Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 139/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Ανακοπή κατά διαταγή πληρωμής, αοριστία λόγων ανακοπής,  απαιτούμενα  στοιχεία αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής, προστασία καταναλωτών, εισφορά ν. 128/1975, εξωτραπεζικά επιτόκια, ισχύς συμφωνίας περί ανατοκισμού και μετά την έκδοση διαταγής πληρωμής, εξαφανίζει απόφαση, απορρίπτει ανακοπή.

Αριθμός  απόφασης : 139/ 2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  από  30.11.2017 και με αριθ. καταθέσεως ………./2017 έφεση, του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της με αριθ. 4296/2017  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί  νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 518 § 1 και 591 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015), κι έχει καταβληθεί  και το νόμιμο παράβολο ποσού 100 ευρώ (άρθρο 495 § 3 περ. Α’ υποπερ.β’ ΚΠολΔ, βλ. το με αρ.  …… e – παράβολο). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Με την  από 30-7-2013 (αρ. κατάθ.  …/2013) ανακοπή που άσκησε οανακόπτων και ήδη εκκαλώνκατά  της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας, ήδη εφεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και τους από 28.2.2017  και με αρ. καταθ. ……/2.3.2017  πρόσθετους λόγους αυτής ζήτησε για τους λόγους που αναφέρονταν  σ΄αυτή  να ακυρωθεί, η υπ’ αρ. …./2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε  να καταβάλει στην καθ’ ης το ποσό των 251.635,80 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση προερχόμενη από σύμβαση χορήγησης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που συνήψε με την καθ’ ης, καθώς και να επιβληθεί στην καθ’ ης η δικαστική του δαπάνη. Επί της ανακοπής αυτής το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση του, με την οποία απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών άσκησε την επίδικη έφεσή του, με την οποία, για τους λόγους που επικαλείται και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να ακυρωθεί  η διαταγή πληρωμής.

Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,  216 παρ. 1 και 2, 217, 583, 585, 632 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ΄ ου η ανακοπή ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 49.424, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003.1297, ΑΠ 758/2002, ΑΠ 309/1999, ΕφΑθ 1587/2013 ΔΕΕ 2013.792, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 2788/2009, ΕφΘεσ 317/2009, Στεφ. Πανταζόπουλου: Η ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής, έκδοση 2001, σελ. 147 με τις εκεί παραπομπές). Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία επιδικάζει κατάλοιπο ανοικτού λογαριασμού για να είναι ορισμένη και παραδεκτή, θα πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού, χωρίς να αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητάς του (ΑΠ 999/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ) 1071/2017, ΑΠ 2210/2013, ΕΕμπΔ 2014.701. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 166/2017 ΕφΑθ (Μον), 327/2018, ΕφΔωδ (Μον) 1/2016, ό.π). Ενόψει  όλων αυτών, επί διαταγής πληρωμής, την έκδοση της οποίας πέτυχε Τράπεζα με βάση σύμβαση δανείου, συναφθείσα μεταξύ αυτής και του καθού η διαταγή (δανειολήπτη), ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ προβάλλει ότι η δανειακή σύμβαση, με βάση την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής πάσχει ως προς ένα ή περισσότερους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) από ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του λόγου της, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση, επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωσή της, και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ή των ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος. Για το σκοπό αυτό πρέπει, για το ορισμένο του λόγου ανακοπής, να προσδιορίζεται το κονδύλιο και το ποσό κατά το οποίο είναι ακυρωτέα η διαταγή πληρωμής, εκτός εάν, παρά το αίτημα για συνολική ακύρωση της διαταγής, από τα παρατιθέμενα στην ανακοπή στοιχεία το δικαστήριο μπορεί να εξάγει με μαθηματικούς υπολογισμούς το αμφισβητούμενο ποσό, οπότε η ανακοπή είναι νόμιμη μόνο ως προς αυτό. (ΑΠ 1090/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 753/1995).  Ακόμα από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624, 626 παρ. 2 και 3, στοιχ. γ΄, 630 στοιχ. δ΄ και 631 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνον εκτελεστό τίτλο και δεν τυγχάνει δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη πλήρους αιτιολογικού, αρκεί, πλην άλλων στοιχείων, να εμπεριέχει απλώς την αιτία της πληρωμής. Επί διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε βάσει οριστικού καταλοίπου από σύμβαση αλληλόχρεου ή ανοικτού λογαριασμού ή σύμβαση εκδόσεως πιστωτικού δελτίου ή δανειακή σύμβαση, που καταρτίσθηκε με Τράπεζα, αρκεί να αναφέρεται συνοπτικά ότι το διατασσόμενο χρηματικό ποσό τυγχάνει το χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτη. Αντιστοίχως, στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής του αποσπάσματος των βιβλίων της Τράπεζας σε έγγραφο αποδείξεως της απαιτήσεως και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιμο ή η καταγγελία της συμβάσεως, το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού, δίχως να είναι ανάγκη να εμπεριέχονται στο περιεχόμενο της αίτησης τα επιμέρους κονδύλια χρεοπιστώσεων του λογαριασμού κινήσεως, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού (ΑΠ 999/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ1234/2012, ΑΠ 370/2012 ΧΡΙΔ 2012.609, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 1512/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πολύ περισσότερο δεν απαιτείται να αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την Τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΕφΛαρ 452/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327). Στην προκείμενη περίπτωση ο ανακόπτων στον  πρώτο λόγο της ανακοπής του ισχυρίζεται ότι στην αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί διότι  δεν αναφέρονται καθόλου διότι στην αίτηση για την έκδοση της οι αμοιβαίες χρεωπιστώσεις του λογαριασμού και το εκάστοτε επιτόκιο και η χρονική περίοδος που αυτό εφαρμόσθηκε. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως νόμω αβάσιμος, καθώς τα κονδύλια  των χρεωπιστώσεων δεν περιλαμβάνονται στα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για το περιεχόμενο της αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής, ούτε αναγκαίως το επιτόκιο και η χρονική περίοδος που αυτό εφαρμόσθηκε. Εξάλλου στην αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτής, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η  αιτούσα καθ΄ης δυνάμει της με αρ,……./20.1.2005  σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, παρέσχε στον ανακόπτοντα πίστωση έως το ποσό των 230.000 €, ότι δυνάμει των με αρ.5.1  είχε δικαίωμα να κλείσει την πίστωση οριστικά, χωρίς οποιαδήποτε ειδοποίηση του πιστούχου, η απαίτησή της συμφωνήθηκε, ότι θα αποδεικνύεται από απόσπασμα των βιβλίων της και ότι στις 16.4.2013 έκλεισε όπως είχε  δικαίωμα την πίστωση,  η οποία εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο 251635,80 €. Στην  ίδια αίτηση παρατίθενται τα πλήρη αποσπάσματα της κίνησης του αλληλόχρεου λογαριασμού, από την αρχή της πίστωσης έως το κλείσιμό του, ώστε η αίτησης προς έκδοση της διαταγής πληρωμής περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία και συνεπώς ο σχετικό λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως, ορθά εκτίμησε το νόμο και τις αποδείξεις, οπότε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. α` του ν. 2251/1994 “προστασία καταναλωτών”, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3587/2007, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του. Υπό την έννοια αυτή, ο δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέκτης των πιστωτικών υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής, ενώ και ο εγγυητής υπέρ τέτοιου δανειολήπτη και ιδίως αυτός που εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (παραιτούμενος των ενστάσεων), ο οποίος δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του, εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άνω νόμου, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγύησης (βλ. ολ.ΑΠ 13/2015 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994  όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 24 του Ν. 2741/1999 και το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 3587/2007, γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης τράπεζας, στον οποίο αυτή, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί οιασδήποτε μορφής πίστωση. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας των γενικών αυτών όρων κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Πρέπει δηλαδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2251/1994, οι οποίες, ως προς τον έλεγχο των όρων των συναλλαγών (ΓΟΣ) αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ με τα αναφερόμενα σ` αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών, να λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση καθώς και του σκοπού αυτής, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών. Ως μέτρο δε ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλομένων (στη συγκεκριμένη σύμβαση) μερών και εξετάζεται ποιό είναι το συμφέρον του προμηθευτή προς διατήρηση του συγκεκριμένου όρου που ελέγχεται και ποιό εκείνο του καταναλωτή προς κατάργησή του. Δηλαδή ερευνάται ποιές συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει ένα γενικό όρο άκυρο, ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Τα περιστατικά αυτά, τα οποία διαταράσσουν την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και καθιστούν τον όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να προβάλλονται με σαφήνεια ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, για να έχει αυτό τη δυνατότητα να κρίνει, στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών, για την ακυρότητα ή μη ως καταχρηστικού του σχετικού όρου (ΟλΑΠ 6/2006, ΔΕΕ 2006.665, ΑΠ 1242/2017, ΑΠ 350/2016, ΑΠ 561/2014 TNΠ ΝΟΜΟΣ).   Περαιτέρω, σύμφωνα  με τη διάταξη της § 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρους, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή δεν προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζόμενης με τον άνω νόμο εισφοράς. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε, υπό την ισχύ του Ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) Το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του Ν. 2459/1997 και 19 παρ. 4β του Ν. 3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και η οποία δεν θα δικαιολογείτο αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Να σημειωθεί, επίσης, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, από της ενάρξεως εφαρμογής του Ν. 128/1975 ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο από μέρους της διοικητικός καθορισμός του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων χορηγήσεων, ενώ και υπό το καθεστώς της ελευθέρας διαμορφώσεως των επιτοκίων η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για κεχωρισμένη αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991, 2501/2002). Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη, εν όψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημερώσεως του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του Ν 128/1975, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (Α.Π. 430/2005, ΕφΑθ 227/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 492/2010 ΕΕμπΔ 2011.81, ΕφΑθ 1558/2007 ΕλΔνη 2007.902). Τέλος, η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και, επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται ΑΠ 368/2019, ΑΠ  999/2019, ΜΕφΘεσ 2256/2018, ΜΕφΘεσ  1224/2017,  ΜΕφΘεσ1635/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 4424/2012 ο.π.,ΕφΘεσ 16/2016, ΕλλΔνη 2016, 1415, ΕφΑθ 4424/2009, ΕλλΔνη 2011, 875, ΠΠρΘεσ 16258/2013, Αρμ. 2014,1171,  Σ. Ψυχομάνη άρθρο «Τα τραπεζικά επιτόκια», ΝοΒ. 1995.16-17 E). Στην προκείμενη περίπτωση ο ανακόπτων με το δεύτερο λόγο της ανακοπής του και τους τέταρτο και πέμπτο των προσθέτων λόγων αυτής, ισχυρίζεται ότι παρά το νόμο και συνεπώς ακύρως έγινε σ΄αυτόν η  μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/75, δεδομένου ότι  η εισφορά αυτή  βαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα και όχι τους πιστολήπτες. Ότι στο σχετικό όρο της σύμβασης πιστώσεως (άρθρο 3)  δεν γίνεται καμία αναφορά για την αιτία απαλλαγής  της Τράπεζας από την εισφορά αυτή και τη μετακύλιση στον ανακόπτοντα,  η δε επιβολή της εισφοράς αυτής έγινε χωρίς την ύπαρξη συμφωνίας, με δεδομένο ότι ο όρος αυτός ήταν προδιατυπωμένος,  χωρίς να  μπορεί να επηρεάσει ο  ανακόπτων το περιεχόμενό του, ώστε να μην έχει αποτελέσει ουσιαστικά αντικείμενο συμφωνίας. ¨Ότι επιπλέον είναι παράνομος ο  ανατοκισμός της εισφοράς αυτής, καθώς  η καθ’  ής η ανακοπή,   δυνάμει συμβατικού όρου περί εξάμηνου ανατοκισμού των τόκων  κεφαλαιοποιούσε, τόκιζε και ανατόκιζε το ποσό της εισφοράς του ν. 128/75 κάθε φορά που προέβαινε σε χρεώσεις τόκων πάσης φύσεως. ¨Όπως όμως εκτέθηκε,  η μετακύλιση της άνω εισφοράς μπορεί να συμφωνηθεί έγκυρα  με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας  μεταξύ πιστοδότριας τράπεζας και πιστούχου, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για ειδική αιτιολόγηση της συμφωνίας αυτής,  αφού δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 § 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, συντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων (βλ. και ΑΠ 35/2011, ΑΠ 330/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου από το περιεχόμενο του  άνω όρου, όπως αυτός παρατίθεται στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων της ανακοπής, (« η πίστωση παρέχεται με κυμαινόμενο επιτόκιο, (6,90 % ετησίως, που αποτελείται από το βασικό επιτόκιο Κεφαλαίου Κίνησης Επαγγελματιών που σήμερα είναι 6,90 και περιθώριο που είναι 0% πλέον εισφοράς του ν. 128/1975 που είναι σήμερα 0,60 ή οποιωνδήποτε άλλων τελών και εισφορών επιβληθούν υπό των Αρχών στο μέλλον….»)δεν προκύπτει ότι ο όρος αυτός είναι αόριστος ή αδιαφανής, ενώ μόνο το γεγονός ότι  είχε ήταν διατυπωμένος εκ των προτέρων δεν σημαίνει ότι είναι καταχρηστικός χωρίς άλλο, καθώς ο ανακόπτων δεν επικαλείται ότι τον αγνοούσε ανυπαιτίως και η Τράπεζα  του στέρησε την ύπαρξη ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου του, είτε με πρόσθετα πραγματικά περιστατικά αναφορικά με τις συνθήκες κατάρτισή του,  ότι επήλθε σημαντική διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Συνεπώς ο 2ος  λόγος της ανακοπής κατά το πρώτο σκέλος του  και των προσθέτων λόγων  (4ος) πρέπει  να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Εξάλλου   ο λόγος του δικογράφου της κύριας   ανακοπής και ο  5ος των προσθέτων λόγων, που αναφέρονται σε παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς του ν.128/1975   είναι προεχόντως  αόριστος, αφού ο ανακόπτων αμφισβητεί απλώς το ύψος της απαίτησης, χωρίς να προσβάλλει κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού προσδιορίζοντας τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκε από τον, παράνομο κατά την άποψή του, ανατοκισμό της εισφοράς του ν. 128/1975, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού του και το νόμιμο ύψος της οφειλής τους, όπως αυτό θα ήταν αν δεν είχε λάβει χώρα ο εν λόγω ανατοκισμός. Εκτός όμως τούτων  όπως εκτέθηκε ήδη  το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 ως μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου νόμιμα μπορεί να ανατοκίζεται. Κατόπιν αυτών και ο άνω λόγος  της ανακοπής (2ος κατά το δεύτερο σκέλος του) και των προσθέτων λόγων (5ος)  πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος και σε κάθε περίπτωση ως μη νόμιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως, ορθά εκτίμησε το νόμο και τις αποδείξεις, οπότε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Ο ανακόπτων ισχυρίζεται στον 3ον λόγο της ανακοπής και στον 4ο των προσθέτων λόγων   ότι ο σχετικός όρος της σύμβασης πιστώσεως κατά τον οποίο ο  υπολογισμός του τόκου  γίνεται  με βάση έτος 360 η μερών  επί του ημερήσιου χρεωστικού υπολοίπου της πίστωσης  είναι άκυρος ως αδιαφανής και καταχρηστικός ως αντικείμενος στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994.  ¨Ότι κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης σε εφαρμογή του  άνω άκυρου όρου  επιβαρύνθηκε με  το συνολικό ποσό των 144.169,27 €  για συμβατικούς τόκους και 561,40 € για τόκους υπερημερίας, οι οποίοι επέδρασαν στην διαμόρφωση του τελικού καταλοίπου των 251.635,80 € που υποχρεώθηκε να καταβάλει με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, χωρίς να είναι δυνατός ο προσδιορισμός των παράνομων χρεώσεων από την ελλιπώς τηρούμενο λογαριασμό, οι οποίες (άκυρες χρεώσεις) καθιστούν την απαίτηση ανεκκαθάριστη.    Ο λόγος αυτός της ανακοπής,  ανεξαρτήτως του ότι ο ανακόπτων φέρει την ιδιότητα του καταναλωτή  και η διατύπωση του σχετικού όρου προσκρούει καταρχήν  στην αρχή της διαφάνειας, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, καθώς για την πληρότητά του δεν προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα ποσά που επιβαρύνθηκε ο ανακόπτων με την εφαρμογή του άκυρου ΓΟΣ του έτους 360 ημερών και πώς θα διαμορφωνόταν η οφειλή του χωρίς αυτό, (που είναι δυνατό με μαθηματικό υπολογισμό) χωρίς να αρκεί η αμφισβήτηση  της ορθότητας του καταλοίπου  ή του συνόλου των τόκων, η  απλή παράθεση των οποίων, δεν καθιστά το σχετικό λόγο της ανακοπής ορισμένο (βλ. ΑΠ 1090/2019, AΠ  999/2019, 105/2019). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως, ορθά εκτίμησε το νόμο και τις αποδείξεις, οπότε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Σύμφωνα με την πράξη 2501/2002 του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία άρχισε να ισχύει από 1.1.2003 και κατήργησε την προγενέστερη αυτής υπ` αριθμ. 1969/1991 όμοια, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κάποια ελάχιστα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από την σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, ειδικότερα δε, ως προς τις χορηγήσεις, το ύψος των αμοιβών για τυχόν παρεπόμενες ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπανών, καθώς και των εξόδων υπέρ τρίτων που εισπράττουν. Κατά την ίδια πράξη δεν επιτρέπεται η είσπραξη προμήθειας στις πάσης φύσεως χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων. Στην έννοια των πάσης φύσεως προμηθειών δεν περιλαμβάνονται οι αμοιβές για τις παρεχόμενες τυχόν ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπάνες και τα έξοδα υπέρ τρίτων. Περαιτέρω κατά την άνω 178/19.7.2004 απόφαση της ΕΤΠΘ παρ. 3 α) οι εφάπαξ δαπάνες, τα έξοδα υπέρ τρίτων καθώς και οι αμοιβές για ειδικές υπηρεσίες που εισπράττονται από τα πιστωτικά ιδρύματα κατά τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων διαμορφώνονται όχι κατ` αναλογικό τρόπο, αλλά καθορίζονται σε σταθερό κατά περίπτωση ποσό που να δικαιολογείται από τη φύση και το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας, β) τα κριτήρια της εξειδίκευσης κατά την αιτιολογία και το εύλογο ύψος ισχύουν και για τις δαπάνες και έξοδα που αφορούν τις καταθέσεις και τις λοιπές τραπεζικές εργασίες, γ) Για την περιοδική παροχή στοιχείων και πληροφοριών που αφορούν την κατ` ελάχιστον ενημέρωση σύμφωνα με την παρ. 2 του κεφαλαίου Γ της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, δεν εισπράττονται έξοδα (ΕλλΔνη 652/2010, ό.π.). Στην προκείμενη περίπτωση  ο ανακόπτων ισχυρίζεται στον  ότι  η καθ΄ής σύμφωνα με τον όριο 12.1 της σύμβασης πιστώσεως την χρέωσε παρανόμως με το ποσό των 300 €, που ονομάζει δαπάνη αξιολόγησης του δανειακού αιτήματος και προέγκρισής του, που συνιστά γενικό όρο συναλλαγών που προσβάλλει την αρχή της αρχή της διαφάνειας, ο δε όρος 12.2. της σύμβασης που αναφέρεται για λοιπά έξοδα και επιβαρύνσεις του πιστούχου είναι αδιαφανής και συνακόλουθα οι σχετικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. ¨Ότι σε εκτέλεση των άνω όρων χρεώθηκε παράνομα με το ποσό των 1.365,28 €,  όπως αναλυτικά αναφέρει στην ανακοπή του, ανά δαπάνη και αιτία αυτής,   τα οποία η καθ’ής παρανόμως ενσωμάτωσε στο οφειλόμενο κεφάλαιο με αποτέλεσμα αυτά  να εκτοκίζονται, και οδήγησαν στην διόγκωση της οφειλής  κατά το ποσό των 251.635,80 €. Ο  ανακόπτων παραθέτει στο δικόγραφο της ανακοπής του άνω  όρους της σύμβασης πίστωσης(«12.1. Ο πιστούχος βαρύνεται με ευρώ 300, που αποτελεί την δαπάνη αξιολόγησης του δανειακού αιτήματος και προέγκρισής του. 12.2. Ρητά συμφωνείται ότι τον πιστούχο βαρύνουν η δαπάνη νομικού και τεχνικού ελέγχου και εκτίμησης του υπό προσημείωση ακινήτου, η δαπάνη για την εγγραφή προσημείωσης και τυχόν τροπή της σε υποθήκη και την εξάλειψη αυτών, η δαπάνη ενεχυράσεων, εκχωρήσεων και λοιπών εξασφαλίσεων, η δαπάνη λόγω αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του καταλοίπου, τα καταβληθέντα τυχόν ασφάλιστρα και κάθε άλλο έξοδο,  επιβάρυνση αμοιβή, φόρος και εισφορά, με μόνη εξαίρεση το φόρο εισοδήματος της Τράπεζας από τους εισπραττόμενους τόκους». Σε περίπτωση που οι δαπάνες αυτές καταβληθούν από την Τράπεζα καταλογίζονται σε βάρος του πιστούχου έντοκα, σύμφωνα με το άρθρο 7.4. της σύμβασης»). H διατύπωση των σχετικών όρων   είναι σαφής, ορισμένη και κατανοητή και ο ανακόπτων είχε ενημερωθεί σαφώς  για την αιτία και το ύψος της  δαπάνης  αξιολόγησης του αιτήματός του που ήταν σε καθορισμένο ποσό και όχι σε ποσοστιαία επιβάρυνση, όπως επίσης προσδιορίζονται τα λοιπά έξοδα και η αιτία τους (ΜΕφΑθ 4217/2015, ΔΕΕ 2016, 395 επ).  Τα έξοδα  που κατέβαλε ο  ανακόπτων κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης (300 ευρώ την 31.1.2005 με την αιτιολογία αρχικά έξοδα,  350 ευρώ την 31.1.2005  με την αιτιολογία δαπάνη τεχνικού νομικού ελέγχου, 180 ευρώ την 17.1.2007 με την αιτιολογία έξοδα αύξησης ορίου, 20 ευρώ με την αιτιολογία έξοδα επιστολής 09/2008 και κατόπιν έξοδα καθυστέρησης, ήταν εφάπαξ καταβαλλόμενα έξοδα, που περιλαμβάνονται σ΄αυτά για τα οποία είχε συμφωνηθεί η επιβάρυνσή τους (δαπάνη νομικού και τεχνικού ελέγχου, εξασφάλισης, αναγκαστικής εκτέλεσης) και δεν αποτελούν προμήθειες της καθ΄ής.  Σε σχέση δε με το σκέλος του λόγου της ανακοπής ότι  ανατοκίσθηκαν παράνομα, δεν προσδιορίζεται κατά πόσο επέδρασαν στο υπόλοιπο της οφειλής (συγκεκριμένα δηλαδή αριθμητικώς και όχι  να αμφισβητείται για το λόγο αυτό το υπόλοιπο).  Κατόπιν αυτών ο σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, κατά το πρώτο σκέλος του και αόριστος κατά το δεύτερο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς έκρινε ομοίως, έστω και με συνοπτική αιτιολογία, ιδίως αναφορικά με τα έξοδα,  που αντικαθίστανται με την παρούσα (ΚΠολΔ 534).

Με το άρθρο 1 ν. 1266/1982 καταργήθηκε η Νομισματική Επιτροπή, η οποία με βάση την εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν.δ. 588/1948 “περί ελέγχου πίστεως”, καθόριζε με απόφασή της (ΝΕ) τα “τραπεζικά επιτόκια” και παράλληλα ορίσθηκε ότι οι αρμοδιότητές της μεταβιβάσθηκαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της. Έκτοτε με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) καθορίζονταν τα “τραπεζικά επιτόκια”, τα επιτόκια, δηλαδή, που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή συναλλαγές. Ο Διοικητής ειδικότερα καθόριζε το ελάχιστο και το ανώτατο όριο των τραπεζικών επιτοκίων και οι τράπεζες ήσαν υποχρεωμένες να προσδιορίζουν τα επιτόκια των διαφόρων μορφών χορηγήσεων ή καταθέσεων μέχρι του ύψους αυτού. Τα οριζόμενα με βάση τις παραπάνω διατάξεις τραπεζικά επιτόκια μπορεί να ήταν, και πολλές φορές συνέβαινε αυτό, ανώτερα των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων, δηλαδή των επιτοκίων των λοιπών, πλην των τραπεζικών συναλλαγών, αφού ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να λειτουργεί, σύμφωνα με την παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση, και “κατά παρέκκλιση από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου…”. Μέχρι τον Ιανουάριο 1987 τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το ανώτατο όσο και ως προς το κατώτερο όριο υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλά σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 6 του ν.δ. 548/1948 τα οριζόμενα αυτά επιτόκια ήταν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. Με την υπ’ αριθ. 1087/1987 ΠΔ/ΤΕ, με στόχο την, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω, αλλά και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίσθηκε για πρώτη φορά με την άνω πράξη μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών. Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο τραπεζικό επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων. Ειδικότερα, με την υπ’ αριθμό 2286/28-1-1994 ΠΔ/ΤΕ σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δανείων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών καθώς και για τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών κ.τ.λ., πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων ορίζονται τα εξής: “… Με την προϋπόθεση της τήρησης του ενώπιον συνολικού κατ’ άτομο ορίου των δρχ. οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων των παρ. β. και γ., το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν”. Η εν λόγω πράξη του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη “επιτοκίων χορηγήσεων”, πράγμα που παραπέμπει σαφώς στις τραπεζικές χορηγήσεις και όχι τις εξωτραπεζικές δικαιοπραξίες, αφού στις τελευταίες δεν τίθεται θέμα “χορηγήσεων” αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη “χορηγήσεις” υποδηλώνει σαφώς τις κατ’ εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και λόγω και των οικονομικών συνθηκών άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Εξαίρεση αποτελούν τα επιτόκια που ισχύουν στις χορηγήσεις της καταναλωτικής πίστης (κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κτλ), τα οποία λόγω της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν αυτά τα δάνεια (χορήγηση χωρίς πρόσθετες εξασφαλίσεις, μεγάλες επισφάλειες, απασχόληση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων κλπ), διαμορφώθηκαν από όλες τις τράπεζες σε ύψος μεγαλύτερο από τα εξωτραπεζικά (δικαιοπρακτικά) επιτόκια. Κατά συνέπεια, με σειρά πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος επήλθε ουσιαστικά απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, οπότε η επέμβαση του νομοθέτη ως προς τον καθορισμό ανώτατου ορίου περιορίζεται στη ρύθμιση των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) μόνο επιτοκίων, σύμφωνα με τα άρθρα 293 – 295 ΑΚ. Ο προσδιορισμός των επιτοκίων αυτών γινόταν αρχικά, κατά τη νομοθετική εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί με το άρθρο 109 § 1 του ΕισΝΑΚ, με βασιλικό διάταγμα, εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας, και στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 876/1979, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ). Σε εφαρμογή των διατάξεων αυτών με το β.δ. 21/21.8.1946 το ανώτατο από δικαιοπραξία επιτόκιο ορίστηκε σε 10% ετησίως και το νόμιμο και από υπερημερία επιτόκιο ορίστηκε σε 12% ετησίως. Τα ποσοστά αυτά ίσχυσαν μέχρι το έτος 1979 και έκτοτε αναπροσαρμόζονται κάθε φορά, ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες, από τις εκδιδόμενες ΠΥΣ, σε πολλές από τις οποίες ορίζεται ότι η εφαρμογή τους εκτείνεται μόνο στα εξωτραπεζικά επιτόκια. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) και τα τραπεζικά επιτόκια αποτελούσαν ανέκαθεν δύο διακριτά μεταξύ τους και μάλιστα μη συγκρίσιμα μεγέθη, που δεν επικαλύπτονται από άποψη πεδίου εφαρμογής, υποκείμενα σε απολύτως μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις, αφού καθεμία κατηγορία ρυθμίζεται από διαφορετικά όργανα με διαφορετική νομοθετική εξουσιοδότηση, τα δε τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά και τη στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους και χωρίς οι τράπεζες, κατά τον καθορισμό τους, να δεσμεύονται από το ύψος των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων. Ενόψει αυτών, συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, που καταρτίσθηκαν μετά την απελευθέρωσή τους και με τις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν, κατά περίπτωση, υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι από μόνο το λόγο αυτό αθέμιτες (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 652/2010, ΑΠ 1219/2001). Συνακόλουθα, η συμφωνία μεταξύ πιστούχου και πιστωτικού ιδρύματος με την οποία, κατά περίπτωση και με βάση τις προαναφερόμενες συνθήκες και ιδίως των χρηματοπιστωτικών αγορών και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους, σαφώς καθορίζεται κυμαινόμενο επιτόκιο και περιγράφεται ο τρόπος υπολογισμού του με κριτήρια αντικειμενικά, δεν καθίσταται άκυρη, από το γεγονός και μόνο ότι κατά την κατάρτισή της το συμβατικά προβλεπόμενο ύψος του τραπεζικού επιτοκίου υπερέβαινε τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) κατά ορισμένες μονάδες, και κατά την καταγγελία ακόμη περισσότερες, και τούτο διότι η συμφωνία περί καθορισμού κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου στηρίζεται στις επικρατούσες, κατά το χρόνο συνομολόγησής της, προαναφερόμενες συνθήκες, οι οποίες μάλιστα σε περίπτωση μεταβολής τους θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν όχι μόνο τη μείωση υπέρ του πιστούχου αλλά και την υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος αύξησή του. Ενόψει των εκτεθέντων, με βάση την αρχή του απαραβιάστου των συμβάσεων (pacta sunt servanda), παραμένει για τα συμβαλλόμενα μέρη η άνω συμφωνία έγκυρη και δεσμευτική, κατά το υπερβάλλον ποσοστό του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου, ελεγχόμενη, ενδεχομένως, εάν συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις και γίνει σχετική επίκληση αυτών, στο πλαίσιο των γενικών ρητρών του ΑΚ (άρθ. 281, 388), καθώς και του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 “προστασία καταναλωτή” και όχι διότι αυτό, δηλαδή το συμβατικά καθορισθέν κυμαινόμενο τραπεζικό επιτόκιο, υπερβαίνει απλώς και μόνο τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια (ΑΠ 848/2018 σε www.areiospagos.gr,  ΑΠ 2037/2014,  ΑΠ 756/2015, ΑΠ  370/2012 TNΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση,  ο ανακόπτων στον δεύτερο  λόγο των προσθέτων λόγων της ανακοπής του ισχυρίζεται, ότι η καθ’ ης εφάρμοζε καθ’όλο το χρονικό διάστημα λειτουργίας της σύμβασης συμβατικό επιτόκιο 10,25%, ήτοι ανωτέρω κατά ποσοστό έως και 2,32% από τα αντίστοιχα εξωτραπεζικά και επιτόκιο υπερημερίας 12,75% με βάση τους όρους της  σύμβασης πίστωσης. Ότι οι σχετικοί όροι, που  ήταν προδιατυπωμένοι, είναι άκυροι ως καταχρηστικοί, καθώς παραβιάζουν την αρχή της διαφάνειας, αφού τα κριτήρια με τα οποία καθορίζεται  το επιτόκιο,  το περιθώριο του επιτοκίου και το επιτόκιο υπερημερίας  είναι τελείως αόριστα. Ότι σε εκτέλεση των άνω όρων χρεώθηκε με τόκους συμβατικούς συνολικού ποσού 144.169,27  ευρώ και τόκους υπερημερίας 561,40 ευρώ, που επέδρασαν στο συνολικό ύψος της οφειλής των 251.635,80 ευρώ. Ο σχετικός όρος όπως παρατίθεται στο  δικόγραφο της ανακοπής είναι ο εξής : «3.1. Η πίστωση παρέχεται με κυμαινόμενο επιτόκιο που αποτελείται από το Βασικό Επιτόκιο Κεφαλαίου Κίνησης Επαγγελματιών [ΒΕΚΚΕ], που σήμερα είναι  (6,90 %) και περιθώριο (Π) που είναι σήμερα  (0,00 %)  πλέον εισφοράς του ν. 128/1975, όπως εκάστοτε ισχύει (σήμερα 0,60 %) ή και οποιωνδήποτε άλλων τελών και εισφορών επιβληθούν υπό των Αρχών στο μέλλον. 3.2.  Η τράπεζα δικαιούται να μεταβάλλει το συμβατικό επιτόκιο σε χρονικά διαστήματα όχι μικρότερα του μήνα, λαμβάνοντας υπόψη   τη διακύμανση των παρεμβατικών επιτοκίων που ανακοινώνονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Εuribor, όπως αυτό ανακοινώνεται (που επηρεάζουν το κόστος χρήματος της Τράπεζας), τη διακύμανση του πληθωρισμού (που επηρεάζει το  λειτουργικό κόστος της Τράπεζας), τον αναλαμβανόμενο από την Τράπεζα ειδικό  και συνολικό πιστωτικό κίνδυνο και το λειτουργικό κίνδυνο (στην έννοια των οποίων περιλαμβάνεται και το κόστος  που προκύπτει από τις επισφάλειες και τις απαιτήσεις για την κεφαλαιακή επάρκεια, σύμφωνα με το σχετικό σύμφωνο της Βασιλείας) και τις συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού…..3.3. Επίσης  η Τράπεζα λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις, όπως και το είδος της χορήγησης την εν γένει αποδοτικότητα της συνεργασίας της με την πιστούχο και λοιπά, δύναται να αναπροσαρμόζει κατά την κρίση της οποτεδήποτε  το ως άνω  περιθώριο κατόπιν εγγράφου γνωστοποίησης προς αυτόν. 3.4. Οι τόκοι υπολογίζονται τοκαριθμηκά επί του εκάστοτε ημερησίως χρεωστικού υπολοίπου, με βάση έτος 360 ημερών και του πράγματι παρελθόντος χρόνου. 7.4. Ως επιτόκιο υπερημερίας συμφωνείται το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 3.1. της παρούσας, όπως έχει διαμορφωθεί  κατά την ημέρα περιέλευσης του πιστούχου σε υπερημερία, προσαυξημένο, κατά το εκάστοτε ανώτατο επιτρεπόμενο  από το νόμο και τις αρμόδιες αρχές ποσοστό, που είναι σήμερα 2,5 % μονάδες..». Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα και ειδικότερα το αντίγραφο της  πίστωσης προκύπτει ότι στο όρος 3.1. είχε τεθεί  επιπλέον  η παράγραφος : «το εκάστοτε επιτόκιο δημοσιεύεται στον ημερήσιο τύπο και ισχύει από τη ημερομηνία που αναφέρεται στη  δημοσίευση. Ο πιστούχος οφείλει να ενημερώνεται και να παρακολουθεί τις δημοσιεύσεις των σχετικών ανακοινώσεων της Τράπεζας. Αν ο πιστούχος διαφωνήσει με τη μεταβολή,  δικαιούται να καταγγείλει εγγράφως τη σύμβαση, οπότε κλείνει ο λογαριασμός της πίστωσης.  Αντίστοιχα στον  όρο 3.3 για το περιθώριο  είχε τεθεί παράγραφος ότι ο πιστούχος δικαιούτο εντός 30 ημερών από τη γνωστοποίηση της μεταβολής του περιθωρίου να μην την αποδεχθεί καταγγέλοντας την πίστωση. Από την επισκόπηση των όρων αυτών στην πληρότητά τους,  προκύπτει ότι δεν θίγεται  η θεμελιώδης αρχή της προστασίας του καταναλωτή, που είναι η διαφάνεια, η οποία διέπει το δίκαιο των Γ.Ο.Σ. Οι συνέπειες και επιβαρύνσεις από τον όρο  περί κυμαινόμενου επιτοκίου είναι ευκρινείς για τον ανακόπτοντα  με  την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από αυτόν ως μέσο καταναλωτή χωρίς   εξειδικευμένες νομικές και οικονομικές γνώσεις. Η διατύπωση του όρου είναι  σαφής και κατανοητή. Ειδικότερα έχουν τεθεί  συγκεκριμένα κριτήρια για το ύψος και μεταβολή του επιτοκίου, αφού ρητά ορίζεται ότι για τη διαμόρφωσή του λαμβάνεται υπόψη η διακύμανση των παρεμβατικών επιτοκίων που ανακοινώνονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Εuribor  και ακόμα η διακύμανση του πληθωρισμού, σύμφωνα με τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς χρήματος και ο αναλαμβανόμενος από την Τράπεζα ειδικό  και συνολικό πιστωτικό κίνδυνο και το λειτουργικό κίνδυνο, όπως και τις συνθήκες  της αγοράς και του ανταγωνισμού.  Το επιτόκιο αυτό δημοσιευόταν στο τύπο κα ο  ανακόπτων είχε το δικαίωμα σε περίπτωση που δεν συμφωνούσε με τη μεταβολή του επιτοκίου, η οποία δημοσιευόταν στον τύπο, να καταγγείλει εγγράφως τη σύμβαση και σε περίπτωση ακόμα. Ακόμα από τον όρο 3.3. προκύπτει ότι η αναπροσαρμογή του περιθωρίου του γνωστοποιείτο εγγράφως και σε περίπτωση που δεν συμφωνούσε με αυτή είχε επίσης δικαίωμα  μην αποδεχθεί αυτή και να ζητήσει εγγράφως το άμεσο κλείσιμο του λογαριασμού της πίστωσης. Κατόπιν αυτών ο άνω όρος  καθορισμού του επιτοκίου,  εντάσσεται στις επιτρεπτές, μετά την απελευθέρωση αυτών,  συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια. Ο όρος αυτός δεν έχει  καταχρηστικό χαρακτήρα, ούτε έχει ως αποτέλεσμα  τη σημαντική και ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβληθέντων διαδίκων, και την πρόσθετη επιβάρυνση του ανακόπτοντος, που σημειωτέον ότι δεν καθορίζεται. Επιτρεπτή ήταν επίσης, εντασσόμενη στην απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων κατά τα ανωτέρω και η θεσμοθέτηση επιτοκίου υπερημερίας , αυξημένο  κατά 2.5 μονάδες βλ. (ΑΠ 994/2018, ΕφΘεσ 2256/2018, ο.π. ΕφΠειρ 103/2019). Κατόπιν αυτών ο σχετικός  λόγος των προσθέτων λόγων της  ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως κατά  πρώτο λόγο ως  μη νόμιμος και  σε κάθε περίπτωση ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως, ορθά εκτίμησε το νόμο και τις αποδείξεις, οπότε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 § 1 του ν. 2601/1998, που άρχισε να ισχύει από 15/4/1998 (ΦΕΚ Α΄ 81/1998), από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο, είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του ΕισΝΑΚ. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ και του εισαγωγικού νόμου αυτού…». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι από τη δημοσίευση του νόμου και εφεξής επήλθε διαφοροποίηση των ισχυόντων επί δανείων και πιστώσεων σε αλληλόχρεο λογαριασμό ως προς τον ανατοκισμό των τόκων που οφείλονται στα πιστωτικά ιδρύματα, για συμβάσεις που καταρτίζονται υπό την ισχύ του νόμου, τόσο ως προς το άρθρο 112 του ΕισΝΑΚ όσο και προς τα άρθρα 35, 36, 47, 48, 64-67 του ν.δ. 177/13.08.1923 «περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιριών», που προβλέπουν περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού ανά τρίμηνο κατ’ ελάχιστο με τοκισμό έκτοτε του προσωρινού υπολοίπου και συνεπώς ανατοκισμό των μέχρι τότε κονδυλίων των τόκων, αλλά και ως προς την απόφαση 289/30.10.1980 της Νομισματικής Επιτροπής (ΦΕΚ Α΄ 269/1980), που εκδόθηκε κατόπιν εξουσιοδότησης που της παρασχέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 1083/1980, βάσει της οποίας επιτρεπόταν ο ανατοκισμός σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα. Προβλέπεται πλέον ότι οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα συμβατικοί τόκοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης κατά τη διάρκεια λειτουργίας του δανείου ή του αλληλόχρεου λογαριασμού, μόνον εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων και μόνον εφόσον εγγράφονται προστίθενται ως κονδύλια στο λογαριασμό κάθε εξάμηνο, κατ’ ελάχιστο όριο. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι επί αλληλοχρέου λογαριασμού, κατά το άρθρο 112 § 1 ΕισΝΑΚ, όταν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας και μετά το κλείσιμο αυτού, οι τόκοι αυτοί ανατοκίζονται κατά τους όρους της συμφωνίας, ανεξάρτητα από το αν για την οφειλή του καταλοίπου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος, όπως είναι η διαταγή πληρωμής (άρθρο 631 ΚΠολΔ), διότι το κατάλοιπο, που αποτελεί απαίτηση της τράπεζας, δεν χάνει με την έκδοση της απόφασης ή του τίτλου το χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης, αφού ο προαναφερόμενος εξουσιοδοτικός νόμος και η παραπάνω απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής προβλέπουν τον εκτοκισμό των οφειλόμενων στις Τράπεζες τόκων, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί, χωρίς να κάνουν καμία διάκριση μεταξύ ενεργού συμβάσεως και σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού που για οποιοδήποτε λόγο έληξε ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος (ΑΠ 579/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ  938/2002 ΕλλΔνη 44 (2003) σελ. 1368, ΑΠ 1619/2000 ΕλλΔνη 42 (2001) σελ. 744, ΜΕφΠειρ. 501/2019, ΜΕφΘεσ 1086/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ανακόπτων ισχυρίζεται στον έβδομο λόγο  των προσθέτων λόγων της ανακοπής του ότι με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εσφαλμένα  επιτάχθηκε να καταβάλει το ποσό των 251.635,80 ευρώ, έντοκα και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων,  ενώ δεν είναι επιτρεπτός ο ανατοκισμός μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού. Ότι και αν θεωρηθεί ότι υπήρξε συμφωνία, αυτή δεν είναι αυτή νόμιμη, καθώς αφορά το μετά τη καταγγελία  χρόνο, ενώ η βασική σχέση έχει διακοπεί και σε κάθε περίπτωση αυτή έγινε κατόπιν προδιατυπωμένου ΓΟΣ, ο οποίος είναι καταχρηστικός, καθώς  του επιβάλλει υπέμετρη οικονομική επιβάρυνση. Ο ανακόπτων παραθέτει στο δικόγραφο της ανακοπής του τον  επίδικο όρο στον οποίο αναγράφεται επιλέξει: « 7.3 σε περίπτωση οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού της πίστωσης, το υπόλοιπο καθίσταται αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και ο πιστούχος οφείλει επ΄αυτού, από την επομένη του κλεισίματος του αυτοδικαίως και χωρίς άλλη ειδοποίησή του τόκους  με επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων». Από τον όρο αυτό προκύπτει ότι είχε ρητώς συμφωνηθεί ο εξάμηνος ανατοκισμός των τόκων και μετά την καταγγελία της σύμβασης πίστωσης, η δε συμφωνία αυτή είναι νόμιμη,  με βάση τις διατάξεις  που προαναφέρθηκαν, καθώς  το κατάλοιπο, που αποτελεί απαίτηση της δανείστριας τράπεζας, δεν χάνει, με την έκδοση της απόφασης ή του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, τον χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης οι δε προαναφερόμενες διατάξεις  που προβλέπουν  τον εξάμηνο ανατοκισμό δεν κάνουν διάκριση μεταξύ ενεργούς  σύμβασης και σύμβασης αλληλοχρέου λογαριασμού, που για οποιοδήποτε λόγο έληξε, ή εξαιρούν τον εκτοκισμό, όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής.  Ο σχετικός όρος δεν είναι αντίθετος στο Σύνταγμα περιορίζοντας υπέρμετρα την οικονομική ελευθερία και με δεδομένο ότι προβλέπεται σε διάταξη νόμου,  αποκλείεται από   το πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994, το προστατευτικό πεδίο του οποίου, όπως και η αντίστοιχη οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993  δεν εφαρμόζονται, όταν ο σχετικός συμβατικός όρος απηχεί διάταξη εθνικού αναγκαστικού ή ενδοτικού, δικαίου, ώστε εξ ορισμού να μην  νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του όρου(Ολ ΑΠ 4/2019, ΑΠ 1087/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Επομένως ο άνω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το σχετικό λόγο της ανακοπής ως αόριστο, ενώ έπρεπε να  απορρίψει αυτό ως μη νόμιμο. ¨Ομως, κατά το άνω μέρος της η εκκαλούμενη απόφαση δεν επιδέχεται αντικατάσταση αιτιολογιών, λόγω διαφορετικής έκτασης του δεδικασμένου, ούτε πρέπει, χωρίς αντίθετη έφεση, να καταστεί χειρότερη η θέση του εκκαλούντος με την εξαφάνισή της κατά το ως άνω απορριπτικό κεφάλαιο, αφού το νόμω αβάσιμο είναι δυσμενέστερο του απαραδέκτου και δεν εξαφανίστηκε η απόφαση λόγω κατ’ ουσίαν έρευνας και το Δικαστήριο δεν δύναται να εξαφανίσει την απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό, ούτε να αντικαταστήσει την αιτιολογία με την ορθή (Εφ.Αθ. 525/2018, Εφ.Αθ. 4489/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, υπ’ άρθρο 536, αριθ. 2425, σ. 608).Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ο σχετικός λόγος  της έφεσης κατά το μέρος αυτού με το οποίο το εκκαλούν παραπονείται για την απόρριψη του ανωτέρω λόγου ανακοπής.

Ο ανακόπτων στον έβδομο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων του ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα υποχρεώθηκε με την διαταγή πληρωμής να καταβάλει στην καθ’ής το ποσό των 251.635,80 ευρώ από 16-04-2013 (επομένη της ημέρας οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού) με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο υπερβαίνει το συμβατικό επιτόκιο κατά 2,5% μονάδες, αντί του νομίμου. Ότι και αν θεωρηθεί ότι υπήρξε συμφωνία, αυτή δεν είναι αυτή νόμιμη, καθώς αφορά το μετά τη καταγγελία  χρόνο, ενώ η βασική σχέση έχει διακοπεί και σε κάθε περίπτωση αυτή έγινε κατόπιν προδιατυπωμένου ΓΟΣ, ο οποίος είναι καταχρηστικός, καθώς  του επιβάλλει υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση. Ο ανακόπτων παραθέτει τον σχετικό όρο (7.4.) από τον οποίο προκύπτει ότι  είχε ρητώς συμφωνηθεί ότι και μετά την καταγγελία της σύμβασης αλληλοχρέου λογαριασμού εφαρμοστέο επιτόκιο υπερημερίας ήταν το συμβατικό επιτόκιο προσαυξημένο  κατά 2,5%.  Το επιτόκιο αυτό νομίμως ισχύει και μετά την καταγγελία της σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, αφού η φύση της απαίτησης της καθ΄ής η ανακοπή ως Τραπεζικής δεν θίγεται με την έκδοση εκτελεστού τίτλου ή διαταγής πληρωμής (βλ, προηγούμενη σκέψη στον αμέσως προηγούμενο λόγο ανακοπής), ώστε να εφαρμόζεται το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας,  το οποίο είχε ορισθεί σε ποσοστό 2,5 % άνω από το συμβατικό, με βάση την 2393/96 ΠΔ/ΤΕ (όχι ανώτερο το επιτόκιο υπερημερίας, από 2,5% του συμφωνηθέντος (συμβατικού) επιτοκίου.  Ο όρος ο άνω όρος  καθορισμού του επιτοκίου,  εντάσσεται στις επιτρεπτές, μετά την απελευθέρωση αυτών,  συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, και  δεν έχει  καταχρηστικό χαρακτήρα, ούτε έχει ως αποτέλεσμα  τη σημαντική και ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβληθέντων διαδίκων (βλ. και προηγούμενη σκέψη επί εφαρμοσθέντων επιτοκίων). Κατόπιν αυτών ο λόγος αυτός ανακοπής θα πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμο, ο δε εκκαλών παραπονείται για την κατ΄ουσίαν απόρριψη αυτού,  το δε δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει την εξουσία από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα να ερευνήσει τη νομιμότητα του λόγου της ανακοπής. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η, σύμφωνα με το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, αντικατάσταση αιτιολογίας, αφού οδηγεί αυτή σε διαφορετικό αποτέλεσμα (ΑΠ 356/2013, ΑΠ 1686/2010, ΑΠ 298/2010, ΑΠ 778/2009, ΑΠ 1951/2007, ΑΠ 1493/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια θα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί  η ανακοπή ως προς τον παρόντα λόγο  ανακοπής και να απορριφθεί  αυτός ως νόμω αβάσιμος.

Κατά το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της εφέσεως και οι λόγοι αυτής που το στηρίζουν οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Το εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της εφέσεως ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών τους οποίους ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών προβάλλει σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους εφέσεως και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ενστάσεως, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 1481/2013, ΑΠ 1778/2011, Α.Π.1625/2011, ΑΠ 496/2010, ΕφΑθ 4924/2012, ΕφΘεσ 496/2011, ΕφΑθ 37/2009Δημ. Νόμος). Συνεπώς και οι λόγοι ανακοπής, που επέχουν γενικώς θέση ιστορικής βάσης της αγωγής, εφόσον απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, επαναφέρονται στο Εφετείο από τον εκκαλούντα – ανακόπτοντα μόνο με λόγο της έφεσής του κατά της πρωτόδικης απόφασης, ως παράπονο κατ` αυτής, και όχι με τις κατ’ έφεση προτάσεις του (ΑΠ 1349/2013 ό.π., ΑΠ 13/2010, ΑΠ 408/2000, ΕφΛαρ 599/2011 ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΔωδ 66/2008. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Στην προκείμενη περίπτωση από το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων προκύπτει ότι  υπήρχε και 8ος λόγος με τον οποίο ο ανακόπτων είχε αμφισβητήσει τον υπολογισμό τόκων από την 1.7.2012, επί του υπολοίπου των 251.635,80 €.   Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο αυτό της ανακοπής ως  αόριστο.  ¨Όπως όμως προκύπτει από το δικόγραφο της έφεσης   ο λόγος αυτός της ανακοπής, ο οποίος συνιστά χωριστό κεφάλαιο δεν επαναφέρεται με λόγο εφέσεως, χωρίς να αρκεί ότι ο εκκαλών ζητά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την παραδοχή της ανακοπής του και των προσθέτων λόγων  αυτής στο σύνολό της. Κατόπιν αυτών θα πρέπει αφού γίνει δεκτή η έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη,  να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη  απόφαση  στο σύνολό της (για όλους τους λόγους ανακοπής) να διακρατηθεί η επίδικη ανακοπή από το παρόν Δικαστήριο και να απορριφθεί αυτή. Σε βάρος  του εκκαλούντος  θα πρέπει να επιβληθούν τα  δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης των  δύο  βαθμών δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση  στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα με αρ.  …. e – παράβολο, σειράς Α’, παραβόλου άσκησης έφεσης του Δημοσίου, ποσού εκατό (100,00) ευρώ (άρθρο 495 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι εφόσον έγινε δεκτή έστω εν  μέρει δεκτή η  έφεση και εξαφανίστηκε εν  όλω ή εν μέρει η απόφαση, ο διάδικος που το άσκησε θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, κατ’ άρθρο 495 του Κ.Πολ.Δ. (εφόσον η νίκη του καταθέσαντος το παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται επί του ενδίκου μέσου) και δικαιούται να του επιστραφεί, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι’ αυτόν (Α.Π. 532/2016 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και  κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της 4296/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτικής διαδικασίας).

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την άνω εκκαλούμενη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-7-2013 (αρ. κατάθ.  …/2013) ανακοπή και από 28.2.2017  και με αρ. καταθ. ………./2.3.2017  πρόσθετους λόγους αυτής κατά της με αρ. …../2013 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την άνω διαταγή πληρωμής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα εκκαλούντα.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την    14η.2.2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ