Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 168/2020

Αριθμός  168/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,   Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη και Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη-Εισηγήτρια,  και από τη Γραμματέα E.T..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 4/1/2016 (καταθ. …./2017) έφεση ,κατά της υπ’ αριθ. 3827/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, που επαναφέρεται νομίμως προς συζήτηση με την από 20/4/2018 (αριθ.καταθ. ……./2016) κλήση των εναγομένων ήδη εκκαλούντων, μετά την κήρυξη της συζητήσεως αυτής (έφεσης) ως απαράδεκτης, με τη υπ’ αριθ. 186/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, λόγω μη κλητεύσεως κατά την δικάσιμο 16/3/2017 της πρώτης των εφεσιβλήτων. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός δύο ετών από την δημοσίευση της απόφασης που περάτωσε τη δίκη (29.10.2015), εφόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθ. 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25.7.2011). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου, ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει από τη με ημερομηνία ……/2016 πράξη κατάθεσης παραβόλου της αρμόδιας Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά.

Με την από 30/11/2010 (αριθ.καταθ. ……/2010) αγωγή της η ενάγουσα, ήδη πρώτη εφεσίβλητη, υπέρ της οποίας άσκησε την από 19/7/2013 (αυτοτελή) πρόσθετη παρέμβαση η ειδική διάδοχος αυτής (ενάγουσας – πρώτης εφεσίβλητης) και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, ιστορούσε ότι διατηρεί απαίτηση από τις αναφερόμενες συμβάσεις τοκοχρεωλυτικού δανείου σε βάρος του πρώτου εναγομένου, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη, ως αυτοφειλέτης, ότι η πιστούχος – πρωτοφειλέτρια εταιρεία, στην οποία χορηγήθηκαν δάνεια ποσού α) 80.000 ευρώ και β) 50.000 ευρώ, θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς την δανείστρια Τράπεζα. Ότι η απαίτηση αυτής (ενάγουσας – πρώτης εφεσίβλητης) κατά το χρόνο καταγγελίας (7/6/2010) των ένδικων συμβάσεων τοκοχρεωλυτικού δανείου ανέρχονταν σε α) 50.635,96 ευρώ και β) 34.518,07 ευρώ ,και κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, κατά τα εκτιθέμενα στην υπ’ αριθμ. …./2010 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Πρωτοδικείου Πειραιά, σε 89.966,71 ευρώ. Ότι ο πρώτος εναγόμενος – οφειλέτης της ενάγουσας Τράπεζας και κατά τον χρόνο που είχε γεννηθεί η απαίτηση αυτής (ενάγουσας) και επίκειτο η καταγγελία των ένδικων συμβάσεων μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, προς την δεύτερη εναγομένη – θυγατέρα του, με τα με αρ. ../18.1.2010 και ../14.4.2010 συμβόλαια γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιώς . … νομίμως μεταγραφέντων, την ψιλή κυριότητα και ακολούθως την 14.4.2010 την επικαρπία των λεπτομερώς περιγραφόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών, αξίας της ψιλής κυριότητας 48.836,64 ευρώ και της επικαρπίας 48.836,67 ευρώ, που βρίσκονται, α) στον Δήμο Πειραιά, στη θέση «…» ή «…..» και στην οδό ………. και β) στη θέση «..» .. Ωρωπού. Ότι η μεταβίβαση των ως άνω περιουσιακών του στοιχείων που προέβη ο πρώτος εναγόμενος ήδη πρώτος εκκαλών, συνιστούν απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων, με την οποία αυτός (οφειλέτης) αποστερήθηκε της περιουσίας προς το σκοπό βλάβης αυτής (δανείστριας – εφεσίβλητης Τράπεζας) και ματαίωσης ικανοποίησης της απαίτησής της και ότι η δεύτερη εναγομένη ήδη δεύτερη εκκαλούσα, γνώριζε κατά το χρόνο της επίδικης μεταβίβασης τον σκοπό βλάβης που επεδίωκε σε βάρος της ο πρώτος εξ αυτών – πατέρας της. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να διαρρηχθούν οι καταρτισθείσες με τα υπ’ αριθ. ../18.1.2010 και …./14.4.2010 συμβόλαια γονικής παροχής απαλλοτριωτικές δικαιοπραξίες και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην δικαστική της δαπάνη.

Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την με αριθ. 3827/2015 οριστική απόφασή του, το οποίο συνεκδίκασε (αντιμωλία των διαδίκων, όπως προαναφέρθηκε),  την από 3/11/2010 αγωγή της πρώτης των εφεσιβλήτων και την από 19/7/2013 (αριθ.καταθ. …../23.7.2013) (αυτοτελή) πρόσθετη παρέμβαση της δεύτερης των εφεσιβλήτων – ειδικής διαδόχου της πρώτης από αυτές, στην οποία, μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής, η πρώτη των εφεσιβλήτων εκχώρησε τις ένδικες απαιτήσεις, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 939, 941, 942, 481, 482, 847, 851 ΑΚ, 68, 76, 936 παρ. 3, 992 παρ. 1, 176 ΚΠολΔ, 22 ΕμπΝ και ήδη 249 Ν. 4072/2012, δέχθηκε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και την πρόσθετη παρέμβαση και απήγγειλε την διάρρηξη στο σύνολό τους των απαλλοτριωτικών δικαιοπραξιών, που καταρτίστηκαν με τα προαναφερόμενα συμβόλαια γονικής παροχής προς ικανοποίηση της απαίτησης αυτής (ενάγουσας – προσθέτως παρεμβαίνουσα) ανερχομένης σε 89.996,71 ευρώ.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την προαναφερόμενη έφεση οι ηττηθέντες διάδικοι (εναγόμενοι), με τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή (έφεση) λόγους, ως προς τα αιτήματά τους που απορρίφθηκαν και αφορούν το ορισμένο της αγωγής διάρρηξης, την ένσταση εκ του άρθρου 281 ΑΚ, καθώς, και την απόρριψη ως ουσιαστικά αβάσιμων των ισχυρισμών τους, περί έλλειψης δόλου και σκοπού βλάβης της δανείστριας Τράπεζας ως προς την ικανοποίηση της απαίτησής της, οι οποίοι κατά τη συνολική εκτίμησή τους ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση προκειμένου να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή και η πρόσθετη υπέρ αυτής παρέμβαση.

Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα είναι επαρκώς ορισμένη, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες, τα οποία επαναφέρουν με τον πρώτο λόγο της ένδικης εφέσεως, καθώς γίνεται σαφής έκθεση (στο δικόγραφο της αγωγής) των αναγκαίων για τη θεμελίωσή της γεγονότων, σύμφωνα, ήτοι: α) περιγραφή και προσδιορισμός της αιτίας της, και του ποσού της απαίτησης της ενάγουσας – δανείστριας κατά του πρώτου εναγομένου – οφειλέτη, γεννημένης κατά τον χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί τις απαλλοτριώσεις, η οποία στην προκειμένη περίπτωση που αφορά εγγύηση απαίτησης από  σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου (απαίτησης), κατέστη ληξιπρόθεσμη από τον επικαλούμενο σε αυτή (αγωγή) χρόνο οριστικού κλεισίματος των άνω λογαριασμών και καταγγελίας των ένδικων συμβάσεων (7/6/2010) και ήδη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, χωρίς να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά και εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, β) απαλλοτριώσεις από τον πρώτο εναγόμενο – οφειλέτη περιουσιακών του στοιχείων, γ) επίκληση βλάβης της δανείστριας Τράπεζας, συνισταμένης στην αδυναμία αυτής να ικανοποιήσει την απαίτησή της εξαιτίας του ότι, ο οφειλέτης – πρώτος εναγόμενος, μετά τις απαλλοτριώσεις, στερείται, κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής πλέον περιουσιακών στοιχείων. Εξάλλου, για το ορισμένο της υπό κρίση αγωγής, δεν απαιτείται, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, η παράθεση ύπαρξης δεδικασμένου, ως προς την ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης, προερχόμενου από τη αναφερόμενη (στην αγωγή) διαταγή πληρωμής, εφόσον στοιχείο της περί διαρρήξεως αγωγής (Παυλιανής) είναι να έχει καταστεί η απαίτηση του δανειστή απαιτητή και ληξιπρόθεσμη, που στη προκειμένη περίπτωση εγγύησης απαιτήσεως από κατάλοιπο τοκοχρεωλυτικών δανειακών συμβάσεων επήλθε με το οριστικό κλείσιμο αυτών, το οποίο σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, έλαβε χώρα πριν από την άσκηση της αγωγής, σε κάθε δε περίπτωση η απαίτηση της ενάγουσας – δανείστριας Τράπεζας, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς που αποτυπώνονται ανεπαρκώς στο αγωγικό δικόγραφο που τα ουσιώδη γεγονότα επιτρεπτά διευκρίνισε και εξειδίκευσε με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο η τελευταία (ενάγουσα – δανείστρια) κατά την διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, έχει βεβαιωθεί με την έκδοση της υπ’ αρ. ……/2010 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Πρωτοδικείου Πειραιά, που κατέστη τελεσίδικη με τις προϋποθέσεις του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ. Δεν απαιτείται δε για το ορισμένο του δικογράφου της η αναφορά της γνώσης της δεύτερης εναγομένης, του τέκνου δηλαδή, υπέρ της οποίας έγιναν οι απαλλοτριώσεις. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, ότι η αγωγή είναι ορισμένη, ορθά κατ’ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Περαιτέρω, οι εναγόμενες με το δικόγραφο της έφεσης, επαναφέρουν με τον σχετικό λόγο της υπό κρίση εφέσεώς τους, την ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος από την  ενάγουσα η οποία θεμελιώνεται στα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ότι η ενάγουσα – εφεσίβλητη γνώριζε, από προηγηθέντα και οφειλόμενο έλεγχο, ότι η πιστούχος εταιρεία «…………..» είχε καλή οικονομική κατάσταση και ήταν φερέγγυα και έτσι προέβη σε δανειοδότησή της, χωρίς μάλιστα να εξασφαλίσει εμπραγμάτως την απαίτησή της επί περιουσιακών στοιχείων είτε της πιστούχου εταιρείας είτε και των ομορρύθμων εταίρων της. Ότι από την έναρξη της οικονομικής κρίσης η ως άνω πιστούχος εταιρεία ζήτησε, λόγω της επελθούσας από το άνω γεγονός οικονομικής δυσπραγίας, την ρύθμιση των οφειλών της με την μορφή της αναστολής των δόσεων του δανείου μέχρι του χρόνου όπου θα επανακτούσε την ευχέρεια αποπληρωμής αυτών (δανείων). Η ενάγουσα – πρώτη εφεσίβλητη, σε αντίθεση με την ανωτέρω προηγηθείσα συμπεριφορά της και ενεργώντας καθ’ υπέρβαση των ορίων που απαιτεί η καλή πίστη τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικο-οικονομικός σκοπός του δικαιώματος κατήγγειλε τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις και προέβη σε έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της πιστούχου εταιρείας και των ομμορύθμων εταίρων της, μεταξύ των οποίων και αυτός (πρώτος) εναγόμενος. Επιπλέον η δανείστρια – εφεσίβλητη Τράπεζα λειτούργησε καταχρηστικά και καθ’ υπέρβαση του οικονομικού σκοπού του δικαιώματος της και με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, μολονότι γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει και σε κάθε περίπτωση το πληροφορήθηκε πριν την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, ότι στην πλέον αξιόχρεη οριζόντια ιδιοκτησία αυτού (πρώτου εναγομένου) επί της οδού …… στον Πειραιά, είχε εγγράψει προσημείωση υποθήκης η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος προς εξασφάλιση απαιτήσεώς της και έτσι θα ήταν αδύνατη η ικανοποίηση της απαιτήσεως αυτής (δανείστριας Τράπεζας) και επιδίωξε με την ως άνω καταχρηστική συμπεριφορά της να τον εξαναγκάσει να επωμιστεί αποκλειστικά αυτός (πρώτος εναγόμενος) την εξόφληση των οφειλών της πιστούχου εταιρείας. Η ανωτέρω ένσταση, με το ανωτέρω περιεχόμενο, είναι μη νόμιμη, καθόσον τα εκτιθέμενα περιστατικά και συνοδεύουσες τούτα περιστάσεις, δεν θεμελιώνουν καταχρηστική συμπεριφορά, που να καθιστά μη ανεκτή την άσκηση του δικαιώματος αυτής (ενάγουσας – δανείστριας τράπεζας), ως αντιτιθέμενη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα την έντονη εντύπωση αδικίας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμη την ανωτέρω ένσταση των εναγομένων ήδη εκκαλούντων, δεν έσφαλε και ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της εφέσεώς τους πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, δεν τυγχάνει καταχρηστική η άσκηση της αγωγής διαρρήξεως εκ μόνου του γεγονότος ότι ο ενάγων δανειστής δεν μερίμνησε να εξασφαλίσει εμπραγμάτως τις απαιτήσεις αυτού κατά του οφειλέτου (Εφ.Λαρ. 381/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ), ούτε ασκείται καταχρηστικά το δικαίωμα διαρρήξεως, ακόμη και όταν σε ενδεχόμενο πλειστηριασμό του ακινήτου της υπό διάρρηξη δικαιοπραξίας η αξίωση του ενάγοντος δανειστή δεν πρόκειται να ικανοποιηθεί από το πλειστηρίασμα λόγω της αναμενόμενης υπεροχικής κατατάξεως προνομιακών δανειστών, υπό την νομική αιτιολογία ότι το γεγονός αυτό αναφέρεται στο μέλλον και είναι αβέβαιο, εάν θα συμβεί, λόγω της εξαρτήσεώς του από παράγοντες που δεν μπορούν εκ των προτέρων να ληφθούν υπόψη, όπως η εκ μέρους του οφειλέτη ενδεχόμενη ικανοποίηση των εν λόγω δανειστών, η μη αναγγελία τους στον πλειστηριασμό, η ακυρότητα αυτής κλπ (Εφ.Πειρ. 118/2019, Εφ.Πειρ. 8/2017, Εφ.Θεσσαλ. 2957/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ιδίου (πρωτοβαθμίου) Δικαστηρίου, όλα τα έγγραφα (ειδικώς μνημονευόμενα κατωτέρω ή μη) που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τις υπ’ αριθ. …/ …./2013 ένορκες βεβαιώσεις που λήφθησαν νόμιμα από  τους εναγόμενους ήδη εκκαλούντες και κατόπιν νομίμου κλητεύσεως των αντιδίκων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Με την α) υπ’ αριθ. ……./27.4.2997 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου και β) υπ’ αριθ. ………/15.7.2008 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου που συνήφθησαν στον Πειραιά, μεταξύ της ενάγουσας – ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» – πιστούχου, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, που εκπροσωπούνταν νόμιμα από τα ομόρρυθμα μέλη της και νόμιμους εκπροσώπου της, ….. (μη διάδικο) και τον πρώτο εναγόμενο – ήδη πρώτο εκκαλούντα, χορηγήθηκε στην πιστούχο εταιρεία τοκοχρεωλυτικό δάνειο, ποσού α) 80.000 ευρώ και β) 50.000 ευρώ αντίστοιχα. Την καλή εκπλήρωση των υποχρεώσεων της πιστούχου εταιρείας από τις ως άνω κύριες συμβάσεις τοκοχρεωλυτικού δανείου εγγυήθηκε, με σύμβαση εγγυήσεως συναφθείσας μεταξύ της ενάγουσας ήδη πρώτης εφεσιβλήτου δανείστριας Τράπεζας, (βάσει ξεχωριστού όρου επί του σώματος των κύριων συμβάσεων) ο πρώτος εναγόμενος (πρώτος εκκαλών), ομόρρυθμος εταίρος και νόμιμος εκπρόσωπος της πρωτοφειλέτριας, και δήλωσε ότι εγγυάται προς την αντισυμβαλλομένη την πιστή, εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε απαιτήσεως (κατά το χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου, τους τόκους, επιβαρύνσεις, έξοδα και λοιπά) και την εκπλήρωση γενικά από την πιστούχο όλων των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει από τις συμβάσεις δανείου, παραιτούμενος της ενστάσεως διζήσεως του άρθρου 855 ΑΚ. Σε εξυπηρέτηση των δανειακών συμβάσεων ανοίχθηκαν, αντιστοίχως, α) ο υπ’ αριθ. ………. δανειακός λογαριασμός και β) ο υπ’ αριθ. ………. δανειακός λογαριασμός, μέσω των οποίων εκταμιεύθηκε το συμφωνηθέν ποσό του δανείου και οι οποίοι δυνάμει της από 31/5/2010 εξώδικης καταγγελίας της πρώτης εφεσίβλητης (γενόμενης εντός του πλαισίου του ενδέκατου όρου της συμβάσεως πιστώσεως και επιδοθείσας και στον πρώτο εκκαλούντα στις 9/6/2010) έκλεισε οριστικά, η δε συνολική οφειλή, κατά την 7/6/2010, ανέρχονταν, αντίστοιχα, σε α) 50.765,11 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων έως εξοφλήσεως και β) 34.615,98 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων έως εξοφλήσεως. Ακολούθως, η πρώτη των εφεσιβλήτων επεδίωξε και πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθ. …./2010 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία υποχρεώθηκε, πλην άλλων προσώπων, ο πρώτος εκκαλών να καταβάλει προς αυτήν βάσει των ως άνω συμβάσεων εγγυήσεως, το ποσό α) των 50.635,96 ευρώ εντόκως από 8/6/2010 μέχρις εξοφλήσεως και β) το ποσό των 34.518,07 ευρώ, εντόκως από 8/6/2010 μέχρις εξοφλήσεως, ήτοι συνολικά το ποσό των 85.154,03 ευρώ εντόκως νομίμως, ως ανωτέρω αναφέρεται, επιπλέον δε και δικαστική δαπάνη ποσού 2.258 ευρώ. Ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή κοινοποιήθηκε στον πρώτο εναγόμενο (πρώτο εκκαλούντα) στις 28/9/2010 και στις 30/9/2010 (βλ. τις υπ’ αριθ. …/28.9.2010 και …/30.9.2010 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), και στη συνέχεια στις 29.11.2010 (βλ. την υπ’ αριθ. …./29.11.2010 έκθεση επιδόσεως του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή), χωρίς να ασκηθεί ανακοπή (από τον πρώτο εναγόμενο) κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής (βλ. από 3/3/2011 Πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά), με αποτέλεσμα να έχει καταστεί τελεσίδικη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια λειτουργίας των ως άνω συμβάσεων τοκοχρεωλυτικού δανείου και πριν το οριστικό κλείσιμο των τηρούμενων δανειακών λογαριασμών και ενώ η ως άνω πίστωση εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο αντίστοιχα 50.104,68 ευρώ (πλέον 647,93 τόκοι) και 34.366,14 ευρώ (πλέον τόκων) και β) 49.063,63 ευρώ (πλέον τόκων και εισφορών) και 33.390,81 ευρώ (πλέον τόκων και εισφορών) (όπως προκύπτει από τα αποσπάσματα κίνησης των άνω δανειακών λογαριασμών), και συγκεκριμένα στις 18.1.2010, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, την ψιλή κυριότητα με παρακράτηση του δικαιώματος επικαρπίας, με το υπ’ αριθ. …/18.1.2010 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., που έχει νόμιμα μεταγραφεί, στην κόρη του, δεύτερη εναγομένη, ήδη δεύτερη εκκαλούσα,  τα κάτωθι περιγραφόμενα: 1) οριζόντια ιδιοκτησία στο Δήμο Πειραιά επί της οδού .. αρ. … Ειδικότερα, τη με στοιχεία Ε-1 οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του πέμπτου πάνω από το ισόγειο ορόφου οικοδομής, κειμένης επί της οδού .. αριθ. … στον Πειραιά Αττικής, στη θέση «..» ή «.. .», εκτάσεως 89,06 τ.μ, με επιφάνεια ημιυπαίθριου χώρου 10,20 τ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του κοινού οικοπέδου 198/1000, στην οποία (οριζόντια ιδιοκτησία) ανήκει ως παρακολούθημα η με στοιχεία Ρ-3 θέση στάθμευσης στη πυλωτή της οικοδομής, εκτάσεως 10,125 τ.μ, 2) τη με στοιχεία Υ-6 οριζόντιας ιδιοκτησίας (αποθήκης) του υπογείου της ιδίας ως άνω οικοδομής, εκτάσεως 9,36 τ.μ με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του κοινού οικοπέδου 2/1000 και 3) ένα αγροτεμάχιο, κείμενο στην κτηματική περιφέρεια της πρώην Κοινότητας Σκάλας Ωρωπού και ήδη Σκάλας Ωρωπού, στην περιοχή «……», εκτός σχεδίου πόλεως, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, εκτάσεως μ.τ 587,40, το οποίο συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία ………. και …………., νότια με ιδιωτική οδό πλάτους τεσσάρων (4) μέτρων, ανατολικά με το υπ’ αριθ. …. αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας αγνώστου και δυτικά με το υπ’ αριθ. …. αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας αγνώστου. Η αντικειμενική αξία της ψιλής κυριότητας των ως άνω μεταβιβασθεισών περιουσιακών στοιχείων, κατά τον κρίσιμο χρόνο συνάψεως του συμβολαίου, αλλά και ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, α) οριζόντιων ιδιοκτησιών και β) αγροτεμαχίου, ανέρχονταν συνολικά σε (44.064,08 + 4.772,63) 48.836,64 ευρώ. Εν συνεχεία, ο πρώτος εναγόμενος παραιτήθηκε από το δικαίωμα επικαρπίας από τα ανωτέρω περιγραφόμενα περιουσιακά στοιχεία (α) οριζόντιες ιδιοκτησίες, β) αγροτεμάχιο), λόγω γονικής παροχής υπέρ της κόρης του – δεύτερης εναγομένης, η οποία κατέστη πλήρης και αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος, με το υπ’ αρ. ……/14.4.2010 συμβόλαιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου Πειραιά που μεταγράφηκε νόμιμα (Υποθηκοφυλακείο Πειραιά αριθ. ….. τόμος ……). Η αντικειμενική αξία, κατά το κρίσιμο ως άνω χρόνο συνάψεως του συμβολαίου και ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής του μεταβιβαζόμενου δικαιώματος της επικαρπίας των άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών ανέρχονταν συνολικά σε (44.064,08 + 4.772,63) 48.836,64 ευρώ. Η αντικειμενική και πραγματική αξία των οριζόντιων ιδιοκτησιών, ήτοι του διαμερίσματος μετά της θέσης στάθμευσης (Ρ3) στη πυλωτή της πολυκατοικίας και της Υ6 αποθήκης του υπογείου, καθώς και του αγροτεμαχίου κατά τον χρόνο μεταβίβασης της πλήρους κυριότητας αυτών στην δεύτερη εναγομένη και κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής ανέρχεται, αντιστοίχως σε 88.128,12 ευρώ και 9.545,26 ευρώ, λαμβανομένου προς τούτο υπόψη ότι οι εκκαλούντες (εναγόμενοι) δεν αντιλέγουν, ότι η πραγματική αξία είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη της αντικειμενικής. Για μέρος του τιμήματος αγοράς των ανωτέρω περιγραφομένων οριζόντων ιδιοκτησιών, ο πρώτος εναγόμενος συνήψε την 19/3/1999 σύμβαση στεγαστικού δανείου ποσού 46.955,24 ευρώ (16.000.000 δρχ) με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος για εξασφάλιση της απαίτησης (Ε.Τ.Ε Α.Ε) της οποίας παραχώρησε (πρώτος εναγόμενος) Α΄ προσημείωση υποθήκης για ποσό 20.800.000 δραχμές και εν συνεχεία συνήψε με την ιδία ως άνω Τράπεζα νέα σύμβαση στεγαστικού δανείου (επισκευαστικού), την 19/7/2007, ποσού 60.000 ευρώ και για εξασφάλιση της απαίτησης αυτής παραχώρησε (πρώτος εναγόμενος) Β΄ προσημείωση υποθήκης επί των άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών για ποσό 72.000 ευρώ (βλ. 730/1999 και 58476/2007 αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα, Υποθηκοφυλακείο Πειραιά, τόμος …., α/α ….). Το υπόλοιπο της οφειλής των ως άνω στεγαστικών δανείων, τα οποία αποπληρώνονται σταδιακά και εμπροθέσμως, ανέρχονταν την 1/1/2010, σε 18.468,17 ευρώ και 53.407,19 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η μεταβίβαση των άνω ακινήτων από τον πρώτο εναγόμενο έγινε με σκοπό βλάβης των συμφερόντων της ενάγουσας – πρώτης εφεσιβλήτου, αφού ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος τύγχανε οφειλέτης των ως άνω δανειακών συμβάσεων υπό την ιδιότητα του εγγυητή – αυτοφειλέτη, αφού, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, υπήρχαν ήδη τα παραγωγικά περιστατικά της απαίτησης της ενάγουσας – πρώτης εφεσίβλητης. Λόγω δε της ύπαρξης  των δύο ως άνω οφειλών, οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, ο πρώτος εναγόμενος – εκκαλών γνώριζε ότι με την απαλλοτρίωση των μοναδικών στην κυριότητά του εμφανών και σημαντικών περιουσιακών του στοιχείων γίνονταν πλέον αδύνατη η ικανοποίηση των ως άνω απαιτήσεων της αντιδίκου του, αφού μόνο με τα συγκεκριμένα ακίνητα και κυρίως το διαμέρισμα μετά της θέσης στάθμευσης και υπόγειας αποθήκης, μπορούσε  πραγματικά να ικανοποιηθεί η είσπραξη των οφειλομένων από τις ως άνω δανειακές συμβάσεις. Η πρόθεση βλάβης των αγωγικών απαιτήσεων της ενάγουσας-πρώτης εφεσιβλήτου από την υπό διάρρηξη μεταβίβαση δεν αναιρείται από την επί του παρόντος, τυχόν αδυναμία ικανοποιήσεως αυτών (προαναφερομένων) απαιτήσεων της πρώτης εφεσιβλήτου μέσω της υποβολής του απαλλοτριωθέντος διαμερίσματος στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως λόγω της υπεροχής της εξασφαλιζομένης με εμπράγματη ασφάλεια απαιτήσεως από στεγαστικά δάνεια τρίτης δανείστριας (Ε.Τ.Ε, Α.Ε), η οποία καλύπτει την πραγματική αξία του ακινήτου αφού, η επιδίωξη ικανοποιήσεως δεν είναι αναγκαίο να γίνει κατά τον παρόντα χρόνο αλλά δύναται να επιδιωχθεί και σε μελλοντικό χρόνο, κατά τον οποίο λόγω της αναμενόμενης σταδιακής αποπληρωμής του με εμπράγματη ασφάλεια εξασφαλιζομένου χρέους από το στεγαστικό δάνειο της μη διαδίκου τράπεζας (δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι το στεγαστικό δάνειο δεν αποπληρώνεται), να καθίσταται δυνατή η παράλληλη ολικά ή μερικά ικανοποίηση των επίδικων απαιτήσεων της ενάγουσας – πρώτης εφεσιβλήτου, επιπλέον, μετά την τελεσιδικία της απόφασης, που κάνει δεκτή την αγωγή διάρρηξης και τη σημείωση αυτής στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης, η ενάγουσα – πρώτη εφεσίβλητη έχει τη δικονομική δυνατότητα να επιβάλλει κατάσχεση επί του μεταβιβασθέντος ακινήτου (άρθρο 992 παρ. 1 εδ.β΄ ΚΠολΔ). Περαιτέρω ο ισχυρισμός του πρώτου εναγομένου, τον οποίο επαναφέρει με σχετικό λόγο της εφέσεως, ότι δεν  ασκούσε ουσιαστικά την διαχείριση της πιστούχου ομορρύθμου εταιρείας και δεν είχε γνώση τόσο του αντικειμένου της εμπορικής δραστηριότητας αυτής (πιστούχου εταιρείας), όσο και των οικονομικών θεμάτων και της δυσμενούς πορείας  αυτών, λόγω και απουσίας του εκτός Ελλάδας για την επαγγελματική απασχόλησή του (μηχανικός σε εμπορικά πλοία), ελέγχεται ως αναπόδεικτος και αβάσιμος. Επιπλέον, πέραν της ευθύνης αυτού (πρώτου εναγόμενου) ως ομορρύθμου εταίρου και διαχειριστή της πιστούχου εταιρείας, δηλαδή, ως οργάνου που την αντιπροσωπεύει τόσο από το νόμο (άρθρο 22 του Εμπορικού Νόμου και ήδη άρθρο 257 Ν. 4072/2012, όσο και από το καταστατικό), αυτός (πρώτος εναγόμενος – εκκαλών) είχε αναλάβει την εκπλήρωση των άνω δανειακών συμβάσεων ως εγγυητής – δυνάμει σχετικής συμβάσεως, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, με την ενάγουσα – πρώτη εφεσίβλητη και συνεπώς είναι οφειλέτης κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ. Ο ισχυρισμός δε του πρώτου εναγομένου, τον οποίο επαναφέρει με τον σχετικό λόγο της εφέσεως κατά τον οποίον δεν είχε πρόθεση να βλάψει τα συμφέροντα της ενάγουσας – πρώτης εφεσίβλητης, διότι  οι μεταβιβάσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον προς την δεύτερη ενάγουσα κόρη του προς προαγωγή και διασφάλιση του εκπαιδευτικού και επαγγελματικού τομέα της ζωής της και για λόγους τακτοποίησης των περιουσιακών του στοιχείων ενόψει της διασπάσεως της έγγαμης σχέσης του, είναι αβάσιμος, καθόσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας των ένδικων απαλλοτριώσεων δεν αναιρείται από την τυχόν επιδίωξη εκ μέρους του πρώτου εναγομένου και άλλων σκοπών, όπως των ανωτέρω αναφερομένων. Εν όψει όμως της χαριστικής αιτίας των άνω μεταβιβάσεων προς την δεύτερη εναγομένη – κόρη του, δεν απαιτείται γνώση αυτής ως προς την πρόθεση του πρώτου εναγομένου – πατέρα της. Εξάλλου, από τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με το ότι έως σήμερα δεν έχει ικανοποιηθεί η απαίτηση της πρώτης εφεσίβλητης – δανείστριας Τράπεζας, σαφώς προκύπτει ότι με τις ένδικες απαλλοτριώσεις ο πρώτος εναγόμενος αποσκοπούσε στην αποξένωση από τα άνω περιουσιακά στοιχεία του, ώστε να μη μπορεί η δανείστρια Τράπεζα, επιλαμβανόμενη αυτών, να ικανοποιήσει την αξίωσή της, έστω και κατά ένα μέρος.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, αν σε δίκη, που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα ως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου, που ασκεί πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78. Αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς, κατ’ άρθρο 83 ΚΠολΔ, είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας.

Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 225 παρ. 2 και 325 περ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, σε περίπτωση μεταβίβασης του επίδικου αντικειμένου μετά την εκκρεμοδικία, η, προς υποστήριξη του δικαιοπαρόχου  του, παρέμβαση του ειδικού διαδόχου που καταλαμβάνει από το δεδικασμένο της απόφασης, η οποία εκδίδεται μεταξύ των αρχικών διαδίκων, τυγχάνει αυτοτελής παρέμβαση (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 1191/2003 ΕλλΔνη 2005,427, ΑΠ 931/2002, Εφ.Αθ 2809/2008, ΕφΠειρ 583/2014 ΝΟΜΟΣ, βλ. Μ.Μαργαρίτης, Ερμ.ΚΠολΔ, τόμ.1, άρθρο 83, αρ. 1 και 2, σελ. 179, Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό άρθρο 83, σελ. 193).

Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της  απόφασης. Η ασκουμένη κατά τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενομένη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον υπέρ ου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται ως κατά πλάσμα δικαίου αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (βλ. ΑΠ 1485/2006, ΕφΑθ 5722/2011 ΝΟΜΟΣ – πρβλ ενδεικτικώς ΑΠ Ολ 321/1983 ΝοΒ 1983.1575, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. 2003, σελ. 148, Στ. Βλαστού, Δίκαιο Σωματείων, συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων, 2007, σελ. 323 επ.). Συνέπειες δε της αυτοτελώς πρόσθετης παρέμβασης ως προς τη διαδικαστική θέση του αυτοτελώς παρεμβαίνοντος είναι η χωριστή κίνηση προθεσμιών με τις προς αυτόν επιδόσεις, ελεύθερη εκτίμηση της ομολογίας του και ο αποκλεισμός της εξέτασής του ως μάρτυρα, η επέλευση βίαιης διακοπής της δίκης με την μεταβολή του προσώπου του, η εκπροσώπησή του κατά την απουσία του από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως, η καταδίκη στα έξοδα κατά τους κανόνες του άρθρου 180 ΚΠολΔ και η απεύθυνση των ενδίκων μέσων και κατ’ αυτού (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, υπ’ άρθρο 80 και 83, Γέσιου – Φαλτσή, Η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, σε τόμο εις μνήμην Καραβά Κ.σ. 566-580, Βλ. Κ. Κεραμέα, Αστικό δικονομικό δίκαιο, Γενικό μέρος, 1986, σ.272, Ν. Βερβεσό, Δ6, 148 επ. (155-156), Σ. Κουσούλη, Μορφές παρέμβασης, Δ 18, 299, Σ. Πατεράκη, Προβλήματα ομοδικίας, κλπ, ΝοΒ 37, 554, Ν. Νίκα, Ο δικαστικός συμβιβασμός σ.111, ΑΠ 290/1978 ΕΕΝ 1978,574, ΕφΑθ 2393/1988 ΝοΒ 36,758, βλ.αντιθ. Κ.Μπέη, άρθρο 83 σ.453, 454 τον ίδιο Δ 1974, 390-400, ΑΠ 499/1981 ΝοΒ 30,55, ΑΠ 1423/1999 ΕλλΔνη 40, 806, ΕφΑθ 5361/1993 Δ 1994,733, ΕφΑθ 235/1985, ΕφΑθ 3349/2006 ΕλλΔνη 48,1495, ΑΠ 507/1978 ΕΕΝ 1978, 698, ΕφΑθ 434/1980 ΝοΒ 28,852, Εφ.Θεσσαλ. 276/2017, Εφ.Πειρ. 744/2014).

Η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………», μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, κατέστη ειδική διάδοχος της «……….». Η ειδική διαδοχή επήλθε σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 66/26.3.2013 απόφαση της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος, το υπ’ αριθ. 96/26.3.2013 Διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, που δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθ. 4640/26.3.2013 φύλλο της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την από 26.3.2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης. Ειδικότερα, με την από 26.3.2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης, μεταβιβάστηκαν στην ΤΡΑΠΕΖΑ ……. στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού των εργασιών του Υποκαταστήματος στην Ελλάδα της Τράπεζας Κύπρου με εκχώρηση των δικαιωμάτων και αναδοχής των υποχρεώσεων. Στα μεταβιβασθέντα στοιχεία του ενεργητικού περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και τα δικαιώματα της Τράπεζας …, που απορρέουν από τις ανωτέρω αναφερόμενες ένδικες δανειακές συμβάσεις. Η ΤΡΑΠΕΖΑ ….., ως ειδική διάδοχος της «ΤΡΑΠΕΖΑΣ …….», άσκησε την από 19/7/2013 (αριθ.καταθ.  ……/23.7.2013) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, η οποία (αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση), όπως αναφέρθηκε, συνεκδικάστηκε με την ένδικη από 30/11/2010 αγωγή, και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση και απήγγειλε τη διάρρηξη υπέρ της ενάγουσας μέχρι του ποσού των 89.996,71 ευρώ, των ως άνω δικαιοπραξιών.

Κατά το άρθρο 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξη της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον εις βάρος του καταλογισμού τους, είτε για το ότι καταλογίστηκαν υπέρ αυτού, αλλά με ποσό μικρότερο από εκείνο που, κατά την άποψή του, έπρεπε να υπολογιστούν (ΕφΑθ 3080/2010 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης ρύθμιση που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 617/2008, ΑΠ 777/2007, ΑΠ 781/2006, ΑΠ 54/2006 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τα άρθρα 176, 189, 160 παρ. 3 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν απορρίπτεται η αγωγή του, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Εξάλλου,  κατά τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1, 107 παρ. 1 του Ν.Δ 3026/1954 (Κώδικος περί Δικηγόρων), που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του εναγομένου καθορίζεται σε ποσοστό 2% επί του αιτούμενου ποσού, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 178 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο δεν μπορεί να ορίζει τα δικαστικά έξοδα σε ποσά μικρότερα από τα κατώτατα όρια. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του  διαδίκου που  ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44.1260, ΕφΑθ 798/2007 ΕλλΔνη 2008.39). Σύμφωνα με το άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ, τέλος, σε περίπτωση που η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, μπορεί το δικαστήριο, ανεξάρτητα από την έκταση της νίκης ή της ήττας των διαδίκων, να προβεί σε συμψηφισμό των εξόδων(ΑΠ 99/2019, ΑΠ 22/2018, ΑΠ 467/2017, Εφ.Πειρ. 479/2015, Εφ.Αθ. 6701/1996, Εφ.Πειρ. 433/1994, δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον τελευταίο λόγο της υπό κρίση εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται για τη διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης περί επιβολής των δικαστικών εξόδων, ποσού 2.700 ευρώ υπέρ της ενάγουσας και ποσού 2.700 ευρώ υπέρ της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, ισχυριζόμενοι ότι υποχρεώθηκαν σε καταβολή «υπέρογκων δικαστικών εξόδων», καθόσον η υπό κρίση αγωγή εκ του άρθρου 939 ΑΚ είναι διαπλαστική και μη αποτιμητή σε χρήμα, και επίσης η ενάγουσα και η προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα είναι το ίδιο νομικό πρόσωπο και συνεπώς έπρεπε να επιδικασθεί υπέρ αυτών κοινή δικαστική δαπάνη. Ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι βάσιμος κατά το ένα σκέλος του, γιατί τα έξοδα της σχετικής δίκης, αφορούν διαγνωστική αξίωση ανεπίδεκτη χρηματικής αποτίμησης και έπρεπε να προσδιοριστούν αυτά (δικαστικά έξοδα) με βάση τις διατάξεις των άρθρων 58 παρ. 4 και 63 παρ. 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει ο λόγος αυτός της έφεσης, και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά τη διάταξή της αυτή και να προσδιοριστούν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και της προσθέτως παρεμβαίνουσας του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, και σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Πρέπει δε, να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου, ποσού 200 ευρώ, στους καταθέσαντες εκκαλούντες – εναγομένους (ΚΠολΔ 495 παρ. 3). Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν ολικά, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν από το Δικαστήριο (άρθ. 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 4/1/2016 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3827/2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 3827/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, μόνο ως προς τη διάταξη των δικαστικών εξόδων.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας και τα ορίζει, για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, σε πεντακόσια (500) ευρώ, για κάθε μία από αυτές.

Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου (ποσού 200 ευρώ) στους καταθέσαντες εναγομένους – εκκαλούντες.

Συμψηφίζει ολικά μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  16 Ιανουαρίου 2020.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Γεωργία Λάμπρου.

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 20 Φεβρουαρίου  2020, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,  Αμαλίας Μήλιου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη,   Αικατερίνη Κοκόλη και Φωτεινή Μάμαλη,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

        Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ