Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 174/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:     174 /2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ελένη Κούφη, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη – Εισηγητή, και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον, εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ’ αυτή που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ’ αυτήν», κατά δε το άρθρο 581 παρ. 1 εδ. α και 2 ΚΠολΔ, «1. Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση   2. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237». Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 580 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, και δεν παράγει δεδικασμένο για οποιοδήποτε ζήτημα κρίθηκε με αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από την έκδοσή της κατάσταση. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ως ολικής. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση, όταν η αναιρετική, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΝΟΜΟΣ), ενώ η μερική αναίρεση αναφέρεται σε ολόκληρο το κεφάλαιο της απόφασης, στο οποίο αφορά ο λόγος της αναίρεσης που έγινε δεκτός και αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι δεύτερου βαθμού, η έφεση θα επανακριθεί μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτό και δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται τα κεφάλαια που δεν αναιρέθηκαν, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 336/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 602/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2011 ΝΟΜΟΣ). Οι διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Το δικαστήριο αυτό, ερευνώντας μόνο τους λόγους της έφεσης που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται, εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο, που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής, δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνο για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό (ΑΠ 365/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 738/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1504/2008 ΝΟΜΟΣ). Το τελευταίο, ως δικαστήριο της παραπομπής, επανεκδικάζει την έφεση και τους λόγους αυτής, η εξέταση των οποίων προϋποθέτει την ύπαρξη παραδεκτής έφεσης, επί του παραδεκτού της οποίας με την απόφαση του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής (ΑΠ 386/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1476/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 738/2012 ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 580 παρ. 4, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 153/1997 Δ 1997, 857, ΕφΘεσ 70/2017 ΕφΑΔ 2017, 969, ΕφΠειρ 89/2017 ΕπισκΕΔ 2018, 611, ΕφΘεσ 434/2013, Αρμ. 2013, 1111, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Α, 2000, άρθρο 580, αρ. 5, σελ. 1080) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 629/2010 ΝοΒ 2010, 2329, ΑΠ 707/2008 ΝοΒ 2008, 2190). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο, επειδή αυτό ανακύπτει μετά το πέρας της δίκης και μάλιστα κατά τη διάρκεια άλλης δίκης, στα πλαίσια της οποίας το ήδη επιλυθέν ζήτημα εμφανίζεται ως κύριο ή προδικαστικό. Άλλωστε, οι αναιρετικές αποφάσεις είτε της ολομέλειας είτε των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεν είναι δεκτικές εκτελέσεως, ούτε παράγουν δεδικασμένο. Αντ’ αυτών παράγουν ενδοδιαδικαστική δέσμευση (ΟλΑΠ 12/2009, ΑρχΝ 2009/708, ΑΠ 137/2004, ο.π.), που οφείλεται στην κατά το σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των δικαστηρίων (δόγμα ιεραρχίας) και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 14, σελ. 260 επομ.). Για το λόγο αυτό τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί και ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, εφόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και, αν μεν είχαν γίνει δεκτοί ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχθεί και ως βάσιμους λόγους έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, αποβαίνουν απαράδεκτα ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 15/2011 ΧρΙΔ 2012, 194, ΑΠ 758/2018 ΧρΙΔ 2019, 268 ΑΠ 674/1988, Συμπλήρωμα Βασικής Νομολογίας 2 [1993], 151).

Εν προκειμένω με την από 7/12/2011 αγωγή της, όπως παραδεκτά διευκρίνισε, συμπλήρωσε και περιόρισε τα αιτήματά της, η ενάγουσα, ήδη καλούσα – εκκαλούσα, ισχυρίστηκε ότι την 9/3/2009 απέκτησε λόγω αγοράς σε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου την πλήρη κυριότητα καθώς και σε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου την ψιλή κυριότητα ενός οικοπέδου, κείμενου στον Πειραιά επί της οδού ….. αρ. ……., στο οποίο υπάρχει οικοδομή, αποτελούμενη από τέσσερα ισόγεια καταστήματα, εμβαδού περίπου 128,10 τ.μ., 107,28 τ.μ., 87,22 τ.μ. και 91,05 τ.μ. κατά σειρά από τον εισερχόμενο από την οδό … στην οδό ….. αντίστοιχα, εκ των οποίων τα τρία πρώτα είχε εκμισθώσει στο παρελθόν ο τότε επικαρπωτής σε ποσοστό 75% εξ αδιαιρέτου ……., το δε τελευταίο εξ αυτών ο επικαρπωτής σε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου …….. Ότι μετά το θάνατο του . …….. το ποσοστό της επικαρπίας αυτού επί του κοινού πράγματος (25% εξ αδιαιρέτου) υπέστρεψε και ενώθηκε με την ψιλή κυριότητα που κατά τα ανωτέρω είχε αποκτήσει αυτή στο κοινό ακίνητο, καθισταμένης έτσι αυτής πλήρους κυρίας επ’ αυτού κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου. Ότι, επίσης, μετά το θάνατο του . …….. η πρώτη εναγόμενη – εφεσίβλητη, η οποία απεβίωσε την 17/7/2018 και κατέλειψε ως μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο της το δεύτερο εναγόμενο, ήδη δεύτερο εφεσίβλητο, υιό της (υπ’ αριθμ. ../28.9.2018 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δημάρχου Πειραιά και …/20.2.2019 πιστοποιητικό της Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών περί μη δημοσίευσης διαθήκης), ο οποίος με δήλωσή του ενώπιον του Εφετείου αυτού στη σημερινή δικάσιμο δήλωσε ότι συνεχίζει τη δίκη ως καθολικός διάδοχος της, απέκτησε σε ποσοστό 7,25% εξ αδιαιρέτου και ο δεύτερος εναγόμενος απέκτησε σε ποσοστό 42,75% εξ αδιαιρέτου την πλήρη κυριότητα στην ως άνω οικοδομή, αφενός μεν από κληρονομιά της . …….. και αφετέρου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του . …….., κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου η πρώτη εναγόμενη, σύζυγός του και κατά τα 3/4 εξ αδιαιρέτου ο δεύτερος εναγόμενος, τέκνο του. Ότι ο δικαιοπάροχος των εναγόμενων, . ……., εισέπραξε κατά το χρονικό διάστημα από 1/4/2009 έως 31/10/2009 το σύνολο της μισθωτικής αξίας των τριών εκ των τεσσάρων επίκοινων καταστημάτων, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 3.500 ευρώ για το πρώτο, σε 3.300 για το δεύτερο και σε 3.100 για το τρίτο εξ αυτών, ότι μετά το θάνατο του δικαιοπαρόχου των εναγόμενων, οι τελευταίοι υπό την ιδιότητα των συγκυρίων και συγκοινωνών καρπώθηκαν για το χρονικό διάστημα από 1/11/2009 έως 31/10/2010 τα ωφελήματα από την αποκλειστική εκμετάλλευση των δύο εκ των τεσσάρων καταστημάτων του επίκοινου, η μισθωτική αξία των οποίων ανερχόταν μηνιαίως σε 3.500 ευρώ για το πρώτο (μισθώσεως ….) και σε 3.300 ευρώ για το δεύτερο (μισθώσεως …..), ενώ για το χρονικό διάστημα από 1/11/2010 έως 31/10/2011 στο ποσό των 2.800 ευρώ και 2.600 ευρώ αντίστοιχα και για την περίοδο από 1/11/2011 μέχρι τη συζήτηση της αγωγής στο ποσό των 2.100 ευρώ και 1.900 ευρώ αντίστοιχα. Ότι επειδή η ίδια κατέβαλε τα έξοδα ηλεκτροδότησης των καταστημάτων που μίσθωνε η ………., ανερχομένων στο ποσό των 9.362 ευρώ, οι εναγόμενοι υποχρεούνται κατά την αναλογία τους να της αποδώσουν το ήμισυ αυτών, δηλ. 4.681 ευρώ, όπως το ποσό αυτό παραδεκτά περιόρισε. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε τελικά να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα κατά την αναλογία τους: α) το ποσό των 17.325 ευρώ που αντιστοιχεί στα ωφελήματα που καρπώθηκε πέραν της μερίδας του ο δικαιοπάροχός τους ……… από την εκμετάλλευση των τριών ως άνω καταστημάτων κατά το χρονικό διάστημα από 1/4/2009 έως 31/10/2009, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, β) για την εκμετάλλευση των δύο καταστημάτων (… και …) το ποσό των 40.800 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1/11/2009 έως 31/10/2010, το ποσό των 32.400 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1/11/2010 έως 31/10/2011 που αφορούν στα εν λόγω μισθώματα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 2.100 ευρώ μηνιαίως (για το πρώην μίσθιο …) και το ποσό των 1.900 ευρώ μηνιαίως (για το μίσθιο ….) από τη 1/11/2011 μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε μήνα κατά τον οποίο καθίστανται απαιτητά και ληξιπρόθεσμα τα ως άνω ποσά που αντιστοιχούν στα ωφελήματα, που οι εναγόμενοι καρπώθηκαν πέραν της μερίδας που τους αναλογούσε, από την εκμίσθωση των ως άνω καταστημάτων με την ιδιότητα των κυρίων κατά τα ανωτέρω ποσοστά τους και ως εξ αδιαθέτου συγκληρονόμων του . …….. κατά το 1/4 η πρώτη εναγόμενη και κατά τα 3/4 ο δεύτερος εναγόμενος, γ) να καθορισθεί, μετά από περιορισμό του σχετικού αιτήματος, η διοίκηση και η χρησιμοποίηση του επίκοινου κατά τον προτεινόμενο από αυτή τρόπο, άλλως κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να ορισθεί διαχειριστής του κοινού ακινήτου το πρόσωπο που προτείνουν για να ασκήσει το καθήκον αυτό, άλλως τρίτο πρόσωπο, με σκοπό να εκμισθώσει για λογαριασμό των συνιδιοκτητών τα καταστήματα με τα ποσά που επίσης αυτή προτείνει. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2351/2015 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, όσον αφορά το αίτημα επιδίκασης στην ενάγουσα της ωφέλειας που αποκόμισαν από την εκμετάλλευση των ως άνω καταστημάτων ο ……. και οι εναγόμενοι υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά τους κατά το χρονικό διάστημα από την άσκηση της κρινόμενης αγωγής και μέχρι τη συζήτησή της, στη συνέχεια απέρριψε αυτή (αγωγή) κατά τα λοιπά αιτήματά της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Εφετείου αυτού την από 4/12/2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2015 έφεση της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 108/2017 απόφαση του με την οποία το Εφετείο αυτό δέχθηκε την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία, εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 114.420,98 ευρώ κατά το λόγο της εξ αδιαιρέτου κυριότητας τους επί του κοινού πράγματος σε ποσοστό 0,219% εξ αδιαιρέτου η πρώτη εναγόμενη και σε ποσοστό 21,656% εξ αδιαιρέτου ο δεύτερος και για το επιπλέον κατά το λόγο της εξ αδιαιρέτου κληρονομικής τους μερίδας, δηλ. κατά το 1/4 (25%) εξ αδιαιρέτου η πρώτη εναγόμενη και κατά τα 3/4 (75%) εξ αδιαιρέτου ο δεύτερος εναγόμενος, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του . …….., με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα για το διορισμό διαχειριστή. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζήτησαν οι εναγόμενοι με την από 8/5/2017 αίτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Το τελευταίο Δικαστήριο εξέδωσε τη με αριθμό 1208/2018 απόφαση, με την οποία δέχθηκε την αίτηση, αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση, για τις από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, πλημμέλειες και παρέπεμψε την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο Δικαστήριο τούτο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

Ήδη με την από 9/10/2018 κλήση της καλούσας – εκκαλούσας νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω εκδίκαση η από 4/12/2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2015 έφεσης της κατά της υπ’ αριθμ. 2351/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης του Αρείου Πάγου και παραπέμφθηκε η υπόθεση να δικαστεί στο Εφετείο τούτο συντιθέμενο από άλλη σύνθεση, το οποίο (Δικαστήριο της παραπομπής), θα δικάσει μέσα στα όρια που διαγράφονται με την άνω αναιρετική απόφαση. Η κατά τα ανωτέρω επαναφερόμενη προς εκδίκαση έφεση, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι από τη δικογραφία δεν αποδεικνύεται ούτε κανείς από τους διαδίκους επικαλείται ότι η απόφαση αυτή έχει επιδοθεί και έχουν καταβληθεί τα νόμιμα παράβολα με αριθμούς ………. συνολικού ποσού 200 ευρώ τα οποία επισυνάπτονται στην από 4/12/2015 έκθεση κατάθεσης που συνέταξε η Γραμματέας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως τότε ίσχυε και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια όπως παραπάνω τακτική διαδικασία, αναφορικά με τους λόγους της, που σχετίζονται με τα κεφάλαια, για τα οποία και αναιρέθηκε η προεκδοθείσα με αριθμό 108/2017 απόφαση, ως προς τα οποία και μόνο επανακρίνεται.

Σύμφωνα με το άρθρο 182 ΑΚ «όταν η άκυρη δικαιοπραξία περιέχει τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, αυτή ισχύει, εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη θα την ήθελαν, αν ήξεραν την ακυρότητα». Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι για τη μετατροπή της άκυρης σε άλλη, έγκυρη, δικαιοπραξία, απαιτείται: 1) η ακυρότητα της πρώτης και η άγνοια των μερών για την ακυρότητα αυτή 2) η άκυρη δικαιοπραξία να περιέχει και τα στοιχεία της κατά μετατροπή έγκυρης και 3) η υποθετική βούληση των μερών να ισχύσει η κατά μετατροπή άλλη δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα. Η βούληση των μερών για τη μετατροπή της δικαιοπραξίας πρέπει να θεωρείται ότι υπάρχει όταν, ολικά ή μερικά, η άλλη δικαιοπραξία έχει τις ίδιες συνέπειες ή ουσιωδώς αντίστοιχες με εκείνες που θα είχε η άκυρη δικαιοπραξία αν ήταν ισχυρή. Και τούτο, διότι εκείνο που επιδιώκεται με τη μετατροπή είναι η πραγμάτωση, όσο είναι δυνατό, της βούλησης των μερών. Η υπoθετική θέληση των μερών (επί συμβάσεως) πρέπει να προβάλλεται και να αποδεικνύεται από τα τελευταία, διαφορετικά δεν χωρεί μετατροπή, γιατί ο δικαστής δεν υποκαθιστά τη μη δυνάμενη να συναχθεί υποθετική βούληση των μερών με δική του αντικειμενική εκτίμηση. Αν η μετατροπή προτείνεται από τον εναγόμενο πρόκειται για καταλυτική ένσταση, γνήσια μη αυτοτελή. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 1166 ΑΚ που ορίζει ότι «η επικαρπία, εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά, είναι αμεταβίβαστη. Η άσκησή της μπορεί να μεταβιβαστεί σε άλλον για χρόνο που δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της επικαρπίας, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1164» προκύπτει ότι, παρά το αμεταβίβαστο της επικαρπίας, μπορεί ο επικαρπωτής να μεταβιβάσει σε άλλον την άσκηση αυτής ολικά ή μερικά ή για ορισμένες μόνο μεμονωμένες ωφέλειες της και για ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια, με ή χωρίς αντάλλαγμα. Η παραχωρούμενη άσκηση της επικαρπίας έχει απλώς ενοχική ενέργεια, δηλαδή, γεννά μόνο ενοχική αξίωση κατά του επικαρπωτή, γιατί αν η μεταβίβαση της άσκησης παρείχε εμπράγματο δικαίωμα, το αμεταβίβαστο της ιδιοκτησίας θα αποτελούσε έκφραση κενής έννοιας. Ενόψει, επομένως, του ότι η μεταβίβαση της άσκησης αποτελεί ενοχική δικαιοπραξία, αυτή είναι άτυπη και δεν απαιτείται κατά νόμο μεταγραφή ή καταχώριση επί ακινήτου, φορέας δε του εμπράγματου δικαιώματος της επικαρπίας παραμένει ο επικαρπωτής. Αυτός που απέκτησε το ενοχικό δικαίωμα άσκησης της επικαρπίας καθίσταται κάτοχος του πράγματος και προστατεύεται έναντι του επικαρπωτή μόνον ενοχικά, έναντι τρίτων με τις αγωγές της νομής, ενώ έναντι του ψιλού κυρίου μπορεί να αντιτάξει τις ενστάσεις των άρθρων 1095 και 1108 παρ.2 ΑΚ. Ο επικαρπωτής παραμένει έναντι κυρίου υπόχρεος από την ενοχική σχέση της επικαρπίας, ενώ δεν γίνεται δεκτή η δυνατότητα του κυρίου να μεταβιβάσει απευθείας το ενοχικό δικαίωμα άσκησης της επικαρπίας σε τρίτο, χωρίς προηγουμένως να έχει συσταθεί επικαρπία.  Με τη διάταξη του άρθρου 1710 εδάφ. 2 ΑΚ ορίζεται ότι η κληρονομική διαδοχή από το νόμο επέρχεται όταν δεν υπάρχει διαθήκη ή όταν η διαδοχή από διαθήκη ματαιωθεί ολικά ή μερικά. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η διαδοχή από το νόμο επέρχεται μόνο στο μέτρο που δεν υπάρχει (έγκυρη) διαθήκη. Ειδικότερα, η (από το νόμο) εξ αδιαθέτου διαδοχή επέρχεται, μεταξύ άλλων, αν ο κληρονομούμενος δεν έχει συντάξει διαθήκη ή στη διαθήκη του δεν έχει εγκαταστήσει κληρονόμο ή όταν διαθέτει με αυτή μέρος της περιουσίας του ή όταν αυτή είναι άκυρη ή ακυρωθεί ή ανακληθεί ή αν όλοι οι κληρονόμοι που εγκαθίστανται με τη διαθήκη εκπέσουν για οποιοδήποτε λόγο, όπως στις περιπτώσεις προαποβίωσης του κληρονόμου, κήρυξης αναξιότητας, αποποίησης της κληρονομιάς, εφόσον δεν χωρεί υποκατάσταση ή προσαύξηση. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων 1846, 1847 εδάφ. 1 και 2, 1850 εδάφ. β’ ΑΚ συνάγεται ότι από και με το θάνατο του κληρονομουμένου ο κληρονόμος αυτού αποκτά αμέσως και αυτοδικαίως την κληρονομιαία περιουσία του, εάν δε ο τελευταίος καλείται ως κληρονόμος από διαθήκη μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών, αφότου έλαβε γνώση της δημοσίευση της διαθήκης. Αν παρέλθει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία αποποίησης τεκμαίρεται αμάχητα, από το νόμο, ότι έγινε «πλασματική» αποδοχή της κληρονομιάς (είτε από διαθήκη είτε από το νόμο), οπότε ο κληρονόμος αποκτά οριστικά την κληρονομική ιδιότητα. Επίσης κατά το άρθρο 1852 ΑΚ εκείνος που αποποιήθηκε την κληρονομιά που του έχει επαχθεί από διαθήκη μπορεί να την αποδεχθεί, αν ύστερα του επαχθεί εξ αδιαθέτου. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: 1) η αποποίηση του κληρονόμου να περιορίζεται στη συγκεκριμένη επαγωγή, δηλαδή, στην κληρονομιά που του έχει επαχθεί με διαθήκη 2) η επαγωγή της κληρονομιάς στον αρχικώς αποποιηθέντα να γίνεται εκ των υστέρων (διαδοχικά) και όχι αν στον κληρονόμο επάγονται κληρονομικές μερίδες εκ διαθήκης και εξ αδιαθέτου συγχρόνως, 3) μετά την αποποίηση της κληρονομιάς που επάγεται από διαθήκη να μην επέρχεται προσαύξηση της μερίδας των άλλων κληρονόμων ή υποκατάσταση του αποποιηθέντος στη διαδοχή από τη διαθήκη. Τέλος, κατά το άρθρο 1885 ΑΚ οι απαιτήσεις και τα χρέη της κληρονομιάς διαιρούνται αυτοδικαίως μεταξύ των συγκληρονόμων ανάλογα με τη μερίδα του καθενός. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι απαιτήσεις ή χρέη της κληρονομιάς (όπως είναι οι υφιστάμενες κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου ενοχικές κληρονομιαίες υποχρεώσεις του προς τρίτους) με αντικείμενο όχι αδιαίρετο, δηλαδή για απαιτήσεις ή χρέη με χρηματικό αντικείμενο ή που αφορούν διαιρετή παροχή, δεν καθίστανται κοινά, αλλά επιμερίζονται από το νόμο και διαιρούνται αυτοδικαίως, μεταξύ των συγκληρονόμων, ανάλογα με την κληρονομική τους μερίδα, ανεξάρτητα από το είδος της κληρονομικής διαδοχής. . . . Από τη διάταξη του άρθρου 794 ΑΚ, που ορίζει ότι κάθε κοινωνός ενέχεται απέναντι στους λοιπούς, κατά την αναλογία της μερίδας του, για τα έξοδα της συντήρησης, της διοίκησης και της χρησιμοποίησης του κοινού, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 785, 788, 789, 790, 730 επ., 904 επ., 1101,1107 και 1113 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ο συγκύριος που κατέβαλε έξoδα πέραν της μερίδας του, δικαιούται να αναζητήσει από τους λοιπούς, κατ’ αναλογία των μερίδων τους, τη δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε, τα έξοδα και τα βάρη που κατέβαλε, πέραν της αναλογίας του. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 794 ΑΚ, στα έξοδα διοίκησης και χρησιμοποίησης περιλαμβάνονται και τα βάρη του κοινού πράγματος, δηλαδή, όλες οι τακτικές επιβαρύνσεις ενός πράγματος ανάλογα με τη φύση του, όπως είναι, μεταξύ άλλων, φόροι, τέλη και οι πληρωμές σε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, ενώ δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα, στα οποία υποβάλλεται ο κοινωνός, όταν χρησιμοποιεί προσωπικά – αποκλειστικά – το πράγμα. Η αναζήτηση των παραπάνω εξόδων γίνεται απ’ ευθείας, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 794 ΑΚ, εφόσον πρόκειται για έξοδα που έγιναν με τις προϋποθέσεις των άρθρων 788-790 ΑΚ, δηλαδή κατόπιν απόφασης όλων των συγκυρίων ή της πλειοψηφίας αυτών ή του δικαστηρίου ή αφορούν μέτρα που λήφθηκαν για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου. Εάν όμως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, οι εν λόγω δαπάνες αναζητούνται κατά τις διατάξεις περί διοίκησης αλλότριων ή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον βεβαίως πληρούνται οι όροι εφαρμογής των τελευταίων αυτών διατάξεων. Ειδικότερα, εάν η αναζήτηση των δαπανών γίνεται κατά τις περί διοίκησης αλλότριων διατάξεις, απαιτείται να’ συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις, οι οποίες και πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση: α) ότι εκείνος που υποβλήθηκε στα έξοδα και τα βάρη ανέλαβε αυτοβούλως τη διοίκηση αλλότριας υπόθεσης, χωρίς, δηλαδή, τη ρητή εντολή του κυρίου της β) ότι ο διοικητής διαχειρίζεται την υπόθεση, εν γνώσει του ότι είναι ξένη. Το γεγονός ότι με τη διαχείριση της ξένης υποθέσεως εξυπηρετείται συγχρόνως έμμεσα ή εν μέρει και το συμφέρον του διοικητή, έστω και αν τούτο προέχει, δεν εμποδίζει την εφαρμογή των διατάξεων περί διοικήσεως αλλότριων. Αν, όμως, η υπόθεση είναι ταυτόχρονα εν μέρει ξένη και εν μέρει του διοικητή, όπως συ μ βαίνει στην περίπτωση του συγκυρίου που διεξάγει τις υποθέσεις του κοινού πράγματος, τότε υπάρχει διοίκηση αλλότριων μόνον ως προς το μη ανήκον σε αυτόν μέρος γ) ότι η πρόθεση αυτού ήταν να διοικήσει την αναληφθείσα υπόθεση σαν ξένη δ) ότι ο τελευταίος διεξήγαγε την Εν λόγω υπόθεση κατά το συμφέρον και κατά την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου της και ε) ότι γίνεται αναφορά των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε ο διοικητής κατά την διεξαγωγή της υπόθεσης. Η αξίωση του διοικητή για απόδοση των δαπανών περιλαμβάνει τις δαπάνες που έκανε αυτός για την κανονική διεξαγωγή της υποθέσεως, θεωρώντας δικαιολογημένα με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως ότι αυτές ήταν εύλογες. Σε αυτές περιλαμβάνεται, ειδικότερα, κάθε δαπάνη που ο διοικητής έκρινε χρήσιμη και επωφελή για την υπόθεση, συνυπολογιζομένων όμως των συναλλακτικών συνηθειών, των συντρεχουσών περιστάσεων και των επιδιώξεων του κυρίου».

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που αφορούν τους λόγους της έφεσης που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται: Ο ……… είχε αποκτήσει κατά κυριότητα από αγορά, δυνάμει των υπ’ αριθμ. ../1929, ../1930 νομίμως μεταγραφέντων συμβολαίων του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ένα οικόπεδο μετά της οικοδομής, που αποτελείται από τέσσερα ισόγεια καταστήματα και κείται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Πειραιά, στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς ……… (παλαιά αρίθμηση), συνορευόμενο βορειοανατολικά με ιδιοκτησία πρώην … και μετέπειτα ………, νοτιοανατολικά με την οδό …….., νοτιοδυτικά με οικία και αποθήκη του Δήμου Πειραιά και βορειοδυτικά με ιδιοκτησία αδελφών …… Το υπόλοιπο ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας του ακινήτου αυτού είχε αποκτήσει ο ……….., δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/1929 νομίμως μεταγραφέντος συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……. Ο ……. απεβίωσε την 23/1/1942, είχε δε συντάξει την από 3/3/1940 ιδιόγραφη διαθήκη που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. 30/27.1.1942 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθ. 14/27.1.1942 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με την ανωτέρω διαθήκη του, ο διαθέτης ……… όρισε ότι εγκαθιστά κληρονόμους του στο ανήκον σε αυτόν 50% εξ αδιαιρέτου της κυριότητας του επίδικου ακινήτου, κατά τη μεν ψιλή κυριότητα το Ελληνικό Δημόσιο, κατά δε την επικαρπία τις αδελφές του ……….. Στην εν λόγω διαθήκη διέλαβε ακόμη διάταξη σύμφωνα με την οποία οριζόταν ότι σε περίπτωση θανάτου της αδελφής του …………, στην επικαρπία υπεισέρχονται οι λοιπές αδελφές του κατ’ ίσα μέρη, στην περίπτωση θανάτου της ………….., οι λοιπές αδελφές της κατ’ ίσα μέρη, ουδέποτε ο σύζυγος της, ενώ στην περίπτωση θανάτου μίας εκ των δύο άλλων αδελφών της, στην κληρονομική της μερίδα επί της ως άνω επικαρπίας υπεισέρχονται οι νόμιμοι σύζυγοι τους. Σε περίπτωση θανάτου ενός εκ των ……….., ο διαθέτης όρισε ότι η μερίδα του θα επαύξανε τη μερίδα του άλλου και μετά το θάνατο αμφοτέρων, η επικαρπία θα περιερχόταν (εξ ημισείας) στους ανεψιούς του …….. και ………, σε περίπτωση δε θανάτου ενός από αυτούς η μερίδα του θα προσαυξάνει τη μερίδα του άλλου. Από τους ανωτέρω τετιμημένους, η ……… είχε προαποβιώσει του διαθέτη, την 31/12/1941, ο ………. απεβίωσε την 10/11/1944, η ……….. απεβίωσε την 30/4/1947, ………. απεβίωσε την 7/8/1951, ο ………. απεβίωσε την 27/8/1955 και η ……… απεβίωσε την 16/11/1963. Μετά από όλους του παραπάνω θανάτους και διαδοχές η επικαρπία περιήλθε στους . …….. και ……. κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου στον κάθε ένα. Την 30/7/2003 η ψιλή συγκυριότητα κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του όλου ακινήτου, που είχε περιέλθει δυνάμει της ανωτέρω διαθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……… και, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……/30.7.2003 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης της άνω συμβολαιογράφου σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. ……/2.9.2003 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου της, ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιά, το απέκτησε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………». Ακολούθησε η σύνταξη του υπ’ αριθμ. …./18.10.2007 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που έχει νομίμως μεταγραφεί, σύμφωνα με το οποίο ο …. . μεταβίβασε στην ως άνω ανώνυμη εταιρία το ποσοστό του επικαρπίας 25% εξ αδιαιρέτου επί του ανωτέρω ακινήτου, με συνέπεια η τελευταία να εμφανίζεται ότι έχει ποσοστό πλήρους κυριότητας 25% εξ αδιαιρέτου και ποσοστό ψιλής κυριότητας 25% εξ αδιαιρέτου επί του κοινού ακινήτου. Με το υπ’ αριθμ. …/2009 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου η εταιρία αυτή μεταβίβασε στην εταιρία με την επωνυμία «……..» και η τελευταία με το υπ’ αριθμ. ……/9.3.2009 νομίμως μεταγραφέν συμβόλαιο του ιδίου άνω συμβολαιογράφου, μεταβίβασε τα ανωτέρω ποσοστά στην ενάγουσα. Πλην όμως η ενάγουσα ουδέποτε απέκτησε το ποσοστό επικαρπίας 25% εξ αδιαιρέτου, διότι, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, η μεταβίβαση της επικαρπίας ήταν άκυρη, ενώ παράλληλα δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις μετατροπής, κατά άρθρο 182 του ΑΚ, της άκυρης μεταβίβασης της επικαρπίας σε έγκυρη μεταβίβαση του δικαιώματος άσκησης της. Καταρχάς στο υπ’ αριθμ. …./18.10.2007 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο γίνεται ειδική μνεία ότι αυτό συντάχθηκε βάσει σχεδίου των δικηγόρων των συμβαλλομένων …….. αφενός και ……….. αφετέρου, οι οποίοι σαφώς και γνώριζαν την ακυρότητα της εν λόγω μεταβίβασης και προφανέστατα ενημέρωσαν του συμβαλλομένους. Δοθέντος ότι η ακυρότητα της μεταβίβασης της επικαρπίας δεν αμφισβητείται ούτε στη θεωρία ούτε στη νομολογία, ούτε προκύπτει ότι υπάρχει αντίθετη συμφωνία, δεν αποδεικνύεται ότι οι συμβαλλόμενοι αγνοούσαν την ακυρότητα της εν λόγω μεταβίβασης. Εκτός τούτου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο αποδείχθηκε η υποθετική βούληση των συμβαλλόμενων μερών, η εν λόγω μεταβίβαση να ισχύει ως μεταβίβαση της άσκησης της επικαρπίας επί του κοινού ακινήτου για όσο χρόνο διαρκούσε η επικαρπία, αν γνώριζαν την ακυρότητα της εκποιητικής δικαιοπραξίας. Το γεγονός ότι στο ίδιο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο αναφέρεται ότι «Η αγοράστρια γνωρίζει την υφιστάμενη στο μεταβιβαζόμενο ακίνητο μίσθωση, την οποία μισθωτική σχέση ο πωλητής εκχωρεί με το παρόν σε αυτή (αγοράστρια) από 1/11/2007» δεν αποτελεί απόδειξη περί του αντιθέτου αφού, όπως πιο κάτω θα εκτεθεί, η εκχωρουμένη μίσθωση αφορούσε μόνο το πρώτο εκ των ανωτέρω καταστημάτων το οποίο είχε εκμισθώσει αποκλειστικά ο ……… και όχι τη μίσθωση των τριών επίδικων καταστημάτων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι είναι άκυρη η εκποιητική δικαιοπραξία της μεταβίβασης του ποσοστού 25% επικαρπίας δεν έσφαλε και ο έβδομος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν δέχθηκε την εγκυρότητα της μεταβίβασης της επικαρπίας είναι αβάσιμος.

Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι με την αριθμ. …./21.3.1991 νομίμως μεταγραφείσας δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, που συνέταξε η συμβολαιογράφος Πειραιά ….., ο ……… απέκτησε ως εκ διαθήκης κληρονόμος της μητέρας του, ………, η οποία συνέταξε την από 6/4/1987 ιδιόγραφη διαθήκης της, δημοσιευθείσα με το υπ’ αριθμ. 401/15.7.1989 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ποσοστό επικαρπίας 7/32 εξ αδιαιρέτου επί του όλου κοινού ακινήτου. Με την ίδια πράξη αποδοχής κληρονομίας οι εφεσίβλητοι απέκτησαν την ψιλή κυριότητα κατά το ίδιο ποσοστό 7/32 εξ αδιαιρέτου επί του κοινού πράγματος σε ποσοστό 1% των 7/32 η πρώτη εφεσίβλητη και σε ποσοστό 99% των 7/32 ο δεύτερος εφεσίβλητος. Επίσης, ο ……… είχε αποκτήσει ποσοστό της πλήρους κυριότητας 9/32 εξ αδιαιρέτου επί του κοινού ακινήτου, το μεν ποσοστό 6/32 εξ αδιαιρέτου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πατέρα του, που απεβίωσε την 16/7/1941 το δε ποσοστό 3/32 εξ αδιαιρέτου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αδελφής του, …, που απεβίωσε την 15/7/1941. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο ….. είχε συμφωνήσει με το .. . την εκχώρηση στον τελευταίο της άσκησης της επικαρπίας του πρώτου καταστήματος για τον εισερχόμενο από την οδό .. στην οδό …, ενώ ο …. διατήρησε, κατά παραχώρηση, την επικαρπία των άλλων τριών κατά σειρά καταστημάτων. Ο …….. απεβίωσε την 31/10/2009 και το ποσοστό του επικαρπίας 25% εξ αδιαιρέτου προσαυξήθηκε στο ποσοστό επικαρπίας του …….., σύμφωνα με τη διάταξη της διαθήκης του ……….., με αποτέλεσμα ο τελευταίος να έχει την επικαρπία του 1/2 εξ αδιαιρέτου ολόκληρου του ακινήτου. Στη συνέχεια μετά το θάνατο του …………, επελθόντα την 13/7/2010, η επικαρπία κατά το ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου συνενώθηκε, με την ψιλή κυριότητα κατά το ίδιο ποσοστό εξ αδιαιρέτου που είχε αποκτήσει εγκύρως κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα η εκκαλούσα και όχι μετά το θάνατο του .. …….., όπως αυτή ισχυρίζεται εσφαλμένως με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο οποίος κρίνεται αβάσιμος και ελέγχεται απορριπτέος. Περαιτέρω, σύμφωνα με την από 14/11/2007 επιστολή της εταιρίας «..», την οποία απηύθυνε στην …… αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα όπως και οι δικαιοπάροχοί της (άμεσος και απώτερος) εισέπρατταν το μίσθωμα εκ της μισθώσεως στην ……… του άνω καταστήματος (του πρώτου για τον εισερχόμενο από την οδό …. στην οδό …., στο εξής ΚΑ), το οποίο είχε αρχικά εκμισθώσει σε αυτή ο …….. το έτος 1995. Το δεύτερο κατάστημα (για τον εισερχόμενο από την οδό … στην οδό …., στο εξής ΚΒ) είχε εκμισθώσει το έτος 1991 ο ……. από κοινού με το δεύτερο, εναγόμενο στην ίδια μισθώτρια, ………, ενώ στη συνέχεια με το από 1/11/2007 ιδιωτικό συμφωνητικό – παράταση μίσθωσης στη θέση του ………. υπεισήλθαν τα ανήλικα τέκνα του, …. και …….., τα οποία εκπροσώπησαν τότε οι γονείς τους …….. και …….. και το τέταρτο κατάστημα (για τον εισερχόμενο από την οδό … στην οδό …., στο εξής ΚΔ) είχαν εκμισθώσει ο . και η ……., εκπροσωπώντας το ανήλικο τέκνο τους . …….., το έτος 2005 στην ……… και, τέλος, το τρίτο κατάστημα (για τον εισερχόμενο από την οδό .. στην οδό …, στο εξής ΚΓ) είχε εκμισθώσει το έτος 1996 στο …, ο …, εκπροσωπώντας εκεί και τη μητέρα του …. ……… Όπως έγινε δεκτό από την υπ’ αριθμ. 108/2017 απόφαση του Εφετείου αυτού, κατά το μη αναιρεθέν μέρος της, ως προς το οποίο η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη, ο ……. εισέπραττε έως το θάνατό του (31/10/2009) το σύνολο των μισθωμάτων από τους τότε μισθωτές των τριών καταστημάτων (………..) με συνέπεια η εκκαλούσα με την από 2/4/2009 εξώδικη γνωστοποίηση-πρόσκληση-δήλωση, ζήτησε από αυτόν να της καταβάλει το 25% των μισθωμάτων που αναλογούσε στο μερίδιό της, δηλ. τα μισθώματα των καταστημάτων που αυτός είχε εκμισθώσει και καρπωνόταν τα ωφελήματά τους πέραν της μερίδας που του αναλογούσε. Το αίτημα αυτό όμως είναι αβάσιμο, διότι, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, η εκκαλούσα, λόγω της άκυρης μεταβίβασης του ποσοστού 25% της επικαρπίας από το . …….., πριν από το θάνατο του τελευταίου δεν ήταν κοινωνός επί του δικαιώματος είσπραξης των μισθωμάτων κατά την αναλογούσα σε αυτά μερίδα της, ούτε είχε αξίωση έναντι του . …….. να της καταβάλει από το συνολικό ποσό των μισθωμάτων που αυτός είχε εισπράξει από τα τρία επίδικα καταστήματα το ποσό που αντιστοιχεί στη μερίδα της. Τέτοια αξίωση και αντίστοιχο δικαίωμα επί των μισθωμάτων απέκτησε μετά το θάνατο του . ………., όταν το ποσοστό του τελευταίου 50% εξ αδιαιρέτου της επικαρπίας συνενώθηκε με το δικό της ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας αποκτώντας έτσι το 50% εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας του κοινού ακινήτου. Επομένως το αίτημα της εκκαλούσας για την απόδοση των μισθωμάτων κατά το χρόνο έως και το θάνατο του ………. (13/7/2010) είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο.

Μετά το θάνατο του . …….. και την συνένωση της επικαρπίας με την ψιλή κυριότητα που είχαν ήδη αποκτήσει οι εφεσίβλητοι, αυτοί κατέστησαν συγκύριοι των τεσσάρων καταστημάτων κατά πλήρη κυριότητα, η πρώτη εφεσίβλητη σε ποσοστό 1% των 7/32 ή ποσοστό 0,219 % εξ αδιαιρέτου και ο δεύτερος εφεσίβλητος σε ποσοστό 99% των 7/32 ή ποσοστό 21,656% εξ αδιαιρέτου, συνέχισαν δε, μετά το θάνατο του δικαιοπάροχου τους, να εισπράττουν το σύνολο των μισθωμάτων από τα ανωτέρω καταστήματα, τα οποία ήταν εκμισθωμένα στη . …….. και στο . ……… Συνεπώς μετά το θάνατο της πρώτης εφεσίβλητης ο δεύτερος εφεσίβλητος, ενεχόμενος τόσο ως συγκύριος του κοινού ακινήτου κατά το ανωτέρω ποσοστό, όσο και ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αποβιώσασας μητέρας του, οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα από τα μισθώματα που εισέπραξαν, το ποσό που αναλογούσε στο ποσοστό συγκυριότητας της 50% εξ αδιαιρέτου [σημειωτέον ότι στον . …….. εκμισθώθηκε από την 1/6/2010 και το ΚΔ κατάστημα πρώην μίσθωσης …….. δυνάμει του από 20/5/2010 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, καταρτισθείσας από την πλευρά του εκμισθωτή από το . …….. (δεύτερο εναγόμενο) και τη σύζυγό του . …….., ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων τους, …… και … …….., αντί μηνιαίου μισθώματος 2.300 ευρώ, το οποίο από 1/4/2012 μειώθηκε στο ποσό των 1.500 ευρώ μηνιαίως δυνάμει του από 30/5/2012 ιδιωτικού τροποποιητικού συμφωνητικού μεταξύ των αυτών συμβαλλομένων]. Ειδικότερα, για τα εισπραχθέντα από τους εναγόμενους μισθώματα μετά την 13/7/2010, οπότε απεβίωσε ο …….., οφείλεται στην ενάγουσα: Α) για το κατάστημα (ΚΓ) με μισθωτή το … …….. i) για το χρονικό διάστημα από την 14/7/2010 (ημερομηνία θανάτου του .. ………..) έως την 31/10/2010, το ποσό των 3.923,33 ευρώ (3 μήνες και 17 ημέρες Χ 2.200 ευρώ, μηνιαίο μίσθωμα = 7.846,66 ευρώ Χ 50%), ii) για το χρονικό διάστημα από 1/11/2010 έως 31/10/2011 το ποσό των 13.200 ευρώ (2.200 ευρώ, μηνιαίο μίσθωμα Χ 12 μήνες = 26.400 ευρώ Χ 50%), iii) για το χρονικό διάστημα από 1/11/2011 έως 31/3/2012 το ποσό των 4.750 ευρώ (5 μήνες Χ 1.900 ευρώ, μηναίο μίσθωμα = 9.500 Χ 50%) και iv) για το χρονικό διάστημα από την 1/4/2012 έως τη συζήτηση της αγωγής (29/10/2014) το ποσό των 23.225 ευρώ (30 μήνες και 29 ημέρες Χ 1.500 ευρώ, μηνιαίο μίσθωμα = 46.450 Χ 50%) (το μηναίο μίσθωμα καθορίστηκε στο ποσό των 1.500 ευρώ από την 1/4/2012 με το από 30/5/2012 τροποποιητικό συμφωνητικό) και Β) για το μίσθωμα του καταστήματος ΚΔ του μισθωτή . …….. i) για το χρονικό διάστημα από την 14/7/2010 έως την 31/10/2011 το ποσό των 17.901,66 ευρώ, (15 μήνες και 17 ημέρες Χ 2.300 ευρώ, μηνιαίο μίσθωμα = 35.803,33 ευρώ Χ 50%), ii) για το χρονικό διάστημα από 1/11/2011 έως 31/3/2012 το ποσό των 5.250 ευρώ (5 μήνες Χ 2.100 ευρώ μηνιαίο μίσθωμα = 10.500 Χ 50%), iii) για το χρονικό διάστημα από 1/4/2012 έως τη συζήτηση της αγωγής (29/10/2014) το ποσό των  23.225 ευρώ (30 μήνες και 29 ημέρες Χ 1.500 μηνιαίο μίσθωμα = 46.450 ευρώ Χ 50%). Τέλος το αίτημα της ενάγουσας να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν το 50% του ποσό των 9.362 ευρώ που εκείνη στο πλαίσια της διοίκησης αλλοτρίου πράγματος υποχρεώθηκε να καταβάλει πέρα της μερίδας της στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού για τέλη κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος των καταστημάτων (ΚΑ και ΚΒ) που είχε μισθώσει η .. …….., η οποία εγκατέλειψε τελικά τα μίσθια τέλος Ιουλίου 2011 και τέλος Σεπτεμβρίου 2011, αντίστοιχα δίχως να καταβάλει τα οφειλόμενα τέλη κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος μηνός Νοεμβρίου 2011 είναι απορριπτέο, διότι σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατέβαλε το πιο πάνω ποσό αυτοβούλως και εν γνώσει της ότι βαρύνεται με την καταβολή μόνο του μισού ποσού και ότι, γνωρίζοντας ότι υπόχρεοι για το υπόλοιπο μισό είναι οι εναγόμενοι, προέβη στη δαπάνη αυτή για το συμφέρον τους κατά την πραγματική ή εικαζόμενη βούλησή τους. Επιπλέον τούτων με δεδομένο ότι, όπως ανωτέρω εκτέθηκε το κατάστημα ΚΑ μίσθωνε αποκλειστικά ο … και μετά το θάνατό του η ίδια η οποία αποκόμιζε και τα αντίστοιχα ωφελήματα έπρεπε να αποδείξει, χωρίς να το επιτύχει, το ύψος της εν λόγω δαπάνης για κάθε ένα από τα εν λόγω καταστήματα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε το σχετικό αίτημα έστω με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) δεν έσφαλε και ο περί αντίθετου πέμπτος λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή και να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή να γίνει αυτή δεκτή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ………. ως συγκύριος επί του κοινού πράγματος σε ποσοστό 21,656% εξ αδιαιρέτου και ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αποβιώσασας την 17/7/2018 πρώτης εναγόμενης, μητέρας του, να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 91.474,99 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Σημειωτέον ότι το αίτημα της ενάγουσας για το διορισμό διαχειριστή απορρίφθηκε από το Εφετείο αυτό με την υπ’ αριθμ. 108/2017 πιο πάνω απόφασή του χωρίς αυτή να έχει αναιρεθεί ως προς το κεφάλαιο αυτό και επομένως η απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτό είναι αμετάκλητη. Πρέπει επίσης να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου που κατέθεσε για την άσκηση της έφεσης. Ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εναγόμενου λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρο 179, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 2351/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 7/12/2011 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../2011 αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ότι πρέπει να απορριφθεί.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο …. να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των ενενήντα ενός χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (91.474,99) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου για την άσκηση της έφεσης.

ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (5.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   19 Δεκεμβρίου 2019.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω λήξεως της

αποσπάσεώς της

και αναχωρήσεώς της,

ο αρχαιότερος της

συνθέσεως Εφέτης,

Ιωάννης Αποστολόπουλος.

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 21 Φεβρουαρίου  2020, με άλλη σύνθεση,  λόγω λήξεως της αποσπάσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών, Ελένης Κούφη, και λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως του  Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, αποτελούμενη από τους Δικαστές Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά και Σοφία Καλούδη, Εφέτες,  και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ