Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 198/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 198/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

———————————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι εφέσεις: α) Η από 19.10.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../12.11.2018 και…../16.11.2018) έφεση του εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό δεύτερου των καθ’ων η από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/26.10.2016) ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, β) η από 19.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/19.11.2018 και ………./21.11.2018) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσας της από 19.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../20.12.2016) ανακοπής των άρθρων 933 και 979 του ΚΠολΔ και από 27.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../28.12.2016) ανακοπής, συμπληρωματικής της ανωτέρω, και γ) η από 20.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../ 20.11.2018 και ………../20.11.2018 έφεση της επίσης εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό πρώτης των καθ’ων η προαναφερθείσα από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./26.10.2016) ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, άπασες στρεφόμενες κατά της υπ’αριθμ. 4518/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν οι ανωτέρω ανακοπές, καθώς και έτερα δικόγραφα, έγινε δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η από 20.10.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/26.10.2016) ανακοπή, και απορρίφθηκαν καθ’ολοκληρίαν οι από 19.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/20.12.2016) και από 27.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/28.12.2016) ανακοπές, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Η εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 19.10.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………/12.11.2018 και…../16.11.2018) έφεση του εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό δεύτερου των καθ’ων η από 20.10.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/26.10.2016) ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, αναδειχθέντος υπερθεματιστή σε διενεργηθέντα με επίσπευση της πρώτης καθ’ης, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό πλοίου, πλοιοκτησίας της ανακόπτουσας, καθ’ης η εκτελεστική διαδικασία/οφειλέτριας, διώκουσα την ακύρωση της συνταχθείσας επί του πλειστηριασμού αυτού έκθεσης και της ακολούθως εκδοθείσας περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης του εκπλειστηριασθέντος, κατά της υπ’αριθμ. 4518/2018 απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την κριθείσα ως προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 937 παρ.3 του ιδίου Κώδικα), και με την οποία, η ανακοπή αυτή, συνεκδικασθείσα με άλλα δικόγραφα, έγινε δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, κατόπιν παραδοχής ενός λόγου εκ των διαλαμβανομένων στο δικόγραφό της, και ακυρώθηκαν οι ανωτέρω προσβαλλόμενες πράξεις, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1, και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 12.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …../12.11.2018), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης οριστικής απόφασης, που έλαβε χώρα στις 22.10.2018, με την επιμέλεια της ανακόπτουσας, στην πρώτη των καθ’ων η εν λόγω ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………..», όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ…./22.10.2018 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας ……….., επίδοση, που εκκινεί την προθεσμία της έφεσης, όχι μόνο κατά της επιδόσασας και της προαναφερθείσας τράπεζας, προς την οποία έγινε, αλλά και κατά του αναγκαίου ομοδίκου της τελευταίας δευτέρου των καθ’ων η ανακοπή και ήδη εκκαλούντος, ενόψει του χαρακτήρα του συνδέοντος αυτόν ως υπερθεματιστή με την ομόδικό του πρώτη καθ’ης η ως άνω ανακοπή (επισπεύσασα τον πλειστηριασμό) δεσμού ομοδικίας ως αναγκαστικού (βλ. σχετ. περί του ότι η ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, που  εγείρεται μετά την κατακύρωση του εκπλειστηριασθέντος, πρέπει να απευθύνεται κατά του υπερθεματιστή και του επισπεύδοντος δανειστή, μεταξύ των οποίων δημιουργείται δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας ΑΠ 272/2015, 546/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ενόψει και της φύσης της διαφοράς ως ναυτικής (άρθρα 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η εκ των ανωτέρω συνεκδικαζομένων εφέσεων από 19.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/19.11.2018 και …../21.11.2018) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσας της από 19.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/20.12.2016) ανακοπής των άρθρων 933 και 979 του ΚΠολΔ και από 27.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/28.12.2016) ανακοπής, συμπληρωματικής της πρώτης, για την ακύρωση, άλλως τη μεταρρύθμιση του πίνακα κατάταξης δανειστών, ο οποίος συντάχθηκε προς διανομή του επιτευχθέντος στον προαναφερθέντα πλειστηριασμό πλοίου, πλοιοκτησίας της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας, πλειστηριάσματος, και στον οποίο (προσβαλλόμενο πίνακα) κατατάχθηκε οριστικά και προνομιακά η καθ’ης, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, και επίσης επισπεύδουσα την εκτελεστική διαδικασία, για απαίτησή της σε βάρος της ανωτέρω καθ’ης η εκτέλεση, κατά της ιδίας πρωτόδικης οριστικής απόφασης, που απέρριψε αμφότερες αυτές,  έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1, και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 19.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …../19.11.2018), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης οριστικής απόφασης, που έλαβε χώρα στις 22.10.2018, με την επιμέλεια της ανακόπτουσας, κατά τα προεκτεθέντα, όπερ εκκινεί την προθεσμία άσκησης της έφεσης και για την ίδια, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από  την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ενόψει και της φύσης της διαφοράς ως ναυτικής (άρθρα 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 20.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/20.11.2018 και …../20.11.2018) έφεση της  εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας πρώτης των καθ’ων η προαναφερθείσα από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../26.10.2016) ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, επισπεύσασας την εκτελεστική διαδικασία σε βάρος της ανακόπτουσας, με την οποία ζητείται η ακύρωση της έκθεσης πλειστηριασμού του πλοίου της τελευταίας, καθώς και της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης του εκπλειστηριασθέντος προς τον υπερθεματιστή/δεύτερο καθ’ου, κατά τη ιδίας απορριπτικής της εν λόγω ανακοπής πρωτόδικης οριστικής απόφασης, έχει επίσης ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1, και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 20.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …../20.11.2018), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση προς την πρώτη καθ’ης και ήδη εκκαλούσα της πρωτόδικης οριστικής απόφασης, που έλαβε χώρα στις 22.10.2018, με την επιμέλεια της ανακόπτουσας, κατά τα προεκτεθέντα, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ενόψει και της φύσης της διαφοράς ως ναυτικής (άρθρα 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

H ναυτιλιακή εταιρία με την επωνυμία «………….» άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: 1) Την από 10.8.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/11.8.2016) ανακοπή της, με την οποία, επικαλούμενη ότι η καθ’ης – ανώνυμη τραπεζική εταιρία, για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησής της σε βάρος της από μεταξύ τους καταρτισθείσα δανειακή σύμβαση, και με εκτελεστό τίτλο την υπ’αριθμ……./22.7.2008 Πράξη Μονομερούς Σύστασης Απλής Ναυτικής Υποθήκης της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, επέσπευσε κατ’αυτής διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, στο πλαίσιο της οποίας προέβη σε κατάσχεση του ειδικότερα αναφερομένου στο δικόγραφο, υπό ελληνική σημαία, τουριστικού/επαγγελματικού πλοίου, πλοιοκτησίας της, με την υπ’αριθμ…./9.8.2016 κατασχετήρια έκθεση του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ………., ζήτησε, για τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο λόγους, την ακύρωση της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, 2) την από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../26.10.2016) ανακοπή της, με την οποία ισχυριζόμενη ότι το ανωτέρω κατασχεθέν πλοίο της εκπλειστηριάσθηκε, με επίσπευση της πρώτης καθ’ης, στις 21.9.2016, συνταχθείσας σχετικά της υπ’αριθμ……/21.9.2016 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., αναπληρώτριας της αρχικά ορισθείσας ως του πλειστηριασμού υπαλλήλου Συμβολαιογράφου Πειραιώς …. …, και κατακυρώθηκε στο δεύτερο καθ’ου, ο οποίος αναδείχθηκε υπερθεματιστής, ζήτησε, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο αυτής λόγους, ν’ακυρωθούν α) η προδιαληφθείσα έκθεση δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού, και β) η υπ’αριθμ. …/2016 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου στον ως άνω υπερθεματιστή της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, 3) το από 2.2.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ../…/3.2.2017) δικόγραφο προσθέτων λόγων στην ανωτέρω ανακοπή της, στρεφόμενο κατά των αυτών προσώπων, ήτοι της επισπεύσασας την εκτελεστική διαδικασία – ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, και του αναδειχθέντος υπερθεματιστή στο διενεργηθέντα πλειστηριασμό του πλοίου της, με αίτημα την ακύρωση των ιδίων ως άνω πράξεων της εκτέλεσης, 4) την από 19.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../20.12.2016) ανακοπή της, με την οποία ζήτησε, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο αυτής λόγους, κυρίως μεν την ακύρωση του υπ’αριθμ……/2016 πίνακα κατάταξης δανειστών, τον οποίο συνέταξε η Συμβολαιογράφος Πειραιώς …….., για τη διανομή του επιτευχθέντος στο διενεργηθέντα πλειστηριασμό του πλοίου της πλειστηριάσματος, και στον οποίο κατατάχθηκε η καθ’ης, επισπεύσασα την εκτελεστική διαδικασία, οριστικά και προνομιακά, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος μετά την αφαίρεση των εξόδων, σε μερική εξόφληση της απαίτησής της, το μέγεθος της οποίας αμφισβητείται με την ανακοπή, άλλως επικουρικώς τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα, ούτως ώστε η καθ’ης να καταταγεί σ’αυτόν τυχαία, υπό τον όρο της τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής της, καθώς, όπως ισχυρίσθηκε, η απαίτηση αυτή δεν είναι εκκαθαρισμένη, απαιτητή και ληξιπρόθεσμη, και 5) την από 27.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../ 28.12.2016) ανακοπή της (συμπληρωματική στην προαναφερθείσα ανακοπή), την οποία απηύθυνε κατά της ιδίας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, και με την οποία ζήτησε, σε περίπτωση που η ανωτέρω καθ’ης καταταγεί στον προσβαλλόμενο πίνακα για μικρότερο ποσό, να καταταγεί η ίδια στο ποσό του πλειστηριάσματος, που θα απελευθερωθεί, καθώς άλλοι δανειστές της δεν ανήγγειλαν απαιτήσεις τους στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο. Περαιτέρω το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου την από 13.2.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ. ………./13.12.2017) κύρια παρέμβασή του, την οποία έστρεψε κατά της καθ’ης η εκτέλεση οφειλέτριας (ανακόπτουσας), της επισπεύδουσας την εκτέλεση δανείστριας/τράπεζας και του υπερθεματιστή, ζητώντας την ακύρωση των ανωτέρω έκθεσης δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου και περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης. Επί των ανωτέρω δικογράφων εκδόθηκε η υπ’αριθμ.791/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν άπαντα αυτά, κηρύχθηκε το Δικαστήριο λειτουργικά αναρμόδιο προς εκδίκασή τους λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, και παραπέμφθηκαν για να συζητηθούν στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως λειτουργικά, αλλά και καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο και εισήχθησαν για να δικασθούν με την από 22.11.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/27.11.2017) κλήση της εκ των διαδίκων ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «………..». Το ως άνω Δικαστήριο εξέδωσε επί των προαναφερομένων δικογράφων την υπ’αριθμ.4518/2018 οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν άπαντα αυτά, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την κριθείσα ως προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 937 παρ.3 του ιδίου Κώδικα), ακολούθως α) απορρίφθηκε η από 10.8.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/11.8.2016) ανακοπή ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης, β) έγινε δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη η από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../26.10.2016) ανακοπή και ακυρώθηκαν οι με αυτήν προσβαλλόμενες πράξεις (έκθεση δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού του εν λόγω πλοίου και περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης αυτού στον αναδειχθέντα υπερθεματιστή), διότι κρίθηκε ότι το εν λόγω πλοίο προ της διενέργειας του πλειστηριασμού είχε με την υπ’αριθμ. ……./2010 εντολή του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) δεσμευθεί προς έλεγχο στη Μαρίνα του Αγίου Κοσμά, όπου βρισκόταν ελλιμενισμένο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 164 παρ.2 του Τελωνειακού Κώδικα, γεγονός, που γνωστοποιήθηκε εγγράφως στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο την 16.00 ώρα της ημέρας του πλειστηριασμού με την επίδοση σχετικής εξώδικης δήλωσης του πληρεξουσίου δικηγόρου της ανακόπτουσας, και συνεπάγεται την απαγόρευση της διάθεσής του, η οποία (απαγόρευση) περιλαμβάνει και τη διάθεση, που πραγματοποιείται από τους δανειστές διά της αναγκαστικής εκτέλεσης, και, κατ’επέκταση, και τη με πλειστηριασμό εκποίησή του, αφού μέσω αυτού περιήλθε στην πλοιοκτησία του υπερθεματιστή, με αποτέλεσμα την ακυρότητα του πλειστηριασμού και της επακολουθήσασας της διενέργειας αυτού συνταχθείσας περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, ότι πρόκειται περί απόλυτης ακυρότητας, που προτείνεται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όπως είναι η ανακόπτουσα/καθ’ης η εκτέλεση – οφειλέτρια, και ισχύει έναντι πάντων, αφού η δέσμευση αυτή έχει τεθεί για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, καθώς και ότι αποτελεί λόγο ακυρότητας μόνον του πλειστηριασμού και όχι και της προηγηθείσης αναγκαστικής κατάσχεσης του πλοίου, διότι, όπως επίσης έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η κατά τα ανωτέρω επιβληθείσα δέσμευση αυτού απαγορεύει μόνον την εκποίησή του, χωρίς να επηρεάζεται το κύρος των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, που προηγούνται της διενέργειας του πλειστηριασμού, καθόσον μόνον αυτός άγει στη μεταβίβαση της πλοιοκτησίας, που απαγορεύθηκε με τη δέσμευση, απορριφθέντος, κατόπιν της παραδοχής αυτής, του περί απαραδέκτου της προβολής του ως άνω λόγου ισχυρισμού των καθ’ων, σύμφωνα με τον οποίο σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός ως λόγος, που πλήττει το κύρος και της αναγκαστικής κατάσχεσης, έπρεπε, κατά τη διάταξη του άρθρου 935 του ΚΠολΔ, να προταθεί με την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, που η ανακόπτουσα είχε ασκήσει προηγουμένως με αίτημα την ακύρωση της πράξης της κατασχετήριας έκθεσης, όπερ, όμως, ουδόλως εγένετο εν προκειμένω, ενώ, συνακόλουθα, η εξέταση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λοιπών λόγων της ανακοπής αυτής, πλην του πρώτου, ο οποίος αφορούσε στο κύρος του εκτελεστού τίτλου της εκτέλεσης, και ως προς τον οποίο η ανακοπή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, καθώς και των λόγων, που περιέχονται στο από 2.2.2017 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ………/3.2.2017) δικόγραφο προσθέτων λόγων για την ακύρωση των ιδίων πράξεων της επισπευδομένης σε βάρος της ανακόπτουσας εκτελεστικής διαδικασίας, κρίθηκε ότι παρέλκει, έχοντας πλέον καταστεί άνευ αντικειμένου, γ) απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες η από 19.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/20.12.2016) ανακοπή, καθώς και η από 27.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../ 28.12.2016) συμπληρωματική αυτής ανακοπή, διότι, όπως έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οι με τους λόγους των ανακοπών αυτών επικαλούμενες από την ανακόπτουσα/καθ’ης η εκτέλεση ακυρότητες απαραδέκτως προβάλλονται κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών, που συντάχθηκε για τη διανομή του επιτευχθέντος στον πλειστηριασμό του πλοίου της πλειστηριάσματος, καθώς δεν αφορούν σε πλημμέλειες του ιδίου του πίνακα ή της έως τη σύνταξή του διαδικασίας της κατάταξης, αλλά ανάγονται άπασες σε χρόνο πριν από τον πλειστηριασμό, και, συνεπώς, δε μπορούν να προταθούν παραδεκτά ως λόγοι της ανακοπής του άρθρου 979 του ΚΠολΔ. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν κατά χρονολογική σειρά οι κάτωθι αναφερόμενες εφέσεις: 1) Η από 19.10.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ….. /12.11.2018 και…../16.11.2018) έφεση του εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό δεύτερου των καθ’ων της από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../26.10.2016) ανακοπής, αναδειχθέντος υπερθεματιστή στον πλειστηριασμό του πλοίου της ανακόπτουσας, με την οποία πλήττεται η πρωτόδικη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορά στην παραδοχή της ως άνω ανακοπής και κατ’ουσίαν, για τους λόγους, οι οποίοι ειδικότερα παρατίθενται στο δικόγραφο του ένδικου αυτού μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, που στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σχετικά με την κρίση του περί της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας του δεύτερου λόγου της ως άνω ανακοπής, και με αίτημα την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η σε βάρος του ασκηθείσα ανακοπή. 2) Η από 19.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/19.11.2018 και …../21.11.2018) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσας των από 19.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/20.12.2016) και από 27.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../ 28.12.2016) ανακοπών, με την οποία η εκκαλούσα παραπονείται κατά του απορριπτικού των ανακοπών αυτών κεφαλαίου της πρωτόδικης απόφασης, για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου αυτού μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, και σε μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικά με την περί απαραδέκτου των λόγων των ανακοπών της κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνουν δεκτές οι ανακοπές της αυτές ως νόμω και ουσία βάσιμες. 3) Η από 20.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../20.11.2018 και …../20.11.2018) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό πρώτης των καθ’ων της από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../26.10.2016) ανακοπής, επισπεύσασας την εκτελεστική διαδικασία σε βάρος της ανακόπτουσας, με την οποία πλήττεται η πρωτόδικη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορά στην παραδοχή της ως άνω ανακοπής και κατ’ουσίαν, για τους λόγους, οι οποίοι ειδικότερα παρατίθενται στο δικόγραφο του ένδικου αυτού μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, που στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σχετικά με την κρίση του περί της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας του δεύτερου λόγου της ως άνω ανακοπής, και με αίτημα την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η σε βάρος της ασκηθείσα ανακοπή. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι τα κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης, με τα οποία απορρίφθηκε η από 10.8.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../11.8.2016) ανακοπή ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, καθώς και ο πρώτος λόγος της από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../26.10.2016) ανακοπής, ως προς τον οποίο η ανακοπή αυτή απορρίφθηκε ως εκπροθέσμως ασκηθείσα και, συνακόλουθα, ως εκπρόθεσμη, δεν πλήττονται από την ανακόπτουσα των ανακοπών αυτών με την ασκηθείσα έφεσή της.

      Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της ανακόπτουσας ……….., που δόθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ’αριθμ.791/2017 παραπεμπτική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, β) τις προσκομιζόμενες καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία της ανακόπτουσας, μαρτύρων ……… και ……….., οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των άλλων διαδίκων να παραστούν, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ. …./29.3.3017 και …/29.3.3017 εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή . .. και περιέχονται στις υπ’αριθμ. ……/4.4.2017 και …./4.4.2017 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, δοθείσες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., τις προσκομιζόμενες καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία της ανακόπτουσας, μαρτύρων ……. και ………, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των άλλων διαδίκων να παραστούν, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ. …/3.2.2017 και …/3.2.2017 εκθέσεις επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας ….. και περιέχονται στις υπ’αριθμ…../9.2.2017 και ……/9.2.2017 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, δοθείσες ενώπιον της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου, τις προσκομιζόμενες καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία της …….Ε., μαρτύρων …….. και ………., οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ανακόπτουσας να παραστεί, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ…./8.2.2017  έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας ………, και την υπ’αριθμ. …/11.9.2017 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας ……. αντίστοιχα, και περιέχονται στις υπ’αριθμ. …/13.2.2017 και …./18.9.2017 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, δοθείσες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς και της Ειρηνοδίκη Αθηνών αντίστοιχα, γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνεται και η υπ’αριθμ…./13.2.2017 ένορκη βεβαίωση της ……., που λήφθηκε, με πρωτοβουλία του εκ των διαδίκων ………., στα πλαίσια άλλης δίκης, διεξαχθείσας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, και λαμβάνεται υπόψη και από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πλην των προσκομιζομένων από τον εκ των διαδίκων ……….. στις 2.4.2019 και στις 20.5.2019 εγγράφων εντός φακέλων, τα οποία ουδόλως λαμβάνονται υπόψη, διότι προσκομίσθηκαν εκπροθέσμως, ήτοι, ουχί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, αλλά ακόμη και μετά την παρέλευση της προθεσμίας της προσθήκης – αντίκρουσης από τη συζήτηση, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……..», πρώτη των καθ’ων της από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../26.10.2016) ανακοπής και του από 2.2.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../3.2.2017) δικογράφου προσθέτων λόγων της ανακοπής αυτής, επέσπευσε σε βάρος της ανακόπτουσας των ανωτέρω δικογράφων ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «……» διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησής της κατά της ανωτέρω καθ’ης η εκτέλεση, ανερχόμενη στις 19.2.2016 στο ποσό των 477.457,02 ευρώ κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, πλέον τόκων και εξόδων, απορρέουσα από τη μεταξύ τους καταρτισθείσα από 21.4.2008 σύμβαση έντοκου δανείου, ποσού 1.100.000 ευρώ, όπως αυτή τροποποιήθηκε στη συνέχεια με την από 20.6.2014 πράξη μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων, και καταγγέλθηκε εγγράφως από τη δανείστρια τράπεζα στις 19.2.2016, με εκτελεστό τίτλο το υπ’αριθμ……/2008 έγγραφο μονομερούς σύστασης απλής ναυτικής υποθήκης της Συμβολαιογράφου Πειραιώς … ………, με το οποίο, για την εξασφάλιση της απαίτησης της ως άνω τράπεζας από τη δανειακή σύμβαση, συστάθηκε υπέρ  αυτής ναυτική υποθήκη, για το ποσό του 1.430.000 ευρώ, επί του, υπό ελληνική σημαία, επαγγελματικού επιβατηγού τουριστικού πλοίου με το όνομα «SG» (ΣΤ), νηολογίου Πειραιώς με αυξ.αριθμ….., πλοιοκτησίας της δανειολήπτριας εταιρίας, η οποία (υποθήκη) εγγράφηκε στις 28.7.2008 στα οικεία βιβλία υποθηκών του Νηολογίου Πειραιώς.  Στο πλαίσιο της επισπευδομένης σε βάρος της οφειλέτριας εταιρίας – ήδη ανακόπτουσας διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης η ως άνω τράπεζα επέδωσε στην καθ’ης η εκτέλεση αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου του εν λόγω συμβολαιογραφικού εγγράφου με την κάτωθεν αυτού γραμμένη από 25.7.2016 επιταγή προς εκτέλεση, με την οποία την καλούσε να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 477.457,02 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, και, ακολούθως, προέβη στις 9.8.2016 σε επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης στο ως άνω πλοίο, που τότε ναυλοχούσε στον Άλιμο Αττικής, μετά των συστατικών, παραρτημάτων και του πλήρους εξοπλισμού του, δυνάμει της υπ’αριθμ…./2015 κατασχετήριας έκθεσης  του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών δικαστικού επιμελητή …….., στην οποία περιγράφεται αναλυτικά το κατασχεθέν. Με την ίδια ως άνω έκθεση ορίσθηκε ως ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού του κατασχεθέντος πλοίου η 21η.9.2016, ημέρα Τετάρτη, ως τόπος διεξαγωγής του το Ειρηνοδικείο Αθηνών, ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος η Συμβολαιογράφος Πειραιώς ………., και σε περίπτωση κωλύματός της ο νόμιμος αναπληρωτής της, και ως τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 266.667 ευρώ, κατόπιν της από 7.6.2016 έκθεσης εκτίμησης του μηχανολόγου – μηχανικού ……….. Κατά το διενεργηθέντα την ανωτέρω ημερομηνία πλειστηριασμό με επί του πλειστηριασμού υπάλληλο τη Συμβολαιογράφο Αθηνών . …, ως αναπληρώτρια της αρχικά ορισθείσας Συμβολαιογράφου, λόγω κωλύματός της, δυνάμει της υπ’αριθμ.4975/21.9.2016 απόφασης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, αναδείχθηκε υπερθεματιστής ο ………, δεύτερος των καθ’ων της από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/26.10.2016) ανακοπής και του από 2.2.2017 (με αυξ.αριθμ. καταθ. ………../3.2.2017) δικογράφου προσθέτων λόγων της ανακοπής αυτής, Συμβολαιογράφος Πειραιώς, στον οποίο και κατακυρώθηκε το εκπλειστηριασθέν πλοίο για το ποσό των 381.582 ευρώ, ως τον πλειοδότη (μεταξύ τεσσάρων εμφανισθέντων πλειοδοτών, που συμμετείχαν και κατέθεσαν προσφορές), που προσέφερε τη μεγαλύτερη τιμή, και συντάχθηκε σχετικώς η υπ’αριθμ. ……/21.9.2016 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της διενεργήσασας τον πλειστηριασμό Συμβολαιογράφου. Σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση πλειστηριασμού (στη σελίδα 13 αυτής) την ώρα 16.00 επιδόθηκε στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο δήλωση – γνωστοποίηση του Δικηγόρου ……., ως πληρεξουσίου δικηγόρου της καθ’ης η εκτέλεση ναυτιλιακής εταιρίας, στην οποία αναφερόταν «η με αριθμό 209 (με αριθμό εντολής ….) έκθεση δέσμευσης πλοίου». Επίσης στην ίδια έκθεση πλειστηριασμού μνημονεύεται (στη σελίδα 8 αυτής) ότι την προηγουμένη του πλειστηριασμού εμφανίσθηκε στην αρχικά ορισθείσα ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλο Συμβολαιογράφο Πειραιώς …….. ο …….., ενεργώντας για λογαριασμό του ……… ως αντιπρόσωπός του εξουσιοδοτηθείς σχετικώς δυνάμει του προσκομιζομένου συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου εγγράφου, ο οποίος (….) κατέθεσε έναν κλειστό σφραγισμένο φάκελο με την έγγραφη προσφορά του ανωτέρω … για το διενεργηθησόμενο πλειστηριασμό, καθώς και τραπεζική επιταγή της Τράπεζας ….., σε διαταγήν του (του ….), ποσού 100.000 ευρώ, ως εγγύηση για τη συμμετοχή του στον επικείμενο πλειστηριασμό. Πρέπει, επίσης να αναφερθεί ότι ο ανωτέρω αναδειχθείς πλειοδότης και η αρχικά ορισθείσα ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος Συμβολαιογράφος Πειραιώς . … έχουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ./τος 284/1993, συστήσει αστική επαγγελματική εταιρία συμβολαιογράφων με την επωνυμία «……….», της οποίας αποτελούν τους μοναδικούς εταίρους, αόριστης διάρκειας, με σκοπό την παροχή συμβολαιογραφικών υπηρεσιών σε τρίτους και τη διανομή στους εταίρους των συνολικών καθαρών αμοιβών εκ της δραστηριότητάς τους αυτής, με διαχειριστή το ………. (βλ. σχετικώς το προσκομιζόμενο καταστατικό της εν λόγω εταιρίας, που έχει εγκριθεί με απόφαση του Δοικητικού Συμβουλίου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείων Αθηνών – Πειραιώς – Αιγαίου και Δωδεκανήσου). Αποδείχθηκε επίσης ότι της διενέργειας του πλειστηριασμού και της κατακύρωσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου στον ανωτέρω υπερθεματιστή, που κατέβαλε νομίμως το πλειστηρίασμα, επακολούθησε η σύνταξη από τη Συμβολαιογράφο Πειραιώς …….. της υπ’αριθμ…../2016 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, η οποία καταχωρήθηκε  στις 3.10.2016 στα οικεία βιβλία του Νηολογίου Πειραιώς, με αποτέλεσμα να καταστεί ο υπερθεματιστής πλοιοκτήτης του εν λόγω πλοίου, που συγχρόνως μετονομάσθηκε σε “ΧΜ2” (ΗM2). Λόγω δε της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος προς ικανοποίηση των σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση απαιτήσεων της επισπεύσασας την εκτέλεση τράπεζας και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών της, συντάχθηκε από τη Συμβολαιογράφο Πειραιώς ……… ο υπ’αριθμ………./2016 πίνακας κατάταξης δανειστών, στον οποίο σε ολοκληρο το υπόλοιπο ποσό του πλειστηριάσματος που απέμεινε προς διανομή, μετά την αφαίρεση των εξόδων, ήτοι στο ποσό των 377.852,90 ευρώ, κατατάχθηκε οριστικά μόνον η ανωτέρω τράπεζα σε μερική εξόφληση κατά το ισόποσο της απαίτησής της.

Με το άρθρο 30 του ν. 3296/2004 (Α΄253), όπως ίσχυε κατά τον εν προκειμένω κρίσιμο χρόνο, ορίσθηκαν τα εξής: «1. Στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών συνιστάται νέα υπηρεσία με τον τίτλο «Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων» (ΥΠ.Ε.Ε.) υπαγόμενη απευθείας στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, με την έναρξη λειτουργίας της οποίας παύει η λειτουργία του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.)…2. Κύριο έργο της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων είναι η αποκάλυψη και καταπολέμηση εστιών οικονομικού εγκλήματος, και λαθρεμπορίας, ο έλεγχος της κίνησης κεφαλαίων, ο έλεγχος της διακίνησης αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και της κατοχής και διακίνησης απαγορευμένων ή υπό ειδικό καθεστώς ειδών και ουσιών, ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής των διατάξεων που σχετίζονται με τις εθνικές και κοινοτικές επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις, καθώς επίσης και των διατάξεων που αναφέρονται στην προστασία της δημόσιας περιουσίας. Ειδικότερα: α. Η έρευνα, ο εντοπισμός και η καταστολή οικονομικών παραβάσεων ιδιαίτερης βαρύτητας και σημασίας…β.Ο προληπτικός έλεγχος εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας και ο προσωρινός φορολογικός έλεγχος … καθώς και ο έλεγχος εφαρμογής των διατάξεων της τελωνειακής νομοθεσίας γ…δ…ε. Η εκτέλεση των εισαγγελικών παραγγελιών εντός του πεδίου των αρμοδιοτήτων του. 3… 5. Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων προβαίνει σε: α. Ελέγχους των μεταφορικών μέσων, καταστημάτων, αποθηκών και άλλων χώρων, όπου βρίσκονται αγαθά, … β. Έρευνες εγγράφων και λοιπών στοιχείων, ως και έρευνες σε άλλους χώρους που δεν αφορούν την επαγγελματική απασχόληση του ελεγχομένου,…γ. Συλλήψεις και ανακρίσεις προσώπων και έρευνες μεταφορικών μέσων, αγαθών, προσώπων, καταστημάτων, αποθηκών, οικιών και λοιπών χώρων, ως και στη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ισχύουσες κάθε φορά ειδικές διατάξεις και τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τα αδικήματα που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία και ανάγονται στην καθ’ύλην αρμοδιότητα της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων. δ. Κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων, αγαθών, μέσων μεταφοράς και άλλων στοιχείων, … σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά φορολογικές και τελωνειακές διατάξεις. ε. Δεσμεύσεις, σε ειδικές περιπτώσεις διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου ή περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και λαθρεμπορίου, τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων, με έγγραφο του Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων, ενημερώνοντας για την ενέργεια αυτή, εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, τον αρμόδιο εισαγγελέα. Τέλος, η Υπηρεσία αυτή ονομάσθηκε σε «Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος» (Σ.Δ.Ο.Ε.) με το άρθρο 88 παρ. 1 του ν. 3842/2010 (Α΄ 58). Στην υπό κρίση περίπτωση η ανακόπτουσα ναυτιλιακή εταιρία με το δεύτερο λόγο της από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../26.10.2016) ανακοπής της ισχυρίσθηκε ότι οι προσβαλλόμενες με την ανακοπή αυτή πράξεις της επισπευδομένης σε βάρος της από την πρώτη των καθ’ων ανώνυμη τραπεζική εταιρία διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, και δη ο πλειστηριασμός του κατασχεθέντος πλοίου της, για τον οποίο συντάχθηκε η υπ’αριθμ…../2016 έκθεση δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, αναπληρώσασας την αρχικά ορισθείσα ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλο Συμβολαιογράφο Πειραιώς …….., καθώς και η υπ’αριθμ…./2016 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου στον αναδειχθέντα υπερθεματιστή δεύτερο των καθ’ων η ανακοπή ……. της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… είναι άκυρες, διότι της διενέργειας του πλειστηριασμού αυτού είχε προηγηθεί η δέσμευση του εν λόγω πλοίου προς έλεγχο στη Μαρίνα του Αγίου Κοσμά, όπου ναυλοχούσε, από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος με την από 2.11.2010 έκθεσή του, σε εκτέλεση της υπ’αριθμ………../2010 εντολής, όπως γνωστοποιήθηκε και στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο κατά την ημέρα του πλειστηριασμού και προ της έναρξης αυτού διά της επίδοσης σχετικού εξώδικου εγγράφου, γεγονός, που συνεπάγεται την απαγόρευση διάθεσης του δεσμευθέντος πλοίου, η οποία περιλαμβάνει και την διά πλειστηριασμού εκποίησή του, και ενεργεί έναντι όλων, καθώς αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Όπως έχει ήδη εκτεθεί ο λόγος αυτός κρίθηκε ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, και, συνακόλουθα έγινε δεκτή η ανωτέρω ανακοπή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, και ακυρώθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις της επισπευδομένης σε βάρος της ανακόπτουσας διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ, κατόπιν τούτου, η δευρεύνηση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λοιπών λόγων της ιδίας ανακοπής και των λόγων του δικογράφου των προσθέτων λόγων αυτής κατέστη άνευ αντικειμένου. Το κεφάλαιο αυτό της πρωτόδικης απόφασης πλήττεται από αμφότερες τις καθ’ων η ανακοπή με τις ένδικες εφέσεις τους για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων κατά τα ειδικότερα στα εφετήρια αναφερόμενα. Επί του λόγου αυτού ανακοπής εκ των ιδίων ως άνω αποδεικτικών μέσεων αποδείχθηκαν τα κάτωθι: Στις 2.11.2010, ήτοι προ της έναρξης της επισπευδομένης σε βάρος της ανακόπτουσας της ανωτέρω ανακοπής διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης από την προαναφερθείσα τράπεζα, που έλαβε χώρα στις 8.8.2016, όταν και επιδόθηκε στην καθ’ης η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση, γραμμένη κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου του εν λόγω εκτελεστού τίτλου, κλιμάκιο υπαλλήλων του Σ.Δ.Ο.Ε. μετέβη στη Μαρίνα Αλίμου, όπου τότε ελλιμενιζόταν το μετέπειτα κατασχεθέν και εκπλειστηριασθέν πλοίο της ανακόπτουσας, και σε εκτέλεση της με αριθμό ………/25.8.2010 εισαγγελικής παραγγελίας, που αφορούσε στη διερεύνηση από το Σ.Δ.Ο.Ε. της κατά το παρελθόν επαγγελματικής ή μη χρήσης του εν λόγω πλοίου από την πλοιοκτήτρια σε σχέση με τους πλόες που εκτέλεσε, και, κατ’επέκταση του νομίμου ή μη της απαλλαγής της από την καταβολή Φ.Π.Α. κατά την αγορά του, και δη στη διακρίβωση του εάν η πλοιοκτήτρια κατά τον ανωτέρω χρόνο πράγματι εδικαιούτο της προβλεπομένης απαλλαγής από το συγκεκριμένο φόρο, ή όχι, ώστε να  τηε επιβληθεί αυτός εκ των υστέρων, και, συνεπώς στη διερεύνηση της τέλεσης ή μη αξιόποινης πράξης, ειδικότερα συνισταμένης στη μη καταβολή του αναλογούντος Φ.Π.Α., προέβη στην παραλαβή φωτοαντιγράφων της αδείας του ως επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, του εγγράφου της εθνικότητάς του, καθώς και μίας απόδειξης καταβολής μισθώματος, και στη συνέχεια στη δέσμευσή του προς περαιτέρω έλεγχο, άνευ ορισμού μεσεγγυούχου, σχετικώς εκδοθείσας της υπ’αριθμ……/21.10.2010 έκθεσης. Αποδείχθηκε επίσης ότι η εν λόγω δέσμευση εξακολουθούσε να ισχύει κατά το χρόνο διενέργειας του πλειστηριασμού του πλοίου και της επακολουθήσασας σύνταξης της επίσης προσβαλλομένης από την ανακόπτουσα περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης αυτού. Η ανωτέρω δέσμευση, η οποία ευρίσκει έρεισμα στην προαναφερθείσα στη μείζονα σκέψη διάταξη του άρθρου 30 παρ.5 του ν.3296/2004, χωρίς να ασκεί επιρροή στην περί τούτου κρίση του παρόντος Δικαστηρίου το γεγονός ότι στην εν λόγω έκθεση δεν μνημονεύεται ρητά η ανωτέρω διάταξη, ενώ, στο μέρος αυτής, που αναφέρεται στον ορισμό μεσεγγυούχου μνημονεύεται, μεταξύ άλλων άρθρων του ΚΠΔ, που παρατίθενται υπό τη μορφή προτυπωμένων ενδείξεων, το άρθρο 164 παρ. 2 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2690/2001, Α΄ 265), κατά το οποίο «Επιτρέπεται η δέσμευση ειδών των οποίων αμφισβητείται η, σύμφωνα με τις τελωνειακές διατάξεις και τη συναφή με αυτές νομοθεσία, κατοχή, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η προς άρση της αμφισβήτησης έρευνα των αρμόδιων Τελωνειακών Αρχών», δε συνιστά εν προκειμένω διοικητικό μέτρο προληπτικού χαρακτήρα, αλλά πράξη δικαστικής αρχής, ενταχθείσα σε ποινική διαδικασία, και ειδικότερα επιβληθείσα στο πλαίσιο διεργηθείσης (το πιθανότερον) προκαταρκτικής εξέτασης του άρθρου 31 του τότε ισχύσαντος ΚΠΔ για την ανίχνευση της τέλεσης ποινικού αδικήματος αναφορικά με την καταβολή του αναλογούντος Φ.Π.Α. κατά την αγορά του πλοίου, καθώς οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. που την επέβαλαν, ενήργησαν στην περίπτωση αυτή ως ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι του άρθρου 34 του ιδίου Κώδικα, οι οποίοι σαφώς και έχουν αρμοδιότητα να ασκούν τέτοιες πράξεις σύμφωνα με την διάταξη της περ.γ΄ της παρ. 5 του ίδιου ως άνω άρθρου 30 του ν. 3296/2004 και τις οικείες διατάξεις του ΚΠΔ για τα αδικήματα που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία και ανάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Σ.Δ.Ο.Ε., διότι εξέδωσαν την ως άνω έκθεση, κατόπιν ελέγχου που διενήργησαν στο πλοίο, σε εκτέλεση σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας, όπως πέραν πάσης αμφιβολίας προκύπτει από το προσκομιζόμενο από 4.3.2019 έγγραφο του Σ.Δ.Ο.Ε., το οποίο εκδόθηκε σε απάντηση υποβληθείσης αίτησης της νόμιμης εκπροσώπου της ανακόπτουσας, και στο οποίο ρητά μνημονεύεται η συγκεκριμένη παραγγελία, που αναφέρθηκε ανωτέρω, και όχι κατόπιν εγγράφου που Προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης του Σ.Δ.Ο.Ε. (πρβλ. ΣτΕ 3931/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, σύμφωνα με την οποία η προσβαλλόμενη με την τότε ένδικη αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ πράξη δέσμευσης πλοίου του Σ.Δ.Ο.Ε. έγινε δεκτό ότι αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, από την αμφισβήτηση της νομιμότητας της οποίας γεννάται ακυρωτική διαφορά, διότι εκδόθηκε μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε από υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε. κατόπιν εντολής του οικείου Προϊσταμένου του, και όχι κατόπιν παραγγελίας εισαγγελέως, και, συνεπώς, έγινε δεκτό ότι οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε. δεν ενήργησαν στην περίπτωση αυτή ως ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι, ώστε να πρόκειται για πράξη της δικαστικής αρχής, που προσβάλλεται απαραδέκτως, αλλά ως διοικητικά όργανα). Σημειωτέον ότι η διάταξη του άρθρου 31 του ΚΠΔ δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των διατάξεων, που μνημονεύονται στην έκθεση, αλλά εσφαλμένα η διάταξη του άρθρου 243 παρ.2 του τότε ισχύσαντος ΚΠΔ, που αναφέρεται στην αστυνομική «προανάκριση» και προφανώς δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, εφόσον, όπως προεκτέθηκε, υφίστατο παραγγελία του εισαγγελέα για τον έλεγχο και τη δέσμευση του πλοίου της ανακόπτουσας. Η δέσμευση αυτή, ως πράξη ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων, συνεπάγεται και κατά τη κρίση του παρόντος Δικαστηρίου την απαγόρευση κάθε περαιτέρω διάθεσης του δεσμευθέντος πλοίου, που περιλαμβάνει όχι μόνο την εκούσια μεταβίβαση της πλοιοκτησίας του, αλλά και την με αυτήν εξομοιούμενη ακούσια, και ειδικότερα την εκποίησή του, η οποία επέρχεται στο πλαίσιο της επισπευδομένης από δανειστή της πλοιοκτήτριας διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης με αναγκαστικό δημόσιο πλειστηριασμό, με αποτέλεσμα την ακυρότητα των εν προκειμένω προσβαλλομένων με την ανακοπή πράξεων, ήτοι της έκθεσης πλειστηριασμού και της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, που επακολούθησαν της επιβολής της δέσμευσης. Η έννομη αυτή συνέπεια, παρότι δεν προβλέπεται ρητά στην ανωτέρω διάταξη του ν.3296/2004, εντούτοις υπαγορεύεται από το δικαιοπολιτικό λόγο της προβλεπομένης στη διάταξη αυτή δέσμευσης, ερμηνευομένης της διάταξης τελολογικώς, που δε νοείται να στερείται παντελώς εννόμων συνεπειών αναφορικά με τη δυνατότητα αλλαγής έκτοτε του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του δεσμευθέντος περιουσιακού στοιχείου με οποιοδήποτε τρόπο, ήτοι με ή χωρίς τη βούληση του κυρίου, ο οποίος (λόγος) ειδικότερα συνίσταται στη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του προσώπου, στο οποίο αφορά η εκκρεμής ποινική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας επιβλήθηκε η δέσμευση αυτή, ούτως ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα για την εξυπηρέτηση των αναγκών της σε βάρος του διεξαγομένης έρευνας των αρμοδίων αρχών καθόλη τη διάρκειά της, μέχρι τη λήξη της ποινικής διαδικασίας, ή την κήρυξη της ακυρότητας της πράξης αυτής, ή πλέον την ανάκλησή της, ή την τροποποίησή της, καθώς και στη διασφάλιση της δυνατότητας μελλοντικής κατάσχεσης αυτού, και σε περίπτωση τυχόν καταδικαστικής απόφασης της δήμευσής του από το δικαστήριο, είτε ως παρεπόμενης ποινής, είτε ως μέτρου ασφαλείας. Πρόκειται όμως, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, όχι περί απόλυτης ακυρότητας, την οποία μπορεί να επικαλεσθεί ο οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, και εν προκειμένω η ανακόπτουσα, με ανακοπή της κατά του άρθρου 933 για την ακύρωση μεταγενέστερων της επιβολής της δέσμευσης πράξεων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται σε βάρος της, στο πλαίσιο της οποίας το δεσμευθέν από το Σ.Δ.Ο.Ε. πλοίο της εκπλειστηριάσθηκε στη συνέχεια και κατακυρώθηκε στον αναδειχθέντα υπερθεματιστή, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αλλά σχετικής (άρθρο 175 εδαφ. β΄του ΑΚ) υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του οποίου και αποσκοπεί αποκλειστικά, και το οποίο και μόνον μπορεί να την επικαλεσθεί. Επιχείρημα υπέρ τούτου δύναται να συναχθεί από τη διάταξη του άρθρου 48 του ν.3691/2008 «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις», η οποία ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, πλέον καταργηθείσα με το ν.4557/2018, και στην οποία, αφενός μεν προβλέπεται απαγόρευση εκποίησης ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου, που διατάσσεται από τον ανακριτή με διάταξή του, όταν διεξάγεται κύρια ανάκριση σε βάρος του προσώπου αυτού για τα αδικήματα του ανωτέρω νόμου, ή από το δικαστικό συμβούλιο με βούλευμα, σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, αφετέρου δε ορίζεται ότι η διάταξη ή το βούλευμα, που επέχουν θέση κατάσχεσης, επιδίδονται στο εν λόγω πρόσωπο, και εγγράφονται στα οικεία βιβλία, με αποτέλεσμα κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση, ή άλλη πράξη, που εγγράφεται  έκτοτε στα βιβλία αυτά να είναι άκυρη, όχι όμως έναντι όλων, αλλά μόνον έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με την ίδια διάταξη απαγόρευση εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου προσώπου, μπορεί, σε επείγουσες περιπτώσεις, να διαταχθεί και από τον Πρόεδρο της Αρχής του άρθρου 7 του ιδίου νόμου, όταν διεξάγεται έρευνα σε βάρος του προσώπου αυτού για την τέλεση τέτοιων αδικημάτων με τους αυτούς όρους και προϋποθέσεις και τις αυτές έννομες συνέπειες. Παρέπεται, επομένως, ότι η θεσπιζόμενη για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος απαγόρευση της εκποίησης ορισμένου περιουσιακού στοιχείου προσώπου, που επιβάλλεται με διάταξη του ανακριτή, ή με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, κατά τα οριζόμενα στην ισχύουσα νομοθεσία περί καταπολέμησης των εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, δηλαδή στο πλαίσιο εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας, (όπως συμβαίνει και στην κρινόμενη περίπτωση, που το πλοίο της ανακόπτουσας δεσμεύθηκε από τους υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε., οι οποίοι, όμως, ενήργησαν ως ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι, σε εκτέλεση σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας, για τη διερεύνηση τυχόν τέλεσης ποινικού αδικήματος αναφορικά με την καταβολή του αναλογούντος Φ.Π.Α. κατά την αγορά του πλοίου από την ανακόπτουσα εταιρία, με αποτέλεσμα η επιβληθείσα δέσμευση να συνιστά μέτρο ανακριτικού οργάνου, και όχι διοικητικό μέτρο προληπτικού χαρακτήρα, και, συνεπώς παρουσιάζει ομοιότητες, τηρουμένων των αναλογιών, με την προαναφερθείσα περίπτωση που ρυθμίζει ο ν.3691/2008 για την άντληση επιχειρημάτων), ρητά προβλέπεται ότι καθιστά μεν άκυρη οποιαδήποτε μεταγενέστερη διάθεση του εν λόγω στοιχείου, όπερ περιλαμβάνει και τη διάθεση με αναγκαστική εκτέλεση, πλην όμως έναντι του Δημοσίου και μόνον, υπέρ του οποίου και έχει ταχθεί, και το οποίο μπορεί να την προβάλει, και όχι έναντι οποιουδήποτε άλλου, που τυχόν έχει έννομο συμφέρον να την επικαλεσθεί. Επιπροσθέτως, και σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως των όσων έχουν ήδη εκτεθεί, η κατά τα ανωτέρω επιβληθείσα από τους υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε. δέσμευση του πλοίου της ανακόπτουσας και η απαγόρευση εκποίησής του, την οποία, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, συνεπάγεται η δέσμευση ως έννομη συνέπεια, δε μπορεί κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου να αντιταχθεί έναντι όλων, και, συνεπώς, να αποτελέσει λόγο ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ για την ακύρωση του διενεργηθέντος πλειστηριασμού του μετέπειτα κατασχεθέντος πλοίου και της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, στρεφομένης κατά της επισπεύδουσας τον πλειστηριασμό δανείστριας και του αναδειχθέντος υπερθεματιστή, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Και τούτο διότι, σε αντίθεση με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 48 του ν.3691/2008, δεν προβλέπεται τήρηση ως προς αυτήν διατυπώσεων δημοσιότητας, ως έδει για τη σταθερότητα και την ασφάλεια των συναλλαγών, που αφορούν συγκεκριμένα σε πλοίο, και για την προστασία των καλόπιστων τρίτων, και καθιερώνεται σε πλείστες όσες διατάξεις της ναυτικής νομοθεσίας ως απαιτούμενη προϋπόθεση για την επέλευση εννόμων συνεπειών αναφορικά με το καθεστώς και τη νομική κατάσταση του πλοίου, και ειδικότερα δεν ορίζεται στις οικείες διατάξεις ότι η επιβληθείσα δέσμευση εγγράφεται υποχρεωτικά στα τηρούμενα από τις δημόσιες αρχές βιβλία (και δη, αναφορικά με πλοίο,  στα βιβλία κατασχέσεων, υποθηκών, και στα νηολόγια), που όντας προσιτά σε όλους, παρέχουν δημόσια πίστη, ώστε να δύναται μετά την καταχώρηση αυτή να ισχύει έναντι οποιουδήποτε τρίτου και να τον δεσμεύει. Σημειωτέον ότι, ανεξαρτήτως των όσων προεκτέθηκαν περί της μη πρόβλεψης στο νόμο της εγγραφής της επιβληθείσης από το Σ.Δ.Ο.Ε. δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων στα κατά περίπτωση οικεία βιβλία ανάλογα με το είδος του δεσμευθέντος στοιχείου, προκειμένου η δέσμευση αυτή να ενεργεί έναντι πάντων, αποδείχθηκε ότι  εν προκειμένω η ως άνω δέσμευση του πλοίου της ανακόπτουσας σε κάθε περίπτωση δεν καταχωρήθηκε στα κατά τη νομοθεσία τηρούμενα βιβλία, που αφορούν σε πλοία, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με αριθμ.πρωτ. 2675/9.8.2016 πιστοποιητικό βαρών του πλοίου αυτού, το οποίο εκδόθηκε από τον Τομέα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκοφυλακείων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, και σύμφωνα με το οποίο, αναφορικά με το συγκεκριμένο πλοίο, έχουν καταχωρηθεί μόνον η χορηγηθείσα υπέρ της ………. απλή ναυτική υποθήκη, καθώς και η επιβληθείσα από την ανωτέρω τράπεζα κατάσχεση για το ποσό των 477.457,02 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, και ουδέν έτερο, με αποτέλεσμα, ελλείψει σχετικής εγγραφής της στα οικεία βιβλία, να μη δύναται να αντιταχθεί έναντι άλλων, πλην της πλοιοκτήτριας, και συγκεκριμένα έναντι των εν προκειμένω τρίτων επισπεύδουσας τράπεζας και υπερθεματιστή, που την αγνοούσαν, ούτε υπήρχε η δυνατότητα να την πληροφορηθούν, με σχετικό λόγο ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ,  απευθυνομένης κατ’αυτών, με την περαιτέρω επισήμανση ότι οι απαιτήσεις δημοσιότητας της δέσμευσης του πλοίου διά της καταχώρησης στα οικεία βιβλία του νηολογίου δε μπορούν να αναπληρωθούν ή να υποκατασταθούν από τη γνωστοποίηση της επιβολής της δέσμευσης, που έλαβε χώρα κατά την ημέρα του πλειστηριασμού, με σχετική εξώδικη δήλωση της ανακόπτουσας προς την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατά παραδοχήν ως νόμω και ουσία βασίμου του δευτέρου λόγου της από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../26.10.2016) ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, δέχθηκε ότι η επιβληθείσα από το Σ.Δ.Ο.Ε. δέσμευση του πλοίου της ανακόπτουσας συνεπάγεται απαγόρευση εκποίησης αυτού, που περιλαμβάνει και την διά πλειστηριασμού εκποίησή του, με αποτέλεσμα την ακυρότητα των προσβαλλομένων διά της ανακοπής πράξεων της σε βάρος της επισπευδομένης εκτέλεσης (έκθεσης πλειστηριασμού του και περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης), η οποία (ακυρότητα) είναι απόλυτη, και μπορεί να προβληθεί από οποιοδήποτε έχει έννομο συμφέρον, αλλά και να αντιταχθεί έναντι όλων, και συνακόλουθα δέχθηκε την ανωτέρω ανακοπή και ακύρωσε τις εν λόγω πράξεις, εσφαλμένα τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, και πλημμελώς εκτίμησε τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, ενώ θα έπρεπε να απορρίψει το λόγο αυτό, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκαν οι καθ’ων η ανωτέρω ανακοπή με σχετικές αιτιάσεις τους, που περιλαμβάνονται στους δεύτερο και τέταρτο λόγους της από 20.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../20.11.2018 και …../20.11.2018) έφεσης της πρώτης εξ αυτών και στον πρώτο λόγο της από 19.10.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/12.11.2018 και…../16.11.2018) έφεσης του δευτέρου τούτων αντίστοιχα. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτές οι ανωτέρω εφέσεις (η διερεύνηση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λοιπών λόγων αυτών παρέλκει, έχοντας καταστεί άνευ αντικειμένου) και ως κατ’ουσίαν βάσιμες, και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής, με το οποίο έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../26.10.2016) ανακοπή κατά παραδοχήν του δεύτερου λόγου αυτής, και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η ανακοπή ως προς το λόγο αυτό, ν’απορριφθεί τούτος, ακολούθως, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Πρέπει, επίσης, λόγω της νίκης των εκκαλουσών να διαταχθεί η απόδοση εις εκάστη εξ αυτών του κατατεθέντος παραβόλου του ενδίκου μέσου (άρθρο 495 παρ.3, εδάφιο προτελευταίο του ΚΠολΔ). Τέλος, εφόσον εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση κατά το προαναφερθέν κεφάλαιο, και, στη συνέχεια, απορρίφθηκε ο λόγος της ανωτέρω ανακοπής που είχε γίνει πρωτοδίκως δεκτός, το παρόν Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει και τους λοιπούς λόγους της ανακοπής αυτής, που δεν είχαν εξετασθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πλην του πρώτου λόγου, ως προς τον οποίο η ανακοπή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, και ειδικότερα ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, χωρίς η κρίση αυτή να πλήττεται από την ανακόπτουσα με τη δική της έφεση, καθώς και τους επίσης μη εξετασθέντες πρωτοδίκως λόγους, που περιέχονται στο ασκηθέν δικόγραφο των από 2.2.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./3.2.2017) πρόσθετων λόγων στην ως άνω ανακοπή.

Με τον τρίτο λόγο της ανωτέρω ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίσθηκε ότι οι προσβαλλόμενες έκθεση πλειστηριασμού του πλοίου της, και περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης είναι άκυρες, διότι, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 965 του ΚΠολΔ, πλειοδότησε στον πλειστηριασμό αυτόν, που επισπεύθηκε από την πρώτη των καθ’ων, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, ο δεύτερος των καθ’ων ………, με την υποβολή την προηγουμένη της ημέρας του πλειστηριασμού διά του πληρεξουσίου του …….. στην αρχικά ορισθείσα ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλο Συμβολαιογράφο Πειραιώς . …, κλειστού σφραγισμένου φακέλου, που, κατά δήλωση του ανωτέρω εμφανισθέντος προσώπου, περιείχε την έγγραφη προσφορά του εντολέως του για τη συμμετοχή του στον επικείμενο πλειστηριασμό, καθώς και τραπεζική επιταγή, ποσού 100.000 ευρώ, ως εγγύηση της συμμετοχής του, ο οποίος, όμως, τυγχάνει επίσης Συμβολαιογράφος Πειραιώς, και άμεσος συνεργάτης της ανωτέρω Συμβολαιογράφου, με την οποία έχουν κοινά συμφέροντα, ως εταίροι της συμβολαιογραφικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», και, η οποία λόγω κωλύματός της, εμφανισθέντος κατά την ημέρα του πλειστηριασμού, αναπληρώθηκε για τη διενέργειά του από τη Συμβολαιογράφο Αθηνών ………., της αναπλήρωσής της ουσιαστικά μεθοδευθείσας από τον ίδιο με τη δική της συμφωνία, αναδείχθηκε μάλιστα αυτός και υπερθεματιστής του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, αν και παρά το νόμο συμμετείχε στον πλειστηριασμό, με αποτέλεσμα να υποστεί αυτή (η ανακόπτουσα) βλάβη, που δε μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, ει μη μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας, διότι ο ανωτέρω υπερθεματιστής, με τη συνδρομή της αρχικά ορισθείσας ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, παρεμπόδισε φερέγγυο πλειοδότη να μετάσχει του πλειστηριασμού, όπερ της προκάλεσε οικονομική ζημία, αφού απώλεσε περιουσιακό της στοιχείο, του οποίου η εμπορική αξία κατά το χρόνο του πλειστηριασμού ανερχόταν στο ποσό των 700.000 ευρώ, αλλά κατακυρώθηκε σε σημαντικά μικρότερο ποσό, πολλώ δε μάλλον που, όπως επίσης υποστηρίζεται, στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα είναι απόλυτη, ανεξαρτήτως επίκλησης και απόδειξης της επέλευσης βλάβης. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τα κάτωθι: Όπως έχει ήδη αναφερθεί, πράγματι η αρχικά ορισθείσα ως επί του πλειστηριασμού του πλοίου της ανακόπτουσας υπάλληλος …….., που αναπληρώθηκε κατά τη διενέργειά του λόγω δηλωθέντος κωλύματος από τη Συμβολαιογράφο Αθηνών ………, και ο δεύτερος των καθ’ων η ανακοπή, διά αντιπροσώπου πλειοδοτήσας στη Συμβολαιογράφο …… την προηγουμένη του πλειστηριασμού ημέρα, διά της κατάθεσης έγγραφης σφραγισμένης προσφοράς και εγγύησης συμμετοχής του στον διενεργηθησόμενο πλειστηριασμό, και αναδειχθείς υπερθεματιστής του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, . …, επίσης Συμβολαιογράφος Πειραιώς, έχουν συστήσει την ως άνω συμβολαιογραφική εταιρία, της οποίας αποτελούν τους μοναδικούς εταίρους, πλην όμως η ιδιότητά του αυτή δε συνιστά κώλυμα συμμετοχής του στον πλειστηριασμό, στον οποίο υπάλληλος είχε ορισθεί η συνέταιρός του στην εν λόγω εταιρία, το οποίο να καθιστά άκυρο το διενεργηθέντα πλειστηριασμό, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ανακόπτουσα, καθώς δεν προβλέπεται ως τέτοιο στο νόμο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 965 παρ.1 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ, δε μπορούν να πλειοδοτήσουν – μεταξύ άλλων – οι υπάλληλοι του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, ενώ η ίδια απαγόρευση ισχύει και για τους συγγενείς του εξ’αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό (άρθρο 7 του ν.2830/2000). Συγκεκριμένα, δε μπορούν να πλειοδοτήσουν οι υπάλληλοι του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, δηλαδή οι γραμματείς και οι γραφείς του, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή τους ή όχι στη διενέργεια του πλειστηριασμού, οι οποίοι τελούν σε υπαλληλική σχέση με το συμβολαιογράφο – υπάλληλο του πλειστηριασμού κατά το χρόνο διενέργειάς του (δηλαδή όχι με σχέση μίσθωσης έργου, βλ. σχετ. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ε΄, έκδοση 1997, υπό άρθρο 965, σελ.796-797). Στην προκειμένη περίπτωση ο δεύτερος καθ’ου κατά το χρόνο διενέργειας του επίδικου πλειστηριασμού δεν υπήρξε υπάλληλος της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου Συμβολαιογράφου ………., ως εκ τούτου, ουδεμία απαγόρευση συμμετοχής του στον πλειστηριασμό συντρέχει στο πρόσωπό του. Η σχέση του με την ανωτέρω Συμβολαιογράφο, που αφορά στη συμμετοχή αμφοτέρων ως εταίρων συμβολαιογραφικής εταιρίας, δεν επιδρά στο κύρος του διενεργηθέντος πλειστηριασμού, αφού δε συνδέονται με υπαλληλική σχέση, που θα καθιστούσε αυτόν εξαρτώμενο από την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο πρόσωπο. Η ύπαρξη σχέσης εξάρτησης, που δημιουργείται λόγω του υπαλληλικού δεσμού ή της συγγένειας με τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, αποτελεί το δικαιοπολιτικό λόγο της θέσπισης της απαγόρευσης πλειοδοσίας για τα πρόσωπα αυτά, κατά την τελολογική ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες την προβλέπουν, και οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται στενά, και όχι διασταλτικά, όπερ κατά νομική αναγκαιότητα συνεπάγεται ότι η οποιαδήποτε άλλη τυχόν επαγγελματική σύνδεση μεταξύ του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου και του πλειοδότη, μη υπαλληλική, δεν εμπίπτει στην εν λόγω απαγόρευση, διότι μία τέτοια παραδοχή θα αποτελούσε υπέρμετρο περιορισμό στη συμμετοχή προσώπων στη διαδικασία του πλειστηριασμού. Πρέπει, επομένως, ενόψει τούτων, ν’απορριφθεί ο λόγος αυτός της ανακοπής.

Από τις διατάξεις των άρθρων 200, 281 και 288 του ΑΚ απορρέει, πλην άλλων, και η αρχή ότι απαγορεύεται, κατά τη δικαιοπρακτική ενέργεια προς απόκτηση δικαιώματος, η χρησιμοποίηση μέσων ή τεχνασμάτων, που προσκρούουν στην καλή πίστη, η οποία πρέπει να διέπει τις συναλλαγές, από το συνδυασμό δε των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 959, 963, 998 και 1005 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε ενέργεια του δανειστή ή του υπερθεματιστή ή οποιουδήποτε άλλου, που βρίσκεται σε συνεννόηση με τον υπερθεματιστή, η οποία παρεμποδίζει την πλειοδοσία και κατά συνέπεια την επίτευξη μεγαλύτερου εκπλειστηριάσματος και γενικά κάθε ενέργεια των ανωτέρω προσώπων, που τείνει στην παρακώλυση του ελεύθερου συναγωνισμού, με απομάκρυνση των πλειοδοτών προς τον σκοπό να κατακυρωθεί το πράγμα αντί κατωτέρου τιμήματος στον υπερθεματιστή, προς όφελος του ιδίου, και με αντίστοιχη βλάβη του οφειλέτη ή των δανειστών ή και αμφοτέρων, είναι αντίθετη προς την ελευθερία των συναλλαγών και την καλή πίστη που πρέπει να την διέπει, με αποτέλεσμα να προκαλείται ακυρότητα του πλειστηριασμού και της κατακύρωσης, που διενεργούνται με τέτοιες αθέμιτες πράξεις και ενέργειες. Η ακυρότητα δε αυτή απαγγέλλεται από το δικαστήριο κατά το άρθρο 159 παρ.3 του ΚΠολΔ λόγω βλάβης του οφειλέτη, που δε μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας του πλειστηριασμού (ΑΠ 1716/2011 ΕΦΑΔ 2012.412, ΑΠ 1343/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1337/2006 ΕλλΔνη 2007.802, ΑΠ 1531/2008 ΕλλΔνη 2011.1016, ΑΠ 147/2004 ΝοΒ 2004.1564, ΑΠ 194/2003 ΧΡΙΔ 2003.444). Για να απαγγελθεί όμως στην περίπτωση αυτή ακυρότητα, πρέπει ο επικαλούμενος αυτήν να καθορίζει στο δικόγραφο της σχετικής ανακοπής και τα πρόσωπα, τα οποία προσήλθαν ή επρόκειτο να προσέλθουν κατά τη διενέργεια του πλειστηριασμού και τα οποία απομακρύνθηκαν ή εμποδίσθηκαν να προσέλθουν συνεπεία δολίων ενεργειών του δανειστή ή του υπερθεματιστή, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η βασιμότητα τούτου. Σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει αοριστία του δικογράφου της ανακοπής, η οποία δε μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ή με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 147/2004 ΧΡΙΔ 2004.624, ΑΠ 194/2003 ΕλλΔνη 44.1313, ΑΠ 1454/1998 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2337/2007 ΕλλΔνη 2008.1505). Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα με τον τέταρτο λόγο της από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../26.10.2016) ανακοπής της, και με αμφότερους τους λόγους του από 2.2.2017 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………/3.2.2017) δικογράφου των προσθέτων λόγων στην ανωτέρω ανακοπή της, ισχυρίσθηκε ότι οι προσβαλλόμενες με τα δικόγραφα αυτά πράξεις της επισπευδομένης σε βάρος της από την πρώτη των καθ’ων διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, πλειστηριασμός, στον οποίο το κατασχεθέν πλοίο της κατακυρώθηκε στο δεύτερο καθ’ου, και περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, είναι άκυρες, διότι, αφενός μεν δολίως, προ της διενέργειας του πλειστηριασμού, αποτράπηκαν από την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο Συμβολαιογράφο Πειραιώς ………., η οποία τελούσε σε συνεννόηση με το δεύτερο καθ’ου, να συμμετάσχουν στον πλειστηριασμό και να πλειοδοτήσουν τα κατονομαζόμενα, τόσο στο δικόγραφο της ανακοπής, όσο και στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, δύο (2) φυσικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα την επίτευξη μικρότερου εκπλειστηριάσματος, καθώς τα πρόσωπα αυτά είχαν την πρόθεση και τη δυνατότητα να πλειοδοτήσουν, προσφέροντας πολύ υψηλότερο ποσό, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο της ανακοπής και στον πρώτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναφερόμενα, αφετέρου δε, όπως εκτίθεται με το δεύτερο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων, κατά την ημέρα του πλειστηριασμού δύο σωματώδη πρόσωπα, στέκονταν στην είσοδο της αίθουσας, όπου διεξαγόταν ο πλειστηριασμός, και παρεμπόδιζαν υποψήφιους πλειοδότες να εισέλθουν και να συμμετάσχουν στη διαδικασία, και ενώ εντός της αιθούσης παρευρίσκονταν ο ……… για λογαριασμό του δεύτερου καθ’ου, ο οποίος είχε ήδη καταθέσει την προσφορά του για το εκπλειστηριαζόμενο πλοίο διά του ανωτέρω αντιπροσώπου του την προηγούμενη ημέρα, και άλλοι τρεις πλειοδότες, οι οποίοι υπέβαλαν τις προσφορές τους την ίδια ημέρα του πλειστηριασμού, και εκ των οποίων ο ένας εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της επισπεύδουσας τράπεζας, και οι άλλοι δύο ετύγχαναν γνωστοί του προαναφερθέντος ……….., με αποτέλεσμα, τοιουτοτρόπως να παρακωλυθεί ο ελεύθερος συναγωνισμός κατά την πλειοδοσία, που περιορίσθηκε μεταξύ “γνωστών και φίλων”, στο οποίο, άλλωστε απέβλεπε και η αποτρεπτική της εισόδου των πλειοδοτών στην αίθουσα του πλειστηριασμού συμπεριφορά των ανωτέρω προσώπων, και να μην επιτευχθεί μεγαλύτερο πλειστηρίασμα, το οποίο υπό συνθήκες ομαλής διεξαγωγής του πλειστηριασμού θα ανερχόταν τουλάχιστον στο ποσό των 600.000 ευρώ, όπερ της προκάλεσε οικονομική ζημία, ποσού 220.000 ευρώ κατ’ελάχιστον. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το ανωτέρω δικόγραφο των προσθέτων λόγων ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα, ήτοι προ οκτώ (8) ημερών τουλάχιστον από την αρχικά προσδιορισθείσα συζήτηση της ανακοπής,  σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 933 παρ.1 εδαφ. τελευταίο του ιδίου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρο όγδοο παρ.2 του ν.4335/2015, και εφαρμόζεται εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επιταγή προς εκτέλεση, που αποτελεί την πρώτη πράξη της επισπευδομένης σε βάρος της ανακόπτουσας διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, πράξεις της οποίας προσβάλλονται με την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, επιδόθηκε στην ως άνω καθ’ης η εκτέλεση στις 8.8.2016, ήτοι μετά την 1η.1.2016, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ.4 του ιδίου νόμου, καθώς στην υπό κρίση περίπτωση η ανακοπή προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 14.2.2017, και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων σ’αυτήν ασκήθηκε στις 3.2.2017, διά της επίδοσής του στους καθ’ων, που έλαβε χώρα κατά την ανωτέρω ημερομηνία, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες …/3.2.2017 και …/3.2.2017 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….., ήτοι εντός της προβλεπομένης στην προαναφερθείσα διάταξη, όπως αυτή αντικαταστάθηκε κατά τα ανωτέρω, προθεσμίας για την άσκηση πρόσθετων λόγων επί της ανακοπής κατά της εκτέλεσης του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων των καθ’ων, σύμφωνα με τις οποίες οι πρόσθετοι λόγοι απορριπτέοι τυγχάνουν ως εκπροθέσμως ασκηθέντες, διότι ασκήθηκαν εκτός της προθεσμίας των άρθρων 934 και 1011Α παρ.2 του ΚΠολΔ, των 40 ημερών από τη σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού, απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω, με το περιεχόμενο αυτό ο δεύτερος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων ανακοπής πρέπει ν’απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, διότι δεν περιέχει όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα του περιεχομένου του, και ειδικότερα δεν κατονομάζονται στο δικόγραφο τα πρόσωπα, τα οποία προσήλθαν μεν κατά την ημέρα του πλειστηριασμού του πλοίου της ανακόπτουσας στον καθορισθέντα και δημοσιοποιηθέντα χώρο διεξαγωγής του, προκειμένου να πλειοδοτήσουν, πλην όμως παρεμποδίσθηκαν από τα δύο (2) πρόσωπα, που βρίσκονταν εκτός της συγκεκριμένης αιθούσης, όπου διεξαγόταν, να εισέλθουν και να συμμετάσχουν στη διαδικασία της πλειοδοσίας, όπως απαιτείται στην περίπτωση αυτή για το ορισμένο του δικογράφου, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Οι λοιποί λόγοι, όμως, είναι ορισμένοι, και νόμιμοι, στηριζόμενοι στις διατάξεις, που αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, και περαιτέρω ερευνητέοι τυγχάνουν κατ’ουσίαν. Πλέον ειδικότερα, η ανακόπτουσα με τον τέταρτο λόγο του δικογράφου της ανωτέρω ανακοπής της ισχυρίζεται ότι ο ………. με δόλιες ενέργειες της αρχικά ορισθείσας επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, η οποία τελούσε σε συνεννόηση με το δεύτερο καθ’ου, που τελικά αναδείχθηκε υπερθεματιστής του εκπλειστηριασθέντος πλοίου της, αποτράπηκε από το να προσέλθει και να συμμετάσχει στην πλειοδοσία, διά της κατάθεσης προσφοράς ποσού 500.000 ευρώ, όπως επροτίθετο να πράξει, διότι σε τηλεφωνική επικοινωνία του την προηγούμενη του πλειστηριασμού ημέρα με πρόσωπο του γραφείου της ανωτέρω Συμβολαιογράφου, που εκτελούσε εντολές της τελευταίας και του δευτέρου καθ’ου, ενημερώθηκε ψευδώς ότι ο πλειστηριασμός δε θα λάβει χώρα την επομένη, λόγω διευθέτησης της οφειλής της καθ’ης η εκτέλεση προς την επισπεύδουσα τράπεζα, όπερ αποσκοπούσε στο να παραπεισθεί αυτός και να μην μεταβεί στο χώρο διεξαγωγής του πλειστηριασμού για να πλειοδοτήσει, όπως και πράγματι συνέβη, με αποτέλεσμα την πρόκληση στην ίδια (την ανακόπτουσα) οικονομικής ζημίας, ποσού 120.000 ευρώ τουλάχιστον, και την ακυρότητα των προσβαλλομένων πράξεων. Περαιτέρω με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των ασκηθέντων προσθέτων λόγων στην ανακοπή αυτή, εκτίθεται ότι, πέραν του ανωτέρω ……, και η ………., αποτράπηκε δολίως από τη Συμβολαιογράφο Πειραιώς …………., που ενεργούσε σε συνεννόηση με το δεύτερο καθ’ου, να προσέλθει στο χώρο διεξαγωγής του πλειστηριασμού, και να συμμετάσχει στη διαδικασία, καθώς αυτή, έχοντας ήδη δει, με δική της πρωτοβουλία, το πλοίο στη Μαρίνα του Αλίμου, όπου ελλιμενιζόταν, και προτιθέμενη να πλειοδοτήσει για να το αποκτήσει με το ποσό των 600.000 ευρώ, επικοινώνησε τηλεφωνικά την ημέρα του πλειστηριασμού με τη Συμβολαιογράφο ….., προκειμένου να ενημερωθεί σχετικώς, πλην όμως η τελευταία ρητώς και κατηγορηματικώς τη διαβεβαίωσε ότι η διενέργεια του πλειστηριασμού ανεστάλη, με αποτέλεσμα, λόγω της ψευδούς αυτής παράστασης, της οποίας έγινε αποδέκτης, εάν και εσκόπευε και ηδύνατο να πλειοδοτήσει, να μην εμφανισθεί κατά τη διενέργεια του πλειστηριασμού για να υποβάλει την προσφορά της, και να προκληθεί στην ανακόπτουσα περιουσιακή ζημία, ποσού 220.000 ευρώ, εφόσον το πλοίο κατακυρώθηκε αντί σημαντικά κατώτερου τιμήματος. Ωστόσο, εκ του συνόλου των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, που έχουν ήδη παρατεθεί, δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων αυτών, καθώς η ανακόπτουσα δεν ανταποκρίθηκε στο σχετικό δικονομικό βάρος να αποδείξει τα ανωτέρω πραγματικά περισταστικά, που συγκροτούν την ιστορική τους βάση. Συγκεκριμένα δεν αποδείχθηκε, σε βαθμό σχηματισμού δικανικής περί αυτού πεποίθησης, ότι τα ανωτέρω πρόσωπα, δολίως, άλλως, και σε κάθε περίπτωση, κατά παράβαση της καλής πίστης και των συναλλακτικών χρηστών ηθών, αποτράπηκαν από την αναπληρωθείσα για τη διενέργεια του πλειστηριασμού ορισθείσα ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλο Συμβολαιογράφο Πειραιώς ……….., φερόμενη ως ενεργήσασα σε συνεννόηση με τον δεύτερο καθ’ου, αναδειχθέντα υπερθεματιστή, να συμμετάσχουν στη διαδικασία του πλειστηριασμού και να πλειοδοτήσουν, διά της παράστασης προς αυτούς ψευδών γεγονότων, με αποτέλεσμα να υποστεί η ανακόπτουσα οικονομική ζημία, διότι το εκπλειστηριασθέν πλοίο της τελικά κατακυρώθηκε στον υπερθεματιστή σε σημαντικά χαμηλότερο τίμημα, απ’αυτό που τα εν λόγω πρόσωπα επροτίθεντο και ηδύναντο να προσφέρουν για να το αποκτήσουν. Σημειωτέον ότι ο τόπος και η ημερομηνία διεξαγωγής του πλειστηριασμού είχαν δημοσιοποιηθεί, όπως προβλέπει ο νόμος, και δεν αμφισβητείται από την ανακόπτουσα, και, επομένως, άπαντες οι ενδιαφερόμενοι πλειοδότες είχαν δεόντως ενημερωθεί προηγουμένως και είχαν τη δυνατότητα να προσέλθουν και να καταθέσουν τις προσφορές τους, όπως, άλλωστε, έπραξαν και άλλοι τρεις (3) ακόμη, εκτός από το δεύτερο των καθ’ων, οι οποίοι υπέβαλαν δεσμευτικές προσφορές στην αναπληρώτρια επί του πλειστηριασμού υπάλληλο κατά τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού, που καταχωρήθηκαν στη σχετικώς συνταχθείσα έκθεσή της, ως έδει, και ως προς τους οποίους ουδεμία διασύνδεση, ή σχέση, οποιουδήποτε είδους, με την επισπεύδουσα δανείστρια/τράπεζα, ή με τον αναδειχθέντα υπερθεματιστή, προέκυψε. Οι καταθέσεις των ανωτέρω προσώπων ……. και ………, που φέρονται ότι αποτράπηκαν να πλειοδοτήσουν κατόπιν δολίων ενεργειών της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, η οποία, όπως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα, τους διαβεβαίωσε σε τηλεφωνική επικοινωνία, κατόπιν συνεννόησης με το δεύτερο καθ’ου, την προηγουμένη του πλειστηριασμού τον πρώτο, και την ίδια ημέρα τη δεύτερη αντίστοιχα, τον πρώτο ότι ο πλειστηριασμός δε θα διεξαγόταν, προκειμένου να μην προσέλθουν και να πλειοδοτήσουν, ούτως ώστε το κατασχεθέν πλοίο να κατακυρωθεί σε χαμηλότερο τίμημα, προς όφελος του τελικά αναδειχθέντος υπερθεματιστή, και με ζημία της ανακόπτουσας, δεν κρίνονται πειστικές, καθώς δεν προσεπιβεβαιώνονται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Μάλιστα, αφενός μεν κατά την ημέρα του πλειστηριασμού η ανωτέρω Συμβολαιογράφος δεν ενεργούσε ως αρμόδια για τη διενέργεια του πλειστηριασμού υπάλληλος, αντικατασταθείσα λόγω δηλωθέντος από την ίδια αιφνιδίου κωλύματος, κατόπιν υποβολής εκ μέρους της αίτησης αναπλήρωσης, κατά τα προεκτεθέντα, αφετέρου δε οιοσδήποτε όντως επιθυμούσε διακαώς να συμμετάσχει στο πλειστηριασμό και να πλειοδοτήσει, προκειμένου να αποκτήσει το εκπλειστηριαζόμενο πλοίο, μπορούσε ευχερώς να μεταβεί ο ίδιος στον ορισθέντα προς τούτο και – κατά τον προβλεπόμενο στο νόμο τρόπο – δημοσιοποιηθέντα, τόπο και χρόνο διεξαγωγής του και να ενημερωθεί επιτόπου αυτοπροσώπως περί της εξέλιξής του, όπως, άλλωστε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, οπωσδήποτε θα έπραττε ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος, που επροτίθετο σοβαρώς να αποκτήσει το πλοίο, υποβάλλοντας μάλιστα τόσο υψηλή προσφορά,  μη αρκεσθείς σε καμία περίπτωση στην όποια προηγούμενη ενημέρωσή του επ’αυτού από την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο. Πολλώ δε μάλλον που στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι τα ανωτέρω πρόσωπα είχαν πράγματι την πρόθεση, αλλά και τη δυνατότητα να εμφανισθούν κατά τη διενέργεια του πλειστηριασμού, και να υποβάλουν προσφορά, ανερχόμενη στα ποσά των 500.000 και των 600.000 ευρώ, για το εκπλειστηριαζόμενο πλοίο, δηλαδή ποσά πολύ μεγαλύτερα της καθορισθείσας τιμής πρώτης προσφοράς του, αφού ουδέν περί της οικονομικής τους κατάστασης προσκομίσθηκε κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή, η οποία θα έπρεπε να είναι τέτοια, που θα τους επέτρεπε να προβούν σε αυτού του ύψους τις πλειοδοσίες. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθούν ο τέταρτος λόγος της από 20.10.2016 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. …../26.10.2016) ανακοπής, και ο πρώτος λόγος του από 2.2.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/3.2.2017) δικογράφου των προσθέτων λόγων στην ανακοπή αυτή, ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Η δικαστική δαπάνη των καθ’ων των δικογράφων αυτών αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε με τις προτάσεις τους σχετικό αίτημα, θα επιβληθεί σε βάρος της ανακόπτουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

Επί της από 19.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …../19.11.2018 και …../21.11.2018) έφεσης της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσας των από 19.12.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/20.12.2016) και από 27.12.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/ 28.12.2016) ανακοπών, της δεύτερης εξ αυτών ασκηθείσας ως συμπληρωματικής της πρώτης, με την οποία η εκκαλούσα παραπονείται κατά του απορριπτικού των ανακοπών αυτών κεφαλαίου της πρωτόδικης απόφασης, λεκτέα τα κάτωθι:

Η ανακοπή του άρθρου 979 του ΚΠολΔ αποτελεί ένδικο βοήθημα  με το οποίο προσβάλλεται ο πίνακας της κατάταξης με στόχο την ακύρωση η τροποποίηση αυτού διά της αποβολής του καθ’ου η ανακοπή και της κατάταξης του ανακόπτοντος. Η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη και έχει ως αίτημα τη μεταρρύθμιση του πίνακα διά της αποβολής του καθ’ου η ανακοπή και την, στη θέση του, κατάταξη του ανακόπτοντος. Είναι,  συνεπώς, η προκείμενη ανακοπή διαπλαστικής φύσης όπως διαπλαστικής φύσης είναι η δεχόμενη την ανακοπή απόφαση. Στην πράξη όμως, εμφανίζονται πολλές φορές θέματα δικονομική ακυρότητας του πίνακα κατάταξης. Τέτοια θέματα εισάγονται προς συζήτηση  με την ανακοπή των άρθρων 933 επ. του ΚΠολΔ, η οποία ασκείται από τον καθ’ου η εκτέλεση με αίτημα την ακύρωση του πίνακα και λόγο την απαγγελθείσα ή την επικείμενη ακύρωση του πλειστηριασμου. Δεδομένου δε ότι ο πίνακας αποτελεί διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της κατάταξης, επιβάλλεται η παροχή της δυνατότητας προσβολής προς ακύρωση του πίνακα. Εάν λοιπόν ακυρωθεί ο πλειστηριασμός που αποτελεί το θεμέλιο του πίνακα είναι δυνατόν να επιβάλλεται η ακύρωση και του πίνακα κατάταξης. Ακόμη και όταν εκκρεμεί ανακοπή κατά του κύρους του πλειστηριασμού δεν αποκλείεται η άσκηση της ανακοπής των άρθρων 933 επ. του ΚΠολΔ κατά του πίνακα κατάταξης, με ιστορική βάση την αναμενόμενη ακύρωση του πλειστηριασμού δια της προηγούμενης ανακοπής, κατά τη διάταξη του άρθρου 69 περ.δ΄ του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. Ιωάννου Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Β΄έκδοση, ανατύπωση, τομ. 2ος, παρ.430, σελ. 1163, παρ. 399, σελ.1052). Με τον πρώτο λόγο της πρώτης των ανωτέρω ανακοπών η ανακόπτουσα προσβάλλει τον υπ’αριθμ……/2016 πίνακα κατάταξης δανειστών, που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Πειραιώς ………., ως ορισθείσα επί του πλειστηριασμού του πλοίου της υπάλληλος, για τη διανομή του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος μεταξύ της επισπεύδουσας τράπεζας και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών της, και στον οποίο, όπως προεκτέθηκε, κατατάχθηκε μόνον η επισπεύδουσα, κατά της οποίας στρέφεται η ανακοπή, σε όλο το υπόλοιπο ποσό του πλειστηριάσματος, που απέμεινε μετά την αφαίρεση των εξόδων, σε μερική εξόφληση της απαίτησής της, ζητώντας την ακύρωσή του, με την επίκληση της επικείμενης και αναμενόμενης ακύρωσης του πλειστηριασμού και της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, κατόπιν της παραδοχής της ασκηθείσας από 20.10.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./ 26.10.2016) ανακοπής της κατά του κύρους των πράξεων αυτών, το δικόγραφο της οποίας έχει συμπεριλάβει αυτούσιο στο δικόγραφο της κρινόμενης ανακοπής της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο ο λόγος αυτός, με τον οποίο πλήττεται ως άκυρος ο ανωτέρω πίνακας κατάταξης δανειστών για τη διανομή του επιτευχθέντος στο διενεργηθέντα πλειστηριασμό του πλοίου της ανακόπτουσας πλειστηριάσματος, ως διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της κατάταξης, και με ιστορική βάση αυτού την αναμενόμενη ακύρωση του πλειστηριασμού, που αποτελεί το θεμέλιο του πίνακα, διά της σε βάρος του προηγουμένως ασκηθείσας ανακοπής της ιδίας, προβάλλεται παραδεκτά με την ένδικη ανακοπή ως λόγος ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, και όχι του άρθρου 979 του ιδίου Κώδικα, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, πλην όμως, απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι η ανωτέρω ανακοπή κατά του κύρους του συγκεκριμένου πλειστηριασμού απορρίφθηκε στο σύνολό της κατά τα προεκτεθέντα, και ο πλειστηριασμός αυτός δεν ακυρώθηκε ως πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας. Ενόψει τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, εκτιμώντας το δικόγραφο της ένδικης ανακοπής, έκρινε ότι με αυτήν προβάλλονται ως λόγοι ανακοπής του άρθρου 979 του ΚΠολΔ οι λόγοι του συμπεριληφθέντος αυτούσιου στο δικόγραφό της δικογράφου της προηγουμένως ασκηθείσας ανακοπής της ανακόπτουσας κατά του πλειστηριασμού του πλοίου της και της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, και, στη συνέχεια, τους απέρριψε ως απαράδεκτους, διότι, όπως δέχθηκε, οι με αυτούς επικαλούμενες ακυρότητες δεν αφορούν, ούτε τον πίνακα κατάταξης, ούτε τη διαδικασία της κατάταξης από την αναγγελία και μέχρι τη σύνταξη του πίνακα, αλλά ανάγονται σε χρόνο προ του πλειστηριασμού, και, συνεπώς, δε μπορούν να προβληθούν παραδεκτώς με την ανακοπή του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, ενώ θα έπρεπε να δεχθεί ότι ο πίνακας κατάταξης δανειστών παραδεκτά προσβάλλεται με ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, ως διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της κατάταξης, με λόγο ακυρότητάς του την επικείμενη ακύρωση του πλειστηριασμού, για τη διανομή του επιτευχθέντος στον οποίο πλειστηριάσματος και έχει συνταχθεί, εξαιτίας της προηγούμενης άσκησης ανακοπής κατά του κύρους του πλειστηριασμού, καθώς και ότι η ως άνω ακυρότητα είναι αυτή, που προβάλλεται εν προκειμένω από την ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής της, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, όπως βασίμως ισχυρίζεται η ανωτέρω διάδικος με την ένδικη έφεσή της, η οποία, συνακόλουθα, και θα πρέπει να γίνει δεκτή και κατ’ουσίαν, και να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιο, που αφορά στην απόρριψη του πρώτου λόγου της κρινόμενης ανακοπής, και στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί η υπόθεση εξαρχής κατά το λόγο αυτό, ν’απορριφθεί τούτος ως κατ’ουσίαν αβάσιμος, της απαγόρευσης έκδοσης από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απόφασης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 536 παρ.1 του ΚΠολΔ μη εφαρμοζομένης εν προκειμένω, που η υπόθεση κατά το λόγο αυτό της ανακοπής εκδικάσθηκε κατ’ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου. Τέλος, πρέπει, λόγω της παραδοχής της έφεσης κατά το συγκεκριμένο κεφάλαιο της εκκαλουμένης, να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου του ένδικου αυτού μέσου (άρθρο 495 παρ.3, εδάφιο προτελευταίο του ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 933 παρ.1, 934 παρ.1 και 2, και 979 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν στην προκειμένη περίπτωση, συνάγεται ότι: α) Με την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, την οποία νομιμοποιείται να ασκήσει και ο καθ’ου η εκτέλεση, και επί της οποίας έχουν εφαρμογή τα άρθρα 933 επ. του ΚΠολΔ, προσβάλλεται η διαδικασία της κατάταξης ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, η οποία αρχίζει με την αναγγελία και λήγει με τη σύνταξη του πίνακα, και όχι η διαδικασία της εκτέλεσης μέχρι τον πλειστηριασμό. Κάθε ανακόπτων αμφισβητεί και προσβάλλει για ορισμένους λόγους, την κατάταξη άλλων δανειστών, επιδιώκων την κατάταξή του στη θέση τους. Με την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης μπορούν να προβληθούν λόγοι που ανάγονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο και αφορούν την ύπαρξη ή το μέγεθος της απαίτησης του καταταγέντος δανειστή, είτε στο δικονομικό δίκαιο, εφόσον αφορούν τη διαδικασία της κατάταξης από την αναγγελία και μέχρι τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης. Ειδικά, όμως, με την ανακοπή που ασκείται από τον καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη και απευθύνεται κατά του επισπεύδοντος και καταταγέντος στον πίνακα δανειστή, μπορούν να προβληθούν πλημμέλειες αναφερόμενες στη διαδικασία της κατάταξης και στον πίνακα κατάταξης, καθώς και στην ύπαρξη ή το μέγεθος της απαίτησης του επισπεύδοντος δανειστή, αλλ’αναγόμενες σε χρόνο μετά τον πλειστηριασμό, διότι οι πλημμέλειες που αναφέρονται στην ύπαρξη ή το μέγεθος της απαίτησης και ανάγονται σε χρόνο προ του πλειστηριασμού, δυνάμενες να προβληθούν με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μέσα στην προθεσμία που ορίζει η παρ.1 περ.α΄ του άρθρου 934 και 1011 Α παρ.2 εδαφ.α΄ (που αφορά σε πλοίο) του ίδιου Κώδικα, και μη προβληθείσες, δε μπορούν να προβληθούν παραδεκτά με την ανακοπή του άρθρου 979 παρ.2 του ΚΠολΔ, αφού, στην αντίθετη περίπτωση, θα παραβιαζόταν το σύστημα της σταδιακής προσβολής των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, που καθιερώνει το άρθρο 934 του ΚΠολΔ για την ανακοπή του άρθρου 933 του ίδιου Κώδικα, με σκοπό την ταχεία περαίωση της διαδικασίας της εκτέλεσης και την ασφάλεια των συναλλαγών (βλ. σχετ. ΑΠ 169/2012, ΑΠ 1262/2004, αμφότερες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα με το δεύτερο, επικουρικά προβληθέντα για την περίπτωση, που ήθελε κριθεί η εγκυρότητα του διενεργηθέντος πλειστηριασμού του πλοίου της, λόγο της ανωτέρω ανακοπής της, αφενός μεν αμφισβητεί το ύψος της απαίτησης της καθ’ης, για τον οποίο η τελευταία επέσπευσε σε βάρος της διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, αφετέρου δε ισχυρίζεται ότι η απαίτηση αυτή, για μέρος της οποίας και η αντίδικός της κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης προνομιακά και οριστικά, δεν είναι εκκαθαρισμένη, απαιτητή και ληξιπρόθεσμη, διότι δεν έχει διενεργηθεί διαγνωστική δίκη επ’αυτής και δεν έχει επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, ζητώντας τη μεταρρύθμιση του πίνακα, ούτως ώστε να αποβληθεί η καθ’ης της κατάταξης, άλλως να καταταγεί η απαίτησή της τελευταίας τυχαία, υπό τον όρο της τελεσίδικης επιδίκασής της, καθώς και (με τη συμπληρωματική ανακοπή της), για την περίπτωση που γίνει δεκτή η πρώτη ανακοπή, και η καθ’ης καταταγεί τελικά για μικρότερο ποσό, να περιέλθει στην ίδια το απελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος, αφού δεν έχουν αναγγελθεί στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο απαιτήσεις άλλων δανειστών της. Ο λόγος αυτός όμως, ως προβαλλόμενος με ανακοπή του άρθρου 979 του ΚΠολΔ κατά πίνακα κατάταξης δανειστών, απορριπτέος τυγχάνει ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν πλήττεται η απαίτηση της επισπεύδουσας τη σε βάρος της ανακόπτουσας διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και καταταγείσας στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης καθ’ης η ανακοπή, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, και προσάπτονται σ’αυτήν πλημμέλειες, που αφορούν στο ύψος της και στο εκκαθαρισμένο, ληξιπρόθεσμο και απαιτητό της, και, επομένως, ως αναγόμενες σε προγενέστερο του πλειστηριασμού χρόνο, μπορούσαν να προβληθούν παραδεκτά μόνο με ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ εντός των προβλεπομένων στη διάταξη του άρθρου 934 του ΚΠολΔ προθεσμιών, και όχι με την ανακοπή του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση, διότι στην αντίθετη περίπτωση θα παραβιαζόταν το σύστημα της σταδιακής προσβολής των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, που καθιερώνει το άρθρο 934 του ΚΠολΔ για την ανακοπή του άρθρου 933 του ίδιου Κώδικα, με σκοπό την ταχεία περαίωση της διαδικασίας της εκτέλεσης και την ασφάλεια των συναλλαγών, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, επίσης απέρριψε το λόγο αυτό της από 19.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../20.12.2016) ανακοπής ως απαραδέκτως προβληθέντα, και, συνακόλουθα και την από 27.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../28.12.2016) συμπληρωματική ανακοπή, η παραδοχή της οποίας προϋποθέτει την παραδοχή πρώτης ανακοπής, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εκκαλούσα με το δεύτερο λόγο της από 19.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/19.11.2018 και …../21.11.2018) έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Τέλος, η δικαστική δαπάνη της καθ’ης η από 19.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../20.12.2016) ανακοπή αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας η ανωτέρω υπέβαλε σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, θα επιβληθεί σε βάρος της ανακόπτουσας, η οποία, παρά τη μερική παραδοχή της έφεσής της, ηττήθηκε εν όλω στην ουσία της υπόθεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ, αντιμωλία των διαδίκων, α) την από 19.10.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./12.11.2018 και…../16.11.2018) έφεση του, β) την από 19.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../19.11.2018 και …../21.11.2018) έφεση, και γ) την από 20.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/ 20.11.2018 και …../20.11.2018 έφεση, άπασες στρεφόμενες κατά της υπ’αριθμ. 4518/2018 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει και κατ’ουσίαν τις από 19.10.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./12.11.2018 και…../16.11.2018) και από 20.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/ 20.11.2018 και …../20.11.2018 εφέσεις.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου των εφέσεων αυτών στον εκκαλούντα εκάστης.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής, με το οποίο έγινε δεκτή η από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../26.10.2016) ανακοπή κατά παραδοχήν του δεύτερου λόγου αυτής.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση ως προς τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής αυτής, καθώς και ως προς τους λοιπούς (μη εξετασθέντες πρωτοδίκως τρίτο και τέταρτο λόγους) και του λόγους του από 2.2.2017 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/3.2.2017) δικογράφου προσθέτων λόγων της ως άνω ανακοπής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../26.10.2016) ανακοπή ως προς τους ανωτέρω λόγους, καθώς και το από 2.2.2017 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./3.2.2017) δικόγραφο προσθέτων λόγων της ανακοπής αυτής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ανακόπτουσας της ανωτέρω ανακοπής και του δικογράφου των προσθέτων λόγων των καθ’ων τα δικόγραφα αυτά αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει και κατ’ουσίαν την από 19.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../19.11.2018 και …../21.11.2018) έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης αυτής στην εκκαλούσα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση μόνον κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορά στην απόρριψη του πρώτου λόγου της από 19.12.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/20.12.2016) ανακοπής.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση ως προς τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής αυτής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανωτέρω ανακοπή κατά το λόγο αυτό.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ανακόπτουσας της ανωτέρω ανακοπής τη δικαστική δαπάνη της καθ’ης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ