Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 708/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης

708/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, και από τη Γραμματέα Κ. Δ.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: 1) Η από 4.10.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………..) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης, 2) η από 8.1.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………….) έφεση της εν όλω ηττηθείσας πρωτοδίκως προσεπικληθείσας – παρεμπιπτόντως εναγομένης – προσθέτως υπέρ της εναγομένης παρεμβάσας εταιρίας με την επωνυμία «……….» και 3) η από 7.1.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.27/9.1.2015 και …………) έφεση των επίσης εν όλω ηττηθεισών στον πρώτο βαθμό προσεπικληθεισών – παρεμπιπτόντως εναγομένων – προσθέτως υπέρ της εναγομένης παρεμβασών α) εταιρίας με την επωνυμία «…………», β) εταιρίας με την επωνυμία «………..», και γ) εταιρίας με την επωνυμία «………..  », άπασες κατά της υπ’αριθμ.182/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία,  1) η από 20.9.2010 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…….) αγωγή, 2) η από 4.2.2011 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……..) προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της εναγομένης της αγωγής αυτής, 3) η από 14.6.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………) πρόσθετη υπέρ της εναγομένης παρέμβαση της τρίτης των προσεπικληθεισών – παρεμπιπτόντως εναγομένων, και 4) η από 27.4.2011 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ………….) πρόσθετη υπέρ της εναγομένης παρέμβαση των πρώτης, δεύτερης και τέταρτης των προσεπικληθεισών – παρεμπιπτόντως εναγομένων, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και εν όλω δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμες, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Η από 4.10.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……. και …………) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..»,  κατά της υπ’αριθμ. 182/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού), με την οποία συνεκδικάσθηκαν, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία 1) η σε βάρος της ανωτέρω εκκαλούσας ασκηθείσα από 20.9.2010 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………….) αγωγή, διώκουσα την επιδίκαση στην ενάγουσα, εταιρία δραστηριοποιούμενη στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών, αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, την οποία υπέστη λόγω της καταστροφής, τελούντος υπό καθεστώς διαμετακόμισης στον Εμπορευματικό Σταθμό του λιμένος Πειραιώς, που η εναγόμενη διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται, εμπορευματοκιβωτίου, κυριότητάς της, και μέρους του εντός αυτού φορτίου, κυριότητας τρίτου, ο οποίος έχει εγείρει αξιώσεις κατά της ιδίας για την καταβολή της αξίας του, από παράνομη και υπαίτια (αμελή) συμπεριφορά χειριστή μηχανήματος έργου (γερανογέφυρας), προστηθέντος της εναγομένης, ούσης επιπροσθέτως θεματοφύλακα απευθείας εκ του νόμου των παραληφθέντων προς αποθήκευση και φύλαξη εμπορευμάτων και ειδών στους χώρους, που διαθέτει, όπου επίσης εκτελεί κατ’αποκλειστικότητα τις απαιτούμενες εργασίες φορτοεκφόρτωσης  με δικό της προσωπικό και μηχανήματα, 2) η από 4.2.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………….) προσεπίκληση της εναγομένης της αγωγής αυτής, απευθυνόμενη κατά τεσσάρων (4) ασφαλιστικών εταιριών, ως δικονομικών εγγυητριών της, οι οποίες έχουν συνασφαλίσει την αστική της ευθύνη έναντι τρίτων από τη χρήση εντός των εγκαταστάσεών της κατά τη διάρκεια φορτοεκφορτωτικών εργασιών συγκεκριμένων γερανογεφυρών, μεταξύ των οποίων και αυτής, που, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, προκάλεσε τη ζημία της ενάγουσας, προκειμένου να παρέμβουν προσθέτως υπέρ της (της εναγομένης) στην εκκρεμή επί της αγωγής δίκη, μετά της σωρευομένης στο ίδιο δικόγραφο παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης περί καταβολής σ’αυτήν, σε περίπτωση ευδοκίμησης της σε βάρος της αγωγής, κατά το συμφωνηθέν ποσοστό συμμετοχής εκάστης στην ασφαλιστική κάλυψη, οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, πλέον τόκων και εξόδων, υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα, 3) η από 14.6.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………..) πρόσθετη υπέρ της εναγομένης παρέμβαση της τρίτης των προσεπικληθεισών – παρεμπιπτόντως εναγομένων ασφαλιστικής εταιρίας, και 4) η από 27.4.2011 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …………..) πρόσθετη υπέρ της εναγομένης παρέμβαση των πρώτης, δεύτερης και τέταρτης των προσεπικληθεισών – παρεμπιπτόντως εναγομένων ασφαλιστικών εταιριών, και, έγιναν εν μέρει δεκτή η κύρια αγωγή και εν όλω δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης αντίστοιχα και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 4.10.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………..),  ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στην εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, με την επιμέλεια της ενάγουσας, που έλαβε χώρα στις 6.9.2013, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του διενεργήσαντος την επίδοση Δικαστικού Επιμελητή ………… στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου αντιγράφου της εκκαλουμένης, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, με την επισήμανση ότι δεν απαιτείται εν προκειμένω η καταβολή από την εκκαλούσα του προβλεπομένου  από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παραβόλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2 του ν. 2688/1999, 3 του α.ν. 1599/1950, 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998, σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ.Δ. 2 αρ. 1 και 3 του ν. 4152/2013. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η από 8.1.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ….. και ………..) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στην πρωτόδικη δίκη τρίτης προσεπικληθείσας  – παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως υπέρ της εναγομένης παρεμβάσας, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, με την επωνυμία «…………» κατά της ιδίας απόφασης, με την οποία η σε βάρος της ασκηθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή της εναγομένης έγινε δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, στρεφόμενη (η έφεση) κατά των διαδίκων της κύριας δίκης, στην οποία η ανωτέρω εκκαλούσα κατέστη διάδικος, εφόσον πρωτοδίκως παρενέβη προσθέτως υπέρ της εναγομένης, που την προσεπικάλεσε (βλ. σχετ. ΑΠ 1353/2008, ΑΠ 1430/2007, ΑΠ 1365/2005, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις  9.1.2015  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………..), προ πάσης επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας [όπως ισχύει προ της τροποποίησής του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε προ της 1ης.1.2016, όπως αναφέρθηκε, αλλά και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε πριν από την 1η.1.2016, και συγκεκριμένα στις 11.1.2012, βλ.σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, που αφορά στην προθεσμία άσκησης του ένδικου μέσου της αναίρεσης του άρθρου 564 παρ.3 του ΚΠολΔ] των τριών ετών (3) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 11.1.2012, κατά τα προεκτεθέντα, και, επιπροσθέτως, έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ, ενώ δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Η από 7.1.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………..) έφεση των επίσης εν όλω ηττηθεισών στον πρώτο βαθμό πρώτης, δεύτερης και τέταρτης των προσεπικληθεισών – παρεμπιπτόντως εναγομένων – προσθέτως υπέρ της εναγομένης παρεμβασών ανωνύμων ασφαλιστικών εταιριών κατά της ιδίας απόφασης, με την οποία η σε βάρος τους ασκηθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή της εναγομένης έγινε δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, στρεφόμενη (η έφεση) κατά των διαδίκων της κύριας δίκης επί της αγωγής, στην οποία οι ανωτέρω εκκαλούσες κατέστησαν διάδικοι, εφόσον πρωτοδίκως παρενέβησαν προσθέτως υπέρ της εναγομένης, που τις προσεπικάλεσε (βλ. σχετ. ΑΠ 1353/2008, ΑΠ 1430/2007, ΑΠ 1365/2005, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις  9.1.2015  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………..), προ πάσης επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας [όπως ισχύει προ της τροποποίησής του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε προ της 1ης.1.2016, όπως αναφέρθηκε, αλλά και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε πριν από την 1η.1.2016, και συγκεκριμένα στις 11.1.2012, βλ.σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, που αφορά στην προθεσμία άσκησης του ένδικου μέσου της αναίρεσης του άρθρου 564 παρ.3 του ΚΠολΔ] των τριών ετών (3) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 11.1.2012, κατά τα προεκτεθέντα, και, επιπροσθέτως, έχει καταβληθεί από τις εκκαλούσες το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ, ενώ δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Η ενάγουσα, αλλοδαπή εταιρία, εδρεύουσα στην Ελβετία και δρατηριοποιούμενη στις θαλάσσιες μεταφορές εμπορευμάτων, με την από 20.9.2010 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………..) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών αυτού), επικαλούμενη ότι από αποκλειστική υπαιτιότητα προστηθέντος προσώπου της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», χειριστή γερανογέφυρας, προκλήθηκε λόγω της εκτιθέμενης παράνομης συμπεριφοράς του, η ολοσχερής καταστροφή εμπορευματοκιβωτίου, κυριότητας της ιδίας (της ενάγουσας), που βρισκόταν υπό καθεστώς διαμετακόμισης στον Εμπορευματικό Σταθμό του λιμένος Πειραιώς, τον οποίο διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται η εναγόμενη, προκειμένου να μεταφορτωθεί από το προσωπικό της τελευταίας σε πλοίο, προς μεταφορά στον τελικό λιμένα προορισμού του (στη Βενετία) και παράδοση στο δικαιούχο, καθώς και μέρους των εντός αυτού εμπορευμάτων (σκληρές θήκες γυαλιών όρασης, συσκευασμένες σε χαρτοκιβώτια), κυριότητας τρίτου (της αγοράστριας – παραλήπτριας εταιρίας), που έχει ήδη εγείρει σε βάρος της (της ενάγουσας), ως θαλάσσιου μεταφορέως, αντίστοιχη αξίωση αποζημίωσης για τη ζημία του φορτίου, κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο διαλαμβανόμενα, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, υπέχουσα ευθύνη, τόσο ως εκ του νόμου θεματοφύλακας των εμπορευματοκιβωτίων και εμπορευμάτων, που έχουν παραδοθεί σ’αυτήν αντί αμοιβής προς αποθήκευση και φύλαξη στις εγκασταστάσεις της, στις οποίες, επιπροσθέτως, δικαιούται να διενεργεί, αποκλειστικά με δικό της προσωπικό και μηχανήματα, όλες τις απαραίτητες εργασίες φορτοεκφόρτωσης, λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης της συμβατικής της αυτής υποχρέωσης, όσο και ως προστήσασα το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, που παράνομα προξένησε την εν λόγω ζημία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, να της καταβάλει, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας της, το συνολικό ποσό των 15.396,22 ευρώ, κατόπιν περιορισμού του αγωγικού αιτήματος, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας της δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε συνοπτικά στα πρακτικά και παρατίθεται αναλυτικά στις κατατεθείσες προτάσεις της, και αφορά την αξία του καταστραφέντος μέρους του φορτίου, που είχε συσκευασθεί εντός του επίσης καταστραφέντος εμπορευματοκιβωτίου, όπως τα επιμέρους κονδύλια του συνολικά αιτηθέντος ποσού εξειδικεύονταν στην αγωγή και στις προτάσεις της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Περαιτέρω, η εναγόμενη της ανωτέρω αγωγής με το από 4.2.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………..) δικόγραφο, που απηύθυνε κατά 1) της εταιρίας με την επωνυμία «………….», 2) της εταιρίας με την επωνυμία «……………», 3) της εταιρίας με την επωνυμία «…………» και 4) της εταιρίας με την επωνυμία «…………..», επικαλούμενη ότι οι ανωτέρω ανώνυμες ασφαλιστικές εταιρίες είχαν εγγράφως συνασφαλίσει, αντί ασφαλίστρου, την έναντι τρίτων αστική της ευθύνη για τις ζημίες τους, που θα επέρχοντο σε εμπορεύματά τους από τη λετουργία και χρήση από το προσωπικό της, ως μηχανημάτων έργου, συγκεκριμένων γερανογεφυρών (12 συνολικά), κατά τη διάρκεια της διενέργειας φορτοεκφορτωτικών εργασιών εντός των εγκαταστάσεών της, μεταξύ των οποίων και του μηχανήματος, που φέρεται στην αγωγή ότι προκάλεσε τη ζημία της ενάγουσας, αφενός μεν προσεπικάλεσε αυτές, ως δικονομικές της εγγυήτριες, δυνάμει της μεταξύ τους καταρτισθείσας ασφαλιστικής σύμβασης, να παρέμβουν προσθέτως υπέρ της στην εκκρεμή επί της αγωγής δίκη ώστε ν’απορριφθεί, αφετέρου δε ζήτησε, σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής, να υποχρεωθούν να της καταβάλουν, έκαστη εξ αυτών κατά το συμφωνηθέν ποσοστό συμμετοχής της στην ασφαλιστική κάλυψη, και, συνακόλουθα, στην καταβολή του ασφαλίσματος, οποιοδήποτε ποσό κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, υποχρεωθεί η ίδια να καταβάλει στην ενάγουσα, πλέον τόκων από την  επίδοση προς αυτές της παρεμπίπτουσας αγωγής της, και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη. Τέλος, η εκ των προσεπικληθέντων νομικών προσώπων τρίτη εξ αυτών ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………..» με το από 14.6.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………..) δικόγραφο, καθώς και οι λοιπές προσεπικληθείσες (πρώτη, δεύτερη και τέταρτη) ανώνυμες ασφαλιστικές εταιρίες με την επωνυμία «……………», και «…………» με το από 27.4.2011 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ………….) δικόγραφό τους αντίστοιχα, παρενέβησαν προσθέτως υπέρ της εναγομένης στην εκκρεμή κύρια δίκη, ζητώντας την απόρριψη της αγωγής. Επί απάντων των ανωτέρω δικογράφων εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 182/2012 οριστική απόφαση, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν άπαντα αυτά, αφενός μεν έγινε εν μέρει δεκτή η κύρια αγωγή και εν όλω δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμες. Ειδικότερα με την ανωτέρω απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσον αφορά την αγωγή, αφού δέχθηκε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της με αυτήν εισαχθείσας προς διάγνωση διαφοράς, που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, αφού η ενάγουσα είναι αλλοδαπή εταιρία, εδρεύουσα στην Ελβετία, διότι η έδρα της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας βρίσκεται στον ………., σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 3 παρ.1, 5 παρ.3 και 60 παρ.1 του Κανονισμού (ΕΚ) υπ’αριθμ. 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου του 2000 “Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», καθώς και ότι εν προκειμένω, που, με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο πραγματικά περιστατικά για την κατά νόμο θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος συντρέχει περίπτωση συρροής δικαιοπρακτικής (από τη σύμβαση παρακαταθήκης) και αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης από τις αναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις του προστηθέντος οργάνου της για την καταστροφή του εμπορευματοκιβωτίου της ενάγουσας, το οποίο είχε εναποτεθεί στις εγκαταστάσεις της Ο.Λ.Π. Α.Ε., υπό καθεστώς διαμετακόμισης, προς μεταφόρτωση σε πλοίο για την μεταφορά του στον τελικό του προορισμό, και μέρους του φορτίου του, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως προς μεν την επικαλούμενη σύμβαση παρακαταθήκης (και την παρεπόμενη αυτής σύμβαση έργου), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 και 2 της από 19.6.1980 Σύμβασης της Ρώμης  “περί του εφαρμοστέου δικαίου στις συμβατικές ενοχές”, ως το δίκαιο, προς το οποίο οι εν λόγω συμβάσεις συνδέονται στενότερα, εκ του συνόλου των περιστάσεων, αλλά και λόγω σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας των διαδίκων περί την εφαρμογή του (άρθρα 3 παρ.2 της ανωτέρω Σύμβασης και 25 εδαφ.α΄του ΑΚ), αφού αμφότεροι επικαλούνται διατάξεις αυτού του δικαίου προς θεμελίωση των ισχυρισμών τους, ως προς δε την επίσης επικαλούμενη αδικοπραξία σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ, δεδομένου ότι οι φερόμενες ως παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις του προστηθέντος της εναγομένης, που προκάλεσαν τη ζημία της ενάγουσας, έλαβαν χώρα στη Ελλάδα, στη συνέχεια έκρινε ότι η αγωγή ως προς αμφότερες τις βάσεις της είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία, και απέρριψε τις περί του αντιθέτου προβληθείσες αιτιάσεις της εναγομένης. Περαιτέρω, με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η αγωγή ως προς το αίτημα περί επιδίκασης στην ενάγουσα δαπανών, που σχετίζονται με το φορτίο του εμπορευματοκιβωτίου, συνολικού ποσού 2.397,45 ευρώ, στις οποίες φέρεται ότι προέβη η παραλήπτρια των εμπορευμάτων, και για τις οποίες η τελευταία έχει εγείρει αντίστοιχη αξίωση σε βάρος της ιδίας (της ενάγουσας), και ειδικότερα αφορούν σε καταβληθείσα αμοιβή στα πρόσωπα, που πραγματοποίησαν στη Βενετία τις απαραίτητες εργασίες επιθεώρησης του εμπορεύματος και διαλογής των βλαβέντων τεμαχίων από τα άθικτα και ανέπαφα, σε έξοδα απομάκρυνσης/μεταφοράς των καταστραφέντων εμπορευμάτων, σε σωρευθείσες επισταλίες, και σε έξοδα καταστροφής των μη διασωθέντων εμπορευμάτων, που προβλήθηκε το πρώτον με τις προτάσεις της, με τις οποίες έγινε επίσης δεκτό ότι επήλθε νομότυπος περιορισμός του αγωγικού αιτήματος αναφορικά με την αξία των καταστραφέντων εμπορευμάτων, πρέπει ν’απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει προδικασίας, διότι η ενάγουσα επικαλέσθηκε με τις προτάσεις της νέα πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά από εκείνα που είχε εκθέσει στην αγωγή της, διερύνοντας ανεπίτρεπτα με το κονδύλιο αυτό την ιστορική βάση της αγωγής της ως προς το σκέλος αυτής, που συγκροτεί την έννοια της προκληθείσης ζημίας της, με αποτέλεσμα η εν λόγω συμπλήρωση να κείται εκτός των ορίων, που καθορίζει το άρθρο 224 του ΚΠολΔ. Επιπροσθέτως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή, ως προς το αιτούμενο κονδύλιο, που αφορά την αξία των καταστραφέντων εμπορευμάτων, κυριότητας τρίτου, όπως αυτό περιορίσθηκε με τις προτάσεις της ενάγουσας στο ποσό των 3.053,08 ευρώ, πράγματι ασκείται πρόωρα, αφού η ζημία της ανωτέρω δεν έχει ακόμη επέλθει, διότι δεν έχει καταβάλει το συγκεκριμένο ποσό στην παραλήπτρια του φορτίου, πλην όμως παραδεκτά, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 69 παρ.1 περ.ε΄του ΚΠολΔ, εφόσον το δικαίωμα αυτό της ενάγουσας εξαρτάται από την επέλευση γεγονότος, ήτοι από την καταβολή του εν λόγω ποσού στην κυρία των εμπορευμάτων, ενώ, περαιτέρω, έχει ήδη υλοποιηθεί το παραγωγικό γεγονός της επίδικης αξίωσης, η οποία και έχει ήδη γεννηθεί, καθώς και ότι ως προς το κονδύλιο αυτό η αγωγή είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένη, διότι αναφέρονται στο δικόγραφό της όλα τα πραγματικά περιστατικά, που δικαιολογούν την πρόωρη άσκησή της, και δη ότι η ενάγουσα αντιμετωπίζει αξιώσεις αποζημίωσης λόγω της καταστροφής μέρους του φορτίου, που είχε συσκευασθεί εντός του εμπορευματοκιβωτίου της, από την παραλήπτρια των εμπορευμάτων, μη απαιτουμένης για την πληρότητα του δικογράφου της μνείας περί έγερσης αγωγής, διότι η λήψη δικαστικών μέτρων σε βάρος της δεν αποτελεί στοιχείο γέννησης της αξίωσης αυτής, που μπορεί να ικανοποιηθεί και εξώδικα, απορρίπτοντας, συνακόλουθα, ως αβάσιμες, τις προβληθείσες αιτιάσεις της εναγομένης περί απαραδέκτου της αγωγής αναφορικά με το κονδύλιο αυτό, λόγω αοριστίας, αλλά και λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το αγωγικό κονδύλιο, ποσού 1.333 ευρώ, το οποίο αφορά σε δαπάνη καταβληθείσα από την ενάγουσα ως αμοιβή και έξοδα των πραγματογνωμόνων, που η ίδια προσέλαβε για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης στο εν λόγω εμπορευματοκιβώτιο και στο περιεχόμενό του. Τέλος, κρίθηκε νόμιμη η από 4.2.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ. ……………) προσεπίκληση της εναγομένης προς τις τέσσερις (4) ασφαλιστικές εταιρίες ως δικονομικές εγγυήτριες αυτής, μετά της σωρευομένης στο ίδιο δικόγραφο παρεμπίπτουσας αγωγής της αποζημίωσης, καθώς και ότι παραδεκτά ασκήθηκαν οι από 14.6.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……….) και από 27.4.2011 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …………) πρόσθετες υπέρ της εναγομένης παρεμβάσεις των προσεπικληθεισών εταιριών. Ακολούθως με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά τη διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, ότι για τις ζημίες, που προκλήθηκαν στο εμπορευματοκιβώτιο της ενάγουσας και σε μέρος του φορτίου του, ενόσω αυτό βρισκόταν στο χώρο του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων του Λιμένος Πειραιώς, υπό καθεστώς διαμετακόμισης, ευθύνεται αποκλειστικά η εναγόμενη, ως προστήσασα τον αδικοπραγήσαντα χειριστή συγκεκριμένης γερανογέφυρας, ο οποίος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων στις εγκαταστάσεις της στην περιοχή του Νέου Ικονίου Κερατσινίου, ενήργησε παράνομα και υπαίτια (αμελώς), όπερ άλλωστε συνομολογήθηκε από την εναγόμενη με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά. Επιπροσθέτως, έγινε δεκτό ότι η ενάγουσα υπέστη ζημία ποσού 2.700 ευρώ, το οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προσδιόρισε, κατόπιν αφαίρεσης από την αξία του κριθέντος ως ολοσχερώς καταστραφέντος εμπορευματοκιβωτίου της, ποσού 3.000 ευρώ, της αξίας των υπολειμμάτων του, ποσού 300 ευρώ, κατά παραδοχήν ως κατ’ουσίαν βάσιμης της σχετικής ένστασης της εναγομένης και των προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβασών ασφαλιστικών εταιριών, καθώς και ποσού 3.121,95 ευρώ,  στο οποίο κρίθηκε ότι ανέρχεται η αξία του καταστραφέντος μέρους του φορτίου (θήκες γυαλιών όρασης), που είχε συσκευασθεί σε χαρτοκιβώτια εντός του εν λόγω εμπορευματοκιβωτίου, και επρόκειτο να μεταφερθεί με πλοίο, εκμετάλλευσης της ενάγουσας, στον τελικό προορισμό του (τη Βενετία) προς παράδοση στην παραλήπτρια, και το οποίο διεκδικεί και η τελευταία από την ενάγουσα, έχοντας ήδη εγείρει σχετική αξίωση, και δη του περιεχομένου των 221 χαρτοκιβωτίων, αξίας εκάστου 17,38 δολαρίων Η.Π.Α., τα οποία, όπως επίσης έγινε δεκτό με την ίδια απόφαση, διαπιστώθηκε στον Πειραιά ότι είχαν ολοσχερώς βραχεί και καταστραφεί, τόσο από συσταθείσα από την εναγόμενη προς εκτίμηση της ζημίας τριμερή  επιτροπή, όσο και από τους διορισθέντες από την ενάγουσα πραγματογνώμονες (17,38 δολάρια Η.Π.Α. Χ 221 χαρτοκιβώτια =3.840 δολάρια Η.Π.Α. ή 3.121,95 ευρώ, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας), ήτοι συνολικά ποσού 5.821,95 ευρώ. Κρίθηκε  επίσης ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί καταστροφής από υπαιτιότητα του προστηθέντος της εναγομένης και άλλου μέρους του φορτίου, που διαπιστώθηκε μετά την άφιξη και παράδοση των εμπορευμάτων στον τελικό τους προορισμό στην Ιταλία, δεν αποδείχθηκε βάσιμος, και, επίσης, απορρίφθηκαν ως κατ’ουσίαν αβάσιμα τα αγωγικά κονδύλια α) των 50,39 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα αξίωσε να λάβει ως καταβληθείσα στην εναγόμενη δαπάνη για τη φύλαξη του εμπορευματοκιβωτίου, β) των 600 ευρώ, που ζητήθηκε ως καταβληθέν από την ενάγουσα ναύλο για τη θαλάσσια μεταφορά του εν λόγω εμπορευματοκιβωτίου από το λιμένα του Πειραιώς στην Αμβέρσα του Βελγίου, γ) των 297 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα ζήτησε να της καταβληθεί ως επισταλίες του χρονικού διαστήματος από 19.6.2010 έως 23.7.2010. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι οι τέσσερις (4) προσεπικληθείσες – παρεμπιπτόντως εναγόμενες – προσθέτως υπέρ της εναγομένης παρεμβάσες ασφαλιστικές εταιρίες, δυνάμει ασφαλιστικών συμβάσεων, εγγράφως καταρτισθεισών με την εναγόμενη, ανέλαβαν, αντί ασφαλίστρου, την ευθύνη της αποζημίωσης τρίτων για υλικές ζημίες, που θα προκαλούντο σ’αυτούς από τη χρήση συγκεκριμένων γερανογεφυρών της ασφαλισμένης τους, στις εγκαταστάσεις της, έκαστη εξ αυτών κατά συμφωνηθέν ποσοστό συμμετοχής 40%, 30%, 20%  και 10% αντίστοιχα στην καταβολή του ασφαλίσματος, καθώς και ότι εν προκειμένω επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, εφόσον η ζημία της ενάγουσας στο εμπορευματοκιβώτιο και το φορτίο του οφείλεται σε πλημμελή χειρισμό μίας εκ των γερανογεφυρών της εναγομένης, που καλύπτονται από τις ανωτέρω συμβάσεις συνασφάλισης, με αποτέλεσμα οι εν λόγω εταιρίες να υποχρεούνται να καταβάλουν στην εναγόμενη, ως αποζημίωσή της, το ανωτέρω ποσό των 5.821,95 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η ζημία της ενάγουσας, η καθεμία κατά την προαναφερθείσα αναλογία συμμετοχής της στη συνασφάλιση, κατόπιν αφαίρεσης του ποσού των 1.500 ευρώ, που κρίθηκε ότι είχε συμφωνηθεί με την εναγόμενη ως το ελάχιστο ποσό απαλλαγής τους από την υποχρέωσή τους καταβολής ασφαλίσματος ανά απαίτηση, κατά παραδοχήν και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας της σχετικής ένστασης των παρεμπιπτόντως εναγομένων. Κατόπιν των παραδοχών αυτών, με την εκκαλούμενη απόφαση, αφενός μεν έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η κύρια αγωγή και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα, όπως επί λέξει εκτίθεται στο διατακτικό της, το ποσό των 5.821,95 ευρώ, «καθώς και το ποσό των 3.121,95 ευρώ υπό τον όρο της τελεσιδίκου καταδίκης της ενάγουσας σε καταβολή του ποσού αυτού στην αναφερόμενη στο σκεπτικό της παρούσας δικαιούχο (παραλήπτρια) του φορτίου, αμφότερα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την εξόφληση», αφετέρου δε έγινε όλω δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή, και υποχρεώθηκαν οι παρεμπιπτόντως εναγόμενες να καταβάλουν στην εναγόμενη και παρεμπιπτόντως ενάγουσα α) η πρώτη εξ αυτών το ποσό των 801,75 ευρώ, η δεύτερη το ποσό των 601,30 ευρώ, η τρίτη το ποσό των 400,87 ευρώ και η τέταρτη το ποσό των 200,43 ευρώ αντίστοιχα, που αφορά στο μέρος της ασφαλιστικής αποζημίωσης για τη ζημία της ενάγουσας λόγω της καταστροφής του εμπορευματοκιβωτίου της, και β) η πρώτη το ποσό των 927,04 ευρώ, η δεύτερη το ποσό των 695,28 ευρώ, η τρίτη το ποσό των 463,52 ευρώ, και η τέταρτη το ποσό των 231,76 ευρώ αντίστοιχα,  που αφορά στο μέρος της ασφαλιστικής αποζημίωσης για τη ζημία του φορτίου, υπό τον όρο της τελεσίδικης καταδίκης της ενάγουσας σε καταβολή του ποσού της ζημίας αυτής στη δικαιούχο του φορτίου, άπαντα τα ποσά αυτά πλέον τόκων από την επομένη της επίδοσης της κύριας αγωγής και της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης, εντόκως νομίμως από την επομένη της επίδοσης της παρεμπίπτουσας αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκαν οι κάτωθι αναφερόμενες εφέσεις: 1) Η από 4.10.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……………) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης της κύριας αγωγής, με την οποία η ανωτέρω διάδικος παραπονείται κατά των κεφαλαίων της πρωτόδικης απόφασης που την βλάπτουν (και, επομένως, όχι κατά αυτών, με τα οποία απορρίφθηκαν αγωγικά κονδύλια, ως προς τα οποία η υπόθεση δεν έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και η εκκαλουμένη έχει καταστεί τελεσίδικη), για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο του εν λόγω ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται α) σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του περί κυριότητας της ενάγουσας επί του καταστραφέντος εμπορευματοκιβωτίου, με αποτέλεσμα να της επιδικασθεί ως ζημία της το ποσό των 2.700 ευρώ (3.000 ευρώ, η αξία του κατόπιν αφαίρεσης της αξίας των υπολειμμάτων του, ποσού 300 ευρώ), ενώ, όπως διατείνεται, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η ενάγουσα δεν είναι κυρία του εν λόγω εμπορευματοκιβωτίου, και, επομένως, δε δικαιούται αποζημίωσης για την απώλειά του, καθώς η κυριότητά της επ’αυτού, την οποία η ίδια (η εναγόμενη) δε συνομολόγησε, αλλά σαφώς αρνήθηκε, ουδόλως αποδείχθηκε, β) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη ως προς το επιμέρους κονδύλιο, που αφορούσε την αποζημίωση για τη ζημία του εντός του εμπορευματοκιβωτίου της ενάγουσας συσκευασθέντος φορτίου, κυριότητας τρίτου, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 69 παρ.1 περ.ε΄του ΚΠολΔ, και απέρριψε τις περί του αντιθέτου προβληθείσες αιτιάσεις της ιδίας (της εναγομένης), ενώ θα έπρεπε να την απορρίψει ως αόριστη, διότι δε διαλαμβάνονται στο δικόγραφο αυτής, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, όλα τα πραγματικά περιστατικά, που δικαιολογούν την πρόωρη άσκησή της, και  δη δεν αναφέρεται, επιπροσθέτως και για τη θεμελίωση της ενεργητικής της νομιμοποίησης, η άσκηση εναντίον της (της ενάγουσας) συγκεκριμένης αξίωσης (δικαστικής ή εξωδικαστικής) από κατονομαζόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δικαιούχο του φορτίου, προς αποζημίωσή του για τη ζημία του αυτή, αοριστία, που δε συμπληρώθηκε παραδεκτά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, άλλως, και σε κάθε περίπτωση, και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διότι ουδόλως αποδείχθηκε κατά τη διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής ότι σε βάρος της ενάγουσας έχει όντως ασκηθεί τέτοια αγωγή, καθώς δεν προσκομίσθηκε σχετικό δικόγραφο, και η τυχόν επ’αυτής εκδοθείσα στο μεσοδιάστημα απόφαση, με αποτέλεσμα, πέραν από το γεγονός ότι δε γίνεται επίκλησή τους, να μη συντρέχουν εν προκειμένω ούτε κατ’ουσίαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης, και η ενάγουσα να μη δικαιούται αποζημίωσης για την αιτία αυτή, ενόψει και του ότι η όποια αξίωση του δικαιούχου του φορτίου σε βάρος της, ως θαλάσσιου μεταφορέα, έχει υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή από την παράδοση των εμπορευμάτων στη Βενετία, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.6 των εφαρμοστέων στην επίδικη μεταφορά Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ, γ) σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με το ποσό των 3.121,95 ευρώ, το οποίο επιδικάσθηκε στην ενάγουσα ως αποζημίωση για την προκληθείσα ζημία του περιεχομένου του εμπορευματοκιβωτίου της, και στο οποίο έγινε δεκτό ότι ανέρχεται η συνολική αξία των κριθέντων ως ολοσχερώς καταστραφέντων και συσκευασθέντων εντός αυτού 221 χαρτοκιβωτίων εμπορευμάτων (θηκών γυαλιών όρασης), αξίας εκάστου 17,38 δολαρίων Η.Π.Α., όπως αναφερόταν στην αγωγή για τον προσδιορισμό της ζημίας της αυτής,  με την παραδοχή, δηλαδή, ότι κάθε χαρτοκιβώτιο περιείχε εμπορεύματα του αυτού είδους, βάρους, και αξίας, παρά το ότι η ενάγουσα με τις προτάσεις της, και με δήλωση στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, περιόρισε το συγκεκριμένο κονδύλιο στο ποσό των 3.053,08 ευρώ, στο οποίο, κατά τη διαλαμβανόμενα στις προτάσεις της, ανέρχεται η αξία των 5.133 θηκών, διαφόρων κωδικών και αξίας, που, όπως ισχυρίσθηκε. τελικά διαπιστώθηκε από την παραλήπτρια του φορτίου ότι καταστράφηκαν, κατ’απαράδεκτη σε κάθε περίπτωση μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής της και του αιτήματος, που επήλθε με την εν λόγω συμπλήρωση/διόρθωση, εφόσον ανεπίτρεπτα διαφοροποιήθηκε ο τρόπος προσδιορισμού της ποσότητας του καταστραφέντος φορτίου, και συνακόλουθα, υπολογισμού της ζημίας της, καθώς στην αγωγή τα εμπορεύματα, για τα οποία ζητήθηκε αποζημίωση, περιγράφονταν  με βάση τον αριθμό των φερομένων ως καταστραφέντων χαρτοκιβωτίων (1063 χαρτοκιβώτια με θήκες γυαλιών, αξίας εκάστου 17,38 δολαρίων Η.Π.Α.), ενώ με τις προτάσεις της με βάση τον αριθμό των θηκών που ισχυρίσθηκε ότι καταστράφηκαν (5.133 θήκες), διαφορετικού είδους, σύμφωνα με τον κωδικό τους, και αξίας, χωρίς συσχετισμό με αριθμό καταστραφέντων χαρτοκιβωτίων, ή με την αξία εκάστου, όπερ καταδεικνύει ότι σε κάθε χαρτοκιβώτιο είχαν συσκευασθεί διαφορετικές ποσότητες και είδη εμπορευμάτων, ήτοι ομάδες θηκών γυαλιών έκαστη με διαφορετικό κωδικό αριθμό και αξία, και όχι ισόποσης αξίας εμπορεύματα, δ) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί επιδίκασης σε βάρος της και υπέρ της ενάγουσας αποζημίωσης για την καταστροφή του περιεχομένου του εμπορευματοκιβωτίου της, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ενώ θα έπρεπε η έναρξη της τοκοφορίας της οφειλής της θα έπρεπε να ορισθεί από την επομένη της ημερομηνίας καταβολής του ποσού αυτού από την ενάγουσα προς τη δικαιούχο του φορτίου, παραλήπτριά του. Τέλος, ισχυρίζεται ότι εκ παραδρομής στο διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης υποχρεώνεται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.821,95 ευρώ, «καθώς και το ποσό των 3.121,95 ευρώ υπό τον όρο της τελεσιδίκου καταδίκης της ενάγουσας σε καταβολή του ποσού αυτού στην αναφερόμενη στο σκεπτικό της παρούσας δικαιούχο (παραλήπτρια) του φορτίου, αμφότερα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την εξόφληση», δηλαδή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και, όπως σαφώς προκύπτει από την εν λόγω εσφαλμένη διατύπωση του διατακτικού, φέρεται ότι οφείλει να καταβάλει στην αντίδικό της συνολικά το ποσό των 8.943,90 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται το άθροισμα των δύο αυτών ποσών, ενώ στο σκεπτικό της ίδιας απόφασης διαλαμβάνεται ρητά και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 5.821,95 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, εκ των οποίων, όμως, το ποσό των 3.121,95 ευρώ, που αφορά σε αποζημίωση για τη ζημία του φορτίου, υπό τον όρο της τελεσίδικης καταδίκης της ενάγουσας στην καταβολή του ως άνω ποσού στη δικαιούχο (παραλήπτρια) του φορτίου, καθώς και ότι, επίσης εσφαλμένα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε στην ενάγουσα ως αποζημίωση για τη ζημία, που υπέστη το περιεχόμενο του εμπορευματοκιβωτίου της, το ποσό των 3.121,95 ευρώ, ενώ η ίδια η ενάγουσα παραδεκτά περιόρισε τη συγκεκριμένη αξίωσή της με δήλωση του δικηγόρου της κατά τη συζήτηση της αγωγής, που επίσης περιλήφθηκε στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις της, στο ποσό των 3.053,08 ευρώ, δηλαδή επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό του αιτηθέντος. Ζήτησε δε για τους λόγους αυτούς την παραδοχή της έφεσής της και κατ’ουσίαν, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και κρατηθεί και επανακριθεί η υπόθεση, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή. 2) Η από 8.1.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………..) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στην πρωτόδικη δίκη τρίτης προσεπικληθείσας – παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως υπέρ της εναγομένης παρεμβάσας, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, με την επωνυμία «…………», καθώς και 3) η από 7.1.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……………) έφεση των επίσης εν όλω ηττηθεισών στον πρώτο βαθμό πρώτης, δεύτερης και τέταρτης των προσεπικληθεισών – παρεμπιπτόντως εναγομένων – προσθέτως υπέρ της εναγομένης παρεμβασών ανωνύμων ασφαλιστικών εταιριών με την επωνυμία «…………..», «………», και «………….» αντίστοιχα, κατά της ιδίας απόφασης, οι οποίες, διά της άσκησης των προσθέτων υπέρ της εναγομένης παρεμβάσεών τους κατέστησαν διάδικοι και στη δίκη επί της αγωγής, όπως έχει ήδη αναφερθεί, και, επιπροσθέτως, ηττήθηκαν εν όλω και στη δίκη επί της ασκηθείσης παρεμπίπτουσας αγωγής της εναγομένης της κύριας αγωγής σε βάρος τους. Με τις εφέσεις τους αυτές οι ανωτέρω ασφαλιστικές εταιρίες παραπονούνται κατά της πρωτόδικης απόφασης, και δη κατά των κεφαλαίων της που τους βλάπτουν, και αναφέρονται τόσο στην κύρια αγωγή, όσο και στην παρεμπίπτουσα αγωγή, για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στα εν λόγω δικόγραφα (ακριβώς οι ίδιοι και στα δύο) και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται α) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με το κεφάλαιο των τόκων της σε βάρος τους επιδικασθείσας απαίτησης της εναγομένης και παρεμπιπτόντως ενάγουσας, διότι, όπως ισχυρίζονται, εσφαλμένα με την εκκαλουμένη απόφαση υποχρεώθηκαν να της καταβάλουν, έκαστη κατά το ποσοστό συμμετοχής της στη συνασφάλιση, τα ειδικότερα αναφερόμενα σ’αυτήν (την πρωτόδικη απόφαση) ποσά, ουσιαστικά, δηλαδή, το ποσό, που με την ίδια απόφαση η ανωτέρω αντίδικός τους υποχρεώνεται να καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής (κατά κεφάλαιο, μειωμένο κατά το ποσό της συμφωνηθείσας απαλλαγής τους από την καταβολή του ασφαλίσματος, πλέον των αναλογούντων τόκων και δικαστικής δαπάνης), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση προς αυτές της παρεμπίπτουσας αγωγής, αντί του ορθού από την ημερομηνία καταβολής του ποσού αυτού από την εναγόμενη προς την ενάγουσα, β) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη αναφορικά με το κονδύλιο της αποζημίωσης για τη ζημία του φορτίου του εμπορευματοκιβωτίου με τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 69 παρ.1 ε΄του ΚΠολΔ, ενώ θα έπρεπε να την απορρίψει ως αόριστη, διότι στο δικόγραφό της δε γίνεται επίκληση των προϋποθέσεων της ανωτέρω διάταξης, που δικαιολογούν την πρόωρη άσκηση της αγωγής, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο,ούτε η αοριστία αυτή συμπληρώθηκε παραδεκτά μεταγενέστερα, σε κάθε δε περίπτωση σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αφού η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών ουδόλως αποδείχθηκε από την ενάγουσα, ενόψει και του ότι η αξίωση σε βάρος της τελευταίας της παραλήπτριας των εμπορευμάτων για την προκληθείσα ζημία της έχει παραγραφεί, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη αναφερθεί κατά την παράθεση του ακριβώς με το ίδιο περιεχόμενου λόγου, που περιέχεται στην έφεση της εναγομένης, γ) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αφορά τους τόκους της απαίτησης της ενάγουσας για το ποσό της οφειλομένης αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ζημίας των εμπορευμάτων, διότι μη ορθά επιδικάσθηκαν αυτοί σε βάρος της εναγομένης από την επίδοση της αγωγής, ενώ θα έπρεπε να ορισθεί ως χρόνος έναρξης της τοκοφορίας του εν λόγω ποσού αυτός της καταβολής της αποζημίωσης από την ενάγουσα στη δικαιούχο του φορτίου, δ) σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς το κονδύλιο, που αφορά σε αποζημίωση για την προκληθείσα τεκμαρτή απώλεια του εμπορευματοκιβωτίου, διότι με την προσβαλλόμενη απόφαση υποχρεώθηκε η εναγόμενη  να καταβάλει για την αιτία αυτή το ποσό των 2.700 ευρώ, στην ενάγουσα, κριθείσα ως ιδιοκτήτρια του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου, της οποίας όμως η κυριότητα ουδόλως αποδείχθηκε, και, επομένως, η αγωγή, ως προς το ανωτέρω κονδύλιο θα έπρεπε ν’απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, όπως και η εναγόμενη με τη συνεκδικαζόμενη έφεσή της, και οι ανωτέρω εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι, αφενός μεν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επιδίκασε σε βάρος της εναγομένης δύο φορές το ποσό, που αφορά την αξία του καταστραφέντος φορτίου, διότι, ενώ δέχθηκε στο σκεπτικό της ότι η αξία του καταστραφέντος εμπορευματοκιβωτίου ανέρχεται στο ποσό των 2.700 ευρώ και η αξία του καταστραφέντος φορτίου στο ποσό των 3.121,95 ευρώ, δηλαδή ότι η ζημία της ενάγουσας ανέρχεται συνολικά  στο ποσό των 5.821,95 ευρώ, που αποτελεί το άθροισμα των ποσών αυτών, στο διατακτικό της υποχρεώθηκε εσφαλμένα η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό αυτό των 5.821,95 ευρώ, και επιπλέον και το ποσό των 3.121,95 ευρώ, που συνιστά την αποζημίωση για τη ζημία του φορτίου, κατά τα προεκτεθέντα, υπό τον όρο τελεσίδικης καταδίκης της ενάγουσας σε καταβολή του ποσού αυτού στη δικαιούχο (παραλήπτρια) του φορτίου, αφετέρου δε δέχθηκε ότι η αξία του καταστραφέντος φορτίου (των 221 χαρτοκιβωτίων με θήκες γυαλιών όρασης) ανέρχεται στο ποσό των 3.121,95 ευρώ, ενώ η ενάγουσα είχε παραδεκτά περιορίσει το αντίστοιχο αγωγικό κονδύλιο στο ποσό των 3.053,08 ευρώ, επιδικάζοντας πλέον του αιτηθέντος. Ζήτησαν δε για τους λόγους αυτούς την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και διερευνηθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η κύρια αγωγή, και, κατ’επέκταση, η σε βάρος τους ασκηθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή της εναγομένης.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 69 § 1 εδαφ. ε΄του ΚΠολΔ, που εισάγεται απόκλιση από το γενικό κανόνα του άρθρου 68 του ίδιου Κώδικα, επιτρέπεται να ζητηθεί δικαστική προστασία και αν το δικαίωμα εξαρτάται από την πλήρωση αίρεσης ή την επέλευση γεγονότος, ενώ κατά την παράγραφο 2 εδαφ. γ΄του ίδιου άρθρου, στην περίπτωση αυτή, ο εναγόμενος καταδικάζεται στην παροχή, μόλις πληρωθεί η αίρεση ή επέλθει το γεγονός και αυτό διαπιστωθεί με τον τρόπο που ορίζει η απόφαση. Απ’αυτό παρέπεται ότι για την άσκηση πρόωρης καταψηφιστικής, αναγνωριστικής ή διαπλαστικής αγωγής και προς αποτροπή επιβράδυνσης του δικαστικού αγώνα, την επιτάχυνση δημιουργίας εκτελεστού τίτλου και την ικανοποίηση του δικαιούχου, αρκεί απλώς έμμεσο συμφέρον. Η πιο πάνω διάταξη καλύπτει μόνο την έλλειψη του απαιτητού του δικαιώματος και όχι την έλλειψη των όρων της γέννησής  του, οι οποίοι πρέπει να συντρέχουν οπωσδήποτε κατά το χρόνο εκδίκασης της αίτησης παροχής  έννομης προστασίας, μη αρκούσης της ύπαρξης απλής πιθανότητας κτήσης του δικαιώματος στο μέλλον (ΕφΑθ 4980/1995 Αρμ 1995.1289). Κατ’εξαίρεση, δηλαδή, η διάταξη του άρθρου 69 του ΚΠολΔ παρέχει τη δυνατότητα να παρασχεθεί η έννομη προστασία και όταν το δικαίωμα δεν είναι απαιτητό. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 69 §§ 1 εδαφ.ε΄και 2 του ΚΠολΔ επιτρέπεται να ζητηθεί δικαστική προστασία και «αν το δικαίωμα εξαρτάται από την πλήρωση αίρεσης ή της επέλευσης γεγονότος και στην περίπτωση του … εδαφ. ε΄ ο εναγόμενος καταδικάζεται στην παροχή μόλις πληρωθεί η αίρεση». Όμως, απαραίτητη προϋπόθεση εν προκειμένω είναι ο γενεσιουργός λόγος του δικαιώματος να έχει ήδη υπάρξει και απλώς αναβάλλεται η ενεργοποίησή του (ΑΠ 829/1980 ΝοΒ 29. 83, ΕφΑθ 6229/1979 Αρμ.ΑΔ.125, Εφθ 648/1997 ΝοΒ 26.58, ΕφΘεσ 769/1975 Αρμ. Λ.68). Για το παραδεκτό αυτής της αγωγής, αρκεί να αναφέρονται στο δικόγραφο οι δικαιολογούντες την πρόωρη έγερσή της όροι του νόμου, που θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον του ενάγοντος (ΕφΑθ 4845/2012 ΕλλΔνη 2013.1049, ΕφΑθ 2654/2010 ΕλλΔνη 2011.828, ΕφΑθ 2192/2010 ΕΔΙΚΠΟΛ 2010.337, ΕφΑθ 7020/2006 ΕΔΙΚΠΟΛ 2008.86). Ακόμη και αν ο ενάγων υποβάλει αίτημα για άμεση καταδίκη, ενώ συγχωρείται να ζητήσει την παροχή μόνο από την επέλευση ορισμένης προθεσμίας ή γεγονότος, είναι παραδεκτή η άσκηση της αγωγής, το δικαστήριο όμως επιτρέπεται να διατάξει την καταψήφιση όχι  αμέσως, αλλ’άμα επέλθει το χρονικό σημείο, ή το γεγονός (ΑΠ 1377/2004 ΕλλΔνη 2005.1470, ΑΠ 436/1995 ΕλλΔνη 1996.344). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 822 του ΑΚ, σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάει με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο, όταν του ζητηθεί. Το καθήκον φύλαξης, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθ. 822 επ. του ΑΚ, για την εγκυρότητα της σύμβασης παρακαταθήκης, δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του διδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος (ΑΠ 173/2010 ΕλλΔνη 2011.1417). Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αγωγή αναφορικά με το κονδύλιο της αποζημίωσης για τη ζημία, που υπέστη το φορτίο (σκληρές θήκες γυαλιών), το οποίο, κατά τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο αυτής, είχε συσκευασθεί εντός του εμπορευματοκιβωτίου της θαλάσσιας μεταφορέως ενάγουσας, ενώ αυτό τελούσε υπό καθεστώς διαμετακόμισης στις εγκαταστάσεις του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων του λιμένος Πειραιώς, που διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται η εναγόμενη – ανώνυμη εταιρία, προκειμένου στη συνέχεια να μεταφορτωθεί σε άλλο πλοίο και να παραδοθεί στον τελικό του προορισμό στη Βενετία στην αγοράστρια των εμπορευμάτων και παραλήπτρια αυτών εταιρία οπτικών με την επωνυμία «………….», από υπαιτιότητα προστηθέντος της εναγομένης προσώπου, χειριστή γερανογέφυρας, ζημία, την οποία η ενάγουσα, ως μεταφορέας, υποχρεούται να αποκαταστήσει, είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία, που δικαιολογούν την πρόωρη έγερσή της, και θεμελιώνουν το έμμεσο έννομο συμφέρον της ενάγουσας να διεκδικήσει το ποσό αυτό, το οποίο, μάλιστα, παραδεκτά περιόρισε με τις προτάσεις της και με δήλωση της πληρεξουσίας της δικηγόρου στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, σε 3.053,08 ευρώ, και στο οποίο ανέρχεται η αξία των βλαβέντων εμπορευμάτων, διά της σαφούς επίκλησης της εφαρμογής των όρων της διάταξης του άρθρου 69 παρ.1 εδαφ.ε΄ του ΚΠολΔ, παρότι, δηλαδή, όπως εκτίθεται στο δικόγραφο, δεν είναι η κυρία του φερομένου ως καταστραφέντος φορτίου, και η ζημία της δεν έχει εισέτι επέλθει, εφόσον δεν έχει ακόμη αποδώσει το ποσό αυτό στη δικαιούχο του φορτίου, την οποία υποχρεούται να αποζημιώσει ως μεταφορέας, με αποτέλεσμα το απαιτητό της αξίωσής της αυτής, για την οποία ζητείται δικαστική προστασία, να εξαρτάται από την επέλευση γεγονότος, και δη από την καταβολή του αιτουμένου ποσού από την ίδια στην παραλήπτρια. Ειδικότερα μνημονεύεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι η ενάγουσα, ως μεταφορέας, αντιμετωπίζει αξιώσεις αποζημίωσης, εγερθείσες από την αγοράστρια και παραλήπτρια των εμπορευμάτων για τη ζημία, που υπέστη λόγω της βλάβης τους, ισόποση της αξίας τους, χωρίς να απαιτείται για το ορισμένο και την πληρότητα του δικογράφου αναφορικά με τη συνδρομή των όρων της διάταξης αυτής η παράθεση επιπλέον στοιχείων, και συγκεκριμένα ότι έχει ήδη ασκηθεί σε βάρος της ενάγουσας σχετική αγωγή από τη δικαιούχο του φορτίου για την καταβολή του ποσού της ζημίας της, καθώς σε κάθε περίπτωση η αξίωση της τελευταίας μπορεί να ικανοποιηθεί και εξωδικαστικά, με την επισήμανση ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής η ανωτέρω αξίωση της ενάγουσας είχε ήδη γεννηθεί, καθώς είχαν συντελεσθεί ο γενεσιουργός λόγος και τα δικαιοπαραγωγικά αυτής περιστατικά (καταστροφή μέρους του φορτίου, ζημία της παραλήπτριας αυτού από την παράβαση της συμβατικής υποχρέωσης της εναγομένης ως εκ του νόμου θεματοφύλακα των εμπορευμάτων, αλλά και ως προστήσασα το παρανόμως ενεργήσαν προστηθέν φυσικό πρόσωπο, ζημία που γεννά υποχρέωση της ενάγουσας προς αποζημίωση της παραλήπτριας των εμπορευμάτων από τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, η οποία έχει ήδη εγείρει αξιώσεις σε βάρος της), όπως απαιτείται για την παραδεκτή επίκληση της διάταξης του άρθρου 69 παρ.1 εδαφ.ε΄ του ΚΠολΔ, πλην όμως δεν είχε ακόμη καταστεί απαιτητή, αφού η ενάγουσα δεν έχει αποζημιώσει την παραλήπτρια, διότι, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, η εν λόγω διάταξη καλύπτει μόνον την έλλειψη του απαιτητού του δικαιώματος, και όχι την έλλειψη των όρων της γέννησής  του, οι οποίοι πρέπει να συντρέχουν οπωσδήποτε κατά το χρόνο εκδίκασης της αίτησης παροχής έννομης προστασίας, όπως συμβαίνει και εν προκειμένω. Σημειωτέον δε ότι στην κρινόμενη περίπτωση, και ανεξαρτήτως των όσων προεκτέθηκαν, η ενάγουσα, ως παρακαταθέτης του εμπορευματοκιβωτίου μετά του περιεχομένου του, έχει ίδια αξίωση αποζημίωσης για την καταστροφή του φορτίου σε βάρος της εναγομένης, η οποία, ούσα εκ του νόμου θεματοφύλακας των εμπορευμάτων και ειδών, που παραλαμβάνει για φύλαξη στις αποθήκες και ανοικτούς χώρους του λιμένος του Πειραιώς, που διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, ευθύνεται από την παραλαβή τους για κάθε είδους φθορά ή απώλειά τους, κατ’άρθρο 823 του ΑΚ, λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης της υποχρέωσής της από τη σύμβαση παρακαταθήκης, η οποία είναι έγκυρη ακόμη και εάν ο παρακαταθέτης δεν είναι κύριος του παραδιδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, και συμβαίνει εν προκειμένω. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης έκρινε την αγωγή ορισμένη ως προς το κονδύλιο αυτό, και απέρριψε τις περί αοριστίας της προβληθείσες αιτιάσεις της εναγομένης, καθώς δέχθηκε ότι στο δικόγραφο αυτής περιέχονται όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για την επίκληση της εφαρμογής των όρων της διάταξης του άρθρου 69 παρ.1 ε΄του ΚΠολΔ περί πρόωρης (προληπτικής) παροχής έννομης προστασίας αναφορικά με τη συγκεκριμένη αξίωση, και τη θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης και του έννομου συμφέροντος της ενάγουσας να τη διεκδικήσει, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, με αποτέλεσμα όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τις εκκαλούσες με τις κρινόμενες εφέσεις τους να τυγχάνουν αβάσιμα και ως εκ τούτου απορριπτέα.

Ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς κατά το άρθρο 1 του α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951, συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με το ν. 1220/1981, ήταν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου αποκλειστικώς αρμόδιο για την διοίκηση του λιμένος Πειραιώς. Στο άρθρο 4 παρ. 1 του ιδίου νόμου οριζόταν ότι στην έννοια της διοίκησης του Λιμένος Πειραιώς περιλαμβάνονται τα έργα, η ασφάλεια των εμπορευμάτων και εγκαταστάσεων που βρίσκονται στην περιοχή του κατά κλοπής ή φθοράς, καθώς και των εμπορευμάτων, ως θεματοφύλακας αυτών, η γενική εκμετάλλευση του λιμένος, η δι’αυτού εξυπηρέτηση των συγκοινωνιών και εν γένει η λειτουργία αυτού, η εφαρμογή των σχετικών νόμων και η έκδοση και εφαρμογή των αναγκαίων κανονισμών επί των ανωτέρω θεμάτων, καθώς και κάθε συναφής προς αυτά ενέργεια. Ενδεικτικά στην αρμοδιότητα του οργανισμού περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, και όλες οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης και μεταφοράς στην περιοχή του Λιμένα, οι οποίες και εκτελούνται απευθείας από τον Οργανισμό με το δικό του προσωπικό (παρ. 9) (Α.Π.8/2000, ΝοΒ 48, 1243). Ηδη με το ν. 2688/25.2/1.3.1999 ΦΕΚ Α΄ 40 το πιο πάνω νομικό πρόσωπο μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, η οποία λειτουργεί πλέον κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, ενώ διέπεται από τις διατάξεις του πιο πάνω νόμου και του ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996 καθώς και του α. ν. 1559/1950. Κατά το άρθρο 3 δε του ν. 2688/1999 σκοπός της εταιρίας είναι η διοίκηση και εκμετάλλευση του Λιμένος Πειραιώς ή και άλλων λιμένων και ιδίως η παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού των πλοίων και διακίνησης φορτίων και επιβατών από και προς τον Λιμένα (α), η εγκατάσταση, οργάνωση και εκμετάλλευση κάθε είδους λιμενικής υποδομής (β) η ανάληψη κάθε δραστηριότητας που έχει σχέση με το λιμενικό έργο, καθώς και κάθε άλλης εμπορικής, βιομηχανικής, πετρελαϊκής και επιχειρηματικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων ιδίως της τουριστικής, της πολιτιστικής, της αλιευτικής και του σχεδιασμού και οργάνωσης λιμενικών εξυπηρετήσεων (γ). Τέλος κατά το εδάφιο δ΄του ίδιου άρθρου στο σκοπό της εταιρίας περιλαμβάνεται και κάθε άλλη αρμοδιότητα που είχε ανατεθεί στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΕφΠειρ 293/2003 ΕΝΑΥΤΔ 2003.191). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων και εκείνων του άρθρου 1 του Κανονισμού Λιμένος Πειραώς, που εκδόθηκε νόμιμα κατά την από το άρθρο 21 του ΑΝ 1559/1950 νομοθετική εξουσιοδότηση και εγκρίθηκε με τη Γ/36225/5.9.1955 απόφαση των Υπουργών Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ Β` 176)και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου και αρθρ. 34 του Κανονισμού Λειτουργίας της ελεύθερης ζώνης Πειραιά και τις διατάξεις του νομίμως εκδοθέντος ειδικού Κανονισμού παραλαβής και παραδόσεως εμπορευμάτων, που εγκρίθηκε με την Υ.Α. 46053/1985 (ΦΕΚ Β΄ 161/28.3.85), και του Κανονισμού Διαδικασίας Αποζημιώσεως από τον ΟΛΠ των απολλυμένων ή βλαπτομένων εμπορευμάτων, συνάγεται ότι ο ΟΛΠ, είναι απευθείας από το νόμο θεματοφύλακας των εμπορευμάτων και ειδών, τα οποία παραλαμβάνει για φύλαξη στις αποθήκες και ανοικτούς χώρους του λιμένα Πειραιά και από την παραλαβή τους ευθύνεται για κάθε είδους φθορά ή απώλειά τους σε αποζημίωση του δικαιούχου αυτών, κατ’άρθρο 823 του ΑΚ. Έτσι ο ΟΛΠ υπέχει, από την επιβληθείσα σ’αυτόν από το νόμο υποχρέωση προς φύλαξη των εμπορευμάτων, απέναντι στο δικαιούχο υποχρέωση για αποζημίωση για κάθε ζημία ή απώλεια που προξενήθηκε στα εμπορεύματα αυτά από πταίσμα των οργάνων του ή των απ’αυτόν προστηθέντων προσώπων, κατά τον από της παραλαβής μέχρι της παράδοσης αυτών χρόνο, τόσο από την ως άνω σύμβαση παρακαταθήκης, όσο και κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις. Και για μεν τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του ΟΛΠ απαιτείται η επίκληση και απόδειξη από τον ενάγοντα πταίσματος των οργάνων του ΟΛΠ ή των απ` αυτόν προστηθέντων προσώπων, για τη θεμελίωση όμως ευθύνης αυτού από τη σύμβαση παρακαταθήκης, αρκεί η επίκληση και απόδειξη από τον ενάγοντα της σύμβασης παρακαταθήκης, της φθοράς, καταστροφής ή και απώλειας των εμπορευμάτων και της έκτασης της ζημίας τους όχι δε και ότι αυτή προήλθε από συγκεκριμένη υπαίτια πράξη ή παράλειψη των οργάνων του ΟΛΠ ή των απ’αυτόν προστηθέντων προσώπων, αφού το πταίσμα αυτό τεκμαίρεται (ΕφΠειρ 52/2005 ΕΝΑΥΤΔ 2005.458). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ.1, 224, 335, και 338 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος, υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ.1α του ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Επίσης, κατά πάγια νομολογία, βάσει των άρθρων 224 κα1 236 του ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις να θεραπεύσει την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, αλλά όχι και την νομική αοριστία αυτής, η οποία υπάρχει όταν δεν περιέχεται στην αγωγή το βασικό περιστατικό που απαιτείται για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της αγωγικής υποχρέωσης ή έννομης σχέσης. Εξάλλου, η απαγόρευση, κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας, ή τα οποία μπορούν μόνο αυτά να θεμελιώσουν νέα αγωγή (ΑΠ 1087/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα κατά την διάταξη του άρθρου 106 του ΚΠολΔ το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Κατά δε την διάταξη του άρθρου 224 του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3994/2011, “είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Με τις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μην μεταβάλλεται η βάση της αγωγής”. Μεταβολή της βάσης της αγωγής, που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 του ΚΠολΔ αρχής της τήρησης προδικασίας, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη, ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 962/2012, ΑΠ 389/2010, 391/2010, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 346 του ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του ν. 4055/2012, και εφαρμόζεται εν προκειμένω λόγω του χρόνου άσκησης της αγωγής (20.9.2010), ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αν η αγωγή επιδοθεί πριν καταστεί η οφειλή ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, οφείλονται τόκοι από τη στιγμή που η οφειλή καθίσταται απαιτητή. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 69 παρ.1 εδαφ. δ΄ και ε΄, επιτρέπεται να ζητηθεί δικαστική προστασία και αν η γένεση ή η άσκηση του δικαιώματος εξαρτάται από την έκδοση της απόφασης (εδαφ. δ΄) και αν το δικαίωμα εξαρτάται από την πλήρωση αίρεσης ή την επέλευση γεγονότος (εδαφ.ε΄), ενώ κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου “στην περίπτωση του εδαφ. ε΄ (ο εναγόμενος) καταδικάζεται στην παροχή, μόλις πληρωθεί η αίρεση ή επέλθει το γεγονός και αυτό διαπιστωθεί με τον τρόπο που ορίζει η απόφαση”. Έτσι στην περίπτωση της ένωσης παρεμπίπτουσας αγωγής στην προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή, εφόσον αυτή εξαρτάται από την ήττα του προσεπικαλούντος στην κύρια δίκη, η καταδίκη του παρεμπιπτόντως εναχθέντος γίνεται υπό τον όρο της προηγούμενης καταβολής του ποσού της αποζημίωσης στον ενάγοντα της κύριας αγωγής, από το χρονικό σημείο της οποίας καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή η απαίτηση του παρεμπιπτόντως ενάγοντος και αρχίζει η τοκοφορία αυτής (ΑΠ 958/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

To παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας ………,  της εναγομένης ………. και των προσεπικληθεισών – παρεμπιπτόντως εναγομένων …………….., που δόθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, και περιέχονται, κατόπιν απομαγνητοφώνησής τους, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την εκτίμηση του  ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η εναγομένη εταιρία είναι κατά τον ιδρυτικό της νόμο ………. ανώνυμη εταιρία (ΟΛΠ ΑΕ) κοινής ωφελείας του ευρύτερου δημοσίου τομέα, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας μετά την μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρία με τον ανωτέρω νόμο,  και διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 2190/1920 “περί Ανωνύμων Εταιρειών” και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951, και τροποποιήθηκε από το ν. 1220/1981. Στο σκοπό της εναγομένης ανήκει, όπως έχει αναφερθεί στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, κατά τον ιδρυτικό της νόμο και το καταστατικό της η διοίκηση και η εκμετάλλευση του λιμένος Πειραιώς, συμπεριλαμβανομένης της Ελεύθερης Ζώνης Πειραιώς. Στα πλαίσια του σκοπού αυτού η εναγόμενη έχει εκ του νόμου το αποκλειστικό δικαίωμα της, έναντι αμοιβής, αποθήκευσης και φύλαξης των αφικνουμένων με πλοία εμπορευμάτων και εμπορευματοκιβωτίων στις υπαίθριες ή στεγασμένες αποθήκες της, μέχρι την παραλαβή τους από τους παραλήπτες τους, ή τη μεταφόρτωσή τους προς μεταφορά στον τελικό τους προορισμό, ως θεματοφύλακας αυτών, καθώς και της διενέργειας, με δικό της προσωπικό, και με δικά της οχήματα και μηχανήματα, όλων των αναγκαίων εργασιών φορτοεκφόρτωσης των εμπορευμάτων από τα καταπλέοντα πλοία στην περιοχή του ανωτέρω λιμένος, που διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται. Η ενάγουσα είναι ναυτιλιακή εταιρία, που ασχολείται κατ’επάγγελμα με την θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων μέσα σε εμπορευματοκιβώτια ή εμπορευματοδοχεία, ιδιοκτησίας ή εκμετάλλευσής της, μεταξύ διαφόρων λιμένων με πλοία, πλοιοκτησίας ή εκμετάλλευσής της. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς της αυτής συνήψε σύμβαση παρακαταθήκης με την εναγόμενη, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση, έναντι αμοιβής, να αποθηκεύει και να φυλάσσει τα διάφορα έμφορτα εμπορευματοκιβώτια, που αφικνούντο στο λιμένα του Πειραιώς (περιοχή Νέου Ικονίου) με τα πλοία της (της ενάγουσας), μέχρι τη μεταφόρτωσή τους σε άλλα πλοία προς περαιτέρω διακίνηση στους τελικούς τους προορισμούς, τελώντας στο μεσοδιάστημα υπό καθεστώς διαμετακόμισης (διέλευση transit).  Στις 19.6.2010 κατέπλευσε στην περιοχή του λιμένος Πειραιώς, και συγκεκριμένα στην προβλήτα του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων (Σ.ΕΜΠΟ.) του εμπορικού λιμένος Πειραιώς, που βρίσκεται στην περιοχή του Νέου Ικονίου Περάματος, το υπό την εκμετάλλευση της ενάγουσας πλοίο με την ονομασία «Μ…»,  προερχόμενο από τον λιμένα  της Σαγκάη (Shanghai) της Κίνας, έμφορτο εμπορευμάτων μέσα σε εμπορευματοκιβώτια, που είχαν διάφορους τελικούς προορισμούς. Μεταξύ των εμπορευματοκιβωτίων, που προσηκόντως και επιμελώς εκφορτώθηκαν από το ανωτέρω πλοίο, με γερανογέφυρες της εναγομένης, τις οποίες χειριζόταν δικό της προσωπικό, περιλαμβάνεται και το υπό στοιχεία MSCU 579514 – 3 εμπορευματοκιβώτιο, σαράντα (40) ποδών, κατασκευασθέν το μήνα Ιούλιο του έτους 2007, το οποίο περιείχε 1.936 χαρτοκιβώτια με σκληρές θήκες γυαλιών όρασης, στοιβαγμένα σε 22 παλέτες, τοποθετημένες σε σειρές και καλυμμένες με διάφανο πλαστικό φιλμ, έκαστο εξ αυτών ασφαλισμένο με δύο πλαστικές κολλητικές ταινίες, συνολικού μικτού βάρους 7.040 κιλών και συνολικής αξίας, κατά το εκδοθέν τιμολόγιο της πωλήτριας εταιρίας με την επωνυμία «…………», 33.642,40 δολαρίων Η.Π.Α., και παρέμενε έκτοτε στην ανοικτή αποθηκευτική ζώνη του Τελωνείου του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων του λιμένος Πειραιώς στο Ικόνιο Περάματος, όπου η εναγόμενη, που διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται το χώρο του λιμένος, υποχρεούται σε αποθήκευση και φύλαξη αυτού, ως εκ του νόμου θεματοφύλακας, κατά τα προεκτεθέντα, αλλά και δυνάμει της μεταξύ τους συμφωνίας, υπό καθεστώς διαμετακόμισης (διέλευση transit), προκειμένου στη συνέχεια να μεταφορτωθεί, επίσης από το προσωπικό και με τον εξοπλισμό της εναγομένης, σε άλλο πλοίο, εκμετάλλευσης της ενάγουσας, για να μεταφερθεί στον τελικό προορισμό του, και δη το λιμένα της Βενετίας στην Ιταλία, προς παράδοση στην εταιρία με την επωνυμία «………….», που ενεργούσε ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, και, ακολούθως από την τελευταία στην τελική παραλήπτρια και αγοράστρια των εμπορευμάτων κατασκευάστρια οπτικών εταιρία με την επωνυμία «……..», όπως προκύπτει από το υπό στοιχεία 10SAPQTF127/18.5.2010 τιμολόγιο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το ανωτέρω τιμολόγιο, που  αφορά τα πωληθέντα εμπορεύματα, εκ των 1.936 χαρτοκιβωτίων, τα οποία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είχαν συσκευασθεί εντός του εν λόγω εμπορευματοκιβωτίου και τοποθετηθεί επί παλετών, 1.056 χαρτοκιβώτια περιείχαν μεγάλες σκληρές θήκες γυαλιών όρασης με πανάκι καθαρισμού και με κωδικούς 800796  και 800818,  440 χαρτοκιβώτια σκληρές θήκες γυαλιών με κωδικό 800818, 352 χαρτοκιβώτια σκληρές θήκες γυαλιών με κωδικό 800069, και 88 χαρτοκιβώτια μεγάλες σκληρές θήκες γυαλιών με πανάκι καθαρισμού και μαλακό πουγκί με κωδικό 800069, και συνολικά τα χαρτοκιβώτια περιείχαν 71.280 τεμάχια σκληρών θηκών γυαλιών όρασης, καθαρού βάρους 5.104 κιλών. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις  21.6.2010, από πταίσμα (αμέλεια) του υπαλλήλου της εναγομένης ………….., χειριστή της υπό στοιχεία RMG-1 γερανογέφυρας, η οποία, λόγω εσφαλμένων χειρισμών της από το ανωτέρω πρόσωπο κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης φορτοεκφορτωτικών εργασιών στον ανοικτό αποθηκευτικό χώρο του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων του λιμένος Πειραιώς στο Ικόνιο Περάματος, προσέκρουσε στο προαναφερθέν υπό στοιχεία MSCU 579514 – 3 εμπορευματοκιβώτιο, το οποίο, ενώ τελούσε υπό καθεστώς διαμετακόμισης εντός των εγκαταστάσεων της εναγομένης, που υποχρεούτο σε ασφαλή αποθήκευση και φύλαξή του, ως θεματοφύλακάς του απευθείας από το νόμο, αλλά και δυνάμει της συμφωνίας της με την ενάγουσα – μεταφορέα του, είχε προσωρινά εναποτεθεί στο χώρο αυτό επί άλλων πέντε εμπορευματοκιβωτίων σε σχηματισθείσα στοίβα, έκτο στη σειρά, εν αναμονή της μεταφόρτωσής του σε πλοίο για τη μεταφορά του στον τελικό του προορισμό, με αποτέλεσμα αυτό να επιπέσει ακολούθως σε άλλο εμπορευματοκιβώτιο, υπό στοιχεία 647400-9, παρακείμενης στοίβας εμπορευματοκιβωτίων, και στη συνέχεια αμφότερα να καταπέσουν στο έδαφος από μεγάλο ύψος, το εξ αυτών υπό στοιχεία MSCU 579514 – 3 εμπορευματοκιβώτιο αφού προηγουμένως ανατράπηκε, προκλήθηκαν στο τελευταίο, αλλά και σε μέρος των εμπορευμάτων, που περιείχε, σοβαρές ζημίες. Οι εν λόγω ζημίες οφείλονται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του υπαλλήλου της εναγομένης και προστηθέντος απ’αυτήν στο χειρισμό της συγκεκριμένης γερανογέφυρας, όπως, άλλωστε, συνομολογήθηκε από την ανωτέρω διάδικο (άρθρο 352 του ΚΠολΔ), με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και όπως επίσης έγινε δεκτό και με την απόφαση αυτή, χωρίς η συγκεκριμένη παραδοχή του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται από τις εκκαλούσες με τις κρινόμενες εφέσεις τους, με αποτέλεσμα να αποτελεί κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο δεν έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, και ως προς το οποίο, επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, έχει καταστεί τελεσίδικη. Κατ’ακολουθίαν τούτων, η εναγόμενη υποχρεούται σε αποκατάσταση της ζημίας, που προκλήθηκε στο συγκεκριμένο εμπορευματοκιβώτιο, και στα εμπορεύματα, που είχαν συσκευασθεί εντός αυτού, από το πταίσμα (αμέλεια) του ανωτέρω υπαλλήλου της, λόγω παράβασης, και δη πλημμελούς εκπλήρωσης, της συμβατικής της υποχρέωσης, να το φυλάσσει προσηκόντως και με ασφάλεια στις εγκαταστάσεις της, ώστε να διατηρείται αβλαβές και ακέραιο, ως θεματοφύλακας αυτού, μέχρι να μεταφορτωθεί σε άλλο πλοίο για τη μεταφορά του στον τελικό του προορισμό (τη Βενετία της Ιταλίας), ευθυνόμενη παράλληλα σε αποζημίωση του δικαιούχου και κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, διότι η προαναφερθείσα υπαίτια και ζημιογόνος συμπεριφορά του προστηθέντος απ’αυτήν προσώπου τυγχάνει, πέραν και ανεξαρτήτως της παράβασης της σύμβασης παρακαταθήκης, και παράνομη ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 του ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαίτια, και, επομένως, είναι δυνατόν, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να στηρίξει και αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία, συντρεχούσης εν προκειμένω περίπτωσης συρροής ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης της. Αποδείχθηκε επίσης ότι το ανωτέρω εμπορευτοκιβώτιο εκ της πτώσης του στο έδαφος από μεγάλο ύψος, όπου προσγειώθηκε ανάποδα, δηλαδή με την  οροφή του προς τα κάτω, υπέστη εκτεταμένες στρεβλώσεις και παραμορφώσεις, με αποτέλεσμα να θεωρείται ολοσχερώς καταστραφέν και ως τεκμαρτή ολική κατασκευαστική απώλεια, λόγω της αδυναμίας επισκευής του, όπως επίσης έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται με λόγο έφεσης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η αξία του εμπορευματοκιβωτίου αυτού ανερχόταν κατά τον επίδικο χρόνο στο ποσό των 2.700 ευρώ, και των υπολειμμάτων του, που διασώθηκαν, στο ποσό των 300 ευρώ, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία  επίσης δεν προσβάλλεται ως προς αυτό από τις εκκαλούσες. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να αποζημιώσει την ενάγουσα για τη ζημία που υπέστη από την ολική καταστροφή του εν λόγω εμπορευματοκιβωτίου, προσδιορίζοντας το ύψος της ζημίας της αυτής στο ποσό των 2.700 ευρώ, στο οποίο έκρινε ότι ανέρχεται η αξία του, κατόπιν αφαίρεσης της αξίας των υπολειμμάτων του, κατά παραδοχήν ως βάσιμης και κατ’ουσίαν προβληθείσης σχετικής ένστασης της εναγομένης και των προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβασών – προσεπικληθεισών ασφαλιστικών εταιριών, χωρίς να εκφέρει κρίση περί του εάν η ενάγουσα είναι κυρία του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου, ή όχι. Σημειωτέον ότι οι εκκαλούσες, που και στον πρώτο βαθμό αρνήθηκαν την κυριότητα της ενάγουσας επί του εμπορευματοκιβωτίου αυτού, ισχυρίζονται με τις κρινόμενες εφέσεις τους, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μη ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις, έκρινε ότι η ενάγουσα τυγχάνει κυρία του εν λόγω εμπορευματοκιβωτίου, απορρίπτοντας σιγή τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς τους, και ότι, επομένως, υπό την ιδιότητά της αυτή, δικαιούται αποζημίωσης για την προκληθείσα τεκμαρτή ολική απώλειά του, αφού ουδέν έγγραφο περί της εκ μέρους της αγοράς του προσκομίσθηκε, ή άλλο έγγραφο περί της επ’αυτού ιδιοκτησίας της, ή, έστω περί του δικαιώματος χρήσης και εκμετάλλευσής του δυνάμει κάποιας έννομης σχέσης με τον ιδιοκτήτη του, εκκινώντας από την εσφαλμένη παραδοχή ότι στην εκκαλουμένη απόφαση πράγματι περιλήφθηκε τέτοια κρίση, όπερ ουδόλως ισχύει εν προκειμένω. Επί του λόγου αυτού των κρινόμενων εφέσεων πρέπει να λεχθεί ότι, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ενάγουσα δεν έχει αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας επί του συγκεκριμένου εμπορευματοκιβωτίου, ή έστω νομής ή  κατοχής του, δυνάμει έννομης σχέσης με τον κύριο αυτού, που να της παρέχει το δικαίωμα να το εκμεταλλεύεται, όπως ισχυρίσθηκαν οι εκκαλούσες, η παραδοχή αυτή ουδόλως συνεπάγεται ότι η εναγόμενη δεν υποχρεούται να της καταβάλει αποζημίωση για τη ζημία, που υπέστη το εν λόγω εμπορευματοκιβώτιο από την προαναφερθείσα αμελή συμπεριφορά του υπαλλήλου της (της εναγομένης), και, συνακόλουθα την απόρριψη της αγωγής ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, διότι η ενάγουσα σε κάθε περίπτωση, δηλαδή είτε είναι κυρία αυτού, είτε όχι, είτε είναι νομέας ή κάτοχος αυτού δυνάμει κάποιας έννομης σχέσης με τον κύριο, που της παρέχει το δικαίωμα να το εκμεταλλεύεται, δικαιούται τέτοιας αποζημίωσης οπωσδήποτε υπό την ιδιότητα της παρακαταθέτριας του εμπορευματοκιβωτίου στο χώρο του λιμένος Πειραιώς, που η εναγόμενη διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται, ούσα απευθείας εκ του νόμου θεματοφύλακας των εμπορευμάτων και ειδών, που της παραδίδονται προς αποθήκευση και φύλαξη εκεί, και έχοντας το αποκλειστικό δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση φύλαξής τους, δηλαδή η αξίωση αυτή της ενάγουσας στηρίζεται και στη σύμβαση παρακαταθήκης, για την εγκυρότητα της οποίας δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του διδόμενου προς παρακαταθήκη πράγματος, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης (που προηγήθηκε της έρευνας της βασιμότητας του λόγου των εφέσεων περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σχετικά με την κρίση του επί του ορισμένου της αγωγής ως προς την μνεία σ’αυτήν των όρων εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 69 παρ.1 ε΄του ΚΠολΔ, αναφορικά με το κονδύλιο της ζημίας του φορτίου), και την οποία (σύμβαση) επίσης επικαλέσθηκε η ενάγουσα στην αγωγή της, αλλά και την ιδιότητα της εναγομένης ως απευθείας εκ του νόμου θεματοφύλακα του εμπορευματοκιβωτίου, για να στηρίξει την αξίωσή της για την καταβολή του συγκεκριμένου κονδυλίου, πέραν της αναφοράς και των περί αδικοπραξιών διατάξεων, με βάση τις οποίες, όμως, μόνον ο κύριος του ολικά καταστραφέντος πράγματος μπορεί να απαιτήσει αποζημίωση, συνιστάμενη στην αξία του, χωρίς το γεγονός της παράδοσης από την ενάγουσα/θαλάσσια μεταφορέα του εμπορευματοκιβωτίου αυτού μετά του φορτίου του προς φύλαξη στις εγκαταστάσεις της εναγομένης, και κατ’επέκταση η ιδιότητα αυτής ως παρακαταθέτριάς του, να αμφισβητείται ειδικά από την τελευταία ή τις προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβάσες, λαμβανομένου υπόψη και του ότι ο ίδιος ο μάρτυρας της εναγομένης ……………. κατέθεσε ότι η ενάγουσα είναι αυτή, που δικαιούται σε παραλαβή του (βλ. σχετ. σελ. 34 των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης). Ενόψει τούτων, η έλλειψη κυριότητας της ενάγουσας επί του ολικά καταστραφέντος από πταίσμα του υπαλλήλου της εναγομένης εμπορευματοκιβωτίου, θεματοφύλακα αυτού, ακόμη και εάν υποτεθεί αληθής, ουδόλως αναιρεί την υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει αποζημίωση για την πρόκληση της συγκεκριμένης ζημίας της, υπό την ιδιότητα της παρακαταθέτριας του πράγματος, είτε είναι κυρία αυτού, είτε όχι, με αποτέλεσμα ο περί τούτου ισχυρισμός των εκκαλουσών ουδεμία έννομη επιρροή να ασκεί εν προκειμένω, και η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου επί του εν λόγω θέματος, που αφορά στο πρόσωπο του κυρίου του εμπορευματοκιβωτίου, να παρέλκει. Πρέπει, επομένως, ως προς το κονδύλιο αυτό, να γίνει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.700 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αν και χωρίς να δεχθεί ρητά ότι η ενάγουσα τυγχάνει κυρία του ολικά καταστραφέντος εμπορευματοκιβωτίου, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούσες, έκρινε ότι δικαιούται αποζημίωσης για την ολική καταστροφή του, και υποχρέωσε την εναγόμενη να της καταβάλει για την αιτία αυτή το ποσό των 2.700 ευρώ, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις προσκομισθείσες αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τις εκκαλούσες με το σχετικό λόγο των κρινόμενων εφέσεών τους απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι από την πτώση του εμπορευματοκιβωτίου στο έδαφος προκλήθηκε ζημία και σε μέρος του εντός αυτού φορτίου.  Ειδικότερα, τόσο η συσταθείσα υπό της εναγομένης τριμελής επιτροπή πραγματογνωμόνων, όσο και η ορισθείσα από την ενάγουσα εταιρία πραγματογνωμόνων με την επωνυμία «…………….», που προέβησαν σε επιθεώρηση του εμπορευματοκιβωτίου, προκειμένου να διακριβώσουν την έκταση της ζημίας του, διεπίστωσαν ότι εκ των εντός αυτού συσκευασθέντων χαρτοκιβωτίων 221 είχαν βραχεί και καταστραφεί, ενώ τα υπόλοιπα 1.715 δεν παρουσίαζαν εξωτερικά ζημίες, χωρίς, όμως, να προβούν σε έλεγχο του περιεχομένου των χαρτοκιβωτίων αυτών, ώστε, κατόπιν καταμέτρησης, να διακριβώσουν τον αριθμό των εντός αυτών θηκών γυαλιών όρασης, που είχαν καταστραφεί. Στη συνέχεια, όμως, μετά την άφιξη στη Βενετία των εμπορευμάτων, τα οποία, στο σύνολό τους, βλαβέντα και ανέπαφα, τοποθετήθηκαν από το προσωπικό της εναγομένης, παρουσία υπαλλήλων και της πράκτορος της ενάγουσας στην Ελλάδα εταιρίας με την επωνυμία «……….», σε έτερο εμπορευματοκιβώτιο, υπό στοιχεία MSCU 557086-7, ακολούθως μεταφορτωθέν στο υπό την εκμετάλλευση της ενάγουσας πλοίο «Μ..», το οποίο απέπλευσε στις 29.7.2010 με προορισμό τη Βενετία (μάλιστα οι θήκες, τα χαρτοκιβώτια των οποίων είχαν καταστραφεί τοποθετήθηκαν σε πλαστικές σακούλες), και τον έλεγχο, που διενεργήθηκε εκεί από την αγοράστρια αυτών εταιρία με την επωνυμία « ………», προκειμένου να διακριβωθεί η έκταση της προκληθείσας ζημίας της στο φορτίο του εμπορευματοκιβωτίου, που είχε συσκευασθεί εντός χαρτοκιβωτίων, όπως προεκτέθηκε, ο συνολικός αριθμός των τεμαχίων σκληρών θηκών γυαλιών όρασης, τα οποία είχαν ολοσχερώς καταστραφεί και δε μπορούσαν, επομένως, να χρησιοποιηθούν, ανήλθε σε 5.133, εκ των οποίων 253 τεμάχια του κωδικού 800069, αξίας εκάστου 1,13 δολαρίων Η.Π.Α., και συνολικά 285,89 δολαρίων Η.Π.Α., 2.380 τεμάχια του κωδικού 800796, αξίας εκάστου 0,88 δολαρίων Η.Π.Α., και συνολικά 2.094,40 δολαρίων Η.Π.Α., και 2.500 τεμάχια του κωδικού 800818, αξίας εκάστου 0,55 δολαρίων Η.Π.Α., και συνολικά 1.375 δολαρίων Η.Π.Α., όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από 27.9.2010 έγγραφο της ανωτέρω εταιρίας. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η συνολική αξία των καταστραφέντων εμπορευμάτων ανήλθε στο ποσό των 3.755,29 δολαρίων Η.Π.Α., ή 3.053,08 ευρώ, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο του συμβάντος, για το οποίο ποσό η παραλήπτρια των εμπορευμάτων ήγειρε με το ανωτέρω έγγραφο αξίωση αποζημίωσης σε βάρος της ενάγουσας ως μεταφορέως του φορτίου, γνωστοποιώντας της παράλληλα το ακριβές ύψος της ζημίας της. Μάλιστα, η ενάγουσα, ακριβώς λόγω του ανωτέρω εγγράφου, που περιήλθε εις χείρας της μετά την άσκηση της αγωγής, παραδεκτά με τις προτάσεις της, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 224 του ΚΠολΔ, συμπλήρωσε/διόρθωσε τους αγωγικούς ισχυρισμούς της ως προς τον τρόπο προσδιορισμού της ζημίας, που υπέστη το φορτίο του εμπορευματοκιβωτίου, από την αμελή συμπεριφορά του υπαλλήλου της εναγομένης, και κατ’επέκταση ως προς το ύψος της, καθώς στην αγωγή η ζημία  αυτή υπολογιζόταν με παράθεση του αριθμού των διαπιστωθέντων από τις ανωτέρω επιτροπές ως ολικώς καταστραφέντων χαρτοκιβωτίων, της συνολικής αξίας του φορτίου, και της αξίας εκάστου χαρτοκιβωτίου, που αποτελούσε το πηλίκο της διαίρεσης της συνολικής αξίας των εμπορευμάτων διά του συνολικού αριθμού των χαρτοκιβωτίων, τα οποία είχαν συσκευασθεί εντός του εμπορευματοκιβωτίου, με παράλληλη μνεία ότι έκαστο χαρτοκιβώτιο περιείχε εμπορεύματα του αυτού βάρους, είδους, και, κατ’επέκταση, αξίας, με αποτέλεσμα η ζημία του φορτίου να ισούται με το γινόμενο του αριθμού των χαρτοκιβωτίων,  που καταστράφηκαν, επί της αξίας των εμπορευμάτων εκάστου, ενώ με τις προτάσεις της η ζημία αυτή προσδιορίσθηκε πλέον με βάση την αξία των θηκών γυαλιών, που διαπιστώθηκε από την αγοράστρια του φορτίου ότι είχαν καταστραφεί, μετά την άφιξη του συνόλου των εμπορευμάτων, βλαβέντων και άθικτων στη Βενετία, ως προς το ποσό της οποίας (αξίας των θηκών που καταστράφηκαν) προβλήθηκαν αξιώσεις της παραλήπτριας σε βάρος της ενάγουσας και περιορίσθηκε τελικά από την τελευταία το αγωγικό αίτημα αναφορικά με το συγκεκριμένο κονδύλιο, χωρίς η διόρθωση αυτή να οδηγεί σε μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής και του αντικειμένου της δίκης, διά της επίκλησης το πρώτον, νέων πραγματικών περιστατικών, παραγωγικών του ασκουμένου με την αγωγή δικαιώματος, και, άρα, θεμελιωτικών κατά  νόμο του αγωγικού αιτήματος, με τα οποία τροποποιείται και ουσιαστικά αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής, όπως παρατίθεται στο δικόγραφο αυτής, εφόσον δεν πρόκειται περί ουσιωδών πραγματικών περιστατικών της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή περιστατικών, τα οποία, μόνα τους ή από κοινού με άλλα, στηρίζουν το αγωγικό αίτημα, και συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης, ή συνέπειας, ή τα οποία μπορούν μόνο αυτά να θεμελιώσουν νέα αγωγή, όπως ισχυρίσθηκε η εναγόμενη με σχετικό λόγο της κρινόμενης έφεσής της, που ως εκ τούτου πρέπει ν’απορριφθεί, αλλά περί περιστατικών, με τα οποία διορθώνεται επιτρεπτά η αγωγή ώστε το αιτούμενο ποσό να ανταποκρίνεται στο πραγματικό ύψος της ζημίας του φορτίου, με την επισήμανση α) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ουδόλως έλαβε υπόψη του το ανωτέρω έγγραφο, αλλά ούτε και τον εξ αυτού προκληθέντα περιορισμό του αγωγικού αιτήματος ως προς το εν λόγω κονδύλιο, και την κατά την εναγόμενη διά της προσθήκης αυτής στις προτάσεις της ενάγουσας επελθούσα μεταβολή της αγωγικής βάσης,  και υπολόγισε τη ζημία του φορτίου του εμπορευματοκιβωτίου, με βάση την αναφερόμενη στην αγωγή αξία των εμπορευμάτων των 221 χαρτοκιβωτίων (η ίδια για κάθε χαρτοκιβώτιο), που διαπιστώθηκε στον Πειραιά ότι είχαν καταστραφεί, όπως ακριβώς δηλαδή προσδιοριζόταν και στο δικόγραφο της αγωγής, επιδικάζοντας μάλιστα πλέον του αιτηθέντος, καθώς και ότι α) η εναγόμενη με την έφεσή της επιπροσθέτως ισχυρίσθηκε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις ως προς το εν λόγω κονδύλιο, και, επομένως, η αγωγή σε κάθε περίπτωση ως προς το κονδύλιο αυτό επανακρίνεται από το παρόν Δικαστήριο από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας. Μάλιστα, η κρίση του Δικαστηρίου τούτου ότι η πραγματική ζημία του φορτίου ανήλθε στο προαναφερθέν ποσό της αξίας των θηκών γυαλιών, που διαπιστώθηκε από την αγοράστρια αυτών ότι είχαν καταστραφεί, μετά την άφιξη του φορτίου στο σύνολό του στη Βενετία, όπως αναλυτικά παρατίθεται στο προαναφερθέν έγγραφο της παραλήπτριας εταιρίας, δεν αναιρείται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένου υπόψη του ότι στον Πειραιά, όπου αμφότερες οι επιτροπές, που επιλήφθηκαν του συμβάντος, προκειμένου να διακριβωθεί η εκταση της ζημίας, αποφάνθηκαν ότι είχαν καταστραφεί 221 χαρτοκιβώτια εξ όσων περιέχονταν στο εμπορευματοκιβώτιο, δεν έλαβε χώρα έλεγχος του περιεχομένου των χαρτοκιβωτίων αυτών, ώστε να διαπιστωθεί, κατόπιν καταμέτρησης, ο ακριβής αριθμός των θηκών γυαλιών, που είχαν καταστραφεί, αλλά και του ότι ο υπολογισμός της ζημίας του φορτίου δεν είναι εκ των πραγμάτων δυνατόν να γίνει με τον αναφερόμενο στην αγωγή τρόπο, διότι, όπως σαφώς προκύπτει από το τιιμολόγιο της πωλήτριας, εντός των χαρτοκιβωτίων αυτών είχαν συσκευασθεί εμπορεύματα διαφορετικού είδους με βάση τον κωδικό τους, και, κατ’επέκταση, διαφορετικής αξίας. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η ζημία του φορτίου ανήλθε στο ποσό των 3.053,08 ευρώ, ως προς οποίο, όμως, η αξίωση της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης δεν έχει ακόμη καταστεί απαιτητή, διότι το απαιτητό αυτής εξαρτάται από την επέλευση γεγονότος, και δη από την καταβολή αυτού στην αγοράστρια των εμπορευμάτων, η οποία έχει ήδη προβάλει σε βάρος της (της ενάγουσας) σχετική αξίωση, κατά τα προεκτεθέντα. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.053,08 ευρώ, που αφορά τη ζημία του φορτίου, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 69 παρ.1 ε΄του ΚΠολΔ, υπό τον όρο, όμως, της τελεσίδικης καταδίκης της ενάγουσας σε καταβολή του ποσού αυτού στη δικαιούχο (παραλήπτρια) του φορτίου, όπως ο όρος αυτός ορίσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δεν πλήττεται με τις κρινόμενες εφέσεις. Το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η άσκηση τέτοιας αγωγής σε βάρος της ενάγουσας ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί εν προκειμένω στην καταδίκη της εναγομένης προς καταβολή στην ενάγουσα του ανωτέρω ποσού με το συγκεκριμένο όρο, διότι σε περίπτωση που δεν ασκηθεί αγωγή, ή, εφόσον ασκηθεί, απορριφθεί για οποιοδήποτε λόγο (ενδεχομένως και εκ του ότι η αξίωση της δικαιούχου του φορτίου σε βάρος της μεταφορέως έχει υποπέσει σε παραγραφή, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούσες), τότε είναι προφανές ότι δε θα καταστεί με τη σειρά της απαιτητή ούτε η αντίστοιχη απαίτηση της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης, που επιδικάζεται με την παρούσα απόφαση, εφόσον δεν θα έχει επέλθει το γεγονός, από το οποίο εξαρτήθηκε η καταδίκη της εναγομένης στην καταβολή του ποσού αυτού. Επομένως, τα υπό των εκκαλουσών υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους των κρινόμενων εφέσεών τους ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταδίκασε την εναγόμενη στην καταβολή στην ενάγουσα χρηματικού ποσού ως αποζημίωση για τη ζημία του καταστραφέντος μέρους του φορτίου του εμπορευματοκιβωτίου, υπό τον όρο της τελεσίδικης καταδίκης της ενάγουσας σε καταβολή του ποσού αυτού στη δικαιούχο (παραλήπτρια) του φορτίου, διότι η τελευταία δεν έχει ασκήσει τέτοια αγωγή σε βάρος της ενάγουσας, καθώς και διότι, σε κάθε περίπτωση, η αξίωση αυτή έχει αποσβεσθεί καθώς έχει υποπέσει σε παραγραφή, πρέπει ν’απορριφθούν ως αβάσιμα. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η ενάγουσα της κύριας αγωγής δικαιούται να της καταβληθεί ως αποζημίωσή της για τη ζημία του εμπορευματοκιβωτίου το ποσό των 2.700 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς και το ποσό των 3.053,08 ευρώ, ως αποζημίωση για την ζημία του φορτίου, και όχι το ποσό των 3.121,95 ευρώ, το οποίο εσφαλμένα επιδικάσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για την αιτία αυτή με την εκκαλούμενη απόφαση, παρά το ότι η ενάγουσα παραδεκτά με τις προτάσεις της είχε περιορίσει το αντίστοιχο αγωγικό κονδύλιο στο ποσό των 3.053,08 ευρώ, ήτοι επιδικάσθηκε πλέον του αιτηθέντος, όπως βασίμως ισχυρίζονται οι εκκαλούσες με τις κρινόμενες εφέσεις τους, υπό τον όρο, όμως, της τελεσίδικης καταδίκης της ενάγουσας σε καταβολή του ποσού αυτού στη δικαιούχο (παραλήπτρια) του φορτίου, και με το νόμιμο τόκο, όχι από την επίδοση της κύριας αγωγής στην εναγόμενη, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και βασίμως ισχυρίζονται οι εκκαλούσες με τις κρινόμενες εφέσεις τους, αλλά από την καταβολή του ποσού αυτού από την ενάγουσα στη δικαιούχο του φορτίου, διότι από του χρονικού αυτού σημείου, και όχι προγενέστερα, η αντίστοιχη απαίτηση της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, και άρχεται η τοκοφορία της, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Αποδείχθηκε επίσης ότι μεταξύ της εναγομένης αφενός, και των προσεπικληθεισών – παρεμπιπτόντως εναγομένων και προσθέτως υπέρ της παρεμβασών τεσσάρων (4) ασφαλιστικών εταιριών αφετέρου, καταρτίσθηκε εγγράφως σύμβαση ασφάλισης, δυνάμει των υπ’αριθμ. ΑΤΕ – …………. αντίστοιχα ασφαλιστηρίων συμβολαίων, με την οποία οι ανωτέρω ασφαλιστικές εταιρίες συνασφάλισαν, έναντι συμφωνηθέντος ασφαλίστρου, που καταβλήθηκε, την έναντι τρίτων αστική ευθύνη της εναγομένης από τη χρήση, ως μηχανημάτων έργου, δώδεκα (12) κατονομαζομένων στις ασφαλιστικές συμβάσεις γερανογεφυρών, κατά τη διάρκεια φορτοεκφορτωτικών εργασιών στις εγκαταστάσεις της, για το χρονικό διάστημα από 31.5.2010 έως 30.11.2010, με συμφωνηθέντα α) ποσοστό συμμετοχής εκάστης ασφαλιστικής εταιρίας στην ασφαλιστική κάλυψη, ανερχόμενο σε 40%, 30%, 20% και 10% αντίστοιχα, β) ανώτατο όριο ευθύνης τους ανά περιστατικό το ποσό των 25.000 ευρώ, κατανεμόμενο βάσει της προαναφερθείσας αναλογίας συνεισφοράς εκάστης στην καταβολή του ασφαλίσματος, και δη ποσό 10.000 ευρώ για την πρώτη, 7.500 ευρώ για τη δεύτερη, 5.000 ευρώ για την τρίτη και 2.500 ευρώ για την τέταρτη αντίστοιχα, ατομικά, αποκλειομένης της εις ολόκληρον ευθύνης τους, και γ) ποσό απαλλαγής τους από την καταβολή του ασφαλίσματος σε ποσοστό 10% ανά ζημία, με ελάχιστο ποσό αυτό των 1.500 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η επίδικη ζημία στο εμπορευματοκιβώτιο και σε μέρος του φορτίου του, η οποία, όπως προεκτέθηκε,  οφείλεται σε πταίσμα υπαλλήλου της εναγομένης, κατά τη διάρκεια φορτοεκφορτωτικών εργασιών, που διενεργήθηκαν με τη χρήση συγκεκριμένης γερανογέφυρας (η οποία αναφέρεται στα ανωτέρω ασφαλιστήρια συμβόλαια), στον Σταθμό Εμπορευμάτων του λιμένος Πειραιώς στο Ικόνιο Περάματος, και προκλήθηκε κατά τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης, καλύπτεται απ’αυτήν, καθώς επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, όπερ δεν αμφισβητήθηκε από τις ασφαλιστικές εταιρίες, και έγινε δεκτό και με την εκκαλούμενη απόφαση, χωρίς η κρίση αυτή του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να προσβάλλεται από τις εκκαλούσες με τις εφέσεις τους. Πρέπει, επομένως, οι ανωτέρω ασφαλιστικές εταιρίες – παρεμπιπτόντως εναγόμενες να υποχρεωθούν να καταβάλουν στην εναγόμενη και παρεμπιπτόντως ενάγουσα, ως ασφάλισμα, έκαστη κατά το ποσοστό συμμετοχής της στη συνασφάλιση, τα ποσά, που υποχρεώνεται με την παρούσα απόφαση να καταβάλει η εναγόμενη στην ενάγουσα (το ποσό, που αφορά τη ζημία του φορτίου εφόσον, βέβαια, επιδικασθεί τελεσιδίκως στη δικαιούχο του φορτίου, οπότε και μόνο θα καταστεί απαιτητή η αντίστοιχη απαίτηση της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης), από τα οποία, όμως, θα πρέπει ν’αφαιρεθεί το ελάχιστο ποσό απαλλαγής τους από την ασφαλιστική κάλυψη των 1.500 ευρώ, κατά παραδοχήν και ως κατ’ουσίαν βάσιμης της προβληθείσας στον πρώτο βαθμό σχετικής ένστασής τους, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η επί τούτου κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται με λόγο έφεσης, εκ του οποίου αναλογεί στο ποσό, που αφορά τη ζημία του εμπορευματοκιβωτίου των 2.700 ευρώ, το ποσό των 703,97 ευρώ, και στο ποσό, που αφορά τη ζημία του φορτίου των 3.053,08 ευρώ, το υπόλοιπο ποσό των 796,03 ευρώ. Συγκεκριμένα, πρέπει να υποχρεωθούν να της καταβάλουν α) όσον αφορά τη ζημία του εμπορευματοκιβωτίου η πρώτη εξ αυτών το ποσό των 798,41 ευρώ   (2.700 ευρώ – 703,97 ευρώ Χ 40%), η δεύτερη το ποσό των 598,80 ευρώ  (2.700 ευρώ – 703,97 ευρώ Χ  30%), η τρίτη το ποσό των 399,20 ευρώ (2.700 ευρώ – 703,97 ευρώ Χ 20%), και η τέταρτη το ποσό των 199,60 ευρώ (2.700 ευρώ – 703,97 ευρώ Χ 10%) αντίστοιχα, και β) όσον αφορά τη ζημία του φορτίου η πρώτη εξ αυτών το ποσό των 902,82 ευρώ (3.053,08 ευρώ – 796,03 ευρώ Χ 40%), η δεύτερη το ποσό των 677,11 ευρώ (3.053,08 ευρώ – 796,03 ευρώ Χ 30%), η τρίτη το ποσό των 451,41 ευρώ (3.053,08 ευρώ – 796,03 ευρώ Χ 20%), και η τέταρτη το ποσό των 225,70 ευρώ (3.053,08 ευρώ – 796,03 ευρώ Χ 10%) αντίστοιχα, πλέον των τόκων και της δικαστικής δαπάνης της κύριας αγωγής, όσον αφορά τους τόκους με τις διακρίσεις, που έχουν ήδη εκτεθεί, και άπαντα τα ποσά αυτά (κεφάλαιο, τόκοι και έξοδα), με το νόμιμο τόκο, όχι από την επίδοση της παρεμπίπτουσας αγωγής στις παρεμπιπτόντως εναγόμενες, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και βασίμως ισχυρίζονται οι ανωτέρω ασφαλιστικές εταιρίες με τις κρινόμενες εφέσεις τους, αλλά από την καταβολή του ποσού αυτού από την παρεμπιπτόντως ενάγουσα/εναγόμενη της κύριας αγωγής στην ενάγουσα της αγωγής αυτής,  διότι από του συγκεκριμένου χρονικού σημείου, και όχι προγενέστερα, η απαίτηση της παρεμπιπτόντως ενάγουσας σε βάρος των προσεπικληθεισών, ως δικονομικών της εγγυητριών, ασφαλιστικών εταιριών καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, και αρχίζει η τοκοφορία της, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνουν δεκτές άπασες οι κρινόμενες εφέσεις και ως κατ’ουσίαν βάσιμες, και αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τις διατάξεις της, που αφορούν τα εκκληθέντα κεφάλαια, της δικαστικής δαπάνης συμπεριλαμβανομένης, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, αφενός μεν να γίνει εν μέρει δεκτή η κύρια αγωγή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και εν όλω δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή και κατ’ουσίαν, και 1) να υποχρεωθεί η εναγόμενη της κύριας αγωγής να καταβάλει στην ενάγουσα της αγωγής αυτής α) το ποσό των 2.700 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κύριας αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς και β) το ποσό των 3.053,08 ευρώ, υπό τον όρο, όμως, της τελεσίδικης καταδίκης της ενάγουσας σε καταβολή του ποσού αυτού στην αναφερόμενη στο σκεπτικό δικαιούχο (παραλήπτρια) του καταστραφέντος φορτίου, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του ποσού αυτού από την ενάγουσα στη δικαιούχο του φορτίου, 2) να υποχρεωθούν οι παρεμπιπτόντως εναγόμενες να καταβάλουν στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα α) η πρώτη εξ αυτών το ποσό των 798,41 ευρώ, η δεύτερη το ποσό των 598,80 ευρώ, η τρίτη το ποσό των 399,20 ευρώ, και η τέταρτη το ποσό των 199,60 ευρώ αντίστοιχα, και β) η πρώτη εξ αυτών το ποσό των 902,82 ευρώ, η δεύτερη το ποσό των 677,11 ευρώ, η τρίτη το ποσό των 451,41 ευρώ, και η τέταρτη το ποσό των 225,70 ευρώ αντίστοιχα, πλέον των τόκων (με τις προαναφερθείσες διακρίσεις) και της δικαστικής δαπάνης της κύριας αγωγής, και άπαντα τα ποσά αυτά (κεφάλαιο, τόκοι και έξοδα) με το νόμιμο τόκο από την καταβολή τους από την παρεμπιπτόντως ενάγουσα/εναγόμενη της κύριας αγωγής στην ενάγουσα της αγωγής αυτής. Τέλος, λόγω της νίκης των εκκαλουσών ασφαλιστικών εταιριών θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτές του παραβόλου των εφέσεων, που άσκησαν (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης των εφέσεων αυτών), και, αφενός μεν να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης της κύριας αγωγής  μέρος της δικαστικής δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας της ενάγουσας, που υπέβαλε σχετικό αίτημα, ανάλογο με την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων της αγωγής, αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος των παρεμπιπτόντως εναγομένων η δικαστική δαπάνη της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, που επίσης υπέβαλε σχετικό αίτημα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 178 παρ.1, 183, και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας οριζόμενα.

 

                              ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ  ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων 1) την από 4.10.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………) έφεση, 2) την από 8.1.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………….) έφεση, και 3) την από 7.1.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………..) έφεση, άπασες κατά της υπ’αριθμ. 182/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού).ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν τις ανωτέρω εφέσεις.ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των παραβόλων των από 8.1.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……..) και από 7.1.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……….) εφέσεων στις εκκαλούσες των εφέσεων αυτών.ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια αυτής.ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της α) από 20.9.2010 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…..) κύριας αγωγής, 2) από 4.2.2011 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……….) προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής της εναγομένης της αγωγής αυτής, 3) από 14.6.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……..) πρόσθετης υπέρ της εναγομένης παρέμβασης της τρίτης των προσεπικληθεισών – παρεμπιπτόντως εναγομένων, και 4) από 27.4.2011 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ………) πρόσθετης υπέρ της εναγομένης παρέμβασης των πρώτης, δεύτερης και τέταρτης των προσεπικληθεισών – παρεμπιπτόντως εναγομένων.ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 20.9.2010 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……….) κύρια αγωγή.ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη της κύριας αγωγής να καταβάλει στην ενάγουσα της αγωγής αυτής α) το ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (2.700), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής αυτής, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς και β) το ποσό των τριών χιλιάδων πενήντα τριών λεπτών και οκτώ λεπτών του ευρώ (3.053,08), υπό τον όρο της τελεσίδικης καταδίκης της ενάγουσας σε καταβολή του ποσού αυτού στην αναφερόμενη στο σκεπτικό δικαιούχο (παραλήπτρια) του καταστραφέντος φορτίου, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του ποσού αυτού από την ενάγουσα στη δικαιούχο του φορτίου μέχρι την εξόφληση.ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη της κύριας αγωγής στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των επτακοσίων ευρώ (700).ΔΕΧΕΤΑΙ την από 4.2.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……….) προσεπίκληση μετά της σωρευομένης στο δικόγραφο αυτής παρεμπίπτουσας αγωγής.ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις παρεμπιπτόντως εναγόμενες να καταβάλουν στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα/εναγόμενη της κύριας αγωγής, α) η πρώτη εξ αυτών το ποσό των επτακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (798,41), η δεύτερη το ποσό των πεντακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα λεπτών (598,80) , η τρίτη το ποσό των τριακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και είκοσι λεπτών (399,20) και η τέταρτη το ποσό των εκατόν ενενήντα εννέα ευρώ και εξήντα λεπτών (199,60) αντίστοιχα, και β) η πρώτη εξ αυτών το ποσό των εννιακοσίων δύο ευρώ και  ογδόντα δύο λεπτών (902,82), η δεύτερη το ποσό των εξακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και έντεκα λεπτών (677,11), η τρίτη το ποσό των τετρακοσίων πενήντα ενός ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (451,41), και η τέταρτη το ποσό των διακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και εβδομήντα λεπτών (225,70) αντίστοιχα, τα υπό το στοιχείο β΄ποσά, που αφορούν στο οφειλόμενο απ’αυτές μέρος της ζημίας του φορτίου, υπό τον όρο ότι η απαίτηση αυτή θα επιδικασθεί τελεσιδίκως στη δικαιούχο του φορτίου, οπότε και μόνο θα καταστεί απαιτητή η αντίστοιχη απαίτηση της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης, και αντίστοιχα απαιτητή η απαίτηση της εναγομένης/παρεμπιπτόντως ενάγουσας σε βάρος των παρεμπιπτόντως εναγομένων, πλέον των τόκων (με τις προαναφερθείσες διακρίσεις) και της δικαστικής δαπάνης της κύριας αγωγής, και άπαντα τα ποσά αυτά (κεφάλαιο των υπό στοιχεία α΄και β΄ποσών, τόκοι των ποσών αυτών, και έξοδα) με το νόμιμο τόκο από την καταβολή τους από την παρεμπιπτόντως ενάγουσα/εναγόμενη της κύριας αγωγής στην ενάγουσα της αγωγής αυτής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης.ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις παρεμπιπτόντως εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της παρεμπιπτόντως ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600).Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 22 Noεμβρίου 2018.Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ