Αριθμός 158/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 11-6-2018 (αρ. καταθ. …../2018) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3396/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα, κατ΄ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το υπ΄ αρ. ……../2018 e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ).
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά Δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), ότι στα πολιτικά Δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2) και ότι σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά Δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά Δικαστήρια (παρ. 3). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διάταξης του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν τη συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδίκασης στα τακτικά διοικητικά Δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα Δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αυτής αξίωση. Εξάλλου, η σύμβαση είναι διοικητική, εάν το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) και με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος, που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (ΑΕΔ 28/2011, 21/2009, 14/2007, 10/2003). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα προαναφερθέντα γνωρίσματα είναι ιδιωτικές και οι διαφορές που προέρχονται από αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων (ΑΕΔ 1/2016, 3/2012, 29/2011). Με βάση τα ανωτέρω, γίνεται δεκτό, ότι η διαφορά που απορρέει από προφορική σύμβαση, για τη διάγνωση του χαρακτήρα της οποίας ο Δικαστής δεν μπορεί προδήλως να αναζητήσει ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο, ούτε να διαγνώσει το κανονιστικό καθεστώς που τη διέπει, είναι ιδιωτικού δικαίου, ανεξαρτήτως αν συμβαλλόμενο σ΄ αυτή είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή άλλο ΝΠΔΔ ή αν φέρεται να έχει συναφθεί για την εκτέλεση δημοτικού έργου αποβλέποντος στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού (ΑΕΔ 7/2017, ΑΕΔ 2/2016, ΑΕΔ 12/2013, ΑΕΔ 2/2012, ΑΕΔ 28/2011, ΑΠ 1980/2017). Εξάλλου, κατά την έννοια του ίδιου ως άνω άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση, που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό, αποτελεί σχέση δημοσίου δικαίου, όπως αυτή που προέρχεται από διοικητική σύμβαση. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση), ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας, δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΑΕΔ 3/2012). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 έως 3 του Ν. 3669/2008 (ΦΕΚ Α΄ 116/18-6-2008)«Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων», ο οποίος (νόμος) καταργήθηκε με την παρ. 1 περίπτωση 31 του άρθρου 377 του Ν. 4412/2016 (ΦΕΚ Α΄ 147/8-8-2016), πλην των άρθρων 80 έως 110, τα οποία παρέμειναν σε ισχύ μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος του άρθρου 83, και τα οποία με την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της παραγράφου 20 του άρθρου 118 του Ν. 4472/2017 καταργούνται και αυτά [άρθρο 118 παρ. 25 του Ν. 4472/2017 (ΦΕΚ Α 74/19-5-2017)], και ισχύει (νόμος) στην προκειμένη περίπτωση που αφορά σύμβαση που, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, έχει συναφθεί πριν την 8-8-2016, «1. Οι διατάξεις του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται σε όλα τα έργα που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους φορείς, που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α΄).», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται (περ. γ΄) οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και οι πάσης φύσεως επιχειρήσεις τους, κατά την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου (1 του Ν. 3669/2008) «2. Τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της χώρας που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της χώρας και γενικά αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του λαού. Τα δημόσια έργα εντάσσονται στο γενικό πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και υλοποιούν επιλογές του δημοκρατικού προγραμματισμού.» και κατά την παράγραφο 3 «3. Από τεχνική άποψη δημόσια έργα είναι όλα τα έργα που εκτελούν οι φορείς της παρ.1 και συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, όπως και τα πλωτά τμήματα των τεχνικών έργων. Ως έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή ή συντήρηση και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία, που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση.». Επίσης, κατά το άρθρο 77 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, «1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο δικαστήριο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων. … 2. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των διαφορών αυτών είναι το διοικητικό ή πολιτικό εφετείο της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν το έργο εκτελείται στην περιφέρεια δύο ή περισσότερων εφετείων, αρμόδιο καθίσταται εκείνο που ορίζει ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, ύστερα από αίτηση εκείνου που ενδιαφέρεται να ασκήσει την προσφυγή». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και εκείνης της παραγράφου 4 του άρθρου 64 του ΕισΝΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργηση του με το άρθρο 26 του Ν. 4491/2017 (ΦΕΚ Α΄ 152/13-10-2017), προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση υπάγεται, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, τότε αρμόδιο για την εκδίκαση αυτής καθίσταται το Εφετείο, και μάλιστα υπό πενταμελή σύνθεση, όταν η διαφορά, είτε από τη σύμβαση είτε από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σε περίπτωση άκυρης συμβάσεως, αφορά στην εκτέλεση δημόσιου έργου που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού (ΑΠ 1284/2015, ΑΠ 1056/2014). Η υπαγωγή μιας συμβάσεως έργου υπό το ιδιαίτερο νομοθετικό καθεστώς των διατάξεων του Ν. 3669/2008 προϋποθέτει μεταξύ των άλλων ότι το αντικείμενο αυτής συνίσταται στην εκτέλεση δημοσίου έργου, όπως το εννοιολογικό αυτού περιεχόμενο προσδιορίζεται ανωτέρω, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή ο χαρακτηρισμός της (οικείας εργολαβικής) συμβάσεως ως διοικητικής ή μη. Ο χαρακτηρισμός αυτός απλώς προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (διοικητικού ή πολιτικού) προς επίλυση των εκ της εργολαβίας διαφορών (ΑΠ 1066/2018). Οι διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, εξάλλου, εφαρμόζονται και στην περίπτωση δημόσιου έργου λόγω ακυρότητας της σύμβασης. Έτσι η εξαιρετική αρμοδιότητα του Εφετείου καλύπτει και τις αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που γεννώνται από την εκτέλεση δημόσιου έργου, όταν η σχετική σύμβαση είναι άκυρη, αφού και στην περίπτωση αυτή η αγωγή έχει ως ιστορική βάση για τον προσδιορισμό της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό την εκτέλεση του δημόσιου έργου και συνεπώς συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος (ΑΠ 1102/2018, ΑΠ 1284/2015, ΑΠ 1056/2014, ΑΠ 1499/2009). Το παραπάνω νομοθετικό καθεστώς, κατά το οποίο οι διαφορές από εκτέλεση δημοσίου έργου υπάγονταν, είτε στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για διοικητική σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις και ιδρυόταν εξαιρετική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου, είτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις και ιδρυόταν εξαιρετική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του πολιτικού, υπό πενταμελή σύνθεση, Εφετείου, μεταβλήθηκε με τη θέσπιση των άρθρων 20 έως 28 του Ν. 4491/13-10-2017. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 175 του ανωτέρω Ν.4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)», (ΦΕΚ A 147/ 8-8-2016), αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 του Ν. 4491/2017 και με τη νέα διάταξη καθιερώνεται αποκλειστική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα μόνο του διοικητικού Εφετείου της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο, για κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, η οποία (διαφορά) επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο ως άνω διοικητικό Εφετείο, αποκλεισθείσας έτσι της αρμοδιότητας του πολιτικού Εφετείου. Ενώ αρχικά, πριν δηλαδή τη θέσπιση του Ν.4491/2017, ο Ν.4412/2016 και επομένως και η διάταξή του του άρθρου 175 εφαρμοζόταν, κατά το άρθρο 376, μόνο για τις συμβάσεις των οποίων η διαδικασία σύναψης λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του, δηλαδή μετά την 8-8-2016, εντούτοις προσδόθηκε αναδρομική ισχύ στη διάταξη αυτή, του άρθρου 175, στη διάταξη, δηλαδή, που προέβλεπε τη διαδικασία της δικαστικής επίλυσης των ως άνω διαφορών, αφού με το άρθρο 23 του νεότερου Ν.4491/2017 προστέθηκε παράγραφος 14 στο ως άνω άρθρο 376, σύμφωνα με την οποία «14. Το άρθρο 175 του ν. 4412/2016 εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016». Επιπρόσθετα, με το άρθρο 26 του ίδιου Ν. 4491/2017, καταργήθηκε το άρθρο 64 παρ. 4 του ΕισΝΚΠολΔ, που προέβλεπε την συγκρότηση του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου για τις διαφορές από δημόσια έργα, στην περίπτωση που αυτές αναφύονται από ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις, σε οποιαδήποτε νομική βάση και αν θεμελιώνονται, κατά τα ήδη λεχθέντα, ενώ με το άρθρο 28 του ίδιου Ν. 4491/2017 έγινε ειδική ρύθμιση για τις εκκρεμείς κατά την 1-11-2017 προσφυγές ή αγωγές και, ειδικότερα, προστέθηκε στο άρθρο 379 του ίδιου Ν. 4412/2016 παράγραφος 14, με το ακόλουθο περιεχόμενο «14. Προσφυγές ή αγωγές, που έχουν κατατεθεί μέχρι την 1.11.2017, δικάζονται από το Δικαστήριο, στο οποίο έχουν κατατεθεί. Εξαιρετικά, όσες από αυτές εκκρεμούν στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο, αλλά δεν είναι εγγεγραμμένες στο πινάκιο, γιατί έχει ματαιωθεί η συζήτησή τους, όταν επαναφερθούν για συζήτηση, θα εισαχθούν στο πολιτικό Τριμελές Εφετείο» [ΕφΔυτΜακεδ 38/2019, ΕφΔυτΜακεδ (Μον) 73/2018] . Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι στην περίπτωση, κατά την οποία η υπόθεση υπάγεται, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, τότε προσφυγές ή αγωγές που στις 1-11-2017 εκκρεμούν στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο, πλην όμως δεν είναι εγγεγραμμένες στο πινάκιο αυτού, γιατί έχει ματαιωθεί η συζήτησή τους, συνεχίζουν να υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, με τη μοναδική διαφοροποίηση ότι, όταν επαναφερθούν για συζήτηση, προδήλως με κλήση οποιουδήποτε εκ των διαδίκων τους, θα εισαχθούν στο πολιτικό Τριμελές Εφετείο, αφού πλέον το πολιτικό Πενταμελές Εφετείο έχει καταργηθεί. Τέλος, από τα άρθρα 221 παρ. 1α, 46 και 535 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, η εκκρεμοδικία, που επιφέρει η άσκηση της αγωγής, και οι εξ αυτής συνέπειες διατηρούνται και στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι καθ΄ ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς και αποφαινόμενο γι΄ αυτό αυτεπαγγέλτως (ή και σε παραδοχή ισχυρισμού διαδίκου) παραπέμπει την υπόθεση στο καθ΄ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο [ΕφΠειρ (Μον) 359/2019]. Επιπροσθέτως, από το συνδυασμό των άρθρων 46, 522, 533 παρ. 2 και 535 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το Εφετείο, στο οποίο μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση της έφεσης, εξετάζει αυτεπαγγέλτως, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, και χωρίς την υποβολή με την έφεση ειδικού παραπόνου τόσο την ιδία αυτού καθ΄ ύλην αρμοδιότητα, όσο και του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (η καθ΄ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μπορεί να προταθεί με λόγο έφεσης και από το διάδικο στην κατ΄ έφεση δίκη), και εάν κρίνει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν καθ΄ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, υποχρεούται, να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο, εκτός αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 47 τουΚΠολΔ, δηλαδή πρωτοβάθμια εκδίκαση της αγωγής από Δικαστήριο ανώτερο από το πράγματι αρμόδιο (ΕφΠατρ 695/2007, ΕφΠειρ 430/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη από 7-6-2016 (αρ. καταθ. ……/2016) αγωγή του, που συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) την 10 Μαρτίου 2017, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ιστορούσε ότι το θέρος του έτους 2012, δια του τότε τεχνικού προϊσταμένου του εναγόμενου, κατάρτισε προφορικά σύμβαση, δυνάμει της οποίας ανέλαβε να επισκευάσει τρία σιντριβάνια, ευρισκόμενα εντός της περιοχής της διοικητικής αρμοδιότητάς του, αντί συνολικής αμοιβής 25.854,60 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Ότι, ενώ εκτέλεσε προσηκόντως το έργο και το παρέδωσε και ο εναγόμενος το παρέλαβε ανεπιφύλακτα, εντούτοις ο τελευταίος δεν έχει καταβάλει την ανωτέρω οφειλόμενη αμοιβή. Επικουρικά, ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι, σε περίπτωση που κριθεί άκυρη η σύμβαση λόγω έλλειψης συστατικού τύπου, ο εναγόμενος Δήμος υποχρεούται με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού να αποδώσει το ανωτέρω ποσό, κατά το οποίο έγινε πλουσιότερος, δίχως νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας του, καθόσον εξοικονόμησε ισόποση δαπάνη, στην οποία θα υποβαλλόταν, καταβάλλοντας ως αμοιβή σε άλλον για την εκτέλεση των ίδιων εργασιών. Ζήτησε δε (ο ενάγων), με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 25.854,60 ευρώ για τις προαναφερόμενες αιτίες, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ΄ αρ. 3396/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε την 14-7-2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, όπως προαναφέρθηκε, αφού δέχθηκε ότι έχει δικαιοδοσία και αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή, αρμοδίως, κατ΄ άρθρα 14 και 25 του ΚΠολΔ, εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον αυτού και ότι κατά την κύρια βάση της είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, ενώ κατά την επικουρική βάση της είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, απέρριψε αυτή (ένδικη αγωγή) ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη και καταδίκασε τον ενάγοντα να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, τα οποία όρισε στο ποσό των 500 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται, με την κρινόμενη από 11-6-2018 (αρ. καταθ. …./2018) έφεση, ο ηττηθείς ενάγων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή καθ΄ ολοκληρίαν η αγωγή του. Στην ένδικη περίπτωση, με βάση τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ενόψει του προφορικού χαρακτήρα της συμβάσεως, που ιστορείται ότι μετήλθαν τα μέρη, η σχέση που συνδέει τον ενάγοντα με τον εναγόμενο Δήμο, από την οποία και εξ αφορμής αυτής πηγάζει η αξίωσή του, στηριζόμενη στις διατάξεις περί συμβάσεως και επικουρικά περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αποτελεί σχέση ιδιωτικού δικαίου, διότι, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν υπάρχει έγκυρη, μεταξύ των διαδίκων, διοικητική σύμβαση, στο βαθμό που δεν τηρήθηκε, προς τούτο, ο τύπος και η διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, παρά η ένδικη σύμβαση συνήφθη, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, άτυπα και προφορικά, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην μπορεί προδήλως να αναζητήσει στην ίδια τη συμφωνία ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο, ούτε επίσης είναι δυνατόν να διαγνωσθεί το κανονιστικό καθεστώς που την διέπει, ώστε να διερευνηθεί αν η ένδικη σύμβαση δημοτικών έργων που απέβλεπε στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, διέπεται από εξαιρετικό υπέρ του εναγομένου νομοθετικό ή συμβατικό καθεστώς, και, για τον λόγο αυτό, η εκδίκασή της υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, γεγονός που, κατά τα ανωτέρω, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Περαιτέρω, δεδομένου ότι κατά το ανωτέρω αναφερόμενο ιστορικό η ένδικη αξίωση του ενάγοντος αφορά σε δημοτικά έργα, ήτοι σε έργα που από τεχνικής απόψεως συνδέονται με το έδαφος και καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου αποσκοπώντας στη βελτίωση της ζωής των δημοτών του εναγομένου, η ένδικη διαφορά, ως αναφυόμενη από σύμβαση ιδιωτικού δικαίου και επικουρικά από άκυρη σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, όπως προαναφέρθηκε, με βάση το νομοθετικό καθεστώς που είχε θεμελιωθεί με τις διατάξεις των άρθρων 77 του Ν. 3669/2008 και 175 του Ν. 4412/2016 (όπως το τελευταίο ίσχυε πριν την κατά τα ανωτέρω αντικατάστασή του με το άρθρο 21 του Ν. 4491/2017), θα υπαγόταν στην εξαιρετική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς και όχι στην τακτική, λόγω ποσού, αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο εισήχθη αναρμοδίως και εκδικάσθηκε, εκδοθείσας της εκκαλουμένης υπ΄ αρ. 3396/2017 οριστικής αποφάσεως. Ούτε όμως, καταλαμβάνεται από την επελθούσα με τις στην ίδια νομική σκέψη αναφερόμενες διατάξεις του Ν. 4491/2017 αλλαγή του νομοθετικού καθεστώτος, που καθιέρωσε τη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων και την εξαιρετική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, του διοικητικού Εφετείου, για όλες τις διαφορές που σχετίζονται με δημόσιο έργο, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ιδιωτικής και ανεξάρτητα από τον χρόνο της σύναψής της, αφού τούτο αφορά μόνο τις αγωγές ή προσφυγές που θα ασκηθούν μετά την 1-11-2017. Εφόσον, όμως, η ένδικη αγωγή ασκήθηκε πριν την 1-11-2017 και με το ήδη αναφερθέν άρθρο 26 του ίδιου Ν.4491/2017, καταργήθηκε το άρθρο 64 παράγραφος 4 του ΕισΝΚΠολΔ, που προέβλεπε τη συγκρότηση του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου, η διά αυτής διαφορά υπάγεται, στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, δικάζοντος σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, αντιμετωπίζεται, δηλαδή, όπως και μία αγωγή που θα ήταν, πριν την 1-11-2017, εκκρεμής ενώπιον του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου, η οποία θα είχε ματαιωθεί και δεν θα είχε εγγραφεί στο πινάκιό του, οπότε επαναφερόμενη προς συζήτηση, θα εισαχθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου. Συνεπώς, ενόψει του ότι η καθ΄ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Εφετείο, στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, πρέπει, κατ΄ εφαρμογή του ήδη αναφερθέντος στην νομική σκέψη άρθρου 535 παρ. 2 εδ. α του ΚΠολΔ, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση (ενώ παρέλκει η έρευνα των λόγων της εφέσεως) λόγω καθ΄ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, στο Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 13 του Ν.1418/1984, ως έχον εξαιρετική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα, αλλά και κατά τόπον αρμοδιότητα ως εκ του τόπου εκτέλεσης του ένδικου έργου. Εξάλλου, λόγω της νίκης του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως με το υπ΄ αρ. …../2018 e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ σ΄ αυτόν (εκκαλούντα). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 535 παρ. 1, 176, 178, 183, 189 παρ. 1 περ. γ΄ και 191 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται, είτε ολικά είτε μερικά, και το Εφετείο αποφασίζει οριστικά επί της υποθέσεως (οριστική δε είναι και η περί αναρμοδιότητας και παραπομπής της υπόθεσης στο αρμόδιο Δικαστήριο απόφαση), εξαφανίζεται ολικά και η περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της πρωτόδικης απόφασης, λόγω της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως, και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ορίζει την καταβλητέα δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εφόσον προβάλλεται σχετικό αίτημα του διαδίκου που νίκησε (ΕφΠειρ 4/2014).Κατ΄ ακολουθίαν, πρέπει να εξαφανισθεί και η περί δικαστικών εξόδων διάταξη της εκκαλουμένης και τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 11-6-2018 (αρ. καταθ. ../2018)έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το υπ΄ αρ. …../2018 e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στον εκκαλούντα.
Εξαφανίζει την υπ΄ αρ.αρ. 3396/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).
Παραπέμπει την από7-6-2016 (αρ. καταθ. …../2016) αγωγή, προς εκδίκαση, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, στο Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, ως αρμόδιο καθ΄ ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο.
Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας,.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 19.2.2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ