Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 166/2020

Αριθμός  166/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ελένη Κούφη, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη-Εισηγητή   και από τη Γραμματέα την Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες από : α) η από 14.6.2016 και με αρ. καταθ. ………./2016, β) 9.6.2016 και με αρ. καταθ. ……../2016 και γ) από 15.6.2016 και με αρ. καταθ. ………./2016 εφέσεις που στρέφονται κατά της με αρ. 692/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, καθώς η απόφαση επιδόθηκε αντίστοιχα για τις με στοιχ. α’ και β’ εφέσεις στις 19.5.2016 και 18.5.2016 (βλ. τις με αρ. ../19.5.2016 και ../18.5.2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικ. επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς .. ..) και οι δε κρινόμενες εφέσεις κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 15.5.2016 και 16.6.2016 αντίστοιχα, ενώ δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε η απόφαση στον εκκαλούντα της γ’ έφεσης. Για το παραδεκτό αυτών έχουν επιπλέον κατατεθεί τα αντίστοιχα παράβολα με βάση τη διάταξη του άρθρου 495 αρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. τα με αρ. ………. έντυπα αγωγόσημα, αντίστοιχα). Οι κρινόμενες εφέσεις πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους, αλλά και διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων αυτής (άρθρα 246 και 524 § 1 του ΚΠολΔ, ΑΠ 427/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 4 του ν. 1569/1985, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 11 του ν. 2170/1993, διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν και οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι οποίοι είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες αυτών καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορειακή σύμβαση), αντίγραφο της οποίας υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Εμπορίου. Με βάση το άρθρο 21 του ίδιου νόμου εκδόθηκε το π.δ. 298/1986, το άρθρο 1 § 1 του οποίου, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με τη διάταξη του άρθρου 11 § 2 της Πράξης 31/30-9-2013 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β 2556/10.10.2013), όριζε ότι: «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο να αναλαμβάνει με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικές εργασίες σε ορισμένη περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας, στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου παρέχει στον ασφαλισμένο την απαραίτητη συνδρομή για την εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης». Περαιτέρω, το άρθρο 3 §§ 1 και 2 του ίδιου ως άνω π.δ. όριζε ότι : «1. Ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Τα ασφάλιστρα που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. 2. Στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (ΕφΑθ 1114/2014 ΔΕΕ 2014, 608, ΕφΑθ 1932/2011 ΔΕΕ 2011, 1156, ΕφΑθ 691/2011 Αρμ. 2011, 1354). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 822 ΑΚ, σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για φύλαξη, με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο, όταν του ζητηθεί. Η εν λόγω σύμβαση συνάπτεται ατύπως για κατ’ είδος ορισμένα κινητά πράγματα ως και αντικαταστατά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φυλάξεως, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος. Όπως μάλιστα προκύπτει από τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 822 επ. ΑΚ, για την εγκυρότητα της σύμβασης παρακαταθήκης δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του διδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος. Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις του ίδιου π.δ. συνάγεται ότι μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικού πράκτορα μπορεί να είναι η είσπραξη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοσή τους σε αυτή, κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο, επέχει, έναντι της επιχείρησης η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου. Υπαίτιος δε υπεξαίρεσης καθίσταται (και) ο εντολοδόχος, ο οποίος κατά το άρθρο 713 ΑΚ έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση, νομικής ή υλικής φύσης, η οποία του ανετέθη από τον εντολέα και αρνείται να αποδώσει στον τελευταίο το κινητό πράγμα που αυτός του εμπιστεύθηκε (άρθρο 719 ΑΚ) ως και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, δηλαδή για λογαριασμό του, την οποία εξουσία μπορεί να έλκει είτε από τον νόμο είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής κατάστασης. Με την έννοια αυτή, εάν η πράξη τελέσθηκε από διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης, στην εντολή εμπεριέχεται και η διαχείριση. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Βέβαια, κατά το άρθρο 3 § 1 του π.δ. 298/1986, που ρυθμίζει ως άνω τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων, τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως προς αυτά ως θεματοφύλακας, πλην όμως, η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά τον χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τοιαύτη υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρέωσης του εντολοδόχου. Η σχέση δηλαδή, που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, φέρει χαρακτήρα μικτής σύμβασης, η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε και η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κυρίας (πρακτορειακής) σύμβασης. Κατά συνέπεια, για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ασφαλιστικού πράκτορα κρίσιμη είναι όχι η ιδιότητα του θεματοφύλακα, αλλά η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία έχει αποκτήσει βάσει της κύριας πρακτορειακής σύμβασης και στην οποία έχουν εφαρμογή, αφού ο ασφαλιστικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επ. του ΕμπΝ και 713 επ. ΑΚ (AΠ 1424/2017, ΑΠ  282/2010, AΠ 1711/2010, AΠ 1382/2010). Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό. Γι΄ αυτό σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 ΠΚ. Χρόνος δε τέλεσης της άδικης πράξης της υπεξαίρεσης, θεωρείται κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του να ενσωματώσει τα χρήματα στην περιουσία του (ΑΠ 464/2017 ό.π., ΑΠ 60/2017 ό.π., ΑΠ 2039/2014, ΑΠ 828/2012, ΑΠ 3/2011, ΑΠ 941/2010, ΑΠ 346/2009, ΑΠ 1475/2009,ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΜονΕφΑθ 627/2016). Εξάλλου, όπως κρατεί στη νομολογία, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 Α.Κ., να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΑΠ Ολ 967/1973, ΑΠ 920/2018, ΑΠ 1636/2018, ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1115/2015, EφAθ 980/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία όμως φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημιώσεως μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1636/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014). Περαιτέρω, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τα οποία το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τα οποία τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Στην περίπτωση δε κατά την οποία η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως, τότε ευθύνεται και αυτό εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, αυτής του νομικού προσώπου. Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτήν δεν έχουν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρίας, είναι, όμως, δυνατή η ευθύνη αυτών προσωπικώς από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (ΑΚ 914), οπότε υφίσταται ευθύνη τους (ΑΠ 427/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο δεσμεύεται από δικαιοπραξία που συνάπτει είτε το όργανο που το διοικεί, μέσα στα όρια της εξουσίας του κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού, είτε φυσικό πρόσωπο, στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Ειδικότερα, ως προς τις ανώνυμες εταιρείες, από τις διατάξεις των άρθ. 18 §§ 1 και 2 και 22 §§ 1 και 3 του Κ.Ν. 2190/1920 (αντίστοιχες με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ΑΚ), προκύπτει, ότι η ανώνυμη εταιρεία, που αποτελεί νομικό πρόσωπο, εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από το διοικητικό συμβούλιο αυτής, το οποίο ενεργεί συλλογικώς και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά τη διοίκηση της εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά την επιδίωξη του σκοπού της (εκτός από εκείνες τις πράξεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα της γενικής συνελεύσεως). Η ως άνω οργανική εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρείας μπορεί να ανατεθεί, εν όλω ή εν μέρει, σε ένα ή περισσότερα μέλη του Δ.Σ. ή στους διευθυντές της ή σε τρίτους με απόφαση του Δ.Σ., εφόσον, βέβαια, το επιτρέπει το καταστατικό. Τα πρόσωπα αυτά είναι υποκατάστατα του Δ.Σ. και ενεργούν ως όργανα εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου της εταιρείας, εκφράζοντα πρωτογενώς την βούλησή του, και αντλούν την εξουσία τους από τον νόμο και το καταστατικό. Η υποκατάσταση αυτή του Δ.Σ. από μέλος του ή από τρίτο πρόσωπο διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητάς και της εντολής (άρθ. 216 επ. και 713 επ. ΑΚ), καθόσον ο πληρεξούσιος και ο αντιπρόσωπος δεν αποτελούν όργανα εκφράζοντα τη βούληση του νομικού προσώπου, αλλά ενεργούν ως αντιπρόσωποί του πράξεις που αποφασίσθηκαν από το Δ.Σ. ή υποκατάστατα αυτού όργανα. Σε κάθε περίπτωση η σχετική απόφαση του Δ.Σ. ή των ως άνω οργάνων δεν είναι απαραίτητο να διατυπώνεται πανηγυρικώς, αλλά αρκεί να προκύπτει από αυτήν βούληση του Δ.Σ. ή των προαναφερόμενων οργάνων, ώστε να εκπροσωπηθεί γενικώς η εταιρεία, κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας από άλλο πρόσωπο (ΑΠ 1312/2015, ΑΠ 148/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά το άρθρο 3 § 6 του Ν.Δ. 400/1970 (περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως) : “Τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της, εκτός από αυτές των ασφαλίσεων ζωής, εφόσον μέσα στην πιο πάνω προθεσμία δεν έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Εμπορίου τυχόν αίτηση άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου. Τα καταβληθέντα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα επιστρέφονται. Τυχόν καταβληθείσες νόμιμες προμήθειες επιστρέφονται ή αναζητούνται από τον εκκαθαριστή, ενώ κατά το άρθρο 38 παρ. 3 του κωδικοποιημένου με το π.δ. 237/1986 ν. 489/1976 σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης στον κλάδο ασφάλισης της αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, σύμφωνα προς τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να ακυρώσει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που έχει εκδώσει, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 11 και να επιστρέψει στους ασφαλισμένους τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα αυτών των ασφαλιστηρίων, αφαιρώντας από αυτά ποσοστό 25%. Από τον συνδυασμό των άνω διατάξεων προκύπτει ότι σύμφωνα με την αληθή βούληση του νομοθέτη, η επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων προς τους ασφαλισμένους που έχουν ήδη καταβάλει αυτά, σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, πρέπει να λάβει χώρα από την ασφαλιστική εταιρεία, είτε τα ασφάλιστρα αυτά έχουν εισπραχθεί από την ασφαλιστική εταιρία είτε παρακρατούνται ακόμη από τους ασφαλιστικούς πράκτορες, καθόσον η ασφαλιστική εταιρεία είναι υπεύθυνη για την επιστροφή αυτή, σύμφωνα με τις περί αντιπροσωπείας διατάξεις του Αστικού Κώδικα, αφού οι ασφαλιστικοί πράκτορες είναι άμεσοι αντιπρόσωποί τους (άρθρο 211 ΑΚ), αν δε ο νομοθέτης ήθελε κάτι διαφορετικό από αυτό, θα όριζε αυτό ρητώς. Αν τα ασφάλιστρα αυτά όμως δεν έχουν αποδοθεί και εξακολουθούν να παρακρατούνται από τον πράκτορα, τότε έχει αγωγική αξίωση κατ΄ αυτού για την απόδοσή τους, ώστε να μπορέσει να ικανοποιήσει τους ασφαλισθέντες πελάτες της, που έχουν αντίστοιχη αξίωση εναντίον της, η τυχόν δε  επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων από τον ίδιο τον πράκτορα στους ασφαλισθέντες, δεν αποκλείει το έννομο συμφέρον αυτής να επιδιώξει την ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης από τον ασφαλιστικό πράκτορα, αλλά αποτελεί πραγματικό γεγονός, που, εφόσον αποδειχθεί, οδηγεί στην απόρριψη της σχετικής αγωγής της εταιρείας κατά του πράκτορα ή στην απόρριψη της αγωγής των ασφαλισθέντων εναντίον της (ΑΠ 430/2019, ΑΠ 339/2015, ΝΣΚ 565/1997 γνωμοδότηση ΕφΑθ 691/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα, ώστε να εξατομικεύεται η επίδικη έννομη χωρίς να καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση η οποία απορρέει από αυτά, ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγής με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1424/2017).

Στην από 23.3.2013 και με αρ. καταθ. …./2013 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία και ήδη εφεσίβλητη και των τριών εφέσεων, τελούσα υπό εκκαθάριση, ισχυρίστηκε ότι με την από 25-10-2004 έγγραφη σύμβαση ασφαλιστικού πράκτορα, που συνήψε με την πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία και ήδη πρώτη των εκκαλούντων της πρώτης έφεσης, όπως η σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις από 12.12.2005, 12.1.2007 και 1.5.2009 πρόσθετες πράξεις, η τελευταία ανέλαβε να μεσολαβεί σύμφωνα με τον νόμο και κατά τους όρους της σύμβασης στη σύναψη και διαχείριση ασφαλιστικών συμβάσεων με φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για κινδύνους και στους κλάδους ασφαλίσεων που η ενάγουσα ασκούσε ή θα ασκούσε στην Ελλάδα. Ότι στα πλαίσια τις άνω σύμβασης είχε το δικαίωμα να προσυπογράφει η πρώτη εναγομένη τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, που είχαν εκδοθεί από την ενάγουσα και τις αποδείξεις είσπραξης ασφαλίστρων, πρόσθετες πράξεις και τροποποιήσεις, να εισπράττει από τους ασφαλισμένους τα ασφάλιστρα, λαμβάνοντας ως αντιπαροχή τις προμήθειες που δικαιούτο ανά ασφαλιστικό κλάδο, όπως εξειδικεύεται στην αγωγή. Ότι τα ασφάλιστρα που θα εισέπραττε η πρώτη εναγομένη, όσον αφορά τις ασφαλιστικές συμβάσεις που θα καταρτίζονταν με τη διαμεσολάβησή της, θεωρούνταν παρακαταθήκη και θα ευθυνόταν ως θεματοφύλακας, υπέχοντας την υποχρέωση να τα αποδώσει. Ότι το πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μήνα όφειλε να αποδώσει την παραγωγή του προηγούμενου μήνα (μικτά ασφάλιστρα), ανεξαρτήτως αν εισέπραξε αυτά, εκδίδοντας ισόποση επιταγή εντός 128 ημερών, αφού αφαιρούνταν οι ανάλογες προμήθειες. Ότι η πρώτη εναγομένη είχε την πρόσθετη υποχρέωση να αποστέλλει για ακύρωση μέσα σε 30 ημέρες από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδόθηκαν από την εταιρία και των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή, με την οποία όφειλε να βεβαιώνει ότι είχε ειδοποιήσει εγγράφως τους ασφαλισμένους για την ακύρωση και να αναφέρει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και τη μη ύπαρξη αναγγελίας ζημίας, η δε ακύρωση των συμβολαίων θα γινόταν μόνο από την εταιρία, η οποία θα ειδοποιούσε την πρώτη εναγόμενη. Ότι η πρώτη εναγομένη αν δεν επέστρεφε εμπροθέσμως τα ασφαλιστήρια συμβόλαια θα υποχρεούτο στην απόδοση των ασφαλίστρων. Ότι στις 21-9-2009 ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της ενάγουσας και τέθηκε αυτή σε ασφαλιστική εκκαθάριση και η εταιρεία εκπροσωπείται πλέον από τον διορισθέντα εκκαθαριστή της. Ότι μετά τη θέση της ενάγουσας σε εκκαθάριση, η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση με την από 28-9-2009 καταγγελία της, η οποία της επιδόθηκε στις 2-10-2009. Ότι κατά τους χωριστούς δοσοληπτικούς λογαριασμούς που τηρούσε η ενάγουσα για τα υποκαταστήματα αυτής Αθηνών και Θεσσαλονίκης, με βάση τις ενσωματωμένες στην αγωγή  καρτέλες τήρησης αυτών, για το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο έως Ιούλιο του έτους 2009, προέκυψε ότι η πρώτη εναγομένη δεν απέδωσε σ’ αυτήν τα λεπτομερώς αναφερόμενα εισπραχθέντα ασφάλιστρα, συνολικού ποσού 1.238.208,86 ευρώ. Ότι για τον λόγο αυτό γνωστοποίησε εγγράφως την ως άνω οφειλή στην πρώτη εναγόμενη και στους 2ο των εναγομένων και ήδη εκκαλούντα της τρίτης έφεσης, 3ο των εναγομένων και ήδη δεύτερο των εκκαλούντων της πρώτης έφεσης, 4ο των εναγομένων, 5ο, 6ο των εναγομένων και ήδη εκκαλούντα της δεύτερης έφεσης και 7ο των εναγομένων και ήδη τρίτο των εκκαλούντων της πρώτης έφεσης, μέλη του Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης και με την από 25-10-2012 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία της κάλεσε αυτούς να προβούν στην εξόφληση της εντός 15 ημερών από την επίδοσή της, που έλαβε χώρα προς την 1η των εναγόμενων και 3ο, 4ο και 7ο των εναγόμενων, μελών τότε του ΔΣ αυτής, την 9η-11-2012. Ότι η πρώτη εναγομένη και τα μέλη του Δ.Σ. αυτής, λοιποί εναγόμενοι, οι οποίοι ήταν εξοπλισμένοι και με τη δυνατότητα διενέργειας διαχειριστικών πράξεων, παρόλο που εισέπραξαν και ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους το άνω ποσό των ασφαλίστρων, δεν απέδωσαν αυτό στην ενάγουσα εκδηλώνοντας την πρόθεσή τους να ενσωματώσουν αυτό στη περιουσία τους, διαπράττοντας το αδίκημα της υπεξαίρεσης και ζημίωσαν έτσι κατά το ποσό αυτό την ενάγουσα. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζήτησε κυρίως κατά τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης και επικουρικώς κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το ποσό του 1.238.205,86 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την παρέλευση της ρητής προθεσμίας εξόφλησης, ήτοι της 24ης-11-2012, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, να απαγγελθεί σε βάρος των εναγομένων φυσικών προσώπων (2ος – 7ος) προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης  της  εκδοθησόμενης  απόφασης  και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την προαναφερόμενη απόφασή του, με την οποία, αφού απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς την επικουρική της βάση περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τους 3ο και 4ο των εναγομένων και την έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τους λοιπούς εναγομένους και υποχρέωσε αυτούς να καταβάλουν το αιτούμενο ποσό των 1.238.205,86 ευρώ, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, με τον νόμιμο τόκο από την 25.11.2012 και με προσωπική κράτηση των 2ου και 6ου των εναγόμενων. Κατά της απόφασής αυτής παραπονούνται αφενός η πρώτη, ο τρίτος και ο έβδομος των εναγομένων, αφετέρου ο έκτος των εναγομένων και εκ τρίτου ο δεύτερος των εναγομένων, με τις υπό κρίση αντίστοιχες εφέσεις, για τους αναφερόμενους σ΄ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, με σκοπό ν΄ απορριφθεί η αγωγή ως προς αυτούς.

Η αγωγή με το άνω περιεχόμενο και αίτημα είναι ορισμένη, καθώς για το επίδικο χρονικό διάστημα από Ιανουάριο του 2009 έως Δεκέμβριο του 2011, οπότε έλαβε χώρα η τελική εκκαθάριση των δοσοληπτικών λογαριασμών, έχουν επισυναφθεί στο δικόγραφο (έστω και σε σμίκρυνση, είναι όμως αναγνώσιμα), οι μηνιαίες κινήσεις και τα πινάκια ασφαλίστρων, ήτοι οι καταστάσεις ασφαλιστήριων συμβολαίων ανά μήνα, με αύξοντα αριθμό ασφαλιστήριου συμβολαίου, στοιχεία ασφαλισμένου, διάρκεια καλύψεως, τα ποσά των μικτών ασφαλίστρων, η αφαίρεση της συμφωνηθείσης προμήθειας και τα αποδοτέα ασφάλιστρα, αφού αφαιρεθούν οι προμήθειες και καταβολές της πρώτης εναγομένης  και επιπλέον τα συμβόλαια που ακυρώθηκαν (ΑΠ 1424/2017, ΜΕφΠειρ. 362/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όπως εκτίθεται στο δικόγραφο το αιτούμενο ποσό των 1.238.205,86 ευρώ προέρχεται εν μέρει κατά το συνολικό ποσό των 1.011.914,98 ευρώ (920.842,32 ευρώ, όσον αφορά το υποκατάστημα Αθηνών και 91.072,66 ευρώ, όσον αφορά το υποκατάστημα Θεσσαλονίκης) από χρεωστικό υπόλοιπο του έτους 2008, το οποίο αναφέρεται απλώς ονομαστικά. Όμως, σε άλλο προγενέστερο σημείο της αγωγής, αναφέρεται ότι οι καταβολές που πραγματοποιούσε η πρώτη εναγομένη καταλογίζονταν στα ήδη οφειλόμενα ασφάλιστρα, ώστε το χρεωστικό υπόλοιπο του έτους 2008 να έχει εξοφληθεί τμηματικά για το υποκατάστημα Αθηνών με τις καταβολές με παράδοση αξιογράφων (που πίστωνε η ενάγουσα) ποσών 494.633,94 € τον Ιανουάριο και 551.157,47 τον Φεβρουάριο, πλέον των λοιπών πιστώσεων (συνολική πίστωση για τον μήνα Ιανουάριο 510.808,45 καθώς και 588.764,30 € τον μήνα Φεβρουάριο) και ποσού 91.072,26 τον Φεβρουάριο για το υποκατάστημα Θεσσαλονίκης, όπως επιτρεπτώς διευκρίνισε η ενάγουσα με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ΄ άρθρο 224 ΚΠολΔ, ώστε να είναι οφειλόμενα μόνα τα ασφάλιστρα από Ιανουάριο του 2009 και εξής. Επομένως το αιτούμενο ποσό προκύπτει από τα επισυναπτόμενα στην αγωγή πινάκια παραγωγής ασφαλίστρων, ώστε η αγωγή είναι ορισμένη (βλ. και ΑΠ 339/2015). Εξάλλου, όσον αφορά τους λοιπούς εναγομένους (2ο, 3ο, 6ο και 7ο) αναφέρεται στην αγωγή ότι αυτοί είχαν την ιδιότητα του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης εναγομένης και εισέπραξαν τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, ενώ ειδικότερα στους 3ο και 7ο των εναγομένων επιδόθηκε η εξώδικη δήλωση της ενάγουσας στις 9.11.2012, με την οποία η τελευταία απαίτησε την  καταβολή του υπολοίπου τάσσοντας προθεσμία στην πρώτη εναγομένη, ώστε η αγωγή να είναι καταρχήν ορισμένη, με δεδομένο ότι όπως εκτέθηκε το Δ.Σ. εκπροσωπεί την ανώνυμη εταιρία συλλογικώς και αναφέρεται επιπλέον (έστω και επιγραμματικά) ότι υπεξήρεσαν τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, ενώ είναι ζήτημα περαιτέρω αποδείξεως η συμμετοχή εκάστου από αυτούς. Κατόπιν αυτών θα πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι των εφέσεων που αναφέρονται στην αοριστία της αγωγής.

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, την ανωμοτί κατάθεση του τρίτου εναγομένου (βλ. πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), την υπ’ αριθ. ../10-3-2015 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ……………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………….., που ελήφθη με την επιμέλεια της ενάγουσας, στη σύνταξη της οποίας κλητεύθηκαν οι εναγόμενοι (βλ. τις με αρ. ……….. εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), καθώς και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς πλήρη απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της από 25-10-2004 έγγραφης σύμβασης πρακτόρευσης αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας και ήδη εφεσίβλητης και των τριών εφέσεων και της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης των εκκαλούντων της πρώτης έφεσης ανώνυμης εταιρίας (υπό την αρχική της επωνυμία “……………..”), η ενάγουσα ανέθεσε στην πρώτη εναγομένη έναντι προμήθειας, διενέργεια πράξεων διαμεσολάβησης στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους για λογαριασμό της (ενάγουσας). Ειδικότερα, η πρώτη εναγομένη, υπό την ως άνω ιδιότητα της, ανέλαβε το έργο να δέχεται τις προτάσεις αυτών που επιθυμούσαν να ασφαλισθούν σε όλους τους ασκούμενους από την ενάγουσα κλάδους, έχοντας υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τους εκάστοτε από την τελευταία καθοριζόμενους όρους, περιορισμούς και ασφάλιστρα, τις γενικές και ειδικές εντολές της, τους κανονισμούς και τα εκάστοτε υποχρεωτικά τιμολόγια, τους όρους των ασφαλιστήριων συμβολαίων και τις διατάξεις των νόμων (όρος 1 της σύμβασης). Η πρώτη εναγομένη είχε το δικαίωμα να προσυπογράφει η ίδια τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, αποδείξεις είσπραξης ασφαλίστρων, πρόσθετες πράξεις, τροποποιήσεις ή ακυρώσεις συμβολαίων, που είχαν εκδοθεί από την ενάγουσα και να φροντίζει για την επίδοση στους ασφαλισμένους (όρος 2 της σύμβασης). Στη συνέχεια, με την από 24-10-2007 σύμβαση εκτύπωσης ασφαλιστηρίων με απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση, η ενάγουσα έδωσε τη δυνατότητα στην πρώτη εναγομένη να εκδίδει απευθείας τα ασφαλιστήρια από τα γραφεία της. Παράλληλα, η πρώτη εναγομένη όφειλε να μεριμνά για την είσπραξη των ασφαλίστρων παραγωγής της, με βάση τις ειδικότερες διατάξεις της σύμβασης και τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Τα ασφάλιστρα που εισέπραττε η πρώτη εναγομένη θεωρούνταν παρακαταθήκη και ευθυνόταν γι’ αυτά ως θεματοφύλακας (όρος 6 της σύμβασης). Οι προμήθειες της πρώτης εναγομένης καθορίστηκαν ως εξής : 1) για τον κλάδο (19) Αυτοκινήτων 26%, 2) για τον κλάδο (10) Προσωπικών Ατυχημάτων οδηγού – ιδιοκτήτη 35%, 3) για τον κλάδο (17) Πυρός Περιεχομένου κατοικίας 42,5%, 4) για τον κλάδο (18) Λοιπών Ζημιών σε Πράγματα (ΘΡΑΥΣΗ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ) 25%, 5) Νομική Προστασία 20%, 6) Οδική Βοήθεια 20 %, 7) για τον κλάδο (19) Αυτοκινήτων ΦΑΧ / ΤR (πακέτο) 13%, 8) για τον κλάδο (19) Αυτοκινήτων Τουριστικά Λεωφορεία (πακέτο) 13%, 9) για τον κλάδο (19) Αυτοκινήτων ΤΑΞΙ (ΑΘΗΝΩΝ- ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ – ΛΟΠΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ) 13%, 10) για τον κλάδο (19) Αυτοκινήτων ΦΔΧ / Εθνικών Μεταφορών 13%, 11) για τον κλάδο (19) Εκμισθούμενων Αυτοκινήτων 25%, 12) για τον κλάδο (10) Προσωπικών Ατυχημάτων – Ασθενειών 35%, 13) για τον κλάδο (16) Μεταφορών 30 %, 14) για τον κλάδο (16) Ευθύνη Μεταφορέως CMR 25%, 15) για τον κλάδο (17) Πυρός 42,5 %, 16) για τον κλάδο Σεισμού 20%, 17) για τον κλάδο (18) Λοιπών ζημιών σε πράγματα (ΚΛΟΠΗ) 30 %, 18) για τον κλάδο (22) Γενικής Αστικής Ευθύνης 32,5%, 19) Αστική Ευθύνη Σκαφών Αναψυχής 15% και 20) για τον κλάδο εγγυήσεων 16 %. Οι παραπάνω προμήθειες θα επιστρέφονταν στην ενάγουσα σε περίπτωση για οποιοδήποτε λόγο επιστροφής ασφαλίστρων στον ασφαλιζόμενο. Η πρώτη εναγομένη ήταν υποχρεωμένη να εξοφλεί στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μήνα την παραγωγή που είχε πραγματοποιήσει, ανεξάρτητα αν είχε εισπράξει ή όχι τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα, εκδίδοντας προς τούτο επιταγή της, εμφανίσεως το αργότερο εντός 128 ημερών, το ποσό της οποίας θα αφορούσε το σύνολο της παραγωγής της (μικτά ασφάλιστρα) του τελευταίου μηνός, αφού αφαιρούνταν οι ανάλογες προμήθειες (όρος 7 της σύμβασης). Επίσης, είχε την υποχρέωση να αποστέλλει προς την ενάγουσα για ακύρωση μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από την επιστολή της με την οποία θα βεβαιώνεται ότι ειδοποίησε τον ασφαλισμένο για την ακύρωση και θα αναφέρει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και της μη ύπαρξης αναγγελίας ζημίας, η δε ακύρωση γινόταν μόνο από την ενάγουσα, η οποία ειδοποιούσε σχετικά τον ασφαλιστικό πράκτορα, ενώ ακύρωση συμβολαίου στους κλάδους Μεταφορών, Προσωπικών Ατυχημάτων Ταξιδιωτών και Αποσκευών δεν μπορούσε να γίνει σε καμία περίπτωση, διότι τα ασφάλιστρα εισπράττονταν από την ημέρα έκδοσης των ασφαλιστήριων συμβολαίων (σύμφωνα με την από 1-5-2009 τροποποιητική πράξη της σύμβασης πρακτόρευσης). Σύμφωνα δε με τον όρο 9 της σύμβασης, αν η πρώτη εναγομένη δεν προέβαινε σε αποστολή των προς ακύρωση συμβολαίων εμπροθέσμως στην ενάγουσα, τότε υποχρεούνταν στην απόδοση των ασφαλίστρων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον όρο 7 της σύμβασης. Μέχρι τέλος Ιανουαρίου κάθε χρόνου η πρώτη εναγομένη υποχρεούτο να υποβάλει στην ενάγουσα αναλυτική κατάσταση των μη εισπραχθέντων ασφαλίστρων για το προηγούμενο έτος (όρος 10 της σύμβασης). Ο διακανονισμός των ζημιών γινόταν αποκλειστικά από την ενάγουσα, ενώ η πρώτη εναγομένη δεν μπορούσε να προβεί σε καταβολή αποζημίωσης ή αναγνώριση τοιαύτης υποχρέωσης και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να δεσμεύσει την εταιρεία χωρίς έγγραφη εντολή της ενάγουσας (όρος 14 της σύμβασης). Επίσης δεν μπορούσε να προβαίνει σε πληρωμές για λογαριασμό της ενάγουσας και επιστροφές ασφαλίστρων που είχαν σχέση με ασφαλιστικές συμβάσεις που έγιναν με τη μεσολάβησή της χωρίς γραπτή εξουσιοδότηση της ενάγουσας, διαφορετικά κάθε πληρωμή που θα γινόταν κατά παράβαση του όρου αυτού δεν θα υποχρέωνε την ενάγουσα (όρος 16 της σύμβασης). Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι η πρώτη εναγομένη για την εκτέλεση των πάσης φύσεως υποχρεώσεων που αναλάμβανε με την ένδικη σύμβαση, θα λάμβανε ως αντάλλαγμα από την ενάγουσα συγκεκριμένη προμήθεια, καθοριζόμενη κατά κλάδο ασφαλίσεως, όπως προσδιορίζεται στην ένδικη σύμβαση, επί των καθαρών ασφαλιστών που θα εισπράττονταν πραγματικά και θα αφορούσαν συμβάσεις καταρτισθείσες με τη μεσολάβησή της (όρος 18 της σύμβασης). Επίσης, με τον όρο 2 της από 12-12-2005 προσθήκης της σύμβασης πρακτόρευσης, συμφωνήθηκε προμήθεια 2% (bonus) υπέρ της πρώτης εναγομένης επί των καθαρών ασφαλίστρων, εφόσον η τελευταία κατέθετε εντός διμήνου από το κλείσιμο του λογαριασμού στο ταμείο της ενάγουσας επιταγές λήξεως 140 ημερών από το κλείσιμο. Σε περίπτωση, όμως, μη καταθέσεως εντός της ανωτέρω προθεσμίας των 60 ημερών των ως άνω επιταγών ή σε περίπτωση καταθέσεως επιταγών λήξεως πέραν των 140 ημερών ή μη εισπράξεως των επιταγών, η πρώτη εναγομένη δεν θα δικαιούνταν την ανωτέρω επιπρόσθετη αμοιβή (όρος 3 της από 12-12-2005 προσθήκης της σύμβασης πρακτόρευσης). Ακόμα η πρώτη εναγομένη είχε την υποχρέωση, όπως εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα, διατυπώνει εγγράφως και συγκεκριμένα με συστημένη επιστολή τις αντιρρήσεις της σχετικά με τις εγγραφές που περιλαμβάνονταν στα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα της ενάγουσας, διαφορετικά αποδεχόταν την ορθότητα των εγγραφών (όρος 20 της σύμβασης). Η διάρκεια της σύμβασης ορίστηκε αορίστου χρόνου, δυνάμενη να καταγγελθεί από το κάθε συμβαλλόμενο μέρος με έγγραφη καταγγελία, κοινοποιούμενη προς το έτερο μέρος προ 60 ημερών, χωρίς καμία υποχρέωση προς αποζημίωση. Εντός του χρόνου αυτού η ενάγουσα ενεργεί όλες τις απαιτούμενες πράξεις για την ακύρωση των συμβολαίων (όρος 21 της σύμβασης). Η πρώτη εναγομένη ορίσθηκε ρητά ότι εκτός των παραπάνω προμηθειών καμία άλλη απαίτηση δεν μπορεί να έχει κατά της ενάγουσας από κάθε φύσης αιτία, σχέση και αφορμή (όρος 23 της σύμβασης), ενώ σε οποιαδήποτε περίπτωση λύσης της σύμβασης, δεν μπορεί να έχει ή να διατηρεί κατά της ενάγουσας καμία απαίτηση για προκαταβληθείσες τυχόν σε συνεργάτες αυτής προμήθειες ή άλλα γενικά έξοδα ή για εργασίες που δεν περατώθηκαν οριστικά ή για άλλη αιτία (όρος 24 της σύμβασης). Περαιτέρω, ρητά συμφωνήθηκε ότι σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από την ενάγουσα ή την πρώτη εναγομένη, η τελευταία είχε υποχρέωση να καταβάλει το χρεωστικό της υπόλοιπο, όπως τούτο προέκυπτε από τα εμπορικά βιβλία της ενάγουσας, ως βάση δε για την εκκαθάριση θα λαμβάνονταν το εκκαθαριστικό σημείωμα των λογαριασμών του τελευταίου προ της καταγγελίας της σύμβασης μήνα (όρος 25 της σύμβασης). Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη είχε την υποχρέωση σε περίπτωση καταγγελίας : α) να αποστείλει αμέσως στην ενάγουσα κάθε αποδεικτικό δαπάνης που βάρυνε την τελευταία σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, β) να σταματήσει κάθε πληρωμή που βάρυνε την ενάγουσα, γ) να παραπέμψει αμέσως στην ενάγουσα κάθε ζήτημα που αφορούσε αυτήν, όπως είναι η υποβολή δηλώσεων ζημιών, θέματα ποινικών και αστικών δικών, αποζημιώσεων και πληρωμών, δ) να μην στέλνει πραγματογνώμονες, δικηγόρους, ιατρούς σε υποθέσεις ζημιών που καλύπτονταν με ασφαλιστήριο της ενάγουσας, ε) να ενημερώνει αμέσως την ενάγουσα για την πορεία των εκκρεμών υποθέσεων με ιδιαίτερο έγγραφό της για κάθε μια απ’ αυτές, ενώ η ενάγουσα δικαιούταν αλλά δεν υποχρεούταν να εισπράξει τις προς την πρώτη εναγόμενη οφειλές των πελατών της, εφόσον η πρώτη εναγομένη δεν κατέβαλε την προς την ενάγουσα οφειλή της εντός της προθεσμίας που είχε συμφωνηθεί. Στην περίπτωση αυτή, η πρώτη εναγομένη θα πιστωνόταν με κάθε τέτοια είσπραξη που θα γινόταν από την ενάγουσα και θα χρεωνόταν με κάθε δικαστική ή άλλη δαπάνη της ενάγουσας για την είσπραξη των ως άνω οφειλών των πελατών της. Σε κάθε περίπτωση δε λύσης της σύμβασης, η ενάγουσα είχε το δικαίωμα να καταγγείλει τις συμβάσεις ασφαλίσεων, που έγιναν με τη μεσολάβηση της πρώτης εναγομένης, χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί με κανέναν τρόπο η άσκηση του δικαιώματος αυτού ως καταχρηστική (όρος 26 της σύμβασης). Για την εξυπηρέτηση της σύμβασης η ενάγουσα τηρούσε χωριστούς δοσοληπτικούς λογαριασμούς, τον υπ’ αριθ. 1415 λογαριασμό για την κεντρική εγκατάστασή της στην Αθήνα και τον με αριθ. 1456 λογαριασμό για το υποκατάστημά της στη Θεσσαλονίκη. Όπως προκύπτει από τον με αριθ. 1415 χρεωστικό λογαριασμό για το υποκατάστημα Αθηνών το οφειλόμενο υπόλοιπο του μηνός Δεκεμβρίου του έτους  2008 ήταν 920.842,32 €. Για τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2009, η παραγωγή των καθαρών ασφαλίστρων ανήλθε σε 846.228,78 ευρώ (1.028.449,37 μικτά ασφάλιστρα – 182.220,59 ευρώ προμήθειες), οι συνολικές πιστώσεις ήταν 510.808,45 ευρώ (494.633,94 ευρώ επιταγές χάριν εξόφλησης) και επιπλέον χρεώθηκε συνολικό ποσό 11.286,50 ευρώ (8.351,39 λόγω επιστροφής επιταγών, 20,00 ευρώ για έξοδα επιστροφής και 2.915,11 ευρώ για παραγωγή για την εταιρία ….), ώστε το χρεωστικό υπόλοιπο ανήλθε σε 1.267.549,15 €. Για τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2009 η παραγωγή των καθαρών ασφαλίστρων ανήλθε σε 707.254,39 [ολικά ασφάλιστρα (€ 861.843,97) – προμήθεια (€ 154.445,58) – καταβολές των ασφαλισμένων απευθείας (€ 144,00) = € 707.254,39], οι καταβολές και μετρητά με παράδοση μεταχρονολογημένων επιταγών σε € 588.764,30, επιπλέον πιστώθηκε πρόσθετη προμήθεια (€ 15.363,49), χρεώθηκε επιστροφή επιταγών που δεν πληρώθηκαν και έξοδα επιστροφής (€ 155.148), πιστώθηκε η παραγωγή … (€ 2,915.11) και χρεώθηκε η προμήθεια …. (€ 470,54), ώστε το υπόλοιπο να διαμορφωθεί σε € 1.523.379,18. Για τον μήνα Μάρτιο του έτους 2009, η παραγωγή των καθαρών ασφαλίστρων ανήλθε σε € 580.912,28 [ολικά ασφάλιστρα (€ 701.200,02) – προμήθεια (€ 131.609,57) – ποσό παρακράτησης φόρου υπέρ της ενάγουσας (€ 206,17) = € 569.384,28], η παράδοση μεταχρονολογημένων επιταγών σε € 99.071,34 και επιπλέον πιστώθηκαν η πρόσθετη προμήθεια (€ 13.061,03), ενώ χρεώθηκε επιστροφή επιταγών που δεν πληρώθηκαν και έξοδα επιστροφής (€ 120.081,34), ώστε το υπόλοιπο να διαμορφωθεί σε € 2.100.712,43.  Τον Μάρτιο, όπως εκτέθηκε, εξοφλήθηκε ολοσχερώς το οφειλόμενο υπόλοιπο του έτους 2008. Για τον μήνα Απρίλιο η παραγωγή των καθαρών ασφαλίστρων ανήλθε σε € 476.374,52 [ολικά ασφάλιστρα (€ 581.030,04) – προμήθεια (€ 104.502,52) – καταβολές των ασφαλισμένων απευθείας στην ενάγουσα (€153,00) = 476.374,52], πιστώθηκε η παράδοση μεταχρονολογημένων επιταγών (€ 99.071,34), πιστώθηκε επιπλέον πρόσθετη προμήθεια (€ 13.061,03) και χρεώθηκε επιστροφή επιταγών που δεν πληρώθηκαν και έξοδα επιστροφής (€ 120.081,34), ώστε το υπόλοιπο να διαμορφωθεί σε 2.100.712,43 €. Για τον μήνα Μάιο του έτους 2009 η παραγωγή των καθαρών ασφαλίστρων ανήλθε σε 163.547,11 [ολικά ασφάλιστρα (€ 198.899,13) – προμήθεια (€35.266,93) – καταβολές των ασφαλισμένων απευθείας στην ενάγουσα (€15,00) – ποσό παρακράτησης φόρου (€ 70,09) = € 163.547,11], πιστώθηκαν οι καταβολές έναντι και παράδοση μεταχρονολογημένων επιταγών (€ 129.380,89) και χρεώθηκαν έξοδα επιστροφής επιταγών και αντιλογισμός εγγραφών (€ 262,11), ώστε το υπόλοιπο να διαμορφωθεί σε € 2.029.375,22. Για τον μήνα Ιούνιο του έτους 2009 η παραγωγή των καθαρών ασφαλίστρων ανήλθε σε 210.397,66 [ολικά ασφάλιστρα (€ 256.077,14) – προμήθεια (€45.649,48) – καταβολές των ασφαλισμένων απευθείας στην ενάγουσα (€ 30,00) = € 210.397,66], πιστώθηκαν καταβολές και παράδοση μεταχρονολογημένων επιταγών (€ 478.790,66) και χρεώθηκε αντιλογισμός (€ 340,00), ώστε το υπόλοιπο να διαμορφωθεί σε € 1.761.322,22. Για τον μήνα Ιούλιο του έτους 2009 η παραγωγή των καθαρών ασφαλίστρων ανήλθε σε 201.818,03 [ολικά ασφάλιστρα (€ 247.390,14) – προμήθεια (€ 45.138,46) – καταβολές των ασφαλισμένων απευθείας στην ενάγουσα (€ 433,65) = € 201.818,03] πιστώθηκαν καταβολές και παράδοση μεταχρονολογημένων επιταγών (€ 541.737,96) και χρεώθηκε το ποσό των € 710,00, ώστε το υπόλοιπο να διαμορφωθεί σε € 1.422.112,29]. Για τον μήνα Αύγουστο του έτους 2009 η παραγωγή των καθαρών ασφαλίστρων ανήλθε σε € 195.012,27 [ολικά ασφάλιστρα (€ 239.701,39) – προμήθεια (€ 44.689,12) = € 195.012,27], οι πιστώσεις με μεταχρονολογημένες επιταγές και μετρητά σε € 466.509,64 και χρεώσεις λόγω επιστροφής επιταγών σε € 79.193,66, ώστε το υπόλοιπο να διαμορφωθεί σε € 1.229.808,58. Για τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2009, η παραγωγή των καθαρών ασφαλίστρων ανήλθε σε € 159.159,99 [ολικά ασφάλιστρα (€ 194.275,04) – προμήθεια (€ 35.100,05) – καταβολές των ασφαλισμένων απευθείας στην ενάγουσα (€ 15,00) = € 159.159,99] και διενεργήθηκαν πιστώσεις (παράδοση αξιογράφων καταβολές και Bonus Είσπραξης των μηνών Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου του έτους 2006) € 74.022,00 + € 53.498,00 + € 16.722,63, ώστε το υπόλοιπο του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2009 να διαμορφωθεί σε 1.229.808,58 €. Για το υποκατάστημα Θεσσαλονίκης με κωδικό 1456 το υπόλοιπο του έτους 2008 ήταν 91.072,66. Για τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2009 η παραγωγή των ασφαλίστρων ανήλθε στο ποσό των € 81.480,76 [ολικά ασφάλιστρα (€ 98.196,13) – προμήθεια (€ 16.715,37) = € 81.480,76]. Για τον μήνα Φεβρουαρίου του έτους 2009 η παραγωγή ήταν € 77.198,77 [ολικά ασφάλιστρα (€93.400,50) – προμήθεια (€ 16.201,73) – παράδοση μεταχρονολογημένων επιταγών (€ 91.072,66), με το οποίο εξοφλήθηκε το υπόλοιπο του έτους 2008 + € 147,49 [ΠΑΡΑΓΩΓΗ ……] – € 23,81 [ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ …..] = € 158.803,21]. Για τον μήνα Μάρτιο του έτους 2009 η παραγωγή ήταν 95.192,07 [ολικά ασφάλιστρα (€ 117.791,95) – προμήθεια (€ 21.808,32) – ποσό παρακράτησης φόρου υπέρ της στην ενάγουσας (€ 791,56) = € 95.192,07], ενώ δεν έγινε καμία καταβολή, ώστε το χρεωστικό υπόλοιπο να ανέλθει σε € 253.995,28 και για τον μήνα Απρίλιο η παραγωγή ήταν € 73.386,38 [ολικά ασφάλιστρα (€ 89.671,13) – προμήθεια (€ 16.284,75)], χωρίς καταβολή και χρεωστικό υπόλοιπο 327.381,66 €. Για τον μήνα Μάιο του έτους 2009 η παραγωγή ανήλθε στο ποσό των € 78.699,86 [ολικά ασφάλιστρα (€40.533,20) – προμήθεια (€6.484,68) – καταβολές από τους ασφαλισμένους απευθείας (€ 2.627,16) – ποσό παρακράτησης φόρου υπέρ της ενάγουσας (€ 153,74) = 31.267,62 €) – αντιλογισμό ποσού (€ 257,11) και χρεωστικό υπόλοιπο € 329.688,17]. Για τον μήνα Ιούνιο του έτους 2009 η παραγωγή ήταν 24.152,87 [ολικά ασφάλιστρα (€ 29.723,71) – προμήθεια (€ 5.555,84) – καταβολές των ασφαλισμένων απευθείας (€ 15,00) = € 24.152,87 και το χρεωστικό υπόλοιπο στο ποσό των € 353.841,04]. Για τον μήνα Ιούλιο του έτους 2009 η παραγωγή ανήλθε στο ποσό των € 53.674,55 [ολικά ασφάλιστρα (€ 65.260,35) – προμήθεια (€ 11.585,80) = € 53.674,55], το δε χρεωστικό υπόλοιπο διαμορφώθηκε σε 353.841,04 +παραγωγή μηνός Ιουλίου του έτους 2009 (€ 53.674,55) – πιστώσεις από παράδοση μεταχρονολογημένων επιταγών (€ 129.957,76) = € 277.557,83. Για τον μήνα Αύγουστο του έτους 2009 η παραγωγή ανήλθε στο ποσό των € 50.091,52 [ολικά ασφάλιστρα (€ 61.478,39) – προμήθεια (€ 11.386,87) = € 50.091,52] + ΠΑΡΑΓΩΓΗ …. (€ 147,50) – ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ …. (€ 24,16) ώστε το χρεωστικό υπόλοιπο να ανέλθει σε € 327.772,69]. Για τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2009 η παραγωγή ανήλθε στο ποσό των € 52.147,60 [ολικά ασφάλιστρα (€ 63.834,74) – προμήθεια (€ 11.687,14) = €52.147,60], ώστε το τελικό χρεωστικό υπόλοιπο να διαμορφωθεί σε € 379.920,29.

Εξάλλου στις 21-9-2009 ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ενάγουσας, με την υπ’ αριθ. 156/16-9-2009 και 21-9-2009 απόφαση της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης και έκτοτε τελεί υπό ασφαλιστική εκκαθάριση (βλ. το υπ’ αριθ. 11292/21-9-2009 ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ). Μετά την ανάκληση της άδειας της ενάγουσας, όσον αφορά τον με αρ. 1415 δοσοληπτικό λογαριασμό πιστώθηκαν λόγω ακύρωσης συμβολαίων αντίστοιχα τα ποσά των 113,33 + 526,460,51 + 141, με χρεώσεις των προμηθειών 20,82, 96.567,10 και 25,93 €, επιπλέον πιστώθηκαν τα ποσά των 6.402,69 και 1.005,72 € και χρεώθηκαν τα ποσά των 85.951,65 € και 13.260,77 €, ως επιταγές που δεν εξοφλήθηκαν, ώστε το τελικό χρεωστικό υπόλοιπο διαμορφώθηκε σε 957.922,57 €. Αντίστοιχα για το υποκατάστημα Θεσσαλονίκης, όσον αφορά τον με αρ. 1456 δοσοληπτικό λογαριασμό, πιστώθηκαν ολικά ασφάλιστρα λόγω ακυρώσεις συμβολαίων 17.420,33 + 104.189,47 με χρέωση των προμηθειών 2.916,41 + 19.056,39 €, ώστε το τελικό χρεωστικό υπόλοιπο να διαμορφωθεί σε 280.283,29 €. Ενόψει αυτών το σύνολο της οφειλής της ενάγουσας ανήλθε στο ποσό των 957.922,57 + 280.283,29 = 1.238.205,86 €. Τα ανωτέρω προκύπτουν από επίσημα επικυρωμένα αποσπάσματα από τα νομίμως τηρούμενα επαγγελματικά βιβλία της ενάγουσας – αναλυτικές καρτέλες (άρθρα 444 § 1, 448 § 1 ΚΠολΔ, 3 § 5 π.δ. 298/1986), στις οποίες αναγράφεται η εκ μέρους της πρώτης εναγομένης παραγωγή συμβολαίων, τα επιμέρους ασφάλιστρα για κάθε μήνα χωριστά, τα καθαρά και μεικτά ασφάλιστρα, η προμήθεια του παραγωγού, τα ακυρωθέντα συμβόλαια και το υπόλοιπο, με ανάλυση της οφειλής ανά ασφαλισμένο, ασφαλιστήριο [ΣΥ] ή ανανεωτήριο [ΑΝ] ή πρόσθετη πράξη [ΠΠ] επαύξησης κάλυψης ή ακύρωσης ή πράσινη κάρτα [ΠΚ] κατ’ αριθμό, είδος ασφαλιστικής κάλυψης [κλάδο ασφάλισης], ύψος μικτού ασφαλίστρου, ύψος καθαρού ασφαλίστρου, φόρων, εισφορών κλπ., προμήθεια αφαιρούμενη και τελικό οφειλόμενο ποσό ανά ασφαλιστήριο και μήνα. Εξάλλου, μετά την ανάκληση της άδειας της ενάγουσας, η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση με την από 28-9-2009 έγγραφη καταγγελία της, στις δε 10-3-2010 η πρώτη εναγομένη απέστειλε στην ενάγουσα συμβόλαια προς ακύρωση, ύψους καθαρών ασφαλίστρων 6.434,24 ευρώ, που συνυπολογίστηκαν στα πιστωθέντα. Η ενάγουσα όχλησε την πρώτη εναγομένη για την απόδοση του άνω οφειλόμενου ποσού ασφαλίστρων με την από 25-10-2012 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία της, που επιδόθηκε στην πρώτη εναγομένη και στους 3ο των εναγομένων και ήδη δεύτερο των εκκαλούντων της πρώτης έφεσης, 4ο των εναγομένων και 7ο των εναγομένων και ήδη τρίτο των εκκαλούντων της πρώτης έφεσης στις 9-11-2012, με την οποία κάλεσε αυτούς να καταβάλουν το άνω ποσό εντός 15 ημερών από την επίδοση της. Οι εναγόμενοι χωρίς να αμφισβητούν ευθέως την παραγωγή των ασφαλιστήριων συμβολαίων από τα οποία εξάγεται το επίδικο ποσό ασφαλίστρων, υπέβαλαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αίτημα πραγματογνωμοσύνης, το οποίο επαναφέρουν με τις εφέσεις τους, ισχυριζόμενοι ότι η ενάγουσα δεν έχει πιστώσει στον μεταξύ τους δοσοληπτικό λογαριασμό ποσό 625.400 ευρώ, που αφορά αποζημιώσεις που κατέβαλε η πρώτη εναγομένη σε τρίτους ασφαλισμένους στην ενάγουσα για λογαριασμό της, μετά την ανάκληση της άδειας αυτής. Πλην όμως δεν προσδιορίζονται τα στοιχεία των ασφαλιστήριων συμβολαίων για τα οποία κατέβαλε αποζημιώσεις η πρώτη εναγομένη, ούτε αν οι καταβολές αυτές έγιναν με εντολή της ενάγουσας (όρος 14 της σύμβασης), ούτε τέλος διατυπώνονται με ορισμένο τρόπο οι ανταπαιτήσεις της, ούτε εισφέρεται κάποιο νεώτερο στοιχείο, το οποίο να έχει δημιουργήσει αμφιβολία  για το ύψος της απαίτησης της ενάγουσας και να απαιτεί τον έλεγχο αυτής από λογιστή πραγματογνώμονα, με ειδικές γνώσεις. Ο τρίτος εναγόμενος και ήδη εκκαλών της τρίτης έφεσης εξεταζόμενος ανωμοτί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι δεν έχουν πιστωθεί επιπλέον ακυρώσεις ασφαλιστήριων συμβολαίων ποσού 389.000 € και bonus 2 %, ενώ μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ενάγουσας δεν κατέστη δυνατή η ακύρωση ασφαλιστήριων συμβολαίων, τα οποία επιστράφηκαν αργότερα στην ενάγουσα. Κατόπιν αυτών το αίτημα διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, το οποίο ανάγεται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 194/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πρέπει ν΄ απορριφθεί. Εκτός όμως αυτών το αποδεικτικό υλικό είναι επαρκές για την βασιμότητα της απαίτησης της ενάγουσας, ώστε ο σχετικός λόγος των εφέσεων, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το άρθρο  937 Α.Κ. ορίζει ότι : “Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημιά και τον υπόχρεο προς αποζημίωση, σε κάθε περίπτωση όμως η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη, που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης”. Η δεύτερη παράγραφος της παραπάνω διατάξεως υπαγορεύθηκε από τον λόγο ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση μέσω της παραγραφής τής προς αποζημίωση αστικής απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στη βαρύτερα πλήττουσα αυτόν ποινική δίωξη και στη συνέχεια καταδίκη. Για την εφαρμογή της παρ. 2 του παραπάνω άρθρου πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις : 1) η αδικοπραξία πρέπει να αποτελεί συνάμα κολάσιμη κατά τον ποινικό νόμο πράξη. Δεν αποτελεί όμως προϋπόθεση η προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και η τιμωρία του δράστη. Αν δεν έχει προηγηθεί άσκηση ποινικής διώξεως το πολιτικό δικαστήριο που κρίνει την αγωγή αποζημιώσεως ερευνά τη συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων της κολάσιμης πράξεως και 2) η ποινική αξίωση της πολιτείας για την τιμώρηση της αξιόποινης πράξεως πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή. Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στον ποινικό νομό, αναλόγως, ποινική παραγραφή, όπως αυτή ως προς τη διάρκειά της καθαρίζεται στο άρθρο 111 του Π.Κ. ή σε διάταξη άλλου, ειδικού, ποινικού νόμου, η οποία προκειμένου περί πλημμελημάτων ανέρχεται σε πέντε (5) έτη, ενώ προκειμένου περί κακουργημάτων, για τα οποία δεν προβλέπεται ποινή θανάτου ή ισόβιας κάθειρξης, ανέρχεται σε δεκαπέντε (15) έτη και σύμφωνα με το άρθρο 17 του Π.Κ. αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ. Εξάλλου, για τη διακρίβωση αν, προκειμένου περί πλημμελημάτων ή κακουργημάτων, είναι ή όχι μακρότερη η ποινική παραγραφή σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν συνυπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 3 του άρθρου 113 Π.Κ. μέγιστο διάστημα της αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κύρια διαδικασία και εωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση και το οποίο ανέρχεται σε τρία (3) έτη για τα πλημμελήματα και πέντε (5) έτη για τα κακουργήματα (ΑΠ 415/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι εκκαλούντες και των τριών εφέσεων με τον 5ο λόγο τους, επαναφέροντας σχετική ένσταση που πρόβαλλαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ισχυρίστηκαν ότι η απαίτηση της ενάγουσας που αφορά το χρονικό διάστημα πριν το έτος 2009 έχει υποκύψει στην πενταετή παραγραφή. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί αφενός ως αλυσιτελής καθώς, όπως προεκτέθηκε, με την αγωγή, δεν ζητούνται αξιώσεις που ανάγονται πριν το έτος 2009, αλλά σε κάθε περίπτωση ως μη νόμιμος, διότι η απαίτηση της ενάγουσας που συνιστά το αντικείμενο υπεξαίρεσης υπερβαίνει το ποσό των 120.000 €, ώστε η πράξη της υπεξαίρεσης να έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και να υπόκειται στην 15ετή παραγραφή, ενώ η ιστορική της βάση της αγωγής που ανάγεται στην διάταξη του άρθρου 822 ΑΚ υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον ίδιο ισχυρισμό ως μη νόμιμο, ορθά εκτίμησε το νόμο και συνεπώς οι σχετικοί λόγοι των εφέσεων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Εξάλλου από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, όσον αφορά τους λοιπούς εναγομένους πλην της 1ης εναγομένης και τα εξής : Η ενάγουσα όχλησε την πρώτη εναγομένη για την καταβολή του ποσού της  απαίτησής της, με την από 25.10.2012 εξώδικη όχλησή της, η οποία επιδόθηκε στις 9.11.2012. Το διάστημα αυτό το Διοικητικό Συμβούλιο της πρώτης εναγομένης, όπως είχε συγκροτηθεί με το από 3.9.2012 πρακτικό του Δ.Σ της που καταχωρήθηκε στο Μ.Α.Ε στις 3.10.2012 (ΦΕΚ 10772/3.10.2012), αποτελείτο από τους δεύτερο εναγόμενο, ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα σύμβουλο, τον τρίτο εναγόμενο ως μέλος, τους ……… και …………. (ως προς τους οποίους έχει ήδη απορριφθεί η αγωγή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) και τον έκτο εναγόμενο, ως μέλη. Η άνω εξώδικη δήλωση επιδόθηκε εκτός από την πρώτη εναγομένη και στους τρίτο, τέταρτο και έβδομο των εναγόμενων. Η πρώτη εναγομένη απάντησε, όπως εκτέθηκε, με την από 12.12.2012 εξώδικη δήλωσή της (που επιδόθηκε στις 10.1.2013), με την οποία, αφού ανέφερε τις  ανταξιώσεις της, δήλωσε στην ενάγουσα ότι είναι διατεθειμένη σε κοινές συναντήσεις να προσδιορισθεί το ύψος των εκατέρωθεν αξιώσεων. Παρόλη την ανταλλαγή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας δεν επήλθε μεταβολή στο αιτούμενο ποσό της ενάγουσας, ούτε η πρώτη εναγομένη, όπως εκπροσωπείτο από το τελευταίο της Δ.Σ., εκδήλωσε την πρόθεση να καταβάλει έστω μέρος της οφειλής της. Η οφειλή όμως αυτή είχε δημιουργηθεί και καταστεί ληξιπρόθεσμη με την πάροδο 15 ημερών από το τέλος κάθε μήνα (όρος 7 της σύμβασης) και ήταν οπωσδήποτε γνωστή στην πρώτη εναγομένη (όπως εκπροσωπείτο από προγενέστερο Δ.Σ.), με δεδομένο ότι αυτή κατά τον όρο 20 της σύμβασης λάμβανε τα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα της ενάγουσας, χωρίς ουδέποτε να έχει διατυπώσει τις αντιρρήσεις της με συστημένη επιστολή (όρος 20 της σύμβασης). Ενόψει αυτών, η είσπραξη και υπεξαίρεση των ασφαλίστρων που εισέπραττε η πρώτη εναγομένη, είχε γίνει πριν την ανάληψη των καθηκόντων του Διοικητικού Συμβουλίου της 3.9.2012 και δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι την ημερομηνία αυτή διατηρούνταν αυτά στο ταμείο της πρώτης εναγομένης. Συνεπώς στους δεύτερο και έκτο εναγομένους, που ανέλαβαν για πρώτη φορά καθήκοντα στις 3.9.2012, ο πρώτος ως Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος και ο δεύτερος ως μέλος, δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη για την τέλεση της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της υπεξαίρεσης και η αγωγή θα πρέπει ως προς αυτούς να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εξάλλου, ο έβδομος εναγόμενος, διετέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από το 2004 μέχρι την 3η.9.012 μέλος του ΔΣ της πρώτης εναγομένης, έχοντας και διαχειριστική εξουσία, αφού με ομόφωνη απόφαση του ΔΣ της πρώτης εναγομένης δέσμευε την εταιρεία με μόνη την υπογραφή του κάτω από την επωνυμία της εταιρείας για το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών, για την κατάθεση και ανάληψη χρημάτων, την έκδοση και οπισθογράφηση επιταγών και συναλλαγματικών, τη λήψη δανείων για την κάλυψη αναγκών της εταιρείας ανεξαρτήτως ύψους ποσού, υπογραφή επιταγών ή εντολών για την καταβολή προμηθειών σε συνεργάτες ή συνεργαζόμενες εταιρείες κλπ. (βλ. το από 24-9-2005 πρακτικό του ΔΣ σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. 29/3-1-2006 ΦΕΚ ΑΕ & ΕΠΕ). Ωστόσο παρόλο που επί σειρά ετών ήταν στο Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης στην πραγματικότητα συμμετείχε σ΄ αυτό χωρίς να ασκεί στην πραγματικότητα οποιαδήποτε διαχειριστική εξουσία, όντας ήδη συνταξιούχος όταν εισήλθε σ΄ αυτό στις 24.9.2005, ενώ σήμερα είναι 84 ετών, ώστε και σ΄ αυτόν να μην μπορεί να αποδοθεί ατομικά αδικοπρακτική συμπεριφορά. Συνεπώς και ως προς τον άνω εναγόμενο, θα έπρεπε η αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά βάσιμη. Αντίθετα ο τρίτος εναγόμενος διετέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2004 μέχρι το έτος 2012 Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της πρώτης εναγομένης, με εξουσία εκπροσώπησης έναντι των ασφαλιστικών εταιρειών, από το έτος 2012 μέχρι το έτος 2015 διετέλεσε απλό μέλος του ΔΣ αυτής, ενώ το έτος 2015 επανήλθε στην προεδρία της εταιρείας. Ο ανωτέρω ήταν και ο κύριος μέτοχος της πρώτης εναγομένης (ουσιαστικά ο «ιδιοκτήτης» αυτής) έχοντας τα οφέλη από όλα τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα και μεταξύ αυτών και τα επίδικα. Ο ίδιος ουσιαστικά με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και την έφεσή του (πέραν της αοριστίας) δεν αρνήθηκε επί της ουσίας την αγωγή. Ως νόμιμος εκπρόσωπος, επομένως, της οφειλέτριας εταιρίας, έως την 3η.9.2012, διάστημα κατά το οποίο είχαν καταστεί τα επίδικα ασφάλιστρα ληξιπρόθεσμα, ευθύνεται και προσωπικά για την υπαίτια μη απόδοση στην ενάγουσα των εισπραχθέντων ασφαλίστρων, εις ολόκληρον με την εταιρία, τα οποία ιδιοποιήθηκε παρανόμως, με ισόποση ζημία της ενάγουσας ως μόνης δικαιούχου. Σημειώνεται ότι η ενάγουσα υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την από 27.6.2013 μήνυσή της (ΑΒΜ Β ………) σε βάρος των εναγόμενων, με βάση την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος και έχουν ήδη απολογηθεί ο δεύτερος και τρίτος των εναγομένων. Δεν προσκομίζεται όμως κανένα στοιχείο για την πορεία της υπόθεσης (αν έχει εκδοθεί παραπεμπτικό βούλευμα) και ως εκ τούτου η αναστολή της παρούσας υπόθεσης κατ΄ άρθρο 250 του ΚΠολΔ (ουσιαστικά πλέον μόνο για την πρώτη και τον τρίτο εναγομένους) δεν κρίνεται σκόπιμη, αφού το Δικαστήριο από το υπάρχον αποδεικτικό υλικό άχθηκε σε πλήρη δικανική πεποίθηση, ώστε ο σχετικός λόγος της α’ έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη και τον τρίτο των εναγομένων, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου πρέπει ν΄ απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι της α’ έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Όμως κατά το μέρος που έκανε δεκτή την αγωγή και ως προς τους δεύτερο, έκτο και έβδομο των εναγομένων, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου πρέπει να γίνουν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι των εφέσεων ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι των εφέσεων προς έρευνα, πρέπει ν΄ απορριφθεί κατ΄ ουσίαν η α’ (από 14.6.2016 και με αρ. καταθ. ………../2016) έφεση ως προς τους πρώτη και δεύτερο εκκαλούντες (πρώτη εναγόμενη και τρίτο εναγόμενο), να γίνει δεκτή η ίδια έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τον τρίτο εκκαλούντα (έβδομο εναγόμενο), να γίνουν δεκτές και ως ουσιαστικά βάσιμες, οι β’ (από 9.6.2016 και με αρ. καταθ. ……../2016) και γ’ (από  15.6.2016 και με αρ. καταθ. …………./2016) εφέσεις και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς την ενάγουσα και τον δεύτερο, τον έκτο και τον έβδομο των εναγομένων, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη των δικαστικών εξόδων για το ποσό των 13.800 ευρώ, που αναλογούν στον δεύτερο, τον έκτο και τον έβδομο των εναγομένων,χωρίς να θίγονται οι λοιπές διατάξεις της. Ακολούθως αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και δικαστεί κατ΄ ουσίαν η αγωγή, πρέπει ν΄ απορριφθεί αυτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τους δεύτερο, έκτο και έβδομο εναγόμενους και να καταδικαστεί η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των δεύτερου, έκτου και έβδομου των εναγομένων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μειωμένα όμως ενόψει της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Εφόσον γίνονται δεκτές οι εφέσεις θα πρέπει να επιστραφούν τα προκαταβλητέα παράβολα αυτών (άρθρο 495 ΚΠολΔ). Τέλος σε βάρος των πρώτης και τρίτου των εκκαλούντων (άρθρα 176 και) της α’ έφεσης θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις : α) από 14.6.2016 και με αρ. καταθ. ………/2016, β) από 9.6.2016 και με αρ. καταθ. ……../2016 και γ) από 15.6.2016 και με αρ. καταθ. ……../2016 εφέσεις.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ΄ ουσίαν την από 14.6.2016 και με αρ. καταθ. ………/2016 έφεση προς την πρώτη και τον δεύτερο των εκκαλούντων.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των άνω εκκαλούντων στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) €.

ΔΕΧΕΤΑΙ και στην ουσία τους την από 14.6.2016 και με αρ. καταθ. ……./2016 έφεση ως προς τον τρίτο των εκκαλούντων, καθώς και τις από 9.6.2016 και με αρ. καταθ. ………./2016 και από 15.6.2016 και με αρ. καταθ. …………/2016 εφέσεις.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση ως προς την ενάγουσα και τον δεύτερο, τον έκτο και τον έβδομο των εναγομένων, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη των δικαστικών εξόδων για το ποσό των 13.800 ευρώ, που αναλογεί στον δεύτερο, τον έκτο και τον έβδομο των εναγομένων, χωρίς να θίγονται οι λοιπές διατάξεις της.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 23.3.2013 και με αρ. καταθ. ……/2013 αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τους δεύτερο, έκτο και έβδομο των εναγόμενων.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των άνω εναγόμενων, τα οποία ορίζει στο ποσό των 15.000 (δεκαπέντε χιλιάδων) €.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των παραβόλων των εφέσεων στους καταθέσαντες αυτά εκκαλούντες.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις    19 Δεκεμβρίου 2019.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω λήξεως της

αποσπάσεώς της

και αναχωρήσεώς της,

ο αρχαιότερος της

συνθέσεως Εφέτης,

Ιωάννης Αποστολοπουλος.

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 20 Φεβρουαρίου  2020, με άλλη σύνθεση, λόγω λήξεως της αποσπάσεώς της και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,  Ελένης Κούφη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά  και Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτες, και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ