Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 179/2020

Περίληψη

Έφεση κατ’ αποφάσεως που δέχθηκε αγωγή της πωλήτριας τροφοεφοδίων σε πλοίο για την καταβολή του τιμήματος, στραφείσα κατ’ αλλοδαπής εταιρίας με πραγματική έδρα στην ημεδαπή, φερόμενης ως αγοράστριας των ειδών που παραδόθηκαν σ’ αυτό άλλως ως εφοπλίστριας του πλοίου και κατά των διευθυντών της, ευθυνόμενων ως ομόρρυθμων εταίρων της. Εσφαλμένη ουσιαστικά η πρωτοβάθμια κρίση καθόσον με την ενάγουσα συμβλήθηκε τρίτη εταιρία, θυγατρική της πρώτης εναγομένης, που ασκούσε τον εφοπλισμό του πλοίου, χωρίς αίτημα κάμψης της νομικής προσωπικότητας της πραγματικής αγοράστριας, ώστε να επεκταθούν και επί της πρώτης εναγομένης οι συνέπειες του συμβατικού δεσμού λόγω κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της θυγατρικής της. Ούτε ως εφοπλίστρια ευθύνεται η εναγόμενη εταιρία, διότι δεν αποδείχθηκαν περιστατικά που να δηλώνουν εκμετάλλευση του πλοίου για δικό της λογαριασμό και ανάληψη υποχρεώσεων από τη λειτουργία του στο όνομά της. Εξαφανίζει την εκκαλουμένη και απορρίπτει την αγωγή ως αβάσιμη.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός     179      /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Ι. Η ένδικη από 29.8.2018 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……/30.8.2018 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../20.9.2018), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 2657/11.6.2018 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την περί καταβολής τιμήματος πωλήσεων από 4.8.2017 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …/4.8.2017) της ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευσή της. Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αριθμό ….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 29.8.2018 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ALPHA BANK»), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ενάγουσα, αλλοδαπή εταιρία, δραστηριοποιούμενη επιχειρηματικά στον τομέα της εμπορίας ανταλλακτικών, υλικών και τροφίμων και του εφοδιασμού με αυτά πλοίων, ήγειρε αξιώσεις από την παράδοση, κατά το χρονικό διάστημα από 18.4.2016 έως 23.6.2016, των αναφερόμενων ειδών της εμπορίας της στο υπό σημαία Μάλτας δεξαμενόπλοιο NG, που ανήκε τότε στην κυριότητα άλλως την πλοιοκτησία της αλλοδαπής (μη διαδίκου) εταιρίας με την επωνυμία «……..» και στο υπό σημαία Λιβερίας φορτηγό πλοίο NV, που ανήκε στην κυριότητα άλλως την πλοιοκτησία της ομοίως αλλοδαπής και μη διαδίκου τρίτης εταιρίας με την επωνυμία «……….», που πραγματοποιήθηκε στο λιμένα της Νέας Ορλεάνης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ), όπου τα πλοία ναυλοχούσαν και, μετά από παραδεκτή παραίτηση από το αίτημά της που αφορούσε το τίμημα των τροφοεφοδίων που παραδόθηκαν στο πρώτο από τα παραπάνω πλοία, το οποίο ανερχόταν κατά την αγωγή στο συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων εκατόν τριάντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ και τριάντα εννέα σεντς (22.135,39 $), ζήτησε την πληρωμή του ανεξόφλητου τιμήματος της πωλήσεως και παραδόσεως των μνημονευόμενων ειδών προς το δεύτερο των ως άνω πλοίο, που ανερχόταν στο συνολικό χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα δολαρίων ΗΠΑ και είκοσι τριών σεντς (5.440,23 $). Τις συμβατικές αυτές αξιώσεις της η ενάγουσα έστρεψε κατά των ήδη εκκαλούντων για τη νομιμοποίηση καθενός από τους οποίους υποστήριξε ότι η μεν πρώτη εναγόμενη ευθυνόταν  ως αγοράστρια των πωληθέντων ειδών, αφού συμβλήθηκε η ίδια για την κατάρτιση της επίμαχης συμβάσεως πωλήσεως άλλως επειδή κατά τον επίδικο χρόνο είχε την εκμετάλλευση του πλοίου που ανεφοδιάστηκε, του οποίου ασκούσε τον εφοπλισμό, από δε τους λοιπούς εναγομένους ο ……… ήταν ο κυρίαρχος εταίρος της πρώτης εναγομένης εταιρίας, ο διευθυντής και ο βασικός της μέτοχος, διατελούσε δε μέχρι και το μήνα Νοέμβριο του έτους 2016 στην προεδρία του διοικητικού της συμβουλίου, ενώ η ……….., στέλεχος και διευθύντρια επί σειρά ετών της πρώτης εναγόμενης ανέλαβε από το μήνα Οκτώβριο του ιδίου εκείνου έτους (2016) τα καθήκοντα της προέδρου της διοικητικού της συμβουλίου, της γενικής της διευθύντριας ως και της νόμιμης εκπροσώπου της. Με τον περαιτέρω δε ισχυρισμό ότι η πραγματική έδρα της πρώτης εναγομένης εντοπίζεται στον Πειραιά, όπου ασκείται η διοίκησή της και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία της αποφάσεις και με την επικουρική επίκληση των περί του αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ, ζήτησε η ενάγουσα, κατ’ επιτρεπτή μετατροπή του αρχικώς καταψηφιστικού αιτήματός της σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων στην καταβολή του ανεξόφλητου υπολοίπου της πωλήσεως τροφοεφοδίων και της παραδόσεώς τους στο πλοίο NV, της πρώτης από αυτούς ευθυνομένης κατά τα προεκτεθέντα και των λοιπών υπό την ιδιότητα εκάστου ως μέλους της διοίκησης της πρώτης, θεωρουμένης ως de facto προσωπικής (ομόρρυθμης) εταιρίας του ελληνικού δικαίου, του οποίου δεν είχε τηρήσει τις νόμιμες διατυπώσεις για την έγκυρη σύστασή της, παρά το γεγονός της πραγματικής έδρας της στην ημεδαπή. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα ζήτησε την αναγνώριση της ευθύνης των αντιδίκων της στην πληρωμή του τιμήματος οκτώ [8] τιμολογίων, που είχε εκδώσει για τον εφοδιασμό του ως άνω πλοίου και, πιο συγκεκριμένα, του ισάξιου σε ευρώ του χρηματικού ποσού των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα δολαρίων ΗΠΑ και είκοσι τριών σεντς (5440,23 $) με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής άλλως κατ’ αυτόν της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση εξήντα [60] ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, χρονικό διάστημα κατά το οποίο το συμβατικό τίμημα είχε πιστωθεί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέφασκε τη, μη αμφισβητηθείσα άλλωστε, διεθνή δικαιοδοσία του για την εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, την οποία αντιμετώπισε κατά το ημεδαπό δίκαιο, το οποίο θεώρησε εφαρμοστέο λόγω της μετασυμβατικής υπαγωγής των διαδίκων στις διατάξεις του και με βάση αυτό έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά τις βάσεις της από τη σύμβαση πωλήσεως και από τον εφοπλισμό του πλοίου NV, τις οποίες θεώρησε ως αντικειμενικώς σωρευόμενες, ενώ απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την επικουρική βάση από τις διατάξεις των άρθρων 904 επομ. ΑΚ και ως αόριστες τις αγωγικές βάσεις από τις συμβάσεις αναγνώρισης και αναδοχής χρέους, που θεώρησε ότι είχαν σωρευθεί ομοίως κατά δικονομική επικουρικότητα στο δικόγραφο της αγωγής. Ακολούθως, μετά από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε αυτήν και κατ’ ουσίαν, κατά την πρώτη ως άνω βάση της, αφού διέγνωσε, αφενός, ότι η επίδικη σύμβαση πωλήσεως είχε συναφθεί μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης, μολονότι το τίμημα είχε τιμολογηθεί όχι στο όνομα της τελευταίας αλλά της (τρίτης – μη διάδικης) ……….. και, αφετέρου, ότι οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων υπείχαν εις ολόκληρον με την πρώτη από αυτούς ευθύνη, επειδή έπρεπε να λογιστούν ως ομόρρυθμα μέλη της. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες και με την ένδικη έφεσή τους ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή.

ΙΙΙ. Από την επανεκτίμηση της από την εφεσίβλητη προσαγόμενης με αριθμό ……../30.11.2017 ένορκης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεως του ………., που ελήφθη κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της (βλ. τις με επίκληση προσκομιζόμενες με αριθμούς …………. τρεις [3] επιδοτήριες εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ………….), καθώς και του συνόλου των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και νομότυπα προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως συμβαίνει [και] με την υπ’ αριθμ. ……../17.11.2017 ένορκη ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαίωση των ……. και …….., η οποία ελήφθη εξ αφορμής άλλης δίκης, χωρίς, όμως, να λαμβάνεται υπόψη η από 26.4.2017 ένορκη βεβαίωση (affidavit) του ……….., η οποία και πρωτοδίκως δεν είχε αξιολογηθεί, επειδή κρίθηκε ότι συντάχθηκε ειδικά για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στην παρούσα δίκη, χωρίς την κλήτευση της αντιδίκου των εκκαλούντων που την επαναπροσκομίζουν, χωρίς όμως πλέον να την επικαλούνται, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «……..» και έδρα στην πόλη … της Πολιτείας της Αλαμπάμα των ΗΠΑ, δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της εμπορίας ειδών (ανταλλακτικών, τροφίμων και υλικών) κατάλληλων για τον ανεφοδιασμό πλοίων και προβαίνει προς τούτο στη σύναψη διεθνών πωλήσεων. Η πρώτη εναγόμενη εταιρία συστήθηκε στις 12.1.2005 σύμφωνα με το κεφάλαιο 14 του νόμου του έτους 1981 περί εταιριών της Δημοκρατίας των Βερμούδων υπό την επωνυμία «……….» και ακολούθως, στις 21.12.2009, καταχωρήθηκε στο μητρώο εταιριών της Δημοκρατίας των Βερμούδων υπό τη νέα της επωνυμία «………», σύμφωνα με το κεφάλαιο 10 του προαναφερόμενου αλλοδαπού νομοθετήματος. Τα παραπάνω δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους, προκύπτουν άλλωστε και εγγράφως και, συγκεκριμένα, από την από 17.1.2005 βεβαίωση σύστασης και την από 21.12.2009 βεβαίωση σύστασης λόγω αλλαγής επωνυμίας, τις οποίες προσκομίζουν οι εκκαλούντες. Η πρώτη εναγόμενη έχει την καταστατική έδρα της στο Χάμιλτον της Δημοκρατίας των Βερμούδων, διατηρεί, όμως, γραφεία και στον Πειραιά, επί της συμβολής της ……. με την οδό … αρ. ……. όπου συστεγάζεται με την εδρεύουσα στη Λιβερία εταιρία με την επωνυμία «………», η οποία είναι θυγατρική της και κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο ήταν διαχειρίστρια του υπό σημαία Λιβερίας φορτηγού πλοίου NV, που ανήκε τότε στην πλοιοκτησία της εδρεύουσας στο Όσλο της Νορβηγίας εταιρίας με την επωνυμία «……». Για τον ανεφοδιασμό του πλοίου αυτού με υλικά και τροφοεφόδια ζητήθηκε από το ….. . ., που διατηρούσε την ατομική επιχείρηση «……….» με σκοπό την παροχή υπηρεσιών σε αλλοδαπούς εφοδιαστές πλοίων και ενεργούσε εν προκειμένω ως άμεσος αντιπρόσωπος της ενάγουσας στην Ελλάδα, να υποβάλει σχετική οικονομική προσφορά το μήνα Ιούνιο του έτους 2016. Η προσφορά που ζητήθηκε υποβλήθηκε από την ενάγουσα μέσω της ως άνω εταιρίας του ………. και έγινε αποδεκτή, με αποτέλεσμα να συναφθεί σύμβαση πωλήσεως των ειδών που αναλυτικά μνημονεύονται στο δικόγραφο της αγωγής και στα πιο κάτω αναφερόμενα τιμολόγια, χωρίς να αμφισβητείται η ταυτότητα, η ποσότητα και η τιμή μονάδας εκάστου των πωληθέντων από τους εκκαλούντες. Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής η ενάγουσα στις 23.6.2016 παρέδωσε στο πλοίο NV, στο λιμένα της Νέας Ορλεάνης των ΗΠΑ, όπου τότε ναυλοχούσε, τα παραγγελθέντα υλικά και εφόδια, εξέδωσε δε τα ακόλουθα τιμολόγια: 1] το με αριθμό …./23.6.2016 τιμολόγιο συνολικής αξίας χιλίων εννιακοσίων δεκαεννέα δολαρίων ΗΠΑ και εννέα σεντς (1919,09 $), 2] το με αριθμό …. – Α/23.6.2016 τιμολόγιο συνολικής αξίας εννιακοσίων είκοσι δύο δολαρίων ΗΠΑ (922 $), 3] το με αριθμό … – Β/23.6.2016 τιμολόγιο συνολικής αξίας διακοσίων εβδομήντα επτά δολαρίων ΗΠΑ και είκοσι σεντς (277,20 $), 4] το με αριθμό .. – C/23.6.2016 τιμολόγιο συνολικής αξίας διακοσίων σαράντα δολαρίων ΗΠΑ και ενενήντα έξι σεντς (240,96 $), 5] το με αριθμό … – D/23.6.2016 τιμολόγιο συνολικής αξίας επτακοσίων δεκαπέντε δολαρίων ΗΠΑ και εξήντα οκτώ σεντς (715,68 $), 6] το με αριθμό …. – Ε/23.6.2016 τιμολόγιο συνολικής αξίας τετρακοσίων σαράντα πέντε δολαρίων ΗΠΑ και εβδομήντα σεντς (445,70 $), 7] το με αριθμό …. – F/23.6.2016 τιμολόγιο συνολικής αξίας ενενήντα οκτώ δολαρίων ΗΠΑ (98 $) και 8] το με αριθμό ….. – G/23.6.2016 τιμολόγιο συνολικής αξίας οκτακοσίων είκοσι ενός δολαρίων ΗΠΑ και εξήντα σεντς (821,60 $). Το τίμημα της ένδικης σύμβασης, το οποίο ανήλθε στο συνολικό χρηματικό ποσόν των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα δολαρίων ΗΠΑ και είκοσι τριών σεντς (1.919,09 $ + 922 $ + 277,20 $ + 240,96 $ + 715,68 $ + 445,70 $ + 98 $ + 821,60 $ = 5.440,23 $), πιστώθηκε και συμφωνήθηκε καταβλητέο εντός τριάντα [30] ημερών από την παράδοση των πωληθέντων, όπως προκύπτει από σχετικό έντυπο όρο που έχει περιληφθεί σε καθένα τιμολόγιο, όμως, δεν έχει εξοφληθεί, όπως δεν αμφισβητείται. Εκείνο που αμφισβητείται είναι η ταυτότητα του αγοραστή των παραδοθέντων στο πλοίο NV εμπορευμάτων και οφειλέτη του τιμήματος της πωλήσεως αυτών. Όπως από το σώμα τους προκύπτει, άπαντα τα επίδικα τιμολόγια έχουν εκδοθεί σε χρέωση «………. φροντίδι … .». Για την εταιρία ……… δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι η [τυπική κατά την εφεσίβλητη και ουσιαστική κατά τους αντιδίκους της] διαχειρίστρια του πλοίου NV, ενώ για την εταιρία ……….. οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι υπήρξε κατά τον κρίσιμο χρόνο η ναυλώτρια του πλοίου αυτού με σύμβαση γυμνής ναυλώσεως, δηλαδή η εφοπλίστριά του. Ανεξαρτήτως, πάντως της σχέσης της εταιρίας αυτής με το πλοίο που η ενάγουσα ανεφοδίασε, πρέπει κατά λογική αναγκαιότητα να γίνει δεκτό ότι τα στοιχεία της, που τέθηκαν στα τιμολόγια που η πωλήτρια εξέδωσε, γνωστοποιήθηκαν σ’ αυτήν μέσω του ως άνω αντιπροσώπου της στην Ελλάδα, που τα πληροφορήθηκε από εκείνον με τον οποίο αυτός (δηλαδή ο ……….) ήλθε σε συναλλακτική επαφή για να διαπραγματευθεί, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της ενάγουσας, τους όρους της ένδικης σύμβασης πωλήσεως. Περί της ταυτότητας του προσώπου αυτού ουδέν στην αγωγή αναφέρεται, πέραν του ότι επρόκειτο για υπάλληλο της πρώτης εναγομένης και κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προσκομίζεται. Είναι, βέβαια, γεγονός ότι για τις, προηγούμενες της ένδικης, συμβάσεις δυνάμει των οποίων η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στο πλοίο NG τροφοεφόδια αντί τιμήματος του οποίου την πληρωμή διεκδίκησε με την κρινόμενη αγωγή της, για να παραιτηθεί από το αίτημά της αυτό στη συνέχεια, οι διαπραγματεύσεις είχαν διεξαχθεί μεταξύ, αφενός, του ……., που δέχθηκε αίτημα υποβολής, για λογαριασμό της από αυτόν αντιπροσωπευόμενης ενάγουσας, οικονομικής προσφοράς, την οποία και πράγματι υπέβαλε και, αφετέρου, της ……., όπως προκύπτει από τα από 16.4.2016 και 30.5.2016 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (emails), που αντηλλάγησαν μεταξύ τους, στα οποία η ως άνω . .. εμφανίζεται να ενεργεί ως υπάλληλος της ενάγουσας. Όμως, για την ένδικη πώληση ούτε τέτοια ηλεκτρονική αλληλογραφία προσκομίζεται ούτε άλλο έγγραφο ή εμμάρτυρο μέσο απόδειξης παρέχεται στο Δικαστήριο για την ταυτότητα αυτού που διαπραγματεύθηκε τη σύναψή της ή για το πρόσωπο στο όνομα και για λογαριασμού του οποίου ο διαπραγματευόμενος ενεργούσε. Ασφαλές συμπέρασμα περί του ότι επρόκειτο για υπάλληλο της ενάγουσας δεν συνάγεται ούτε από την ένορκη βεβαίωση του ………….., στην οποία αναφέρεται μόνο ότι «…οι συμβάσεις έγιναν απευθείας με τη .…» κατά τρόπο, όμως, τόσο αόριστο, ώστε να μη γίνεται αντιληπτό αν αναφέρεται στην πρώτη εναγομένη (………), στη διαχειρίστρια του πλοίου (…….) ή στην αναγραφόμενη στα τιμολόγια εταιρία (………….). Εφόσον, επομένως, δεν αποδεικνύεται ότι αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας κατά την κατάρτιση της ένδικης πώλησης ήταν η πρώτη εναγόμενη, έπρεπε να απορριφθεί η πρώτη αγωγική βάση που θεμελιώθηκε στις διατάξεις των άρθρων 513 επομ. του ΑΚ. Αντίθετο συμπέρασμα δε μπορούσε να συναχθεί ούτε από το γεγονός ότι, όπως από τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 4ης.10.2016 και της 16ης.10.2016 που αντηλλάγησαν μεταξύ τους προκύπτει, για το διακανονισμό της αποπληρωμής του ενδίκου χρέους μετά το ληξιπρόθεσμό του σε διαπραγματεύσεις με τον αντιπρόσωπο της ενάγουσας στην Ελλάδα ……… προήλθε ο ……….., υπεύθυνος του τμήματος πωλήσεων της πρώτης εναγομένης, διότι οι συναλλακτικές αυτές επαφές έγιναν σε χρόνο μεταγενέστερο της κατάρτισης της επίμαχης σύμβασης και οφείλονταν σε διάθεση της πρώτης εναγόμενης να αναλάβει ξένα χρέη (της . . .., για την οποία παραδέχεται ότι αποτελεί θυγατρική της εταιρία, την οποία επιχείρησε να χρηματοδοτήσει προς αντιμετώπιση προβλημάτων ρευστότητάς της στα πλαίσια ενδοομιλικού δανεισμού). Άλλωστε, στο από μηνός Νοεμβρίου 2016 σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού αναγνώρισης οφειλής και εξωδικαστικού συμβιβασμού, που παρέμεινε μεν ανυπόγραφο αλλά προσκομιζόμενο από τους εκκαλούντες δεν αμφισβητήθηκε ούτε η προέλευσή του ούτε η αλήθεια του περιεχομένου του εκ μέρους της εφεσίβλητης, αναγράφεται ότι εκείνη που αναγνώριζε το εκ των ενδίκων τιμολογίων χρέος δεν ήταν η πρώτη εναγόμενη αλλά η (τρίτη – μη διάδικος) εταιρία με την επωνυμία «………», που έχει έδρα στον Παναμά και διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα, για την οποία στο αγωγικό δικόγραφο μνημονεύεται ότι πρόκειται για τη διαχειρίστρια του έτερου πλοίου (του NG), το οποίο εφοδίασε κατά τον κρίσιμο χρόνο η ενάγουσα. Να σημειωθεί ότι για χρέος τρίτου (εδώ της ……….) θα μπορούσε, βέβαια, να εναχθεί η πρώτη εναγόμενη, κατ’ επέκταση του συμβατικού δεσμού, εφόσον, όμως, με την αγωγή είχε υποβληθεί αίτημα κάμψης της νομικής προσωπικότητας του πραγματικού αγοραστή για τους λόγους που κατά τα πορίσματα της νομολογίας (ΟλΑΠ 2/1013) την επιτρέπουν, όπως όμως δε συμβαίνει με την ερευνώμενη αγωγή, με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί η ευθύνη της πρώτης εναγομένης από σύμβαση που συνήψε η ίδια και όχι η εις ολόκληρον ενοχή της στην αποπληρωμή οφειλής άλλου νομικού προσώπου, το οποίο αυτή χρησιμοποίησε, ενώ παράλληλα δεν εκτίθενται περιστάσεις υποδηλούσες κατάχρηση εκ μέρους της του θεσμού της εταιρίας και ικανές να διαμορφώσουν τέτοια έννομη κατάσταση, στα πλαίσια της οποίας να μην είναι ανεκτή η επίκληση της νομικής και οικονομικής αυτοτέλειας του συμβατικού οφειλέτη, με αποτέλεσμα η αρχή του χωρισμού των περιουσιών να μην αποτελεί εμπόδιο στην επέκταση της ευθύνης και σε άλλο πρόσωπο (εδώ την πρώτη εναγόμενη). Να σημειωθεί ακόμα και ότι η αγωγή κρίνεται απορριπτέα και ως προς την εκ του εφοπλισμού βάση της, που κρίθηκε μεν πρωτοδίκως νόμιμη αλλά μετά την παραδοχή της κύριας αγωγικής βάσης δεν ερευνήθηκε κατ’ ουσία και τούτο διότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν επιβεβαιώνεται ότι η πρώτη εναγόμενη είχε την εκμετάλλευση του πλοίου και την ασκούσε για δικό της λογαριασμό. Ειδικότερα, δεν προέκυψε ούτε ότι αυτή συμβαλλόταν με τους προμηθευτές της επιχείρησης του πλοίου στο δικό της όνομα ούτε ότι εξοφλούσε τις αντίστοιχες υποχρεώσεις ως δικές της ούτε ότι προσλάμβανε τα μέλη του πληρώματός του ούτε ότι συνήπτε συμβάσεις με τρίτους ναυλωτές του ούτε ότι εισέπραττε τους αντίστοιχους ναύλους ούτε ότι μεριμνούσε αυτή για την ασφάλιση του πλοίου καταρτίζοντας ασφαλιστικές συμβάσεις στο δικό της όνομα. Μη υφισταμένης δε συμβατικής ευθύνης της πρώτης εναγομένης δε μπορεί να γίνει λόγος για εις ολόκληρον ενοχή και των λοιπών εναγομένων για την εκπλήρωση των δικών της υποχρεώσεων.

  1. IV. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν πρέπει κατά παραδοχή του συναφούς πρώτου λόγου της ως ουσιαστικά βάσιμου, να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση που έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και, αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ από το παρόν Δικαστήριο, να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους εκκαλούντες. Τα δικαστικά έξοδα, των τελευταίων, αμφοτέρων των δικαιοδοτικών βαθμών, πρέπει κατά το σχετικό αίτημά τους, να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας  κατ’ αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2657/2018 αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους εκκαλούντες.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση

Κρατεί και δικάζει την από 4.8.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../4.8.2017 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Επιβάλλει στην ενάγουσα τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των επτακοσίων ευρώ (700 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 24 Φεβρουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ