Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 175/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:     175      /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3501/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρο 592 παρ. 3 εδ. α του ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι από τη δικογραφία δεν αποδεικνύεται ούτε κάποιος από τους διαδίκους επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιδοθεί, δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, λόγω της φύσης της διαφοράς κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελ. του ΚΠολΔ και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1, 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, στην από 10/1/2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίστηκε ότι με τον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, τέλεσαν νόμιμο γάμο το έτος 1968, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, ήδη ενήλικα, ότι εξαιτίας της περιγραφόμενης συμπεριφοράς του εναγόμενου ήταν πλέον αφόρητη η με αυτόν συμβίωση και ήδη βρίσκονται σε διάσταση, ενώ με την υπ’ αριθμ. 218/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων κατόπιν αίτησής της, ο εναγόμενος έχει υποχρεωθεί να μετοικήσει από τη συζυγική κατοικία και ζητούσε, όπως περιόρισε το αίτημα της με τις προτάσεις και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει ως διατροφή σε χρήμα για την ίδια ατομικά, η οποία αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της διατροφής της από εισοδήματα ή την περιουσία της, το ποσό των 750 ευρώ εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα δυο ετών από την επίδοση της αγωγής, άλλως από την 25/5/2018, οπότε έληξε η χρονική περίοδος της καταβολής της διατροφής που είχε ορίσει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 2865/2016 προγενέστερη απόφασή του, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη που κάθε δόση έπρεπε να καταβληθεί έως την εξόφληση και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα ως μηνιαία διατροφή σε χρήμα το ποσό των 600 ευρώ για χρονικό διάστημα δυο ετών από την 25/5/2018 με το νόμιμο τόκο. Ήδη ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1392 και 1495 του ΑΚ συνάγονται τα εξής: Σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που για εύλογη στο πρόσωπο του αιτία διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση, δικαιούται από τον άλλο διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής. Εύλογη αιτία για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης είναι οποιοδήποτε γεγονός που μπορεί να δικαιολογήσει τη διάσπαση της συμβίωσης. Ο τρόπος με τον οποίο επέρχεται η διάσπαση (εγκατάλειψη ή αποπομπή) δεν ενδιαφέρει. Η εύλογη αιτία μπορεί να οφείλεται σε υπαιτιότητα του ενός από τους συζύγους ή και σε κοινή υπαιτιότητα (ΕφΛαμ 98/2009 ΝΟΙΜΟΣ, ΕφΔωδ 169/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ792/2005 ΝΟΜΟΣ). Για να γεννηθεί υποχρέωση διατροφής μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης κατά το άρθρο 1391 ΑΚ, αντιθέτως με ό,τι συμβαίνει με τη διατροφή μετά το διαζύγιο ή με τη διατροφή μεταξύ συγγενών, όπου ο νομοθέτης απαιτεί ρητώς ως προϋπόθεση (ΑΚ 1442, 1486) την αδυναμία αυτοδιατροφής (απορία) του δικαιούχου, δεν χρειάζεται ο δικαιούχος σύζυγος να είναι άπορος, αλλά απλώς να είναι οικονομικά ασθενέστερος από τον υπόχρεο. Η έλλειψη δε επαρκούς περιουσίας ή πόρων αποτελεί λόγο όχι απαλλαγής του συζύγου από την υποχρέωση προς διατροφή, αλλά ανάλογου περιορισμού της σχετικής δαπάνης, εκτός αν αντιτάξει αυτός ότι υπάρχουν ανιόντες ή κατιόντες του δικαιούχου συζύγου υπόχρεοι κατά νόμο σε διατροφή του (ΕφΑθ 5017/1999 ΕλλΔ/νη 42, 461). Συνεπώς, ο υπόχρεος σε διατροφή σύζυγος, ο οποίος ενάγεται με βάση το άρθρο 1391 ΑΚ, δεν μπορεί να προβάλλει την ένσταση διακινδύνευσης της δικής του διατροφής κατά το άρθρο 1487 ΑΚ (ΑΠ 1134/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 687/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 132/2003 ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, κατά την παρ. 2 του άρθρου 1391 Α.Κ., η υποχρέωση διατροφής της παρ. 1 του άρθρου αυτού παύει ή το ποσό της αυξάνει ή μειώνεται, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις. Τέτοια περίσταση είναι και η ύπαρξη περιουσίας που είναι δυνατόν να πωληθεί από το δικαιούχο της διατροφής (ΕφΠατρ 112/2002 ΝΟΜΟΣ). Η περίσταση αυτή μπορεί να προβληθεί με ένσταση, όταν ασκηθεί αγωγή διατροφής από το δικαιούχο. Τέλος, ο σύζυγος, ο οποίος είναι υπόχρεος σε διατροφή του συζύγου του, οφείλει να καταβάλλει τη διατροφή και αν ακόμη αναγκάσθηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συζύγου του (ΑΠ 1207/2008 Δ 2008, 1063). Στην τελευταία περίπτωση, αν το παράπτωμα τούτο συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα του δικαιούχου της διατροφής περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης αυτού διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση του (ελαττωμένη διατροφή), μετά από ένσταση του εναγόμενου, για την πληρότητα της οποίας απαιτείται αφενός η παράθεση των παραπτωμάτων του δικαιούχου συζύγου και αφετέρου αντίστοιχο αίτημα και επί πλέον προσδιορισμός, από τον ενιστάμενο σύζυγο, του ποσού της κατ’ αυτόν οφειλόμενης διατροφής (ΑΠ 528/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1967/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1207/2008 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, για την οφειλόμενη, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης διατροφή, πρέπει να ληφθεί υπόψη με τα άλλα στοιχεία και η περιουσία, η οποία αν είναι απρόσοδη, απόκειται στο δικαστήριο της ουσίας να κρίνει, αφού συνεκτιμήσει και τα λοιπά στοιχεία, εάν στην συγκεκριμένη περίπτωση επιβάλλεται η ρευστοποίησή της (ΑΠ 272/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1382/2000 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1638/2002 ΝΟΜΟΣ), προτείνεται δε κατ’ ένσταση από τον υπόχρεο (ΑΚ 1391 παρ. 2, ΑΠ 1382/2000 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης και της χωρίς όρκο κατάθεσης του εναγόμενου που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών που η ενάγουσα προσκομίζει και επικαλείται, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο, κατά τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στις 11/2/1968. Ο μεν εναγόμενος έχει γεννηθεί την 31/1/1944, η δε ενάγουσα την 11/6/1948. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο (2) τέκνα, το …. και το …, τα οποία γεννήθηκαν την 23/5/1969 και την 20/5/1975 αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης τους ο μεν εναγόμενος, εργαζόταν ως οδηγός φορτηγών αυτοκινήτων και λεωφορείων, η δε ενάγουσα, παράλληλα με την καθημερινή φροντίδα της οικογένειας και του οίκου τους, καθώς και με την ανατροφή των τέκνων τους, απασχολούνταν περιστασιακά έως το 2012 ως πλασιέ, μαγείρισσα ή ψήστρια σε φούρνο και σε διάφορες άλλες ευκαιριακές εργασίες, συνεισφέροντας και η ίδια με τα εισοδήματα από την εργασία της στις οικογενειακές ανάγκες. Οι διάδικοι διέμεναν προ της διασπάσεως της εγγάμου συμβιώσεώς τους σε οικία στο Κερατσίνι Αττικής, επί της οδού …………., συγκυριότητάς τους, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου κάθε ενός. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μακροχρόνιας έγγαμης συμβίωσής τους η σχέση τους ήταν ομαλή, καθώς δεν αποδεικνύεται ότι υπήρχαν μεταξύ τους αξιοσημείωτες εντάσεις και διαπληκτισμοί. Μάλιστα η αρμονικότητα της έγγαμης ζωής τους αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αν και δεν προκύπτει ότι από την εργασία τους αποκόμιζαν υψηλά εισοδήματα, κατάφεραν έχοντας μεταξύ του την απαραίτητη συζυγική αλληλοϋποστήριξη και συνεργασία να αναθρέψουν τα δυο τέκνα τους και να αποκτήσουν και ακίνητη περιουσία κατά τα κατωτέρω εκτεθέντα. Εντούτοις για λόγους που δεν διευκρινίστηκαν  οι σχέσεις τους άρχισαν να κλονίζονται περίπου το έτος 2000, καθώς ο εναγόμενος άρχισε να μην επιδεικνύει την αναγκαία και επιβαλλόμενη από την έγγαμη συμβίωση συμπαράσταση, κατανόηση και συναισθηματική στήριξη προς τη σύζυγό του και να συμπεριφέρεται προς αυτήν με τρόπο υποτιμητικό και πρoσβλητικό. Για το λόγο αυτό η ενάγουσα, λόγω της ως άνω αντισυζυγικής και προσβλητικής συμπεριφοράς του εναγόμενου αρχικά του απεύθυνε την από 12/06/2002 εξώδικη καταγγελία – διαμαρτυρία – δήλωσή της, η οποία του επιδόθηκε την 17/6/2002, καλώντας τον να μεταβάλει τη συμπεριφορά του απέναντί της για να μη λυθεί ο γάμος τους. Λόγω, όμως, της συνεχιζόμενης αδιάφορης και αντισυζυγικής συμπεριφοράς του εναγόμενου προς την ενάγουσα, η τελευταία άσκησε εναντίον του εναγόμενου την από 26/10/2005 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2005 αίτησή της για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε την επιδίκαση προσωρινής διατροφής σε αυτήν, επικαλούμενη τη διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεώς τους, από τριετία, από εύλογη γι’ αυτήν αιτία. Η συζήτηση της αιτήσεως αυτής, όμως, στις 30/11/2005, ματαιώθηκε, καθώς η ενάγουσα ήλπιζε σε μεταβολή της αντισυζυγικής συμπεριφοράς του συζύγου της και αποκατάσταση των μεταξύ τους σχέσεων. Προσπάθησε δε να επιδείξει υπομονή στην ως άνω συνεχιζόμενη προσβλητική και απαξιωτική συμπεριφορά του εναγόμενου απέναντί της, προκειμένου να μη διασπαστεί ο έγγαμος βίος τους. Ωστόσο, λόγω της αδυναμίας πλέον ανοχής της ως άνω αντισυζυγικής συμπεριφοράς του εναγόμενου, η ενάγουσα, επικαλούμενη επικείμενο κίνδυνο για τη σωματική και ψυχική της υγεία από τη συνέχιση της εγγάμου συμβιώσεώς τους, προέβη στην από 29/6/2015 εξώδικη καταγγελία – διαμαρτυρία της προς τον εναγόμενο, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 10/07/2015 (υπ’ αριθμ. …/10.7.2015 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς …………..), καλώντας το σύζυγό της να αποχωρήσει από τη συζυγική τους οικία, να προκαταβάλλει δε σε αυτήν προσωρινή σε χρήμα μηνιαία διατροφή, ύψους 700 ευρώ, λόγω διασπάσεως της εγγάμου συμβιώσεώς τους από εύλογη γι’ αυτήν αιτία. Ο εναγόμενος, όμως, ο οποίος ουδέποτε απάντησε στις ως άνω εξώδικες δηλώσεις της ενάγουσας, συνέχισε να δημιουργεί επεισόδια σε βάρος της ενάγουσας. Ειδικότερα, η ενάγουσα κατήγγειλε στις 25/10/2015 τον εναγόμενο στην αρμόδια Αστυνομική Αρχή, για παράβαση του ν. 3500/2006 «Περί ενδοοικογενειακής βίας» σε βάρος της, ήτοι του ότι, στις 24/1012015, περί ώρα 23.30, στην οικία τους στο Κερατσίνι, προκάλεσε σε αυτήν σωματική βλάβη, καθώς της επιτέθηκε πιάνοντας την από το λαιμό (βλ. ιδίως το με αριθμ. πρωτ. ………./25-10-2016 αντίγραφο από το βιβλίο συμβάντων του Αστυνομικού Τμήματος Κερατσινίου Πειραιώς και τις προσκομισθείσες φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται), εκκρεμεί δε η εκδίκαση της ποινικής αυτής υπόθεσης ενώπιον του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Εν συνεχεία η ενάγουσα άσκησε την από 3/11/2015, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………/2015 αίτησή της εναντίον του εναγόμενου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία, επικαλούμενη την ως άνω συνεχιζόμενη, επί δεκαπενταετίας, αντισυζυγική συμπεριφορά του εναγόμενου και κίνδυνο για τη σωματική και ψυχική της υγεία, ζητούσε, λόγω διάσπασης της εγγάμου συμβιώσεώς τους από εύλογη γι’ αυτήν αιτία, να διαταχθεί η μετοίκηση του συζύγου από την οικογενειακή τους στέγη, να παραχωρηθεί προσωρινά σε αυτήν η αποκλειστική χρήση της συζυγικής οικίας και όλων των εντός αυτής κινητών πραγμάτων, πλην των προσωπικών του αντικειμένων και να επιδικαστεί προσωρινά σε αυτήν το ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως, ως σε χρήμα διατροφή της, λόγω της αδυναμίας αυτοδιατροφής της από τα εισοδήματα ή την περιουσία της. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμ. 218/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία των ασφαλστικών μέτρων, δυνάμει της οποίας, αφού πιθανολογήθηκε ότι κατέστη αφόρητη η συμβίωση για την ενάγουσα, καθόσον θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τη σωματική, αλλά και την ψυχική της υγείας, ότι έχει επέλθει διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων από υπαιτιότητα του εναγόμενου και ότι δεν είναι δυνατή η συνοίκησή τους υπό την ίδια στέγη, διατάχθηκε προσωρινά η μετοίκηση του εναγόμενου από τη συζυγική οικία στο Κερατσίνι Αττικής, της οποίας η χρήση, καθώς και του αναγκαίου οικιακού εξοπλισμού πραγμάτων, παραχωρήθηκαν προσωρινά στην ενάγουσα, υποχρεώθηκε δε ο εναγόμενος να καταβάλλει προσωρινά στην ενάγουσα, το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, ως σε χρήμα προσωρινή διατροφή της, λόγω διασπάσεως της εγγάμου συμβιώσεώς τους, από εύλογη γι’ αυτήν αιτία, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας κύριας αγωγής διατροφής της. Μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, ο εναγόμενος εγκαταστάθηκε σε οικία, συγκυριότητας των διαδίκων, στον Ασπρόπυργο Αττικής και η ενάγουσα άσκησε την από 20/5/2016 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2016 αγωγή της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2865/2018 οριστική απόφαση του και κατόπιν άσκησης έφεσης κατά αυτής από τον εναγόμενο η υπ’ αριθμ. 6/2018 οριστική απόφαση του Εφετείου αυτού με την οποία το Εφετείο δέχθηκε ότι λόγω της συνεχούς επιθετικής, βίαιης και απαξιωτικής συμπεριφοράς του συζύγου προς τη σύζυγο, ιδίως κατά τα τελευταία δέκα έτη προ της διασπάσεως της εγγάμου συμβιώσεώς τους, η οποία συνιστά και παράβαση της υποχρέωσής του για σεβασμό, ενδιαφέρον και συμπαράσταση προς το πρόσωπο της συζύγου του και έρχεται σε αντίθεση με την υποχρέωσή του για έγγαμη συμβίωση, η οποία χαρακτηρίζεται ως «κοινωνία βίου» και των επεισοδίων που δημιουργούσε στην οικογενειακή εστία, επήλθε πλήρης συναισθηματική, ψυχική και σωματική αποξένωση των διαδίκων συζύγων και προκλήθηκαν έριδες και διαπληκτισμοί. Συνεπώς το Εφετείο τούτο κρίνει ότι η διάσταση των συζύγων επήλθε από λόγους που αφορούσαν αποκλειστικά το πρόσωπο του εναγόμενου, με αποτέλεσμα να υποστεί ισχυρό κλονισμό η έγγαμη σχέση των διαδίκων και να καταστεί βάσιμα αφόρητη η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσεις για την ενάγουσα. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα, κατά τη διάρκεια της εγγάμου συμβιώσεώς τους, υπέπεσε σε παραπτώματα σε βάρος του, αναγόμενα σε υπαιτιότητά της, που συνιστούν λόγους διαζυγίου, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να είναι αφόρητη για αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι οι μεταξύ των συζύγων σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγους που αφορούν και τη δικαιούχο της διατροφής σύζυγο και οφείλονται σε υπαιτιότητα αυτής και επιπλέον εκ του κλονισμού τούτου βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον υπόχρεο σε διατροφή, αλυσιτελώς προβάλλεται στην ένδικη περίπτωση, διότι δεν συνοδεύεται, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, με συγκεκριμένο αίτημα για επιδίκαση στην ενάγουσα ελαττωμένης διατροφής, με προσδιορισμό και του ποσού της κατ’ αυτόν οφειλόμενης ελαττωμένης διατροφής. Συνεπώς, εφόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν σχημάτισε το Δικαστήριο πλήρη δικανική πεποίθηση ότι για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης είναι αποκλειστικά υπαίτια η ενάγουσα, λόγω αυταρχικής και βασανιστικά σκληρής συμπεριφοράς σε βάρος του εναγομένου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο τελευταίος, αρνούμενος αιτιολογημένα την υπό κρίση αγωγή, αλλά αντιθέτως αποδείχθηκε ότι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διακόπηκε από εύλογη αιτία για την ενάγουσα, η τελευταία δικαιούται πλήρους διατροφής από το σύζυγό της, εφόσον αυτή, υπό τους όρους της έγγαμης συμβίωσης, όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια έκρινε ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο τέταρτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών – εναγόμενος παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η ενάγουσα διάσπασε της έγγαμη συμβίωση από εύλογη αιτία, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι δεν υπήρχε εύλογη αιτία και επομένως δεν δικαιούται διατροφής, είναι αβάσιμος.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, ο οποίος γεννήθηκε την 31/01/1944 και κατά τη διάρκεια της εγγάμου συμβιώσεως ήταν οδηγός φορτηγών αυτοκινήτων και λεωφορείων, είναι συνταξιούχος του IΚΑ. Σύμφωνα με την πράξη Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου της Δ.Ο.Υ. Ελευσίνας του φορολογικού έτους 2017, το ετήσιο φορολογητέο εισόδημά του από την καταβολή της σύνταξης ανέρχεται στο ποσό των 16.729,17 ευρώ. Επειδή ήδη κατά το χρόνο της καταβολής της σύνταξης του παρακρατούντο κάθε μήνα ο αναλογούν φάρος και οι άλλες κρατήσεις, που ανήλθαν στο έτος αυτό στο συνολικό ποσό των 1.812,51 ευρώ, το ετήσιο καθαρό εισόδημά του ανέρχεται το ποσό των 14.916,66 ευρώ, που αναλογεί σε μηναίο εισπραχθέν ποσό 1.243,05 ευρώ. Και ναι μεν ο εναγόμενος προσκομίζει ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων μεταξύ άλλων και των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου και Δεκεμβρίου 2017 και Φεβρουαρίου και Δεκεμβρίου 2018, από τα οποία εμφαίνεται ότι η μηνιαία σύνταξη του, μετά την αφαίρεση των φόρων και λοιπών κρατήσεων, ανερχόταν το έτος 2017 στο ποσό των 1.124,25 ευρώ και το έτος 2018 στο ποσό των 1.122,09 ευρώ, πλην όμως το δηλωθέν στη φορολογική δήλωση εισόδημα του είναι ακριβέστερο, διότι, ελλείψει άλλων εισοδημάτων του, το δηλωθέν φορολογητέο εισόδημα του προέρχεται αποκλειστικά από τη συνταξιοδότηση του.  Επίσης, έχει τη συγκυριότητα κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, ενός διαμερίσματος πρώτου ορόφου με επιφάνεια 70 τ.μ., που ήταν η πρώην οικογενειακή στέγη και βρίσκεται στην οδό ………. στο Κερατσίνι Αττικής, του υπολοίπου 50% εξ αδιαιρέτου ανήκοντος στην ενάγουσα, η χρήση του οποίου παραχωρήθηκε προσωρινά στην ενάγουσα με τη με αριθμ. 218/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και εν συνεχεία οριστικά με την υπ’ αριθμ. 2865/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, τη συγκυριότητα κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ισόγειας μονοκατοικίας επιφανείας 55 τ.μ., η οποία βρίσκεται εντός οικοπέδου 169 τ.μ. στην οδό …. στον Ασπρόπυργο Ν. Αττικής, όπου κατοικεί και την αποκλειστική  κυριότητα αγροτεμαχίου με 21 ελαιόδεντρα, εμβαδού 1.333 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση ……… του Δημοτικού Διαμερίσματος ……. του Νομού Ηλείας. Από το εν λόγω αγροτεμάχιο δεν αποδεικνύεται ότι αποκομίζει οποιοδήποτε εισόδημα, διότι από τη συλλογή και έκθλιψη του ελαιόκαρπου του παρέλαβε 95,7 κιλά ελαιόλαδο την ελαιοκομική περίοδο 2013 – 2013, 119,60 κιλά ελαιόλαδο την ελαιοκομική περίοδο 2015 – 2016 και 46,80 κιλά ελαιόλαδο την ελαιοκομική περίοδο 2017 – 2018 (υπ’ αριθμ. …….. τιμολόγια παροχής υπηρεσιών – δελτία αποστολής του ελαιοτριβείου «………..»), το οποίο αναλώθηκε σε προσωπική χρήση από τον ίδιο και τα τέκνα του. Ο εναγόμενος είναι, επίσης, συγκύριος, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής ΝΙΣΣΑΝ 1.597 κυβ.εκ. (Primera), με αριθμό κυκλοφορίας …………, έτους πρώτης κυκλοφορίας 1999, του υπολοίπου 50% εξ αδιαιρέτου ανήκοντος στην ενάγουσα, το οποίο, όμως, χρησιμοποιεί αποκλειστικά ο εναγόμενος. Δεν βαρύνεται με την καταβολή μηνιαίου μισθώματος, παρά μόνον με τις δαπάνες για τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Ούτε, προέκυψε η ανάγκη καταβολής δαπανών για εργασίες επιδιορθώσεως της οικίας όπου κατοικεί λόγω υγρασίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Πάσχει, από γλαύκωμα, καταρράκτη, αμιγή υπερχοληστερολαιμία, αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο, ιδιοπαθή (πρωτοπαθή) υπέρταση, αρρυθμίες, κολπική μαρμαρυγή και πτερυγισμό και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, κατόπιν συστάσεως των θεραπόντων ιατρών του, είναι δε ασφαλισμένος για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στο I.Κ.Α., πλην, όμως, απαιτείται και η δική του συμμετοχή, κατά ποσοστό 25%, στη σχετική δαπάνη για την αγορά των αναγκαίων φαρμάκων, που υπολογίζεται κατά μέσο όρο στο ποσό των 60 ευρώ μηνιαίως. Άλλη περιουσία ή άλλους πόρους από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει, ούτε επιβαρύνεται με τη διατροφή τρίτου προσώπου υποχρεωμένου από το νόμο να διατρέφει, πλην της συζύγου του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η μηνιαία σύνταξη του ανέρχεται στο ποσό των 1.200 ευρώ, που βαίνει μειούμενο, δεν έσφαλε και οι πρώτος και δεύτερος λόγος της έφεσης, κατά το σκέλος που πλήττουν την πρωτοβάθμια απόφαση ως προς τη διάταξη αυτή είναι αβάσιμοι. Κατά το μέρος όμως που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι έχει εισοδήματα από το ελαιόλαδο που παράγει και μάλιστα ότι διαθέτει 1.333 ελαιόδεντρα έσφαλε και ο σχετικός τρίτος λόγος της έφεσης και οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της έφεσης κατά το σκέλος που πλήττουν την εκκαλουμένη ως προς τη διάταξη αυτή είναι βάσιμοι. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, η οποία έχει γεννηθεί την 11/6/1948, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, συνέβαλε στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κυρίως με την παροχή της προσωπικής εργασίας της στην οικογενειακή τους στέγη και την ανατροφή των τέκνων τους, αλλά και με τα εισοδήματά της από τις περιστασιακές εργασίες ως πλασιέ, μαγείρισσα και σε διάφορες άλλες ευκαιριακές εργασίες. Δεν έχει θεμελιώσει, όμως, συνταξιοδοτικό δικαίωμα λόγω μη ασφαλιστικής της κάλυψης κατά το χρονικό διάστημα εργασίας της. Λόγω δε της ηλικίας της (69 ετών) και επειδή στερείται της γνώσης κάποιας τέχνης ή επιστήμης, καθώς και της εξειδίκευσής της, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που κυριαρχεί και επηρεάζει δυσμενώς την αγορά εργασίας, είναι δυσχερής κατά το επίδικο χρονικό διάστημα η ανεύρεση εργασίας κατάλληλης για την ηλικίας της και την κατάσταση της υγείας της και συνεπώς ο πορισμός εισοδήματος από αυτήν. Κατοικεί στην ως άνω οικία, που αποτελούσε την οικογενειακή στέγη των διαδίκων, συγκυριότητάς της κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου και η χρήση της οποίας παραχωρήθηκε σε αυτήν προσωρινά με τη με αριθμ. 218/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και εν συνεχεία οριστικά με την υπ’ αριθμ. 2865/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Συνεπώς δεν βαρύνεται με δαπάνες μισθώματος, πλην της συμμετοχής της στις κοινόχρηστες δαπάνες και στις δαπάνες για τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας (ηλεκτροδότηση, ύδρευση, τηλέφωνο, κοινόχρηστες δαπάνες) υπολογιζόμενες κατά μέσο όρο στο ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως. Είναι, επίσης, συγκύρια, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, της ανωτέρω ισόγειας μονοκατοικίας επιφανείας 55 τ.μ., η οποία βρίσκεται εντός οικοπέδου 169 τ.μ. στην οδό ….. στον Ασπρόπυργο Ν. Αττικής, καθώς και συγκυρία, κατά 50% εξ αδιαιρέτου, του ανωτέρω ΙΧΕ αυτοκινήτου. Η δε, εκποίηση του ποσοστού της επί των ως άνω ακινήτων κατά τα οποία είναι συγκυρία κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, αφενός μεν δεν είναι ευχερής έναντι αξιόλογου τιμήματος ενόψει της υφιστάμενης συνιδιοκτησίας μετά του εναγόμενου, αφετέρου κρίνεται αναγκαία η διατήρηση αυτών για ενδεχόμενη μελλοντική εμφάνιση κάποιας έκτακτης, απρόβλεπτης και σοβαρής οικονομικής ανάγκης ή προβλήματος υγείας της. Άλλη περιουσία ή πόρους από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει η σύζυγος, ούτε επιβαρύνεται με τη διατροφή τρίτου προσώπου υποχρεωμένου από το νόμο να διατρέφει. Δεν αποδείχθηκε ότι υποφέρει από χρόνια πάθηση για την οποία απαιτείται τακτική ιατρική παρακολούθηση και δεν υποχρεούται στην καταβολή σταθερής και μόνιμης ιατροφαρμακευτικής δαπάνης, καθόσον από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες ιατρικές γνωματεύσεις και αποδείξεις παροχής υπηρεσιών ιατρών, εκτός του γεγονότος ότι δεν αφορούν το επίδικο χρονικό διάστημα, καταδεικνύουν μόνο κάποιες επισκέψεις σε ιατρούς (σε παθολόγο, σε γυναικολόγο, σε ωτορινολαρυγγολόγο κ.λ.π.) για παροδικά προβλήματα της υγείας της. Άλλωστε όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. …/……../2016 παραπεμπτικό του ΙΚΑ, για τη διενέργεια 10 φυσικοθεραπειών για την αντιμετώπιση της αρθρίτιδας του αριστερού ισχύου η συμμετοχή της είναι μηδενική. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται, ότι το κύριο βάρος για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών το έφερε ο εναγόμενος με βάση τα εισοδήματα αρχικά από την εργασία του και εν συνεχεία από τη σύνταξή του. Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις, κατ’ εφαρμογή και της γενικής αρχής της επιείκειας, σε συσχετισμό των δυνάμεων του εναγόμενου προς την έλλειψη εισοδημάτων της ενάγουσας και με βάση τις ανάγκες της ζωής της δικαιούχου συζύγου (ενάγουσας), όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στα πλαίσια της οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με τις νέες ανάγκες, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης και λόγω της χωριστής διαβίωσης, που είναι οι συνηθισμένες, το Δικαστήριο κρίνει ότι η κατά μήνα διατροφή που δικαιούται η ενάγουσα, η οποία περιλαμβάνει τα απολύτως αναγκαία για τη διατροφή της, ανέρχεται στο ποσό των 530 ευρώ μηνιαίως, εφόσον αυτή, υπό τους όρους της έγγαμης συμβίωσης, όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά. Το προαναφερόμενο ποσό είναι αναγκαίο για την κάλυψη των αναγκών διατροφής της ενάγουσας, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ανάγκες τροφής, ένδυσης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ψυχαγωγίας και συμμετοχής της στην κοινωνική ζωή και ενόψει των εισοδημάτων των συζύγων, των περιουσιών και των βιοτικών της αναγκών, δεν υπερβαίνει δε την αναλογία που ο εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει για διατροφή της συζύγου, στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσης και με μέτρο τις εν γένει συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι η αναγκαία διατροφή της ενάγουσας με βάση τα εισοδήματα του εναγόμενου είναι 600 ευρώ έσφαλε και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης, κατά το σκέλος που παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε το ποσό αυτό της διατροφής ενώ έπρεπε να επιδικάσει το ποσό των 300 ευρώ κατά το μέγιστον είναι εν μέρει ουσιαστικά βάσιμος. Περαιτέρω ο πέμπτος λόγος της έφεσης κατά το σκέλος που ο εκκαλών – εναγόμενος παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας, είναι ουσιαστικά  αβάσιμος, διότι από το περιεχόμενο της εκκαλουμένης προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτός αντιμετωπίζει ανεύρυσμα, αρρυθμίες, κολπική μαρμαρυγή, γλαύκωμα και καταρράκτη και είναι απαράδεκτος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος ως προς το σκέλος που παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε ότι τα πιο πάνω ακίνητα, των οποίων οι διάδικοι είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο κάθε ένας, αγοράστηκαν αποκλειστικά με χρήματα της ενάγουσας, διότι αγοράστηκαν με χρήματα και των δυο, αφού η προέλευση των χρημάτων δεν ενδιαφέρει στην παρούσα δίκη. Τέλος απορριπτέος είναι και ο έκτος λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών – εναγόμενος παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του ως δικαστικά τεκμήρια την ένορκη κατάθεση του Γεωργίου Καψάλη του Βασιλείου που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την ένορκη βεβαίωση της …………. που κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες ελήφθησαν στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ των διαδίκων, διότι από την εκκαλουμένη προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα προσκομισθέντα ενώπιον του αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία συνεκτίμησε σε συνδυασμό με το σύνολο των αιτιολογιών της για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης (ΑΠ 64/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 25/2019 ΝΟΜΟΣ).

Κατόπιν αυτών, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009, 329, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή, να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα ως μηνιαία διατροφή σε χρήμα το ποσό των πεντακοσίων τριάντα (530) ευρώ, προκαταβολικά, εντός των πρώτων τριών ημερών κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα δύο ετών από την 25/5/2018, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα που κάθε δόση έπρεπε να καταβληθεί, έως την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της σχέσης τους ως συζύγων (άρθρο 179, 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 3501/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρο 592 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ).

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 10/1/2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………/2018 αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα ως μηνιαία διατροφή σε χρήμα το ποσό των πεντακοσίων τριάντα (530) ευρώ, προκαταβολικά, εντός των πρώτων τριών ημερών κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα δύο ετών από την 25/5/2018, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα που κάθε δόση έπρεπε να καταβληθεί, έως την εξόφληση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την  21η     Φεβρουαρίου 2020.

         Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και τούτου μετατεθέντος

ο Προϊστάμενος του Εφετείου