Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 709/2018

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:  709/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 [ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, ……… και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, . και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 05/07/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 07/07/2017, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………… και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …………., αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 19/07/2017, με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …….. και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……….., κατά της με αριθμό ……… οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, την 01-02-2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 20/07/2016 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……. και Ειδ. Αριθ. Κατάθ. ……….. αγωγής της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, εναντίον των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως η τελευταία διάταξη ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελλο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε η εκκαλουμένη και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής, στις 15-03-2017, μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεως, στις 07-07-2017, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. γ΄ Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής, εκθέτει, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ότι, δυνάμει της με αριθμ. ……… σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο ………….., πατέρας της ιδίας και του πρώτου των εναγομένων και παππούς του δευτέρου των εναγομένων, προέβη σε γονική παροχή, προς τον πρώτο των εναγομένων, των περιγραφομένων λεπτομερώς στην αγωγή, κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτων, που βρίσκονται στην Αμφιάλη Κερατσινίου, στη διασταύρωση των οδών ……. και ……… αρ. ……… ΄Ότι ο ανωτέρω δικαιοπάροχός της απεβίωσε, στις 06/08/2002, στον Πειραιά, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς του τη σύζυγό του και αποβιώσασα μετά από αυτόν, ………………, την ιδία (ενάγουσα) και τον πρώτο των εναγομένων. Ότι δυνάμει της με αριθμ. ……….. γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο πρώτος εναγόμενος παραχώρησε στο δεύτερο εναγόμενο, κατά πλήρη κυριότητα, τα περιγραφόμενα στην υπό κρίση αγωγή ακίνητα. Ότι ο πρώτος εναγόμενος πλαστογράφησε την υπογραφή του πατέρα τους, ………., στη με αριθμ. ……….. σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής. Με βάση τα περιστατικά αυτά, επικαλούμενη άμεσο έννομο συμφέρον, που συνίσταται στην προστασία του κληρονομικού της δικαιώματος, το οποίο αμφισβητούν οι εναγόμενοι, ζητούσε ν’ αναγνωριστεί η ακυρότητα του με αριθμ. ………. συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, όσον αφορά στη γονική παροχή του πατέρα της προς τον πρώτο των εναγομένων, των οροφοδιαμερισμάτων του ισογείου, του δευτέρου και του τετάρτου ορόφου της παραπάνω πολυκατοικίας, καθώς και της με αριθμ. ……. γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, του πρώτου των εναγομένων προς το δεύτερο εξ αυτών, υιό του, προκειμένου η ίδια να καταστεί κυρία αυτών, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, ως κληρονόμος του αποβιώσαντος πατέρα της, κατά το ανωτέρω ποσοστό. Τέλος, ζητούσε ν’ αναγνωριστεί η ανυπαρξία δικαιώματος κυριότητας των εναγομένων στα περιγραφόμενα λεπτομερώς, κατά θέση, έκταση και όρια, στην αγωγή ακίνητα, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Επί της ως άνω αγωγής εξεδόθη, στις 15-03-2017, από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, η εκκαλουμένη με αριθμ. 1157/2017 οριστική απόφαση, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, την 01-02-2017, κατά την τακτική διαδικασία, η οποία απέρριψε ως απαράδεκτη την υπό κρίση αγωγή, λόγω μη εγγραφής της στα οικεία βιβλία διεκδικήσεως του Κτηματολογικού Γραφείου της περιφέρειας, όπου βρίσκονται τα επίδικα ακίνητα, την οποία εκτίμησε ως «αρνητική αναγνωριστική αγωγή της κυριότητας της ενάγουσας» επί των επιδίκων ακινήτων και επέβαλε τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, ύψους πεντακοσίων (500) ευρώ, σε βάρος της ενάγουσας. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ενάγουσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ειδικότερα στην παρά το νόμο κήρυξη απαραδέκτου, κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ, ήτοι σ’ εσφαλμένη απόρριψη της αγωγής της, στο σύνολό της, ως απαράδεκτης, λόγω μη εγγραφής της στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του Κτηματολογίου. Ζητεί δε, κατ’ ορθή εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου της έφεσης, να γίνει αυτή καθ’ ολοκληρία δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ, για τη μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου, απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση, με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως της κυριότητας του ακινήτου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ, αποτελεί και η καθολική διαδοχή από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου, κατά το χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ’ αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, στα οικεία βιβλία μεταγραφών, κατά δε το άρθρο 1199 του ιδίου κώδικα, με την κατά το άρθρο 1193 μεταγραφή, η κυριότητα θεωρείται ότι περιήλθε στον κληρονόμο από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου (βλ. ΑΠ 20/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 458/2017 Δημ. Νόμος, 756/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 642/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1338/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 505/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 814/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 43/2013 Δημ. Νομος, ΑΠ 1111/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1192/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 900/2012 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα δε 953, 954, 1001, 1002, 1117, 1033, 1194, 1198 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, 3, 5-7, 10, 13 και 14 του ν. 3741/1929, προκύπτει ότι σύσταση ή μεταβίβαση χωριστής ιδιοκτησίας κατ` ορόφους ή διαμερίσματα ορόφου μπορεί να γίνει μόνο με ρητή σύμβαση του κυρίου ή των κυρίων του όλου ακινήτου, για την οποία δεν απαιτείται χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, περιβαλλόμενη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποκείμενη σε μεταγραφή, ή με διάταξη τελευταίας βουλήσεως. Η χωριστή αυτή ιδιοκτησία δημιουργείται και αυτομάτως, στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικίας εκποιεί ορόφους ή διαμερίσματα ορόφων, χωρίς να απαιτείται κατάρτιση ιδιαίτερης σύμβασης γι` αυτήν και (ιδιαίτερη) μεταγραφή ή διπλή μεταγραφή, αφού δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές συμβάσεις που περιέχονται στο ίδιο έγγραφο, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη μεταγραφή της κάθε μιας (ΑΠ 203/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 740/2013, ΑΠ 1226/2003). Από το συνδυασμό, επίσης, των διατάξεων των άρθρων 158, 159, 180, 181, 361, 369 και 1033 του ΑΚ και 13 παρ.3 του ν. 1587/1950 προκύπτει ότι, όπου ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, ο τύπος απαιτείται για ολόκληρο το περιεχόμενό της. Στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου υπόκειται όχι μόνο η εμπράγματη σύμβαση μεταβίβασης ακινήτου, αλλά και η ενοχική δικαιοπραξία, ως προς όλα τα ουσιώδη στοιχεία της (ΑΠ 920/2011 Δημ. Νόμος).  Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 239, 513 επ. 1033 και 1191 ΑΚ προκύπτει, ότι η πώληση (ή για την ταυτότητα του νομικού λόγου η μεταβίβαση κυριότητας με γονική παροχή), ξένου ακινήτου είναι έγκυρη, δηλαδή μόνον η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της συμβάσεως, πλήν όμως, έναντι του αληθινού κυρίου, δεν είναι ισχυρή η εν λόγω μεταβίβαση, αφού γι’ αυτήν απαιτείται να είναι κύριος αυτός που μεταβιβάζει. Συνεπώς εκείνος, προς τον οποίο μεταβιβάστηκε ξένο ακίνητο, δεν αποκτά την κυριότητα, εφόσον του μεταβιβάστηκε από μη κύριο (βλ. ΑΠ 20/2017 ό.π., ΑΠ 756/2016 ό.π., ΑΠ 642/2016 ό.π., ΑΠ 1338/2015 ό.π., ΑΠ 505/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 814/2015 ό.π., ΑΠ 43/2013 ό.π. ΑΠ 1111/2014 ό.π., ΑΠ 1192/2014 ό.π., ΕφΑθ 900/2012 ό.π.). Ο αληθής κύριος, στην περίπτωση μεταβίβασης του ακινήτου προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή, την οποία όμως, εφόσον το ακίνητο το νέμεται ή το κατέχει αποκλειστικά ο αγοραστής, μπορεί να τη στρέψει μόνο κατ’ αυτού (αγοραστή) και όχι και κατά του πωλητή (ΑΠ 642/2016 ό.π., ΑΠ 505/2015 ό.π.). Ωστόσο, επειδή η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου δεν είναι ισχυρή έναντι του αληθινού κυρίου, καθόσον για τη μεταβίβαση αυτήν απαιτείται αυτός που μεταβιβάζει να είναι κύριος (άρθρο 1033 ΑΚ), μπορεί γενικά να ζητηθεί να αναγνωριστεί ότι ο μεν μεταβιβάσας δεν ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε, ο δε αποκτών ότι δεν έγινε κύριος αυτού, λόγω της έλλειψης αυτής του δικαιοπαρόχου (αναγνωριστική αγωγή με την αρνητική της μορφή) (βλ. ΑΠ 1111/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 900/2012 ό.π.). Πρόκειται δηλαδή για αναγνωριστική αγωγή (άρθρο 70 ΚΠολΔ), με την αρνητική της μορφή, της αναγνώρισης της ανυπαρξίας δικαιώματος κυριότητας των εναγομένων στο επίδικο (Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές εμπράγματου δικαίου, 117,4ζ, ΕφΠειρ 503/1997, ΕλλΔνη 1997, 1901). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 158, 159, 180, 181, 361, 369 και 1033 του ΑΚ συνάγεται ότι α) όπου ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, ο τύπος απαιτείται για ολόκληρο το περιεχόμενό της, β) στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου υπόκειται όχι μόνο η εμπράγματη σύμβαση μεταβίβασης ακινήτου, αλλά και η ενοχική δικαιοπραξία και γ) η μη τήρηση του τύπου αυτού επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης, η οποία είναι απόλυτη και ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Συνεπώς, δεν γεννάται δικαίωμα από τη σύμβαση, δηλαδή ούτε προς νόμιμη σύναψή της με την κατάρτιση αυτής ενώπιον συμβολαιογράφου, ούτε προς αποζημίωση (βλ. ΑΠ 652/2015 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 220 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι εμπράγματες αγωγές, μικτές ή περί νομής, που αφορούν ακίνητα, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αναγνωριστικές, εγγράφονται, μετά από αίτηση του ενάγοντος, στα βιβλία διεκδικήσεων του γραφείου της περιφέρειας, όπου βρίσκεται το ακίνητο, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών, από την κατάθεσή τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτες (ΑΠ 201/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 458/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2125/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1368/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1198/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 394/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 491/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 27/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 254/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 211/1996 Δημ. Νόμος, ΕΑ 1786/2016 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 97/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 244/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 318/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 7789/1998 ΕλλΔνη 40/1114). ΄Οπως προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη, στις επί ποινή απαραδέκτου εγγραφόμενες στα βιβλία διεκδικήσεων αγωγές, δεν περιλαμβάνεται και η αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητας συμβολαίου γονικής παροχής ως προϊόντος απάτης ή λόγω ενεργειών γενομένων κατά τρόπο αντιβαίνοντα στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη, διότι έχει ενοχική και όχι εμπράγματη ενέργεια, η οποία, επομένως, αγωγή δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων (ΑΠ 211/1996, ΑΠ 394/2011 ό.π.). Εξάλλου, στο άρθρο 1 παρ. 3 του Ν.2664/1998 ορίζεται ότι, από την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου σε κάθε μια από τις κατά τον Ν.2308/1995 κτηματογραφούμενες περιοχές, αντικαθίσταται το υφιστάμενο έως τότε στις περιοχές αυτές σύστημα μεταγραφών και υποθηκών. Η ημερομηνία έναρξης ισχύος του ορίζεται για κάθε μια από τις κτηματογραφούμενες περιοχές με απόφαση του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος αμέσως μετά την ολοκλήρωση των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία και την τήρηση των προβλεπομένων στη διάταξη αυτή διατυπώσεων. Η απόφαση αυτή του ΟΚΧΕ, στην οποία ορίζονται και τα όρια της υπαγόμενης στο Κτηματολόγιο περιοχής, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στο άρθρο 11 αρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι σε κάθε ακίνητο και κάθε άλλο αυτοτελές ιδιοκτησιακό αντικείμενο αντιστοιχεί ένα κτηματολογικό φύλλο, στο οποίο καταχωρίζονται όλες οι κτηματολογικές εγγραφές που αφορούν το ιδιοκτησιακό αντικείμενο στο δε άρθρο 12 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι στα κτηματολογικά φύλλα καταχωρίζονται α)….. β) …… γ)…… δ)….. ε)…… στ)….. ζ)…..η) ……ι)…. ια)……ιβ) οι κατά το άρθρο 220 Κ.Πολ.Δ. αγωγές και ανακοπές….. και στην παρ. 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι η παράλειψη της εγγραφής στα κτηματολογικά φύλλα στις περιπτώσεις ι, ιβ….. της παρ. 1 επάγεται τις έννομες συνέπειες που προβλέπουν οι αντίστοιχες διατάξεις του ουσιαστικού ή του δικονομικού δικαίου. Περαιτέρω, στο άρθρο 23 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι από την έναρξη ισχύος του κτηματολογίου τα έμμισθα ή άμισθα Υποθηκοφυλακεία, στων οποίων την τοπική αρμοδιότητα εμπίπτουν οι κτηματογραφημένες περιοχές, λειτουργούν ως κτηματολογικά γραφεία. Από την έναρξη ισχύος του κτηματολογίου οι εγγραφές που αφορούν ακίνητα των κτηματογραφημένων περιοχών γίνονται μόνο στα κτηματολογικά βιβλία και λοιπά τηρούμενα στοιχεία. Τα βιβλία που τηρούσε έως την έναρξη ισχύος του κτηματολογίου το αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο επέχουν θέση αρχείου (ΑΠ 1838/2014 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 218 ΚΠολΔ, περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου, οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής, α) αν δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, β) αν στο σύνολό τους υπάγονται λόγω ποσού στο δικαστήριο, όπου εισάγονται, γ) αν υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του ίδιου δικαστηρίου, δ) αν υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας, ε) αν η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση. Αν ενωθούν περισσότερες αιτήσεις, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, διατάσσεται ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός και στην περίπτωση καθ ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας εφαρμόζονται τα άρθρα 46 και 47. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι με αυτές ορίζονται σωρευτικά οι προϋποθέσεις αντικειμενικής σώρευσης αγωγών, μεταξύ των οποίων πρώτη η ταυτότητα των διαδίκων για όλα τα σωρευόμενα αιτήματα, για δε την περίπτωση της παρά το νόμο αντικειμενικής σώρευσης αγωγών δεν προβλέπεται ως κύρωση το απαράδεκτο ή η ακυρότητα του δικογράφου, αλλά διατάσσεται ο χωρισμός (ΑΠ 545/2013 ό.π.).

Το άρθρο δε 70 του ΚΠολΔ ορίζει ότι όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσεως, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μπορεί να αναγνωριστεί με αγωγή η ύπαρξη ή ανυπαρξία έννομης σχέσεως, η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει προς τούτο έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση που ρυθμίζεται από το δίκαιο και αναφέρεται σε πρόσωπο ή πράγμα, δημιουργεί δε δικαίωμα ή μπορεί με τη συνδρομή και άλλων όρων να καταλήξει σε δικαίωμα, για την έννομη προστασία του οποίου παρέχεται με την ως άνω διάταξη η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής. Κατά συνέπεια, η παραπάνω διάταξη είναι ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου. Η απόφαση που εκδίδεται επί της αναγνωριστικής αγωγής τέμνει τη διαφορά, όπως και επί καταψηφιστικής, παράγουσα δεδικασμένο περί της υπάρξεως ή της ανυπαρξίας του δικαιώματος με τις συνέπειες του (ΑΠ 545/2013 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, δημόσια έγγραφα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 438 του ΚΠολΔ, είναι όσα έχουν συνταχθεί από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, εντός των ορίων της κατά λειτουργία, καθ΄ ύλη και κατά τόπον αρμοδιότητάς του, μετά από τήρηση των νόμιμων τύπων. Στην έννοια των δημοσίων εγγράφων εμπίπτουν και τα συμβολαιογραφικά έγγραφα, που έχουν συνταχθεί κατά τις διατάξεις των άρθρων 8-11 του Ν. 2830/2000 «Κώδικας Συμβολαιογράφων» (ΑΠ 150/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1163/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 486/2014, ΑΠ 307/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 819/2010 Δημ. Νόμος, ΕΑ 1427/2015 Δημ. Νόμος). Τα δημόσια έγγραφα παρέχουν πλήρη απόδειξη, για τα γεγονότα που βεβαιώνονται σε αυτά (438, 440, 441 του ΚΠολΔ). Τα αντικειμενικά όρια όμως της πλήρους αυτής απόδειξης διαφέρουν ανάλογα με τη φύση του γεγονότος που βεβαιώνεται. Ετσι, ειδικά για τα συμβολαιογραφικά έγγραφα, τα γεγονότα που βεβαιώνονται σε αυτά ότι έγιναν από τον συμβολαιογράφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αποδεικνύονται πλήρως, η δε ανταπόδειξή τους επιτρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού, κατά τη διαδικασία των άρθρων 460-465 του ΚΠολΔ. Αντίθετα, τα γεγονότα που βεβαιώνονται στο συμβόλαιο, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο συμβολαιογράφος, αποδεικνύονται πλήρως, επιτρέπεται όμως ακόμη και η απλή ανταπόδειξη, χωρίς να είναι απαραίτητη η προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (440 του ΚΠολΔ) ή έστω η κύρια απόδειξη του αντιθέτου (ΕΑ 1427/2015 ό.π.). Κατά το άρθρο δε 460 ΚΠολΔικ, κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Κατά το επόμενο άρθρο 461, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Κατά το άρθρο δε 463, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου, είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι εντεταγμένο στο κεφάλαιο της απόδειξης και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔικ, παρά τη γενική του διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας. Επομένως, ο περιορισμός, που τάσσει, δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για το λόγο αυτό η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνον, όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ` ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Πράγματι, ο περιορισμός αυτός τείνει στην αποτροπή της στρεψοδικίας και παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης. ΄Οταν πρόκειται για αναγνωριστική αγωγή πλαστότητας, που εισάγεται με αυτοτελές δικόγραφο, και δεν φέρει χαρακτήρα παρεμπίπτουσας αγωγής, δεν δικαιολογείται η εξαιρετική και περιοριστική ρύθμιση του άρθρ. 463 ΚΠΔικ. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες των άρθρ. 216, 270, 341 ΚΠΔικ [ΟλΑΠ 23/1999, ΑΠ 726/2016 Δημ. Νόμος]. Για την προσβολή εγγράφου ως πλαστού απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα και θεωρείται ότι υπάρχει αυτή, όταν παρίσταται στο δικαστήριο ο διάδικος (ΕφΑθ 3317/1990 ΕλλΔνη 1991-150). Η αγωγή περί πλαστότητας είναι αναγνωριστική, κατ΄ εξαίρεση, όμως, από τον κανόνα του άρθρου 70 ΚΠολΔ, έχει ως αίτημα την αναγνώριση της πλαστότητας, που αποτελεί πραγματικό γεγονός και όχι έννομη σχέση (ΕΑ 1427/2015 Δημ. Νόμος, Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα Ερμ ΚΠολΔ τόμος Α σελ. 821, Βας. Βαθρακοκοίλη Ερμ ΚΠολΔ τόμος Β στο άρθρο 461 σελ. 975 παρ. 2).Το άκυρο κατ΄ άρθρο 9 παρ. 4 του Ν. 2830/2000 συμβόλαιο ισχύει ως ιδιωτικό έγγραφο, αν φέρει τις υπογραφές των συμβαλλομένων, πλην όμως είναι προφανές ότι δεν αρκεί για να καλύψει τον απαιτούμενο από τις διατάξεις των άρθρων 369 και 1033 του ΑΚ συμβολαιογραφικό τύπο για τις δικαιοπραξίες που αφορούν εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων. Κατά συνέπεια οι δικαιοπραξίες αυτές είναι άκυρες λόγω μη τήρησης του νόμιμου τύπου κατ΄ άρθρο 159 παρ. 1 του ΑΚ (βλ. ad hoc Αν. Βαλτούδη Γνωμοδότηση ο.π).

Τέλος, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 487/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 501/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 235/2014 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί, αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής το, να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετά την εξαφάνιση  της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη, χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερο γι’ αυτόν (ΑΠ 1344/2015 ό.π.). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά παραδοχή λόγου έφεσης και τη διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση, δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης του εκκαλούντος, η εξουσία του, όμως, αυτή να εξετάζει τα θέματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ. δηλαδή στο μέτρο που η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι το Εφετείο κρίνει αν οι Δικαστές του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αποφάσισαν ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδομένων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα υπό του Εφετείου ούτε συγχωρείται σ’ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 892/2013 – 878/2000 – 192/1998 – 1326/1984 ΝοΒ 33, 997). Λόγοι δε έφεσης δεν είναι παραδεκτοί (και αν καθ’ υπόθεση υποβάλλονται), εφόσον αναφέρονται στο μέρος του κεφαλαίου της εκκαλουμένης που ωφελεί τον εκκαλούντα. Έτσι οι μόνοι δυνάμενοι να υποβληθούν παραδεκτώς λόγοι θα αφορούν, κατ’ ανάγκη την βλαπτική για τον εκκαλούντα διάταξη, ως προς την οποία και μόνο έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, γι’ αυτό και σε περίπτωση παραδοχής κάποιου από τους λόγους της έφεσης η εξαφάνιση της απόφασης θα είναι μερική, αποκλειομένης της αποδικάσεως του μέρους του κεφαλαίου που επιδικάστηκε με μόνη την έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος και χωρίς την άσκηση έφεσης ή αντέφεσης από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 34,347). Τέλος, κατά το άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος).

Στη προκείμενη περίπτωση στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής σωρεύονται, κατ’ ορθή εκτίμηση, αντικειμενικώς, κατ’ άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή αναγνώρισης του κληρονομικού δικαιώματος της ενάγουσας, κατά το αναφερόμενο στην αγωγή ποσοστό εξ αδιαιρέτου, η αρνητική αναγνωστική της κυριότητας των εναγομένων επί των επιδίκων ακινήτων και η αγωγή περί αναγνωρίσεως της ακυρότητος των επίδικων συμβολαίων, ήτοι της με αριθμ. ………. σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα και της με αριθμ. ………… γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα. ΄Οσον αφορά στις σωρευόμενες αγωγές, με τις οποίες ζητείται η δικαστική αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος της ενάγουσας, κατά το αναφερόμενο στην αγωγή ποσοστό εξ αδιαιρέτου και η αρνητική αναγνωστική της κυριότητας των εναγομένων επί των επιδίκων ακινήτων, έπρεπε, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, για το παραδεκτό τους, να καταχωρηθεί περίληψή τους στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο της περιφέρειας, όπου βρίσκονται το ακίνητο, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών, από την κατάθεση της αγωγής (βλ. άρθρα 12 παρ. 1 περ. ιβ΄ και 5 του Ν. 2664/1998 και 220 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τις σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο αυτές αγωγές, ως απαράδεκτες, για τον ανωτέρω λόγο ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο (βλ. σχετ. ΕΑ 1786/2016 ΤΝΠΔΣΑθ), έστω και με ελ­λιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, ως προς το κεφάλαιο αυτό, να συμπληρωθεί η αιτιολογία της εκκαλουμένης με την πα­ρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕΑ 1427/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος). Όσον αφορά, όμως, στη σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο αγωγή περί αναγνωρίσεως της ακυρότητος των επίδικων συμβολαίων, ήτοι της με αριθμ. ………. σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα και της με αριθμ. …………. γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα, δεν απαιτείται εγγραφή, κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ, στα βιβλία του Κτηματολογίου της περιφέρειας των ακινήτων, διότι, η αγωγή αυτή, της οποίας αντικείμενο είναι αποκλειστικά το κύρος της δικαιοπραξίας, έχει ενοχική και όχι εμπράγματη ενέργεια. Η αγωγή αυτή δεν υπάγεται σε καμία από τις κατηγορίες του άρθρου 220 παρ.1 ΚΠολΔ και κατά συνέπεια για το παραδεκτό αυτής δεν είναι αναγκαίο να εγγραφεί στα βιβλία Κτηματολογίου (βλ. σχετ. ΑΠ 394/2011 ό.π., ΕΑ 1786/2016 ό.π.). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την σωρευόμενη αυτή αγωγή ως απαράδεκτη, έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και συνεπώς, δεκτού γενομένου εν μέρει του σχετικού λόγου έφεσης της ενάγουσας, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, καθ’ ο μέρος αφορά στη σωρευόμενη αγωγή περί αναγνώρισης της ακυρότητας της με αριθμ. ………… σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη και της με αριθμ. …………. γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, που μεταγράφηκαν νόμιμα και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος αυτό (βλ. σχετ. ΕΑ 1786/2016 ό.π.). Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί και εκδικασθεί, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, η υπό κρίση σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο αγωγή περί αναγνωρίσεως της ακυρότητος της με αριθμ. ……….. σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα και της με αριθμ. ………… γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα,, από το Δικαστήριο τούτο (άρθ. 535 § 1 ΚΠολΔ). Η υπό κρίση αγωγή, καθ’ ο μέρος, κατά τ’ ανωτέρω, κρίθηκε παραδεκτή, είναι απορριπτέα, όμως, ως μη νόμιμη, ως προς το αίτημα περί αναγνωρίσεως της ακυρότητος της με αριθμ. ………… γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα, λόγω της επικαλούμενης από την ενάγουσα έλλειψης δικαιώματος αποκλειστικής κυριότητας στο πρόσωπο του πρώτου των εναγομένων (άρθρο 536 παρ. 2 ΚΠολΔ), διότι και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, ως προς το αίτημα αυτό, μόνη η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης (άρθρα 239, 1033 και 1191 ΑΚ). Ωστόσο, η υπό κρίση αγωγή, καθ’ ο μέρος, κατά τ’ ανωτέρω, κρίθηκε παραδεκτή, ως προς το αίτημα περί αναγνωρίσεως της ακυρότητος της με αριθμ. ………… σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα, είναι αρκούντως ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα αναγκαία κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία για τη θεμελίωσή της και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 158, 159, 180, 361, 369, 1033 ΑΚ και 70, 176, 183 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί και από ουσιαστική άποψη ως προς την αξίωση αυτή.

Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 368 Κ.Πολ.Δ, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 37 παρ. 1 του Ν. 3994/2011, «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει ένα ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει, ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 1). «Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 2). Εκ τούτων συνάγεται, ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, αλλά “ιδιάζουσες” τέτοιες γνώσεις, οπότε οφείλει, στην περίπτωση αυτή, να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Επομένως, εάν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματος αυτού, δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 300/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 757/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 594/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 821/2013, ΑΠ 89/2013, ΕφΛαμ 162/2011 Δημ. Νόμος). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 254 παρ.1, 368, 387, 388, 522, 527, 529, 533 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το εφετείο δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις με τα αναφερόμενα στο άρθρο 339 του ίδιου Κώδικα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη, οσάκις πρόκειται για ζήτημα, για την αντίληψη του οποίου απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, έτσι ώστε μετά τη συνεκτίμηση των αποδείξεων, αυτών, που θα διεξαχθούν και εκείνων, που η εκκαλουμένη εκτίμησε, να κρίνει αν είναι εσφαλμένη η απόφαση, που προσβάλλεται με την έφεση και σε καταφατική περίπτωση να αποφανθεί για τη βασιμότητα του λόγου της εφέσεως και ως εκ τούτου, κατά την επιλογή του νόμου (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να εξαφανίσει τότε την εκκαλουμένη (ΟλΑΠ 1285/1982 Δ 1983 σελ. 569, ΑΠ 755/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2006 ΕλΔ/νη 47 σελ. 1047, ΕφΛαρ 2/2014 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΘεσ 2382/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 63/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 24/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 139/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2516/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΚρητ 93/2008 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 3671/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 163/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΙωαν 95/2005 Δημ. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, το κρίσιμο ζήτημα για τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς, αναφορικά με την ουσιαστική βασιμότητα της βάσης της σωρευόμενης αγωγής αναγνώρισης της ακυρότητας της με αριθμ. ………… σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα, συνίσταται στο εάν η φερόμενη ως υπογραφή του …….. ……., γεννηθέντος το έτος ……. και ήδη αποβιώσαντος, στις ………, στον Πειραιά, κατοίκου, όσο ζούσε, Κερατσινίου Αττικής, πατέρα της ενάγουσας και του πρώτου των εναγομένων και παππού του δευτέρου εξ αυτών επί του ως άνω συμβολαίου, τέθηκε με το χέρι του ως άνω συμβαλλόμενου ή από τον κατονομαζόμενο στην αγωγή ως πλαστογράφο ή από άλλο πρόσωπο (βλ. σχετ. και με αριθμ. ………….. πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Μαραθώνα Σοφίας συζ. Δημ. Παπουτσή). Για το εριζόμενο κρίσιμο τούτο θέμα, το οποίο απαιτεί ειδικές γνώσεις επιστήμης (δικαστικής γραφολογίας), το Δικαστήριο δεν μπορεί να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι αναγκαίο, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προς συμπλήρωση των αποδείξεων, με τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, κατά τα άρθρα 254 παρ. 1, 368 παρ. 1, 369 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από ειδικό Γραφολόγο – Πραγματογνώμονα, περί του κρίσιμου αυτού θέματος. κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, να επιφυλαχθεί δε το Δικαστήριο να ερευνήσει μετά ταύτα την ουσία της υπό κρίση εφέσεως, αναβαλλομένης της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως (βλ. σχετ. ΕφΛαμ 162/2011 Δημ. Νόμος). Τέλος, δεν επιβάλλονται εν προκειμένω δικαστικά έξοδα σε βάρος κάποιου διαδίκου, διότι η παρούσα είναι μη οριστική (βλ. αρθρ. 191 § 1 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμ. 1157/15-03-2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση, καθ’ ο μέρος αφορά στη σωρευόμενη αγωγή περί αναγνώρισης της ακυρότητας της με αριθμ. ………. σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη και της με αριθμ. ………… γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, που μεταγράφηκαν νόμιμα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ εν μέρει την εκκαλούμενη με αριθμ. 1157/15-03-2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ως προς τη σωρευόμενη αγωγή περί αναγνώρισης της ακυρότητας της με αριθμ. …….. σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη και της με αριθμ. ………… γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, που μεταγράφηκαν νόμιμα.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση, ως προς σωρευόμενη αγωγή περί αναγνώρισης της ακυρότητας της με αριθμ. ………… σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη και της με αριθμ. …………. γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, που μεταγράφηκαν νόμιμα.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε στο σκεπτικό ότι πρέπει ν’ απορριφθεί.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ ν’ αποφασίσει κατ’ ουσίαν οριστικά επί της σωρευόμενης αγωγής περί αναγνώρισης της ακυρότητας της με αριθμ. ……….. σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της, ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, συζητήσεως της υποθέσεως, καθ’ ο μέρος αφορά στη σωρευόμενη αγωγή περί αναγνώρισης της ακυρότητας της με αριθμ. …………. σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη, προκειμένου να διενεργηθεί η αμέσως κατωτέρω γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, με τη φροντίδα του επιμελεστέρου των διαδίκων.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα τον …….. ………, το όνομα του οποίου περιλαμβάνεται στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων, που τηρείται στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, ο οποίος αφού δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την προς αυτόν κοινοποίηση της παρούσας, ενώπιον του Δικαστηρίου και σε ημέρα και ώρα που θα οριστεί αρμοδίως, κατόπιν κλήσεως του επιμελέστερου των διαδίκων και αφού λάβει γνώση όλων των κρίσιμων εγγράφων της δικογραφίας, συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο, που βρίσκεται στην κατοχή των διαδίκων ή κάποιας δημόσιας αρχής και αφού ζητήσει και λάβει από τον πρώτο των εναγομένων δείγματα υπογραφής του, καθώς και όσα άλλα στοιχεία θεωρήσει αναγκαία και ενεργήσει κάθε αναγκαία πράξη, θα γνωμοδοτήσει, με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή του, περί της γνησιότητας της υπογραφής του ………. ………, γεννηθέντος το έτος ……. και ήδη αποβιώσαντος, στις 06/08/2002, στον Πειραιά, κατοίκου, όσο ζούσε, Κερατσινίου Αττικής, πατέρα της ενάγουσας και του πρώτου των εναγομένων και παππού του δευτέρου εξ αυτών, επί του με αριθμ. ……… σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Παπανικολάου – Κουρουνιώτη και ειδικότερα περί του εάν η φερόμενη ως υπογραφή του ως άνω …………. τέθηκε με το χέρι του ή από τον κατονομαζόμενο στην αγωγή ως πλαστογράφο ή από άλλο πρόσωπο. Η άνω έκθεση (γνωμοδότηση) πρέπει να κατατεθεί εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την όρκισή του στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, όπου θα συνταχθεί και η σχετική έκθεση καταθέσεως. Η νέα συζήτηση της υποθέσεως θα προσδιορισθεί με την κλήση του επιμελέστερου διαδίκου μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 10/07/2018 στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 22/11/2018, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ