Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 176/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:     176/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1442/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρο 592 παρ. 3 εδ. α του ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της διετίας από την έκδοσή της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι δεν αποδεικνύεται από τη δικογραφία ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιδοθεί, δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, λόγω της φύσης της διαφοράς κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελ. του ΚΠολΔ και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, στην από 18/5/2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίστηκε ότι με τον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, τέλεσαν νόμιμο γάμο την 15/6/2002, από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα, ότι εξαιτίας της περιγραφόμενης συμπεριφοράς του εναγόμενου ήταν πλέον αφόρητη η με αυτόν συμβίωση, ότι την 8/6/2012 μετά από φραστικό διαπληκτισμό την εξεδίωξε από την οικογενειακή κατοικία και έκτοτε διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση από εύλογη για αυτή αιτία και βρίσκονται σε διάσταση και ζητούσε, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής με τις προτάσεις της και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει ως διατροφή σε χρήμα για την ίδια ατομικά, η οποία αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της διατροφής της, όπως διαμορφώθηκαν με τη διάσταση των διαδίκων, από τα εισοδήματα ή την περιουσία της, για χρονικό διάστημα δυο ετών από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 400 ευρώ, εντός των πρώτων τριών ημερών κάθε μήνα, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του να της καταβάλλει για την ως άνω αίτια και για το ίδιο χρονικό διάστημα το ποσό των 200 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη που κάθε δόση έπρεπε να καταβληθεί και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα ως μηνιαία διατροφή σε χρήμα το ποσό των 350 ευρώ για χρονικό διάστημα δυο ετών από την επίδοση της αγωγής με το νόμιμο τόκο. Ήδη ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390 και 1391 του ΑΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξίωσης του ενός από τους συζύγους για καταβολή σ’ αυτόν διατροφής σε χρήμα από τον άλλο, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, πρέπει ο ενάγων να επικαλείται και να αποδεικνύει τη συζυγική ιδιότητα, τη διακοπή της συμβίωσης για εύλογη αιτία, ότι οι βιοτικές του ανάγκες, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης, δικαιολογούν τον προσδιορισμό της διατροφής στο ζητούμενο με την αγωγή χρηματικό ποσό, χωρίς να είναι αναγκαίο και να εξειδικεύει τις ανάγκες αυτές, αναφέροντας και την απαιτουμένη για κάθε μία δαπάνη, αλλά αρκεί μόνο να αναφέρει το συνολικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του αυτών. Εξάλλου, δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στην αγωγή, ούτε στην απόφαση, η αποτίμηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, αφού η υποχρέωση για τη συνεισφορά αυτή υπάρχει όσο διατηρείται η έγγαμη συμβίωση, ενώ όταν αυτή διακοπεί, αντικαθίσταται με τη χρηματική διατροφή, που προσδιορίζεται από τη σύγκριση των εκατέρωθεν οικονομικών δυνατοτήτων. Στον εναγόμενο απόκειται να προβάλλει και να αποδείξει, ως καταλυτικούς (ολικά ή μερικά) ισχυρισμούς, τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων, που προσδιορίζουν την αναλογία της συνεισφοράς καθενός απ’ αυτούς στη διατροφή αυτή, καθώς και τις ανάγκες των λοιπών μελών της οικογένειας, στα οποία πρέπει να επιμεριστεί το άθροισμα των οικονομικών πόρων τους και ειδικότερα οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει την ύπαρξη τέκνων και τις ανάγκες τους, των οποίων η διατροφή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1486 παρ. 2, 1489 παρ. 2 του ΑΚ, βαρύνει και τους δύο συζύγους και τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 1492 εδ. γ΄ του ΑΚ, συμπορεύονται με τη διατροφή του συζύγου (ΑΠ 773/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 132/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1382/2000 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω η ενάγουσα – εφεσίβλητη εκθέτει στην αγωγή της ότι οι διάδικοι ήταν σύζυγοι, ότι η διακοπή της έγγαμης συμβίωσης επήλθε από εύλογη αιτία και το ποσό της αναγκαίας διατροφής της, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τις συνθήκες της χωριστής διαβίωσης και επομένως είναι πλήρως ορισμένη αφού υπάρχει σ’ αυτή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, σαφής έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από την ενάγουσα κατά του εναγόμενου, ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και απέρριψε την προβαλλόμενη από τον εκκαλούντα – εναγόμενο με τις πρωτόδικες προτάσεις του ένσταση αοριστίας της αγωγής, ορθά εφάρμοσε το νόμο και ο πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα η αγωγή δεν απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι δεν αναφέρονται επακριβώς τα κλονιστικά της έγγαμης συμβίωσής τους γεγονότα, οι οικονομικές ανάγκες της ενάγουσας και δεν γίνεται σύγκριση των εκατέρωθεν οικονομικών δυνατοτήτων των διαδίκων, είναι ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 και 1391 του ΑΚ προκύπτει ότι οι σύζυγοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση για διατροφή τους, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, ανεξάρτητα του αν ο ένας από αυτούς είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, το μέτρο δε της διατροφής καθενός από αυτούς προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και, εφόσον κάποιος από αυτούς διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, που περιλαμβάνει και την εγκατάλειψή του από τον υπόχρεο προς διατροφή σύζυγο, η διατροφή, που του οφείλεται από τον άλλον, πληρώνεται σε χρήμα κάθε μήνα προκαταβολικώς και προσδιορίζεται αφού ληφθούν υπόψη και οι συνθήκες της χωριστής διαβίωσης. Ειδικότερα από τις διατάξεις των άρθρων 1389 και 1390 του ΑΚ προκύπτει ότι το μέτρο της συνεισφοράς κάθε συζύγου, ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, προσδιορίζεται από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή του γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματα και την περιουσία των συζύγων (Ολ. ΑΠ 9/1991 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το άρθρο 1391 παρ. 1 ΑΚ που ορίζει ότι, αν ο σύζυγος διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, η διατροφή που του οφείλεται από τον άλλον πληρώνεται σε χρήμα και προκαταβάλλεται κάθε μήνα, προκύπτει, ότι προϋπόθεση για την καταβολή σε χρήμα της, κατά το ως άνω άρθρο 1390, οφειλόμενης διατροφής του συζύγου αποτελεί η από τον δικαιούχο διακοπή της έγγαμης συμβίωσης από εύλογη γι’ αυτόν αιτία, η προϋπόθεση δε αυτή πληρούται και όταν τη συμβίωση διακόπτει ο υπόχρεος σύζυγος χωρίς εύλογη αιτία, τις προϋποθέσεις δε αυτές οφείλει να αποδείξει ο δικαιούχος ενάγων (ΑΠ 1568/2018 ΕφΑΔ 2019, 913, ΑΠ 1217/2007 ΝΟΜΟΣ). Τότε, μόνο, ο σύζυγος που είναι υπόχρεος σε διατροφή του άλλου απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή, όταν η διάσπαση επήλθε για λόγους που αποκλειστικά ανάγονται στο πρόσωπο του δικαιούχου, ο οποίος διακόπτει τη συμβίωση από ίδια πρωτοβουλία και υπαιτιότητα παρά την αντίθετη θέληση του υποχρέου, που επιθυμεί την εξακολούθησή της (ΑΠ 613/1999 ΕλΔνη 40, 73, ΕφΘεσ 354/2019 ΝΟΜΟΣ ΕφΠειρ 12/2015 ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ), [εκτός α) από την ένορκη κατάθεση της ……….., φυσικού τέκνου του εναγόμενου από προηγούμενο γάμο του, η οποία εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, διότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 597 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, διότι η ένδικη αγωγή κατατέθηκε μετά την 1/1/2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ν. 4335/2015), στις διαφορές του άρθρου 595, στις οποίες περιλαμβάνεται και η επίδικη διαφορά των διαδίκων, δεν επιτρέπεται η εξέταση ως μαρτύρων των τέκνων των διαδίκων, όχι μόνο των κοινών αλλά και εκείνων που προέρχονται από άλλο γάμο ενός των διαδίκων συζύγων (ΑΠ 296/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1143/1985 Δίκη 17, 1021) (Σημειωτέον ότι στο προγενέστερο, πριν την ισχύ του ν. 4335/2015, δίκαιο και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 592 παρ. 1 και 601 η απαγόρευση της εξέτασης ως μαρτύρων των τέκνων των διαδίκων περιοριζόταν στις γαμικές διαφορές, στις οποίες δεν περιλαμβάνονταν οι διαφορές σχετικά με τον καθορισμό της διατροφής μεταξύ συζύγων κατ’ άρθρο 681Β παρ. 1 α) και επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε και δεν έλαβε υπόψιν του την ως άνω κατάθεση δεν έσφαλε και οι περί αντιθέτου πρώτος και δεύτερος λόγοι της έφεσης είναι αβάσιμοι και β) από την υπ’ αριθμ. …./20.3.2019 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα ………., η οποία κατέθεσε με επιμέλεια του εκκαλούντος ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αίγινας, διότι στην από 12/3/2019 κλήση προς την ενάγουσα δεν αναγράφεται το επάγγελμα της ανωτέρω μάρτυρα και επομένως δεν λαμβάνεται υπόψιν ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων κατ’ άρθρα 422 παρ. 1 και 424 του ΚΠολΔ], αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ των διαδίκων συνήφθη ερωτικός δεσμός και από το έτος 1995 συμβίωναν, τέλεσαν, δε, νόμιμο γάμο σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στα Σπάτα Αττικής, στον Ιερό Ναό ………, την 15/6/2002. Από το γάμο αυτό δεν απέκτησαν τέκνα. Αμέσως μετά το γάμο τους εγκαταστάθηκαν σε διαμέρισμα του εναγόμενου στα Σπάτα έως το έτος 2005, οπότε μετεγκαταστάθηκαν στο Αγκίστρι Αίγινας, σε οικοδομή ιδιοκτησίας του εναγόμενου, αποτελούμενη από ισόγειο και μεζονέτα πρώτου και δεύτερου ορόφου. Τόσο κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους όσο και πριν από αυτή οι σχέσεις των διαδίκων ήταν ομαλές και αρμονικές και δεν υπήρχαν αξιοσημείωτες εντάσεις μεταξύ τους, από τις οποίες να διαταράσσονται ισχυρά οι σχέσεις του, καθώς το αντίθετο δεν αποδείχθηκε από οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο. Ειδικότερα από κανένα αποδεικτικό στοιχείο αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ενάγουσας, ότι ο εναγόμενος είχε απότομο και ευερέθιστο χαρακτήρα, ότι την τρομοκρατούσε για ασήμαντες αφορμές και ότι υπέμενε τη συμπεριφορά του, αφού δεν αποδείχθηκε καν τι είδους τρομοκρατία ασκούσε επάνω της, υπό ποιες συνθήκες και με ποιες αφορμές. Δεν αποδείχθηκε, αλλά ούτε και η ενάγουσα εκθέτει, έστω ένα συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό, το οποίο να συνέβη μέσα στα δέκα επτά έτη της συμβίωσης τους, από το οποίο να προκύπτει η επικαλούμενη ψυχολογική βία που ασκούσε ο εναγόμενος στην ενάγουσα ή οποιοδήποτε νευρικό και απότομο ξέσπασμα του εναγόμενου σε βάρος της ή έστω ένα συμβάν που να αποτελεί ένδειξη ότι ο εναγόμενος είναι άτομο ισχυρογνώμον και ευέξαπτο. Άλλωστε είναι αντιφατικό ο εναγόμενος να επιδεικνύει δύστροπο και αυταρχικό χαρακτήρα και η ενάγουσα να τον ανέχεται επί 17 έτη και να δέχεται μάλιστα να τελέσει γάμο μαζί του μετά από επτά χρόνια συμβίωσης, χωρίς να έχει κανένα απολύτως λόγο να παραμένει μαζί του και να υπομένει τα ξεσπάσματά του, όπως αναφέρει στην ένδικη αγωγή της. Η μάρτυρας απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συμπεθέρα της (η κόρη της έχει νυμφευθεί το υιό της ενάγουσας), επανειλημμένα δήλωσε κατά την κατάθεσή της, ότι δεν γνωρίζει καν τον εναγόμενο, διότι ουδέποτε τον συνάντησε και επομένως αδυνατεί να επιβεβαιώσει το χαρακτήρα του αλλά και την ψυχολογική πίεση που κατά την εναγόμενη ασκούσε σε αυτή. Η μόνη αναφορά της στις σχέσεις των διαδίκων ήταν ότι ο εναγόμενος φώναζε στην ενάγουσα και ότι ήθελε πάντα να γίνεται το δικό του, χωρίς όμως να έχει άμεση γνώση περί αυτού, αφού τη γνώση της την αντλούσε από τις διηγήσεις της ενάγουσας, όπως ρητά και κατ’ επανάληψη κατέθεσε. Εξάλλου η ενάγουσα στην ένδικη αγωγή της επικαλείται ως λόγο διακοπής της έγγαμης συμβίωσης τους από εύλογη αιτία το περιστατικό που έγινε την 8/6/2012. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι, επειδή την ημέρα εκείνη είχε την εορταστική της εορτή και ο εναγόμενος παρέλειψε να της ευχηθεί, το απόγευμα της ίδιας ημέρας τον ρώτησε γιατί δεν της ευχήθηκε, αν και ήταν πάντα τυπικός, αναρωτώμενη αν έκανε κάτι που τον ενόχλησε, ότι ο εναγόμενος της είπε να φύγει από το σπίτι του γιατί δεν την θέλει άλλο, ότι εκείνη τον ρώτησε αν πιστεύει αυτά που λέει και ο εναγόμενος της απάντησε ότι τα πιστεύει και ότι την επόμενη ημέρα αφού πήρε μερικά προσωπικά της πράγματα τον ενημέρωσε ότι θα πάει στη Θεσσαλονίκη, στην οικία των γονιών της και ότι αν θέλει να επιστρέψει στο σπίτι τους να της τηλεφωνήσει, χωρίς όμως έκτοτε ο εναγόμενος να επικοινωνήσει μαζί της. Τα ως άνω πραγματικά περιστατικά όμως δεν αποδείχθηκαν από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο. Καταρχάς η πιο πάνω μάρτυρας απόδειξης, μόνιμη κάτοικος Περιστερίου Αττικής, που ουδέποτε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων επισκέφθηκε το Αγκίστρι, κατάθεσε για το πιο πάνω περιστατικό με βάση τις διηγήσεις της ενάγουσας, χωρίς να έχει ιδίαν γνώση, όπως ανέφερε στην κατάθεσή της. Κατάθεσε όμως μετά λόγου γνώσης, ότι η ενάγουσα, μετά την αποχώρησή της από την οικογενειακή κατοικία, κατά καιρούς ξαναγύριζε σε αυτή, μετά από κλήσεις του εναγόμενου για να προσπαθήσουν να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα κατέθεσε: «Ξανακάνανε πολλές φορές (ενν. προσπάθειες επανασύνδεσης), ξαναγύρισε πολλές φορές». Από μόνη τη συμπεριφορά αυτή του εναγόμενου αποδεικνύεται ότι εκείνος δεν επιθυμούσε τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους. Η ενάγουσα ισχυρίζεται, ότι μόνο μια φορά επέστρεψε στη συζυγική κατοικία, το Μάιο του έτους 2015, όταν ο εναγόμενος την κάλεσε για να τον βοηθήσει να καθαρίσουν τη μεζονέτα, διότι θα τη μίσθωνε σε αλλοδαπούς, ότι εκείνη επέτρεψε πιστεύοντας ότι θα της ζητούσε συγνώμη και θα τη δεχόταν ξανά στην κατοικία τους και ότι ο εναγόμενος μετά από 10 ημέρες και αφού είχε καθαρίσει τη μεζονέτα της είπε να φύγει δίνοντάς της μάλιστα και 100 ευρώ ως αμοιβή της. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά που η ενάγουσα επικαλείται για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι ο εναγόμενος δεν επιθυμούσε την επανασυμβίωσή τους δεν αποδείχθηκαν, διότι αν ο εναγόμενος κάλεσε την ενάγουσα μόνο για να καθαρίσει τη μεζονέτα, όπως, κατά τον ισχυρισμό της, ήταν ο σκοπός του, θα ήταν ευχερέστερο να προσλάβει επ’ αμοιβή κάποιο άτομο, κάτοικο της περιοχής και όχι να καλέσει την ενάγουσα από τη Θεσσαλονίκη, για να του προσφέρει μόνο υπηρεσίες καμαριέρας, καταβάλλοντας της μάλιστα και αμοιβή. Σε κάθε περίπτωση δεν προσκομίζει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται το ταξίδι της από τη Θεσσαλονίκη προς το Αγκίστρι και αντίστροφα, ούτε είναι δυνατόν να πραγματοποίησε ένα τόσο μακρύ και επίπονο ταξίδι, απλά προσδοκώντας ότι θα επανασυμβιώσουν, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας της και της ιδιαίτερα επιβαρυμένης υγείας της, αφού πριν δυο χρόνια, το έτος 2013, είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση λιπωμάτων στο δεξιό μαστό, ενώ την 29/6/2015 υποβλήθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ – Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ», σε χειρουργική αφαίρεση ινομυωμάτων της μήτρας και ολική αφαίρεση ωοθηκών. Μάλιστα για τις επεμβάσεις αυτές η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος, αν και ενημερώθηκε, επέδειξε αδιαφορία και δεν τη συνέδραμε οικονομικά και ότι η παράλειψή του αυτή καταδεικνύει την πρόθεση του να διακόψει κάθε επαφή με την ενάγουσα. Ο εναγόμενος με τις πρωτοδίκες προτάσεις του είχε αποκρούσει τον ισχυρισμό αυτό, ισχυριζόμενος ότι η ενάγουσα δεν υποβλήθηκε σε δαπάνη, διότι είχε ασφαλιστική κάλυψη από το δικό του ασφαλιστικό φορέα, γεγονός που επιβεβαίωσε και η μάρτυρας απόδειξης. Σε κάθε περίπτωση η ενάγουσα δεν προσκομίζει αποδεικτικό στοιχείο που να αποδεικνύει ότι πράγματι κατέβαλε εξ ιδίων χρημάτων οποιαδήποτε δαπάνη για τη νοσηλεία της. Αποδεικνυόμενης επομένως της αποχώρησης της ενάγουσας από τη συζυγική κατοικία με δική της πρωτοβουλία και επιθυμία και της χωρίς εύλογη αιτία εκ μέρους της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης, παρά την επιθυμία του εναγόμενου να μην λυθεί ο γάμος τους, η ενάγουσα δεν δικαιούται διατροφής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης από την ενάγουσα έγινε από εύλογη για αυτή αιτία και επομένως δικαιούται πλήρους διατροφής σε χρήμα εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και οι σχετικοί τρίτος και τέταρτος λόγοι της έφεσης είναι ουσιαστικά βάσιμοι.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων της έφεσης, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της σχέσης τους ως συζύγων (άρθρο 179, 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 1442/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρο 592 παρ. 3 εδ. α΄ του ΚΠολΔ).

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 18/5/2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2017 αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την  21     Φεβρουαρίου 2020.

         Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και τούτου μετατεθέντος

ο Προϊστάμενος του Εφετείου