Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 197/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 197/2020                 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

————————————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.4 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ.1 του άρθρου 44 του ν.3994/2011, που ισχύει από 25.7.2011 και εφαρμόζεται εν προκειμένω λόγω του χρόνου έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης (6.11.2014, άρθρο 72 παρ.4 εδαφ.α΄του ν.3994/2011), και προ της αντικατάστασής του από τη διάταξη του άρθρου 1, άρθρου 9 παρ. 4 του ν.4355/2015, το οποίο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου 9 παρ. 2 του ιδίου νόμου εφαρμόζεται για τα ένδικα μέσα, που κατατέθηκαν μετά την 1.1.2016 (στην υπό κρίση περίπτωση η ένδικη έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 23.12.2015), «σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών». Από την υπ’αριθμ. …../22.7.2018 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας ………., που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούντες και εν όλω ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό ενάγοντες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 21.12.2015 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…./23.12.2015 και ../…./22.6.2018) ασκηθείσας έφεσής τους κατά της υπ’αριθμ.4588/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν η από 28.12.2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/28.12.2012) αγωγή τους κατά της εφεσίβλητης ναυτικής εταιρίας ως ουσιαστικά αβάσιμη, λόγω μη καταβολής του αναλογούντος στο αντικείμενό της τέλους δικαστικού ενσήμου, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 15ης.11.2018, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε από το πινάκιο για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, με επιμέλεια των εκκαλούντων – εναγόντων, που μερίμνησαν για τον προσδιορισμό δικασίμου προς εκδίκαση της υπόθεσης, προσκομίζοντας επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης αυτής στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην εφεσίβλητη με θυροκόλληση στην έδρα της, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 128 παρ.4 και 136 παρ.2 του ιδίου Κώδικα, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης, καθώς, αφενός μεν, αυθημερόν, αντίγραφο αυτής παραδόθηκε στα χέρια της αξιωματικού υπηρεσίας του αρμοδίου Αστυνομικού Τμήματος Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά της περιφέρειας της έδρας της εφεσίβλητης, λόγω απουσίας του Διοικητή του, αφετέρου δε την ίδια ημέρα ταχυδρομήθηκε προς την εφεσίβλητη έγγραφη ειδοποίηση για το θυροκολληθέν στη διεύθυνση της έδρας της έγγραφο, όπως προκύπτει από τα επισυναπτόμενα στην προαναφερθείσα έκθεση επίδοσης α) απόδειξη εγχείρισης δικογράφου στην Αστυφύλακα του εν λόγω Α.Τ. ……………, και β) βεβαίωση περί της παράδοσης έγγραφης ειδοποίησης αναφορικά με τη θυροκόλληση του ανωτέρω εγγράφου στην υπάλληλο του Κεντρικού Ταχυδρομείου Πειραιά …………., που υπογράφονται από τα ανωτέρω πρόσωπα, αλλά προσυπογράφονται και από τη διενεργήσασα την επίδοση Δικαστική Επιμελήτρια. Η εφεσίβλητη όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου. Πρέπει, επομένως, εφόσον έχει κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα, ενόψει του ότι η μετά από αναβολή της συζήτησης εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρα 524 παρ.4 εδαφ.α΄, 226 παρ.4 εδαφ.γ΄ και 498 παρ.2 εδαφ. τελευταίο του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης).

Στο άρθρο 528 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011) ορίζεται: «Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από την ως άνω διάταξη, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, προκύπτει ότι στην περίπτωση αυτή η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της έφεσης και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Ειδικότερα, παρέχεται η δυνατότητα στο διάδικο, που δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως επέφερε (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 3994/2001). Συνεπώς για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, όταν αυτή εκδόθηκε απολιπομένου του διαδίκου (εκκαλούντος), δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά επαρκεί η τυπική παραδοχή της (βλ. ΑΠ 251/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 866/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 884/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 2005.1100, ΕφΑθ 3137/2009 ΕλλΔνη 2009.1520, ΕφΘεσ 603/2009 ΕΦΑΔ 2009.834, ΕφΠειρ 668/2009 ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια των άρθρων 2 και 8 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 “περί δικαστικών ενσήμων”, όπως αυτός μεταγενεστέρως ερμηνεύθηκε αυθεντικώς, με το ν.δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το ν.δ. 4189/1961 – και υπό την ισχύ των διατάξεων των αρθρ.70 Ν.3994/2011 και 21 Ν.4055/2012 – εάν ο ενάγων παραλείψει την προκαταβολή του οφειλομένου τέλους δικαστικού ενσήμου, λογίζεται ερήμην δικαζόμενος κι η αγωγή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό (κι όχι για τυπικό) λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, εάν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 1337/2011, 1107/2005 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της ειρημένης παράλειψης, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του ως άνω τέλους. Αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται. Μετά δε την εξαφάνισή της χωρεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο ενάγων, κατ’ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, δύναται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως ηδύνατο να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 538/2019, 1572 /2013, 1095/2006, άπασες σε ΤΝΠ Νόμος).  Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση πλήττεται η υπ’αριθμ.4558/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 28.12.2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../28.12.2012) αγωγής των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων, διώκουσας την επιδίκαση σ’αυτούς χρηματικών απαιτήσεών τους από καταρτισθείσες μεταξύ των ιδίων και της εναγομένης, ναυτικής εταιρίας, συμβάσεις παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας σε πλοίο, πλοιοκτησίας της ανωτέρω, που αφορούν σε δεδουλευμένους, συμφωνηθέντες, μηνιαίους, «κλειστούς» μισθούς τους, και τους οφείλονται για την παροχή της εργασίας τους υπό διάφορες ειδικότητες κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών τους στο πλοίο αυτό, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του KINΔ), ερήμην της εναγομένης, και με την οποία (απόφαση) απορρίφθηκε η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, λόγω πλασματικής ερημοδικίας των εναγόντων, ως εκ της μη προκαταβολής του απαιτουμένου και αναλογούντος στο παρ’εκάστου εξ αυτών αιτούμενο χρηματικό ποσό τέλους δικαστικού ενσήμου. Η ένδικη έφεση ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή οίκοθεν από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ [όπως ίσχυε προ της τροποποίησής του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 23.12.2015, ήτοι πριν από την 1η.1.2016, και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε και αυτή, χωρίς να επιδοθεί, πριν από την 1η.1.2016, και συγκεκριμένα στις 6.11.2014] προθεσμίας των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 6.11.2014, κατά τα προεκτεθέντα, και, επιπροσθέτως, δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Περαιτέρω, ενόψει του ότι οι εκκαλούντες προβάλλουν ως μοναδικό λόγο της έφεσής τους την άρση της παράλειψης για την καταβολή του αναλογούντος στο αντικείμενο της αγωγής σχετικού τέλους δικαστικού ενσήμου, το οποίο, ήδη, κατέβαλαν, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα παράβολα, ζητούν δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή τους, πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, η έφεση να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν και αφού εξαφανιστεί η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, και να ερευνηθεί εξαρχής η ως άνω αγωγή από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας.

Οι ενάγοντες, συνολικά επτά (7) τον αριθμό, Έλληνες απογεγραμμένοι ναυτικοί, κάτοχοι ναυτικού φυλλαδίου, με την ανωτέρω αγωγή τους, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε και συμπληρώθηκε με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας τους δικηγόρου στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, επικαλούμενοι ότι δυνάμει συμβάσεων παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν προφορικά μεταξύ των ιδίων και του πλοιάρχου του αναφερομένου στο δικόγραφο δεξαμενόπλοιου/πετρελαιοφόρου πλοίου, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ναυτικής εταιρίας, κατά τις επίσης παρατιθέμενες στο δικόγραφο ημερομηνίες για τον καθέναν εξ αυτών, προσλήφθηκαν και ναυτολογήθηκαν στο εν λόγω πλοίο, με την ειδικότητα και αντί του συμφωνηθέντος «κλειστού» μηνιαίου μισθού, που εκτίθενται δι’έκαστον αναλυτικά στην αγωγή, συμφωνηθέντων ως ισχυόντων κατά τα λοιπά στις εργασιακές τους σχέσεις των όρων και ρυθμίσεων, που προβλέπονταν στις εκάστοτε ισχύουσες Σ.Σ.Ν.Ε. των Πληρωμάτων των Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων 501 – 3.000 κ.ο.χ. ή 801 – 4500 TDW, καθώς και ότι παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο πλοίο αυτό συνεχώς μέχρι και τις διαλαμβανόμενες στο δικόγραφο για τον καθέναν τους ξεχωριστά ημερομηνίες, όταν και απολύθηκαν «αμοιβαία συναινέσει», και αποναυτολογήθηκαν, χωρίς μέχρι τότε να τους έχει καταβληθεί το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών τους, που αναλογούν στα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών τους, ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγόμενη/εργοδότριά τους να καταβάλει, στον πρώτο εξ αυτών το ποσό των 29.750 ευρώ, στο δεύτερο το ποσό των 24.750 ευρώ, στον τρίτο το ποσό των 31.500 ευρώ, στον τέταρτο το ποσό των 22.500 ευρώ, στον πέμπτο το ποσό των 22.500 ευρώ, στον έκτο το ποσό των 25.500 ευρώ, και στον έβδομο το ποσό των 26.000 ευρώ, ως οφειλόμενες μηνιαίες αποδοχές τους, κυρίως μεν με βάση τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης της, άλλως επικουρικώς τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, διότι κατά τα αιτούμενα ποσά κατέστη άνευ νομίμου αιτίας πλουσιότερη σε βάρος της δικής τους περιουσίας, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής τους, άλλως από την επίδοση της αγωγής, και να καταδικασθεί στη δικαστική τους δαπάνη. Η ανωτέρω αγωγή είναι νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 53, 60 εδαφ. α΄, 74, 75, 84 του ΚΙΝΔ, 648, 649, 653, 655, 293, 341, 345, 346 του ΑΚ, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, και περαιτέρω ερευνητέα τυγχάνει κατ’ουσίαν. Όμως, ως προς την επικουρική βάση της, δηλαδή αυτή που θεμελιώνεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει ν’απορριφθεί ως μη νόμιμη, γιατί η με τη νομική αυτή βάση αγωγή (αδικαιολόγητου πλουτισμού, άρθρα 904 επ. ΑΚ) είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον αν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή από αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 493/2010 ΧρΙΔ 2011 338), ενώ στην προκείμενη περίπτωση οι ενάγοντες επικαλούνται ότι υφίστανται οι νόμιμες προϋποθέσεις άσκησης της αγωγής τους με βάση τις ένδικες συμβάσεις ναυτολόγησης.

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την  ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων …. …, που δόθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, β) όλα τα έγγραφα, που οι ενάγοντες επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την εκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Οι ενάγοντες, επτά (7) τον αριθμό συνολικά, είναι Έλληνες απογεγραμμένοι ναυτικοί, κάτοχοι ναυτικού φυλλαδίου. Δυνάμει συμβάσεων παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισαν προφορικά με τον πλοίαρχο του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου/πετρελαιοφόρου πλοίου με την ονομασία «ΚΓ», νηολογίου Πειραιώς, με αριθμό …., ολικής χωρητικότητας 996,37 κόρων, ο οποίος συμβλήθηκε για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας του πλοίου αυτού/εναγομένης, ναυτικής εταιρίας, ο πρώτος στις 21.1.2012, ο δεύτερος στις 15.6.2012, ο τρίτος την 1η.1.2011, ο τέταρτος στις 28.4.2011, ο πέμπτος την 1η.1.2011, ο έκτος την 1η.1.2011 και ο έβδομος στις 5.8.2011, προσλήφθηκαν και ναυτολογήθηκαν στο ως άνω πλοίο, προκειμένου να εργασθούν με την ειδικότητα του Πλοιάρχου οι πρώτος και δεύτερος, του Υποπλοιάρχου ο τρίτος, του Α΄Μηχανικού ο τέταρτος, του Β΄Μηχανικού ο πέμπτος, του Ναύτη ο έκτος και του Ναυτόπαιδα ο έβδομος αντίστοιχα, αντί εγκύρως συμφωνηθέντος (άρθρο 361 του ΑΚ, βλ. επίσης σχετικά ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314,ΜονΕφΠειρ 50/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106).) πάγιου, «κλειστού», όπως ονομάζεται στη ναυτική πρακτική, μηνιαίου μισθού, ποσού 5.500 ευρώ για τον πρώτο, ποσού 5.500 ευρώ για το δεύτερο, ποσού 4.500 ευρώ για τον τρίτο, ποσού 5.000 ευρώ για τον τέταρτο, ποσού 5.000 ευρώ για τον πέμπτο, ποσού 3.000 ευρώ για τον έκτο και ποσού 2.000 ευρώ για τον έβδομο, ενώ περαιτέρω συμφωνήθηκε ότι κατά τα λοιπά επί των εργασιακών τους σχέσεων θα τυγχάνουν εφαρμογής οι όροι και οι ρυθμίσεις, που προβλέπονται στις εκάστοτε ισχύουσες Σ.Σ.Ν.Ε. για τα μέλη των Πληρωμάτων των Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων 501 – 3.000 κ.ο.χ. ή 801 – 4500 TDW. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι ανωτέρω ναυτικοί παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο προαναφερθέν πλοίο, το οποίο προέβαινε σε πετρελεύσεις άλλων πλοίων, με τις συγκεκριμένες ειδικότητες, συνεχώς και κατά τον προσήκοντα τρόπο, ασκώντας τα καθήκοντά τους, ο μεν πρώτος μέχρι τις 19.12.2011, όταν και απολύθηκε με αμοιβαία συναίνεση μεταξύ αυτού και του πλοιάρχου, για να ναυτολογηθεί εκ νέου στο ίδιο πλοίο με την αυτή ειδικότητα στις 21.1.2012, όπου και απασχολήθηκε μέχρι τις 13.2.2012, οπότε και απολύθηκε για τον ίδιο λόγο, οι δε λοιποί έξι (6) μέχρι τις 24.9.2012, τις 2.8.2011, τις 15.9.2011, τις 13.5.2011, τις 15.9.2011 και τις 24.9.2012 αντίστοιχα, όταν και απολύθηκαν και αποναυτολογήθηκαν επίσης «αμοιβαία συναινέσει». Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη δεν κατέβαλε, με την επίκληση οικονομικών δυσχερειών, στους ενάγοντες, παρά την από πλευράς των τελευταίων προσήκουσα παροχή της εργασίας τους στο πλοίο της, και εξακολουθεί να τους οφείλει, το σύνολο των αναλογουσών στο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης εκάστου δεδουλευμένων αποδοχών τους, οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των 29.750 ευρώ για τον πρώτο, στο ποσό των 24.750 ευρώ για το δεύτερο, στο ποσό των 31.500 ευρώ για τον τρίτο, στο ποσό των 22.500 ευρώ για τον τέταρτο, στο ποσό των 22.500 ευρώ για τον πέμπτο, στο ποσό των 25.500 ευρώ για τον έκτο, και στο ποσό των 26.000 ευρώ για τον έβδομο εξ αυτών αντίστοιχα. Πρέπει, επομένως, ενόψει τούτων, να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η κρινόμενη αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στους ενάγοντες τα ανωτέρω οφειλόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της αποναυτολόγησης εκάστου για το ποσό, που αυτός δικαιούται να λάβει, ήτοι από τις 14.2.2012, 25.9.2012, 2.8.211, 16.9.2011, 14.5.2011, 16.9.2011 και 25.9.2012 αντίστοιχα, ενόψει του ότι ο χρόνος απόλυσης του εργαζομένου τάσσεται από το νόμο ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 341 παρ. 1 και 345 εδαφ.α΄ του ΑΚ, τόκους υπερημερίας (βλ. ΜονΕφΠειρ 637/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015. 508, ΜονΕφΠειρ 138/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), και να ορισθεί το παράβολο ερημοδικίας, το οποίο οφείλει αυτή να προκαταβάλει στην περίπτωση που ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσης απόφασης (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό αναφερόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης.

ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας  από την εφεσίβλητη/εναγόμενη κατά  της  παρούσας απόφασης στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 21.12.2015 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ……/23.12.2015 και ……/462/22.6.2018) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 4588/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ στο σύνολό της την ανωτέρω απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής επί της ουσίας την υπόθεση, που αφορά στην από 28.12.2012 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ……/28.12.2012) αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν όλω την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εικοσιεννέα χιλιάδων επτακοσίων πενήντα ευρώ (29.750), με το νόμιμο τόκο από τις 14.2.2012 μέχρι την εξόφληση, στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εικοτεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων πενήντα ευρώ (24.750), με το νόμιμο τόκο από τις 25.9.2012 μέχρι την εξόφληση, στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των τριάντα και μίας χιλιάδων και πεντακοσίων ευρώ (31.500), με το νόμιμο τόκο από τις 2.8.2011 μέχρι την εξόφληση, στον τέταρτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εικοσιδύο χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (22.500), με το νόμιμο τόκο από τις 26.9.2011 μέχρι την εξόφληση, στον πέμπτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εικοσιδύο χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (22.500), με το νόμιμο τόκο από τις 14.5.2011 μέχρι την εξόφληση, στον έκτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εικοσιπέντε χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (25.500), με το νόμιμο τόκο από τις 16.9.2011 μέχρι την εξόφληση, και στον έβδομο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εικοσιέξι χιλιάδων ευρώ (26.000) με το νόμιμο τόκο από τις 25.9.2012 μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης τη δικαστική δαπάνη των εναγόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ