Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 192/2020

Αριθμός     192/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 80, 81 παρ. 1 εδ.α΄ και 215 παρ. 1 εδ.α΄ του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί αν λάβει χώρα μέχρι περατώσεως της δίκης με αμετάκλητη απόφαση ασκείται δε κατά τις περί αγωγής διατάξεις και κοινοποιείται σε όλους τους αρχικούς διαδίκους, ήτοι με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου στην γραμματεία και κοινοποίηση αυτού σε όλους τους μέχρι την άσκηση της διαδίκους. Χωρίς την πραγματοποίηση της δεύτερης αυτής διατύπωσης η άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης δεν έχει ολοκληρωθεί και συνακόλουθα δεν υφίσταται ακόμη παρέμβαση, με την έννοια που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 81 ΚΠολΔ, ούτε επέρχεται κάποια έννομη συνέπεια στη διαδικασία της δίκης. Επομένως, είναι παραδεκτή στην κατ’ έφεση δίκη  η πρόσθετη παρέμβαση, εάν όμως αυτή δεν επιδόθηκε σε όλους τους αρχικούς διαδίκους της κύριας δίκης, που αναφέρονται στο δικόγραφο της, υπέρ των οποίων και κατά των οποίων ασκήθηκε αλλά μόνο σε ορισμένους εκ των διαδίκων τούτων, τότε δεν θεωρείται ότι οι τελευταίοι μετέχουν στην κατ’ έφεση δίκη με αυτήν την ιδιότητα και τυχόν εισαγομένης προς συζήτηση καθίσταται απορριπτέα, ως απαράδεκτη, ελλείψει προδικασίας (ΑΠ 113/2017, ΑΠ 1433/2013,  ΑΠ 1308/2008 Νόμος, ΑΠ 1420/2005 Δνη 2006.181, ΑΠ 863/1999 ΕΕΝ 2000.722, ΑΠ 1791/1998 ΕΕΝ 2000.319, ΕφΠατρ 303/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009.316, ΕφΑθ 137/2007 ΝοΒ 2007.1850, Εφ.Αθ 2199/1992 Δνη 1993.217, ΕφΠειρ 672/1992 ΕπΝαυτΔ 1992.481, Εφ.Δυτ.Μακ 17/2011 ΝΟΜΟΣ, και Δεληκωστόπουλος – Σινανιώτης: ΕρμΚΠολΔ, Τόμ.Α΄,  ΣΕΛ. 234, Κεραμεύς, Αστ.Δικον.Δ/1986, σελ. 203 και 272, ΑΠ 1104/1980 ΝοΒ 29/503 επ., ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο 6η έκδοση Χαρούλα Απαλαγάκη, άρθ. 622 σελ. 2000, άρθρο 81 σελ. 308-312).

Στην προκειμένη περίπτωση από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα: Η Ένωση Συντακτών Περιοδικού και Ηλεκτρονικού Τύπου (ΕΣΠΗΤ) κατέθεσε για πρώτη φορά στο Δικαστήριο τούτο την από 20/9/2008 (αριθ.καταθ. ………./2018) Πρόσθετη Παρέμβαση, υπέρ της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας της από 21.12.2015 αγωγής, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, λόγω της ιδιότητας της ενάγουσας ως μέλους αυτής (προσθέτως παρεμβαίνουσας ένωσης). Η ως άνω όμως πρόσθετη παρέμβαση δεν ασκήθηκε νομίμως με επίδοση του προαναφερομένου δικογράφου σε όλους τους έως της ασκήσεως της διαδίκους (άρθ. 111 παρ. 2 ΚΠολΔ), δηλαδή εκτός από τους εναγόμενους – καθ’ ών η πρόσθετη παρέμβαση, για τους οποίους η προσθέτως παρεμβαίνουσα προσκομίζει και επικαλείται τις υπ’ αριθ. ………/21.9.2018 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών, …………., για την ενάγουσα – υπερ ού η πρόσθετη παρέμβαση, δεν προκύπτει επίδοση, αφού δεν προσκομίζεται και για αυτήν οικεία έκθεση επιδόσεως ούτε γίνεται σχετική επίκληση τέτοιας εκθέσεως. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη προαναφέρθηκαν, η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

Περαιτέρω, η υπό κρίση από 6/12/2017 (αριθ.καταθ. …………/2017) έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της υπ’ αριθ. 3890/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ισχύαν πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο 4 του άρθ. 1 του Ν. 4335/2015), επί της από 21/12/2015 (αριθ.καταθ. …………/2015) αγωγής της ενάγουσας ήδη εκκαλούσας της υπό κρίση εφέσεως, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθ. 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, πριν την πάροδο διετίας από την δημοσίευση αυτής, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως) (άρθρα 495 παρ 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή (άρθ. 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 663 επ. ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθόσον για το παραδεκτό αυτής δεν υποχρεούται η εκκαλούσα σε κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.τελευταίο ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση από 22/12/2015 (αριθ.καταθ. ………./2015) αγωγή, που άσκησε η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ιστορούσε ότι, οι εναγόμενες εταιρείες συνιστούν όμιλο εταιρειών, με κοινή διεύθυνση και έδρα, κοινή επαγγελματική δραστηριοποίηση στην έκδοση ημερήσιων και εβδομαδιαίων εφημερίδων, περιοδικών και κάθε είδους έντυπο υλικό γενικού περιεχομένου (πολιτικού, κοινωνικού, αθλητικού κλπ), την εμπορία των οποίων ασκεί αποκλειστικά η πρώτη εναγομένη, η οποία ασκεί και την διοίκηση στις λοιπές θυγατρικές εταιρείες του ομίλου (δεύτερης και τρίτης των εναγομένων). Ότι αυτή (ενάγουσα), η οποία ασκεί το επάγγελμα του δημοσιογράφου, προσλήφθηκε από την πρώτη εναγομένη με άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου τον Απρίλιο του έτους 2009 προκειμένου με την ως άνω ιδιότητά της να παρέχει τις υπηρεσίες της αρχικά ως υπεύθυνη ύλης και αργότερα ως αρχισυντάκτρια περιοδικών που εξέδιδε είτε η ίδια είτε οι θυγατρικές της εταιρείες. Ότι αυτή (ενάγουσα) κατόπιν εντολής της πρώτης εναγομένης εταιρείας παρείχε την εργασία της σε όλες τις εναγόμενες εταιρείες του ομίλου κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, για την παραγωγή και έκδοση των αναφερόμενων περιοδικών και ότι αυτή (εργασία) την παρείχε υπό τις δεσμευτικές οδηγίες και εντολές ων εργοδοτριών εταιρειών, πέντε ημέρες την εβδομάδα οκτώ ώρες ημερησίως από ώρα 12.00 έως ώρα 20.00, αντί μηνιαίων αποδοχών, όπως διαμορφώθηκαν κατά τον αναφερόμενο τρόπο. Ότι στις 17/9/2013 η πρώτη εναγομένη εμφάνισε με αναγγελία τυπικά την πρόσληψή της με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αντί μηνιαίων αποδοχών ύψους 1.800 ευρώ. Ότι στις 21/9/2015 η τρίτη εναγομένη εταιρεία προέβη σε λύση της εργασιακής της συμβάσεως με καταγγελία και έκτοτε λύθηκε η εργασιακή της σχέση και με τις λοιπές εναγόμενες, οι οποίες έπαυσαν να αποδέχονται τις υπηρεσίες της. Ότι έχει από την εργασιακή σχέση, α)αξίωση καταβολής επιδομάτων εορτών (Χριστουγέννων – Πάσχα) και αδείας για το χρονικό διάστημα από 1/4/2009 έως και 17/9/2013, β) αξίωση συμπλήρωσης του ποσού της καταβληθείσας αποζημίωσης, συνεπεία ρητής υπόσχεσης των εναγομένων ότι για την αποζημίωση απόλυσης ως τελευταίος μισθός θα ληφθεί το ποσό των 2.600 ευρώ και όχι το ποσό των 1.800 ευρώ που αντιστοιχεί σε μείωση του μισθού της που έλαβε χώρα 1/2/2015 και την αποδέχθηκε λόγω της ως άνω υπόσχεσης, γ) αξίωση από την παροχή της εργασίας της καθ’ υπέρβαση πενθήμερης εβδομαδιαίας και ημερήσιας εργασίας κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα από 1/10/2010 έως 30/12/2014, και ότι για όλες τις ως άνω αιτίες οφείλεται σε αυτή από τη σύμβαση εργασίας της άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού το ποσό των 86.921,73 ευρώ.

Με βάση τα ανωτέρω ιστορούμενα, και κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ζήτησε, α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες σε ολόκληρον η κάθε μια να της καταβάλουν, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το ποσό των 25.175,24 ευρώ, που αντιστοιχεί στα επιδόματα εορτών και αδείας, β) να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενες, σε ολόκληρο κάθε μια από αυτές, να της καταβάλουν το ποσό των 61.746,49 ευρώ, νομιμοτόκως από το χρόνο που κάθε κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και έως εξοφλήσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, απέρριψε αυτή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και την καταδίκασε, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη των εναγομένων που την όρισε σε 800 ευρώ.

Α) Σύμφωνα με το αρ. 520 παρ. 1 ΚΠολΔ το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρ. 118-120 στοιχεία, και τους λόγους της έφεσης, οι οποίοι αποτελούν παράπονα κατά της εκκαλουμένης απόφασης που αναφέρονται είτε σε πραγματικά ή νομικά σφάλματα του δικαστηρίου είτε ενίοτε σε παραδρομές του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, να καθορίζονται δηλ.με πληρότητα οι αιτιάσεις που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν να οριοθετηθεί η εξουσία του Εφετείου και να μπορεί το Εφετείο να κρίνει για τη νομιμότητα και βασιμότητά τους. Έτσι είναι αόριστος και κατά συνέπεια απορριπτέος ως απαράδεκτος ο λόγος της έφεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου από την εκκαλούμενη απόφαση, όταν δεν καθορίζεται η παραβιασθείσα ουσιαστική διάταξη (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2003 παρ. 540, 5441, Μαργαρίτης, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ.ΚΠολΔ, τ.ΙΙ, σελ. 926-7, ΑΠ 1574/2014, ΑΠ 172/2003, Εφ.Πειρ. 38/2015, Εφ.Λαρ. 409/2015, Εφ.Πειρ. 541/2015, Εφ.Δωδ. 204/2009, Εφ.Δωδ. 96/2007, Εφ.Δωδ. 313/2005, Εφ.Δωδ. 39/2004, Εφ.Αθ. 973/2003, Εφ.Θεσσαλ. 1592/2003, Εφ.Δωδ. 64/2002, Εφ.Πειρ. 278/2002 Δημ.ΝΟΜΟΣ).

Τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποδείξεως (ΚΠολΔ 336 παρ. 4), είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών, η υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες (ΚΠολΔ 559 αριθ. 1). Αν, στην πρώτη περίπτωση,  χρησιμοποιώντας τα διδάγματα κοινής πείρας ή τα πορίσματα της επιστήμης αντίθετα προς τις αρχές της λογικής, το δικαστήριο διαγνώσει εσφαλμένως ότι συνέτρεξαν ή όχι τα περιστατικά που στηρίζουν το δικαίωμα, δεν υπάρχει παράβαση κανενός νόμου και, άρα, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Αν πάλι το δικαστήριο παραλείψει εντελώς να τα χρησιμοποιήσει, η παράλειψη αυτή δεν ελέγχεται ως πλημμέλεια από το εδάφιο 11 του άρθρου 559, καθόσον, όπως συνάγεται από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 του ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν καταλέγονται στα αποδεικτικά μέσα (Ολ.ΑΠ 8/2005, ΑΠ 316/2011, ΑΠ 87/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η οποία, κατ’ άρθρο 591 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζεται και στην ειδική διαδικασία του άρθρου 681 Α΄ αυτού, έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου και υπάρχει όταν ο διάδικος που κίνησε βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και ειδικότερα αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο εις βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει έτσι στοιχεία διατακτικού (βλ. ΑΠ 1212/2010, ΑΠ 1459/2000, ΑΠ 1307/1990, ΑΠ 405/1981 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια ισχύουν, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 516 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και για την αντέφεση και έτσι έννομο συμφέρον για άσκηση αντέφεσης αναγνωρίζεται στο διάδικο που νίκησε πρωτόδικα, αν, παρά την ορθότητα του διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης, βλάπτεται από τις αιτιολογίες αυτής, οι οποίες περιέχουν τα στοιχεία διατακτικού και δημιουργούν εις βάρος του δεδικασμένο. Οι εσφαλμένες όμως αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος ή του αντεκκαλούντος με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης ή αντέφεσης, με την αιτιολογία ότι είναι ασύμφορες σ’ αυτόν ή μη ορθές νομικά, καθόσον το κρίσιμο της απόφασης είναι όχι οι αιτιολογίες, αλλά οι διατάξεις της (βλ. Σ.Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. 2003, σελ. 255, παρ. 615, Εφ.Αθ 7748/2007, Εφ.Θεσ 8/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το έννομο συμφέρον για την άσκηση των ενδίκων μέσων αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης που η ανάγκη του συνάγεται και από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ενδίκου μέσου, αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους αρχής που καθιερώνει η προαναφερόμενη διάταξη. Η παραπάνω προϋπόθεση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η έλλειψη της συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου (άρθρο 68, 74, 532 ΚΠολΔ (Εφ.Θεσσαλ. 2175/2017, Εφ.Πειρ. 703/2014, Εφ.Δωδ. 29/2014, Εφ.Αθ. 39/2011, Εφ.Αθ. 4195/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΚΠολΔ Ερμηνεία Κατ’ άρθρο, Χαρούλα Απαλαγάκη 6η έκδοση άρθ. 516 σελ. 1411 αρ. 11).

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ηττηθείσα ενάγουσα, η οποία αποδίδει στην εκκαλουμένη απόφαση πλημμέλειες, κατ’ ορθή νομική εκτίμηση, ότι με εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων όχι ορθά και παρά το νόμο απέρριψε την αγωγή ως προς όλα τα αιτήματά της, ενώ εάν εκτιμούσε καλώς τις αποδείξεις θα έπρεπε να την είχε δεχθεί καθ’ ολοκληρία ως ουσία βάσιμη. Με αυτό το περιεχόμενο, οι αναφερόμενοι σε εσφαλμένη εκτίμηση του προσαχθέντος αποδεικτικού υλικού λόγοι της εφέσεως είναι σαφείς και πλήρως ορισμένοι, δεδομένου ότι εφόσον αναφέρεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων αυτή επαρκώς προσδιορίζεται με την μνεία ότι από την εκτίμηση αυτή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 ΚΠολΔ.

Ι) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (ΕισΝΑΚ 38), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη σε περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Οπωσδήποτε, το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία, όμως, δεν καταφάσκεται μόνον από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που  χαρακτηρίζει την εργασία ως εξαρτημένη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο  συνάγεται συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. Ο χαρακτήρας δε της εργασίας ως εξαρτημένης δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού και καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως είναι η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών και η ασφάλιση στο ΙΚΑ (ΑΠ 71/2010 Δημ.Νόμος). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της συμβάσεως έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σε αυτή καθεαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της συμβάσεως, αντικείμενο δε της συμβάσεως αυτής μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια. Σε κάθε, όμως, περίπτωση τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξαρτήσεως από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτελέσεως του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχό του. Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου γίνεται από το δικαστήριο και εξαρτάται, σε κάθε περίπτωση από την εκτίμηση του συνόλου των πραγματικών περιστατικών κάτω από τα οποία λειτούργησε η συγκεκριμένη σχέση, ανεξάρτητα από ο νομικό χαρακτηρισμό που έδωσαν σ’ αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη (Ολ ΑΠ 28/2005, ΑΠ 573/2018, ΑΠ 602/2017, ΑΠ 900/2017, ΑΠ 1133/2015, Εφ.Πειρ. 400/2016, Εφ.Πειρ. 400/2016, Εφ.Αθ. 43/2019 δημ.ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ) Περαιτέρω, κατά την εννοιολογική διατύπωση της σύμβασης εργασίας, όπως αυτή συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 648 Ακ και μέσω των δύο βασικών και κυρίων υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή, ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του για ορισμένο ή αόριστο χρόνο στον εργοδότη και ο εργοδότης καταβάλλει το συμφωνημένο μισθό. Γενικός νομοθετικός ορισμός της έννοιας του εργοδότη δεν υπάρχει. Από το συνδυασμό όμως της ρηθείσας διατάξεως του άρθρου 648 και των διατάξεων των άρθρων 651, 652 και 653 ΑΚ προκύπτει ότι επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, ως εργοδότης θεωρείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στην υπηρεσία του οποίου διατελεί, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, άλλο φυσικό πρόσωπο, το οποίο του παρέχει την εργασία αυτή και όχι απαραιτήτως το πρόσωπο το οποίο προέβη στην πρόσληψή του. Συνήθως αλλά όχι πάντοτε, εργοδότης είναι ο κύριος της επιχειρήσεως προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της οποίας συνάπτεται η σύμβαση. Εάν υφίσταται αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, για τον προσδιορισμό της πιο πάνω ιδιότητας λαμβάνεται υπόψη πρώτα το πρόσωπο εκείνο προς το συμφέρον του οπίου παρέχεται η εργασία, αυτός δε είναι ο φορέας της επιχειρήσεως και περαιτέρω το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που φέρει τις δαπάνες και τους κινδύνους της επιχειρήσεως (ΑΠ 1290/2010, 873/2009). Εξάλλου, στην ημεδαπή έννομη τάξη, δεν προσδιορίζεται από το νόμο η έννοια της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, (η οποία δεν διευκρινίζεται ούτε στο κείμενο των σχετικών Οδηγιών, όπου αναφέρεται μόνο ο όρος «επιχείρηση» ως νομική έννοια του κοινοτικού δικαίου, (απόφαση ΔΕΚ στην υπόθεση  …… σκέψη 25). Νοείται  όμως ως επιχείρηση η περί το πρόσωπο του φορέα  της οργάνωσης κεφαλαίου και εργασίας προς επιδίωξη  κέρδους, ενώ εκμετάλλευση νοείται κάθε οργανωμένη οικονομική μονάδα που αποβλέπει στην επίτευξη τεχνικού, επιστημονικού ή παραγωγικού σκοπού. Όταν η επιχείρηση είναι οργανωμένη κατά συγκεντρωτικό τρόπο σε μία παραγωγική μονάδα, οι έννοιες της επιχειρήσεως και εκμεταλλεύσεως συμπίπτουν, ενώ, εάν είναι  οργανωμένη κατά μη συγκεντρωτικό τρόπο σε κλάδους παραγωγής, οι έννοιες μπορεί να διαχωρίζονται και η επιχείρηση μπορεί να αποτελείται από περισσότερες χωριστές εκμεταλλεύσεις, ανά μια έκταση και με λειτουργική (διοικητική), οικονομική και νομική αυτοτέλεια, όπως συμβαίνει με τις θυγατρικές εταιρείες. Τούτο δεν αναιρείται από το αν σε τελικό στάδιο επέρχεται συνένωση αποτελεσμάτων σε ενιαίο λογαριασμό κερδών και ζημιών στο επίπεδο της επιχειρήσεως ή μητρικής επιχειρήσεως (Ολ ΑΠ 36/20015). Περαιτέρω, ο όμιλος εταιρειών (βλ.άρθρο 42Ε παρ. 5 ν.2190/20 και οδηγία 94-145/ΕΚ του Συμβουλίου της 22.9.1994) χαρακτηρίζεται από κοινή διεύθυνση ,κοινή οικονομική πολιτική, κοινή χρηματοδότηση, δηλ.κοινά οικονομικά συμφέροντα. Ενώ συντίθεται από πολλά αυτοτελή νομικά πρόσωπα, αποτελεί μια οικονομική ενότητα. Ο όμιλος εταιριών κατά το ελληνικό δίκαιο δεν μπορεί να θεωρηθεί, όμως, ενιαίος εργοδότης, έτσι που για διάφορα δικαιώματα του μισθωτικού (μισθοί,  αποζημιώσεις κλπ) να είναι υπεύθυνες όλες οι εταιρίες ανεξαρτήτως του ποια εταιρία τον απασχολεί σε κάθε συγκεκριμένη χρονική στιγμή (ΑΠ 650/82). Έτσι, επί ομίλου εταιριών, που έχουν κοινά οικονομικά συμφέροντα, ακόμη και στην περίπτωση που η σύμβαση εργασίας του μισθωτού καταρτίσθηκε με μια από τις εταιρίες του ομίλου και η αξιοποίηση της εργασίας του γίνεται και από άλλες εταιρίες του ίδιου ομίλου, εργοδότης παραμένει η αντισυμβαλλόμενη του μισθωτού εταιρία, η οποία ασκεί διευθυντικό έλεγχο επί της εργασίας του και ευθύνεται για την πληρωμή των πάσης φύσεως αποδοχών του (ΑΠ 873/2009, ΑΠ 1222/2003, ΑΠ 10/2018, Εφ.Αθ. 1702/2006, Εφ.Αθ. 1921/2005 δημ.ΝΟΜΟΣ, Ιωάννης Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο ΣΤ΄ Έκδοση, σελ. 378-381).

ΙΙΙ) Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής, συνιστά έλλειψη της, με ποινή το απαράδεκτο, επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του, σχετικά με τη νομική ανεπάρκειά της αγωγής, αξίωσε περισσότερα από εκείνα που απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος, ή αν, αντιθέτως, αρκέσθηκε σε λιγότερα. Η ποσοτική όμως, ή ποιοτική αοριστία της αγωγής ελέγχεται κατά τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα οι δικονομικές της ελλείψεις, που καθιστούν άκυρο ή απαράδεκτο το δικόγραφό της, ελέγχονται κατά τον αρ. 14 το άνω άρθρου 559. Έτσι, για τη νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής που έχει ως αίτημα, εκτός των άλλων, και την καταβολή αποδοχών για εργασία που παρασχέθηκε κατά τις Κυριακές και την έκτη ημέρα ανάπαυσης, στην πενθήμερη εβδομάδα εργασίας (δηλαδή τα Σάββατα), αρκεί ν’ αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, ο αριθμός αυτών και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός τους με ακριβείς χρονολογίες, αφού οι ημέρες αυτές (δηλαδή τα Σάββατα και οι Κυριακές) προκύπτουν από το ημερολόγιο. Επίσης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία διώκεται η ικανοποίηση αξιώσεων από υπερεργασία και από υπερωριακή απασχόληση πρέπει ν’ αναφέρονται σ’ αυτή πέραν των άλλων και η διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης, αν πρόκειται για υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου, άλλως κατά εβδομάδα, από την οποία θα προκύπτουν οι ώρες εργασίας και συνεπώς οι ώρες υπερεργασίας και υπερωρίας. Είναι όμως επιτρεπτό να προσδιορίζονται οι ώρες αυτές και κατά μέσο όρο την εβδομάδα ή το μήνα. Απαραίτητο είναι επίσης να προσδιορίζονται οι νόμιμες και οι καταβαλλόμενες αποδοχές, για τον υπολογισμό του ωρομισθίου (ΑΠ 732/2018, ΑΠ 648/2017, ΑΠ 53/2015, ΑΠ 441/2014, ΑΠ 534/2014, ΑΠ 573/2011, Εφ.Πειρ. 53/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ).

ΙV) Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 118 και 117 ,πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά των εναγομένων, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Σε περίπτωση ελλείψεως αυτών το δικόγραφο της αγωγής είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, το απαράδεκτο δε αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως ως αναγόμενο στη προδικασία που αφορά τη δημόσια τάξη και γι’ αυτό το λόγο η αοριστία του δικογράφου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή εις άλλα έγγραφα της δίκης ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1296/1983 ΝοΒ 32.1028, ΑΠ 412/1982 ΝοΒ 30.1478, ΕφΘες 1950/1990 Δνη 32/1340). Τέλος, από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο και δύναται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στο νόμο, στερείται των απαραίτητων στοιχείων για τη θεμελίωση της ή ασκήθηκε απαραδέκτως με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγορεύσεως της εκδόσεως επιβλαβέστερης αποφάσεως για τον εκκαλούντα (άρθ. 536 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή στο σύνολό της ή εν μέρει, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τις ελλείψεις αυτές και εξ αιτίας τούτων να την απορρίψει, αρκεί να ζητά την απόρριψή της ο εναγόμενος και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’ αυτόν χωρίς έφεση ή αντέφεση του ενάγοντος (Σαμουήλ Η έφεση, έκδ. 1993, παρ. 852, 858-864, ΑΠ 2089/1983 ΔΕΝ 42.223, ΑΠ 1544/1980 ΝοΒ 29.878, ΑΠ 731/1991 ανωτ., ΕφΑθ 2960/1988 Δνη 30.820, ΕφΑθ 1308/1987 Δνη 29.524, ΕφΛαρ. 36/2015, ΕφΠειρ. 78/2015 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αγωγή με το σ’ αυτή περιεχόμενο και αιτήματα, όπως ανωτέρω εκτέθηκε και προκύπτει και από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, είναι αόριστη, διότι δεν προσδιορίζονται επαρκώς και με σαφήνεια τα ουσιώδη γεγονότα που απαιτούνται για την, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, πληρότητα του δικογράφου της για την θεμελίωση των αξιώσεών της. Ειδικότερα: Α) Δεν επικαλείται με πληρότητα και σαφήνεια, ορισμένα και συγκεκριμένα ουσιώδη στοιχεία της σύνθεσης από τις εναγόμενες – αυτοτελή νομικά πρόσωπα- ομίλου εταιρειών, όπως περιστατικά ότι η πρώτη εναγομένη είναι η δεσπόζουσα εταιρεία (πλειοψηφία κεφαλαίου/πλειοψηφία ψήφων/δυνατότητα διορισμού μελών Δ.Σ ή του διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου της επιχείρησης) με ελεγχόμενες τις λοιπές εναγόμενες εταιρείας και συμμετοχή όλων σε ένα σύστημα ενιαίο οικονομικό αλλά διασπασμένο από νομική άποψη (πολλά αυτοτελή νομικά πρόσωπα που αποτελούν οικονομική ενότητα), έτσι ώστε να διαπιστωθεί και κριθεί από το Δικαστήριο ότι οι εναγόμενες εταιρείες πληρούν την νομική έννοια του ομίλου εταιρειών, Β) Δεν προσδιορίζονται ορισμένα, επαρκώς και συγκεκριμένα ουσιώδη στοιχεία ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, είτε ως αντισυμβαλλόμενο αυτής (ενάγουσας), (η πρώτη εναγομένη ή η τρίτη εναγομένη), είτε ως ύπαρξη σχέσης εργασίας με τις επί μέρους εναγόμενες εταιρείες (νομικά πρόσωπα), είτε με προσδιορισμό ως εργοδότη της εταιρείας που πραγματικά αξιοποίησε την εργασία της, ανεξάρτητα από το ποια την προσέλαβε, στοιχεία που είναι αναγκαία για τον εντοπισμό του εργοδότη (όμιλο ή επί μέρους εταιρείες ή με την δεσπόζουσα εταιρεία), προκειμένου να θεμελιωθούν οι αγωγικές αξιώσεις και δικαιώματα της ενάγουσας – εργαζομένης (επιδόματα εορτών – αδείας/ συμπλήρωση αποζημίωσης/απόλυσης/πρόσθετης εργασίας έως 17/9/2013), Γ) Επικαλείται η ενάγουσα ότι εργαζόμενη οκτώ ώρες ημερησίως (12.00 έως 20.00) υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης κατά το χρονικό διάστημα από 18/9/2013 έως 30/12/2014 με μηνιαίες αποδοχές ανερχόμενες σε 2.600 ευρώ, πραγματοποίησε πρόσθετη εργασία. Ειδικότερα, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 16/9/2013 έως 22/12/2013, και από 13/1/2014 έως 23/12/2014, απασχολήθηκε δέκα (10) ώρες κάθε εβδομάδα πέραν του νομίμου ωραρίου της, πραγματοποιώντας πέντε ώρες υπερεργασία και πέντε (5) ώρες παράνομη υπερωριακή απασχόληση και ότι τις εβδομάδες από 28/10/2013 έως 28/12/2014 απασχολήθηκε εννέα (9) ώρες κάθε εβδομάδα πέραν του νομίμου ωραρίου, πραγματοποιώντας πέντε (5) ώρες υπερεργασία και τέσσερις (4) ώρες παράνομη υπερωριακή απασχόληση, και ότι για την ως άνω πρόσθετη εργασία οφείλεται σε αυτή η αναφερόμενη νόμιμη αμοιβή. Όμως, η αγωγή και ως προς το αίτημα καταβολής αμοιβής για παρασχεθείσα υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή απασχόληση κατά το ανωτέρω επίδικο χρονικό διάστημα, είναι αόριστη, διότι δεν προσδιορίζονται επαρκώς και με σαφήνεια τα γεγονότα που απαιτούνται για την, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, πληρότητα του δικογράφου της για τα παραπάνω κεφάλαια. Ειδικότερα δεν προσδιορίζονται οι ώρες ημερήσιας απασχόλησης και οι συνολικές ώρες απασχόλησης της ενάγουσας σε κάθε εβδομάδα στο σύστημα της πενθήμερης εργασίας, προκειμένου να μπορεί να διαπιστωθεί και να κριθεί αν οι ώρες που επικαλείται και χαρακτηρίζει ως ώρες υπερεργασίας και ως ώρες παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, αποτελούν τέτοια απασχόληση (υπερεργασία – παράνομη υπερωριακή απασχόληση) προκειμένου να προσδιορισθεί και η αμοιβή των επικαλούμενων μορφών υπέρβασης.

Κατά συνέπεια των ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή είναι αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε την ένδικη αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη ως προς όλες τις αγωγικές αξιώσεις της και στη συνέχεια απέρριψε αυτή (αγωγή) ως κατ’ ουσία αβάσιμη, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά παραδοχή και του σχετικού ισχυρισμού (αοριστίας αγωγής) των εναγομένων (που προβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης.

Επομένως, αφού το Δικαστήριο έχει την εξουσία, όπως ανωτέρω αναφέρεται, να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως το ορισμένο της αγωγής λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως (άρθρο 522 ΚΠολΔ), μπορεί να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω της ως άνω αναφερόμενης αοριστίας ως προς την επίκληση των αναγκαίων και κατά νόμο ουσιωδών στοιχείων. Συνεπώς η υπό κρίση έφεση της ενάγουσας κατά της παραπάνω απόφασης πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις του διατακτικού της. Στη συνέχεια αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως αόριστη, γιατί η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για την ενάγουσα. Περαιτέρω, πρέπει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν ολικά μεταξύ τους, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν από το Δικαστήριο (άρθ. 179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Α) Απορρίπτει την από 20/9/2018 (αριθ.καταθ. …………/2018) Πρόσθετη Παρέμβαση της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού και Ηλεκτρονικού Τύπου (ΕΣΠΗΤ) υπέρ της ενάγουσας.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Β) Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 6/12/2017 (αριθ.καταθ. ………./2017) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3890/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 3890/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει την από 21/12/2015 (αριθ.καταθ. …………/2015) αγωγή, και

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  26 Φεβρουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ