Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 150/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης         150/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης κατά της  με αρ. 2319/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, επί της με ημερομηνία 10-4-2017 (αρ. κατάθ. ………../2017) αγωγής της ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 22-6-2018 και εντός προθεσμίας δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις  15-5-2018, καθόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση αυτής (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η έφεση, για το παραδεκτό της οποίας έχει κατατεθεί από  την εκκαλούσα το απαιτούμενο παράβολο δημοσίου (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και  βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).

Με την αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη,  δικηγόρος Αθηνών,  ιστορούσε  ότι η εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, η οποία κατά το παρελθόν ήταν εντολέας της για τον χειρισμό υποθέσεών της, που έχριζαν δικαστικών και λοιπών νομικών ενεργειών, υπέβαλε ενώπιον του Πειθαρχικού Τμήματος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών την από 17-2-2014 έγγραφη καταγγελία με το περιεχόμενο  που παρατίθετο, η οποία διαλαμβάνει συκοφαντικούς ισχυρισμούς για το πρόσωπό της, ήτοι από πρόθεση ισχυρίστηκε σε βάρος της  ψευδή γεγονότα, όπως αναφέρονται στην αγωγή, γνωρίζοντας την αναλήθεια αυτών, με θέληση της διάδοσής τους. Ότι με τον τρόπο αυτό, από υπαιτιότητά της, προσέβαλε παράνομα την τιμή, την υπόληψη και την προσωπικότητα της, υφιστάμενη έτσι ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Ζητούσε δε, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να της καταβάλλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 59.956 ευρώ, επιφυλασσόμενη για το ποσό των 44 ευρώ, για το οποίο επρόκειτο να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα στο ποινικό δικαστήριο, εντόκως το ποσό αυτό από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 3.000 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής, ενώ συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα με τους λόγους της έφεσής της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ, η οποία προσετέθη με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, οι διάδικοι μπορούν να προσαγάγουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον, αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επομένων άρθρων, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 424 ΚΠολΔ, ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι, η ένορκη βεβαίωση πρέπει να λαμβάνεται ενώπιον ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφου ή προξένου με συγκεκριμένη τοπική αρμοδιότητα, αυτή της έδρας του δικαστηρίου, κατοικίας ή διαμονής του μάρτυρα. Τούτο προκειμένου να αποτραπούν παρατηρηθείσες υπό το προισχύσαν νομοθετικό καθεστώς καταχρηστικές κλητεύσεις σε απομακρυσμένα ειρηνοδικεία ή συμβολαιογράφους άσχετους με τη δίκη ή τον μάρτυρα, με σκοπό να δυσχερανθεί η άσκηση του δικαιώματος του κλητευθέντος αντιδίκου να παρασταθεί στη διαδικασία. Όπως δε συνάγεται από το αδιάστικτο της διατύπωσης του άρθρου 424 ΚΠολΔ, που ως κύρωση για κάθε παράβαση των διατάξεων 421-423 του ιδίου Κώδικα είναι η μη λήψη υπόψη της ένορκης βεβαίωσης στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν ενώπιον τοπικά αναρμόδιου ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφου ή προξένου δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Εάν ο σκοπός του νομοθέτη του Ν. 4335/2015 ήταν διαφορετικός, δηλαδή να μην λαμβάνεται υπόψη ένορκη βεβαίωση, που έχει ληφθεί ενώπιον τοπικά αναρμόδιου οργάνου,  μόνο με την επίκληση δικονομικής βλάβης, θα είχε επαναλάβει την διατύπωση, που υπήρχε  στον προηγούμενο ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία επιτρεπόταν η λήψη ένορκης βεβαίωσης ενώπιον (οποιουδήποτε) ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, χωρίς την πρόβλεψη  κάποιας κύρωσης. Επομένως, ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την προσκομισθείσα από την ίδια υπ’ αρ. …/2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρά της ……….., με την αιτιολογία ότι δόθηκε ενώπιον τοπικά αναρμόδιου Ειρηνοδίκη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Εξάλλου,    αναφορικά    με   τις υπ’  αρ.   4430/2009  και   2720/2010  αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που προσκόμισε η ενάγουσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και που κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας περιέχουν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της αναφορικά με την υγεία της,  άρα δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη ως νόμιμα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να λεχθούν τα εξής.  Κατά το άρθρο 1 του Ν. 2472/1997  «Προστασία ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του στο άρθρο 6 και την προσθήκη άρθρου 7Α με το άρθρο 8 του Ν. 2819/2000 και στα άρθρα 7, 7Α, 11, 19 με το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001), αντικείμενο αυτού του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Με το άρθρο 2 του ως άνω νόμου ορίζονται τα εξής, «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α. “Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα  τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων. β. “Ευαίσθητα δεδομένα”, τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων. Γ. “Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική. δ) “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή. ε) “Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”), σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας, και τα οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο και ι) “αποδέκτης” το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται, για τρίτο ή όχι». Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 2472/1997, οι διατάξεις αυτού «εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο», ενώ στο άρθρο 4 § 1 ορίζεται ότι «1. τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών. Επίσης, στο άρθρο 5 παρ. 1 ορίζεται ότι «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του», ενώ σύμφωνα με την παρ. 2ε του ως άνω άρθρου, «Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: …. ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών». Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 § 2 γ’ του Ν. 2472/1997, που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο, «Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: … γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου». Προϋπόθεση, όμως, για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή τα οποία χρησιμοποιούνται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας) [ΑΠ 252/2018, ΑΠ 1520/2017 ΝΟΜΟΣ)]. Στην προκειμένη υπόθεση, από την επισκόπηση της με αρ. 4430/2009 απόφασης –η με αρ. 2720/2010 απόφαση δεν προσκομίζεται στην παρούσα δίκη-, την οποία η ενάγουσα έλαβε δια της νομίμου οδού από το αρχείο δημοσιευμένων αποφάσεων του Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο ως διαρθρωμένο σύνολο εγγράφων αποτελεί αρχείο κατά την έννοια του Ν. 2472/1997, προκύπτει ότι αυτή περιέχει, πράγματι, πληροφορίες σχετικά με την υγεία της εναγομένης, και άρα περιέχει ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της. Η επίκληση δε και προσκόμιση της ανωτέρω απόφασης στην παρούσα αστική υπόθεση αποτελεί επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία για να είναι επιτρεπτή θα πρέπει να συντρέχει μία τουλάχιστον από τις περιπτώσεις του άρθρου 7 Ν. 2472/1997 και σωρευτικά να έχει δοθεί άδεια από την αρμόδια αρχή. Εν προκειμένω, η επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της εναγομένης, με την προσκόμιση της προαναφερόμενης απόφασης,  η οποία αφορά σε δίκη διατροφής της εναγομένης, κρίνεται ότι είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος, που επιδιώκει η ενάγουσα, καθόσον αυτή προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της από  τους φερόμενους ως συκοφαντικούς σε βάρος της  ισχυρισμούς της εναγομένης, που διέλαβε στην από 17-2-2014 καταγγελία της ενώπιον του Πειθαρχικού Τμήματος του ΔΣ Αθηνών, επικαλούμενη, μάλιστα, (η εναγομένη) την εν λόγω απόφαση, και επιδιώκει να αποδείξει το ψευδές αυτών, ενώ η υπεράσπιση της προσωπικότητάς της από συκοφαντικούς ισχυρισμούς υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων της εναγομένης. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, ο λόγος εξαίρεσης που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 7 § 2γ, δηλαδή η άρση της απαγόρευσης επεξεργασίας όταν υφίσταται αναγκαιότητα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου, τίθεται, όπως προαναφέρθηκε, με τη σωρευτική προϋπόθεση της άδειας της αρχής, δηλαδή η απαγόρευση αίρεται, εφόσον συντρέχει ο ανωτέρω λόγος μετά από προηγούμενη άδεια της αρχής, η οποία δεν έχει ληφθεί από την ενάγουσα για την παραπάνω απόφαση. Συνεπώς, αυτή δεν πρέπει αν ληφθεί υπόψη  κατά την εκτίμηση των αποδείξεων.

Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση των προσκομισθέντων μετ’ επικλήσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων και των παραδεκτώς μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενων το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη διάταξη του άρθρου 529 § 1 ΚΠολΔ, όμοιων και ειδικότερα, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως μετ’ επικλήσεως  προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, χωρίς όμως να ληφθεί υπόψη, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στις πιο πάνω σκέψεις, α) η με αρ. …../12-7-2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης …….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, καθόσον αυτή έχει ληφθεί ενώπιον κατά τόπο αναρμόδιου οργάνου, δεδομένου ότι δεν δόθηκε ενώπιον  ειρηνοδίκη είτε της έδρας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου είτε της κατοικίας ή διαμονής του εξετασθέντος ως άνω μάρτυρα, που βρίσκεται στο Κερατσίνι Αττικής, και β) η με αρ. 4430/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα τυγχάνει δικηγόρος Αθηνών, η οποία διατηρεί δικηγορικό γραφείο στη Νίκαια Αττικής και η οποία ήδη από το έτος 2009 είχε αναλάβει την εκπροσώπηση της εναγομένης ενώπιον των πολιτικών και  ποινικών δικαστηρίων για την υπεράσπιση των υποθέσεων της. Μετά το πέρας της συνεργασίας των διαδίκων, που έλαβε χώρα με την παράδοση του φακέλου της εναγομένης, με όλα τα έγγραφα και δικόγραφα που αφορούσαν σε διάφορες υποθέσεις, που χειρίστηκε η ενάγουσα, κατά την 24-1-2014 (συνταχθέντος προς τούτο του με ιδία ημερομηνία πρακτικού παράδοσης και παραλαβής εγγράφων και δικογράφων), η εναγομένη υπέβαλε ενώπιον του Πειθαρχικού Τμήματος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών την από 17-2-2014 καταγγελία-αναφορά της, που αφορούσε την ενάγουσα, η οποία έχει το ακόλουθο περιεχόμενο : «Καταγγέλλω και αναφέρω στο Πειθαρχικό του ΔΣΑ, την Δικηγόρο Αθηνών …….. …, για αντιεπαγγελματική, αντιδεοντολογική, καταχρηστική και εν τέλει ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά, κατά εμού, ……. …, η οποία είμαι επί σειρά 8 ετών πελάτης της ανωτέρω δικηγόρου. Συγκεκριμένα, η κα …., προσελήφθη από μένα, από το έτος 2006 και έκτοτε χειρίστηκε ως εξουσιοδοτημένη δικηγόρος μου, πλήθος υποθέσεων τις οποίες της ανέθεσα, μέχρι την 24-1-2014 οπότε και λύθηκε οριστικά, η μεταξύ μας συνεργασία, με την παράδοση όλου του υλικού που διατηρούσε στο αρχείο του γραφείου της, με πρακτικό, υπογεγραμμένο εκ μέρους μου “με επιφύλαξη” καθώς  διαπίστωσα εκ πρώτης όψεως, με μια πρόχειρη ματιά, λόγω του όγκου του υλικού, ότι υπήρχαν σοβαρότατες ελλείψεις. Οι πράξεις για τις οποίες εξανίσταμαι, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, αμφισβητώ, αντιδρώ και επαναστατώ σφόδρα ηθικά εναντίον της και την αναφέρω πειθαρχικά στο ΔΣΑ είναι οι εξής : 1. Καταχράστηκε  και κατακράτησε, με δόλο και ερήμην μου ποσό που ανέρχεται σε 800 ευρώ για αναδρομικές διατροφές μου, που εισέπραξε από τον αντίδικό μου, εν διαστάσει σύζυγο. Το άνω ποσό εισέπραξε η ανωτέρω δικηγόρος προκειμένου να μου το αποδώσει την 6-10-2009 σύμφωνα με την αρ. απόφ. 4430/2009 Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφ. μέτρων). Το σύνολο της απαίτησής μου ήταν 2.511,16 ευρώ. Αντί όμως να το αποδώσει σε εμένα (αφαιρουμένων των 350 ευρώ που συμπεριλαμβάνονταν στην εντολή προς πληρωμή της ως έξοδα σύνταξης-έκδοσης αντιγράφου της παραπάνω απόφασης), εκείνη κατακράτησε 800 ευρώ επιπλέον, χωρίς καμία δικαιολογία και χωρίς εγώ να το γνωρίζω (καθώς δεν γνώριζα ούτε το περιεχόμενο της απόφασης, το οποίο και έμαθα από τις 24-1-2014 και εντεύθεν, ούτε το ακριβές ποσό της αξίωσής μου κατά του εν διαστάσει συζύγου μου). Έτσι η ως άνω δικηγόρος μου απέδωσε με πρόχειρη απόδειξη μόλις 1.361,16 ευρώ, αντί των 2.161,16 ευρώ (ήτοι το ποσό των 2.511,16 ευρώ που είχα εισπράξει για λογαριασμό μου – τα 350 για τη σύνταξη και έκδοση αντιγράφου). Το γεγονός ότι η ως άνω δικηγόρος παρακράτησε εν αγνοία μου και παράνομα το ποσό των 800 ευρώ πραγματικά μου προκάλεσε τεράστια αρνητική έκπληξη, καθώς η ως άνω δικηγόρος εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη που της είχα λόγω της επαγγελματικής μας συνεργασίας και την εύλογη καλοπιστία και την συμπάθειά μου προς το πρόσωπό της, λόγω της ιδιότητας της ως συνηγόρου μου σε πλήθος υποθέσεων μου. Δεν υπάρχει καμμιά περίπτωση χρέους δικού μου προς τη δικηγόρο, καθώς είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ είχα έντονο οικονομικό πρόβλημα, πάντοτε κατέβαλα τις πληρωμές μου εγκαίρως, προκαταβολικά και πλήρως προς την ως άνω δικηγόρο, χωρίς να μου δίνει τις ανάλογες νόμιμες αποδείξεις ή άλλα παραστατικά για τα έξοδα που μου έλεγε ότι έκανε για λογαριασμό μου. Συνολικά η απαίτησή μου από την έκδηλα παράνομη και καταχρηστική αυτή πράξη της, είναι η άμεση επιστροφή εντόκως των 800 ευρώ που μου απέκρυψε ότι είχε εισπράξει για λογαριασμό μου, χωρίς ποτέ να μου τα αποδώσει, ως όφειλε. 2. Καταχράστηκε και παρακράτησε, δυνάμει της αρ. απόφ. 2720/2010  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία διατροφών) ποσόν 800 ευρώ, που εισέπραξε από τον …………, εν διαστάσει σύζυγό μου, για διατροφές, και δεν μου απέδωσε τίποτα, εν πλήρη αγνοία μου ότι του επιδικάστηκαν υπέρ εμού αυτά τα χρήματα κι εκείνη τα παρέλαβε για λογαριασμό μου. Ομοίως κι αυτό ήρθε σε γνώση μου μετά την 24-1-2014. 3. Κατατέθηκε από την ίδια δικηγόρο, κατόπιν εντολής μου, δικόγραφο με αρ. κατάθεσης …./2010 Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά (διαδικασία ασφ. μέτρων) κατά του ………., για το οποίο κατέβαλα στην ως άνω δικηγόρο το ποσό των 500 ευρώ (χωρίς νόμιμη  απόδειξη) για σύνταξη, κατάθεση, περιλαμβανομένης και της επίδοσης, αλλά με πλημμέλεια και ανευθυνότητα της δικηγόρου, κανένας δικαστικός επιμελητής δεν επέδωσε ούτε θυροκόλλησε στον αντίδικο το εν λόγω δικόγραφο, εξ ου δεν υπάρχει πουθενά έκθεση επίδοσης. Μάρτυρας, ο αντίδικος, που κι ο ίδιος, δυσανασχέτησε και της εξέφρασε τη δυσαρέσκεια του, για το γεγονός, διότι όπως τη διαβεβαίωσε δεν έλαβε ποτέ, ούτε βρήκε ποτέ θυροκολλημένο, κανένα έγγραφο-δικόγραφο (η αντίδρασή της ήταν να ζητήσει συγνώμη και να μας πει ότι θ’ αλλάξει δικαστικό επιμελητή, γιατί δέχεται παράπονα για παρόμοια περιστατικά, μη επίδοσης και από άλλους πελάτες της (!!!!). Συνεπώς, απαιτώ να μου επιστραφούν άμεσα τα 500 ευρώ εντόκως, καθόσον η μη επίδοση της ανωτέρω αγωγής μου από το έτος 2010 (!!!) είχε ως αποτέλεσμα να ζημιωθώ οικονομικά (καθώς μου πήρε χρήματα χωρίς ουσιαστικά να εκτελέσει την εντολή που της έδωσα) και ηθικά (καθώς δεν ικανοποιήθηκε το δικαίωμά μου για το οποίο είχε κατατεθεί η ως άνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων). Σε καμιά περίπτωση δεν προτίθεμαι να στερηθώ εγώ αυτά τα χρήματα, για τη συγκεκριμένη  υπόθεση, διότι δεν επετεύχθη ο σκοπός κι ο στόχος της, καθώς η δικηγόρος επέδειξε αντιδεοντολογική, αντιεπαγγελματική, πλημμελή και τρομερά ασυνεπή συμπεριφορά.  4. Είχα προκαταβάλλει στην ως άνω δικηγόρο, πριν 3 χρόνια, το ποσό των 400 ευρώ (χωρίς νόμιμη απόδειξη) για την παράσταση –εκδίκαση αγωγής κατά . …. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική Δ’) όμως λόγω θανάτου του αντιδίκου, ματαιώθηκε οριστικά η συζήτησή της. Όταν ζήτησα απ’ τη δικηγόρο να μου επιστρέψει τα χρήματα τα οποία μου παρακρατούσε επί 3 χρόνια εφόσον δεν υπήρχε πια αντικείμενο και αιτία δίκης, αυτή μου επέστρεψε μόνο 200 ευρώ, (πρακτικό με επιφύλαξη) τα υπόλοιπα 200 που κατακράτησε παράνομα, τα δικαιολόγησε με ανυπόστατες προφάσεις, δλδ παρακράτησε 100 ευρώ για έλεγχο τίτλων κατά του αντιδίκου μου στο υποθηκοφυλακείου και το κτηματολόγιο, στον οποίο όμως προέβη –αν προέβη πραγματικά!- εντελώς αναίτια και αδικαιολόγητα. Επιπλέον, δεν μ’ ενημέρωσε ότι θα προβεί σε τέτοιου είδους έλεγχο, δεν είχε την εντολή και την έγκριση μου και το βασικότερο, δεν υπάρχει ανάλογο παραστατικό από το κτηματολόγιο που να το αποδεικνύει, ούτε φυσικά μου προσκόμισε κάποιον έλεγχο τίτλων που υποτίθεται ότι έκανε για λογαριασμό μου (δλδ δεν μου έδειξε και δεν μου παρέδωσε ποτέ το αποτέλεσμα του υποτιθέμενου ελέγχου που διενήργησε  δήθεν για λογαριασμό μου). Τα υπόλοιπα 100 ευρώ, τα κράτησε με την αιτιολογία σύνταξης εισαγγελικής παραγγελίας προς το Δήμο Νίκαιας, την οποία εξέδωσα και εκτέλεσα αυτοπροσώπως (συνεπώς, δεν έκανε κανένα έξοδο γι’ αυτήν, το δε ποσό των 100 ευρώ κρίνεται υπερβολικό για τη σύνταξη μίας αίτησης για εισαγγελική παραγγελία!) Η δολιότητα της δικηγόρου έγκειται στο γεγονός ότι δεν μ’ ενημέρωσε, δεν με πληροφόρησε ότι είχε πρόθεση να κρατήσει 100 ευρώ, απ’ αυτά που της είχα προπληρώσει για άλλο λόγο και αιτία. Εξάλλου, μου ήταν πολύ εύκολο, καθώς έχω την ικανότητα και τη γνώση, να συντάξω μόνη μου την εισαγγελική παραγγελία, αν με πληροφορούσε ότι θα παρακρατούσε τμήμα από τα προκαταβληθέντα χρήματα, που αφορούσαν άλλη υπόθεση, χωρίς τη συγκατάθεση μου. Συνεπώς, απαιτώ εντόκως την επιστροφή σε μένα 200 ευρώ από σύνολο 400 ευρώ διότι χρησιμοποιήθηκαν χωρίς να έχω γνώση και χωρίς την εντολή μου. Αθροιστικά το ποσό που απαιτώ να μου επιστραφεί άμεσα και έντοκα, ανέρχεται σε 2.300 ευρώ. Επιπρόσθετα, κρίνω σκόπιμο να σας ενημερώσω για την πρόθεση μου να προβώ στην απαραίτητη καταγγελία στο ΣΔΟΕ για την φοροδιαφυγή εκ μέρους της εν λόγω δικηγόρου. Επίσης θα ήθελα να λάβετε υπόψιν, ότι είμαι ανάπηρη 67% και διαβιώ μόνο με μια χαμηλή σύνταξη ΙΚΑ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι καταδικαστέες ενέργειες της δικηγόρου απέναντι στο πρόσωπο να μου στερήσουν πολλά χρήματα, να με φέρουν σε δεινή θέση και πολύ δυσχερή οικονομική κατάσταση, σχετικά με την επιβίωσή μου και μάλιστα σε καιρούς μνημονιακής κρίσης, περιττό δε, να σημειώσω τη μεγάλη ψυχική αναστάτωση, την ηθική βλάβη, και την προσβολή της προσωπικότητας μου, καθώς πρόσφατα, ανακάλυψα ότι η δικηγόρος μου  με εκμεταλλευόταν οικονομικά, επί τόσα χρόνια (!)…».

Αναφορικά με τα ανωτέρω καταγγελλόμενα από την εναγομένη γεγονότα σε βάρος της  ενάγουσας  αποδείχθηκε ότι αυτά ήταν ψευδή και η εναγομένη τελούσε σε γνώση της αναλήθειας τους. Ειδικότερα, όσον αφορά στα υπό (1) φερόμενα (με την ένδικη αγωγή) ως ψευδή γεγονότα, ότι δηλαδή η ενάγουσα καταχράστηκε και κατακράτησε με δόλο, εν αγνοία της εναγομένης, το ποσό 800 ευρώ από διατροφές, που της όφειλε ο εν διαστάσει σύζυγός της και της επιδικάστηκαν δυνάμει της με αρ. 4430/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κάτι  που έμαθε (η εναγομένη) μόλις στις 24-1-2014 (ήτοι μετά την παράδοση σε αυτήν του φακέλου της) και ότι η ίδια προκατέβαλε πάντα  τις αμοιβές της προς την ενάγουσα, χωρίς όμως να λαμβάνει αποδείξεις, αποδείχθηκαν τα εξής.  Κατόπιν προφορικής εντολής της εναγομένης, η ενάγουσα δικηγόρος κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  την από 15-4-2009 και με αρ. κατάθ. ……/16-4-2009 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (της εναγομένης) κατά του τότε εν διαστάσει συζύγου της, ……….., με την οποία ζητούσε να διαταχθεί η μετοίκηση του συζύγου της από τη συζυγική οικία, ιδιοκτησίας της, και η καταβολή σε αυτήν, λόγω της παντελούς απορίας της, προσωρινής διατροφής ποσού 1.475 ευρώ κατά μήνα. Μάλιστα, κατόπιν σχετικού αιτήματος το ανωτέρω Δικαστήριο, αφού άκουσε και την ενάγουσα ως πληρεξούσια δικηγόρο της εναγομένης (τότε αιτούσας), χορήγησε την από 16-4-2009 προσωρινή διαταγή, με την οποία διέτασσε την απομάκρυνση του εν διαστάσει συζύγου της εναγομένης από την συζυγική οικία. Ακολούθως, επί της ως άνω αίτησης, η οποία συζητήθηκε στις 17-6-2009, εκδόθηκε η με αρ. 4430/23-7-2009 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου,  δυνάμει της οποίας η αίτηση έγινε εν μέρει δεκτή και, μεταξύ άλλων, ο καθ’ ου υποχρεώθηκε να καταβάλλει κάθε μήνα το ποσό των 400 ευρώ ως προσωρινή διατροφή της εναγομένης, όπως τούτο προκύπτει από την με ημερομηνία 6-10-2009 απόδειξη είσπραξης και εξόφλησης της ενάγουσας προς τον ……..  (στην οποία γίνεται αναφορά τόσο στην εν λόγω απόφαση όσο και στο μηνιαίο ποσό διατροφής) σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της προαναφερθείσας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Ακολούθως, η ενάγουσα προκειμένου να μην απωλεσθεί η τριακονθήμερη προθεσμία,  που τάσσει ο νόμος, για την άσκηση της τακτικής αγωγής διατροφής, συνέταξε, κατόπιν συνεννόησης με την εναγομένη, και κατέθεσε στις 24-8-2009 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς  την από 22-8-2009 και με αρ. κατάθ. …../2009 αγωγή διατροφής κατά του εν διαστάσει συζύγου της εναγομένης, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί στις 3-2-2010  και αντίγραφο της επιδόθηκε στον αντίδικο της εναγομένης στις 8-9-2009 (βλ. με αρ. …/8-9-2009 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πειραιά . …). Ταυτόχρονα, την ίδια ως άνω ημέρα, ήτοι στις 8-9-2009, και μετά από έγγραφη παραγγελία της ενάγουσας επιδόθηκε στον  …… και  επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω με αρ. 4430/2009 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων με επιταγή προς πληρωμή, δυνάμει της οποίας αυτός επιτασσόταν να καταβάλλει το συνολικό ποσό των 2.609 ευρώ, και δη α)για αναλογία διατροφής μηνός Απριλίου 2009 224 ευρώ, β) για διατροφές των μηνών Μαΐου 2009 έως και Σεπτεμβρίου 2009, για κεφάλαιο διατροφών (400 Χ 5=) 2.000 ευρώ, γ) για τόκους μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της επιταγής 35 ευρώ και δ)για έκδοση αντιγράφου, σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή, έκδοση αυτής και εντολή προς επίδοση, δαπάνες επιδόσεως κλπ 350 ευρώ (βλ. με αρ. …/8-9-2009 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πειραιά ……..). Ακολούθως, στις 6-10-2009 η ενάγουσα έλαβε από τον ………. το ποσό των 2.625,16 ευρώ,  το οποίο αφορούσε α) ποσό 2.111,16 ευρώ για κεφάλαιο της οφειλόμενης διατροφής του διαστήματος, που αναφερόταν στην ανωτέρω επιταγή προς πληρωμή, β) 51,16 ευρώ για τόκους μέχρι την ημερομηνία καταβολής και γ) 350 ευρώ γενικά για τα έξοδα της επιταγής προς πληρωμή. Από το ποσό αυτό ο ………. παρακράτησε, ωστόσο, το ποσό των 514 ευρώ, που του όφειλε η εναγομένη εν διαστάσει σύζυγός του, η οποία και παραδέχτηκε την οφειλή της, ούτε την αρνείται στην  παρούσα δίκη. Έτσι, η ενάγουσα έλαβε τελικά από τον ………… το ποσό των (2.625,16 – 514 =) 2.111,16 ευρώ και επιπλέον την διατροφή για τον μήνα Οκτώβριο 2009, ήτοι συνολικά το ποσό των (2.111,16 + 400 =) 2.511,16 ευρώ (βλ. με ημερομηνία 6-10-2009 απόδειξη είσπραξης-εξόφλησης που υπογράφεται από την ενάγουσα). Την επόμενη ημέρα, ήτοι την 7-10-2009, η ενάγουσα, από το παραπάνω εισπραχθέν ποσό, απέδωσε στην εναγομένη το ποσό των 1.361,16 ευρώ για κεφάλαιο διατροφών, που επιδικάστηκαν με την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, παρακρατώντας εν γνώσει της εναγομένης το ποσό των 1.150 ευρώ, και αναλυτικότερα το ποσό των 350 ευρώ για τα έξοδα της επιταγής προς πληρωμή (που αναφέρθηκαν παραπάνω) και το ποσό των 800 ευρώ για την σύνταξη, κατάθεση, επίδοση της προαναφερόμενης τακτικής αγωγής διατροφής καθώς και για την  παράσταση κατά τη συζήτηση αυτής, για  τις οποίες ενέργειες η εναγομένη ουδέν είχε καταβάλλει στην ενάγουσα. Τούτο, διότι η εναγομένη βρισκόταν σε εξαιρετικά δυσχερή οικονομική κατάσταση, όπως προκύπτει τόσο από την προαναφερόμενη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων όσο και από την τακτική αγωγή της για διατροφή, όπου γίνεται αναφορά στην παντελή έλλειψη εισοδήματος ή πόρων από οποιαδήποτε πηγή και στην αδυναμία της να εξεύρει οποιαδήποτε εργασία, και άρα δεν ηδύνατο να ανταπεξέλθει, κατ’ εκείνη τη χρονική στιγμή (της άσκησης της τακτικής αγωγής), στην δαπάνη για την έγερση της εν λόγω αγωγής. Στην σχετική μάλιστα από 7-10-2009 απόδειξη είσπραξης, που η ενάγουσα χορήγησε στην εναγομένη, η τελευταία δηλώνει ότι, μετά την είσπραξη του ποσού των 1.361,16 ευρώ, ουδεμία αξίωση ή δικαίωμα διατηρεί κατά της ενάγουσας. Εξάλλου, απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος είναι και ο – αόριστος πάντως- ισχυρισμός της εναγομένης ότι, προκατέβαλε την αμοιβή της ενάγουσας για τη δικαστική διεκδίκηση διατροφής από τον τότε εν διαστάσει σύζυγό της, καθώς διέθετε τα χρήματα από οικονομική βοήθεια που είχε λάβει από τους συγγενείς της, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ούτε ποια συγγενικά άτομα την συνέδραμαν οικονομικά, ούτε τα ποσά που της δάνεισαν αλλά ούτε και ο χρόνος που έλαβαν χώρα αυτά τα δάνεια.  Επίσης, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι, δεν γνώριζε το περιεχόμενο της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων και άρα ούτε το καθορισθέν ποσό της προσωρινής διατροφής, το οποίο πληροφορήθηκε μόλις μετά τη λήξη της συνεργασίας της με την ενάγουσα, δεν κρίνεται αληθής, διότι, καθ’ όλο το διάστημα μετά την αρχική είσπραξη του ποσού των 1.361,16 ευρώ ως οφειλόμενη από τον εν διαστάσει σύζυγό της διατροφή μέχρι και την έκδοση της με αρ. 2720/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που καθόρισε την τακτική διατροφή (για την οποία θα γίνει λόγος και παρακάτω), η εναγομένη εισέπραττε κανονικά από τον τελευταίο κάθε μήνα την οφειλόμενη διατροφή και άρα γνώριζε πόσο ήταν το ακριβές ποσό αυτής. Άλλωστε, το γεγονός της πλήρους ενημέρωσης της εναγομένης για το οφειλόμενο ποσό συνάγεται και από το γεγονός ότι, κατά την είσπραξη εκ μέρους της ενάγουσας της προσωρινής διατροφής από τον …………, αυτός  παρακράτησε ποσό 514 ευρώ, λόγω προηγούμενης οφειλής που είχε απέναντί του η εναγομένη, κάτι που η ενάγουσα δεν θα μπορούσε να γνωρίζει χωρίς να έχει προηγουμένως συνεννοηθεί με την εντολέα της. Συνεπώς, τα προαναφερόμενα γεγονότα  είναι ψευδή και η εναγομένη τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας τους. Περαιτέρω, αναφορικά  με τα υπό (2)  της καταγγελίας φερόμενα ως ψευδή γεγονότα, ότι δηλαδή  η ενάγουσα καταχράστηκε και παρακράτησε δολίως ποσό 800 ευρώ, που εισέπραξε από τον ………….. για διατροφές, και δεν  απέδωσε τίποτε στην εναγομένη, η οποία ούτε καν γνώριζε τα ποσά που της επιδικάστηκαν με την υπ’ αρ. 2720/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αποδείχθηκε ότι, επί της αναφερόμενης παραπάνω τακτικής αγωγής της εναγομένης κατά του εν διαστάσει συζύγου της, …………., για καθορισμό της τακτικής διατροφής, (την οποία είχε συντάξει και καταθέσει η ενάγουσα),  η οποία συζητήθηκε στις 2-2-2010, εκδόθηκε, όπως συνομολογείται και από την εναγομένη, η με αρ. 2720/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Δυνάμει της απόφασης αυτής, ο τελευταίος υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην εναγομένη ως τακτική μηνιαία διατροφή το ποσό των 450 ευρώ για χρονικό διάστημα δύο ετών, αρχής γενομένης από την επομένη της επίδοσης αγωγής, ενώ αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή του να της καταβάλλει και επιπλέον 150 ευρώ λόγω διατροφής μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα και για διάστημα δύο ετών. Ακολούθως,  η ενάγουσα την 15-7-2010 έλαβε από τον …………. το ποσό των 800 ευρώ εις έναντι και μερική εξόφληση διαφορών μηνιαίων διατροφών  του χρονικού διαστήματος από 8-9-2009 έως και 15-7-2010, που επιδικάστηκαν με την ως άνω απόφαση (βλ. με ημερομηνία 15-7-2010 απόδειξη είσπραξης, υπογεγραμμένη από την ενάγουσα). Από το ποσό αυτό στις 20-7-2010 η ενάγουσα απέδωσε στην εναγομένη το ποσό των 500 ευρώ, σύμφωνα με την σχετική από 20-7-2010 απόδειξη είσπραξης υπογεγραμμένη από την εναγομένη, ενώ παρακράτησε, εν γνώσει της τελευταίας, ποσό 300 ευρώ, που αφορούσε μέρος της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης με την ανωτέρω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), αλλά και αμοιβή της για την παράστασή της ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, σε ποινική υπόθεση, η οποία εκδικάστηκε σε συνέχεια της από 11-7-2010 μήνυσης, που είχε υποβάλλει η εναγομένη κατά του ……….. Μάλιστα, η εναγομένη, στην προαναφερόμενη απόδειξη είσπραξης δηλώνει ότι δεν διατηρεί καμία άλλη αξίωση έναντι της ενάγουσας από την αναφερόμενη στην απόδειξη αιτία. Πιο συγκεκριμένα, η ενάγουσα είχε καταβάλλει εξ ιδίων χρημάτων, αφενός τη δαπάνη για το δικαστικό ένσημο της τακτικής αγωγής διατροφής κατά του …… (το αρχικά αιτούμενο ποσό των 1.475 ευρώ είχε τρέψει μερικώς σε αναγνωριστικό, διατηρώντας το καταψηφιστικό μόνο για το ποσό των 450 ευρώ) ύψους 44 ευρώ πλέον 20% για ΤΑΧΔΙΚ,  αφετέρου την προείσπραξη στον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς, ύψους 343 ευρώ, όπως οι δαπάνες αυτές προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα αγωγόσημα με αρ. ………. και με αρ. … γραμμάτιο προείσπραξης του ΔΣ Πειραιώς. Επίσης, στις 11-7-2010 (λίγες δηλαδή ημέρες πριν την είσπραξη εκ μέρους της ενάγουσας του ποσού των 800 ευρώ από τον ……….), κατόπιν μήνυσης της εναγομένης συνελήφθη και οδηγήθηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά ο ……….., σε βάρος του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις της απλής σωματικής βλάβης, της παράνομης βίας και της εξύβρισης με έργω, και ακολούθως παραπέμφθηκε να δικαστεί με την αυτόφωρη διαδικασία αυθημερόν στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά.  Η ενάγουσα με εντολή της εναγομένης παραστάθηκε ενώπιον του άνω ποινικού δικαστηρίου για να δηλώσει πολιτικής αγωγής για το ποσό των 44 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η υπόθεση αυτή, μετά από δύο αναβολές, κατ’ άρθρο 423 § 1 ΚΠΔ και για κρείσσονες αποδείξεις (βλ. σκεπτικό απόρριψης αιτήματος αναβολής στην με αρ. 9867/2010 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς), εκδικάστηκε εν τέλει στις 23-7-2010, κατά την οποία η ενάγουσα παραστάθηκε, σύμφωνα με την χορηγηθείσα ήδη σ’ αυτήν εντολή, για λογαριασμό της εναγομένης ως πολιτική αγωγή καταθέτοντας το με αρ. ….. παράβολο χαρτοσήμου (βλ. με αρ. 9867/2010 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς). Η ενάγουσα, εξάλλου, για την παράστασή της ενώπιον του ανωτέρω ποινικού δικαστηρίου κατέβαλε και το ποσό των 143,91 ευρώ για το γραμμάτιο προείσπραξης του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (βλ. με αρ. ……/23-7-2010 γραμμάτιο προείσπραξης ΔΣ Πειραιά). Με την υπ’ αρ. 9867/2010 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου ο ………. κηρύχθηκε ένοχος για τις πράξεις, για τις οποίες κατηγορείτο, και επιδικάστηκε υπέρ της εναγομένης η αιτηθείσα χρηματική ικανοποίηση. Συνεπώς, είναι ψευδές το γεγονός, που ισχυρίστηκε η εναγομένη με την επίδικη καταγγελία της, ότι η ενάγουσα παρακράτησε παράνομα και εν αγνοία της το ποσό των 800 ευρώ, που είχε εισπράξει από τον …… ., αφού το αληθές είναι ότι αφενός μεν της απέδωσε το ποσό των 500 ευρώ, σύμφωνα με την με ημερομηνία 20-7-2010 απόδειξη είσπραξης με υπογραφή της εναγομένης – η γνησιότητα της οποίας δεν αμφισβητήθηκε-, αφετέρου δε, το μη αποδοθέν ποσό των 300 ευρώ αφορούσε νόμιμες αμοιβές της ενάγουσας,  τις οποίες γνώριζε η εναγομένη, που δεν είχε άλλον τρόπο καταβολής της αμοιβής της ενάγουσας (κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω για τα υπό (1) γεγονότα), παρά μόνο μέσω των χρημάτων, που εισέπραττε από τον τότε εν διαστάσει σύζυγό της. Εξάλλου, ψευδής είναι και ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι, δεν γνώριζε το ποσό διατροφής, που της επιδικάστηκε με την υπ’ αρ. 2720/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθόσον στην με ημερομηνία 20-7-2010 απόδειξη είσπραξης δηλώνει ότι έλαβε το αναφερόμενο ποσό για διαφορές διατροφών και δεν διατηρεί καμία άλλη αξίωση έναντι της ενάγουσας, προσέτι δε, καθ’ όλο το μετέπειτα διάστημα η εναγομένη εισέπραττε κανονικά από τον ………….. κάθε μήνα την οφειλόμενη διατροφή και άρα γνώριζε το επιδικασθέν ποσό διατροφής. Συνεπώς, τα ανωτέρω αναφερόμενα γεγονότα, που ισχυρίζεται η εναγομένη στο υπό στοιχ. (2)  της καταγγελίας της, είναι ψευδή και αυτή τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας τους. Επίσης, αναφορικά με τα αναφερόμενα ως ψευδή γεγονότα στο υπό (3) της επίδικης καταγγελίας, ότι δηλαδή η ενάγουσα έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 500 ευρώ για την κατάθεση αγωγής κατά του υιού της, …………., την οποία από υπαιτιότητά της (ενάγουσας) ουδέποτε επέδωσε, αλλά  προφασίστηκε ότι θα αλλάξει δικαστικό επιμελητή διότι δέχεται παράπονα και από άλλους πελάτες της, επιδεικνύοντας αντιδεοντολογική και αντιεπαγγελματική συμπεριφορά, αποδείχθηκαν τα κάτωθι. Η ενάγουσα, κατόπιν εντολής της εναγομένης, συνέταξε και κατέθεσε στις 27-9-2010, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 14-9-2010 και με αρ. κατάθ. ……/2010 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εναντίον του υιού της, ……., με την οποία ζητούσε να διαταχθεί αυτός να απέχει από κάθε προσβολή της προσωπικότητάς της και να μην έχει οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί της, απομακρυνόμενος, ουσιαστικά, από την οικία της. Η συζήτηση της εν λόγω αίτησης ορίστηκε να γίνει στις 8-12-2010, αφού προηγηθεί επίδοσή της στον καθ’ ου προ (τουλάχιστον) 10 ημερών. Για τη σύνταξη και κατάθεση της εν λόγω αίτησης η ενάγουσα έλαβε, όπως παραδέχεται, από την εναγομένη, ως αμοιβή,  το ποσό των 300 ευρώ. Εν τω μεταξύ, κατόπιν αίτησης του υιού της εναγομένης κινήθηκε αυτεπάγγελτα από την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιά (οίκοθεν) διαδικασία για την ακούσια νοσηλεία της και κατατέθηκε η με ΓΑΚ ……./2010 (ΕΑΚ ……/2010) σχετική αίτηση, η οποία εισήχθη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς για να συζητηθεί με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με ορισθείσα δικάσιμο την 30-11-2010 (η οποία, όπως αναφέρει η εναγομένη στην ένδικη έφεσή της, σελ. 44, δεν συζητήθηκε). Η εναγομένη ήδη στην προαναφερόμενη με αρ. κατάθ. ……/2010 αίτησή της  κατά του υιού της είχε περιλάβει και τα εξής περιστατικά : «Ο αντίδικος περί τα μέσα Αυγούστου 2010 ….με απείλησε ότι, εάν δεν ικανοποιήσω τις επιθυμίες του θα με κλείσει στο Ψυχιατρείο για να διαχειριστεί ολόκληρη την περιουσία μου. Ούρλιαζε ότι είμαι τρελή. Πράγματι ο αντίδικος εκμεταλλευόμενος την κατάσταση της υγείας μου, υπέβαλε αυθημερόν αίτηση στον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά και χρησιμοποιώντας τις δύο γνωματεύσεις με ημερομηνίες 4-5-2009 και 11-5-2009 των ιατρών των εξωτερικών ιατρείων του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, κατά τις οποίες είχε διαγνωσθεί ότι πάσχω από μείζονα καταθλιπτική συνδρομή με έντονα καταναγκαστικά και ιδεοληπτικά συμπτώματα, επέτυχε τον εγκλεισμό μου στο ως άνω Ψυχιατρικό Κατάστημα, απ’ όπου εξήλθα με βελτιωμένη  κατάσταση της υγείας μου..» Ενόψει αυτών αλλά και της ανωτέρω εξέλιξης της υπόθεσης της εναγομένης, με την κατάθεση από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά αίτησης περί ακούσιας νοσηλείας της, η οποία επρόκειτο να συζητηθεί λίγες ημέρες πριν την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, που είχε κατατεθεί εναντίον του υιού της, η ενάγουσα, φοβούμενη ότι θα υπήρχε δικονομική αδυναμία να την εκπροσωπήσει κατά τη συζήτηση (της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων), δεν προχώρησε σε επίδοση της αίτησης (της οποίας η επίδοση έπρεπε να γίνει το αργότερο μέχρι 27-11-2010). Συνεπώς, είναι αναληθής ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η ενάγουσα προφασίστηκε υπαιτιότητα του δικαστικού επιμελητή για την μη επίδοση της αίτησης και η εναγομένη τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας τους. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της  εναγομένης ότι, ουδέποτε εγκλείσθηκε σε κάποιο από τα ψυχιατρικά ιδρύματα, Δρομοκαϊτειο ή Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, για την απόδειξη του οποίου προσκομίζει τα από 29-11-2018 (αρ. πρωτ. …/2018) και από 30-11-2018 (αρ. πρωτ. ….) έγγραφα του Δρομοκαϊτειου Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής και του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής αντίστοιχα, με τα οποία βεβαιώνεται ότι ουδέποτε νοσηλεύτηκε σ’ αυτά η εναγομένη, δεν μπορούν να οδηγήσουν στην κρίση ότι όσα αναφέρει η ενάγουσα περί της ψυχικής κατάστασης της εναγομένης είναι ψευδή και άρα είναι αληθή τα όσα διαλαμβάνει η εναγομένη στο υπό στοιχ. (3) της καταγγελίας της. Τούτο, διότι η ίδια η εναγομένη επικαλείται τα στοιχεία αυτά για την κατάσταση της υγείας της και της διαδικασία ενώπιον του Εισαγγελέα στην προαναφερόμενη αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων, η οποία συντάχθηκε μεν από την ενάγουσα, αλλά με εξιστόρηση των γεγονότων, προφανώς, από την εναγομένη, διότι άλλως η ενάγουσα δεν θα μπορούσε να έχει γνώση αυτών. Άρα, είτε είναι αληθή όσα διαλαμβάνονται στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων σχετικά με την ψυχική υγεία της εναγομένης και τον εγκλεισμό της σε ψυχιατρικό ίδρυμα, είτε η ίδια ψευδώς πληροφόρησε την ενάγουσα δικηγόρο της κατά τη σύνταξη της εν λόγω αίτησης. Σε κάθε περίπτωση,  όσα αναφέρει η ενάγουσα σχετικά με την κατάσταση υγείας της εναγομένης στηρίζονται στις πληροφορίες της τελευταίας, και όχι σε άλλες πηγές, και δεν είχε λόγους να αμφισβητήσει την αλήθεια τους.  Επιπλέον, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι το ποσό, που είχε λάβει η ενάγουσα για την παραπάνω δικαστική ενέργεια σύνταξης και κατάθεσης της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων κατά του …………, ανερχόταν στο ύψος των 500 ευρώ και όχι στο ύψος των 300 ευρώ, όπως η ίδια η ενάγουσα παραδέχεται. Επομένως, η ενάγουσα ουδεμία αντιεπαγγελματική, αντιδεοντολογική ή πλημμελή συμπεριφορά επέδειξε, παρά τα ψευδή διαλαμβανόμενα στο υπό στοιχ. (3) της επίδικης καταγγελίας της εναγομένης. Τέλος, όσον αφορά στον υπό (4) ισχυρισμό της εναγομένης,  ότι δηλαδή  η ενάγουσα παρακρατούσε  επί τρία χρόνια το ποσό των 400 ευρώ, που της είχε προκαταβάλλει για την παράσταση –εκδίκαση αγωγής κατά του ……..,  ενώ η υπόθεση τελικά δεν συζητήθηκε, και ότι τελικά της επέστρεψε μόνο 200 ευρώ, καθώς τα υπόλοιπα 200 ευρώ κράτησε παράνομα και αδικαιολόγητα,  αποδείχθηκαν τα κάτωθι. Η ενάγουσα, κατόπιν εντολής της εναγομένης,  και σε συνέχεια της ποινικής υπόθεσης, που είχε ανοίξει κατά του ………, συνέταξε και κατέθεσε στις 23-3-2011, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 27-2-2011 και αρ. κατάθ. …./2011 αγωγή κατά του ………., με την οποία,  επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτού και προσβολή της προσωπικότητας της (εναγομένης), ζητούσε να καταδικαστεί ο ανωτέρω να της καταβάλλει το ποσό των 49.956 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Για τη σύνταξη, κατάθεση, επίδοση της αγωγής αυτής και παράσταση κατά της συζήτηση η εναγομένη προκατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των 400 ευρώ.  Η συζήτηση της ανωτέρω αγωγής ορίστηκε για τη δικάσιμο της 17ης-2-2012, οπότε αναβλήθηκε για τις 13-12-2013. Εν τω μεταξύ, η ενάγουσα, κατόπιν εντολής της εναγομένης, συνέταξε και κατάθεσε στις 4-11-2013 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την από 24-10-2013 και αρ. κατάθ. ../2013 αγωγή  μέμψης άστοργης δωρεάς εναντίον των συγγενών της, ………., με την οποία αιτείτο, μεταξύ άλλων, να ανατραπούν οι αναφερόμενες σε αυτήν δωρεές κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας της. Στις 13-12-2013, που είχε οριστεί μετ’ αναβολή να συζητηθεί η αγωγή της εναγομένης κατά του ………., αυτή ματαιώθηκε, λόγω θανάτου του τελευταίου στις 3-7-2013, γεγονός που είχαν ήδη πληροφορηθεί ενώπιον του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς στη δικάσιμο της 4η-10-2013, οπότε είχε προσδιοριστεί να συζητηθεί η έφεση του αποβιώσαντος κατά της με αρ. 9867/2010 καταδικαστικής απόφασης του Α’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς (οπότε και έπαυσε οριστικά η ποινική κατ’ αυτού δίωξη λόγω θανάτου). Με αφορμή διαφωνία της εναγομένης, η οποία επέμενε να συζητηθεί η αγωγή κατά του  …………. και αμφισβητούσε την επαγγελματική επάρκεια της ενάγουσας, οι σχέσεις των διαδίκων διερράγησαν. Έτσι, στις 24-1-2014 με υπογραφή σχετικού πρακτικού παράδοσης και παραλαβής έληξε η σχέση εντολής μεταξύ των διαδίκων και η ενάγουσα παρέδωσε στην εναγομένη ολόκληρο τον φάκελο μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα και δικόγραφα για τις υποθέσεις της, που κατά καιρούς χειρίστηκε. Σύμφωνα, επίσης, με το εν λόγω πρακτικό, κατόπιν απαίτησης της εναγομένης, η ενάγουσα, από το ποσό των 400 ευρώ, που είχε εισπράξει ως αμοιβή για τον χειρισμό της αγωγής της κατά του ………., επέστρεψε σ’ αυτήν το ποσό των 200 ευρώ. Το υπόλοιπο ποσό των 200 ευρώ η ενάγουσα το κράτησε ως αμοιβή της για την υποβολή αιτήσεως στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά προς έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας απευθυνόμενης στο Δήμο Νικαίας και για έλεγχο τίτλων στο υποθηκοφυλακείο Νίκαιας, στη μερίδα του ……….., προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή μη περιουσίας στο όνομά του. Μάλιστα στο σχετικό πρακτικό παράδοσης και παραλαβής, που υπέγραψε η εναγομένη, δεν διατήρησε καμία επιφύλαξη. Συνεπώς, η εναγομένη αναληθώς στην επίδικη καταγγελία της αναφέρει ότι η ενάγουσα παρακρατούσε  επί τρία χρόνια το ποσό των 400 ευρώ, αφού μόλις τέλη του 2013 η συζήτηση της υπόθεσης, μετά από αναβολή (στην οποία παραστάθηκε η ενάγουσα), ματαιώθηκε, καθώς και ότι κράτησε αδικαιολόγητα και παράνομα το ποσό των 200 ευρώ, αφού αυτό ήταν δικαιολογημένο και νόμιμο, καθώς αφορούσε τις αναφερόμενες στο εν λόγω πρακτικό εξώδικες ενέργειες της ενάγουσας, τις οποίες, κατά τον χρόνο υπογραφής του πρακτικού, η εναγομένη ουδόλως αμφισβήτησε.  Εξάλλου, η εναγομένη διέλαβε τα ανωτέρω ψευδή στην καταγγελία της, ενώ τελούσε εν γνώση της αναλήθειας τους. Πέραν όλων των ανωτέρω, θα πρέπει να σημειωθούν και τα εξής. Αναφορικά με τα ποσά, που κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης, παράνομα παρακράτησε η ενάγουσα, η κρίση του Δικαστηρίου περί του ψεύδους της επίδικης καταγγελίας ενισχύεται και από το ότι, κατά τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν παρίσταται λογικό η ενάγουσα, εάν είχε πρόθεση κατακράτησης με δόλο των ως άνω ποσών, να διαλαμβάνει στα παραδοθέντα στην εναγομένη έγγραφα αποδείξεις, που κατά τα αναφερόμενα στην ένδικη καταγγελία αποδεικνύουν  την ενοχή της. Επίσης, δεν παρίσταται λογικό η  εναγομένη να προκαταβάλλει, ως ισχυρίζεται, όλες τις αμοιβές της ενάγουσας για τις δικαστικές της ενέργειες που αφορούσαν ιδίως στις δίκες διατροφής, αφού από τις εν λόγω δίκες διεφάνη η αδυναμία της εναγομένης να εργαστεί και τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, ούτε να αγνοεί αυτή το αποτέλεσμα των δικών επί της αξίωσης διατροφής αυτής (ασφαλιστικά μέτρα και τακτική αγωγή) και της εκκαθάρισης των οφειλόμενων ποσών από τον εν διαστάσει σύζυγο της. Εξάλλου, και ο ισχυρισμός της ότι είχε άγνοια σχετικά με τα καθορισθέντα ποσά διατροφής μέχρι την 24-1-2014, οπότε της παραδόθηκε ο φάκελος των υποθέσεών της, κρίνεται ψευδής, δεδομένου ότι, ενώ μετά το πέρας των δικών διατροφής είχε αποκατασταθεί η συμβίωση με τον σύζυγό της . …,  κατά το έτος 2013 η εναγομένη ανέθεσε στην ενάγουσα  τον χειρισμό και άλλης υπόθεσής της (αυτή της αγωγής μέμψης άστοργης δωρεάς), γεγονός που καταδεικνύει ότι, εάν υπήρχε ο,τιδήποτε επιλήψιμο στην συμπεριφορά της ενάγουσας το προηγούμενο διάστημα αναφορικά με τα ποσά των διατροφών, θα το είχε πληροφορηθεί από αυτόν, και δεν θα είχε χορηγήσει στην ενάγουσα καινούρια εντολή. Συνακόλουθα, η επίδικη καταγγελία της εναγομένης περιέχει τα ως άνω αναλυτικά αναφερόμενα ψευδή γεγονότα, τα οποία αυτή διέλαβε γνωρίζοντας ότι είναι ψευδή, με σκοπό να θίξει την επαγγελματική ικανότητα και φήμη της ενάγουσας. Αποδείχθηκε, εξάλλου, ότι επί της ως άνω καταγγελίας της εναγομένης σχηματίστηκε από το Πειθαρχικό Τμήμα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών σε βάρος της ενάγουσας η με αρ. …./2014 πειθαρχική δικογραφία και κατά τη συνεδρίαση της 5-4-2017 εκδόθηκε η με αριθμό 29/2017 απόφαση, σύμφωνα με την οποία κρίθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά της ενάγουσας και η εν λόγω υπόθεση ετέθη στο αρχείο.  Συνεπώς, με βάση τις ανωτέρω ουσιαστικές παραδοχές συνάγεται ότι η εναγομένη με την επίμαχη καταγγελία της ενώπιον του ΔΣ Αθηνών ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων και δη ενώπιον συναδέλφων της ενάγουσας -δικηγόρων, δικαστικών υπαλλήλων και γραμματέων του ΔΣ Αθηνών, τα ως άνω ψευδή γεγονότα, ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας. Επίσης, γνώριζε ότι όσα διέλαβε στην καταγγελία της για την ενάγουσα μπορούσαν να μειώσουν την τιμή και την υπόληψη της έναντι τρίτων, που θα ελάμβαναν γνώση αυτής. Με την αδικοπρακτική της αυτή συμπεριφορά προσέβαλε την προσωπικότητα  της ενάγουσας, η οποία υπέστη έτσι ηθική βλάβης, για την ανόρθωση της οποίας δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης. Λαμβανομένων δε υπόψη του βαθμού υπαιτιότητας της εναγομένης, του είδους και της έκτασης της βλάβης της ενάγουσας, της έντασης της προσβολής, της στενοχώριας, που αυτή δοκίμασε, των συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκε η σε βάρος της αδικοπραξία και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων κρίνεται ότι η χρηματική ικανοποίηση πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 3.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε στα ίδια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει οι σχετικοί (υπόλοιποι) λόγοι έφεσης, με τους οποίους η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι.

Επομένως, αφού ουδείς λόγος κρίθηκε βάσιμος, πρέπει και η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο, διότι η έφεση απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 18-6-2018 (αρ. κατάθ. …………/2018) έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 18-2-2020.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ’ αυτής λόγω μετάθεσης και αναχώρησής της,

ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του

Εφετείου Πειραιώς

 

 

Αντώνιος Πλακίδας

Πρόεδρος Εφετών