δε αυτός να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό είτε στο δικονομικό δίκαιο, για τους κατ’ ιδίαν λόγους αναίρεσης που θεσπίζει το άρθρο 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1150/2017, 923/2017 και 534/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, είναι δεσμευτική για το δικαστήριο της παραπομπής, αφού αποτελεί νομικό ζήτημα, η κρίση που εξέφερε η αναιρετική απόφαση σχετικά με το ορισμένο και νομικά βάσιμο της αγωγής (ΑΠ 177/2016 και 1297/2010 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 580, αρ. 8, σελ. 1109).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας από 31.7.2018 κλήση των ως άνω εκκαλούντων νομίμως φέρεται προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 25.9.2012 έφεσή τους μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 634/2018 απόφασης του Αρείου Πάγου, ως κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής. Ειδικότερα με την από 11.6.2011 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../21.6.2011) αγωγή τους, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), οι ενάγοντες: 1) ……., 2) ……, 3) …….. και 4) ……….. (ήδη εκκαλούντες), ισχυρίσθηκαν ότι δυνάµει του από 1.11.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, η εναγόμενη ………. (μετέπειτα εφεσίβλητη, στην θέση της οποίας υπεισήλθαν κατά τα προεκτεθέντα οι ήδη εφεσίβλητοι) εκμίσθωσε προς την εταιρία με την επωνυμία «…………..» (ομοίως ενάγουσα στην πρωτοβάθμια δίκη, που δεν άσκησε έφεση κατά της εκκαλούμενης απόφασης) ένα ισόγειο κατάστημα που βρίσκεται στη …. Αττικής, όπως αναλυτικά περιγράφεται, αντί αρχικού μηνιαίου μισθώματος ποσού 5.500 ευρώ, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει η τελευταία ως κατάστημα εμπορίας ανδρικών και γυναικείων ενδυμάτων. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε για εννέα έτη, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 1.11.2007 έως 31.1.2016, ενώ ρητώς συμφωνήθηκε ότι οι ενάγοντες (φυσικά πρόσωπα) θα ευθύνονταν εις ολόκληρον έκαστος, από κοινού µε την ως άνω μισθώτρια εταιρία, για την καταβολή του μισθώματος και γενικότερα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της μίσθωσης. Ότι, πέραν του ως άνω έγγραφου ιδιωτικού συμφωνητικού, κατόπιν προφορικής συμφωνίας που καταρτίσθηκε μεταξύ τους, αυτοί (ενάγοντες) κατέβαλαν, κατά την υπογραφή της σύμβασης μίσθωσης, στην εναγομένη και το ποσό των 150.000 ευρώ, που η τελευταία απαίτησε ως «αέρα» προκειμένου να συναφθεί η σύμβαση μίσθωσης, ενόψει των αναμενόμενων υψηλών κερδών της επιχείρησης που θα λειτουργούσε η μισθώτρια εταιρία αυτών (εναγόντων) κατά την συνολική διάρκεια της μίσθωσης, με την επιπρόσθετη όμως συμφωνία ότι η εναγομένη όφειλε να τους επιστρέψει το ως άνω ποσό, στο σύνολό του, σε περίπτωση που γινόταν καταγγελία και λύση της μίσθωσης καθώς και αποχώρηση από το μίσθιο εντός της πρώτης τριετίας. Ότι, µε την από 12.6.2009 εξώδικη δήλωσή τους προς την εναγομένη, αυτοί (ενάγοντες) κατήγγειλαν την ως άνω μίσθωση λόγω της ύπαρξης σπουδαίου λόγου και, στη συνέχεια, µε την από 3-11-2009 (όπως ο χρόνος αυτός διορθώθηκε με τις προτάσεις των εναγόντων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο) εξώδικη δήλωσή τους προς την εναγομένη, κατήγγειλαν εκ νέου την ως άνω μίσθωση µε βάση τη διάταξη του άρθρου 43 του Π.Δ. 34/1995. Ότι, τελικά, η μίσθωση λύθηκε και το μίσθιο παραδόθηκε στην εναγομένη την 27.5.2010, πλην όμως η τελευταία, κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, αρνείται να τους επιστρέψει το ποσό των 150.000 ευρώ που είχε εισπράξει από αυτούς ως «αέρα» για την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει, νομιμοτόκως, το ποσό των 150.000 ευρώ, για την προεκτεθείσα αιτία. Επί της αγωγής αυτής, που εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3123/2012 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), µε την οποία, αφού έγινε δεκτό ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 574 επ., 345 και 346 ΑΚ, στη συνέχεια αυτή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ακολούθως, την πρωτόδικη αυτή απόφαση προσέβαλαν τα τέσσερα φυσικά πρόσωπα από τους ως άνω ενάγοντες, ήτοι οι ………… µε την από 25.9.2012 (µε αριθ. έκθ. κατάθ. …./2012) έφεσή τους, για τον διαλαμβανόμενο σ’ αυτήν μοναδικό λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την παραδοχή της ως άνω αγωγής τους. Επί της έφεσης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 441/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, µε την οποία αυτή (έφεση) έγινε δεκτή τυπικά και ουσιαστικά, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού δικάσθηκε η υπόθεση, απορρίφθηκε η αγωγή ως αόριστη κατόπιν αυτεπάγγελτου ελέγχου του Δικαστηρίου. Στη συνέχεια, οι ως άνω ενάγοντες – εκκαλούντες (φυσικά πρόσωπα) προσέβαλαν την τελευταία αυτή απόφαση µε την από 9.6.2016 (με αριθ. κατάθ. …/2016) αίτηση αναίρεσης, καθώς και με τον από 29.9.2017 (με αριθ. κατάθ. …../2017) πρόσθετο λόγο αυτής, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 634/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου (Δ΄ Πολιτικού Τμήματος), με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αριθ. 441/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε, κατ’ άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, συγκροτούμενου από άλλον δικαστή. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγινε δεκτός ο σχετικός πρώτος κύριος λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ήτοι περί ευθείας παραβίασης των ουσιαστικών κανόνων δικαίου των άρθρων 179, 919 ΑΚ με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους και των άρθρων 361, 340, 341 και 345 ΑΚ με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή τους, γιατί «το Εφετείο, που δέχθηκε ότι η αγωγή ήταν αόριστη, με την παραδοχή ότι οι ενάγοντες δεν εκθέτουν στην αγωγή τους κανένα λόγο ακυρότητας της συμφωνίας περί καταβολής «αέρα», απαίτησε στοιχεία για τη διαπίστωσή της συμφωνίας των διαδίκων κατ’ άρθρ. 179, άλλως 919 ΑΚ, τα οποία αυτοί δεν αξίωναν (απαγγελία ακυρότητας της συμφωνίας) και συνεπώς εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω ουσιαστικές διατάξεις, ενώ αντίθετα, προκειμένου να κρίνει το σύννομο της αγωγής, δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις των άρθρων 361, 340, 341 και 345 του ΑΚ απαιτώντας περισσότερα στοιχεία, από όσα ο νόμος απαιτεί για την εφαρμογή τους, κατά τη γέννεση του αγωγικού δικαιώματος (επιστροφή του ποσού των 150.000 ευρώ), αν και τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται με επάρκεια στην αγωγή και απαρτίζουν την ιστορική της βάση, πληρούσαν το πραγματικό των ανωτέρω ουσιαστικών κανόνων που δεν εφαρμόστηκαν». H κρίση αυτή, που εξέφερε η αναιρετική απόφαση σχετικά με το ορισμένο και σύννομο της ως άνω αγωγής, αποτελεί επίλυση «νομικού ζητήματος», όπως η έννοια αυτού εκτέθηκε στο τέλος της αμέσως προηγούμενης νομικής σκέψης, με συνέπεια να επέρχεται δέσμευση του παρόντος δικαστηρίου της παραπομπής ως προς το ζήτημα αυτό (άρθρο 580 παρ. 4 ΚΠολΔ), το οποίο δεν υπόκειται σε επανεξέταση. Επίσης, η προσβαλλόμενη με την αναίρεση εφετειακή απόφαση αναιρέθηκε στο σύνολό της (ολικά), όπως αυτό προκύπτει σαφώς τόσο από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, όσο και από το διατακτικό αυτής, ενώ και ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης, κατά τα αναφερόμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη. Επομένως, νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση με την προαναφερόμενη από 31.7.2018 κλήση των ως άνω εκκαλούντων-εναγόντων, με επαναφορά των διαδίκων (που μετείχαν στην αναιρετική δίκη κατά τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας) στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση (άρθρο 579 παρ. 1 ΚΠολΔ), με συνέπεια η από 25.9.2012 έφεση να ερευνάται εκ νέου (να επαναδικάζεται), στο σύνολό της, από το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής κατά την ίδια διαδικασία που ακολουθήθηκε πρωτοδίκως, δεσμευόμενο μόνο ως προς το ανωτέρω νομικό ζήτημα, δηλαδή ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις (άρθρα 361, 340, 341 και 345 ΑΚ. Σημειώνεται, επίσης, ότι έχουν κατατεθεί νομίμως από τους διαδίκους νέες προτάσεις ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρο 581 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού οι προτάσεις που κατατέθηκαν απ’ αυτούς κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το παρόν δικαστήριο της παραπομπής και αν ακόμη έγινε νόμιμη επίκλησή τους, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη. Περαιτέρω, η από 25.9.2012 έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε τριετία (όπως η προθεσμία αυτή ίσχυε προ του Ν. 4335/2015) από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ) και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την έμμεση κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του μοναδικού λόγου της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των νέων διατάξεων του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε πριν την 1.1.2016.

ΙV. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων ……….. και ………., που εξετάσθηκαν, ο πρώτος με επιμέλεια των εναγόντων και ο δεύτερος με επιμέλεια της εναγομένης, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του ιδίου δικαστηρίου, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τους εκκαλούντες-ενάγοντες με αριθμούς …. και …/18.9.2019 ένορκες βεβαιώσεις της …… και του ……., αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν νόμιμης, κατ’ άρθρα 650 παρ. 1 εδ. τελευταίο και 654 παρ. 2 του ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν πριν τον Ν. 4335/2015), κλήτευσης της αντιδίκου τους (βλ. την υπ’ αριθ. …/13.9.2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, ……….), οι οποίες παραδεκτώς προσκομίζονται και λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της προκείμενης δευτεροβάθμιας δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ (ΑΠ 89/2017 και 204/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1590/2010 ΝοΒ 2011.1863, ΑΠ 771/2010 ΝοΒ 2010.2340, ΜΕφΘεσ 28/2018 και ΜΕφΠατρ 27/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη ό.π., άρθρο 529, αρ. 12, σελ. 860-861), ενώ δεν συντρέχει περίπτωση στρεψοδικίας ή βαριάς αμέλειας για τη μη προσκόμισή τους κατά την πρωτοβάθμια δίκη (άρθρο 529 παρ. 2 ΚΠολΔ), απορριπτόμενου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των ήδη εφεσίβλητων, καθώς και από όλα τα έγγραφα (η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων μόνο από αυτά είναι απλώς ενδεικτική), που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι οι εκκαλούντες παραδεκτώς προβαίνουν, με τις νομίμως κατατεθείσες με ημερομηνία 18.9.2019 νέες προτάσεις τους, σε αυτοτελή επίκληση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζουν, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό των ήδη εφεσίβλητων), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ)  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 1.11.2007 έγγραφο «ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης», που καταρτίσθηκε μεταξύ αφενός της εναγόμενης-εφεσίβλητης ………….. (στη δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθαν οι ήδη εφεσίβλητοι κληρονόμοι της κατά τα προεκτεθέντα) και αφετέρου της εταιρίας µε την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «………..» (μη διαδίκου στην προκείμενη κατά παραπομπή δευτεροβάθμια δίκη) καθώς και των εναγόντων (φυσικών προσώπων) ……………, η πρώτη (εναγομένη) εκμίσθωσε προς την ως άνω εταιρία, ένα κατάστημα ιδιοκτησίας της, µε στοιχεία Κ-7, που αποτελείται από τον ισόγειο όροφο πολυκατοικίας κείμενης επί της οδού …………. στην ……. Αττικής, επιφάνειας 26 τ.µ., καθώς και από ένα υπόγειο ομοίου περίπου εμβαδού, προκειμένου η εν λόγω μισθώτρια εταιρία να το χρησιμοποιήσει ως κατάστημα εμπορίας, χονδρικώς και λιανικώς, γραβατών, μαντηλιών, φουλαριών, ζωνών, υποκαμίσων και συναφών ειδών και γενικά εμπορία ανδρικών και γυναικείων ενδυμάτων. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε για εννέα (9) έτη, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 1.11.2007 έως 31.10.2016, ενώ, ως μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε το ποσό των 5.500 ευρώ (πλέον του προβλεπόμενου τέλους χαρτοσήμου εκ ποσοστού 3,6%), για το πρώτο μισθωτικό έτος, με την αναφερόμενη αναπροσαρμογή του ποσού αυτού για έκαστο επόμενο μισθωτικό έτος, προκαταβλητέου την πρώτη ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα, ορισθέντος συγχρόνως και του ποσού της εγγύησης, ύψους 11.000 ευρώ (δηλαδή αντιστοιχούσα σε δύο μηνιαία μισθώματα), που καταβλήθηκε στην ως άνω εκμισθώτρια την 1.11.2007, ημερομηνία υπογραφής του συμφωνητικού (βλ. τον 11ο όρο αυτού). Επίσης, συμφωνήθηκε ότι τα τέσσερα φυσικά πρόσωπα (ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες), που συμβλήθηκαν στην ως άνω σύμβαση μίσθωσης, θα είναι, ατομικώς έκαστος αυτών, «εις ολόκληρον υπόχρεοι για την πληρωμή του μισθώματος, καθώς και όλων γενικώς των οικονομικών και άλλων υποχρεώσεων της μισθώτριας», που απορρέουν από το συμφωνητικό μίσθωσης (βλ. τον 3ο όρο αυτού). Ακολούθως, η μισθώτρια εταιρία και τα συμβληθέντα, ως ευθυνόμενα από τη σύμβαση μίσθωσης φυσικά πρόσωπα (ενάγοντες), µε την από 12.6.2009 εξώδικη δήλωσή τους, που επιδόθηκε στην εναγόμενη εκμισθώτρια την 16.6.2009 (δηλαδή πριν την πάροδο διετίας από την έναρξη της μίσθωσης), κατήγγειλαν την ως άνω σύμβαση μίσθωσης, επικαλούμενοι σπουδαίο λόγο και συγκεκριμένα οικονομική δυσχέρεια, δηλώνοντας ότι θα αποχωρήσουν από το μίσθιο την 30.11.2009, «αφού θα έχει συμπληρωθεί το διάστημα των 2 ετών που απαιτεί ως ελάχιστη προϋπόθεση ο νόμος» (όπως, κατά λέξη, αναφέρουν στην ως άνω δήλωσή τους). Σε απάντηση, η εκμισθώτρια (εναγομένη) με την από 25.6.2009 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στους ήδη ενάγοντες την 15.7.2009, ισχυρίσθηκε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 43 του Π.Δ. 34/1995 «περί εμπορικών μισθώσεων», για καταγγελία της μίσθωσης, αφού κατά τον χρόνο της καταγγελίας (16.6.2009) δεν είχε παρέλθει χρονικό διάστημα δύο ετών από την έναρξη της μίσθωσης, ήτοι από την 1.11.2007, και κάλεσε την μισθώτρια εταιρία και τα με αυτήν ευθυνόμενα εις ολόκληρον από τη μίσθωση, φυσικά πρόσωπα, εάν επιθυμούν να αποχωρήσουν από το μίσθιο πρόωρα, να τηρήσουν επακριβώς τις διατάξεις, όπως τότε ίσχυαν, του παρατιθέμενου στη δήλωση άρθρου 43 του ΠΔ 34/1995, με το οποίο προβλεπόταν ότι «Ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο διετίας από την έναρξη της σύμβασης να καταγγείλει τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα αποτελέσματά της επέρχονται μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από αυτή. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση το καταβαλλόμενο κατά το χρόνο της καταγγελίας μίσθωμα τεσσάρων (4) μηνών». Στη συνέχεια, οι ενάγοντες με την από 3.11.2009 εξώδικη δήλωση τους, που επέδωσαν στην εναγομένη εκμισθώτρια αυθημερόν, δηλαδή μετά την πάροδο διετίας από την έναρξη της μίσθωσης, κατήγγειλαν την ως άνω σύμβαση μίσθωσης σύμφωνα με το επικαλούμενο από αυτούς (και παρατιθέμενο στη δήλωσή τους) άρθρο 43 του Π.Δ. 34/1995, «ώστε η ως άνω μισθωτική μας σύμβαση να λυθεί έξι (6) μήνες μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της παρούσης προς εσάς, σύμφωνα με τους κατά τα άνω όρους του νόμου» (όπως, κατά λέξη, αναφέρουν στην ως άνω δήλωσή τους). Κατόπιν αυτών, η εν λόγω μίσθωση λύθηκε μετά την πάροδο εξαμήνου, ήτοι την 3.5.2010, και, τελικά, την 27.5.2010 οι ενάγοντες, δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, παρέδωσαν τα κλειδιά του μίσθιου καταστήματος στον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγόμενης εκμισθώτριας, συνταχθείσης της σχετικής από 27.5.2010 «απόδειξης παράδοσης-παραλαβής κλειδιών μισθίου», στο οποίο ρητά αναγράφεται ότι η  παράδοση των κλειδιών αυτών αφορά το μίσθιο κατάστημα, για το οποίο είχε καταρτισθεί η από 1.11.2007 σύμβαση μίσθωσης, «για την οποία είχε γίνει η από 3.11.2009 καταγγελία της μισθώτριας» (όπως, κατά λέξη, αναγράφεται στην ως άνω απόδειξη). Αμέσως μετά και συγκεκριμένα τον επόμενο μήνα, η εναγόμενη εκμισθώτρια ……… άσκησε σε βάρος των ως άνω εναγόντων (φυσικών προσώπων) και της προαναφερθείσας μισθώτριας εταιρίας, την από 18.6.2010 (με αριθ. κατάθ. …./2010) αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία επικαλούμενη την ως άνω σύμβαση μίσθωσης, ζήτησε να της επιδικαστούν, μεταξύ άλλων, α) τα οφειλόμενα μισθώματα για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2010 μέχρι και την 1.5.2010, β) την οφειλόμενη αποζημίωση χρήσης για το χρονικό διάστημα από 2.5.2010 (χρόνος λύσης μίσθωσης) μέχρι 26.5.2010 (χρόνος παράδοσης του μισθίου) και γ) την οφειλόμενη, λόγω της καταγγελίας, αποζημίωση κατ’ άρθρο 43 του Π.Δ. 34/1995, που συνίσταται σε τέσσερα μηνιαία μισθώματα. Επί της αγωγής αυτής, που δικάσθηκε ερήμην των τότε εναγομένων (ήδη εναγόντων), εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2081/8.4.2011 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (διαδικασίας μισθωτικών διαφορών), με την οποία οι ήδη ενάγοντες (τότε εναγόμενοι) υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην εναγόμενη ……….. (τότε ενάγουσα), για όλες τις προαναφερθείσες αιτίες, το συνολικό ποσό των 52.928,97 ευρώ με το νόμιμο από τον οριζόμενο σ’ αυτήν (απόφαση) χρόνο. Η ως άνω απόφαση επιδόθηκε στους ήδη ενάγοντες την 11.5.2011 και οι τελευταίοι άσκησαν κατ’ αυτής την από 26.5.2011 (με αριθ. κατάθ. …..566/2011) έφεσή τους, με την οποία ισχυρίσθηκαν, για πρώτη φορά, ότι δεν κατέβαλαν τα οφειλόμενα μισθώματα, κατ’ ενάσκηση δικαιώματος επίσχεσης κατ’ άρθρο 325 ΑΚ, δεδομένου ότι η εκμισθώτρια αρνήθηκε να τους επιστρέψει το ποσό των 150.000 ευρώ, το οποίο της είχαν καταβάλει, κατά την υπογραφή της σύμβασης, ως «αέρα» για την κατάρτιση αυτής (λόγω των μεγάλων κερδών που θα είχε η λειτουργούσα στο μίσθιο επιχείρησή τους καθ’ όλη τη διάρκεια της μίσθωσης), παρά την περί του αντιθέτου συμφωνία τους, ότι το ποσό αυτό θα τους επιστρεφόταν σε περίπτωσης αποχώρησής τους από το μίσθιο εντός τριετίας από την έναρξη της μίσθωσης, όπως και έγινε. Η εκδίκαση της έφεσης αυτής εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 942/2013 απόφασής του, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτησή της), όπως αυτό δεν αμφισβητείται από όλους τους διαδίκους, ενώ δεν προκύπτει ότι έχει προσδιορισθεί δικάσιμος προς εκδίκαση αυτής. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της προκείμενης δίκης, οι ως άνω ενάγοντες άσκησαν την από 11.6.2011 αγωγή τους (επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση), ζητώντας να υποχρεωθεί η εναγόμενη εκμισθώτρια ………… να τους καταβάλει το ποσό των 150.000 ευρώ, επικαλούμενοι, ομοίως με την προαναφερθείσα και ήδη κατατεθείσα από 26.5.2011 έφεσή τους, ότι, κατά την ημέρα κατάρτισης της σύμβασης μίσθωσης, κατόπιν προφορικής συμφωνίας τους με την εναγόμενη εκμισθώτρια, κατέβαλαν προς την τελευταία το ποσό των 150.000 ευρώ, που αυτή απαίτησε ως «αέρα» προκειμένου να συναφθεί η σύβαση μίσθωσης, ενόψει των αναμενόμενων υψηλών κερδών της επιχείρησής τους καθ’ όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, ποσό όμως που η εναγομένη όφειλε να τους επιστρέψει, εφόσον προέβαιναν σε καταγγελία και λύση της μίσθωσης εντός της πρώτης τριετίας. Από όλα, όμως, τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα ουδόλως αποδείχθηκε ο ανωτέρω αγωγικός ισχυρισμός των εναγόντων. Κατ’ αρχήν, οι ενάγοντες δεν προέβησαν σε οιαδήποτε αναφορά για την καταβολή από αυτούς του ιδιαίτερα υψηλού ποσού των 150.000 ευρώ ως «αέρα» προς την εναγόμενη εκμισθώτρια και την υποχρέωση της τελευταίας να τους επιστρέψει το ποσό αυτό, αφού εκείνοι κατήγγειλαν τη μίσθωση πριν από την πάροδο τριετίας από την έναρξή της, στις δύο εξώδικες δηλώσεις τους προς την εναγομένη, µε ημεροχρονολογίες 12.6.2009 και 3.11.2009 αντίστοιχα, αν και μία τέτοια αναφορά θα ήταν νομικά (αλλά και λογικά) αναμενόμενη, ενόψει του ότι με τις ως άνω δηλώσεις τους προέβαιναν σε καταγγελία της μίσθωσης και συνακόλουθα στην εκπλήρωση της προϋπόθεσης, που, κατ’ αυτούς, απαιτείτο για την επιστροφή του ποσού των 150.000 ευρώ. Αλλά ούτε και στην από 27.5.2010 έγγραφη απόδειξη παράδοσης – παραλαβής των κλειδιών του μισθίου προέβησαν σε οιαδήποτε αναφορά για το, κατά τους ισχυρισμούς τους, καταβληθέν από αυτούς ποσό ως «αέρα», παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για ιδιαίτερα σημαντικό ποσό και παρά το ότι θα μπορούσε τουλάχιστον να δηλωθεί ο συμψηφισμός των μέχρι τότε οφειλόμενων μισθωμάτων με το ποσό αυτό. Αντιθέτως, οι ενάγοντες για πρώτη φορά επικαλούνται την ως άνω αξίωσή τους, µε το δικόγραφο της από 26.5.2011 έφεσης που άσκησαν κατά της υπ’ αριθ. 2081/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, µε την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην εκμισθώτρια ……….. το συνολικό ποσό των 52.928,97 ευρώ για οφειλές τους από τη σύμβαση μίσθωσης κατά τα προεκτιθέμενα. Περαιτέρω, οι ενάγοντες, με τις προτάσεις τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πρόβαλαν τον ισχυρισμό, τον οποίο επανέφεραν με την ένδικη έφεσή τους κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ότι, προκειμένου να καταβάλουν στην εναγόμενη εκμισθώτρια το ποσό των 150.000 ευρώ ως «αέρα», η πρώτη αυτών, …………., την 15.10.2007 έλαβε από την …. Τράπεζα καταναλωτικό δάνειο ποσού 50.000 ευρώ, για την εξόφληση του οποίου εγγυήθηκε ο τέταρτος αυτών, . …., ενώ η ίδια ενάγουσα (………..) την 25.10.2007 έλαβε από την ….. Τράπεζα και δεύτερο καταναλωτικό δάνειο ποσού 30.000 ευρώ. Ότι, επίσης, από αποταμιεύσεις τους συγκέντρωσαν και το ποσό των 20.000 ευρώ σε μετρητά και έτσι την 1.11.2007, ημέρα υπογραφής της σύμβασης μίσθωσης, κατέβαλαν στην εναγομένη το συνολικό ποσό των 100.000 ευρώ, ενώ ως προς το υπόλοιπο ποσό των 50.000 ευρώ, οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι την ίδια ημέρα (1.11.2007) οπισθογράφησαν προς την εναγομένη την υπ’ αριθ. ….. μεταχρονολογημένη επιταγή της . …. σε διαταγή των ιδίων (εναγόντων), ποσού 50.000 ευρώ, µε αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 27.12.2007, οπότε αυτοί κατέβαλαν στην εναγομένη το ποσό των 25.000 ευρώ και για το υπόλοιπο ποσό των 25.000 ευρώ, οπισθογράφησαν προς αυτήν την υπ’ αριθ. ……. μεταχρονολογημένη επιταγή της ……… σε διαταγή των ιδίων (εναγόντων), ποσού 25.000 ευρώ, µε αναγραφόμενη έκδοσης την 20.1.2008, οπότε και κατέβαλαν προς την εναγομένη και το υπόλοιπο ποσό των 25.000 ευρώ. Κατ’ αρχήν, ο ανωτέρω ισχυρισμός των εναγόντων ως προς τον τρόπο καταβολής του ποσού των 150.000 ευρώ στην εναγόμενη εκμισθώτρια, δηλαδή τμηματικά στις 1.11.2007, 27.12.2007 και 20.1.2008, έρχεται σε αντίθεση με τα αναφερόμενα από τους ίδιους τόσο με την ως άνω αγωγή τους, όσο και με την από 26.5.2011 έφεσή τους κατά της 2081/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τις οποίες (αγωγή και έφεση) ισχυρίσθηκαν ότι το ανωτέρω ποσό των 150.000 ευρώ καταβλήθηκε στην εκμισθώτρια κατά την υπογραφή της σύμβασης μίσθωσης, δηλαδή την 1.11.2007. Ανεξαρτήτως, πάντως, τούτου, πρέπει να αναφερθεί ότι από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι τα δύο δάνεια που έλαβε η εκ των εναγόντων, …………., το πρώτο (των 50.000 ευρώ) την 15.10.2007 με εγγυητή τον εκ των εναγόντων, ………… και το δεύτερο (των 30.000 ευρώ) την 25.10.2007 με συνοφειλέτη-δανειολήπτη τον ίδιο ως άνω ενάγοντα, χρησιμοποιήθηκαν από τους ενάγοντες για να καταβληθούν, την 1.11.2007, στην εκμισθώτρια εναγομένη ως «αέρας» για την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι εκείνο το χρονικό διάστημα (Οκτώβριος-Νοέμβριος 2007) οι ενάγοντες και η επιχείρησή τους είχαν πολλές οικονομικές υποχρεώσεις, όπως: 1) τα έξοδα για τη διαμόρφωση του ως άνω μίσθιου καταστήματος, που είχε εκμισθωθεί από την εναγομένη. Μάλιστα, για το σκοπό αυτό, είχε καταρτισθεί μεταξύ των ως άνω διαδίκων, πέραν του έγγραφου συμφωνητικού μίσθωσης, και το από 1.11.2007 αυτοτελές ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο η εκμισθώτρια εναγομένη είχε συναινέσει όπως η μισθώτρια επιχείρηση των εναγόντων «προβεί με επιμέλεια και με δαπάνες της και σύμφωνα με τους όρους του εν λόγω άρθρου στις ακόλουθες εργασίες στο μίσθιο: α) αλλαγή των πλακιδίων δαπέδου, β) αλλαγή τζαμαρίας πρόσοψης, γ) αλλαγή γύψινων οροφής και δ) αλλαγή του συστήματος κλιματισμού» (όπως, κατά λέξη, αναγράφεται στο ως άνω προσκομιζόμενο με επίκληση συμφωνητικό), ενώ για τις εργασίες αυτές, όπως ο ίδιος ο μάρτυρας των εναγόντων, …………, κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δαπανήθηκε το ποσό των 70.000 ευρώ, 2) τα έξοδα, που σχετίζονταν με τη μίσθωση του ως άνω μίσθιου καταστήματος, καθώς και με την έναρξη λειτουργίας της σε αυτό επιχείρησής τους, ήτοι καταβολή στην εκμισθώτρια τόσο του πρώτου μισθώματος (μηνός Νοεμβρίου 2007) εκ ποσού 5.500 ευρώ, όσο και της συμφωνηθείσης εγγύησης εκ ποσού 11.000 ευρώ (αντιστοιχούσα σε δύο μισθώματα βάσει της σύμβασης μίσθωσης) καθώς και έξοδα για την αγορά εμπορευμάτων για την έναρξη λειτουργίας του καταστήματος κλπ, 3) τα έξοδα, που σχετίζονταν με την λειτουργία της παρόμοιας επιχείρησης (καταστήματος) αυτών στον Πειραιά επί της οδού ……… (ήτοι δαπάνες για μίσθωμα αυτού καθώς και για αγορά εμπορευμάτων κλπ), το οποίο ήταν το κύριο κατάστημά τους αλλά και η έδρα της όλης επιχείρησής τους και 4) τα έξοδα για  την ολοκλήρωση των οικοδομικών εργασιών, που διενεργούσε εκείνη την χρονική περίοδο, η εκ των εναγόντων, ………. (και δανειολήπτρια των δύο ως άνω δανείων), σε οικοδομή, ιδιοκτησίας της, κείμενη στον οικισμό …. του Δήμου ……….. Κορινθίας. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα αυτή ήταν ιδιοκτήτρια ενός οικοπέδου στον ως άνω οικισμό, επί του οποίου (οικοπέδου) είχε ήδη ανεγείρει οικοδομή βάσει της με αριθμό …/7.6.2004 οικοδομικής άδειας της Πολεοδομίας Κορινθίας, ενώ είχε προβεί και σε σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας επί της οικοδομής με την υπ’ αριθ. ../2004 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………….. Όμως, όπως αποδείχθηκε, κατά τη χρονική περίοδο των ετών 2007-2008, ο υπόγειος όροφος και το Α΄ ισόγειο της εν λόγω οικοδομής ήταν αδιαμόρφωτα εσωτερικά και έτσι η ως άνω ενάγουσα, κατόπιν αναθεώρησης της προαναφερθείσης οικοδομικής άδειας ως προς την αλλαγή χρήσης τμήματος υπογείου με νέες μελέτες και στατικά, προέβη σε τροποποίηση της ανωτέρω πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση με αριθμό …./30.5.2008 τροποποιητική πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου) και σε διενέργεια των εργασιών στους ως άνω χώρους (υπόγειο και Α΄ ισόγειο) της οικοδομής, την οποία, μετά την αποπεράτωση των εργασιών, εκμίσθωσε, στο σύνολό της, στον ………. για χρονικό διάστημα είκοσι (20) ετών δυνάμει του (προσκομιζόμενου με επίκληση) από 13.12.2010 «συμφωνητικού μακροχρόνιας μίσθωσης οριζόντιων ιδιοκτησιών εν συνόλω». Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι τα ποσά των 50.000 ευρώ και 30.000 ευρώ, που έλαβε η εκ των εναγόντων ………….., το πρώτο, την 15.10.2007, με εγγυητή τον ενάγοντα, ………. και το δεύτερο, την 25.10.2007, με συνοφειλέτη-δανειολήπτη τον ίδιο ως άνω ενάγοντα, χρησιμοποιήθηκαν από αυτήν και τους λοιπούς ενάγοντες για την κάλυψη των προαναφερθεισών οικονομικών υποχρεώσεων και όχι για την καταβολή ποσού 150.000 ευρώ στην εκμισθώτρια εναγομένη ως «αέρα» για την κατάρτιση της μίσθωσης. Η κρίση αυτή του  Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι στην δεύτερη δανεική σύμβαση με αριθμό …, που καταρτίσθηκε την 25.10.2007 μεταξύ αφενός της …. Τράπεζας και αφετέρου των εναγόντων, ……… και ………., για ποσό 30.000 ευρώ και συγκεκριμένα στο προσάρτημα Α της σύμβασης αυτής, αναγράφεται (στην 2η σελίδα αυτού) ως στοιχείο του δανείου, ότι αυτό είναι «…………….», ενώ στον 1ο όρο του προσαρτήματος αναφέρεται ότι «Η εκταμίευση του ποσού του δανείου, μετά τη προσκόμιση των δικαιολογητικών από τα οποία διαπιστώνεται ο σκοπός του δανείου, θα γίνει εφάπαξ με την υπογραφή της δανειακής σύμβασης» (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση από έκαστο διάδικο μέρος, ανωτέρω δανειακή σύμβαση μετά του προσαρτήματος Α αυτής). Επομένως, αποδείχθηκε, ότι η χορήγηση του δεύτερου δανείου των 30.000 ευρώ έγινε με σκοπό την «ανακαίνιση ακινήτου» και, μάλιστα, μετά από την προσκόμιση από τους ως άνω ενάγοντες στην Εμπορική Τράπεζα, των δικαιολογητικών, από τα οποία διαπιστώθηκε ο σκοπός αυτός του δανείου. Πρέπει δε να επισημανθεί, ότι ακόμα και στον σχετικό με ημερομηνία 25.10.2007 πίνακα απόσβεσης δανείου, που συνοδεύει την εν λόγω δανειακή σύμβαση, αναγράφεται χειρόγραφα η φράση «.. 24/10/07 για Στεγαστικό ….» (βλ. τον προσκομιζόμενο από τους ίδιους τους ενάγοντες-εκκαλούντες πίνακα απόσβεσης δανείου, που συνοδεύει, ως τελευταία σελίδα, την προσκομιζόμενη από αυτούς με αριθμό με αριθμό …. δανειακή σύμβαση μετά του προσαρτήματος Α αυτής). Επίσης, όσον αφορά τη δανειοδότηση της εκ των εναγόντων, ……….., με το ποσό των 50.000 ευρώ από την ….. Τράπεζα στις 15.10.2007, πρέπει να αναφερθεί ότι δεν αποδείχθηκε από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, η κατάθεσή του σε τραπεζικό λογαριασμό των εναγόντων και η ανάληψή του, στη συνέχεια, την 1.11.2007, προκειμένου να καταβληθεί στην εναγόμενη εκμισθώτρια, ενώ και οι ενάγοντες δεν δίδουν οιαδήποτε εξήγηση για την κίνηση του ως άνω ποσού μέχρι την επικαλούμενη από αυτούς καταβολή του στην εναγομένη. Τέλος, όσον αφορά τις δύο επικαλούμενες από τους ενάγοντες τραπεζικές επιταγές της ……………. για ποσά 50.000 ευρώ και 25.000 ευρώ, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Από τα φωτοτυπικά αντίγραφα των επιταγών αυτών, που προσκομίζονται από τους ενάγοντες, πέραν του ότι  α) δεν προκύπτει ποιος έχει υπογράψει ως εκδότης αυτών (αφού στα προσκομιζόμενα αντίγραφα δεν απεικονίζεται καν η υπογραφή του εκδότη) και β) η δεύτερη των ως άνω επιταγών δεν έχει οπισθογραφηθεί από όλους τους ενάγοντες (παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό αυτών που προβλήθηκε και με τις προτάσεις τους στο παρόν δικαστήριο), αλλά μόνο από την πρώτη αυτών, ………., ουδόλως αποδείχθηκε ότι αυτές (επιταγές) οπισθογραφήθηκαν προς την εναγόμενη εκμισθώτρια, ………….. Επίσης, η προσκόμιση από τους ενάγοντες φωτοτυπικών αντιγράφων των οπισθόφυλλων των μπλοκ, από τα οποία εκδόθηκαν οι εν λόγω επιταγές και στα οποία (οπισθόφυλλα) αναγράφεται χειρόγραφα δίπλα από τον αριθμό εκάστης αυτών (επιταγών) το επώνυμο της εναγομένης, δεν αρκεί, προκειμένου το Δικαστήριο να πειστεί ότι πράγματι οι επιταγές αυτές οπισθογραφήθηκαν στην εναγομένη, ιδίως ενόψει του ότι αφενός δεν προκύπτει ο χρόνος των εγγραφών αυτών και αφετέρου δεν υπάρχουν αντίστοιχες εγγραφές για όλες τις επιταγές που εκδόθηκαν από τα δύο μπλοκ. Η κρίση δε του Δικαστηρίου για όλα τα ανωτέρω περιστατικά δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων, ……….., στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και από τις προσκομιζόμενες από τους εκκαλούντες (και ληφθείσες μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης) ένορκες βεβαιώσεις των ……… Ειδικότερα ως προς τους ……….., πρέπει να αναφερθεί ότι αυτοί, όπως οι ίδιοι ανέφεραν, δεν κατέθεσαν έχοντας προσωπική αντίληψη, αλλά με βάση όσα πληροφορήθηκαν από τους ενάγοντες, ενώ ως προς τον τελευταίο (………..) πρέπει να αναφερθεί ότι η κατάθεσή του δεν κρίνεται πειστική, γιατί αφενός δεν επιβεβαιώνεται από οιοδήποτε άλλο αποδεικτικό µέσο και αφετέρου έρχεται σε αντίθεση με όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, με βάση όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, καταλήγοντας στο ίδιο συμπέρασμα, έκρινε όμοια (έστω και με πιο συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας – άρθρο 534 ΚΠολΔ) και απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την από 11.6.2011 αγωγή, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες-ενάγοντες με τον μοναδικό λόγο της έφεσής τους είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

  1. V. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Επίσης, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτούς με τα υπ’ αριθ. ………….. παράβολα Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015). Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των ήδη εφεσίβλητων, κατόπιν σχετικού αιτήματος των τελευταίων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, τα οποία (έξοδα) αντιστοιχούν στην αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου τους για την σύνταξη των προτάσεων ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιο δικαστηρίου, η οποία (αμοιβή) προσδιορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της διαφοράς (ήτο το ποσό των 150.000 ευρώ) σε συνδυασμό και με το αίτημα των εφεσίβλητων, ήτοι στο ποσό των 3.000 (150.000 Χ 2%) ευρώ (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 190 και 191 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρα 61 παρ. 1 και 4, 63 παρ. 1, 68 παρ. 1 και 69 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 περί Κώδικα Δικηγόρων, όπως ισχύει). Σημειώνεται, ότι το επιπλέον αιτούμενο από τους εφεσίβλητους, με τις προτάσεις τους, ποσό των 476,32 ευρώ, που ζητείται για εισφορές και ένσημα του πληρεξούσιου δικηγόρου τους για την παράστασή του κατά τη συζήτηση της έφεσης και την σύνταξη των προτάσεων τους, δεν επιδικάζεται αυτοτελώς, αφού περιλαμβάνεται στην επιδικασθείσα αμοιβή του (άρθρο 61 παρ. 1 και 4 Ν. 4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 25.9.2012 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2012) έφεση των 1) ……….., 2) …. ., 3) . … και 4) ………., κατά της υπ’ αριθ. 3123/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας μισθωτικών διαφορών).

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει τους ως άνω εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα του ήδη εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13  Φεβρουαρίου 2020 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

   Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ