ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αδικοπραξία, αποτελεί και η τέλεση αξιόποινης πράξης, όπως αυτή της επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Περίπτωση άρσης του παράνομου χαρακτήρα της αδικοπραξίας αποτελεί και η άμυνα, κατά τα άρθρα 284 του ΑΚ και 22 του ΠΚ. Σεβασμός του τεκμήριου αθωότητας του κατηγορουμένου, από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, στην πολιτική δίκη. Αναβάλλει, κατ’ άρθρον 249 του ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του νομικού ζητήματος.
Αριθμός 191/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————-
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1371/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 28-6-2017 (υπ’ αριθ. …………./2017 εκθ. κατάθεσης) αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στον εφεσίβλητο στις 24-4-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ……/24-4-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..) και η έφεση κατατέθηκε στις 22-5-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ………./22-5-2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το ανάλογο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).
Με την ανωτέρω αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθεσε ότι, στις 8-7-2016 στο Πέραμα Αττικής, ο εναγόμενος προκάλεσε σ’ αυτόν (ενάγοντα) τις αναλυτικώς αναφερόμενες σωματικές βλάβες, τελώντας εις βάρος του την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι η σχετική συμπεριφορά του εναγομένου, η οποία συνιστά αδικοπραξία, του προκάλεσε ζημία, η οποία αφορά στη δαπάνη αποκατάστασης των ανωτέρων βλαβών, ανερχόμενη στο ποσό των 5.400 ευρώ, όπως αναλυτικώς αναφέρεται σ’ αυτήν (αγωγή), καθώς και ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 15.000 ευρώ. Επίσης, βάσει των προαναφερθέντων, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 20.400 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να απαγγελθεί κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας τριών μηνών ως μέσον εκτέλεσης της εκδοθησομένης αποφάσεως. Με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε κατά ένα μέρος την ανωτέρω αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στον πρώτο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 7.400 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εφεσίβλητος – εκκαλών με την ένδικη έφεσή του για λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η ανωτέρω αγωγή στο σύνολό της, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην έφεση.
Ι. Κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 του ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης, καθώς και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης, αδικοπραξία, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, αποτελεί και η τέλεση αξιόποινης πράξης, όπως αυτή της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, σύμφωνα με το άρθρο 309 του ΠΚ. Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει περίπτωση να συντρέχει κάποιος λόγος, ο οποίος να αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της σχετικής αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, τέτοιοι λόγοι προβλέπονται στο νόμο (όπως στα άρθρα 282, 283, 284, 285, 286 και 985 του ΑΚ, 20, 22, 25, 304 παρ. 4 και 5, 367, 371 παρ. 4 του ΠΚ) ή συνάγονται κατ’ αναλογία από τις αντίστοιχες διατάξεις ή από το γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας και ιδίως τους κανόνες της καλής πίστης (όπως η συναίνεση του παθόντος, η σύγκρουση καθηκόντων κλπ). Έτσι, περίπτωση άρσης του παράνομου χαρακτήρα της αδικοπραξίας αποτελεί και η άμυνα, κατά τα άρθρα 284 του ΑΚ και 22 του ΠΚ, δηλαδή η ενέργεια ενός προσώπου προς αποτροπή παρούσας και άδικης επίθεσης κατά του αμυνομένου ή τρίτου. Ειδικότερα, για να μην είναι παράνομη η πράξη του αμυνόμενου πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α)να υφίσταται επίθεση, δηλαδή συμπεριφορά που τείνει να προσβάλει έννομο αγαθό ορισμένου προσώπου, β)η ανωτέρω επίθεση απαιτείται να αντιβαίνει προς την έννομη τάξη, δηλαδή προς οποιονδήποτε ουσιαστικό κανόνα δικαίου, γ) η επίθεση να είναι παρούσα, δηλαδή να έχει αρχίσει και να μην έχει ολοκληρωθεί, κατά το χρόνο της αμυντικής ενέργειας, δ)η αμυντική ενέργεια να στρέφεται κατά επίθεσης είτε κατά του ίδιου του αμυνομένου, είτε κατά τρίτου προσώπου, δηλαδή δεν είναι αναγκαίο να είναι ο αμυνόμενος φορέας του απειλούμενου έννομου αγαθού και ε)η αμυντική ενέργεια και τα χρησιμοποιούμενα μέσα πρέπει να είναι ανάλογα με την προσβολή, δηλαδή η υπεράσπιση να είναι επιβαλλόμενη, όσο και απαραίτητη για την προστασία του αγαθού στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μάλιστα, το εάν η υπεράσπιση ήταν αυτή που επιβαλλόταν, αναφέρεται κυρίως στα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την άμυνα και κρίνεται αντικειμενικά, δηλαδή εκτιμάται αντικειμενικά ο κίνδυνος από την επίθεση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το τι νόμισε ο αμυνόμενος. Επίσης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της ανωτέρω άμυνας η αμυντική ενέργεια δεν είναι παράνομη, έστω και αν κατά τα λοιπά θα πληρούσε το πραγματικό της αδικοπραξίας, και δεν επιφέρει υποχρέωση του αμυνομένου προς αποζημίωση του επιτιθεμένου. Αντιθέτως, σε περίπτωση υπέρβασης της άμυνας, κυρίως όταν η υπεράσπιση δεν ήταν αυτή που επιβαλλόταν, αλλά περισσότερο βλαπτική από όσα χρειαζόταν για να αντιμετωπισθεί η επίθεση, η πράξη παραμένει άδικη ως προς την υπέρβαση. Τέλος, όταν ο εναγόμενος προς αποζημίωση από αδικοπραξία ισχυρίζεται ότι τελούσε σε άμυνα, προβάλλει αντίστοιχη ένσταση, κατά συνέπεια οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν στις προαναφερθείσες διατάξεις (βλ. ΟλΑΠ 1366/2003 ΕλλΔνη 45 1024, ΑΠ 1404/2012 ΝοΒ 2013 693, ΑΠ 306/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 535/2002 ΧρΙΔ 2002 398, ΑΠ 138/2001 ΕλλΔνη 42 674, ΕφΠατρ 299/2007 ΑχαΝομ 2008 76, Τσολακίδη εις ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου εκδ. 2η τ. ΙΒ σελ. 1591 – 1599 αρθρ. 284).
ΙΙ. Στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974, ορίζεται ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Επίσης, ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το ν. 2642/1997, στο οποίο ορίζεται ότι «Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο». Ο Άρειος Πάγος με σειρά αποφάσεών του έχει δεχθεί, ότι με τις ανωτέρω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις της ΕΣΔΑ δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Το τελευταίο δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου το οποίο επιλαμβάνεται μεταγενεστέρως είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος, είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό, για τις ανάγκες της δίκης, ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα τα οποία εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο ο οποίος δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγουμένη απαλλαγή του διαδίκου (βλ. ΑΠ 322/2018, ΑΠ 715/2017, ΑΠ 1652/2013 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, ο Άρειος Πάγος με άλλες αποφάσεις του έχει δεχθεί ότι ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει το δικαίωμα να καταλήξει, μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας φυσικά και την αθωωτική ποινική απόφαση, σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική αθώωση και να τη θέσει ως βάση στην απόφασή του. Κατά την τελευταία άποψη επιβάλλεται το πολιτικό δικαστήριο να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτή με απόλυτα αιτιολογημένη απόφασή του (βλ. ΑΠ 1422/2017, ΑΠ 344/2016, ΑΠ 1398/2015, 215/2013 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Τέλος, επί του εν λόγω νομικού ζητήματος, ήδη, έχει εκδοθεί η υπ’ αριθ. 8/2019 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, δυνάμει της οποίας αυτό παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ενώπιον της οποίας εκκρεμεί.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα ή άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (βλ. ΑΠ 1330/2017, ΑΠ 400/2014 εις ΝΟΜΟΣ), προκύπτει, ότι, όταν δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή της δίκης, όταν η διάγνωση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς εξαρτάται από την επίλυση του νομικού ζητήματος, που αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης ενώπιον δικαστηρίου, καθόσον παράλληλα η διάγνωση στην άλλη δίκη του νομικού αυτού ζητήματος θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης και στην ασφαλέστερη διάγνωση του ζητήματος αυτού. Αυτό συμβαίνει, προεχόντως, όταν κάποιο σοβαρό νομικό ζήτημα, το οποίο πρέπει να επιλυθεί από το δικαστήριο, ακόμη και το δευτεροβάθμιο, έχει παραπεμφθεί ήδη στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όπου και εκκρεμεί (βλ. ΑΠ 194/2017 ΑΠ 197/2015 ΑΠ 2182/2014 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).
ΙV. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο, παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, με απόφαση, που μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης, η οποία θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, η οποία εφαρμόζεται και στο εφετείο (βλ. ΟλΑΠ 1285/1982 ΝοΒ 31 (1983) 219, ΑΠ 527/1985 ΝοΒ 34 (1986) 196, ΕφΘεσ 925/2000 Αρμ 54 1132, ΕφΑθ 9839/1995 ΕλλΔνη 37 1099), η εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει επανάληψη συζήτησης δεν υπόκειται σε περιορισμούς και επομένως έχει την εξουσία να διατάσσει την επανάληψη συζήτησης και προς προσκομιδή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων. Σημειωτέον ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 254 του ΚΠολΔ αποσκοπούν στη διάγνωση της ουσιαστικής αλήθειας, που είναι σημαντικότερη από την αρχή της οικονομίας της δίκης.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. πρωτ. ………./13-9-2016 αναφορά του Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Περάματος προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς, την οποία προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων – εφεσίβλητος, ο τελευταίος υπέβαλε κατά του εναγομένου – εκκαλούντος έγκληση για την αναφερόμενη στην αγωγή πράξη, η οποία φέρεται να τελέσθηκε εις βάρος του (ενάγοντος). Επίσης, από την 13-11-2018 κλήση μάρτυρα, την οποία προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων – εφεσίβλητος, προκύπτει ότι ασκήθηκε εις βάρος του εναγομένου – εκκαλούντος ποινική δίωξη για τη σχετική αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (άρθρο 309 του ΠΚ) και ο εναγόμενος παραπέμφθηκε για να δικαστεί γι’ αυτήν ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το απόσπασμα της υπ’ αριθ. 4497/2019 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, το οποίο προσκόμισε (εκπροθέσμως) ο εναγόμενος – εκκαλών, ο τελευταίος κηρύχθηκε αθώος της εν λόγω αξιόποινης πράξης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 22 του ΠΚ. Εξάλλου, ο εναγόμενος – εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του, επαναφέρει την και πρωτοδίκως προβληθείσα ένστασή του περί της άρσεως του παρανόμου χαρακτήρα της ανωτέρω πράξης του, λόγω καταστάσεως αμύνης κατά τα άρθρα 22 του ΠΚ και 284 του ΑΚ. Ειδικότερα, ο εναγόμενος – εκκαλών ισχυρίζεται ότι η ανωτέρω πράξη του, η οποία προκάλεσε το σχετικό τραυματισμό του ενάγοντος, αποτελεί αμυντική ενέργεια του έναντι της αναφερομένης άδικης και παρούσας επίθεσης που δέχθηκε από τον ενάγοντα, αυτός ο ίδιος και οι θυγατέρες του, κατά το σχετικό επεισόδιο, από την οποία προσβλήθηκαν τα έννομα αγαθά της υγείας του και της οικογενειακής ειρήνης και ασύλου του. Επομένως, προκύπτει ζήτημα ως προς το εάν, υφίσταται αστική ευθύνη του εναγομένου – εκκαλούντος έναντι του ενάγοντος – εφεσίβλητου για παράνομη και υπαίτια από μέρους του εναγομένου προσβολή της σωματικής ακεραιότητας του ενάγοντος, με την αναφερόμενη στην αγωγή πράξη του από την οποία προκλήθηκε ο επικληθείς τραυματισμός του (ενάγοντος), ενόψει του ότι το Δικαστήριο τούτο, τυχόν, οφείλει να οδηγηθεί σε έκδοση σχετικής απόφασης, η οποία θα πρέπει να είναι συμβατή με την ανωτέρω απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία κρίθηκε αθώος ο εναγόμενος για την εν λόγω αξιόποινη πράξη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 22 του ΠΚ περί αμύνης. Ειδικότερα, είναι ερευνητέο, στο πλαίσιο του ως άνω λόγου της έφεσης, εάν με την αναγνώριση της σχετικής αστικής ευθύνης του εναγομένου – εκκαλούντος έναντι του ενάγοντος – εφεσίβλητου παραβιάζεται ή όχι το τεκμήριο αθωότητάς του (εναγομένου), που απορρέει από την προαναφερθείσα αθωωτική ποινική απόφαση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (υπό στοιχείο ΙΙ). Επίσης, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο ΙΙ), το ίδιο νομικό ζήτημα, έχει, ήδη, παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ενώπιον της οποίας και εκκρεμεί. Συνεπώς, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο IΙΙ), συντρέχει νόμιμη περίπτωση αναβολής, κατ’ άρθρο 249 του ΚΠολΔ, έκδοσης απόφασης επί της κρινόμενης εφέσεως εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση για το ανωτέρω νομικό ζήτημα από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Εξάλλου, ενόψει του ότι προσκομίσθηκε μόνον απόσπασμα της προαναφερθείσας υπ’ αριθ. 4497/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, για την ασφαλέστερη κρίση του Δικαστηρίου τούτου επί του ανωτέρω ζητήματος, κρίνεται αναγκαίο, ανεξαρτήτως της ανωτέρω αναβολής της συζήτησης, και κατ’ οικονομία της δίκης, πριν από την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υποθέσεως, να διαταχθεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, η επανάληψη της συζήτησής της για να προσκομισθεί αντίγραφο (πλήρες) της ανωτέρω αποφάσεως, καθώς και βεβαίωσης του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς περί του αμετακλήτου αυτής.
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως, κατ’ άρθρον 249 του ΚΠολΔ, μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του παραπεμφθέντος σε Αυτήν, με την υπ’ αριθ. 8/2019 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, νομικού ζητήματος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Επίσης, πρέπει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης για να προσκομισθεί: α)αντίγραφο (πλήρες) της υπ’ αριθ. 4497/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, και β)βεβαίωσης του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς περί του αμετακλήτου της αποφάσεως αυτής. Σημειωτέον ότι δεν πρέπει να περιληφθεί στην παρούσα απόφαση διάταξη περί της δικαστικής δαπάνης, καθώς και περί του παραβόλου, γιατί αυτή δεν είναι οριστική (βλ. ΑΠ 608/2012 ΕΠολΔ 2012 342).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Αναβάλλει κατά τα λοιπά τη συζήτηση μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί του παραπεμφθέντος σε Αυτήν, με την υπ’ αριθ. 8/2019 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, νομικού ζητήματος.
Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθεί, με την επιμέλεια του επιμελέστερου από τους διαδίκους, α)αντίγραφο (πλήρες) της υπ’ αριθ. 4497/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, και β)βεβαίωσης του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς περί του αμετακλήτου της αποφάσεως αυτής.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 25-2-2020, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ