Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 186/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης    186/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η απόφαση 3771/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Το δικαστήριο αυτό, έκρινε ως νόμιμη (άρθρα  57, 59, 299, 914, 920, 932 Α.Κ. και 363 – 362 Π.Κ.) και απέρριψε κατ’ ουσίαν την από 23.7.2014 αγωγή των εναγόντων, με την οποία, επικαλούμενοι αδικοπρακτική συμπεριφορά εναντίον τους από την παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας τους, εξαιτίας των οποίων προσβλήθηκε η εμπορική φήμη, η επαγγελματική πίστη και το εμπορικό μέλλον της πρώτης, καθώς και η τιμή και          η υπόληψη των δεύτερου, τρίτου και τέταρτου (εναγόντων), ζήτησαν, μετά από παραδεκτό εν μέρει περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό,    με δήλωσή τους στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον, να καταβάλουν, ως χρηματική ικανοποίηση, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 35.000 ευρώ και σε καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες αυτό των 3.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι οφείλουν να καταβάλουν, στην πρώτη ενάγουσα, το επιπλέον ποσό των 265.000 ευρώ. Η έφεση, η οποία στρέφεται μόνο κατά του δευτέρου εναγομένου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §2 του Κ.Πολ.Δ., όπως η §2 του άρθρου 518 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το ν. 4335/2015). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρο 533 §1 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 §3Α. περ. γ´ του Κ.Πολ.Δ. Σημειωτέον ότι το γεγονός της μη αναγραφής στις προτάσεις του εφεσίβλητου του αριθμού του φορολογικού του μητρώου δεν επιφέρει ακυρότητα, ούτε το απαράδεκτο αυτών, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, από το περιεχόμενο δε του δικογράφου προκύπτει με σαφήνεια η ταυτότητα του εφεσίβλητου (Εφ.Πειρ. 310/2017 αδημ., Μιχ. Μαργαρίτης/ Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Αθήνα 2018, Τόμος Ι, άρθρα 118, αρ. 4, σελ. 231 και 119, αρ. 2, σελ. 233, σχετ. και Χ. Απαλλαγάκη ΚΠΟΛΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 4η Έκδοση, Αθήνα 2016, άρθρο 119, αρ. 1 και 4, σελ. 416 – 417).

ΙΙ.  Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 Α.Κ., όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 του ίδιου Κώδικα και στην περίπτωση του άρθρου 57 του Α.Κ., το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα       από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού έχει λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την        ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα και σε ο,τιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος ως προς την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης απαιτείται η παράνομη προσβολή           να είναι και υπαίτια. Τέτοιο προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι και η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 του Α.Κ., όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, ενώ κατά το άρθρο 932 του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Εξάλλου, κατά         τη διάταξη του άρθρου 920 του Α.Κ., όποιος γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι: α) υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων. Ως “υποστήριξη” νοείται ο ισχυρισμός των ειδήσεων ενώπιον τρίτων με επιχειρηματολογία υπέρ της αλήθειας τούτων, ενώ ως “διάδοση” νοείται η απλή ανακοίνωση των ισχυρισμών. Η υποστήριξη ή η διάδοση των ειδήσεων μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, δηλαδή γραπτώς ή προφορικώς, προς ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες, κατά το χρόνο της υποστήριξης ή διάδοσης, εκθέτουν σε κίνδυνο ένα από τα περιοριστικά αναφερόμενα στη διάταξη αγαθά, δηλαδή την πίστη, το επάγγελμα   ή το μέλλον του θιγομένου. Οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένες και να αναφέρονται σε ορισμένα γεγονότα, επιπλέον δε να αποδεικνύονται και αναληθείς, με την έννοια να μην αληθεύει εξ ολοκλήρου    το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται αυτό παραποιημένο. Αν το σχετικό γεγονός αληθεύει, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της ως άνω διάταξης. β) Γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας. Δηλαδή, αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις πρέπει να γνωρίζει ή υπαίτια (από αμέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια αυτών. Το στοιχείο αυτό ανταποκρίνεται στην έννοια του πταίσματος και με τις δύο γνωστές μορφές (330 Α.Κ.), δηλαδή του δόλου (γνώση της αναλήθειας) και της αμέλειας (άγνοια της αναλήθειας, επειδή δεν καταβλήθηκε η απαιτούμενη  στις συναλλαγές επιμέλεια). Πρόθεση του διαδίδοντος να προξενήσει βλάβη στον θιγόμενο δεν απαιτείται. Η ζημία του βλαπτόμενου πρέπει να προήλθε αιτιωδώς από τη διάδοση ή την υποστήριξη των αναληθών ειδήσεων, γ) Κίνδυνος για την πίστη,      το επάγγελμα ή το μέλλον του προσώπου. Οι διαδιδόμενες αναληθείς ειδήσεις       πρέπει επιπλέον να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο ένα από τα περιοριστικά διαλαμβανόμενα στο πιο πάνω άρθρο αγαθά του φυσικού ή νομικού προσώπου. Δεν αρκεί η διαπίστωση ότι αφηρημένα είναι ικανές να εκθέσουν σε κίνδυνο τα εν λόγω αγαθά. Ως πίστη του προσώπου νοείται η καλή γνώμη και υπόληψη την οποία έχουν τρίτοι σχετικά με την οικονομική και επαγγελματική κατάσταση του φυσικού ή νομικού προσώπου. Ως μέλλον αυτού νοείται η οικονομική και επαγγελματική βελτίωση. Η πίστη, το μέλλον ή το επάγγελμα ενός προσώπου θεωρείται ότι βρίσκονται σε κίνδυνο, όταν δημιουργούνται δυσμενείς παραστάσεις  σε τρίτους και ειδικότερα σ’ εκείνους με τους οποίους σχετίζεται κοινωνικά, οικονομικά ή επαγγελματικά και δ) Ζημία. Τελευταία, λοιπόν, προϋπόθεση για την ύπαρξη αξιώσεως από το άρθρο 920 του Α.Κ., είναι η απόδειξη ζημίας, η οποία προκαλείται αιτιωδώς από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα πιο πάνω αγαθά.        Με βάση το άρθρο αυτό ο θιγόμενος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) μπορεί να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία κατ’ άρθρο 932 Α.Κ. (Α.Π. 718/2017 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εξάλλου, χρηματική ικανοποίηση δικαιούνται και τα νομικά πρόσωπα, εφόσον προσβλήθηκε        η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη ή το εμπορικό τους μέλλον ή    η φήμη τους και, επομένως, τις περιπτώσεις αυτές, με τα αντίστοιχα θεμελιωτικά αυτών συγκεκριμένα περιστατικά, πρέπει να επικαλείται ειδικά (και στην συνέχεια να αποδεικνύει) το ενάγον νομικό πρόσωπο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα που ανάγεται στον εσωτερικό κόσμο και κρίνεται με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά       σε συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση (Α.Π. 730/2015 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”,  Α.Π. 382/2011 Νο.Β. 2011, σελ. 2158, Α.Π. 1040/2009 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Εφ.Αθ. 3258/2018 Νο.Β. 2018, σελ. 1677, Εφ.Πειρ. 541/2015 και Εφ.Θεσ. 626/2014 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Στυλ. Πατεράκης Χρηματική ικανοποίηση       λόγω ηθικής βλάβης Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα 1995, σελ. 148 και Γεωργιάδης σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδιξ (κατ’ άρθρο ερμηνεία), Εκδόσεις Αφοι Σάκκουλα 1982, Τόμος ΙV, άρθρο 932 αρ. 13).

ΙΙΙ.  Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν, με επιμέλεια των διαδίκων, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του (η ένορκη βεβαίωση ……../2017, που είχε προσκομιστεί πρωτοδίκως από τους ενάγοντες δεν προσκομίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε γίνεται επίκλησή της από αυτούς), καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, είτε προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη (σημειωτέον ότι η τυχόν αναφορά πιο κάτω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς –         Α.Π. 1001/2012 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 1628/2003 Ελλ.Δ/νη 2004, σελ. 724), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η πρώτη εκκαλούσα – Ε.Π.Ε., εταίροι της οποίας είναι οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος εκκαλούντες, δραστηριοποιείται στο χώρο των εθνικών οδικών και θαλάσσιων μεταφορών,. Στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της αυτής, η πρώτη, διακινεί εμπορευματικά φορτία, εκτός άλλων προορισμών και προς τα νησιά του Αιγαίου, με φορτηγά οχήματα δημόσια χρήσης, τα οποία ταξιδεύουν με πλοία. Εξάλλου, ο δεύτερος εναγόμενος, ήδη μοναδικός εφεσίβλητος, είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία “…………”, κατά       της οποίας δεν στρέφεται η ασκηθείσα έφεση και της εταιρείας με την επωνυμία “………..”. Και οι τελευταίες αυτές εταιρείες, δραστηριοποιούνται επίσης στο χώρο των μεταφορών, διακινώντας προϊόντα με ιδιόκτητα φορτηγά δημόσιας χρήσης, κυρίως από τη Θεσσαλονίκη      και την Αθήνα προς τη Ρόδο. Για τις ανάγκες της μεταφοράς των φορτηγών αυτών,  οι τελευταίες χρησιμοποιούσαν πλοία, επιβατηγά και οχηματαγωγά, που εξυπηρετούσαν τις αντίστοιχες γραμμές, μέχρι δε τις αρχές του 2012 συνεργάζονταν κυρίως, με τη ναυτιλιακή εταιρεία “…..”. Ωστόσο, η τελευταία διέκοψε τα δρομολόγια αυτά, με αποτέλεσμα οι εταιρείες του εφεσίβλητου να απευθυνθούν  προς τη ναυτιλιακή εταιρεία, με την επωνυμία “……………….”, με τα πλοία της οποίας εξυπηρετούνταν έκτοτε, σχεδόν αποκλειστικά, οι ακτοπλοϊκές γραμμές, τουλάχιστον όσον αφορά στα επιβατηγά – οχηματαγωγά πλοία (εκτός των πλοίων που δεν μετέφεραν επιβάτες, αλλά μόνο φορτηγά, κυρίως με επικίνδυνα φορτία, με μικρότερη ωστόσο, συχνότητα δρομολογίων). Εν όψει, λοιπών, των συνθηκών αυτών, που δημιουργήθηκαν, η τελευταία ναυτιλιακή εταιρεία, αδυνατούσε να ανταποκριθεί στη μεγάλη αύξηση της κίνησης και κατά συνέπεια και στην εξυπηρέτηση των αναγκών μεταφοράς και των φορτηγών αυτοκινήτων, που χρησιμοποιούσαν, έως τότε, τα πλοία της ….. Και τούτο, διότι η εταιρεία “……………”, δεσμευόταν από τις συμβάσεις, που είχε ήδη συνάψει με τους υφιστάμενους πελάτες της – μεταφορείς και δεν παρείχε στις εταιρείες του εφεσίβλητου τις θέσεις που ζητούσαν, αλλά μόνο μικρό μέρος αυτών, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μην μπορεί ν’ ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις, που είχε αναλάβει έναντι των πελατών του. Στο πλαίσιο αυτό ο εφεσίβλητος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας “………..”, επιδιώκοντας να ασκήσει πίεση στη ναυτιλιακή εταιρεία “……..”, ώστε να του παραχωρεί περισσότερες θέσεις μεταφοράς φορτηγών στα πλοία της, της απέστειλε, στις 2.2.2012, επιστολή, στην οποία δήλωνε ότι είχε σκοπό να τη διανείμει την επόμενη ημέρα, στη Ρόδο, σε 5.000 αντίτυπα. Στην επιστολή του αυτή, αφού διαμαρτυρόταν για τη μη παραχώρηση θέσεων για φορτηγά της εταιρείας του, διαλάμβανε, μεταξύ άλλων, και τους ακόλουθους ισχυρισμούς ως προς την πρώτη ενάγουσα – εταιρεία και τους λοιπούς ενάγοντες – εταίρους αυτής : … α) “Τις θέσεις με τη μεσολάβηση των υπευθύνων των κρατήσεων τις έπαιρναν 3-4 εταιρείες με πρώτη την εταιρεία ……… οι οποίες έναντι αμοιβής 300-400 ευρώ πουλούσαν τις θέσεις τους στους άλλους πράκτορες που είχαν αποκλειστεί από το σύστημα του μονοπωλείου” και β) “Όλα γίνονται από τον … για να μπορεί να στηρίξει την εταιρεία . … η οποία μολονότι η γραμμή είναι μονοπώλειο, μολονότι η ………παρουσιάζει ζημίες παίρνει πιστωτικό σημείωμα 10% έως 15% κάθε μήνα επί των εισητηρίων τους”. Στη συνέχεια, ο εφεσίβλητος, υπογράφοντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας “………..”, υπέβαλε, μέσω του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, με αριθμό πρωτοκόλλου …../19.6.2014, την από 18.6.2014 έγγραφη καταγγελία του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, στην οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι : … γ) “Οι εταιρείες ………. οι οποίες ασχολούνται με τη μεταφορά τροφίμων σε μεγάλες αλυσίδες, σε καθημερινή βάση μεταφέρουν φιαλίδια υγραερίου, οινοπνεύματα και μετατρέπουν τα αυτοκίνητα σε κινούμενες βόμβες και παίζουν με τις ανθρώπινες ζωές”. Ο δεύτερος από τους ανωτέρω ισχυρισμούς του εφεσίβλητου αποδείχθηκε πως, εκτός του ότι δεν είναι δυσφημιστικός, ήταν αληθής, εφόσον στο πλαίσιο της εμπορικής πολιτικής της ναυτιλιακής εταιρείας “…….”, πραγματοποιούνται εκπτώσεις σε πελάτες, που διακινούν μεγάλο αριθμό οχημάτων με τα πλοία της. Αντίθετα, ο πρώτος ισχυρισμός του εφεσίβλητου, ότι δηλαδή η πρώτη εκκαλούσα – ενάγουσα παραχωρούσε σε άλλες εταιρείες τα εισιτήρια μεταφοράς των φορτηγών, που είχε εξασφαλίσει, έναντι προμήθειας 300 – 400 ευρώ, όπως και ο τρίτος ισχυρισμός, ότι δηλαδή η ίδια εκκαλούσα μεταφέρει επικίνδυνα φορτία, όπως φιαλίδια υγραερίου και οινοπνεύματα και μετατρέπει τα αυτοκίνητα σε κινούμενες βόμβες, παίζοντας με τις ανθρώπινες ζωές, ήταν ψευδείς, αφού δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Τους ψευδείς αυτούς ισχυρισμούς διατύπωσε ο εφεσίβλητος ενώπιον τρίτων και ειδικότερα, τον υπό στοιχείο α ενώπιον της ναυτιλιακής εταιρείας “…….”, μέσω της πιο πάνω, από 2.2.2012, επιστολής της, την οποία δεν δημοσιοποίησε περαιτέρω, όπως ενημέρωνε ότι θα έπραττε και τον υπό στοιχείο γ, μέσω της από 18.6.2014 καταγγελίας του, στα Λιμεναρχεία Πειραιά και Ρόδου, στον Γ.Γ. του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, τον Περιφερειάρχη Νοτίου Αιγαίου και τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά. Τα ανωτέρω, άλλωστε πραγματικά περιστατικά δεν πλήττονται με κάποιο λόγο έφεσης (απαραδέκτως, αμφισβητείται από τους εκκαλούντες, ο αριθμός των προσώπων που έλαβαν γνώση της πρώτης των ανωτέρω καταγγελιών, το πρώτον με την προσθήκη στις προτάσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι οι πιο πάνω ψευδείς διαδόσεις του εφεσίβλητου, ενόψει και του περιορισμένου κύκλου των αποδεκτών τους, επηρέασαν την πρώτη εκκαλούσα δυσμενώς στις συναλλακτικές της σχέσεις, με οποιονδήποτε τρόπο ή ότι επήλθε, εξαιτίας των διαδόσεων αυτών, μείωση της πελατείας της και  του κύκλου εργασιών της. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ούτε ότι, λόγω της ως άνω καταγγελίας, αυξήθηκαν οι έλεγχοι που πραγματοποίησαν οι λιμενικές αρχές  στα φορτηγά της (πρώτης εκκαλούσας) και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επηρεάστηκε αρνητικά η λειτουργία αυτής από καθυστερήσεις στις παραδόσεις προϊόντων, ώστε να προκλήθηκε δυσαρέσκεια στην πελατεία της και κατ’ επέκταση μείωση αυτής, όπως αβάσιμα επικαλείται η τελευταία. Τούτο, μάλιστα  δεν επιβεβαιώθηκε ούτε από τον μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος ουδέν κατέθεσε σχετικά, ενώ δεν επαρκεί γι’ αυτό το επικαλούμενο περιστατικό διενέργειας ελέγχου σε φορτηγά της πρώτης εκκαλούσας, στις 11.7.2014, στον λιμένα Ακαντιάς, από τις Λιμενικές αρχές της Ρόδου, αφού, εκτός του ότι ήταν μεμονωμένο, έλαβε χώρα  όχι μόνο εν όψει της ανωτέρω καταγγελίας του εφεσίβλητου, αλλά στο πλαίσιο γενικότερου ελέγχου, δεδομένου ότι ελέγχθηκε και σε άλλη τοποθεσία του νησιού φορτηγό και άλλης μεταφορικής εταιρείας (……………..). Κατόπιν τούτων και ανεξαρτήτως του δυσφημιστικού χαρακτήρα των ανωτέρω δύο ισχυρισμών του εφεσίβλητου, δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη εκκαλούσα υπέστη  ηθική βλάβη, που να έχει υλική υπόσταση, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, αφού στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται (η ηθική βλάβη), όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα που ανάγεται στον εσωτερικό κόσμο και κρίνεται με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής αλλά απαιτείται να έχει και υλική υπόσταση, παρά τα όσα επικαλείται και με την προσθήκη στις προτάσεις της, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (απώλεια υφιστάμενης πελατείας, μειωμένους ισολογισμούς, τους οποίους ούτε επικαλείται νόμιμα ούτε προσκομίζει και απώλεια μελλοντικής πελατείας), χωρίς, ωστόσο, να ανταποκρίνεται στο βάρος απόδειξης που φέρει. Εξάλλου, οι ανωτέρω ενέργειες του εφεσίβλητου, όπως και οι ισχυρισμοί του, ουδόλως στρέφονταν κατά των λοιπών εκκαλούντων – φυσικών προσώπων και ετέρων της πρώτης εκκαλούσας. Και τούτο, διότι σε κανένα από τα φυσικά  πρόσωπα αυτά δεν αποδόθηκε, έστω έμμεσα ή υπόνοια, παράνομη ή αντίθετη με τις συναλλαγές ή καταχρηστική συμπεριφορά, αντίθετα με όσα αυτοί διατείνονται. Επομένως, οι τελευταίοι δεν είναι άμεσα ζημιωθέντες (Α.Π. 1766/2009 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”) και κατά συνέπεια, δεν έχουν υποστεί ηθική βλάβη από τις παραπάνω διαδόσεις του εφεσίβλητου, που αναφέρονταν στην πρώτη εκκαλούσα. Η ύπαρξη ποινικής καταδικαστικής απόφασης, σε βάρος του εφεσίβλητου, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, η οποία αναφέρεται ότι έχει τελεστεί και κατά των δεύτερου, τρίτου και τέταρτου εκκαλούντων, δεν επαρκεί προς τούτο, ενώ κατά της απόφασης αυτής, της οποίας δεν προσκομίζεται το σκεπτικό, εκκρεμεί η εκδίκαση του ένδικου μέσου της έφεσης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λοιπόν, που κρίνοντας όμοια, απέρριψε την αγωγή των εκκαλούντων ως ουσία αβάσιμη, ορθά εφάρμοσε   το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος της έφεσης.

ΙV.  Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε απ’      αυτούς με το ηλεκτρονικό παράβολο ………. του Υπουργείου Οικονομικών (άρθρο 495 §3 Α. περ. γ´  του Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικαστούν (οι εκκαλούντες) στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός  του τελευταίου (άρθρα 69 §1, 68 §1, 63 §1 στοιχ. i περ. α του  ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ.). Σημειώνεται ωστόσο, ότι επειδή το αίτημα της  αγωγής, ως προς την πρώτη ενάγουσα – εκκαλούσα, κρίνεται υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από τον δικηγόρο, ελλείψει πραγματικών στοιχείων, το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα, κατά την εκτίμηση του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 58 §5 του ν. 4194/2013, προσδιορίζει την νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή (35.000 ευρώ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 21.3.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 έφεση, κατά της οριστικής απόφασης 3771/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό.  Και

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό  των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ σε βάρος της πρώτης εκκαλούσας και σ’       αυτό των διακοσίων (200) ευρώ σε βάρος του καθένα από τους λοιπούς τρεις      εκκαλούντες.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις   6 Φεβρουαρίου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

 

 

Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις  25  Φεβρουαρίου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ