Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 193/2020

Αριθμός    193/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 14/11/2017 (αριθ.καταθ. ……./2017) έφεση, κατά της υπ’ αρ. 4196/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει από την επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας Εφετείου Αθηνών, ………, επίδοση της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα την 18.10.2017 και άσκηση αυτής (υπό κρίση εφέσεως) στην αρμόδια γραμματέα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου πριν την πάροδο τριάντα ημερών, ήτοι 14.11.2017 (αριθ. 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 518 παρ. 1, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, το νόμιμο παράβολο 100 ευρώ, όπως προκύπτει από τη με ημερομηνία 14/11/2017 πράξη κατάθεσης παραβόλου της αρμόδιας Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά.

Με την από 13/9/2016 (αριθ.καταθ. …………/2016) αγωγή τους οι ενάγοντες, …….. και …….., ιστορούσαν ότι, είναι αποκλειστικοί κύριοι, ο πρώτος κατά ψιλή κυριότητα και η δεύτερη από αυτούς (ενάγοντες) κατ’ επικαρπία, νομείς και κάτοχοι του περιγραφομένου σε αυτή (αγωγή) κατά όρια, θέση, έκταση οικοπέδου επιφανείας μ.τ 4539,40 μετά των επ’ αυτού κτισμάτων που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια της τοπικής κοινότητας Κυθήρων της δημοτικής ενότητας Κυθήρων του Δήμου Κυθήρων της Περιφερειακής Ενότητας Νήσων Περιφέρειας Αττικής, εντός των ορίων του οικισμού Καλάμου, στην ειδικότερη θέση «….» και ότι την κυριότητα απέκτησαν η δεύτερη ενάγουσα κατά τον αναφερόμενο πρωτότυπο τρόπο, ως νεμόμενη τούτο διανοία κυρίας με άσκηση των αναφερομένων υλικών πράξεων νομής για χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας, ο δε πρώτο από αυτούς, παραγώγως αλλά και πρωτότυπα με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, και άσκηση εμφανών υλικών πράξεων νομής προσμετρώντας στη δική του νομή και τη νομή της δικαιοπαρόχου μητέρας του και ότι την νομή επί του ως άνω ακινήτου εξακολουθούν και την έχουν έως και σήμερα (χρόνος έγερσης αγωγής). Ότι η εναγομένη, είναι αποκλειστικά κυρία, κατά τον αναφερόμενο παράγωγο τρόπο, ιδιοκτησίας, η οποία συνορεύει εν μέρει από τη βόρεια και βορειοανατολική πλευρά με το ακίνητο – κυριότητας αυτών (εναγόντων) και από τη νότια – νοτιοδυτική πλευρά του με οδό συνολικού μήκους 24,05 επί της οποίας έχει πρόσοψη το ακίνητό τους, και ότι η οδός αυτής, στους τίτλους ιδιοκτησίας τους και στα συνοδεύοντα αυτούς τοπογραφικά διαγράμματα χαρακτηρίζεται «κοινοτική οδός» είτε ως «κοινόχρηστη είσοδος ιδιοκτησιών». Ότι η οδός αυτή χρησιμοποιούνταν από τους δικαιοπαρόχους τους και ακολούθως από αυτούς από αμνημόνευτου χρόνου πλέον των εκατό (100) ετών για την πρόσβαση στις ιδιοκτησίες τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα και απέκτησε τον χαρακτήρα των κοινοχρήστων αφού παραδόθηκε από τους αρχικούς δικαιοπαρόχους στην κοινή χρήση για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ογδόντα (80) ετών πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23.2.1946), άλλως γιατί τόσο οι δικαιοπάροχοι της εναγομένης όσο και αυτή (εναγομένη) ανέχθηκαν επί μακρό χρόνο την κοινή χρήση του επιδίκου τμήματος επιθυμώντας να αποκτήσει αυτό την ιδιότητα του κοινοχρήστου. Ότι η εναγομένη περιέλαβε τμήμα της ως άνω κοινόχρηστης οδού στην ιδιοκτησία της και με τις αναφερόμενες ενέργειες και πράξεις παρεμπόδισε παράνομα και χωρίς την θέλησή τους την μέσω αυτής (τμήματος κοινόχρηστης οδού) πρόσβαση στους βοηθητικούς χώρους της ιδιοκτησίας τους, προσβάλλοντας έτσι και διαταράσσοντας την νομή και οιονεί νομή αυτών. Περαιτέρω εκθέτουν ότι η παράνομη, αυθαίρετη και υπαίτια παρακώλυση της εξουσίας τους για χρήση του επιδίκου κοινόχρηστου τμήματος προσβάλλει το δικαίωμα επί της ιδίας προσωπικότητάς τους συνεπεία της οποίας  (προσβολής) υπέστησαν την αναφερόμενη ηθική βλάβη για την εύλογη αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση τα ανωτέρω ιστορούμενα οι ενάγοντες ζήτησαν:

1)να αναγνωριστούν νομέας και οιονεί νομέας (ως ψιλός κύριος ο πρώτος ενάγων και επικαρπώτρια η δεύτερη ενάγουσα) αυτοί επί του περιγραφομένου ενδίκου ακινήτου,

2)να υποχρεωθεί η εναγομένη να παύσει κάθε παρούσα διατάραξη της νομής και οιονεί νομής του στην παρακώλυση της χρήσης του τμήματος της κοινόχρηστης οδού και να διαταχθεί να παραλείπει αυτή στο μέλλον με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως για κάθε διατάραξη της νομής και οιονεί νομής τους στο μέλλον και για κάθε παράβαση των διατάξεων της απόφασης, που θα εκδοθεί, να αρθεί η προσβολή του δικαιώματος τους στην χρήση του τμήματος της κοινόχρηστης οδού στο οποίο παρεμποδίζεται η πρόσβαση και κοινή χρήση και να διαταχθεί η αφαίρεση κάθε διαταρακτικού κατασκευάσματος άλλως να επιτραπεί σε αυτούς με δαπάνες της εναγομένης, να παραλείπει περαιτέρω κάθε τέτοια προσβολή στο μέλλον με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως για κάθε παράβαση, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς τους, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη.

Επί της παραπάνω αγωγής, εκδόθηκε η υπ’ αρ. 4196/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία, αφού απέρριψε, την αντικειμενικά σωρευομένη βάση της αγωγής περί αναγνωρίσεως αυτών ως νομέα και οιονεί νομέα του επιδίκου ακινήτου, ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος, δέχτηκε ως προς τα λοιπά αιτήματα (παύση κάθε παρούσας προσβολής και παράλειψή της στο μέλλον, χρηματική ικανοποίηση για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης) εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ηττηθείσα εναγομένη για τους λόγους που αναφέρονται στην ένδικη έφεση και ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και έλλειψη αιτιολογίας ως προς ουσιώδεις ισχυρισμούς, η οποία κατέληξε σε βλάβη αυτής (εκκαλούσας) με αντίστοιχες διατάξεις που διαλαμβάνονται στο διατακτικό αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως) και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, προκειμένου να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή των εναγόντων.

Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ.α, 287 και 290 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εδ.α΄ του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την έφεση προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται και όταν, μετά την άσκηση της έφεσης και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση του Εφετείου, αποβιώσει κάποιος διάδικος, η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής προς τον αντίδικο με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης από εκείνον που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος (ΑΠ 606/2015). Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης, στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του). Η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί μπορεί να γίνει εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή (Εφ.Πειρ. 397/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, και όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τον πρώτο ενάγοντα ήδη πρώτο εφεσίβλητο, α) από 29/5/2018 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιαρχείου Δ.Ε Κυθήρων Αττικής και β) το υπ’ αρ.πρωτ. …/2017 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δήμου Κυθήρων και τα υπ’ αρ. .. και …/13.2.2019 πιστοποιητικά του Ειρηνοδικείου Κυθήρων περί μη αποποίησης κληρονομίας και μη δημοσίευσης διαθήκης, απεβίωσε στις 15/10/2017 η αρχική διάδικος δεύτερη ενάγουσα ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, ………. Όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της γνωστοποίησε στο ακροατήριο τον θάνατό της ……… και δήλωσε ότι ο πρώτος ενάγων και ήδη πρώτος εφεσίβλητος, ……….., ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της συνεχίζει τη δίκη.

Ι) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 966, 967, 968, 972, 1033 και 1192 παρ. 1 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 55 ΕισΝΑΚ, προκειμένου να κριθεί μετά την εισαγωγή του ΑΚ η ιδιότητα ενός πράγματος ως εκτός συναλλαγής ή κοινοχρήστου, προκύπτει ότι μεταξύ των κοινοχρήστων πραγμάτων περιλαμβάνονται και οι οδοί αδιακρίτως, κοινόχρηστα δε πράγματα είναι τα προοριζόμενα για εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, τα οποία χρησιμοποιεί ευρύτερος, αόριστος, αλλά όχι κατ’ ανάγκη απεριόριστος αριθμός προσώπων.  Οι οδοί, με βάση το άρθρο 1 του ΠΔ της 25/28.11.1929 «περί κωδικοποιήσεως των κειμένων διατάξεων για την κατασκευή και συντήρηση οδών» διακρίνονται σε εθνικές, επαρχιακές, δημοτικές και κοινοτικές. Οι διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ίδιου Προεδρικού Διατάγματος, καθορίζουν τη διαδικασία η οποία απαιτείται να τηρηθεί, για να χαρακτηρισθεί μια οδός ως εθνική ή επαρχιακή. Ο χαρακτηρισμός όμως μιας οδού ως δημοτικής ή κοινοτικής συνιστά, σύμφωνα με το άρθρο 4 του αυτού Προεδρικού Διατάγματος, ζήτημα πραγματικά, γιατί ο νόμος δεν προβλέπει ειδική διαδικασία, η οποία να προσδίδει στην οδό την ανωτέρω ιδιότητα. Έτσι η οδός χαρακτηρίζεται ως δημοτική ή κοινοτική εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3155/1955 «περί κατασκευής και συντηρήσεως οδών», εξυπηρετεί τις ανάγκες ενός δήμου ή μιας κοινότητας, που δημιουργούνται μέσα στα διοικητικά όρια αυτών. Από καμία διάταξη της κειμένης νομοθεσίας, και ιδιαίτερα των σχετικών με τους ΟΤΑ νόμους, δεν καθορίζεται ειδική διοικητική διαδικασία και δεν παρέχεται στα όργανα των Δήμων αρμοδιότητα για το χαρακτηρισμό τέτοιων οδών, η δε εκδιδομένη από το Δημοτικό (πλέον) Συμβούλιο πράξη χαρακτηρισμού μιας οδού ως δημοτικής, δεν έχει καμμία νομική συνέπεια, γιατί δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Επί του ζητήματος του χαρακτηρισμού μιας οδού ως δημοτικής ή πρώην κοινοτικής αποφαίνονται τα πολιτικά δικαστήρια. Περαιτέρω οι δημοτικές ή πρώην κοινοτικές οδοί και οι πλατείες αποκτούν την ιδιότητα του κοινόχρηστου πράγματος, μεταξύ άλλων, και με την αμνημόνευτου χρόνου αρχαιότητα (VETUSTAS), την οποία προέβλεπε το προϊσχύσαν του ΑΚ Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (Ν.3 Πανδ. (43.7) Ν2 παρ. 8 Πανδ. (39.3) Ν.28 Πανδ.(22.3) ,πλην όμως διατηρήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, η δυνάμει αυτής ιδιότητα που απέκτησε το πράγμα ως κοινής χρήσεως, εφόσον, πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23.2.1946) δύο συνεχόμενες γενεές ανθρώπων, η καθεμία των οποίων εκτείνεται σε σαράντα χρόνια, δεν γνώρισαν διαφορετική κατάσταση του πράγματος από την κοινοχρησία.

Μετά την εισαγωγή του ΑΚ μπορεί έμμεσα να επιτευχθεί παρόμοιο αποτέλεσμα με βάση το άρθρο 281 ΑΚ, αν δηλαδή ο κύριος άφησε επί μακρό χρόνο το πράγμα εκτεθειμένο στην κοινή χρήση «ανεχόμενος ή πολύ περισσότερο, επιθυμών αυτό να καταστεί κοινής χρήσεως». Τούτο ειδικότερα μπορεί να συμβεί και στην περίπτωση που κάποιος χώρος αφήνεται από τον κύριο να χρησιμεύσει ως δημοτική ή πρώην κοινοτική οδός, για τον καθορισμό και την ανακήρυξη της οποίας δεν προβλέπεται ορισμένη νόμιμη διαδικασία ή ακόμη και την από το ίδιο άρθρο (ΑΚ 281) ένσταση του γενικού δόλου (EXCEPTIO DOLI GENERALIS) κατά του ιδιοκτήτη, ο οποίος άφησε το πράγμα εκτεθειμένο στην κοινή χρήση για πολύ χρόνο, υπό την έννοια όμως ότι δεν προσπορίζεται η κυριότητα του ακινήτου στον οικείο ΟΤΑ με χρησικτησία, αλλά απλώς προστατεύεται η κοινή χρήση έναντι του κυρίου (ΑΠ 954/2017, ΑΠ 1426/2015, ΑΠ 652/2016, ΑΠ 1032/2019, ΑΠ 1081/2019, ΑΠ 1823/2014, ΑΠ 616/2014 Εφ.Θεσσαλ. 27/2017 ΝΟΜΟΣ).

Επειδή, κατά το άρθρο 57 εδάφ.α΄ του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι προϋπόθεση της παρεχόμενης με αυτή προστασίας είναι η συνδρομή παράνομης πράξης, από την οποία επέρχεται μειωτική διαταραχή της προσωπικότητας σε κάποια έκφανσή της. Τέτοια προσβολή δημιουργείται και όταν παρακωλυθεί η χρήση κοινόχρηστης οδού. Από τον συνδυασμό του άνω άρθρου και των άρθρων 966, 967 του ΑΚ, προκύπτει ότι, με την καθιέρωση κάποιου πράγματος ως κοινοχρήστου, το άτομο αποκτά εξουσία χρήσεως αυτού, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως άμεση εξουσία επί του πράγματος (νομή, οιονεί νομή ή κατοχή), είναι, όμως, απόρροια του επί της ιδίας προσωπικότητας ιδιωτικού δικαιώματος, η οποία (εξουσία χρήσεως) προσβάλλεται εξωτερικώς σε περίπτωση παρακωλύσεως της κοινής χρήσεως και η οποία, ως έκφανση της προσωπικότητας του πολίτη, περικλείει την ικανότητα για ακώλυτη ανάπτυξη  της ανθρώπινης ενέργειας και προστατεύεται από το άρθρο 57 ΑΚ, που επιβάλλει, όπως εκτέθηκε, την άρση της προσβολής και την παράλειψή της  στο μέλλον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 966, 967, 968, 972, 1033 και 1192 αριθ. 1 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 55 ΕισΝΑΚ, προκειμένου να κριθεί μετά την εισαγωγή του ΑΚ η ιδιότητα ενός πράγματος ως εκτός συναλλαγής ή κοινοχρήστου, προκύπτει, ότι μεταξύ των κοινόχρηστων πραγμάτων περιλαμβάνονται και οι οδοί αδιακρίτως, οι οποίες, εφόσον δεν ανήκουν σε Δήμο ή Κοινότητα ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο Δημόσιο. Τα κοινής χρήσης πράγματα λαμβάνουν τον προορισμό τους αυτό από το νόμο ή τη βούληση του ιδιοκτήτη τους (όπως με διαθήκη ή δωρεά), που μπορεί να εκδηλωθεί και με παραίτηση από την κυριότητα του πράγματος για να καταστεί αυτό κοινόχρηστο, τηρούμενων των νόμιμων προϋποθέσεων. Κατά το προϊσχύσαν του ΑΚ βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο (ν.3 Πανδ. 43, 7, ν.2 παρ. 8, Πανδ. 39.3, ν.28 Πανδ. 22.3).αναγνωριζόταν ως τρόπος κτήσης της ιδιότητας πράγματος ως κοινοχρήστου ή αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα στη χρήση του πράγματος από τους δημότες Κοινότητας ή Δήμου, με την οποία κυρώνονταν ως νόμιμη η πραγματική κατάσταση που υπήρχε πριν από τόσο χρόνο ώστε η ζώσα γενεά να τη γνώρισε ως έχει και να μη διέσωσε παράδοση από την παρελθούσα γενεά για την ύπαρξης άλλης διαφορετικής κατάστασης. Η αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα δεν υιοθετήθηκε από τον ΑΚ, διατηρείται, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝ ΑΚ, η δυνάμει αυτής ιδιότητα που απέκτησε το πράγμα ως κοινής χρήσης, εφόσον πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1046) δύο συνεχόμενες γενεές ανθρώπων επί συνολικό διάστημα τουλάχιστον ογδόντα (80) ετών δεν γνώριζαν διαφορετική κατάσταση του πράγματος από την κοινοχρησία (ΑΠ 955/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 966, 967, 972, 1033 και 1192 εδαφ. 2 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο  55 ΕισΝΑΚ, προκειμένου να κριθεί, μετά την εισαγωγή του ΑΚ, η ιδιότητα ενός πράγματος ως κοινοχρήστου, συνάγεται ότι μεταξύ των κοινοχρήστων πραγμάτων περιλαμβάνονται και οι οδοί, επομένως και οι αγροτικές, οι οποίες, εφόσον δεν ανήκουν στο Δήμο ή στην Κοινότητα ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο Δημόσιο. Η αγροτική οδός, όπως και κάθε οδός, αποκτά την ιδιότητα του κοινόχρηστου πράγματος: α) από το νόμο, ήτοι με το χαρακτηρισμό της ως οδού από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό διάγραμμα του σχεδίου πόλεως, β) από τη βούληση των ιδιοκτητών, η οποία πρέπει να γίνει μη νομότυπη δικαιοπραξία (διαθήκη ή δωρεά) ή και με παραίτηση από την κυριότητα, για την οποία όμως (παραίτηση) απαιτείται δήλωση του κυρίου περιβαλλόμενη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποβαλλόμενη σε μεταγραφή, αφού περιέχει κατάργηση εμπραγμάτου δικαιώματος και γ) με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, την οποία προέβλεπε το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (ν.3 παρ. 2 Πανδ. 43.7) και σύμφωνα με την οποία η χρήση του πράγματος από Κοινότητα ή Δήμο ή από τους δημότες αυτών μπορούσε να προσδώσει σε ακίνητο την ιδιότητα του κοινόχρηστου, εφόσον η αρχαιότητα στην άνω χρήση υπήρξε συνεχής επί δύο γενεές, η καθεμία των οποίων εκτείνεται σε σαράντα έτη και είχε συμπληρωθεί πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23.2.1946), ενόψει του ότι ο Κώδικας αυτός δεν αναγνωρίζει το θεσμό της αμνημόνευτου χρόνου αρχαιότητας (ΑΠ 1639/2018, Εφ.Λαρ. 163/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Απόστολος Γεωργιάδης, Εμπράγματο Δίκαιο, δεύτερη έκδοση σελ. 149 επ.).

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι προς άμεση απόδειξη και για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις υπ’ αριθ. ………. ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Κυθήρων επιμελεία των εναγόντων κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου (βλ. την υπ’ αριθ. …/21.9.2016 έκθεση επίδοσης της επιμελήτριας δικαστηρίων του Ειρηνοδικείου Κυθήρων ……..), την υπ’ αριθ. …/23.11.2016 ένορκη βεβαίωση που λήφθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Κυθήρων κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων (βλ. την υπ’ αριθ. …./2.11.2016 έκθεση επίδοσης της αυτής ως άνω επιμελήτριας δικαστηρίων Ειρηνοδικείου Κυθήρων), και από τις φωτογραφίες, τις οποίες επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθ. 444 παρ. 1 περ.γ΄, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως η πρώτη των διατάξεων αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 Ν. 3994/2011), οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες και ήδη πρώτος εφεσίβλητος, τύγχαναν κύριοι (ψιλός κύριος και επικαρπώτρια), συννομείς (νομέας και οιονεί νομέας) και συγκάτοχοι ενός ακινήτου που εμφαίνεται στο συνημμένο από Οκτωβρίου 1991 στην ένδικη αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……., συνολικής έκτασης 4.539,40 τ.μ, που βρίσκεται στον οικισμό ….. του νυν Δήμου Κυθήρων στη θέση «…» και συνορεύει κατά τον τίτλο κτήσης, βόρεια εν μέρει με ιδιοκτησία …… (ήδη εναγομένης – εκκαλούσας), εν μέρει με ιδιοκτησία …….. και εν μέρει με ιδιοκτησία …….. (ήδη εναγομένης – εκκαλούσας), βορειανατολικά εν μέρει με ιδιοκτησία .. …, και εν μέρει με ιδιοκτησία ……., νοτιοανατολικά με κοινοτική οδό που οδηγεί από τη μια κατεύθυνση προς κέντρο Καλάμου και από την άλλη κατεύθυνση προς Φυρή Άμμο, νότια με ελαφρώς τεθλασμένη πλευρά (Α-ΝΙ) μέτρων 4,23 (Νι-Μι) μέτρων 11,59 και (Μι-Λι) μέτρων 8,23 με κοινοτική οδό (ένδικη οδό), νοτιοδυτικά με ιδιοκτησία …….. (εναγομένης ήδη εκκαλούσα) και δυτικά εν μέρει με ιδιοκτησία ……….. και εν μέρει με ιδιοκτησία ……… Το ακίνητο αυτό, με τα εντός αυτού κτισματα, ήτοι μια διώροφο οικία, που αποτελείται από ισόγειο επιφανείας μ.τ 140 και πρώτο (Α΄) πάνω από το ισόγειο ορόφου επιφανείας μ.τ 91 , άλλης παρακείμενης ισόγειας οικίας επιφανείας μ.τ 144,80, γκαράζ επιφανείας μ.τ 44,50, λουτρό καμπινέ (WC) επιφανείας μ.τ 8 και σταύλων επιφανείας μ.τ 32,40, περιήλθε στον πρώτο ενάγοντα ήδη εφεσίβλητο κατά ψιλή κυριότητα, λόγω γονικής παροχής, από τη μητέρα του ………λίγερου, με το υπ’ αριθ. ……/28.8.1992 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Κυθήρων ………., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κυθήρων στον τόμο . και με α.α ….. Με το ίδιο ως άνω συμβόλαιο η …….., η οποία απεβίωσε όπως προαναφέρθηκε στις 15/10/2017 με μοναδικό πλησιέστερο συγγενή της κατά τον χρόνο του θανάτου της το νόμιμο τέκνο της ……… – πρώτο ενάγοντα ήδη εφεσίβλητο – είχε παρακρατήσει εφ’ όρου ζωής της και εφ’ όρου ζωής του συζύγου της την επικαρπία του ανωτέρω ακινήτου. Η νομή δε και κατοχή του παραπάνω ακινήτου είχε περιέλθει στην δικαιοπάροχο του πρώτου ενάγοντα ήδη εφεσιβλήτου με άτοπη δωρεά το έτος 1965 από τον σύζυγό της …….., η οποία έκτοτε το κατείχε διανοία κυρίας, με καλή πίστη συνεχώς και άσκηση εμφανώς όλων των πράξεων νομής που προσιδιάζουν στην φύση και προορισμό του επί είκοσι επτά έτη, όταν και παρέδωσε την νομή στον υιό αυτής πρώτο ενάγοντα – ήδη εφεσίβλητο, ο οποίος παρέλαβε και κατείχε διανοία ψιλού κυρίου το ως άνω ακίνητο συνεχίζοντας να ασκεί επί αυτού όλες τις ως άνω πράξεις νομής και κατοχής τις σύμφωνες με την κατά προορισμό χρήση του, όπως τα περιστατικά αυτά δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους. Στην ίδια παραπάνω θέση και εν μέρει βόρεια, βορειοανατολικά αλλά και νοτιοδυτικά του ακινήτου των εναγόντων ήδη εφεσιβλήτου (πρώτου) βρίσκεται το ακίνητο της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, την κυριότητα του οποίου απέκτησε, δυνάμει της από 9.6.1991 ξενόγλωσσης διαθήκης του αποβιώσαντος την 10.5.2007 συζύγου της ………. που δημοσιεύτηκε νόμιμα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με το υπ’ αριθ. 4855/22.9.2006 πρακτικό του με την οποία εγκαταστάθηκε μοναδική κληρονόμος αυτού (αποβιώσαντα – κληρονομούμενου συζύγου της) σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, μεταξύ της οποίας και το επίδικο ακίνητο, την οποία (κληρονομία εκ διαθήκης) η τελευταία (εναγομένη ήδη εκκαλούσα)_ αποδέχτηκε με την υπ’ αριθ. …/13.12.2007 πράξη δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου  Πειραιά …… .., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κυθήρων στον τόμο … με α.α …… Το ως άνω επίδικο ακίνητο περιήλθε στον δικαιοπάροχο – κληρονομούμενο σύζυγο της εναγομένης ήδη εκκαλούσας, ……., λόγω κληρονομικής εκ διαθήκης διαδοχή από τον αποβιώσαντα την 27/3/1981 πατέρα του ……….. Συγκεκριμένα ο τελευταίος (…….) δυνάμει της υπ’ αριθ. …/14.10.1975 δημόσιας διαθήκης που συντάχθηκε από τη συμβολαιογράφο Κυθήρων ……. και δημοσιεύτηκε νόμιμα από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά στις 9/6/1982 με το υπ’ αριθ. 298 πρακτικό του κατέλιπε στον ……… (δικαιοπάροχο  εναγομένης – κληρονομούμενο) «την ψιλή κυριότητα ενός οικοπέδου, άρτιου και οικοδομήσιμου μετά της επ’ αυτού οικίας και φούρνου…..επιφανείας μ.τ 626,15 και εμφαίνεται…..στο από 30/6/1989 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού ….……..συνορεύει γύρωθεν με πλατεία, με κοινόχρηστη είσοδο ιδιοκτησιών κληρονόμου ……. και ……. και με ιδιοκτησίες ……….……..Το οικόπεδο αυτό μετά της επ’ αυτού οικίας περιήλθε στον κληρονομούμενο …….. από κληρονομία του πατέρα του …….., που πέθανε προ του έτους 1940». Την ως άνω κληρονομία αποδέχθηκε η εναγομένη ήδη εκκαλούσα, ως πληρεξουσία, αντίκλητος και αντιπρόσωπος του συζύγου της ……. με την υπ’ αρ. …../10.7.1989 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κυθήρων (τ…., α.α …), όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. …./13.12.2007 πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιά … ., και μεταγράφηκε νόμιμα στα ίδια ως άνω βιβλία (τ…, α.α …). Το εν λόγω ακίνητο κυριότητας, νομής και κατοχής της εναγομένης ήδη εκκαλούσας εμβαδού, κατά τον τίτλο κτήσης (…/2007 πράξη δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας), 712,60 τ.μ συνορεύει: ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΑ σε πλευρά Η.Ζ μήκους μέτρων τριάντα πέντε και 0,80 (35,80) με ιδιοκτησία …….. «…», ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ εν μέρει σε πλευρά Ζ.Ε μήκους μέτρων τριών και 0,80 (3,80) με ιδιοκτησία ……… «….», όπου πηγάδι μεσιακό και εν μέρει σε πλευρά Γ.Δ μήκους μέτρων δέκα τεσσάρων και 0,30 (14,30) με ιδιοκτησία ……», ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΑ εν μέρει σε πλευρά Ε.Δ μήκους μέτρων δέκα επτά και 0,20 (17,20) με ιδιοκτησία …….. «…..» και εν μέρει σε πρόσωπο πλευράς Α.Β μήκους μέτρων δύο και 0,80 (2,80), συν Β.Γ μήκους μέτρων έντεκα (11,00) με δημοτική οδό πλάτους μέτρων πέντε (5,00), ΝΟΤΙΟΔΥΤΙΚΑ εν μέρει σε πλευρά Α.Κ μήκους μέτρων δέκα τεσσάρων και 0,60 (14,60) με ιδιοκτησία ……. «…» και εν μέρει σε πλευρά Θ.Ι μήκους μέτρων είκοσι ενός και 0,10 (21,10) με ιδιοκτησία …….. «…», ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΑ σε πλευρά Ι.Κ μήκους μέτρων τριών και 0,15 (3,15) με ιδιοκτησία ……. «…» και ΔΥΤΙΚΑ σε πλευρά Ι.Θ μήκους μέτρων έξι (6,00) με ιδιοκτησία ………. Επί του άνω οικοπέδου υπάρχει ισόγειο πλασοσκέπες κτίσμα-οικία επιφανείας μέτρων τετραγωνικών εκατόν είκοσι τριών και 0,70 (123,70) και πηγάδι.

Νότια και ανατολικά, και μεταξύ των παραπάνω ιδιοκτησιών, εμφαίνεται, α) στο από το από Οκτωβρίου 1991 τοπογραφικό διάγραμμα του ………… το οποίο είναι προσαρτημένο στον τίτλο του πρώτου ενάγοντος ήδη πρώτου εφεσιβλήτου (υπ’ αριθ. …./28.8.1992 γονική παροχή και ψιλής κυριότητας), το με τα στοιχεία ΛΙ ΜΙ ΝΙ, εδαφικό τμήμα που φέρει ονομασία κοινοτική οδό, β) στο από 10/7/1989 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού ……….., το οποίο προσαρτάται στο ήδη διορθωμένο όπως προαναφέρεται, υπ’ αριθ. ../10.7.1989 του συμβολαιογράφου Αθηνών … .., το με στοιχεία ΔΕΖΗβα εδαφικό τμήμα εμβαδού 46,68 τ.μ που φέρει την ονομασία κοινόχρηστη είσοδος ιδιοκτησιών …….. και ………. Το ένδικο αυτό εδαφικό τμήμα μήκους 25 περίπου μέτρων και πλάτους 3,50 – 4 μέτρων περίπου, φέρεται να έχει τον χαρακτηρισμό αυτό, στους δύο ανωτέρω αναφερόμενους τίτλους των διαδίκων, ήτοι στην υπ’ αρ. …/1992 γονική παροχή ψιλής κυριότητας και στην υπ’ αρ. …./10.7.1989 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς η οποία ως προς το επίδικο ακίνητο διορθώθηκε με την υπ’ αρ. …./2007 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, κατά τα προαναφερόμενα. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο όμως, δεν αποδείχθηκε ότι ο επίδικος κοινοτικός ή κοινόχρηστος δρόμος υφίσταται από αμνημονεύτων ετών, ώστε να θεωρηθεί κοινόχρηστος, αφού κανείς από τους μάρτυρες απόδειξης κατέθεσε ότι γνωρίζει από ιδία αντίληψη ή από διηγήσεις παλαιοτέρων ότι η οδός αυτή υπήρχε και χρησιμοποιούνταν από τόσο παλιά, υπό την έννοια ότι διέρχονταν από αυτή αόριστος αριθμός προσώπων για χρονικό διάστημα ογδόντα τουλάχιστον ετών μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα. Αλλά και από τότε που διαμορφώθηκε η οδός αυτή, που πάντως δεν αποδείχθηκε ότι ανάγεται σε χρόνο τόσο παλιό ώστε να υπάρχει αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, όπως προεκτέθηκε, εξυπηρετούσε αποκλειστικά και μόνο τις ανάγκες των διαδίκων και των δικαιοπαρόχων τους – κυρίως όμως των εναγόντων – προς εκτέλεση των καλλιεργητικών εργασιών και λοιπών εργασιών βοηθητικών των ιδιοκτησιών αυτών, και όχι τις ανάγκες των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Τούτο συνάγεται από όλες τις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγόντων, οι οποίοι ενώ πιστοποιούν την ύπαρξη της επίδικης διόδου, ουδόλως αναφέρουν ότι από αυτή διέρχονταν αόριστος αριθμός προσώπων, πλην κυρίως  των εναγόντων και των δικαιοπαρόχων τους: «1.Είμαι α΄ εξάδελφος με τον .…..και γνωρίζω για την αντιδικία…….Ο δρόμος αυτός διαχωρίζει τις δύο ιδιοκτησίες τους………..Ανατολικά του δρόμου είναι το σπίτι του ……… και δυτικά της …….…..Πάντοτε η οικογένεια του …… και προηγούμενα ο πατέρας του ..……….χρησιμοποιούσαν ελεύθερα το δρόμο αυτό για να κάνουν τις δουλειές τους στο σπίτι τους και στο συνεχόμενο κτήμα τους………..όλη η περιοχή εκεί ανήκε στον προπάππου του ………, τον ……… και……..ο κοινόχρηστος αυτός δρόμος υπήρχε και εχρησιμοποιείτο από τότε, δηλαδή απ’ όταν αυτός έδωσε το ένα σπίτι, από τη μια πλευρά του δρόμου, στο γιό του ….. (παππού του ……….) και το άλλο, από την άλλη πλευρά του δρόμου, αργότερα στον γιό του ……. (πεθερό της ………). Όποια χρήση έκανε του δρόμου αυτού η οικογένεια του …….., έκανε και από την άλλη πλευρά του δρόμου η οικογένεια του ………. και προηγούμενα απ’ αυτόν ο πατέρας του ………… Δηλαδή για να χρησιμοποιήσει και η οικογένεια αυτή τη κουζίνα της και τους βοηθητικούς της χώρους, που βρίσκονται στην πίσω πλευρά του σπιτιού της (…../2016 ένορκη βεβαίωση), 2) «………..από τότε που θυμάμαι εγώ και ξέρω χρήση του δρόμου αυτού γινόταν και από τις δύο αυτές οικογένειες………..η οικογένεια του ……… τον χρησιμοποιούσε πάντοτε για να μεταβαίνει στη κουζίνα, τις αποθήκες, τους στάβλους και κυρίως στο γκαράζ του σπιτιού τους………..Απ’ αυτό το δρόμο ο ………………και προηγούμενα απ’ αυτόν ο πατέρας του …..……μετέφερε τα αγροτικά τους προϊόντα………….και η οικογένεια της ……… χρησιμοποιούσε τον δρόμο αυτό για να μεταβεί εξωτερικά στην κουζίνα του σπιτιού της και γενικά στο πίσω μέρος (και αυτή) της ιδιοκτησίας της (……/2016 ένορκες βεβαιώσεις), 3) «………Από το δρομίσκο αυτό ο …….. και προηγούμενα απ’ αυτόν ο πατέρας του … μετέφεραν τα διάφορα αγροτικά τους προϊόντα ……..αλλά και άλλα πράγματα (ξύλα, αγροτικά εργαλεία, οικοδομικά υλικά κλπ) και βέβαια τα διάφορα οχήματά τους…….Ποτέ ο δρόμος αυτός δεν κλείσθηκε και δεν εμποδίστηκε η χρήση του από οποιονδήποτε……..(18/2016 ένορκη βεβαίωση). Βέβαια η περιστασιακή διέλευση από το επίδικο μονοπάτι, ιδιοκτητών όμορων ακινήτων ή και τρίτων ακόμη, δεν ήταν συστηματική και δεν αποδεικνύεται ότι γινόταν με την πεποίθηση ότι διέρχονταν από κοινόχρηστη οδό.

Από την συνεκτίμηση δε όλων των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων, δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά από τα οποία να συνάγεται ότι η επίδικη δίοδος χρησιμοποιούταν για χρονικό διάστημα πλέον των πενήντα ετών και μέχρι του χρόνου ασκήσεως της ένδικης αγωγής όχι μόνο από τους ενάγοντες και δικαιοπαρόχους τους αλλά και από ευρύτερο αριθμό προσώπων είτε πεζοί είτε με φορτωμένα ζώα είτε για να μεταβούν στην γειτονιά τους είτε σε παρακείμενα αγροτεμάχια, χωρίς η εναγομένη και οι δικαιοπάροχοι αυτής να προβάλλουν αντιρρήσεις στη διέλευση τρίτων προσώπων, και να ανέχονται αυτή (διέλευση) έτσι ώστε να παραδόθηκε αυτή (επίδικη δίοδος) σε σύντομο χρόνο στη κοινή χρήση και συνεπώς δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής και του άρθρου 281 ΑΚ, ώστε έμμεσα με τη χρήση του να επιτευχθεί παρόμοιο αποτέλεσμα με εκείνο της  VETUSTAS, ήτοι της καθιερώσεως του επίδικου δρόμου ως κοινόχρηστου. Κατά συνέπεια από τα  ως άνω γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ουδόλως αποδείχθηκε η ύπαρξη δρόμου 80 χρόνια πριν από την ισχύ του ΑΚ ή στο μεταγενέστερο χρόνο υπό την έννοια της διέλευσης αόριστου αριθμού προσώπων προς εξυπηρέτηση των αναγκών τους. Συνεπώς η επίδικη δίοδος δεν απέκτησε ποτέ κοινόχρηστο χαρακτήρα, και συνακόλουθα η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα δεν κατέλαβε τμήμα κοινόχρηστης οδού, διαταράσσοντας παράνομα, υπαίτια και χωρίς την θέληση των εναγόντων την νομή και  οιονεί νομή της ιδιοκτησίας τους κατά τα εκτιθέμενα από αυτούς στην ένδικη αγωγή τους, ούτε και προσέβαλε την προσωπικότητα αυτών (εναγόντων ήδη πρώτου εφεσιβλήτου) συνεπεία της επικαλούμενης παρεμπόδισης στην χρήση του επίδικου εδαφικού τμήματος και επομένως η ένδικη αγωγή ως προς την αντικειμενικά σωρευόμενη βάση της διατάραξης της νομής των εναγόντων με την οποία ζητείται η παύση κάθε παρούσας προσβολής και η παράλειψη κάθε διατάραξης στο μέλλον (ΑΚ 974, 984 παρ. 1, 987 εδ.α΄) καθώς της χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της προσωπικότητας των εναγόντων από την επικαλούμενη παρακώλυση της χρήσης της ένδικης οδού, είναι ουσιαστικά αβάσιμη.

Κατ’ ακολουθία αυτών, στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τις ως άνω αγωγικές αξιώσεις ως κατ’ ουσίαν βάσιμες, και υποχρέωσε : «να παύσει κάθε παρούσα διατάραξη της νομής και οιονεί νομής των εναγόντων, αντίστοιχα, δια της υλοποίησης της περιτοίχισης της πλευράς Μ1-Λ1 του ακινήτου τους στον οικισμό Καλάμου του Δήμου Κυθήρων στη θέση «……..», το οποίο εμφαίνεται με περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ….Ψ-Χ-Ψ-Ω-Α1-Β1-Γ1….Λ1-Μ1-Ν1-Α στο προσαρτώμενο στην υπό κρίση αγωγή από Οκτωβρίου 1991 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού …………. και να παραλείπει κάθε μελλοντική και με οποιονδήποτε τρόπο διατάραξη της νομής και οιονεί νομής τους επί της ως άνω πλευράς του ακινήτου τους, να άρει την προσβολή στην προσωπικότητα των εναγόντων δια της παρεμπόδισης άσκησης του δικαιώματός τους να χρησιμοποιούν την κοινόχρηστη οδό που περιλαμβάνεται μεταξύ της πλευράς Ν1-Μ1-Λ1 του ακινήτου τους (όπως αυτό εμφαίνεται στο παραπάνω από Οκτωβρίου 1991 τοπογραφικό διάγραμμα) και της όμορης της οδού αυτής και προς τα νοτιοδυτικά αυτής κείμενης ιδιοκτησίας της ,όπως ειδικότερα η κοινόχρηστη αυτή οδός εντοπίζεται με κίτρινο χρώμα στο προσαρτώμενο στην αγωγή ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα και ειδικότερα αποτυπώνεται με τα περιμετρικά στοιχεία α,β,Η,Ζ,Ε,Δ, υπολογιζόμενη ως επιφανείας 46,68 τ.μ, στο από 30.6.1989 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………. που προσαρτάται στο με αριθμό …/1989 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …….. και στη με αριθμό …../2004 οικοδομική άδεια της Πολεοδομίας Πειραιώς, απαγόρευσε να προβεί σε οποιαδήποτε μελλοντική προσβολή – διατάραξη των εναγόντων, στο δικαίωμά τους για ελεύθερη και ακώλυτη χρήση της εν λόγω κοινόχρηστης οδού, απείλησε εναντίον της εναγομένης, για κάθε μελλοντική παράβαση των ως άνω διατάξεων της παρούσας, χρηματική ποινή ύψους χιλίων (1.000) ευρώ και προσωπική της κράτηση διάρκειας τριών (3) μηνών, υποχρέωσε την εναγομένη ν’ αφαιρέσει κάθε διαταρακτικό κατασκεύασμα, που εμποδίζει την ελεύθερη διέλευσή τους από την εν λόγω κοινόχρηστη οδό, σε διαφορετική δε περίπτωση επιτρέπει στους ενάγοντες να προβούν οι ίδιοι στις ενέργειες αυτές με δαπάνες της, και τέλος υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλλει σε καθέναν των εναγόντων, το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ», έσφαλε ως προς την ορθή εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της υπό κρίση εφέσεως είναι ουσιαστικά βάσιμα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και εξεταστεί στην ουσία (άρθ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, ως προς τις ως άνω προσβαλλόμενες βάσεις της. Τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης – εκκαλούσας, αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του πρώτου εναγομένου – εφεσιβλήτου λόγω της ήττας του (άρθ. 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό και τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στην καταθέσασα εκκαλούσα – εναγομένη (ΚΠολΔ 495 παρ. 3).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ   

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 13/11/2017 (αριθμ.καταθ. ../2017) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 4196/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Δέχεται ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 4196/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί και δικάζει την από 13/9/2016 (αριθ.καταθ. ………./2016) αγωγή.

Απορρίπτει αυτή.

Καταδικάζει τον ενάγοντα – εφεσίβλητο ………….. στα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας κα τα ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου, ποσού 100 ευρώ, στην καταθέσασα εναγομένη – εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  26 Φεβρουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ